Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 109/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης  109 /2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων εναγομένων: 1) …………, 2) …………… οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Απόστολο Τουρκαντώνη με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης ενάγουσας: Της εδρεύουσας στον Πειραιά Αττικής (οδός ……….) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «………..», η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιχαήλ Σαρρή με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα εταιρεία ζήτησε να γίνει δεκτή η από 24.1.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………./24.1.2020) αγωγή της, την οποία άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.1.906/2021 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα ως αποζημίωσή της με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, έκαστος εις ολόκληρον, το σ’αυτήν ειδικότερα αναφερόμενο χρηματικό ποσό, πλέον τόκων, κηρύχθηκε η απόφαση κατά την προηγούμενη διάταξή της προσωρινά εκτελεστή, απαγγέλθηκε σε βάρος εκάστου των εναγομένων προσωπική κράτηση, διαρκείας τριών (3) μηνών και καταδικάσθηκαν αυτοί σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας.

Οι εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό εναγόμενοι με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου από 7.2.2022  (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……./10.2.2022 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …./10.2.2022 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή τους, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση κατά τα κεφάλαια αυτής που τους βλάπτουν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, όταν αυτή εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι ανωτέρω πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δηλώσεις τους του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η κρινόμενη έφεση των εν μέρει ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό εναγομένων της ασκηθείσης ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 24.1.2020 (με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ………../24.1.2020) αγωγής της εφεσίβλητης εταιρείας, με αίτημα να υποχρεωθούν οι νυν εκκαλούντες να της καταβάλουν, έκαστος εις ολόκληρον, ως εγγυητές οφειλής προς αυτήν εταιρείας συμφερόντων τους για υπόλοιπο ναυλομεσιτικής αμοιβής της λόγω της κατάρτισης με τη διαμεσολάβησή της σύμβασης ναύλωσης πλοίου, πλοιοκτησίας της πρωτοφειλέτριας εταιρείας, άλλως με βάση τις διατάξεις των άρθρων 914 επ., της αδικοπρακτικής τους συμπεριφοράς ειδικότερα συνισταμένης στη διάπραξη σε βάρος της της αξιόποινης πράξης της απάτης και σε καταδολίευση δανειστών διά της μεταβίβασης περιουσιακών τους στοιχείων με σκοπό τη ματαίωση της ικανοποίησης της απαίτησής της, αφενός μεν το οφειλόμενο ποσό της συμφωνηθείσης αμοιβής της δυνάμει της σύμβασης της εγγύησης, αφετέρου δε το αυτό ποσό ως εκ της τελεσθείσας αδικοπραξίας αποζημίωσή της για την αποκατάσταση της προκληθείσης ισόποσης περιουσιακής της ζημίας και χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που υπέστη, κατά της υπ’αριθμ. 1906/2021 οριστικής απόφασης του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε επί της ανωτέρω αγωγής, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα, έκαστος εις ολόκληρον, ως εξαπατήσαντες αυτήν, για αποζημίωσή της, το σε ευρώ ισόποσο του ποσού των 118.205 δολαρίων Η.Π.Α. της οφειλομένης ναυλομεσιτικής αμοιβής της, με την επίσημη ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής, πλέον τόκων από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, κηρύχθηκε η απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το σύνολο του επιδικασθέντος χρηματικού ποσού, απαγγέλθηκε σε βάρος εκάστου εναγομένου προσωπική κράτηση, διαρκείας τριών (3) μηνών και καταδικάσθηκαν οι εναγόμενοι σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, ποσού 4.100 ευρώ, απορριφθέντων ως μη νόμιμων των αιτημάτων περί καταβολής στην ενάγουσα αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας από καταδολίευση δανειστών και χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής της βλάβης και ως ουσιαστικά αβάσιμου του αιτήματος καταβολής του φερομένου ως οφειλομένου ποσού με βάση τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης των εναγομένων ως εγγυητών αλλότριου χρέους, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του Πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 10.2.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………./10.2.2022), ήτοι εντός της νόμιμης καταχρηστικής προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της ως άνω απόφασης (στις 10.9.2021), καθώς από τα έγγραφα της δικογραφίας  δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της απόφασης αυτής, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από τους εκκαλούντες κατά την άσκηση του ένδικου μέσου το προβλεπόμενο στη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3, στοιχ.Α΄, περ. β΄ του ΚΠολΔ παράβολο, ποσού 100 ευρώ και δεν συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), εφόσον με αυτήν πλήττεται απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή διαδικασία (τακτική), κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 532 και 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Με την ασκηθείσα ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 24.1.2020 (με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ………../24.1.2020) αγωγή, η ενάγουσα, ημεδαπή εταιρεία με αντικείμενο τις ναυλομεσιτικές εργασίες, ισχυρίσθηκε ότι με τη διαμεσολάβησή της καταρτίσθηκε εγγράφως στις 26.10.2016 σύμβαση ναύλωσης του υπό σημαία Παναμά πλοίου με την ονομασία “M/T H”, πλοιοκτησίας της εταιρείας με την επωνυμία “…………….” (συμφερόντων των εναγομένων), μεταξύ της τελευταίας ως εκναυλώτριας και της εταιρείας με την επωνυμία “…………” ως ναυλώτριας. Ότι η ναυλομεσιτική αμοιβή  της καθορίσθηκε σε ποσοστό 4,5% επί του ημερήσιου ναύλου, ανερχομένου στο ποσό των 11.700 δολαρίων Η.Π.Α., καθώς και ότι σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης το πλοίο παραδόθηκε στη ναυλώτρια, η οποία κατέβαλε στην εκναυλώτρια τους συμφωνημένους ναύλους. ‘Οτι στη συνέχεια και ενώ η εκ της μεσιτείας απαίτησή της σε βάρος της πλοιοκτήτριας, κατόπιν καταβολών, είχε, σύμφωνα με τα ειδικότερα στο δικόγραφο εκτιθέμενα, διαμορφωθεί εν τω μεταξύ στο ουδέποτε αμφισβητηθέν ποσό των 123.206,95 δολαρίων Η.Π.Α., με αποτέλεσμα τις συνεχείς οχλήσεις της νομίμου εκπροσώπου της για αποπληρωμή των οφειλομένων προς τη διαχειρίστρια του πλοίου εταιρεία με την επωνυμία “……………”, επίσης συμφερόντων των εναγομένων, η οποία διατηρεί στην Ελλάδα νόμιμα εγκατεστημένο γραφείο με νόμιμο εκπρόσωπο τον πρώτο εναγόμενο, οι εναγόμενοι επανειλημμένα τη διαβεβαίωναν ότι το χρέος οπωσδήποτε θα εξοφληθεί. Ότι, όταν περί τις αρχές του μηνός Νοεμβρίου του έτους 2017 η νόμιμη εκπρόσωπός της γνωστοποίησε στους εναγομένους την πρόθεσή της να επιδιώξει την είσπραξη της απαίτησής της διά της υποβολής αίτησης ασφαλιστικών μέτρων συντηρητικής κατάσχεσης του πλοίου και προσωρινής διαταγής με αίτημα την απαγόρευση του απόπλου του, οι ανωτέρω επανέλαβαν τις διαβεβαιώσεις τους περί άμεσης αποπληρωμής της οφειλής και επιπροσθέτως στις 10.11.2017 δήλωσαν ότι μετέφεραν στον τραπεζικό λογαριασμό της (της ενάγουσας) έναντι της απαίτησής της το ποσό των 20.000 δολαρίων Η.Π.Α., αποστέλλοντάς της μάλιστα σχετικώς προς απόδειξη αυτού του γεγονότος το με την αυτή ημερομηνία έγγραφο της ελβετικής τράπεζας με την επωνυμία “………….”, πλην όμως τοιαύτη πίστωση ουδέποτε έλαβε χώρα και το εν λόγω έγγραφο αποδείχθηκε ψευδές κατά το περιεχόμενο. Ότι ακολούθως και αφού η νόμιμη εκπρόσωπός της δήλωσε για μία ακόμη φορά στους εναγομένους ότι προς διασφάλιση της απαίτησής της προτίθεται να δρομολογήσει τις προβλεπόμενες δικαστικές διαδικασίες, οι  ανωτέρω της απέστειλαν το από 15.11.2017 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με το οποίο εγγυήθηκαν προσωπικά, ο πρώτος εξ αυτών και υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας και για λογαριασμό της τελευταίας, την εξόφληση του οφειλομένου ποσού. Ότι στο ανωτέρω μήνυμα αναφερόταν επί λέξει ότι “…η …………. εγγυάται ότι «όλο το οφειλόμενο υπόλοιπο θα διακανονιστεί εντός των επόμενων 40-60 ημερών», καθώς και ότι “δεν θα υπάρξει περαιτέρω καθυστέρηση…”. Ότι, πεισθείσα στις ανωτέρω ρητές και κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις τους περί άμεσης εξόφλησης της οφειλής στο προσεχές μέλλον, δεν προέβη τελικά στην υποβολή αίτησης ασφαλιστικών μέτρων προς συντηρητική κατάσχεση του πλοίου για την εξασφάλιση της απαίτησής της. Ότι στη συνέχεια η διαχειρίστρια του πλοίου εταιρεία κατέβαλε, διά εμβάσματος στον τραπεζικό της λογαριασμό (της ενάγουσας), το ποσό των 5.000 δολαρίων Η.Π.Α., με αποτέλεσμα η οφειλή να μειωθεί κατά το ισόποσο και να διαμορφωθεί στο (υπόλοιπο) ποσό των 118.205 δολαρίων Η.Π.Α. Ότι στις αρχές του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2017 και αφού είχε στο μεσοδιάστημα λήξει η ναύλωση του ως άνω πλοίου, διεπίστωσε ότι αυτό σταμάτησε να εκπέμπει το σήμα της θέσης του προς όλα τα συστήματα καταγραφής και παρακολούθησης πλοίων και έπλεε προς άγνωστη κατεύθυνση, με αποτέλεσμα ο εντοπισμός του να καταστεί αδύνατος, παράλληλα δε περιήλθαν σε γνώση της πληροφορίες ότι το πλοίο, έχοντας εφοδιασθεί με μεγάλη ποσότητα καυσίμου, κατευθυνόταν σε κάποιο λιμένα της Ανατολικής Ασίας, προκειμένου να πωληθεί προς διάλυση. Ότι στις σχετικές οχλήσεις της προς τους εναγομένους, προφορικά και διά της αποστολής του από 11.12.2017 εξώδικου εγγράφου της, οι τελευταίοι ουδέποτε απάντησαν. Ότι στη συνέχεια και ενώ το σήμα του πλοίου εξακολουθούσε να μην καταγράφεται από κάποιο σύστημα, όπερ συνεχιζόταν και μέχρι το χρόνο σύνταξης του αγωγικού δικογράφου, κατά το έλεγχο, στον οποίο προέβη για τον εντοπισμό τυχόν περιουσίας της διαχειρίστριας εταιρείας ή των εναγομένων, ενόψει επικείμενης υποβολής αίτησης συντηρητικής κατάσχεσης σε βάρος τους προς διασφάλιση της απαίτησής της για την καταβολή του υπολοίπου ποσού της ναυλομεσιτικής αμοιβής της, διεπίστωσε ότι οι τελευταίοι στις 27.12.2017 πώλησαν το σύνολο των οριζοντίων ιδιοκτησιών, που τους ανήκαν, σε κτίριο, στο οποίο στεγάζονταν τα γραφεία της διαχειρίστριας εταιρείας στο ….. Αττικής, καθώς και ότι κατά το χρόνο, κατά τον οποίο της παρείχαν διαβεβαιώσεις περί της εξόφλησης του χρέους, αφενός μεν όφειλαν μεγάλα χρηματικά ποσά προς το Δημόσιο, τον Ε.Φ.Κ.Α. και τρίτους – ιδιώτες, αφετέρου δε είχαν κατά το παρελθόν εκποιήσει και άλλα ακίνητά τους προς βλάβη των δανειστών τους. Ότι συγκεκριμένα σε βάρος ακινήτων του πρώτου εξ αυτών, κείμενων στο Δήμο Ερμιονίδας Αργολίδας, είχε εγγραφεί προσημείωση υποθήκης για το ποσό των 50.000 ευρώ, προς εξασφάλιση απαίτησης σε βάρος του της εταιρείας με την επωνυμία “…………”, δυνάμει δικαστικής απόφασης, ενώ σε βάρος του δευτέρου  εξ αυτών εκκρεμούσε αγωγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος περί διάρρηξης ως καταδολιευτικής σύμβασης μεταβίβασης λόγω δωρεάς στη σύζυγο και το τέκνο του κατά επικαρπία και ψιλή κυριότητα αντίστοιχα ακινήτου του στον ίδιο Δήμο, που καταρτίσθηκε με συμβολαιογραφικό έγγραφο το έτος 2012. Ότι οι εναγόμενοι ευθύνονται προσωπικά και με την ατομική τους περιουσία για την καταβολή του οφειλομένου ποσού της ναυλομεσιτικής αμοιβής της ως εγγυητές του χρέους αυτού της πρωτοφειλέτριας πλοικτήτριας εταιρείας συμφερόντων τους. Ότι επιπροσθέτως η ευθύνη τους προς καταβολή του εν λόγω ποσού θεμελιώνεται και στην τελεσθείσα απ’αυτούς σε βάρος της αδικοπραξία και συγκεκριμένα στη διάπραξη της αξιόποινης πράξης της απάτης. Ότι ειδικότερα, έχοντας εξαρχής την πρόθεση να μην εξοφλήσουν την οφειλή τους, αλλά και να την αποτρέψουν διά μεθοδεύσεων από την άμεση υποβολή αίτησης ασφαλιστικών μέτρων για τη συντηρητική κατάσχεση του πλοίου και της άλλης ακίνητης περιουσίας τους προς εξασφάλιση της απαίτησής της αυτής, εν γνώσει τους παρέστησαν ψευδώς στη νόμιμη εκπρόσωπό της, η οποία τους οχλούσε συνεχώς, ότι πρόκειται να αποπληρώσουν το χρέος σύντομα, με αποτέλεσμα η ανωτέρω, πεισθείσα από τις απατηλές ρητές και κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις τους, τις οποίες ενίσχυσαν με την αποστολή του προαναφερθέντος ψευδούς κατά το περιεχόμενο μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου περί πίστωσης ποσού στον τραπεζικό της λογαριασμό (της ενάγουσας), να μην προβεί έγκαιρα στις απαιτούμενες ενέργειες ενώπιον των δικαστηρίων προκειμένου να επιτευχθεί η νομική δέσμευση του πλοίου, το οποίο μάλιστα στο μεσοδιάστημα κατέστη αδύνατον να εντοπισθεί λόγω της διακοπής της εκπομπής του σήματός του και ακολούθως, όπως πληροφορήθηκαν, κατασχέθηκε από έτερο δανειστή, όπερ δεν θα συνέβαινε εάν δεν είχαν μεσολαβήσει οι ψευδείς παραστάσεις των εναγομένων και η συνεπεία αυτών παραπλάνηση της νομίμου εκπροσώπου της, η οποία εξ αυτού του λόγου και μόνον δε διεκδίκησε διά της δικαστικής οδού την αποπληρωμή του χρέους, με αποτέλεσμα να της προκαλέσουν περιουσιακή βλάβη, ανερχόμενη στο ανεξόφλητο υπόλοιπο του ποσού της αμοιβής της, αποκομίζοντας οι ίδιοι ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Ότι επιπροσθέτως οι εναγόμενοι μεταβίβασαν καταδολιευτικά τα ανωτέρω ακίνητά τους, ιδιαιτέρως σημαντικής αξίας, προς βλάβη της ιδίας, διότι επέτυχαν να ματαιώσουν την ικανοποίηση της σε βάρος τους απαίτησής της. Ότι πέραν της ανωτέρω περιουσιακής της ζημίας υπέστη συνεπεία της προπεριγραφομένης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων και ηθική βλάβη. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, έκαστος ενεχόμενος εις ολόκληρον, το ανωτέρω ποσό των 118.205 δολαρίων Η.Π.Α., που αποτελεί το ανεξόφλητο υπόλοιπο της συμφωνηθείσης ναυλομεσιτικής αμοιβής της, άλλως το σε ευρώ ισάξιο αυτού, υπολογιζόμενο με βάση την επίσημη ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά την ημέρα της πληρωμής, άλλως κατά την ημέρα της συζήτησης της αγωγής, άλλως κατά την ημέρα της άσκησής της, κυρίως μεν ως εγγυητές με την ατομική τους περιουσία της ισόποσης οφειλής της εκναυλώτριας του πλοίου πλοιοκτήτριας εταιρείας, επικουρικώς δε με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής της ζημίας, ανερχομένης στο αιτούμενο ποσό, λόγω της αδικοπρακτικής τους συμπεριφοράς, ειδικότερα συνισταμένης στη διάπραξη από πλευράς τους της αξιόποινης πράξης της απάτης και σε καταδολίευση δανειστών, καθώς και το ποσό των 15.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, αφαιρουμένου εξ αυτού του ποσού των 40 ευρώ, το οποίο επιφυλάχθηκε να διεκδικήσει ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων παριστάμενη προς υποστήριξη της κατηγορίας, με το νόμιμο τόκο για αμφότερα τα ανωτέρω κονδύλια από την επίδοση της αγωγής, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος εκάστου των εναγομένων, διαρκείας ενός (1) έτους ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης λόγω της τελεσθείσας απ’αυτούς αδικοπραξίας, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι αντίδικοί της στη δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ. 1.906/2021 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού έγινε δεκτό ότι το προαναφερθέν Δικαστήριο ήταν καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο προς εκδίκαση της διαφοράς λόγω της ναυτικής της φύσης, με την επισήμανση ότι η απαρίθμηση των διαφορών αυτού του είδους στη διάταξη του άρθρου 51 παρ.3 Β΄του ν.2172/1993 είναι ενδεικτική και όχι περιοριστική, καθώς και ότι η αγωγή είναι πλήρως και επαρκώς ορισμένη, πλην του αιτήματος περί επιδίκασης στην ενάγουσα, νομικού προσώπου ούσας, του ποσού των 14.960 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, ως προς το οποίο η αγωγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και νόμιμη, στηριζόμενη στις ειδικότερα αναφερόμενες σ’αυτήν διατάξεις, πλην των αιτημάτων περί επιδίκασης στην ενάγουσα αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας από καταδολίευση δανειστών και των αιτημάτων περί επιβολής στους εναγομένους της υποχρέωσης καταβολής του ποσού των 118.205 δολαρίων Η.Π.Α., ήτοι αυτούσιου του αλλοδαπού νομίσματος, άλλως του σε ευρώ ισάξιου αυτού κατά την ημέρα της συζήτησης της αγωγής, άλλως της άσκησής της, ως προς τα οποία επίσης η αγωγή απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, ακολούθως διερευνήθηκε η υπόθεση και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας με βάση τα προσκομισθέντα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα. Ειδικότερα με την αυτή ως άνω απόφαση κρίθηκε ότι οι εναγόμενοι, έχοντας πληθώρα χρεών προς δημόσιο, ασφαλιστικούς οργανισμούς και τρίτους ιδιώτες, εξηπάτησαν την ενάγουσα με ψευδείς παραστάσεις προς τη νόμιμη εκπρόσωπό της περί επικείμενης εξόφλησης της οφειλής τους από το υπόλοιπο της συμφωνηθείσης αμοιβής της για τη διαμεσολάβησή της στη ναύλωση πλοίου, πλοιοκτησίας αλλοδαπής εταιρείας, συμφερόντων τους, την οποία εξαρχής είχαν αποφασίσει να μην αποπληρώσουν, επιδιώκοντας αντίθετα να κωλυσιεργήσουν ώστε στο μεσοδιάστημα να μεταβιβάσουν περιουσιακά τους στοιχεία και να καταστήσουν αδύνατο τον εντοπισμό του πλοίου για να ματαιώσουν την ικανοποίηση της απαίτησής της, με σκοπό πορισμού παράνομου περιουσιακού οφέλους, με αποτέλεσμα να παραπλανηθεί η νόμιμη εκπρόσωπός της, την προκληθείσα πλάνη της οποίας μάλιστα ενίσχυσαν με την αποστολή ψευδούς μηνύματος ηλεκτρονικής αλληλογραφίας σχετικό με την πίστωση στο λογαριασμό της ενάγουσας χρηματικού ποσού έναντι της οφειλής τους και να μην προβεί έγκαιρα στις απαιτούμενες ενέργειες ενώπιον δικαστηρίων για την εξασφάλιση της ως άνω απαίτησης, με την άσκηση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων συντηρητικής κατάσχεσης του πλοίου και την πρόκληση ισόποσης βλάβης στην περιουσία της. Επιπροσθέτως με την ίδια απόφαση έγινε δεκτό ότι οι εναγόμενοι δεν εγγυήθηκαν προσωπικά με την ατομική τους περιουσία την αποπληρωμή της απαίτησης της ενάγουσας διότι τοιαύτη σύμβαση ουδόλως καταρτίσθηκε μεταξύ τους διά  σχετικής δήλωσης των ανωτέρω να εκπληρώσουν την οφειλή της πρωτοφειλέτριας εταιρείας διά του αποσταλλέντος προς την ενάγουσα από 15.11.2017 μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Με τις παραδοχές αυτές υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι με την ως άνω απόφαση να καταβάλουν στην ενάγουσα, έκαστος εις ολόκληρον, το σε ευρώ ισάξιο του αιτουμένου ποσού των 118.205 δολαρίων Η.Π.Α., ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ισόποσης περιουσιακής ζημίας που έγινε δεκτό ότι υπέστη από την αδικοπρακτική (απατηλή) συμπεριφορά τους, υπολογιζόμενο με την επίσημη ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής, πλέον των νόμιμων τόκων από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, κηρύχθηκε η απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το σύνολο του επιδικασθέντος ποσού, απαγγέλθηκε σε βάρος εκάστου εναγομένου προσωπική κράτηση, διαρκείας 3 μηνών, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης λόγω της τελεσθείσας αδικοπραξίας και τέλος καταδικάσθηκαν αυτοί στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίσθηκε στο ποσό των 4.100 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής οι εναγόμενοι, ως εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό διάδικοι, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη τους, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της, άσκησαν την κρινόμενη από 7.2.2022  (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……./10.2.2022 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/10.2.2022 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή τους, με την οποία πλήττουν την ανωτέρω απόφαση κατά το μέρος αυτής, που τους βλάπτει, για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στο εφετήριο λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός μεν σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά τις παραδοχές του επί της ουσίας της υπόθεσης, με βάση τις οποίες η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και ειδικότερα τις σχετικές με τη διάπραξη απ’αυτούς σε βάρος της ενάγουσας της αξιόποινης πράξης της απάτης, με το ύψος της προκληθείσης περιουσιακής ζημίας της αντιδίκου τους από την τελεσθείσα από πλευράς τους αδικοπραξία και με την απαγγελία σε βάρος τους προσωπικής κράτησης ως μέσου αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, αφετέρου δε σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου ως προς την περιληφθείσα στην προσβαλλόμενη απόφαση κρίση επί της νομιμότητας του αιτήματος περί επιδίκασης στην ενάγουσα, ως αποζημίωσή της, του σε ευρώ ισάξιου ποσού αλλοδαπού νομίσματος (δολαρίων Η.Π.Α.), υπολογιζομένου με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ – δολαρίου Η.Π.Α. κατά το χρόνο της πληρωμής, ζητώντας την παραδοχή της έφεσής τους και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί στο σύνολό της η σε βάρος τους ασκηθείσα αγωγή. Επισημαίνεται ότι, ενόψει όσων προεκτέθηκαν, με την κρινόμενη έφεση η υπόθεση μεταβιβάζεται στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, μόνον κατά το εκκληθέν κεφάλαιο, που αφορά στην σωρευόμενη στο δικόγραφο της αγωγής κατά δικονομική επικουρικότητα βάση περί θεμελίωσης της ευθύνης των εναγομένων προς καταβολή του αιτουμένου ποσού της αποζημίωσης στις διατάξεις των αδικοπραξιών λόγω της διάπραξης απ’αυτούς της αξιόποινης πράξης της απάτης σε βάρος της ενάγουσας εταιρείας, ως προς την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, ενώ οι απορριπτικές κρίσεις του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίο επί της κύριας βάσης της αγωγής  (επιστήριξη της ευθύνης των εναγομένων ως εγγυητών της οφειλής της πρωτοφειλέτριας εταιρείας εκ του ανεξόφλητου υπολοίπου της ναυλομεσιτικής αμοιβής της ενάγουσας) και επί της δεύτερης επιβοηθητικής επικουρικής θεμελίωσης του αγωγικού αιτήματος επίσης στις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του ΚΠολΔ, του παρανόμου χαρακτήρα της συμπεριφοράς τους συνισταμένου ειδικότερα σε καταδολίευση δανειστών δεν επανεξετάζονται από το Δικαστήριο τούτο, καθώς η ενάγουσα, η οποία νίκησε στον πρώτο βαθμό, διά της παραδοχής ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμης της έτερης αγωγικής βάσης, δεν άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης (ούτε άλλωστε ως νικήσασα διάδικος είχε έννομο συμφέρον να πράξει), η οποία, επομένως, ως προς τις βάσεις αυτές, έχει καταστεί τελεσίδικη.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ «Όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει». Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ΑΚ σαφώς συνάγεται ότι προϋποθέσεις γένεσης ευθύνης προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή της παράλειψης, γ) υπαιτιότητα, δ) ζημία και ε) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς (ήτοι του «νομίμου λόγου ευθύνης») και του επελθόντος ζημιογόνου αποτελέσματος (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 8/2018, ΑΠ 75/2020, ΑΠ 1/2019, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1572/2014, ΑΠ 1361/2013, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ του Δ.Σ.Α.). Ως ανθρώπινη συμπεριφορά νοείται η εκούσια εξωτερική κοινωνική συμπεριφορά ανθρώπου, δύναται δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε πράξη ή παράλειψη. Παράνομη είναι, καταρχήν, η συμπεριφορά, η οποία αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου και προσβάλλει τα προστατευόμενα δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου, ο δε παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή της παράλειψης κρίνεται βάσει του ισχύοντος κατά το χρόνο της συντέλεσής της νομικού καθεστώτος. Το στοιχείο του παρανόμου θεωρείται ότι συντρέχει όχι μόνον όταν παραβιάζεται απαγορευτικός ή επιτακτικός κανόνας δικαίου, αλλά και όταν διαπιστώνεται αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή τις επιταγές της έννομης τάξης και ειδικότερα παράβαση της κοινωνικά επιβεβλημένης από τη θεμελιώδη δικαιική αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης λήψης συγκεκριμένων μέτρων επιμελείας προς αποφυγήν πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων (ΑΠ 1154/2019, 93/2016 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Δηλαδή, η διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ δεν περιέχει επιταγή ή απαγόρευση, αλλά απλώς καθορίζει την κύρωση (ήτοι την υποχρέωση αποζημίωσης) σε περίπτωση κατά την οποία ορισμένη πράξη είναι παράνομη λόγω παράβασης κάποιου κανόνα δικαίου. Για το λόγο αυτό η διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ χαρακτηρίζεται ως «λευκός» κανόνας δικαίου, καθόσον δεν ορίζει τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται, αλλά παραπέμπει για το χαρακτηρισμό μιας πράξης ως παράνομης ή μη στο σύνολο της κειμένης νομοθεσίας (αστικής, ποινικής, διοικητικής κλπ.) και, εφόσον, βάσει της νομοθεσίας αυτής, ορισμένη πράξη χαρακτηρισθεί παράνομη, επιβάλλεται ως κύρωση η υποχρέωση προς αποζημίωση. Περαιτέρω, υπαίτια είναι η συμπεριφορά, η οποία επιτρέπει την απόδοση στο δράστη προσωπικής μομφής, δηλαδή παριστά τον ψυχικό δεσμό αυτού με την αδικοπραξία (ΑΠ 163/2022, ΑΠ 1361/2013, ΕφΑθ 608/2022, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Η υπαιτιότητα, ως όρος της αδικοπρακτικής ευθύνης διακρίνεται από τον παράνομο χαρακτήρα της προσβολής δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος, ενδέχεται όμως η αμέλεια στην συμπεριφορά να καθιστά αυτήν παράνομη ή και αντίστροφα η πράξη της παράνομης προσβολής να υποδηλώνει η ίδια και την ύπαρξη υπαιτιότητας με τη μορφή γενικότερα της αμέλειας, όταν ιδίως η προσβολή συνίσταται στην παράβαση του γενικού καθήκοντος επιμέλειας, με το οποίο αξιώνεται από κάθε κοινωνό να συμπεριφέρεται όπως ο μέσος συναλλασσόμενος, ασχέτως του εάν κατά τα λοιπά η συμπεριφορά του αποτελεί ή όχι και παράβαση συγκεκριμένου απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα δικαίου. Υπαιτιότητα νοείται είτε υπό τη μορφή του δόλου, είτε της αμέλειας. Εξάλλου, ζημία ως προϋπόθεση της αδικοπραξίας αποτελεί κάθε δυσμενής μεταβολή (βλάβη), η οποία προκαλείται στα υλικά ή άυλα αγαθά του προσώπου. Τέλος, αιτιώδης σύνδεσμος (αιτιώδης συνάφεια) υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του υπαιτίου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και είχε τη δυνατότητα να επιφέρει, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, το ζημιογόνο αποτέλεσμα (ΑΠ 1610/2013 ΤΝΠ Δ.Σ.Α.). Πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς του δράστη και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει, όταν η συμπεριφορά αυτή, κατά το χρόνο και τις συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη συγκεκριμένη ζημία. Ενόψει των ανωτέρω, το πραγματικό του «λευκού» κανόνα δικαίου του άρθρου 914 του ΑΚ πληρούται όταν συντρέχουν οι όροι της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης ποινικού αδικήματος, όπως της απάτης (άρθρο 386 του ΠΚ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 και 3 του ΠΚ (όπως αυτή ίσχυε προ της εφαρμογής από 1.7.2019 του Ν. 4619/2019 «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα»): «1. Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη, ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημιά που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουχάχιστον δύο ετών.2. 3.Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ΄επάγγελμα ή κατα΄συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημιά υπερβαίνουν το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ». Από την ως άνω διάταξη συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτείται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε άλλος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον ενέργεια (ΑΠ 120/2011 ΠοινΧρ ΞΒ΄. 36, ΑΠ 293/2006 ΠοινΧρ ΝΣΤ΄.883). Ως «γεγονότα» νοούνται πραγματικά περιστατικά, αναγόμενα στο παρελθόν ή το παρόν, αλλά όχι εκείνα, τα οποία πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις και οι συμβατικές υποχρεώσεις, εκτός εάν οι τελευταίες συνδέονται ταυτοχρόνως με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, αναφερομένων στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης, με βάση την εμφανιζομένη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από τον δράστη, ο οποίος έχει λάβει την απόφαση και έχει εξαρχής πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του (ΑΠ 1301/2015 ΠοινΧρ ΞΖ` 110, ΑΠ 196/2015 ΠοινΧρ ΞΖ’ 274), ενώ ως «πλάνη» νοείται η ανεπίγνωτη διάσταση μεταξύ των παραστάσεων στη συνείδηση του διαθέτοντος και της πραγματικότητας, αρκεί δε και ελλιπής γνώση της πραγματικότητας, την οποία ο εξαπατώμενος θεωρεί πλήρη. Η πλάνη προϋποθέτει εσφαλμένη παράσταση, δηλαδή θετική παράσταση ενός αντιθέτου προς την πραγματικότητα γεγονότος. Γενικά πρέπει να υπάρχει αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος, αφενός μεν μεταξύ της απατηλής ενέργειας του δράστη και της πλάνης του άλλου, αφετέρου δε μεταξύ της πλάνης και της συμπεριφοράς, στην οποία παραπείσθηκε ο απατηθείς και ενέχει περιουσιακή διάθεση, εάν δε ελλείπει ο αιτιώδης σύνδεσμος σε κάποια από τις ως άνω περιπτώσεις, δεν στοιχειοθετείται απάτη και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία (βλάβη) υπάρχει και σε περίπτωση μείωσης ή χειροτέρευσης της περιουσίας του παθόντος (ΑΠ 929/2017 δημοσιευθείσα στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, ΑΠ 310/2016 ΠοινΧρ ΞΖ΄.670, ΑΠ 681/2016 ΠοινΧρ ΞΖ΄.499, ΑΠ 249/2016 ΠοινΧρ ΞΖ΄.578, ΑΠ 138/2015 ΠοινΧρ ΞΣΤ΄.263, ΑΠ 972/2014 ΠοινΧρ ΞΕ΄.97). Επομένως, εξ όσων προεκτέθηκαν, προκύπτει ότι γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη. Δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται και σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη ή την αποσιώπηση κρίσιμων γεγονότων, αναγόμενων στο παρόν, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 1046/2019, ΑΠ 932/2014, ΑΠ 895/2011, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, η υπόσχεση εκπλήρωσης παροχής στο μέλλον με την πρόθεση αθέτησής της δεν έχει εξωτερική υπόσταση και δεν υποπίπτει άμεσα στις αισθήσεις εκείνου προς τον οποίο δίνεται, αφού αναφέρεται στην ενδόμυχη πρόθεση ενός εκ των συμβαλλομένων και στη διάνοια αυτού που την δίνει. Ακόμα δε και αν από την πρώτη στιγμή που καταρτίσθηκε η συμφωνία σταθερός στόχος του συμβαλλομένου ήταν να μην προχωρήσει στην επίλυση των διαφορών όπως είχε δεσμευθεί, αλλά να κερδίσει απλά χρόνο προς βλάβη των συμφερόντων του αντισυμβαλλομένου του πάλι δεν στοιχειοθετείται απάτη (βλ. σχετ. ΑΠ 171/2011, ΑΠ 1171/2010, Συμβ ΑΠ 532/2003, ΑΠ 1816/1999, ΤριμΕφΑθ 3055/2022 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, η υπόσχεση εκπλήρωσης παροχής σε μελλοντικό χρόνο, συνδυαζόμενη με ψευδή παράσταση ενός εσωτερικού γεγονότος ως αληθινού, όπως είναι η ενδιάθετη πρόθεση του δράστη να μην εκτελέσει την συμβατική υποχρέωσή του στο μέλλον, δεν εμπίπτει στην έννοια του γεγονότος και άρα, με αυτήν δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της απάτης, αφού, στη περίπτωση αυτή ανακύπτει, μόνον, αστική διαφορά, για το λόγο ότι η υπόσχεση εκπλήρωσης παροχής στο μέλλον με την πρόθεση αθέτησής της, δεν έχει εξωτερική υπόσταση και δεν υποπίπτει στις αισθήσεις εκείνου, προς τον οποίο δίδεται. Όταν όμως, οι υποσχέσεις και οι συμβατικές υποχρεώσεις συνοδεύονται, ταυτόχρονα, από ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή στο παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε, να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης, με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από τον δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης (ΑΠ 5/2001 ΠΧΡ΄ ΝΑ.591, ΑΠ 1352/2002 ΠοινΔικ. 2003.220). Τέλος, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 386 του ΠΚ, ερμηνευομένης ενόψει και του άρθρου 27 του ΠΚ, δόλος συντρέχει όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση της ζημίας αυτής, αλλά και όταν την γνωρίζει ως ενδεχόμενη και αποδέχεται τη δυνατότητα πρόκλησης της ίδιας ζημίας, είτε ως αναγκαία, είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του (ΜονΕφΠειρ 63,64/2023 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).

Από την επανεκτίμηση της υπ’αριθμ. ……/21.9.2020 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρος …………….. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών …………….., η οποία λήφθηκε στον πρώτο βαθμό με την επιμέλεια των εναγομένων, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της ενάγουσας, σύμφωνα με τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ (βλ.σχετ. την υπ’ αριθμ. ……./16.9.2020 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………….), καθώς και του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ.β΄, 352 παρ. 1 του ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται πλήρως τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η ενάγουσα, εταιρεία εδρεύουσα στον Πειραιά Αττικής, έχει ως αντικείμενο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας την αντί αμοιβής εκτέλεση ναυλομεσιτικών εργασιών. Στις 26.10.2016 καταρτίσθηκε με τη διαμεσολάβησή της, δυνάμει του με την ανωτέρω ημεροχρονολογία ιδιωτικού συμφωνητικού, σύμβαση ναύλωσης του πλοίου με την ονομασία “M/T H”, σημαίας Παναμά, με αριθμό ΙΜΟ ……., μεταξύ της πλοιοκτήτριας αυτού, κατά το χρόνο της ναύλωσης, εταιρείας με την επωνυμία “………….”, συμφερόντων των εναγομένων ως εκναυλώτριας και της εταιρείας με την επωνυμία “…………….” ως ναυλώτριας. Σε εκτέλεση της εν λόγω σύμβασης το ανωτέρω πλοίο παραδόθηκε στη ναυλώτρια και άρχισε να δραστηριοποιείται στη Δυτική Αφρική και ιδίως στη θαλάσσια περιοχή της Νιγηρίας.  Με το ίδιο ιδιωτικό συμφωνητικό καθορίσθηκε η αμοιβή της ενάγουσας για τη μεσιτεία της στην κατάρτιση της ναύλωσης σε ποσοστό 4,5% επί του ημερήσιου ναύλου, ο οποίος συμφωνήθηκε στο ποσό των 11.500 δολαρίων Η.Π.Α. Επιπροσθέτως, ποσό 200 δολαρίων Η.Π.Α. την ημέρα συμφωνήθηκε ότι θα καταβαλλόταν από την εκναυλώτρια/πλοιοκτήτρια εταιρεία ως προμήθεια συνεργατών στη Νιγηρία, που επίσης συνέβαλαν με τη διαμεσολάβησή τους στην κατάρτιση της σύμβασης. Αποδείχθηκε επίσης ότι κατά τον ίδιο χρόνο διαχειρίστρια του πλοίου ήταν η εταιρεία με την επωνυμία “…………….”, επίσης συμφερόντων των εναγομένων, η οποία διατηρεί νόμιμα εγκατεστημένο γραφείο στην Ελλάδα, με βάση τις διατάξεις του ν.89/67, του οποίου νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο πρώτος εναγόμενος.  Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ναυλομεσιτική αμοιβή της ενάγουσας, κατά το χρόνο που το πλοίο παρέμεινε ναυλωμένο ήτοι έως τις 8.9.2017, όταν και η σύμβαση έληξε και οι προμήθειες των τοπικών συνεργατών στη Νιγηρία διαμορφώθηκαν ως εξής:  1) Πρώτος ναύλος: 31 ημέρες (30.10.2016 έως 30.11.2016) Χ 11.500 δολάρια Η.Π.Α. ημερησίως = 356.500 δολάρια Η.Π.Α. Χ 4,5% προμήθεια επί του ναύλου= 16.042,50 δολάρια Η.Π.Α. + 6.200 δολάρια ΗΠΑ (200 δολάρια Η.Π.Α. Χ 31 ημέρες), 2) δεύτερος ναύλος: 31 ημέρες (30.11.2016 έως 31.12.2016) Χ 11.500 δολάρια Η.Π.Α. ημερησίως = 356.500 δολάρια Η.Π.Α. Χ 4,5% προμήθεια επί του ναύλου=16.042,50 δολάρια Η.Π.Α. + 6.200 δολάρια ΗΠΑ (200 δολάρια Η.Π.Α. Χ 31 ημέρες), 3) τρίτος ναύλος: 30,44 ημέρες (30.10.2017 έως 31.11.2017, με αφαίρεση των ημερών που το πλοίο ήταν εκτός ναύλωσης) Χ 11.500 δολάρια Η.Π.Α. ημερησίως = 349.198,76 δολάρια Η.Π.Α. Χ 4,5% προμήθεια επί του ναύλου=15.713,94 δολάρια Η.Π.Α. + 6.088 δολάρια ΗΠΑ (200 δολάρια Η.Π.Α. Χ 30,44 ημέρες), 4) τέταρτος ναύλος: 21 ημέρες (11.3.2017 έως 31.3.2017) Χ 11.500 δολάρια Η.Π.Α. ημερησίως = 241.500 δολάρια Η.Π.Α. Χ 4,5% προμήθεια επί του ναύλου = 10.867,50 δολάρια Η.Π.Α. + 4.200 δολάρια Η.Π.Α. (200 δολάρια Η.Π.Α. Χ 21 ημέρες), 5) πέμπτος ναύλος: 31 ημέρες (9.5.2017 έως 9.6.2017) Χ 11500 δολάρια Η.Π.Α. ημερησίως = 356.500 δολάρια Η.Π.Α. Χ 4,5% προμήθεια επί του ναύλου = 16.042,50 δολάρια Η.Π.Α. + 6.200 δολάρια Η.Π.Α. (200 δολάρια ΗΠΑ Χ 31 ημέρες), 6) έκτος ναύλος: 30 ημέρες (9.6.2017 έως 8.7.2017) Χ 11.500 δολάρια Η.Π.Α. ημερησίως = 345.500 δολάρια Η.Π.Α. Χ 4,5% προμήθεια επί του ναύλου = 15.525 δολάρια Η.Π.Α. + 6.000 δολάρια Η.Π.Α. (200 δολάρια ΗΠΑ Χ 30 ημέρες),  7) έβδομος ναύλος : 31 ημέρες (9.7.2017 έως 9.8.2017) Χ 11.500 δολάρια Η.Π.Α. ημερησίως = 356.500 δολάρια Η.Π.Α. Χ 4,5% προμήθεια επί του ναύλου = 16.042,50 δολάρια Η.Π.Α. + 6.200 (200 δολάρια Η.Π.Α. Χ 31 ημέρες) και 8) όγδοος ναύλος: 31 ημέρες (9.8.2017 έως 8.9.2017) Χ 11.500 δολάρια ΗΠΑ ημερησίως = 356.500 δολάρια Η.Π.Α. Χ 4,5% προμήθεια επί του ναύλου = 16.042,50 δολάρια Η.Π.Α. + 6.200 δολάρια ΗΠΑ (200 δολάρια Η.Π.Α. Χ 31 ημέρες). Επομένως, η ναυλομεσιτική αμοιβή της ενάγουσας ανήλθε στο συνολικό ποσό των 122.318,94 δολαρίων Η.Π.Α. και η αντίστοιχη αμοιβή των τοπικών συνεργατών στη Νιγηρία στο συνολικό ποσό των 47.288 δολαρίων Η.Π.Α. Αποδείχθηκε επίσης ότι η πλοιοκτήτρια εταιρεία κατέβαλε στην ενάγουσα για την ανωτέρω αιτία το ποσό των 15.400 δολαρίων Η.Π.Α. με έμβασμα στο λογαριασμό της, με αποτέλεσμα η οφειλή να μειωθεί κατά το ισόποσο και να διαμορφωθεί στο υπόλοιπο ποσό των 106.198,94 δολαρίων Η.Π.Α. (122.318,94 δολάρια Η.Π.Α. – 15.400 δολάρια ΗΠΑ), καθώς και το ποσό των 31.000 δολαρίων Η.Π.Α., εκ του οποίου ποσό 25.000 δολαρίων Η.Π.Α. καταβλήθηκε σε μετρητά και ποσό 6.000 δολάρια ΗΠΑ με έμβασμα στο λογαριασμό της και, συνεπώς, το ανεξόφλητο υπόλοιπο ανήλθε στο ποσό των 106.198,94 δολαρίων Η.Π.Α. Επισημαίνεται ότι ουδόλως αποδείχθηκε ότι η υποχρέωση της πλοιοκτήτριας/εκναυλώτριας περί καταβολής στην ενάγουσα της αμοιβής της για τη διαμεσολάβησή της στην κατάρτιση της ναύλωσης συμφωνήθηκε ρητά να εξαρτάται από την προηγούμενη αποπληρωμή του ναύλου από τη ναυλώτρια του πλοίου εταιρεία στην εκναυλώτρια, κατά τρόπον ώστε σε διαφορετική περίπτωση να μη γεννάται αξίωση της ενάγουσας προς διεκδίκηση του συμφωνηθέντος ποσού της αμοιβής της για τη μεσιτεία της, ή η αξίωσή της να περιορίζεται στο συμφωνηθέν ποσοστό επί του ήδη εισπραχθέντος συνολικού ναύλου (οι εναγόμενοι το πρώτον με την έφεσή τους ισχυρίσθηκαν ότι η απαίτηση της πλοιοκτήτριας σε βάρος της ναυλώτριας από οφειλόμενους ναύλους ανερχόταν κατά τον κρίσιμο χρόνο στο ποσό των 150.735 δολαρίων Η.Π.Α.), αντίθετα καθορίσθηκε σε συγκεκριμένο ποσοστό επί του ημερήσιου ναύλου, είτε αυτός είχε ήδη εισπραχθεί από την εκναυλώτρια είτε όχι, εφόσον δεν προέκυψε ότι ορίσθηκε το αντίθετο, καθώς και ότι, όσον αφορά την αμοιβή των τοπικών συνεργατών στη Νιγηρία, που επίσης συμμετείχαν διά της διαμεσολάβησής τους στη σύναψη της ναύλωσης, συνολικού ποσού 47.288 δολαρίων Η.Π.Α., έναντι του οποίου η πλοιοκτήτρια κατέβαλε το συνολικό ποσό των 31.000 δολαρίων Η.Π.Α., όπως αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο και δεν αμφισβητήθηκε από τους εναγομένους, δεν αποδείχθηκε μετά βεβαιότητας ότι η ενάγουσα κατέβαλε η ίδια στη συνέχεια σ’αυτούς το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό των 16.288 δολαρίων Η.Π.Α., το οποίο, επομένως, δικαιούται να αξιώσει με τη σειρά της από την πλοιοκτήτρια, αφού ουδέν αποδεικτικό μέσο προσκομίζεται σχετικώς και η καταβολή αμφισβητείται από τους εναγομένους. Λεκτέον περαιτέρω ότι διά των προφορικών υποσχέσεων, δεσμεύσεων και διαβεβαιώσεων των εναγομένων για λογαριασμό της οφειλέτριας πλοιοκτήτριας εταιρείας, συμφερόντων τους, προς τη νόμιμη εκπρόσωπο της ενάγουσας, περί επικείμενης πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης της απαίτησης της τελευταίας από τη ναυλομεσιτική αμοιβή της σε σύντομο χρονικό διάστημα στο μέλλον, κατόπιν οχλήσεών της μετά τη λύση της ναύλωσης, ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι ήταν συνεχείς, ρητές και κατηγορηματικές και ότι εξαρχής ειλημμένη απόφασή τους, σταθερό σχέδιο και πρόθεσή τους ήταν να μην εκπληρώσουν τα υπεσχημένα, αλλά απλώς να κερδίσουν χρόνο σε βάρος των συμφερόντων της ενάγουσας, ώστε, πεισθείσα αυτή για την ειλικρίνεια των δηλώσεών τους, να μην σπεύσει να προβεί άμεσα στη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για τη συντηρητική κατάσχεση του πλοίου με την υποβολή σχετικής αίτησης ενώπιον των δικαστηρίων προς εξασφάλιση της απαίτησής της, με ταυτόχρονο αίτημα προσωρινής διαταγής απαγόρευσης του απόπλου του, όπερ πράγματι δεν έπραξε, χωρίς ταυτόχρονα οι εν λόγω υποσχέσεις να συνοδεύονται από ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που να αναφέρονται στο παρόν ή στο παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε, να δημιουργούν την εντύπωση στην ενάγουσα της μελλοντικής υλοποίησης των δεσμεύσεών τους, με βάση την εμφανιζόμενη σ’αυτήν ψευδή κατάσταση, δε στοιχειοθετείται η αξιόποινη πράξη της απάτης, αλλά ανακύπτει εν προκειμένω αστική και μόνον διαφορά λόγω της αδιαμφισβήτητης ύπαρξης χρέους της πλοιοκτήτριας προς την ενάγουσα, διότι ανάγονται στην ενδιάθετη πρόθεση των εναγομένων να μη φανούν συνεπείς στις δεσμεύσεις τους και, συνεπώς, δεν εμπίπτουν στην έννοια του γεγονότος, αφού η υπόσχεση εκπλήρωσης παροχής στο μέλλον, ακόμη και με την εξαρχής πρόθεση αθέτησής της, δεν έχει εξωτερική υπόσταση και δεν υποπίπτει στις αισθήσεις εκείνου, προς τον οποίο δίδεται, σύμφωνα με όσα αναλυτικά προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Η κρίση αυτή του παρόντος Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το ότι στις 10.11.2017 οι εναγόμενοι πράγματι δήλωσαν στη νόμιμη εκπρόσωπο της ενάγουσας πως έχει ήδη κατατεθεί στον τραπεζικό λογαριασμό της τελευταίας, έναντι της οφειλής της πλοιοκτήτριας εταιρείας, για λογαριασμό της οποίας ενεργούσαν, το ποσό των 20.000 δολαρίων Η.Π.Α., διά εμβάσματος από το λογαριασμό της διαχειρίστριας εταιρείας στην τράπεζα της Ελβετίας “………..”, πλην όμως τοιαύτη καταβολή ουδέποτε έλαβε χώρα, διότι δεν πρόκειται, όπως διατείνεται η ενάγουσα, περί ταυτόχρονης ψευδούς παράστασης γεγονότος αναγομένου στο παρελθόν, που συνόδευσε τις υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις τους για άμεση εξόφληση της οφειλής σε σύντομο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα, με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση, να της δημιουργηθεί η εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης των υπεσχημένων, ώστε να στοιχειοθετείται η αξιόποινη πράξη της απάτης, στην οποία ισχυρίσθηκε ότι έγκειται ο παράνομος χαρακτήρας της συμπεριφοράς τους, επικαλούμενη εν προκειμένω τη συνδρομή των προϋποθέσεων της αδικοπραξίας για τη θεμελίωση της ευθύνης τους προς αποζημίωσή της. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι είχε όντως δοθεί εντολή από τους εναγομένους, για λογαριασμό της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας, στις 10.11.2017 (ημέρα Παρασκευή) στην ανωτέρω τράπεζα για καταβολή στις 13.11.2017 (ημέρα Δευτέρα) στην ενάγουσα του ποσού των 20.000 δολαρίων Η.Π.Α.  έναντι της απαίτησής της, διά εμβάσματος στον λογαριασμό της στην τράπεζα Eurobank, η οποία όμως δεν εκτελέσθηκε, διότι κατά την ανωτέρω ημερομηνία δεν επαρκούσε προς τούτο το εναπομείναν ποσό στο λογαριασμό της διαχειρίστριας, κατόπιν της δέσμευσης από την τράπεζα του τότε διαθεσίμου υπολοίπου του λογαριασμού της για την αποπληρωμή των τόκων οφειλής της από δανειακή σύμβαση, όπως κατατέθηκε και από την εξετασθείσα μάρτυρα και δεν αναιρείται πειστικά από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Ο ισχυρισμός αυτός των εναγομένων άλλωστε δεν είναι οψιγενής, διότι δεν προβλήθηκε το πρώτον στη δίκη επί της αγωγής προς απόκρουση αυτής, αλλά επίκλησή του έγινε από τους ανωτέρω αρχικά σε τηλεφωνική επικοινωνία τους με τη νόμιμη εκπρόσωπο της ενάγουσας, που έλαβε χώρα αμέσως μόλις ενημερώθηκαν ότι το έμβασμα δεν εκτελέσθηκε και στη συνέχεια στο επακολουθήσαν από 15.11.2017 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που της απέστειλαν, ήτοι σε ανύποπτο σε σχέση με την παρούσα αντιδικία χρόνο. Μάλιστα από το προσκομιζόμενο από τους εναγομένους  (με αριθμ.σχετ.5) από 10.11.2017 έγγραφο της προαναφερόμενης τράπεζας (“debit advice”), που σημειωτέον δεν προσβλήθηκε ως πλαστό από την ενάγουσα, ήτοι ως μη προερχόμενο από την ανωτέρω τράπεζα, προκύπτει ότι πράγματι η τελευταία είχε προηγουμένως στις 10.11.2017 γνωστοποιήσει στη διαχειρίστρια του πλοίου εταιρεία την επικείμενη, σε εκτέλεση της εντολής της, μεταφορά, διά εμβάσματος του ποσού των 20.000 δολαρίων Η.Π.Α. από τον τηρούμενο σ’αυτήν λογαριασμό της στο λογαριασμό της ενάγουσας στην τράπεζα Eurobank στις 13.11.2017, με αποτέλεσμα οι εναγόμενοι, που με τη σειρά τους ενημέρωσαν περί τούτου τη νόμιμη εκπρόσωπο της ενάγουσας, εύλογα και δικαιολογημένα να υπολαμβάνουν ότι η εν λόγω συναλλαγή οπωσδήποτε θα εκτελεσθεί και το ως άνω ποσό θα πιστωθεί κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία στο λογαριασμό της, σε μερική εξόφληση της απαίτησής της και οι σχετικές διαβεβαιώσεις τους προς τη νόμιμη εκπρόσωπό της περί καταβολής του χρηματικού αυτού ποσού να μη συνιστούν ψευδή παράσταση γεγονότος, ελλείψει του στοιχείου του δόλου, όπως απαιτείται για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης της απάτης, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Περαιτέρω, ουδεμία ψευδή παράσταση γεγονότος προς την ενάγουσα περιέχεται στο ανωτέρω μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, με το οποίο οι εναγόμενοι, για λογαριασμό της διαχειρίστριας, υποσχέθηκαν στην ενάγουσα τη διευθέτηση ολοκλήρου του υπολοίπου της οφειλής της πλοιοκτήτριας εταιρείας εντός των επομένων 40-60 ημερών, επικαλούμενοι πρόσκαιρη οικονομική δυσχέρεια λόγω περιορισμένης ρευστότητας, καθώς για τους λόγους, που έχουν ήδη αναφερθεί, τοιαύτη υπόσχεση, αναγόμενη σε μελλοντικό χρόνο, ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι οι εναγόμενοι επροτίθεντο εξαρχής να μην τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους, αλλά να επιτύχουν, με διαβεβαιώσεις επικείμενης εξόφλησης, να αποτρέψουν την ενάγουσα από το να επιδιώξει άμεσα την ικανοποίηση της απαίτησής της μέσω της δικαστικής οδού, προς βλάβη των συμφέροντων της, χωρίς να συνοδεύεται από έτερες ψευδείς παραστάσεις γεγονότων, που να αναφέρονται στο παρόν ή στο παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης των υπεσχημένων, με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση, δεν εμπίπτει στην έννοια του γεγονότος και, άρα, με αυτήν δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της απάτης. Λεκτέον ότι στη συνέχεια καταβλήθηκε από τη διαχειρίστρια εταιρεία στην ενάγουσα το ποσό των 5.000 δολαρίων Η.Π.Α., έναντι της απαίτησής της, όπως είχαν δεσμευθεί οι εναγόμενοι να πράξουν στο ανωτέρω μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, με αποτέλεσμα η οφειλή να διαμορφωθεί στο υπόλοιπο ποσό των 101.198,94 δολαρίων Η.Π.Α. (106.198,94 – 5.000). Επισημαίνεται ότι η ύπαρξη κατά τον ανωτέρω χρόνο οφειλών των εναγομένων προς το Δημόσιο, ασφαλιστικούς οργανισμούς και ιδιώτες, η πώληση εντός του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2017 οριζοντίων ιδιοκτησιών τους, η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητα του πρώτου και η άσκηση αγωγής διάρρηξης δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής σε βάρος του δευτέρου, ουδεμία έννομη επιρροή ασκούν, διότι ουδέποτε αντικείμενο των φερομένων ως ψευδών διαβεβαιώσεων των εναγομένων προς την ενάγουσα υπήρξε η φερεγγυότητα, η ανυπαρξία χρεών τους, ή η ύπαρξη ακίνητης περιουσίας τους ελεύθερης βαρών, πολλώ δε μάλλον που οι ίδιοι ουδόλως ευθύνονται προσωπικά με την ατομική τους περιουσία για την αποπληρωμή της οφειλής της πλοιοκτήτριας. Ως εκ τούτου, η συμπεριφορά  των εναγομένων δεν συνιστά ποινική απάτη, ώστε να θεμελιώνεται για το λόγο αυτόν αδικοπραξία σε βάρος της ενάγουσας και ως εκ τούτου δικαίωμα αποζημίωσης της τελευταίας, όπως ζητήθηκε με την κρινόμενη αγωγή, προκειμένου να θεμελιωθεί η ευθύνη τους για την καταβολή του αιτουμένου ποσού ως αποζημίωσή της. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε ότι οι εναγόμενοι τέλεσαν σε βάρος της ενάγουσας αδικοπραξία, του παρανόμου της συμπεριφοράς τους ειδικότερα συνισταμένου στη συνδρομή των όρων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του ποινικού αδικήματος της απάτης (του άρθρου 386 του ΠΚ) και, κατόπιν της παραδοχής αυτής, τους υποχρέωσε να της καταβάλουν, τον καθέναν εις ολόκληρον, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του ΑΚ, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της προκληθείσης περιουσιακής της ζημίας, αιτιωδώς συνδεομένης με την τελεσθείσα αδικοπραξία, το σε ευρώ ισάξιο του ποσού των 118.205 δολαρίων Η.Π.Α., με την επίσημη ισοτιμία ημεδαπού και αλλοδαπού νομίσματος κατά το χρόνο της πληρωμής, στο οποίο δέχθηκε ότι ανήλθε το οφειλόμενο υπόλοιπο της ναυλομεσιτικής της αμοιβής, απήγγειλε μάλιστα σε βάρος εκάστου  εξ αυτών προσωπική κράτηση, διάρκειας 3 μηνών, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασής του, κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 1047 του ΚΠολΔ, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκαν οι εναγόμενοι με τους σχετικούς λόγους της κρινόμενης έφεσής τους.  Πρέπει, επομένως, ενόψει τούτου, να γίνει δεκτή η επίδικη έφεση και κατ’ουσίαν και να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση κατά το ανωτέρω κεφάλαιο κατά το οποίο η υπόθεση μεταβιβάσθηκε στο παρόν Δικαστήριο και συγκεκριμένα  (η έρευνα του παραδεκτού και της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας των λοιπών λόγων έφεσης παρέλκει, έχοντας πλέον καταστεί άνευ αντικειμένου) και, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να απορριφθεί η αγωγή και κατά το μέρος αυτό ως κατ’ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, λόγω της νίκης των εκκαλούντων – εναγομένων θα πρέπει, αφενός μεν να διαταχθεί η επιστροφή σ’αυτούς του παραβόλου, που προκατέβαλαν κατά την κατάθεση της έφεσής τους (άρθρο 495 παρ.3, Γ, εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ), αφετέρου δε τα δικαστικά τους έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατόπιν της υποβολής σχετικού αιτήματός τους με το δικόγραφο της έφεσής τους, να επιβληθούν σε βάρος της αντιδίκου τους εφεσίβλητης – ενάγουσας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 7.2.2022  (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/10.2.2022 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/10.2.2022 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 1906/2021 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά  και κατ’ουσίαν την έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στους εκκαλούντες/εναγομένους.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση κατά το εκκληθέν κεφάλαιο.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 24.1.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/24.1.2020) αγωγής κατά το αναφερόμενο στο αιτιολογικό μέρος.

AΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανωτέρω αγωγή και κατά το μέρος αυτό.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ενάγουσας τη δικαστική δαπάνη των εναγομένων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 7.3.2024

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριό του στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις  7 Μαρτίου 2024, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αποχώρησης της Δικαστού Μαρίας Δανιήλ, αποτελούμενη από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Ιωάννη Αποστολόπουλο, Πρόεδρο Εφετών και με τη Γραμματέα Κ.Σ, λόγω συνταξιοδότησης και αναχώρησης της Γραμματέως Τ.Λ., χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ