Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 15/2024

Αριθμός    15/2024

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών,  Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη-Εισηγήτρια και Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη   και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την …………..,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ- ΚΑΘ’ΩΝ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ:  1) ………., η οποία παραστάθηκε  μετά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Μιχαήλ Νταλαμπίρα,  2) ……….., ατομικώς και ως νόμιμης εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αποβιώσαντος εκκαλούντος …………. 3) ………. ατομικώς και ως νόμιμης εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αποβιώσαντος εκκαλούντος ……… και 4) ………, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Μιχαήλ Νταλαμπίρα.

 ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………, ήδη ενηλικιωθέντος, ατομικώς και ως νομίμου εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αποβιώσαντος εκκαλούντος ……….. ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Μιχαήλ Νταλαμπίρα.

1) ΚΑΘ’ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ- ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου-συνέπεια συγχωνεύσεως δι’ απορροφήσεως- της «………» και το διακριτικό τίτλο «……..», που εδρεύει στον Πειραιά Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Κωνσταντίνο Καυκά (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

2) ΚΑΘ’ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  …………., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο

3) ΚΑΘ’ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ:   Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία «………», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Απόστολο Κουτσουλέλο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ)

4) ΚΑΘ’ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑ: Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσας ως καθολικής διαδόχου λόγω συγχώνευσης δια απορροφήσεως της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………», {όπως μετέβαλε την επωνυμία της η εταιρεία «………….»}, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Αναστασία Τσακίρη.

Οι …….., ατομικώς και ως ασκούσας τη γονική μέριμνα του τότε ανήλικου υιού της ………., άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  9.3.2015 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2015) αγωγή. Επίσης, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α) η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……..», ως καθολική διάδοχος-συνέπεια συγχωνεύσεως δι’ απορροφήσεως- της «……….» την από  29.7.2015 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2015) ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση και παρεμπίπτουσα αγωγή και β) η ……… την από 10.12.2015 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2015) παρεπμπίπτουσα αγωγή. Επί των ως άνω αγωγής και παρεμπιπτουσών αγωγών, εκδόθηκαν  η υπ΄ αριθμ.  1909/2017 μη οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριό του και την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και η υπ΄ αριθμ. 1985/2019 οριστική απόφαση αυτού, που δέχθηκε εν μέρει την κύρια ως άνω αγωγή και εξολοκλήρου τις ως άνω παρεμπίπτουσες αγωγές.

Την τελευταία από τις ως άνω αποφάσεις προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) Οι (κυρίως) ενάγοντες με την από 19-9-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ……./23-9-2019) έφεσή τους, β) η παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «……..» με την από 15-10-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ………/21-10-2019) έφεσή της, γ) η εναγομένη-παρεμπιπτόντως ενάγουσα, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……..» με την από 24-10-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ……/24-10-2019) έφεσή της, δ) η εναγομένη-παρεμπιπτόντως ενάγουσα, ……., με την από 29-10-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ………/30-1-209)  έφεσή της, και ε) η παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, με την επωνυμία «……..», με την από 21-10-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ………/23-10-2019) έφεσή της. Επίσης, η ασφαλιστική εταιρία, με την επωνυμία «.……..», άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 26-11-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ……/28-11-2019) πρόσθετη παρέμβασή της. Επί των ως άνω εφέσεων, συζητήσεως γενομένης, την  20η.2.2020, εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 594/2020 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης  και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να διενεργηθεί συμπληρωματική ιατρική πραγματογνωμοσύνη και διόρισε πραγματογνώμονα.

Ήδη με την κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από  20.12.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2022)  αίτηση-κλήση των ήδη καλούντων-εκκαλούντων-εφεσιβλήτων-καθ΄ ων η πρόσθετη παρέμβαση, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον αυτού στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Στο σημείο αυτό ο πληρεξούσιος δικηγόρος Μιχαήλ Νταλαμπίρας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο,  δήλωσε στο Δικαστήριο ότι  ο ………….. (ΑΦΜ ……….) απεβίωσε και υπέβαλε δήλωση διακοπής  και επανάληψη της συζήτησης από τους κληρονόμους του ………. (ΑΦΜ …..), κατοίκους ……. Αττικής, τους οποίους και εκπροσωπεί.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι Μιχαήλ Νταλαμπίρας και  Αναστασία Τσακίρη, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από τον Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι  Κωνσταντίνος Καυκάς και Απόστολος Κουτσουλέλος, οι οποίοι  παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νομίμως επαναφέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ,  όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο  4 § 2 του Ν. 3994/2011 – Φ Ε.Κ. Α 165/25.07.2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου) με την  από 20.12.2021 με ΓΑΚ …/2022 και ΕΑΚ …./2022 κλήση : 1) Η από 19-9-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ……../23-9-2019) υπό στοιχ. Α΄ έφεση των (κυρίως) εναγόντων, 2) Η από 15-10-2019 (υπ’ αριθμ, εκθ. καταθ. ……../21-10-2019) υπό στοιχ. Β΄ έφεση της παρεμπιπτόντως εναγομένης, ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», 3) Η από 24-10-2019 (υπ΄ αριθμ. εκθ. καταθ. …………/24-10-2019) υπό στοιχ. Γ΄ έφεση της εναγόμενης – παρεμπιπτόντως ενάγουσας, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….», 4) Η από 29-10-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ……../30-1-209) υπό στοιχ. Δ’ έφεση της εναγομένης -παρεμπιπτόντως ενάγουσας, …………., 5) Η από 21-10-2019 (υπ΄ αριθμ. εκθ. καταθ. ……/23-10-2019) υπό στοιχ. Ε’ έφεση της παρεμπιπτόντως εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, με την επωνυμία «……..», ως εν μέρει ηττηθέντων διαδίκων, κατά της υπ’ αριθμ. 1985/2019 οριστικής απόφασης και κατά της προηγηθείσας υπ’ αριθμ. 1909/2017 μη οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που θεωρείται ότι έχει προσβληθεί μαζί με αυτήν, παρ’ ότι οι ένδικες εφέσεις δεν στρέφονται και κατ’ αυτής (άρθρο 513 § 2 του ΚΠολΔ), η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και έκανε εν μέρει δεκτή την από 9-3-2015 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2015) κύρια αγωγή των εναγόντων περί αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης από αδικοπραξία, και δεκτές τις από 29-7-2015 (υπ΄ αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2015) και από 10-12-2015 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2015) παρεμπίπτουσες αγωγές, που συνεκδικάστηκαν και 6) Η από 26-11-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ……./28-11-2019) ασκηθείσα παραδεκτώς, με ιδιαίτερο δικόγραφο (άρθρα 80, 81 του ΚΠολΔ) και κοινοποιηθείσα σε όλους τους αρχικούς έως την άσκησή της διαδίκους, δηλαδή εκτός από τους ενάγοντες- καθ΄ων η πρόσθετη παρέμβαση, και σε αμφότερες τις εναγόμενες (βλ. τις υπ’ αριθμ. ………/4-12-2019 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….), πρόσθετη παρέμβαση της παρεμπιπτόντως εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…….», υπέρ της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………..», ως δικονομική της εγγυήτρια, λόγω της επικαλούμενης σύμβασης ασφάλισης που είχε συναφθεί μεταξύ της ιδίας και της τελευταίας, προς κάλυψη της αστικής ευθύνης της έναντι τρίτων, μετά την έκδοση της με αριθμό 594/2020 μη οριστικής απόφασής του Δικαστηρίου αυτού με την οποία αφού συνεκδικάστηκαν οι ως άνω εφέσεις και η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, οι ως άνω εφέσεις  έγιναν τυπικά δεκτές και κατά τα λοιπά αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διενεργηθεί συμπληρωματική ιατρική πραγματογνωμοσύνη με επιμέλεια του επιμελεστέρου των διαδίκων, διορίστηκε πραγματογνώμονας ο ιατρός – χειρουργός ………., προκειμένου να αποφανθεί με έγγραφη αιτιολογημένη έκθεση επί των οριζομένων στο διατακτικό της ως άνω απόφασης ζητημάτων, ο οποίος κατέθεσε ήδη την 10.12.2021 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης.

Από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α, 287 και 290 Κ.Πολ.Δ, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 1846 και 1847 Α.Κ, προκύπτει, ότι η δίκη διακόπτεται, αν, εωσότου τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση, πεθάνει κάποιος διάδικος, η διακοπή, δε, αυτή επέρχεται από τη γνωστοποίηση του λόγου αυτής (διακοπής), προς τον αντίδικο, με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός ακροατηρίου, κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξης, από εκείνον, που έχει το δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή και από εκείνον, που, μέχρι την επέλευση του θανάτου, ήταν πληρεξούσιος του θανόντος. Ως διάδικος, υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης, στην περίπτωση θανάτου του αρχικού διαδίκου, νοείται ο καθολικός του διάδοχος (κληρονόμος του). Η επανάληψη της δίκης, που έχει διακοπεί μπορεί να γίνει, είτε εκούσια, με ρητή ή σιωπηρή δήλωση του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, είτε και αναγκαστικά, με πρόσκληση του αντιδίκου ή του ομοδίκου του, που πρέπει να γίνει με κοινοποίηση δικογράφου. Οι διάδικοι αυτοί μπορούν να επαναλάβουν τη δίκη και χωρίς να έχει προηγηθεί γνωστοποίηση του λόγου της διακοπής, μη επικαλούμενοι την κλήση γνωστοποίησης και θεωρώντας, ότι η διακοπή έχει επέλθει, η πρόσκληση, όμως, αυτή δεν μπορεί να επιδοθεί στον κληρονόμο του αποβιώσαντος διαδίκου, πριν από την παρέλευση της τετράμηνης προθεσμίας του άρθρου 1847 Α.Κ, για την αποποίηση της κληρονομίας (Α.Π. 171/2017, Α.Π. 33/2016, Α.Π. 139/2015, Α.Π. 272/2012, Α.Π. 1054/2012, Α.Π. 1604/2012, Α.Π. 194/2012, Α.Π. 652/2012, Εφ.Αθ. 879/2022, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η δήλωση επανάληψης των κληρονόμων δεν προϋποθέτει παρέλευση της προθεσμίας, για αποποίηση της κληρονομίας, ούτε μεταγραφή της δήλωσης, περί αποδοχής (Α.Π. 1106/1988, ΕλλΔ/νη 1991, 327, Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ, τόμος I, υπ’ άρθρο 290, σ. 582), ούτε ακόμη προϋποθέτει αποδοχή της κληρονομίας, διότι ο κληρονόμος δεν ασκεί αυτοτελές δικό του δικαίωμα, αλλά απλώς επαναλαμβάνει τη δίκη, που διακόπηκε και τη συνεχίζει με την ιδιότητα της κληρονόμου του θανόντος, ούτε, τέλος, απαιτείται η υποβολή δήλωσης φόρου κληρονομίας (Α.Π. 171/2017, ό.α, Α.Π. 12/1996, ΕλλΔνη 1996, 1322). Εφόσον αποδεικνύεται ή συνομολογείται από τον αντίδικο, έστω και σιωπηρά, η νόμιμη δυνατότητα του προσώπου να διεξάγει τη δίκη στη θέση του διαδίκου, στον οποίο αφορούσε το διακοπτικό γεγονός, δεν απαιτείται ιδιαίτερη συζήτηση περί της επαναλήψεως και η δίκη συνεχίζεται κανονικά (Α.Π. 171/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αν αμφισβητηθεί, από τον αντίδικο, η ιδιότητα του δηλούντος επανάληψη της δίκης, ως κληρονόμου, η νομιμοποίησή του εξετάζεται από το Δικαστήριο παρεμπιπτόντως (Α.Π. 1978/2008, Α.Π. 1860/2007, Εφ.Αθ. 879/2022, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση από τα επικαλούμενα και νομίμως προσκομιζόμενα έγγραφα και ειδικότερα: 1) το από 05/01/2023  και με χαρακτηριστικό ασφαλείας ………….. απόσπασμα της με στοιχεία 27/2/2022  Ληξιαρχικής πράξης θανάτου του .. . ………., που έχει συντάξει ο Ληξίαρχος του Δήμου Κερατσινίου -Δραπετσώνας,  2) το με αριθμό πρωτ. ……../06.05.2022 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του άνω Δήμου, από το οποίο προκύπτει ότι στο δήμο Κερατσινίου – Δραπετσώνας ο δεύτερος ενάγων – εκκαλών ………..  γεννηθείς την 29.9.1938 απεβίωσε την 02.05.2022 και κατέλειπε ως μοναδικούς συγγενείς : Α) τη σύζυγό του ……, 2) τη θυγατέρα του …… και Β) τον εγγόνο του ………, τέκνο του προ αποβιώσαντος υιού του, Γ) το με αριθ. ……./23.12.2022  πρακτικό περί μη δημοσίευσης  διαθήκης του Ειρηνοδικείου Πειραιά/Τμήμα Διαθηκών και 3) το με αριθμό ……/27.12.2022 πιστοποιητικό του γραμματέα του Ειρηνοδικείου Πειραιά περί μη αποποίησης κληρονομίας. Επομένως, νόμιμα, σύμφωνα με τις διατάξεις, που προαναφέρθηκαν, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, κατά τη δικάσιμο της 12.1.2023, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ως άνω αποβιώσαντος Μιχαήλ Νταλαμπίρας  δήλωσε στο ακροατήριο, ότι ο …….  απεβίωσε και ότι επήλθε βίαιη διακοπή της δίκης, μετά την έκδοση της με αριθμό 594/2020 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου οι, δε, σύζυγος και θυγατέρα του και ο εγγονός του (τέκνο του προαποβιώσαντος υιού του)  εξ΄ αδιαθέτου συγκληρονόμοι του, κατά ποσοστό 25% εξ΄ αδιαιρέτου η σύζυγος και κατά ποσοστό 37,5 % εξ΄ αδιαιρέτου η θυγατέρα και ο εγγονός αντίστοιχα, δήλωσαν την εκούσια, στο όνομά του, επανάληψη της δίκης, που βιαίως διακόπηκε, λόγω του θανάτου αυτού. Ενόψει τούτων και αφού δεν αμφισβητείται από τους εφεσίβλητους – εκκαλούντες εναγόμενους η ιδιότητα των ανωτέρω συγκληρονόμων του αποβιώσαντος αρχικού δεύτερου  ενάγοντος–  εκκαλούντος, η διακοπείσα δίκη νόμιμα και παραδεκτά συνεχίζεται από τις άνω συγκληρονόμους του.

Σύμφωνα με το άρθρο 254 ΚΠολΔ, ως ίσχυε με το Π.Δ.503/1985 και αντικαταστάθηκε από την 1η Ιανουαρίου 2002, με τα άρθρα 9 Ν.2915/2001 και 15 Ν.2943/2001, «1.Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Η συζήτηση, που επαναλαμβάνεται με τον τρόπο αυτό θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. 2. Με την εξαίρεση των περιπτώσεων ειδικών διαδικασιών, στις οποίες δεν εφαρμόζονται οι προθεσμίες της παραγράφου 1 του άρθρου 237, στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση οι διάδικοι κλητεύονται τριάντα τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτήν. Οι διάδικοι μπορούν να καταθέσουν σημείωμα πέντε ημέρες πριν από τη δικάσιμο μόνο για τα θέματα που θα συζητηθούν. Η διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 270 εφαρμόζεται ανάλογα και για την επαναλαμβανόμενη συζήτηση. 3. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο επαναλαμβανόμενη συζήτηση πρέπει να ορίζεται σε μία από τις πρώτες δικασίμους μετά την πάροδο της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την κλήτευση. Η υπόθεση εκδικάζεται από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου, εκτός αν τούτο είναι για φυσικούς ή νομικούς λόγους αδύνατο». Όπως δε ακολούθως το άρθρο 254 ΚΠολΔ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 παρ.2 Ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/ 25.7.2011, Διόρθ.σφαλμ. ΦΕΚ Α 167/2011) και εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015 με έναρξη ισχύος από την 1.1.2016 ) ορίζεται ότι «1. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση ή όταν επιβάλλεται η διενέργεια αυτοψίας, πραγματογνωμοσύνης  ή εξέτασης των διαδίκων στο ακροατήριο. Η απόφαση μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης. Η συζήτηση αυτή θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης….2. Στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, η οποία ορίζεται το συντομότερο δυνατό, οι διάδικοι κλητεύονται τριάντα (30) τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτήν. 3. Η υπόθεση εκδικάζεται από τον ίδιο δικαστή και από την ίδια σύνθεση επί πολυμελούς δικαστηρίου, εκτός αν αυτό είναι για φυσικούς ή νομικούς λόγους αδύνατο.». Το άρθρο 254 του ΚΠολΔ επομένως, όπως ίσχυε και εξακολουθεί να ισχύει, αφενός παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να διατάξει  την επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υποθέσεως ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση, αφετέρου δε ορίζει ότι η συζήτηση που επαναλαμβάνεται με τον τρόπο αυτό θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Εκ του λόγου τούτου παρέπεται ότι κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση δεν είναι αναγκαία η κατάθεση ιδιαίτερων εγγράφων προτάσεων, αλλά οι έγγραφες προτάσεις, που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση, της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη, αρκούν και ισχύουν και για την επαναλαμβανόμενη συζήτηση. Αυτό έχει, ως συνέπεια, ότι όσα ο διάδικος επικαλέστηκε και πρόβαλε με τις έγγραφες προτάσεις της προηγούμενης συζητήσεως, θεωρούνται ως επικληθέντα και προβληθέντα και κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, έστω και αν κατ’ αυτή δεν κατέθεσε προτάσεις ο διάδικος ή αν κατά την επαναλαμβανόμενη αυτή συζήτηση κατέθεσε προτάσεις, στις οποίες απλώς ενσωμάτωσε και εκείνες της προηγούμενης συζητήσεως (ΟλΑΠ 30/1997 δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ο δε διάδικος που δεν παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, είχε όμως παρασταθεί, κατά τη συζήτηση, της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη, δικάζεται αντιμωλία (ΕφΑθ 541/2020 δημ. «Νόμος», ΕφΠειρ 488/2016 δημ. «Νόμος», ΕφΑθ 720/2012 ΕλΔνη 2013, 1097, ΕφΘεσ 151/2012 ΕΠολΔ 2012, 377, ΕφΑθ 3334/2011 ΕλΔνη 2013, 1096, ΕφΑθ 1503/2010 Αρμ. 2010, 1197, ΕφΑθ 961/2009 ΕλΔνη 2010, 1058, ΕφΑθ 2145/2009 αδημ., ΕφΠατρ 463/2009 ΑχΝομ 26, 358, ΕφΑθ 7196/2007 δημ. «Νόμος», ΕφΑθ 1849/2001 ΕλΔνη 44, 208). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου και τη συζήτηση αυτής, κατά την αναφερόμενη στην αρχή δικάσιμο και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, η δεύτερη καθ΄ης η κλήση – εκκαλούσα-εφεσίβλητη, ……………., δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε νόμιμα από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατ’ άρθρα 524 παρ. 1 και 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, ότι επιθυμεί να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εμφάνισή της στο ακροατήριο, αν και κλήθηκε νομότυπα με επιμέλεια των καλούντων  για να παραστεί στη συζήτηση της άνω κλήσης  για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, όπως προκύπτει από την με αριθμ.  …….. ΄/2.2.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά, με έδρα στην Αθήνα, ………….  που προσκομίζουν και επικαλούνται οι καλούντες, με επιμέλεια των οποίων  επισπεύδεται η συζήτηση, από την οποία προκύπτει  ότι ακριβές αντίγραφο της ως άνω κλήσης με την στη συνέχεια αυτής από 7.1.2022 πράξη  περί ορισμού δικασίμου της αναφερόμενης στην αρχή της παρούσας, μαζί με κλήση προς συζήτηση για την παραπάνω σημερινή δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην δεύτερη καθ΄ ης η κλήση – εκκαλούσα-εφεσίβλητη .  Η τελευταία όμως δεν εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο, πλην όμως, πλην όμως, κατά την αρχική υπό επανάληψη συζήτηση της υπόθεσης, παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Κων/νου Παπασπύρου και κατέθεσε επί της έδρας τις από 20.2.2020 προτάσεις της, μετά σχετικών εγγράφων και ακολούθως την από 25.2.2020  προσθήκη-αντίκρουση της. Επομένως, δεν απαιτείται να κατατεθούν  νέες ιδιαίτερες προτάσεις για την ουσία της υπόθεσης, οι δε, ως άνω, προτάσεις της, μετά της προσθήκης-αντίκρουσης της, που είχαν υποβληθεί εκ μέρους της στα πλαίσια της προηγούμενης συζητήσεως, που επαναλαμβάνεται και θεωρείται συνέχεια της, ως ενιαία συζήτηση και τις οποίες το Δικαστήριο αναζήτησε από το αρχείο τούτου, αρκούν και ισχύουν και για την επαναλαμβανόμενη παρούσα συζήτηση, λαμβανομένων υπόψη όσων είχε επικαλεστεί και προβάλει, άνευ όμως σχετικών εγγράφων, που τα έχει παραλάβει από 05.05.2022 . Ενόψει τούτων, η καθ΄ης η κλήση – εκκαλούσα – εφεσίβλητη θεωρείται προσηκόντως παρασταθείσα και  πρέπει να δικαστεί αντιμωλία, εφόσον είχε παρασταθεί κανονικά στην αρχική υπό επανάληψη συζήτηση της υπόθεσης [άρθρο 254 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015) που εφαρμόζεται στην διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 524 παρ.1 ΚΠολΔ (όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015)].

Με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 εδ. α` του Ν. 2496/1997 ορίζεται ότι, ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται εντός 8 ημερών από τότε που έλαβε γνώση της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, να ειδοποιήσει τον ασφαλιστή, ενώ με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι, η υπαίτια παράβαση από τον λήπτη της ασφάλισης των υποχρεώσεών του από την παρ. 1 του άρθρου αυτού παρέχει το δικαίωμα στον ασφαλιστή να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας του. Ακολούθως, με την παρ. 5 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της υποχρέωσης να καταβάλει ασφάλισμα, αν η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης οφείλεται, στη μεν ασφάλιση ζημιών σε δόλο ή σε βαριά αμέλεια, στη δε ασφάλιση προσώπων μόνο σε δόλο του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος ή των λοιπών αναφερόμενων στην παράγραφο αυτή προσώπων, ενώ με την παρ. 6 εδ. α` του ίδιου και πάλι άρθρου ορίζεται ότι, με την ασφαλιστική σύμβαση μπορεί να διευρυνθούν οι περιπτώσεις απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργούν στην ασφάλιση για κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων. Η υποχρέωση ειδικότερα του λήπτη της ασφάλισης να ειδοποιήσει εμπρόθεσμα τον ασφαλιστή για την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης συνιστά ασφαλιστικό βάρος, στο οποίο οφείλει αυτός να ανταποκριθεί, διαφορετικά δεν απαλλάσσεται μεν ο ασφαλιστής από την υποχρέωση καταβολής του ασφαλίσματος, δημιουργείται όμως σε βάρος του λήπτη της ασφάλισης, εφόσον η παράλειψή του οφείλεται σε υπαιτιότητά του, υποχρέωση προς αποκατάσταση της ζημίας, που προκάλεσε η παράλειψή του στον ασφαλιστή (ΟλΑΠ 1805/1986). Εξάλλου, η δυνατότητα διεύρυνσης με την ασφαλιστική σύμβαση των περιπτώσεων απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο ασφαλισμένος ή ο λήπτης της ασφάλισης ενεργούν για την “κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων”, πρέπει να νοηθεί στο ρυθμιστικό πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 33 παρ. 1 του ως άνω Νόμου, κατά την οποία, κάθε δικαιοπραξία που περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στον παρόντα Νόμο ή αν πρόκειται για ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή εγγύησης, καθώς και θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση Ζημιών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, το σύνολο των διατάξεων του Ν.2496/1997 αποτελούν ρυθμίσεις “ημιαναγκαστικού” κατ` αρχήν δικαίου, με την έννοια ότι, αν δεν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στο Νόμο αυτό, δεν μπορούν να περιοριστούν με την ασφαλιστική σύμβαση τα δικαιώματα των καλυπτομένων προσώπων, παρά μόνο να διευρυνθούν. Εκδηλώνεται έτσι, για λόγους γενικότερου συμφέροντος, η προστατευτική παρέμβαση του Νομοθέτη προς το ασθενέστερο στη σύμβαση ασφάλισης μέρος, που είναι κατά κανόνα το πρόσωπο που συμβάλλεται με τον ασφαλιστή για λόγους μη επαγγελματικούς, αφού στην ιδιωτική ασφάλιση, η οποία αποτελεί καταναλωτικό αγαθό ευρείας χρήσης, είναι εμφανής στην περίπτωση αυτή η ανάγκη τέτοιας προστατευτικής παρέμβασης υπέρ του ασφαλισμένου, ενόψει του ότι ελλείπει τότε η διαπραγματευτική ισοδυναμία των μερών, με κίνδυνο η παρεχομένη ασφαλιστική κάλυψη να φαλκιδευτεί στην περίπτωση αυτή, μέσω της ασκούμενης υπό άνισους όρους συμβατικής ελευθερίας (ΟλΑΠ 14/2013). Αντίθετα, στις περιπτώσεις της ασφαλιστικής κάλυψης επαγγελματικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων από την επαγγελματική δραστηριότητα του ασφαλισμένου ή του λήπτη της ασφάλισης, δεν είναι αναγκαία εξ ορισμού η ως άνω προστατευτική παρέμβαση του νομοθέτη και μπορούν κατά περίπτωση να διαμορφωθούν ελεύθερα οι όροι των ασφαλιστικών συμβάσεων, όταν μεταξύ των μερών μπορεί να λειτουργήσει η ιδιωτική αυτονομία με όρους διαπραγματευτικής ισοδυναμίας. Ο Νομοθέτης, δηλαδή, δεν έχει επιτρέψει την ελεύθερη διαμόρφωση των όρων της ασφαλιστικής σύμβασης σε κάθε περίπτωση ασφάλισης επαγγελματικών κινδύνων, αλλά μόνο σε όσες περιπτώσεις είτε ειδικά αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 33 παρ. 1 του Ν.2496/1997 είτε γίνεται με τη διάταξη αυτή παραπομπή σε άλλες διατάξεις του ίδιου νόμου, υπό την έννοια ότι, ναι μεν δεν κατονομάζονται ρητά στην εν λόγω διάταξη, καλύπτονται όμως από την περιεχόμενη σ` αυτή γενική επιφύλαξη ότι τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος δεν επιτρέπεται να περιοριστούν συμβατικά, εκτός αν κάτι άλλο ειδικά ορίζεται στο Ν.2496/1997. Τέτοια ειδική ρύθμιση είναι και αυτή του άρθρου 7 παρ. 6 του Ν. 2496/1997, η οποία έχει ευρεία διατύπωση, είναι ενταγμένη στο πρώτο τμήμα του Νόμου αυτού (2496/1997), που περιέχει γενικές διατάξεις για τις ασφαλιστικές συμβάσεις και μπορεί έτσι να γίνει ασφαλώς δεκτό, ότι η προβλεπόμενη με τη ρύθμιση αυτή δυνατότητα διεύρυνσης με την ασφαλιστική σύμβαση των περιπτώσεων απαλλαγής του ασφαλιστή, όταν ο ασφαλισμένος ή ο λήπτης της ασφάλισης ενεργούν για την κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων, αφορά ποικίλες κατ’ αρχήν απαλλακτικές ρήτρες για όλα τα είδη των ασφαλιστικά καλυπτόμενων ζημιών (ΟλΑΠ 19/2015, ΟλΑΠ 18/2015, ΟλΑΠ 14/2013,ΑΠ 957/2021, ΑΠ 854/2014). Συνεπώς, ως απαλλακτική ρήτρα μπορεί να συμφωνηθεί έγκυρα και η διαμορφωμένη στη διεθνή ασφαλιστική πρακτική στερεότυπη ρήτρα “claims made policy” (αξιώσεις που θα προβληθούν), σύμφωνα με την οποία δεν αρκεί για τη γέννηση υποχρέωσης του ασφαλιστή προς καταβολή του ασφαλίσματος μόνον η πραγματοποίηση του κινδύνου κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής περιόδου, αλλά πρέπει και να προβληθούν κατά τη διάρκειά της οι αξιώσεις αποζημίωσης κατά του ασφαλιστή ή, κατά επιεικέστερη παραλλαγή, να αναγγελθεί απλώς στον ασφαλιστή κατά τη διάρκειά της η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, που θα πρέπει έτσι να ανακαλυφθεί κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής περιόδου (ρήτρα ανακάλυψης της ζημίας). Η υποχρέωση αυτή αναγγελίας δεν συνιστά απλό ασφαλιστικό βάρος κατά την έννοια του άρθρου 7 παρ. 1 Ν.2496/1997, ώστε και σε περίπτωση έλλειψης συμμόρφωσης του ασφαλισμένου να δικαιούται αυτός εξακολουθητικά, όπως ήδη αναφέρθηκε, το ασφάλισμα, αλλά συνιστά προϋπόθεση, από την πλήρωση της οποίας εξαρτάται η γέννηση της ίδιας της αξίωσής του προς αποζημίωση (ΑΠ 1026/2008). Επομένως, η απαλλακτική αυτή ρήτρα, παρεχόμενη από το άρθρο 7 παρ. 6 Ν.2496/1997, δεν αποκλείεται από τη διάταξη του άρθρου 33 παρ. 1 του νόμου αυτού. Εξάλλου, η ίδια ρήτρα δεν παραβλέπει εξ ορισμού τα εύλογα συμφέροντα του ασφαλισμένου, ώστε να αντιτίθεται αφ’ εαυτής στη ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 8 του ίδιου Νόμου, κατά την οποία όλοι οι όροι του ασφαλιστηρίου πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα εύλογα συμφέροντα του λήπτη της ασφάλισης και του ασφαλισμένου, ούτε υπερβαίνει τέλος το εύρος της διάταξης του άρθρου 13 παρ. 3 του αυτού ασφαλιστικού Νόμου, κατά την οποία στην ασφάλιση ζημιών μπορεί με το ασφαλιστήριο να συμφωνηθεί η διεύρυνση των εξαιρέσεων κάλυψης, εφόσον υπαγορεύεται από δικαιολογημένες τεχνικές ανάγκες του ασφαλιστή, αφού και χωρίς την προϋπόθεση αυτή ισχύει στις ασφαλίσεις επαγγελματικών κινδύνων η δυνατότητα απαλλαγής του ασφαλιστή κατά το άρθρο 7 παρ. 6 του παραπάνω Νόμου (Α.Π 1994/2022, ΑΠ 1343/2017). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 ως προς την προστασία των καταναλωτών, που αποτελεί εξειδίκευση του άρθρου 281 του ΑΚ στο πεδίο της προστασίας των καταναλωτών, οι γενικοί όροι των συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.), ήτοι οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (άρθρο 2 παρ. 1 του ίδιου νόμου) και επιβάλλονται από τον προμηθευτή στον καταναλωτή (άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2251/1994), απαγορεύονται και είναι αναδρομικώς (ex tunc, άρθρο 180 του ΑΚ) απολύτως άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών σε βάρος του καταναλωτή. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες τις υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία εξαρτάται. Περαιτέρω, εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των ΓΟΣ που συνεπάγονται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 απαριθμούνται ενδεικτικώς και τριάντα δύο περιπτώσεις γενικών όρων που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί, χωρίς ως προς αυτούς να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται, κατ’ αμάχητο τεκμήριο, ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα. Η σωρευτική εφαρμογή από το δικαστήριο των παρ. 6 και 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, επιβάλλεται και δεν αποκλείεται, καθώς η επίκληση του γενικού αξιολογικού κριτηρίου «της διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή» είναι δυνατό να έχει αξία και χρησιμότητα για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και αόριστων αξιολογικών κριτηρίων που χρησιμοποιεί ο νόμος στις επί μέρους περιπτώσεις του ενδεικτικού καταλόγου. Και οι περιγραφόμενες από τον νόμο ειδικές περιπτώσεις, κατ’ αμάχητο τεκμήριο, καταχρηστικότητας, αποτελούν δείκτες που καθοδηγούν στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας και συγκεκριμένα της έννοιας της διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας. Μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις είναι και η αρχή της διαφάνειας, η αρχή της απαγόρευσης της χωρίς λόγο ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής ή των επιμέρους στοιχείων της στην απόλυτη κρίση του προμηθευτή, καθώς και η αρχή της απαγόρευσης της εκ των προτέρων, χωρίς σπουδαίο λόγο, δέσμευσης του καταναλωτή, να μην ασκήσει κατά τη λειτουργία και εξέλιξη της σύμβασης, νόμιμα δικαιώματά του έναντι του προμηθευτή. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, η οποία ρητά διατυπώνεται και στο άρθρο 5 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 05.04.1993, οι Γ.Ο.Σ. πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκειά της και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, ενώ καταρχήν δεν λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου Γ.Ο.Σ., εντούτοις, σύμφωνα και με το άρθρο 42 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 05.04.1993, ελέγχεται εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν δηλαδή έχει παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (ΟλΑΠ 15/2007 ΔΕΕ 207. 975, ΑΠ 1030/2001 ΔΕΕ 2001. 1125, ΕφΑθ 2386/2006 ΕλλΔνη 2006. 1467, ΕφΑθ 5253/2003 ΕΕμπΔ 2003. 643). Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες ως προς τον έλεγχο των Γ.Ο.Σ. αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ με τα αναφερόμενα σε αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στο πλαίσιο επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών. Ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων σε βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει ένα γενικό όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η διατάραξη δε αυτή πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Προς τούτα λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλομένων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών και εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή για διατήρηση του όρου που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή για κατάργησή του. Δηλαδή ερευνάται ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πώς θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου που θέλει να αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και πώς μπορεί κάθε μέρος να προστατευτεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου με δικές του ενέργειες (ΑΠ 430/2005 ΔΕΕ 2005. 460, ΕφΑθ 2386/2006 ΕλλΔνη 2006. 1461). Οι ανωτέρω περιπτώσεις καταχρηστικού ΓΟΣ, σε συνδυασμό με την αρχή της διαφάνειας, έχουν αποτελέσει αντικείμενο ερμηνείας από τη νομολογία στο πλαίσιο των τραπεζικών συμβάσεων παροχής πιστωτικών υπηρεσιών μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και καταναλωτών, αλλά και με αφορμή ασφαλιστικές συμβάσεις (ΕφΑθ 74/2022 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ως ΓΟΣ νοούνται εκείνοι οι συμβατικοί όροι, τους οποίους καθορίζει εκ των προτέρων ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη κατά τρόπο γενικό και ενιαίο, με σκοπό να αποτελέσουν το ομοιόμορφο περιεχόμενο ενός αόριστου αριθμού συμβάσεων, κύριο δε χαρακτηριστικό τους είναι η μονομερής προδιατύπωση, με την έννοια ότι ο αντισυμβαλλόμενος εκείνου που τις προδιατύπωσε δεν μετείχε στη διαμόρφωσή τους, πλην όμως δεν αρκεί αυτό το χαρακτηριστικό, αλλά απαιτείται περαιτέρω να μην υφίστατο κατά την κατάρτιση της σύμβασης δυνατότητα ατομικής διαπραγμάτευσης ως προς το περιεχόμενο των όρων. Αντίποδας αυτών των ΓΟΣ είναι οι ειδικοί όροι που συμφωνήθηκαν για τη συγκεκριμένη περίπτωση ύστερα από διαπραγμάτευση, επί των οποίων δεν εφαρμόζονται οι προστατευτικές υπέρ του καταναλωτή διατάξεις. Συνήθης είναι η χρήση ΓΟΣ και στις ασφαλιστικές συμβάσεις του Ν. 2496/1997, διότι περιέχουν ασφαλιστικούς όρους, γενικούς και ειδικούς, τους οποίους ο ασφαλιστής επαναλαμβάνει ομοιόμορφα στις συμβάσεις του, δεν διαπραγματεύεται το περιεχόμενό τους με κάθε λήπτη ασφάλισης, αλλά τους έχει ετοιμάσει εκ των προτέρων, έτσι ώστε ο μέλλων να ασφαλιστεί ή τους δέχεται όλους και προσχωρεί στη σύμβαση ή δεν τους δέχεται και δεν συνάπτεται η σύμβαση. Ωστόσο, η ασφαλιστική σύμβαση περιέχει και όρους που έχουν συνταχθεί μετά από διαπραγμάτευση με το λήπτη. Τέτοιοι είναι οι όροι που συνιστούν τα εξατομικευμένα στοιχεία της σύμβασης, όπως είναι τα ασφαλιζόμενα πρόσωπα, οι κίνδυνοι που καλύπτονται, η περιουσία ή το αντικείμενο που ασφαλίζεται και η χρηματική αξία τους, η διάρκεια της ασφάλισης, το ασφάλιστρο, ο χρόνος και ο τόπος έκδοσης του ασφαλιστηρίου, το τυχόν ασφαλιστικό ποσό, δηλαδή το ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή και γενικά τα κατ’ άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 2496/1997 στοιχεία της ασφαλιστικής σύμβασης, όπως επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 2 και ό,τι άλλο επί πλέον στοιχείο απαιτεί η κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, όπως τυχόν ποσό απαλλαγής του ασφαλιστή για ένα μέρος της κάθε ζημίας κ.λπ. Συνεπώς, οι όροι αυτοί περιέχουν μόνο τη συγκεκριμένη κάλυψη που αγόρασε ο λήπτης, και όχι τους γενικούς όρους με τους οποίους ο ασφαλιστής παρέχει την κάλυψη ομοιόμορφα στους πελάτες του. Έτσι δεν τίθεται γι’ αυτούς θέμα καταχρηστικότητας κατά τους όρους και τις προϋποθέσεις του Ν. 2251/1994 (ΑΠ 788/2018 ΝΟΜΟΣ), τούτο, όμως, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν διατυπωθεί κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, δηλαδή ότι δεν έχει παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (ΟλΑΠ 15/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 237/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 166/2019 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΔωδ 202/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠατρ 161/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 369/2019 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, μετά τον Ν. 4512/2018 οι έννοιες του καταναλωτή και του προμηθευτή καταλαμβάνουν αντίστοιχα “κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα” και “κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από το αν διέπεται από το ιδιωτικό ή δημόσιο δίκαιο, το οποίο ενεργεί ακόμη και μέσω κάθε άλλου προσώπου που ενεργεί στο όνομά του ή για λογαριασμό του, για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με τις εμπορικές, επιχειρηματικές, βιοτεχνικές ή επαγγελματικές του δραστηριότητες (άρθρο 1α του Ν. 2251/2014). Σύμφωνα δε με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 111 του Ν. 4512/2018, τα άρθρα 100 έως 110 (Κεφάλαιο Α’ του παρόντος Τμήματος) δεν εφαρμόζονται στις συμβάσεις που έχουν συναφθεί έως την έναρξη ισχύος των άρθρων αυτών, ήτοι δύο μήνες μετά την δημοσίευση του νόμου, δηλαδή στις 17.03.2018, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 126 του παρόντος, παρά μόνο στις ανανεώσεις των συμβάσεων αυτών, και ως εκ τούτου για τις ήδη συναφθείσες συμβάσεις ισχύει ο ορισμός του τελικού αποδέκτη. Τέλος, από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6 και 8 του Ν. 2251/1994 συνάγεται ότι τον προσδιορισμό της αόριστης νομικής έννοιας της καταχρηστικότητας του γενικού όρου της ασφαλιστικής σύμβασης, ο νόμος εξαρτά από ορισμένα στοιχεία, τα οποία πρέπει να τεθούν υπόψη του δικαστηρίου, ώστε αυτό να κρίνει αν στη συγκεκριμένη περίπτωση ο όρος είναι άκυρος ως καταχρηστικός. Η απαγόρευση, δηλαδή, της εφαρμογής ενός καταχρηστικού γενικού όρου της ασφαλιστικής σύμβασης αποτελεί εξειδικευμένη περίπτωση της θεμελιώδους αρχής του άρθρου 281 του ΑΚ. Συνεπώς, στην περίπτωση κατά την οποία η ασφαλιστική εταιρία προβάλλει κατά της αγωγής του καταναλωτή για επιδίκαση του ασφαλίσματος ένσταση καταλυτική της αγωγής αυτής, με βάση κάποιο γενικό όρο του ασφαλιστηρίου, ο ενάγων καταναλωτής μπορεί να επικαλεστεί με αντένσταση την ακυρότητα του όρου αυτού ως καταχρηστικού. Για το παραδεκτό της αντένστασης αυτής από άποψη χρόνου προβολής της, τα συγκροτούντα την καταχρηστικότητα περιστατικά πρέπει να προβάλλονται όπως και στην περίπτωση του άρθρου 281 του ΑΚ, κατά την πρώτη σε πρώτο βαθμό συζήτηση της υπόθεσης και συγχρόνως να διατυπώνεται από τον προβάλλοντα και αίτημα απόρριψης της ένστασης της αντιδίκου του για την αιτία αυτή. Όμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 527 εδ. 1 του ΚΠολΔ, μπορεί κατ’ εξαίρεση ο ενάγων, ως εφεσίβλητος, να προβάλει παραδεκτώς για πρώτη φορά στο Εφετείο την ως άνω καταλυτική της ένστασης του εναγόμενου – εκκαλούντος αντένσταση της καταχρηστικότητας του γενικού όρου, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης του αντιδίκου του, εφόσον, βέβαια, δεν μεταβάλλεται με την αντένσταση αυτή η βάση της αγωγής του (ΑΠ 1584/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1519/2001 Δελτίο Α.Ε. και ΕΠΕ 2004. 408, ΕΦ.ΠΕΙΡ. 225/2023 , ΕφΑθ 2894/2008 ΝΟΜΟΣ).

Κατά την διάταξη του άρθρου 1 § 1 του Ν. 2496/1997 “με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει έναντι ασφαλίστρου στον συμβαλλόμενό της (λήπτη ασφάλισης) ή τρίτο, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή του (ασφαλιστική περίπτωση)”, ενώ κατά την διάταξη του άρθρου 7 παρ. 7 του αυτού ως άνω Ν. 2496/1997 “αν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλει το ασφάλισμα χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Αν για τη διάγνωση της έκτασης του ασφαλίσματος απαιτείται μεγάλο χρονικό διάστημα, ο ασφαλιστής υποχρεούται, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση σε καταβολή του ποσού, για το οποίο δεν υπάρχει καθυστέρηση” και κατά τη διάταξη του άρθρου 10 του ίδιου νόμου “αξιώσεις που πηγάζουν από την ασφαλιστική σύμβαση παραγράφονται, στις ασφαλίσεις ζημιών μετά από τέσσερα (4) χρόνια και στις ασφαλίσεις προσώπων μετά από πέντε (5) χρόνια από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν”. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 25 του ίδιου ως άνω νόμου “η ασφάλιση αστικής ευθύνης περιλαμβάνει τις δαπάνες που προέρχονται άμεσα από την απόκρουση και ικανοποίηση αξιώσεων τρίτων κατά του λήπτη της ασφάλισης, που γεννήθηκαν από πράξεις ή παραλείψεις του για τις οποίες είχε συμφωνηθεί ασφαλιστική κάλυψη”. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων του ίδιου ως άνω νόμου, προκύπτει ότι στη σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης έναντι τρίτων, η αξίωση του ασφαλισμένου από τη σύμβαση αυτή έναντι του ασφαλιστή για ζημιές όχι δικές του αλλά τρίτων, για τις οποίες δημιουργείται αποζημιωτική ενοχή του ασφαλισμένου, γεννιέται μεν, όχι από την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος, δηλαδή όχι από τον χρόνο που συνέβη το ζημιογόνο γεγονός, όπως π.χ. επί της υποχρεωτικής ασφάλισης της αστικής ευθύνης από τη λειτουργία αυτοκινήτου, αλλά όταν ο ζημιωθείς τρίτος, έναντι του οποίο ευθύνεται προς αποζημίωση ο ασφαλισμένος, επιδώσει στον τελευταίο, όχι αποκλειστικά την σχετική προς αποκατάσταση της ζημιάς του αγωγή, αλλά και εξώδικη δήλωση – όχληση, η οποία αρκεί για να αρχίσει από τότε η σύνδεση του αποτελέσματος του ζημιογόνου γεγονότος (ζημίας) με την περιουσία του ασφαλισμένου και για να επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, έστω και αν δεν έχει προσδιοριστεί με δικαστική απόφαση ή εξώδικο συμβιβασμό το μέγεθος της αξίωσης του ζημιωθέντος τρίτου (Α.Π 228/2023, ΑΠ 293/2008, ΕΦ. ΠΕΙΡ. 570/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ).

Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 929 και 298 ΑΚ, συνάγεται ότι αυτός που έπαθε βλάβη στο σώμα ή την υγεία του δικαιούται να αξιώσει και τη μελλοντική αποθετική ζημία του (διαφυγόν κέρδος), γιατί λόγω της μειωμένης ικανότητας προς εργασία από βλάβη του σώματος ή της υγείας χάνει τα εισοδήματα από την εργασία, την οποία, έχοντας πλήρη ικανότητα κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, θα ασκούσε στο μέλλον. Δεν απαιτείται γι’ αυτό βεβαιότητα, αλλά αρκεί πιθανότητα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πράγμα που πρέπει να προκύπτει από τις ιδιαίτερες περιστάσεις, ιδίως δε από τα μέτρα που λήφθηκαν προς τούτο (ΑΠ 940/2010, ΑΠ 377/2009, ΑΠ 611/2008). Κατά δε την διάταξη του άρθρου 930 ΑΚ, η αποζημίωση των άρθρων 928 και 929 ΑΚ, που αναφέρεται στο μέλλον, καταβάλλεται σε χρηματικές δόσεις κατά μήνα. Όταν υπάρχει σπουδαίος λόγος, η αποζημίωση μπορεί να επιδικασθεί σε κεφάλαιο εφάπαξ. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι η αποζημίωση των άρθρων 928, 929 ΑΚ, η οποία αναφέρεται στο μέλλον, ήτοι η αποζημίωση για στέρηση διατροφής ή υπηρεσιών και αυτή για απώλεια εισοδήματος ή στέρηση υπηρεσιών, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου ή βλάβης της υγείας ή του σώματος προσώπου, καταβάλλεται κατά κανόνα σε χρηματικές δόσεις κατά μήνα. Κατ’ εξαίρεση, μπορεί να επιδικασθεί σε κεφάλαιο εφάπαξ, αν το ζητήσει ο δικαιούχος και συντρέχει σπουδαίος λόγος προς τούτο, τα περιστατικά του οποίου πρέπει αυτός να επικαλεσθεί με την αγωγή του. Σπουδαίος λόγος δε, θεωρείται ότι υπάρχει, όταν η εφάπαξ καταβολή της αποζημίωσης μπορεί να εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντα του δικαιούχου αυτής (π.χ. επείγουσα ανάγκη αξιοποίησης του κεφαλαίου της αποζημίωσης, οικονομική δυσπραγία ενόψει των αυξημένων εξόδων για την αντιμετώπιση της κατάστασης της υγείας του κ.λπ.) ή συντρέχουν δυσμενείς προσωπικοί ή οικογενειακοί λόγοι στην πλευρά του υπόχρεου της αποζημίωσης (π.χ. επικείμενη πτώχευση, αναξιόχρεο κ.λπ., ΑΠ 1060/2015, ΑΠ 2017/2014). Η έννοια δε του σπουδαίου λόγου είναι νομική και επομένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, αν τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε, ανελέγκτως, συνιστούν σπουδαίο λόγο, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (Α.Π 1545/2021, Προκύπτει επίσης, ότι το διαφυγόν κέρδος αποτελεί ζημία, η οποία θα επέλθει στο μέλλον και κατ’ ανάγκην συνδέεται με την υποθετική εξέλιξη των πραγμάτων. Δεν εμφανίζει την βεβαιότητα της θετικής ζημίας. Για την απόδειξή της, που είναι δύσκολη για τον ζημιωθέντα, συγκριτικά με την θετική ζημία, ο νόμος αρκείται σε απλή πιθανολόγηση. Έτσι, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 298 εδ. β’ του Α.Κ. έχει ουσιαστικό μεν χαρακτήρα, εφόσον καθορίζει τα στοιχεία της αξιώσεως αποζημιώσεως, αλλά και δικονομικό χαρακτήρα, εφόσον επιτρέπει στον δικαστή να αρκεσθεί σε απλή πιθανολόγηση (Α.Π. 1306/2003). Ενόψει αυτών, στην περίπτωση που από την εκτίμηση των αποδείξεων προκύψει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου ότι η ζημία του ενάγοντος, που εμφανιζόταν κατά την αγωγή, ως πιθανή, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, είναι απλώς ενδεχόμενη, η αγωγή απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ως προς το στοιχείο της πιθανότητας του διαφυγόντος κέρδους, με την έννοια που προαναφέρθηκε. Για να επιδικαστεί αποζημίωση για την μελλοντική ζημία, θα πρέπει να είναι δυνατός ο προσδιορισμός αυτής, κατά τον χρόνο της αποφάσεως, είτε εφάπαξ, είτε κατά χρονικές περιόδους. Όταν, όμως, αυτή δεν είναι απλώς μέλλουσα, αλλά η πραγμάτωσή της εξαρτάται και από άλλους αστάθμητους παράγοντες, οι οποίοι είναι ενδεχόμενο να επέλθουν στο μέλλον και των οποίων η τυχόν μέλλουσα πραγματοποίηση είναι αδύνατο να προβλεφθεί κατά τους κανόνες της κοινής πείρας, τότε δεν επιδικάζεται ως πρόωρη και επιδικάζεται μόνο όταν γεννηθεί. Σημειώνεται ότι η τελεσίδικη απόφαση, με την οποία απορρίπτεται η αγωγή ως προώρως ασκηθείσα, δεν παράγει δεδικασμένο, διότι με τέτοια απόφαση δεν τέμνεται η διαφορά (Α.Π. 416/2019, Α.Π. 1445/2018, Α.Π. 2153/2013, Α.Π. 2076/2006, Α.Π. 122/2006). Τέλος, η τυχόν εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το αν συντρέχει πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων στην ύπαρξη ή μη διαφυγόντος κέρδους, ως αναγόμενη σε εκτίμηση της εξελίξεως των πραγμάτων, δεν ελέγχεται αναιρετικά (Α.Π 14/2022 , Α.Π. 325/2016, Α.Π. 1105/2015, Α.Π. 2153/2013 Α.Π. 869/2013, Α.Π. 601/2010, Α.Π. 2076/2006, Α.Π. 122/2006, Α.Π. 1306/2003).ΑΠ 206/2020, ΑΠ 736/2019, ΑΠ 2157/2009).

Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νομίμως είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφ’ όσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από τον διάδικο (ΟλΑΠ 23/2008). Ωστόσο, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρ. 559 αριθ.11 εδ. γ’ του ΚΠολΔ, ως “αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν”, για την ίδρυση του αναιρετικού λόγου της μη λήψης υπόψη τέτοιων μέσων, νοούνται εκείνα τα μέσα, των οποίων έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση. Η επίκληση αυτή μπορεί να γίνει στις ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας προτάσεις με αναφορά σε προτάσεις προηγούμενης συζήτησης, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η εν λόγω αναφορά θα γίνεται σε συγκεκριμένο μέρος των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης, όπου θα γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση των εν λόγω μέσων. Δεν συνιστά δε, κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ που έχει εφαρμογή για την ταυτότητα του νομικού λόγου και στην επίκληση εγγράφων, “νόμιμη επίκληση”, η ενσωμάτωση των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, στις οποίες μνημονεύονται τα έγγραφα και η γενική και μόνο αναφορά στα έγγραφα αυτά, με τις προτάσεις που κατατέθηκαν στο Εφετείο (Ολ.ΑΠ 23/2008, 9/2000, ΑΠ 151/2005, 953/2005). Δεν πρόκειται όμως για ανεπίτρεπτη ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της κατ’ έφεση δίκης εμπεριέχεται αυτούσιο ή μη, και το κείμενο των προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, ενοποιημένων σε ενιαίο ολικό κείμενο, το οποίο καλύπτεται, ως ενιαίο κείμενο προτάσεων, από την υπογραφή του συντάκτη τους ως πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου κατά τη δευτεροβάθμια δίκη, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) καθίστανται ενιαίες (ΑΠ 258/2019, ΑΠ 696/2017, ΑΠ 946/2015, ΑΠ 1509/2014, ΑΠ 982/2013, ΑΠ 476/2011, ΑΠ 865/2009). Το νόμιμο δε της επίκλησης κρίνεται μόνο από τις προτάσεις του διαδίκου και όχι από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλόμενης (ΑΠ 1573/2006) ή από το δικόγραφο της έφεσης. Με τη διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση της αρχής της συζητήσεως (άρθρο 106 ΚΠολΔ), διασφαλίζεται η συμμόρφωση προς τα άρθρα 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ, ώστε να λαμβάνονται υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και μόνον αυτά(ΑΠ 149/2020). Ο λόγος όμως είναι αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), που έλαβε υπόψη το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολογήσεως εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη, εφ’ όσον από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της αποφάσεως, προκύπτει αναμφιβόλως η λήψη υπ’ όψη του αποδεικτικού μέσου(ΑΠ 1609/2018, ΑΠ 253/2018). Επιπροσθέτως, η μη λήψη υπόψη νομοτύπως προταθέντων αποδεικτικών μέσων πρέπει να ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δηλαδή να αφορά σε ουσιώδη πραγματικό ισχυρισμό που να επιδρά στο διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 911/2002, Α.Π 252/2021, ΑΠ 613/2016 Τ.Ν,Π ΝΟΜΟΣ ).

Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων (302 παρ. 1 και 28 ΠΚ), προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται: α) να μην καταβλήθηκε από το δράση η επιβαλλόμενη κατ’ αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και, κυρίως, εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματος του, να προβλέψει και ν’ αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής, είτε δεν προέβλεψε, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Με τις προϋποθέσεις αυτές θεμελιώνεται ειδικότερα ποινική ευθύνη του ιατρού για ανθρωποκτονία από αμέλεια, όταν το ζημιογόνο αποτέλεσμα οφείλεται σε παράβαση από μέρους του των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση, εφ’όσον η αντίστοιχη ενέργεια ή παράλειψή του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικά επιβαλλόμενο καθήκον επιμελείας, που απορρέει από την άσκηση του επαγγέλματος του και ανάγεται σε νομική υποχρέωσή του με επιτακτικούς κανόνες, καθώς και από την εγγυητική θέση αυτού απέναντι στην ασφάλεια της ζωής ή της υγείας του ασθενούς, η οποία δημιουργείται κατά την εκτέλεση της ιατρικής πράξης. Συγκεκριμένα, με το άρθρο 24 του α ν. 1565/1939 “Περί κώδικα ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος”, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ κατά το άρθρο 47 ΕισΝΑΚ, ορίζεται ότι ο ιατρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική συνδρομή του, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της πείρας που έχει αποκτήσει, τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για τη διαφύλαξη των ασθενών και την προστασία των υγιών. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση του ιατρού να αποτρέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα του θανάτου του ασθενούς, απορρέει από το νόμο (άρθρ. 24 α.ν. 1565/1939 “Περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος”), από τον κώδικα ιατρικής δεοντολογίας (β. δ. 156/6-7-1955 και ήδη ν. 3418/2005 “Περί κανονισμού ιατρικής δεοντολογίας”) και από την εγγυητική θέση αυτού απέναντι στην ασφάλεια της ζωής ή της υγείας του ασθενούς, που δημιουργείται κατά την εκτέλεση της ιατρικής πράξης. Έτσι, ελέγχεται ο κατηγορούμενος ιατρός για κάθε ενέργεια ή παράλειψή του υπό την ανωτέρω ιδιότητά του ως προς την παρακολούθηση της πορείας του ασθενούς, δηλαδή αν ενήργησε την ακολουθητέα ιατρική αγωγή και τις επιβαλλόμενες εξετάσεις ή και άλλες επεμβατικές ιατρικές πράξεις προς αντιμετώπιση παρενέργειας ή επιπλοκής που μπορούσε να επιφέρει βλάβη της υγείας του ασθενούς ή ακόμη και το θάνατο του, όπως κάθε μέσος ιατρός της ειδικότητας του θα έπραττε υπό τις ίδιες περιστάσεις. Δέον να σημειωθεί ότι η αδυναμία πρόβλεψης του ενδεχομένου να προκύψει αξιόποινου αποτελέσματος, καθίσταται ποινικά κολάσιμο υποκειμενικό μέγεθος εφ’όσον ο δράστης όφειλε αντικειμενικά, κατά τις περιστάσεις και μπορούσε υποκειμενικά, με βάση τις προσωπικές του ικανότητες, να προβλέψει το αποτέλεσμα ως δυνατό και να το αποφύγει. Ειδικότερα, όσον αφορά στην οφειλόμενη από τον ιατρό προσοχή, δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί σχηματικά και δογματικά εκ προοιμίου, αλλά βρίσκεται πάντοτε σε συνάρτηση με τις αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες και περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης. Οι υπαίτιες ενέργειες και παραλείψεις του ιατρού, δεν είναι δυνατόν να τυποποιηθούν, δεδομένου ότι κάθε ιατρικό περιστατικό παρουσιάζει μοναδικότητα και ιδιοτυπία καθοριστική των ενδεδειγμένων ενεργειών του ιατρού και έτσι, προσδιοριστική της επιμέλειας την οποία πρέπει αυτός να καταβάλει. Πρόδηλο καθίσταται ότι η εκτίμηση και αξιολόγηση των αντικειμενικών δεδομένων, εξαρτάται από το βαθμό και την ποιότητα της γνώσης και εμπειρίας του επιλαμβανόμενου ιατρού. Γενικά μπορεί να λεχθεί ότι το μέτρο της οφειλόμενης από τις περιστάσεις περίσκεψης του συγκεκριμένου ιατρού, πρέπει να είναι η προσοχή που δείχνει κάθε μέσος ιατρός αν βρεθεί, αν όχι κάτω από τις ίδιες, σε παρόμοιες συνθήκες με αυτές που βρέθηκε και ενήργησε ο κρινόμενος ιατρός. Ωστόσο, λαμβάνονται υπόψη και οι προσωπικές περιστάσεις ιδιότητες γνώσεις και ικανότητες του δράστη, με αποτέλεσμα η απαιτούμενη προσοχή να διαφοροποιείται μεταξύ μη ειδικών (ειδικευόμενων) και ειδικευμένων ιατρών, καθ’όσον οι τελευταίοι έχουν τις απαραίτητες γνώσεις που τους καθιστούν ικανότερους να αντιμετωπίσουν τα περιστατικά που ανάγονται στην ειδικότητά τους. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 ν. 3418/2005 “Ο ιατρός ενεργεί με βάση : α) την εκπαίδευση που του έχει παρασχεθεί κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών του σπουδών, την άσκησή του για την απόκτηση τίτλου ιατρικής ειδικότητας και τη συνεχιζόμενη ιατρική του εκπαίδευση, β) την πείρα και τις δεξιότητες που αποκτά κατά την άσκηση της ιατρικής και γ) τους κανόνες της τεκμηριωμένης και βασισμένης σε ενδείξεις ιατρικής επιστήμης”. Η εν λόγω διάταξη αποτυπώνει την ιδιαίτερη σημασία στις ιδιαίτερες γνώσεις και ικανότητες του ιατρού, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για την επίταση της ευθύνης του. Η οφειλόμενη προσοχή πρέπει να καταφάσκεται και στην περίπτωση του ανειδίκευτου ιατρού, όταν η διάγνωση του ανακύπτοντος προβλήματος δεν προϋποθέτει ειδικές ή επιπλέον ιατρικές γνώσεις, που προσδίδει στον ιατρό η απόκτηση μιας ειδικότητας, αλλά μπορεί να επιτευχθεί και με τις βασικές γνώσεις της ιατρικής επιστήμης, που κάθε ιατρός πρέπει να διαθέτει. Ειδικά όσον αφορά στους ειδικευόμενους ιατρούς, αυτοί ενεργούν ιατρικές πράξεις υπό την εποπτεία και την καθοδήγηση των ειδικευμένων ιατρών. Ο σκοπός εξ άλλου της απασχόλησης τους ως “ειδικευόμενων”, είναι μέσα από την πρακτική εξάσκηση, να αποκομίσουν την απαραίτητη γνώση και εμπειρία, ούτως ώστε να καταστούν και οι ίδιοι “ειδικευμένου). Πλην όμως και, λαμβανομένου υπόψη κατά περίπτωση και του χρονικού διαστήματος της εξειδίκευσης που έχει παρέλθει, οι ειδικευόμενοι ιατροί μπορούν να διενεργούν ιατρικές πράξεις, για τις οποίες δεν απαιτούνται ιδιαίτερες ιατρικές γνώσεις (π.χ. αιμοληψία). Ευθύνονται δε, εάν δεν παράσχουν ή παράσχουν πλημμελώς ιατρική αρωγή (μη διενέργεια ιατρικών πράξεων ή διενέργεια αυτών κατά τρόπο εσφαλμένο, π. χ. πρώτες βοήθειες, εντολή διενέργειας εξετάσεων, αξιολόγηση συμπτωμάτων και αποτελεσμάτων εξετάσεων), για τις οποίες δεν απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις. Για τις ιατρικές πράξεις που απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις, οι ειδικευόμενοι οφείλουν να ενημερώσουν άμεσα και χωρίς οιαδήποτε καθυστέρηση τους ειδικευμένους ιατρούς, άλλως βαρύνονται με “σφάλμα περί την ανάληψη”. Επίσης ευθύνονται εάν ενεργούν κατά παράβαση των οδηγιών και των υποδείξεων των ειδικευμένων ιατρών. Περαιτέρω συντρέχουν οι προϋποθέσεις ευθύνης και των τελευταίων (ειδικευμένων ιατρών) όταν αναθέτουν στους ειδικευόμενους τη διενέργεια ιατρικών πράξεων, στις οποίες οι τελευταίοι αδυνατούν να ανταποκριθούν (“σφάλμα περί την ανάθεση”) λόγω έλλειψης εμπειρίας και γνώσεων, χωρίς τη δική τους εποπτεία Σύμφωνα δε με το άρθρο 9 παρ. 3 του ν. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας). “Ο ιατρός οφείλει να παρέχει τις υπηρεσίες του για την αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών, ανεξάρτητα από την ειδικότητά του. Η υποχρέωση αυτή βαρύνει τον ιατρό, ακόμη και όταν δεν υπάρχουν τα κατάλληλα μέσα για την άσκηση της ιατρικής, και ισχύει μέχρι την παραπομπή του ασθενή σε ιατρό κατάλληλης ειδικότητας ή τη μεταφορά του σε κατάλληλη μονάδα παροχής υπηρεσιών φροντίδας και περίθαλψης. Σε κάθε περίπτωση, ο ιατρός οφείλει να εξαντλήσει τις υπάρχουσες, κάτω από τις δεδομένες συνθήκες, δυνατότητες, σύμφωνα με τις επιταγές της ιατρικής επιστήμης”.  Α.Π 122/2019 , ΤΝΠ , ΝΟΜΟΣ .

Με την προαναφερθείσα κύρια αγωγή, οι ενάγοντες αυτής, επικαλούμενοι, αδικοπρακτική συμπεριφορά της δεύτερης εναγόμενης, ως προστηθείσα της πρώτης, με την παροχή των υπηρεσιών της ως γενική ιατρός στην κλινική που αυτή διατηρεί, και ειδικότερα αμέλεια της συνιστάμενη στην εσφαλμένη διάγνωση, θεραπεία και εν γένει αντιμετώπιση, κατά παράβαση των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, αναφορικά με τον ασθενή ………., συζυγο της πρώτης, υιό του δεύτερου και της τρίτης, αδελφού της τέταρτης και γαμβρού της πέμπτης από αυτούς, η οποία οδήγησε στον θάνατό του, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, ζητούσαν, κατόπιν επιτρεπτού περιορισμού του αιτήματος της, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να τους καταβάλουν εις ολόκληρον, στην πρώτη, ατομικά, το συνολικό ποσό των 261.550 ευρώ, αναλυόμενο σε 150.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, το ποσό των 13.750 ευρώ, ως αποζημίωση για την αποστέρηση της διατροφής της για χρονικό διάστημα 55 μηνών, με αφετηρία τον χρόνο του θανάτου του συζύγου της και μέχρι την άσκηση της αγωγής, που αντιστοιχεί σε 250 ευρώ μηνιαίως, και το ίδιο ποσό μηνιαίως και συνολικά των 96.000 ευρώ, ως αποζημίωση για την αποστέρηση της μελλοντικής διατροφής που θα αυτός θα της παρείχε αν δεν είχε μεσολαβήσει ο θάνατός του, έκτοτε και για 32 έτη, και το ποσό των 1.800 ευρώ, ως αποζημίωση για τα έξοδα κηδείας στα οποία υποβλήθηκε, και ως αντιπρόσωπο του ανηλίκου τέκνου της ………, που απέκτησε από τον γάμο της με τον αποβιώσαντα, το ποσό των 256.100 ευρώ, αναλυόμενο σε 200.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, στο ποσό των 16.500 ευρώ, ως αποζημίωση για την αποστέρηση διατροφής για το χρονικό διάστημα των 55 μηνών από τον χρόνο του θανάτου του πατρός του και μέχρι την άσκηση της αγωγής, το οποίο αντιστοιχεί στο ποσό των 300 ευρώ μηνιαίως, και το ίδιο ποσό μηνιαίως και συνολικά των 39.600 ευρώ, ως αποζημίωση για την αποστέρηση της μελλοντικής διατροφής του, έκτοτε και μέχρι τη συμπλήρωση του 22ου έτους της ηλικίας του, κατά το οποίο θα ολοκλήρωνε τις σπουδές του, σε καθέναν από τους δεύτερο και τρίτη, το ποσό των 50.000 ευρώ, στην τέταρτη των 150.000 ευρώ και στην πέμπτη ενάγουσα το ποσό των 30.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος της δεύτερης εναγόμενης διάρκειας ενός έτους, ως μέσον εκτελέσεώς της και να επιβληθούν σε βάρος των εναγόμενων τα δικαστικά τους έξοδα. Επιπλέον, η πρώτη εναγομένη με την από 29-6-2015 (υπ΄ αριθμ. εκθ,. καταθ. ……./2015) και η δεύτερη εναγομένη, με την από 10-12-2015 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ……../2015) ανακοινώσεις δίκης με προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση ενωμένες με παρεμπίπτουσες αγωγές, επικαλούμενες την ύπαρξη ασφαλιστικών συμβάσεων για την αστική ευθύνη τους έναντι τρίτων, που συνήψαν με τις παρεμπιπτόντως εναγόμενες, κάλεσαν τις τελευταίες να παρέμβουν υπέρ αυτών στην ανοιγείσα δίκη, ζητώντας, σε περίπτωση ήττας τους, να υποχρεωθούν αυτές να τους καταβάλουν, όποιο ποσό θα υποχρεώνονταν τυχόν και οι ίδιες να καταβάλουν στους κυρίως ενάγοντες, σε περίπτωση ευδοκίμησης της κύριας αγωγής, με τον νόμιμο τόκο από της καταβολής και μέχρι την εξόφληση και να επιβληθούν σε βάρος τους τα δικαστικά τους έξοδα. Επί της κύριας αγωγής και των προσεπικλήσεων-ανακοινώσεων δίκης – παρεμπιπτουσών αγωγών, που συνεκδικάστηκαν, εκδόθηκε αρχικά η υπ’ αριθμ. 1909/2017 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διεξαχθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη από τον ορισθέντα πραγματογνώμονα …..   και στη συνέχεια, μετά την ολοκλήρωση αυτής με την κατάθεση της με αριθμό πράξης κατάθεσης …/28.12.2017, εκδόθηκε η υπ΄  αριθμ. 1985/2019 οριστική απόφασή του, με την οποία αφού συνεκδικάστηκαν η ως άνω αγωγή και η με αριθμό  …../2015 παρεμπίπτουσα αγωγή και η με αριθμό …./2015 παρεμπίπτουσα  αγωγή, έγινε εν μέρει δεκτή, η κύρια αγωγή και εξ ολοκλήρου δεκτές, ως βάσιμες και κατ’ ουσίαν οι παρεμπίπτουσες αγωγές. Ακολούθως : 1) υποχρεώθηκαν οι (κυρίως) εναγόμενες να καταβάλουν εις ολόκληρον στην πρώτη ενάγουσα, ατομικά μεν, το ποσό των 67.300 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, και το ποσό των 100 ευρώ μηνιαίως, καταβλητέο την πρώτη ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα, και για χρονικό διάστημα πέντε ετών από την άσκηση της αγωγής, με τον νόμιμο τόκο για κάθε επιμέρους ποσό από την παρέλευσή της, και υπό την ιδιότητά της ως αντιπροσώπου του ανηλίκου τέκνου της ……., το ποσό των 83.200 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και επιπλέον το ποσό των 240 ευρώ μηνιαίως, καταβλητέο την πρώτη ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα, για το χρονικό διάστημα από την 1-4-2015 έως και την 1-12-2021, με τον νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης και μέχρι την εξόφληση, σε καθέναν από τους τρίτο και τέταρτη ενάγουσα το ποσό των 50.000 ευρώ, στην πέμπτη το ποσό των 15.000 ευρώ και στην έκτη των 5.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, και επιβλήθηκε στις εναγόμενες μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, που καθορίστηκε στο ποσό των 11,200 ευρώ. 2) Οι παρεμπιπτόντως εναγόμενες υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στις παρεμπιπτόντως ενάγουσες, όποιο χρηματικό ποσό υποχρεώνονταν να καταβάλουν στους κυρίως ενάγοντες για την ικανοποίηση των αξιώσεών τους, συμπεριλαμβανομένων των τόκων και της δικαστικής δαπάνης, και με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής του, της ευθύνης της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……..» περιοριζόμενης στο ποσό των 30.000 ευρώ, και επιβλήθηκαν σε βάρος τους τα δικαστικά έξοδα των παρεμπιπτόντως εναγόντων, που καθορίστηκαν στο ποσό των 20.700 και των 1.500 ευρώ, αντίστοιχα. Κατά της απόφασης αυτής, ασκήθηκαν οι ως άνω εφέσεις με τις οποίες οι εκκαλούντες – ενάγοντες, εναγόμενες και παρεμπιπτόντως εναγόμενες – παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση άλλως τη μεταρρύθμισή της με σκοπό να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η αγωγή τους και να απορριφθεί αυτή, αντίστοιχα. Η προσθέτως επίσης παρεμβαίνουσα για τους ειδικότερα εκτιθέμενους λόγους ζητεί να εξαφανιστεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη, με σκοπό να απορριφθεί η άνω κύρια αγωγή αποζημιώσεως ως προς την υπέρ ής η πρόσθετη παρέμβαση αλλά και την προστηθείσα αυτής ιατρό ……… και να επιβληθούν σε βάρος των καθ’ ών τα δικαστικά της έξοδα. Επί των ανωτέρω εφέσεων και της πρόσθετης παρέμβασης εκδόθηκε η με  αριθμό 594/2020 μη οριστική απόφασή του Δικαστηρίου αυτού με την οποία αφού συνεκδικάστηκαν οι ως άνω εφέσεις και η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, οι ως άνω εφέσεις  έγιναν τυπικά δεκτές και κατά τα λοιπά αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διενεργηθεί συμπληρωματική ιατρική πραγματογνωμοσύνη με επιμέλεια του επιμελεστέρου των διαδίκων, διορίστηκε πραγματογνώμονας ο ιατρός – χειρουργός …………., προκειμένου να αποφανθεί με έγγραφη αιτιολογημένη έκθεση επί των οριζομένων στο διατακτικό της ως άνω απόφασης ζητημάτων, ο οποίος κατέθεσε ήδη την 10.12.2021 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης.

Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, που ορίζει ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ως άνω αξιολογικών ορίων να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006 ΕλλΔνη 2006.1331, ΟλΑΠ 7/2002 ΕΕΝ 2003.168, ΟλΑΠ 8/2001 ΝοΒ 49.1814). Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η δημιουργηθείσα από αυτόν κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου (ΑΠ 1567/2008, ΑΠ 704/2007 ΤρΝομΠλΝομος). Η ανωτέρω διάταξη, όμως, έχει εφαρμογή στην περίπτωση άσκησης δικαιώματος από το δικαιούχο, όταν δηλαδή αυτός προβαίνει στην επιδίωξη της παρεχόμενης από το νόμο προστασίας, για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει στο δικαίωμα του και όχι όταν ο διάδικος αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 764/2001 ΔΕΕ 2001.1013, ΑΠ 950/1989 ΕλλΔνη 32.77, ΑΠ 1417/1984 ΝοΒ 33.1002, ΕφΠειρ 871/2002 ΠειρΝομ 2002.472). Εξάλλου, μόνη η μακρά αδράνεια του δικαιούχου, ακόμη και αν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι αυτός δε θα ασκήσει το δικαίωμά του, δεν καθιστά τη μεταγενέστερη άσκησή του καταχρηστική υπό την ειδικότερη μορφή της αποδυνάμωσης του δικαιώματος, εκτός αν συνοδεύεται από ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, έτσι ώστε η, με τη μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε, να συνεπάγεται επαχθείς, όχι δε κατ’ ανάγκη και αφόρητες ή υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες, για την αποτροπή των οποίων κρίνεται, με γνώμονα την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, επιβεβλημένη η θυσία του αξιούμενου δικαιώματος. Περαιτέρω η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος προϋποθέτει τη γέννηση και την ύπαρξή του. Συνεπώς, η επίκληση περιστατικών, η αλήθεια των οποίων αποκλείει τη γέννηση ή συνεπάγεται την κατάλυση του δικαιώματος, δεν θεμελιώνει και ένσταση καταχρηστικής άσκησής του, αφού μόνο υπαρκτό δικαίωμα είναι λογικώς δυνατό να ασκηθεί, ώστε να νοείται καταχρηστική άσκησή του, αλλά είτε συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της στηριζόμενης στο δικαίωμα αυτό αγωγής είτε θεμελιώνει άλλη παρακωλυτική ή καταλυτική του δικαιώματος ένσταση (ΟλΑΠ 17/1995, ΑΠ 999/2019, ΑΠ 894/2007, ΑΠ 1799/2006, ΤρΝομΠλΝομος).

Στην προκειμένη περίπτωση, με το τρίτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της από 29-10-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ……./30-1-209) υπό στοιχ. Δ’ έφεσης της δεύτερης εναγομένης – παρεμπιπτόντως ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας – εφεσίβλητης, ……….. η εκκαλούσα επαναφέρει τον πρωτοδίκως απορριφθέντα ισχυρισμό της, περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εναγόντων της κύριας αγωγής, αιτιώμενη ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε τους ισχυρισμούς της περί του ότι η επίδικη αγωγή ασκήθηκε καταχρηστικά εκ μέρους των εναγόντων μικρό χρονικό διάστημα πριν την παρέλευση της πενταετίας από το χρόνο του επίδικου συμβάντος του θανάτου του παθόντος και τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής , επειδή ακριβώς οι ενάγοντες γνώριζαν ότι αποκλειστικά υπαίτιοι του θανάτου του παθόντος είναι ο ίδιος και η σύζυγος και η αδελφή του . Οι ανωτέρω ισχυρισμοί της εναγόμενης-εκκαλούσας συνιστούν άρνηση της αγωγής, εφόσον αυτή δεν προβαίνει σε ρητή ή σιωπηρή κατάφαση της ιστορικής της βάσης, αλλά την αρνείται, προβάλλοντας τις ανωτέρω αιτιολογίες και συνεπώς αποκλείει την ύπαρξη του ασκούμενου με την αγωγή δικαιώματος των εναγόντων. Δεν θεμελιώνουν επομένως, σύμφωνα και με τα προαναφερθέντα στη νομική σκέψη, ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εναγόντων. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε σιγή τους ισχυρισμούς αυτούς περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εναγόντων, που προέβαλε η εναγόμενη-εκκαλούσα , έστω και χωρίς  αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται παραδεκτά από την αιτιολογία της παρούσας απόφασης (534 ΚΠολΔ), ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε, παρά τα αβασίμως υποστηριζόμενα από την ως άνω εκκαλούσα με τον ανωτέρω λόγο της έφεσής της, που κρίνεται, ως εκ τούτου, απορριπτέος.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, …….., ……., ουρολόγου και …….., χειρούργου ουρολόγου, που εξετάστηκαν με επιμέλεια των διαδίκων, και της ανωμοτί εξέτασης της δεύτερης εναγομένης, ……….., ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη τηρούμενα με την μέθοδο της απομαγνητοφώνησης πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, τις εκτιμώμενες ελεύθερα : α) κατ’ άρθρο 387 του ΚΠολΔ, ιατρική πραγματογνωμοσύνη του ορισθέντος πραγματογνώμονα, χειρούργου-ουρολόγου, . ……, και β) κατ’ άρθρο 390 του ΚΠολΔ, από 15-12-2014 ιατροδικαστική γνωμοδότηση του ειδικού ιατροδικαστή, . ……., από 3-2-2016 και 30-4-2018 τεχνικές εκθέσεις του Διδάκτωρος και διευθυντή της ουρολογικής κλινικής του Γ. Ν. Άγιοι Ανάργυροι , ………., και την από 8-3-2018 ιατρική πραγματογνωμοσύνη του χειρουργού-ουρολόγου, ………., που συντάχθηκαν ύστερα από αίτηση των εναγόντων, η πρώτη, της δεύτερης εναγομένης εκείνες του ………… και της πρώτης εναγομένης, η τελευταία, γ) κατ’ άρθρο 387 του ΚΠολΔ, συμπληρωματική ιατρική πραγματογνωμοσύνη του ορισθέντος πραγματογνώμονα, ιατρού – χειρούργου ……….. καθώς και τα διδάγματα  της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του πρώτου λόγου της από 21-10-2019 (υπ΄ αριθμ. εκθ. καταθ. ………/23-10-2019) υπό στοιχ. Ε έφεσης της παρεμπιπτόντως εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, με την επωνυμία «………», αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η πρώτη εναγομένη – εκκαλούσα – εφεσίβλητη είναι ανώνυμη εταιρία με αντικείμενο δραστηριότητας την παροχή υπηρεσιών υγείας στον χώρο της δευτεροβάθμιας περίθαλψης, εκμεταλλευόμενη ιδιωτική Γενική Κλινική. Διαθέτει όλα τα τμήματα χειρουργικής, που είναι στελεχωμένα με το αντίστοιχο εξειδικευμένο ιατρικό δυναμικό, προσφέροντας και υπηρεσίες κλινικοεργαστηριακών και απεικονιστικών εξετάσεων. Η δεύτερη εναγόμενη – παρεμπιπτόντως ενάγουσα – εκκαλούσα – εφεσίβλητη  είναι γενική ιατρός, ανειδίκευτη κατά τον χρόνο του επίδικου συμβάντος (12-8-2010). Έλαβε το πτυχίο της Ιατρικής και την άδεια άσκησης επαγγέλματος το έτος 2004, στη συνέχεια εργάστηκε ως αγροτικός ιατρός στο ΚΎ …… Αρκαδίας (2005-2006) και ως εφημερεύουσα σε διάφορες ιδιωτικές κλινικές (2006-2007). Από το έτος 2008 μέχρι και το έτος 2011 προσέφερε τις υπηρεσίες της ως ανειδίκευτη ιατρός στο Τμήμα Αξονικού Μαγνητικού Τομογράφου της «……», ενώ συγχρόνως παρείχε της υπηρεσίες της στην πρώτη εναγόμενη, αναλαμβάνοντας τη γενική εφημερία. Ειδικότερα, τα καθήκοντά της συνίσταντο στην υποδοχή των ασθενών, την παροχή άμεσης ιατρικής φροντίδας, όπως λήψη ιστορικού και κλινική εξέταση, με παραπομπή, αν αυτό κρινόταν αναγκαίο, στον κατά περίπτωση αρμόδιο ειδικό ιατρό. Απογευματινές ώρες της 9-8-2010, ημέρα Δευτέρα, ο ……………, 43 ετών, σύζυγος εν ζωή της πρώτης ενάγουσας και πατέρας του αντιπροσωπευόμενου από αυτήν ανηλίκου τέκνου …., που απέκτησαν από τον γάμο τους, υιός του μεταποβιώσαντος δεύτερου και της τρίτης, αδελφός της τέταρτης και γαμβρός από θυγατέρα της πέμπτης ενάγουσας, μετέβη με τη σύζυγό του στο νοσοκομείο «………..», το οποίο εφημέρευε, για την παροχή ιατρικής βοήθειας, λόγω άλγους χαμηλά στην κοιλιακή χώρα, το οποίο είχε εκδηλωθεί λίγες ημέρες νωρίτερα (4-8-2010) και έβαινε σταδιακά αυξανόμενο. Λόγω της μεγάλης αναμονής που απαιτείτο μέχρι να εξεταστεί με τη σειρά του, αυτοί αναχώρησαν για την οικία τους, με την προοπτική να μεταβούν την επομένη το πρωί δηλαδή στις 10-8-2010 στο νοσοκομείο «…….», που θα εφημέρευε, όπως και έπραξαν, συνοδευόμενοι από την αδελφή του ασθενούς. Μετά τη δήλωσή του περί άλγους υπογαστρίου και συχνουρίας, παραπέμφθηκε σε ουρολόγο του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών, ο οποίος, σύμφωνα με τα τηρούμενα αρχεία του συγκεκριμένου Τμήματος, μετά από κλινική εξέτασή του, διαπίστωσε, κατ’ αρχήν δακτυλοσκοπικά διογκωμένο τον δεξιό λοβό, και επιπλέον μαλακή και ευπίεστη την κοιλιά του με ήπια ευαισθησία στο υπογάστριο. Υποβλήθηκε ακόμη σε γενική εξέταση ούρων, που έδειξε 3-8 πυοσφαίρια και 2-6 ερυθρά κατά οπτικό πεδίο και αρκετή βλέννη, ενώ η θερμοκρασία του σώματός του ήταν φυσιολογική (36,5 C). Του συνεστήθη απεικονιστικός έλεγχος με υπερηχογράφημα νεφρών, ουρητήρων-κύστεως και ακτινογραφία νεφρών-ουρητήρων-κύστης, τον οποίο εκείνος αρνήθηκε να πραγματοποιήσει εντός του νοσοκομείου, παρά τις συστάσεις των γιατρών. Του χορηγήθηκε προληπτική αντιβιοτική αγωγή (Ciproxin), λόγω πιθανής προστατίτιδας και του συνεστήθη επανεκτίμηση (σχετ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. ………./30-9-2015 έγγραφο του ….. με τα συνημμένα σε αυτό έγγραφα). Ο ασθενής αναχώρησε για την οικία του, όπου και παρέμεινε καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, δηλώνοντας ότι θα πραγματοποιήσει τις συνιστώμενες εξετάσεις εκτός νοσοκομείου. Τις επόμενες ώρες και ενώ είχε ήδη ξεκινήσει να λαμβάνει τη φαρμακευτική αγωγή που του υπεδείχθη, δεν είχε όρεξη να γευματίσει, είχε τάση προς έμετο  και ο πόνος στην κοιλιακή χώρα εντάθηκε, γεγονός που θορύβησε και ενεργοποίησε αυτόν και τη σύζυγό του, να ζητήσουν εκ νέου ιατρική βοήθεια, με αποτέλεσμα να μεταβούν περί ώρα 22.30 στην ιδιωτική κλινική της πρώτης εναγόμενης στον Πειραιά, όπου η δεύτερη εναγόμενη,  ……….., ανειδίκευτη ιατρός,  κάλυπτε την εφημερία της κλινικής. Στην ως άνω κλινική εφημέρευε αναισθησιολόγος, παθολόγος, καρδιολόγος, ουρολόγος, γαστρεντερολόγος, χειρουργός, ορθοπεδικός, ωτορινολαρυγγολόγος, μικροβιολόγος, και οι υπεύθυνοι ιατροί του ακτινολογικού τμήματος και του αξονικού  τομογράφου. Στην κλινική μετέφερε τον ασθενή με το αυτοκίνητό του ο εξετασθείς μάρτυρας, ………., φίλος και συγκάτοικός του, χωρίς αυτός να εισέλθει στον χώρο εξέτασής του, στον οποίο χώρο – Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών της Κλινικής- ο ασθενής, παρά τον έντονο πόνο, εισήλθε περιπατητικός και παραπονέθηκε στην ειδικευόμενη εφημερευουσα ιατρό – δεύτερη εναγομένη που ανέλαβε το περιστατικό για έντονο υπερηβικό άλγος, ενημερώνοντάς την ότι το πρωί της ίδιας ημέρας είχε μεταβεί στο «…..» όπου είχε διαγνωστεί προστατίτιδα και ότι ελάμβανε ήδη φαρμακευτική αγωγή, επιδεικνύοντάς της και τη σχετική βεβαίωση που του είχαν χορηγήσει από το συγκεκριμένο νοσοκομείο. Η ίδια, αφού έλαβε το ιστορικό του, προέβη στην κλινική του εξέταση, κατά την οποία δεν διαπίστωσε σημεία οξείας κοιλίας και βρήκε τον ασθενή απύρετο. Μετά την ολοκλήρωσή της, επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον εξετασθέντα ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ουρολόγο, …. …, εκτιμώντας ότι το περιστατικό εμπίπτει στην ειδικότητά του, ο οποίος ευρισκόταν σε υπηρεσία εφημερίας «οη call» της συγκεκριμένης Κλινικής, δηλαδή εκτός κλινικής, δεχόμενος τηλεφωνικές κλήσεις για τα περιστατικά που αφορούσαν την ειδικότητά του, δίνοντας ιατρικές συμβουλές και ευρισκόμενος σε ετοιμότητα προς παροχή ιατρικών υπηρεσιών, αν έκρινε ότι αυτό ήταν αναγκαίο, και τον ενημέρωσε για όλα τα μέχρι τότε ευρήματα αλλά και για την ήδη γενομένη διάγνωση από τους ιατρούς του «…….» και τη χορηγηθείσα φαρμακευτική αγωγή, χωρίς να γίνει σχετική καταγραφή από την ειδικευόμενη ιατρό – δεύτερη εναγόμενη στη σχετική καταχώρισή της στο βιβλίο κίνησης ασθενών για  τάση του ασθενούς προς έμετο.  Ο ως άνω ειδικευμένος ιατρός αν και δεν προσήλθε στην Κλινική προς εξέταση του ασθενούς και εκτίμηση του περιστατικού, συνέστησε τηλεφωνικά τη χορήγηση στον ασθενή παυσίπονης ένεσης <<dynastat>>. Μετά τη χορήγησή του φαρμάκου αυτού, ο ασθενής αναχώρησε για την οικία του, με έγγραφο – συνταγολόγιο της …… και συνταγή για τη λήψη του φαρμάκου «Netromycin 1X1», μέχρις υποχώρησης των έντονων συμπτωμάτων και τοποθέτηση  ζεστών επιθεμάτων στην πάσχουσα περιοχή και για λίγες ώρες, η κατάστασή του ήταν βελτιωμένη, λόγω της δράσης του ισχυρού παυσίπονου . Το επόμενο πρωί, όμως, υπήρξε ραγδαία επιδείνωσή της υγείας του, με έντονο πόνο και συνοδό δύσπνοια και ανουρία. Η σύζυγός του ασθενούς, κάλεσε ασθενοφόρο της πρώτης εναγομένης περί ώρα 13.30 μ.μ περίπου το μεσημέρι, το οποίο τον μετέφερε στην Κλινική της πρώτης εναγομένης. Η εφημερεύουσα ιατρός, ……….., που τον παρέλαβε, διαπίστωσε αμέσως ότι ο ασθενής ήταν αφυδατωμένος και είχε όψη πάσχοντος, έχοντας ωστόσο επαφή με το περιβάλλον. Η ως άνω ιατρός καταχώρησε ως αιτία προσέλευσης μετεωρισμό, κοιλιακό άλγος, εμετικά επεισόδια από τριημέρου, υπόταση και ζάλη, με συνοδό προστατίτιδα και ουρολοίμωξη για τα οποία ο ασθενής λαμβάνει αντιβιοτική αγωγή (Ciproxin), Περαιτέρω η ψηλάφιση της κοιλιάς του ήταν επώδυνη με αναπηδώσα ευαισθησία, και εμφάνιζε μειωμένους εντερικούς ήχους (σχετ. το ιστορικό ασθενούς). Στην αναλυτική κλινική εκτίμηση της προαναφερθείσας ιατρού, μνημονεύονται ακόμη εμετοί από  τριημέρου και η ανουρία του τοποθετήθηκε χρονικά στο τελευταίο εικοσιτετράωρο – σημειωτέον ότι πριν εμφάνιζε συχνουρία. Κατόπιν συνεννόησης με παθολόγο, έδωσε εντολή εισαγωγής του, περί ώρα 15.27 μμ (σχετ. το από 11-8-2010 εισιτήριο ασθενούς) και, κατά σύστασή της, πραγματοποιήθηκε σειρά αιματολογικών εξετάσεων, εξέταση ούρων, ακτινογραφία θώρακος και αξονική τομογραφία (C/Τ) άνω και κάτω κοιλίας , η οποία έλαβε χώρα περί ώρα 16.47. Επίσης, πραγματοποιήθηκε ακρόαση των πνευμόνων και καρδιολογικός του έλεγχος (σχετ. αντίγραφο καρδιογραφήματος και κλινική εκτίμηση του παθολόγου της πρώτης εναγόμενης, ………). Εν τω μεταξύ, μετά από σύσταση του ιατρού …., του ετέθη καθετήρας foley. Επίσης, του χορηγήθηκε αντιβιοτική αγωγή με τη λήψη Zantac,  αναλγητικού xiprocaine και Sterrieum, ορού Solu-cortef 500). Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κλινική, ο ασθενής είχε εμετικό επεισόδιο που αντιμετωπίστηκε με χορήγηση υγρών, και εμφάνισε ήπια βελτίωση. Η αξονική τομογραφία άνω και κάτω κοιλίας κατέδειξε συλλογή υγρού περιηπατικά, περισπληνικά στον ηπατονεφρικό χώρο στη δεξιά παρακολική αύλακα, στον δεξιό λαγόνιο βόθρο, όπου φαινόταν να έχει συμπαγείς χαρακτήρες, και στην ελάσσονα πύελο. Στη μεσότητα ου αριστερού νεφρού παρατηρήθηκε ένδειξη εστιακής νεφρίτιδας (σχετ. η από 11- 8-2010 αξονική τομογραφία άνω και κάτω κοιλίας του ακτινολόγου, …….). Ο διενεργών την εξέταση ακτινολόγος, έθεσε προφορικά τη διάγνωση της περιτονίτιδας. Οι δε αιματολογικές εξετάσεις έδειξαν λευκοκυτάρρωση με τα λευκά αιμοσφαίρια να ανέρχονται σε 70.830 αντί της φυσιολογικής τιμής που κυμαίνεται από 4.000 έως 10.000. Λόγω της σοβαρότητας του περιστατικού ενημερώθηκε αμέσως ο διευθυντής της παθολογικής κλινικής και ο εφημερεύων χειρουργός, …… και αποφασίστηκε η διακομιδή του στο κρατικό νοσοκομείο «…..», λόγω του ότι κρίθηκε αναγκαία η άμεση υποβολή του σε χειρουργική επέμβαση και η ακόλουθη εισαγωγή του σε μονάδα εντατικής θεραπείας, η δε ως άνω κλινική δεν διέθετε ΜΕΘ. Περί ώρα 18.00, 18.30 και 19.00 του χορηγήθηκε φυσιολογικός ορός με κάλλιο, με προσθήκη και άλλων ουσιών (R/L Dopamine σχετ. το δελτίο προσλαμβανομένων-αποβαλλομένων) ενώ ήδη από τις 18.30 του χορηγήθηκε επιθετική αντιβίωση, αρχικά Flagyl στις 18.30, στη συνέχεια Begalin στις 19.00 και τέλος, πριν την αναχώρησή του για το παραπάνω νοσοκομείο στις 19.30, Rocephin, προκειμένου να υποστηριχθεί ο οργανισμός του μέχρι το χειρουργείο. Ο ως άνω ασθενής έλαβε εξιτήριο στις 19.30 με διάγνωση εξόδου <<οξεία κοιλία – περιτονίτιδα>> και διακομίστηκε στο εφημερεύον γενικό νοσοκομείο «…..». Όταν προσήχθη στο «…» η κλινική του κατάσταση ήταν ήδη πολύ βαριά, ήταν υποτασικός, με χαμηλό κορεσμό οξυγόνου (70%) και βαριά μεταβολική οξέωση. Επακολούθησε η προετοιμασία του για το χειρουργείο (διενέργεια βιοχημικών εξετάσεων, τοποθέτηση ουροκαθετήρα, ρινογαστρικού καθετήρα, φλεβοκαθετήρων, καθετήρα μηριαίας φλέβας δεξιά, καρδιολογική εκτίμηση, χορήγηση αναγκαίων κρυσταλλοειδών, κολλοειδών, διττανθρακικών και ινότροπων), αφού προηγήθηκε διασωλήνωσή του. Κατά τη διάρκεια της επέμβασης, που ξεκίνησε στις 21.30 μ.μ, σύμφωνα με το πρακτικό του χειρουργείου, κατά την είσοδο στην περιτοναϊκή κοιλότητα ανευρεθεί άφθονη ποσότητα ασκιτικού ρυπαρού υγρού, εκτεταμένη ισχαιμία του λεπτού εντέρου και του τυφλού, ενώ διαπιστώθηκε σιγμοειδές πεπαχυμένο και έντονα φλεγμονώδες, σταθερά καθηλωμένο στην πύελο.  Με αμβλείς χειρισμούς αποκολλήθηκε από εκεί και διαπιστώθηκε ρήξη στο οπισθοπλάγιο αριστερό τοίχωμά του με παρουσία ρυπαρού υγρού στην πύελο. Διενεργήθηκε σιγμοειδεκτομή  και τελική κολοστομία -κατά Hartman- ανοικτή κοιλία και έκπλυση της περιοταϊκής κοιλότητας. Ο ως άνω ασθενής καθ΄ όλη τη διάρκεια της επέμβασης  ήταν αιμοδυναμικά ασταθής, με βαριά οξέωση, η οποία παρά τη χορήγηση διττανθρακικών και την ανάνηψη, επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο μετά το πέρας της επέμβασης με μεγάλη ταχυκαρδία, η οποία στη συνέπεια μετέπεσε σε κοιλιακή μαρμαρυγή και ασυστολία, που δεν κατέστη δυνατόν να αναταχθεί και τελικά περί ώρα 00.30 της 12-8-2010 ο ασθενής κατέληξε από βαριά σήψη με πολυοργανική ανεπάρκεια, προερχόμενη από ρήξη του σιγμοειδούς και παραμελημένη περιτονίτιδα (σχετ. το από 12-8-2010 ενημερωτικό σημείωμα εξόδου και το από 11-8-2010 πρακτικό εγχειρήσεως). Το ενημερωτικό σημείωμα εξόδου από το νοσοκομείο <<…..>> αναφέρει ότι ο ασθενής διακομίστηκε σε βαρύτατη κλινική κατάσταση με κοιλιακό άλγος και εμέτους από τριημέρου, προσήλθε υποτασικός, με σχετικά καλό επίπεδο συνείδησης (σε σύγχυση), πολύ χαμηλό κορεσμό οξυγόνου και βαρά μεταβολική οξέωση, με κοιλία μετεωρισμένη και επώδυνη και εισήχθη άμεσα στο χειρουργείο αφού διασωληνώθηκε και του χορηγήθηκαν τα κατάλληλα φάρμακα. Εκ των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι η εκκολπωμάτωση του σιγμοειδούς τμήματος του παχέως εντέρου , υπήρξε η πρωτογενής αιτία θανάτου του   ….. , παρά την πιθανή ταύτιση των συμπτωμάτων περιτονίτιδας και προστατίτιδας και ειδικότερα ότι ο θανών προσεβλήθη από εκκολπωματίτιδα στο σιγμοειδές τμήμα του παχέως εντέρου, που είχε ως αποτέλεσμα τη ρήξη του και τη σταδιακή έκκριση εντός του περιτόναιου, περιεχομένου από το παχύ έντερο, η οποία αρχικά ήταν συγκεκαλυμμένη, λόγω του σημείου απόφραξης που βρέθηκε στο οπισθοπλάγιο αριστερό τοίχωμά του, το οποίο όμως ήταν στερεά καθηλωμένο στην πύελο, με αποτέλεσμα την σταδιακή ποσοτικά διαφυγή περιεχομένου εντός του περιτόναιου, και την αντίστοιχη επιμήκυνση του επίπονου χρονικού διαστήματος μέχρι να εκδηλωθεί η περιτονίτιδα με τη συγκεκριμένη οξεία συμπτωματολογία, όπως διαπιστώθηκε το μεσημέρι της 11.8.2010. Εφόσον κατά το βράδυ της 11.8.2010 στο χειρουργείο διαπιστώθηκε παραμελημένη περιτονίτιδα προκληθείσα από συγκεκαλυμμένη ρήξη του σιγμοειδούς σημαίνει ότι υπήρξε σταδιακή μικρή ροή και διαφυγή εντερικού περιεχομένου στο περιτόναιο, που κατέληξε σταδιακά σε παραμελημένη περιτονίτιδα το βράδυ της 11.8.2010. Η φλεγμονή του σιγμοειδούς του παχέως εντέρου, αρχικά, από τις 4.8.2010 και εφεξής, έδωσε ως σύμπτωμα το κοιλιακό άλγος, λόγω δε της γειτνίασης του παχέως εντέρου με τον προστάτη, ο ασθενής παρουσίασε και συμπτώματα που συνέχονται με παθολογία στον προστάτη αδένα, όπως δυσουρία, όταν επισκέφθηκε δε το …… Νοσοκομείο, στις 10.8.2010, βάσει της εξέτασης που διενεργήθηκε, και των συμπτωμάτων που αναδείχθησαν, (απύρετος, κοιλία μαλακή, ευπίεστη, ήπια ευαισθησία στο υπογάστριο και προστάτης ανώδυνος με διογκωμένο δεξιό λοβό) διαγνώστηκε η πιθανή προστατίτιδα.  Το ίδιο βράδυ, όταν ο ασθενής επισκέφτηκε την δεύτερη εναγόμενη στα ιατρεία της πρώτης εναγόμενης, με αιτίαση το έντονο κοιλιακό άλγος, η φλεγμονή στο σιγμοειδές έντερο είχε προκαλέσει ήδη τη ρήξη, με αποτέλεσμα τη σταδιακή διαφυγή ρυπαρού περιεχομένου από το παχύ έντερο στο εσωτερικό της κοιλιάς, η συγκεκαλυμένη διάτρηση σταδιακά έγινε τοπική περιτονίτιδα  και για το λόγο αυτό ο ασθενής είχε την ίδια ημέρα τάση προς εμετό και ο πόνος του έβαινε αυξανόμενος και παρότι εκείνο το χρονικό σημείο δεν είχε αμιγώς κλινική εικόνα πάσχοντος από περιτονίτιδα, ωστόσο, το αναφερθέν έντονο κοιλιακό άλγος, έπρεπε να διερευνηθεί από την δεύτερη εναγόμενη σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης με κάθε ενδεικνυόμενο τρόπο. Ειδικότερα , η έχουσα τη γενική εφημερία της κλινικής ανειδίκευτη ιατρός …….. , πλην της κλινικής εξέτασης στην οποία  προέβη, η οποία ήταν ιατρικώς ενδεδειγμένη, ως επόμενη ιατρική πράξη, πριν προβεί σε οιαδήποτε διάγνωση έπρεπε, όφειλε και δύνατο : α) να προτείνει στον ασθενή και να τον καθοδηγήσει απαραιτήτως να προβεί σε αιματολογικές – βιοχημικές και απεικονιστικές εξετάσεις, ήτοι γενικές αιματολογικές εξετάσεις (γενική αίματος, crp, ουρία, κρεατινίνη) και ακτινογραφία κοιλίας και έτι περαιτέρω, β) να καλέσει προς συνδρομή της έναν γενικό χειρουργό, δεδομένης της αιτίασης του ασθενούς περί έντονου κοιλιακού άλγους, που τυγχάνει σύμπτωμα ευρέος φάσματος αιτιών. Η διάγνωση «προστατίτιδα» στην οποία η ίδια προέβη, ήταν λανθασμένη, όχι μόνο διότι εκ του αποτελέσματος αποδείχθηκε τέτοια, αλλά διότι τη στιγμή που έγινε, εξήχθη ως συμπέρασμα μόνο της κλινικής εξέτασης και επί τη βάσει της προηγηθείσας διάγνωσης από τους ιατρούς στο ……. που της γνωστοποίησε ο πάσχοντας, την οποία η ίδια υιοθέτησε, χωρίς να προβεί σε όλες τις ενδεικνυόμενες ιατρικές πράξεις και συμβουλές (όπως οι ως άνω αιματολογικές-βιοχημικές εξετάσεις και ακτινογραφία κοιλίας), στις οποίες όφειλε να προβεί κατά την εξέταση το πρώτον του ασθενούς με επίμονο έντονο κοιλιακό άλγος, λαμβανομένου υπόψη ότι είχε παρέλθει χρονικό διάστημα έξι ετών από το 2004, οπότε είχε λάβει το πτυχίο της Ιατρικής και την άδεια άσκησης επαγγέλματος και τεσσάρων ετών αφότου είχε εκτελέσει το αγροτικό της και παρείχε υπηρεσίες ως εφημερεύων ιατρός κατά τη έτη  2006 και 2007 και από το έτος 2008 παρείχε υπηρεσίες ως ανειδίκευτος ιατρός στο τμήμα Αξονικού- Μαγνητικού Τομογράφου στην ….. Πειραιώς και κάλυπτε τη γενική  εφημερία της ως άνω κλινικής ως ανειδίκευτη ιατρός, με καθήκοντά την υποδοχή των ασθενών, την παροχή άμεσης ιατρικής φροντίδας, όπως λήψη ιστορικού και κλινική εξέταση, με παραπομπή, αν αυτό κρινόταν αναγκαίο, στον κατά περίπτωση αρμόδιο ειδικό ιατρό.   Συνεπώς η δεύτερη εναγομένη, ως ανειδίκευτη ιατρός, μπορούσε να διενεργεί ιατρικές πράξεις, για τις οποίες δεν απαιτούνται εξειδικευμένες  ιατρικές γνώσεις και να παρέχει ιατρική αρωγή και συγκεκριμένα να δώσει εντολή διενέργειας των προαναφερομένων αιματολογικών – βιοχημικών και απεικονιστικών εξετάσεων που κατά τον χρόνο της κλινικής εξέτασης του ασθενούς ήταν ο μόνος ασφαλής τρόπος για να αναδειχθεί η εκκολπωματίτιδα, τις οποίες δεν αποδείχθηκε ότι πρότεινε στον ασθενή, όπως προκύπτει και από το γεγονός ότι η δεύτερη εναγομένη δεν προέβη σε σχετική μνεία της επικαλούμενης σύστασής της για  υποβολή του ασθενούς σε εξετάσεις, της τυχόν άρνησής του και της υπόδειξης επανόδου την επομένη το πρωί, κατά τα άνω, στο βιβλίο κίνησης ασθενών.  Εξάλλου, η παραδοχή αυτή ενισχύεται  από το γεγονός ότι στην περίπτωση άλλου ασθενούς που εξετάστηκε λίγες ημέρες νωρίτερα (6-8-2010) η ίδια ιατρός είχε αναγράψει στο παραπάνω βιβλίο ότι πιθανόν αυτός να επανερχόταν την επομένη για νέα κλινική εξέταση. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται και από την έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ορισθέντος πραγματογνώμονα, χειρούργου-ουρολόγου, …. …. ο οποίος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αλληλουχία των γεγονότων που οδήγησε στο θάνατο είναι η εσφαλμένη διάγνωση προστατίτιδας από την ιατρό …  , η μη προσέλευση του ειδικού ……….. για προσωπική εξέταση και εκτίμηση του ασθενούς και η μη κλήση ειδικού ιατρού παθολόγου και χειρουργού από την ιατρό …. την ίδια ημέρα, όπως διαφαίνεται από τα αρχεία της κλινικής και η μη διενέργεια απεικονιστικού ελέγχου στη ….. την 10.8.2010 . Ο ως πραγματογνώμονας επισημαίνει ότι η ιατρός …. έπρεπε να υποπτευθεί κάτι διαφορετικό από την προστατίτιδα εξ΄ αιτίας των συμπτωμάτων δηλαδή τον αυξημένο πόνο παρά την φαρμακευτική αγωγή που είχε λάβει ο ασθενής το ίδιο πρωί και την τάση προς έμετο, συμπτώματα που παραπέμπουν σε άλλη πάθηση σοβαρότερη από την προστατίτιδα, η οποία έπρεπε να διερευνηθεί με εξετάσεις. Τα ανωτέρω αποδειχθέντα περί αμελούς συμπεριφοράς της δεύτερης εναγομένης που συνίσταται στις προαναφερόμενες παραλείψεις δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι η  δεύτερη εναγομένη έθεσε τα στοιχεία της κλινικής εξέτασης στην οποία υπέβαλε τον ως άνω ασθενή καθώς και τη γνωμάτευση των ιατρών του «……» υπόψη του ειδικευμένου  χειρουργού – ουρολόγου ……. -ο οποίος δεν είναι εναγόμενος-  και ακολούθησε τις οδηγίες του και ως προς την χορήγηση στον ασθενή του προαναφερόμενου ισχυρού παυσίπονου, το οποίο κάλυψε προσωρινώς το άλγος, με αποτέλεσμα να αποχωρήσει ο ……. για την οικία του, γεγονός που είχε ως συνέπεια την πρόσκαιρη βελτίωση και εν τέλει την περαιτέρω επιδείνωση της υγείας του. Τούτο διότι αποδείχθηκε ότι η ίδια έχει ιδία αυτοτελή ευθύνη ως ανειδίκευτη ιατρός, καθόσον διέθετε κλινική εμπειρία αφού  αναλάμβανε με την  ιδιότητα της αυτή τη γενική εφημερία άλλων ιδιωτικών κλινικών από το έτος 2006 και της κλινικής της πρώτης εναγομένης από το έτος 2008 και συνεπώς όφειλε και μπορούσε να διενεργεί  ιατρικές πράξεις, για τις οποίες δεν απαιτούνται ιδιαίτερες ιατρικές γνώσεις και συγκεκριμένα όφειλε και μπορούσε να δώσει εντολή διενέργειας των προαναφερομένων αιματολογικών-βιοχημικών εξετάσεων και απεικονιστικών εξετάσεων ήτοι γενικής αίματος, crp, κάλιο, νάτριο, κρεατινίνη, ακτινογραφία κοιλίας για τις οποίες δεν απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις και υπόδειξη τους από ειδικευμένο ιατρό και αφού εκτιμήσει τα αποτελέσματα τους, να απευθυνθεί προς τον ιατρό της κατάλληλης ειδικότητας προς συνδρομή της. Δεν αποδείχθηκε βάσιμος ο ισχυρισμός της δεύτερης εναγομένης – εκκαλούσας – εφεσίβλητης περί του ότι οι ενέργειες αυτές δεν περιλαμβάνονταν στα καθήκοντα που είχε αναλάβει ως καλύπτουσα τις εφημερίες της πρώτης εναγομένης, ως ανειδίκευτη ιατρός ήτοι υποδοχή των ασθενών, παροχή άμεσης ιατρικής φροντίδας, όπως λήψη ιστορικού και κλινική εξέταση, με παραπομπή, αν αυτό κρινόταν αναγκαίο, στον κατά περίπτωση αρμόδιο ειδικό ιατρό, καθόσον στα πλαίσια της παροχής άμεσης ιατρικής φροντίδας ήταν και η διενέργεια  εξετάσεων που δεν απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις ιατρικής αλλά και από τον κώδικα ιατρικής δεοντολογίας που ορίζει ότι ο άνευ ειδικότητας ιατρός ενεργεί σύμφωνα με την προπτυχιακή της εκπαίδευση που είναι δεδομένη για όλους τους κατόχους πτυχίου ιατρικής και από την πείρα και τις δεξιότητες της που είχε αποκτήσει από την υπηρεσία υπαίθρου ως αγροτική ιατρός και την ανωτέρω ενασχόληση ως εφημερεύουσα σε άλλες κλινικές και στη …. Πειραιάς. (άρθρο 3 παρ.2 και άρθρο 10 του ν.3418/2005). Τα ανωτέρω αποδειχθέντα ενισχύονται και από την έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ορισθέντος πραγματογνώμονα, ιατρού – χειρούργου …………. που διατάχθηκε από το παρόν Δικαστήριο. Ειδικότερα ο ως άνω πραγματογνώμονας απαντώντας στα τεθέντα ερωτήματα επισήμανε ότι κατά την 10.08.2010, όταν μετέβη στην κλινική της δεύτερης εναγομένης  το μόνο σίγουρο σύμπτωμα που υπήρχε ήταν το άλγος κοιλίας (χαμηλά) στο υπογάστριο το οποίο δεν μπορεί να συνδέεται αποκλειστικά με την προστατίτιδα και το οποίο έχρηζε περαιτέρω διερευνήσεως με αιματολογικές εξετάσεις (γενική αίματος, Βιοχημικές εξετάσεις δηλαδή CRP, σάκχαρο, ουρία, κρεατινίνη,) καθώς και απεικονιστικές εξετάσεις (ακτινογραφία κοιλίας, U/S άνω —κάτω κοιλίας, Αξονική Τομογραφία) οι οποίες παραλείφθηκαν δεδομένου του ιστορικού του ……….. Ο ως άνω πραγματογνώμονας αναφέρει ότι από το ιστορικό του προέκυπταν άλγος κοιλίας στο υπογάστριο από 04-08-2010 επιδεινούμενο και στο οποίο από ωρών είχε προστεθεί ανορεξία και ναυτία, που δεν καταγράφονται στο μητρώο – τετράδιο της κλινικής στο οποίο όμως δεν εμπεριέχονται το γενικότερο ιστορικό και οι αιτιάσεις περί  έναρξης κοιλιακού άλγους , επισκέψεις στη Νίκαια, ούτε αναλυτική κλινική εξέταση. Τα συμπτώματα αυτά εμπεριέχονται στην συμπτωματολογία της περιτονίτιδας όπως διδάσκονται στην προπτυχιακή εκπαίδευση των ιατρών και ως εκ τούτου και ο άνευ ειδικότητος ιατρός (πτυχιούχος ιατρικής με άδεια ασκήσεως επαγγέλματος) οφείλει να τα λάβει υπόψη του, άλλως να τα εκτιμήσει ορθώς και να προβεί στις απαραίτητες αιματολογικές και απεικονιστικές εξετάσεις που έχουν αναφερθεί παραπάνω. Η διάγνωση προστατίτιδα, καίτοι είχε χαρακτηριστεί ως πιθανή προστατίτιδα από το …… Νοσοκομείο από τον ειδικευόμενο της ουρολογίας, θεωρήθηκε δεδομένη, με αποτέλεσμα να μην εκτιμηθεί δεόντως το άλγος -ανορεξία- ναυτία ή και έμετος και να μην οδηγήσουν τον ………. σε αιματολογικό και απεικονιστικό έλεγχο ως όφειλαν και να μην εξεταστεί άμεσα από εξειδικευμένο ιατρό(ιατρό με ειδικότητα) του χειρουργικού και παθολογικού τομέα που άλλωστε ήταν και νομική υποχρέωση της κλινικής για συνεχή παρουσία τους στο τμήμα επειγόντων και εξωτερικών ιατρείων , να του χορηγήσουν παυσίπονο το οποίο κάλυψε προσωρινώς το άλγος (βελτιώθηκε) με αποτέλεσμα να αποχωρήσει ο …….. για την οικία του, γεγονός που είχε ως συνέπεια την πρόσκαιρη βελτίωση και περαιτέρω επιδείνωση. Ειδικότερα, στο τεθέν ερώτημα περί του εάν ένας μη εξειδικευμένος Ιατρός θα μπορούσε και όφειλε, αξιολογώντας τα μέχρι τότε ευρήματα, συμπτώματα και αποτελέσματα της κλινικής εξετάσεως του μετέπειτα θανόντος (……..) ήδη από τις 10-08-2010 και κατά την ανωτέρω χρόνο εξέτασή του από την εναγόμενη (…. ….) ακόμα και χωρίς διενέργεια των παραπάνω εξετάσεων να εκτιμήσει ότι επρόκειτο για πάθηση σοβαρότερη της προστατίτιδος και πως θα έπρεπε να ενεργήσει, ο ως άνω πραγματογνώμονας  απάντησε ότι με δεδομένο την επιδείνωση του άλγους που ήταν υπερηβικό,  την επιδείνωση του σε σχέση με το πρωί την προσθήκη ανορεξίας, ναυτίας και την έλλειψη  εμπειρίας (άνευ ειδικότητας) και με βάση την κτηθείσα γνώση από την προπτυχιακή της εκπαίδευση, όφειλε να υποβάλλει, να επιδείξει την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή ως όφειλε (ιατρός άνευ ειδικότητος χωρίς πείρα) και ηδύνατο (είχε την δυνατότητα διενέργειας των ανωτέρω προεκτεθεισών εξετάσεων, αιματολογικών, απεικονιστικών), και να αποτιμήσει πραγματικά την κατάσταση (και όχι να θεωρήσει δεδομένη την προστατίτιδα καθώς δεν ήταν έκδηλη και σίγουρη) δηλαδή δεν επέδειξε αυτογνωσία των δυνατοτήτων της όπως προβλέπεται από τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Αρθρο 10 παρ. 3 του Ν 4538/2005 ) και δεν κάλεσε για κλινική εξέταση, εκτίμηση μετά τα αποτελέσματα της εξέτασης ειδικό χειρουργό ή ουρολόγο ή άλλον ειδικό ανάλογα  των ευρημάτων. Περαιτέρω, ανέφερε ότι σε κάθε περίπτωση είτε η διάγνωση ήταν πιθανή προστατίτις είτε άλλη δεν είναι δυνατόν να υφέθη ο πόνος αφού το πολύ από τη λήψη τής πρώτης  (ακόμα και αν το έλαβε 7π.μ, της 10-08-2010) μέχρι την εξέταση του από την ιατρό ……….. είχαν περάσει μόλις 12 ώρες.  Συμπερασματικά, εκ των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι η μη διάγνωση της περιτονίτιδας οφείλεται στην προκειμένη περίπτωση, στη μη συμμόρφωση της ιατρού προς τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και είχε ως συνέπεια τον μη εντοπισμό, την μη αντίληψη και μη κοινοποίηση του κινδύνου, που απείλησε και εν τελεί έβλαψε το έννομο αγαθό της ζωής του, δοθέντος ότι κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, η ορθή διάγνωση προϋποθέτει τη λήψη του ιστορικού του ασθενούς, την εξέταση του ασθενούς, την παραπομπή για εργαστηριακές εξετάσεις, ακτινογραφίες και τη συμβουλή άλλων ιατρών. Περαιτέρω, η σύσταση και η παραπομπή του ασθενούς να προβεί σε γενική εξέταση αίματος και απεικονιστική εξέταση – διαγνωστικό έλεγχο της περιοχής που πάσχει αποτελεί βασική ιατρική πράξη για την οποία δε χρειάζεται η κατοχή διπλώματος ειδίκευσης, αλλά αποτελεί μέρος των βασικών γνώσεων ακόμη και ενός ανειδίκευτου ιατρού. Επιπλέον, στην προκειμένη περίπτωση, η λανθασμένη διάγνωση της ιατρού (προστατίτιδα), οδήγησε και στην επιλογή μη ενδεδειγμένης θεραπείας, ήτοι στην τηλεφωνική κλήση προς συμβουλή ενός ειδικού ουρολόγου, στη διάγνωση σύμφωνα με τα αναφερόμενα και στην χορήγηση ενός δυσανάλογα ισχυρού για την περίπτωση παυσίπονου (dynestat που είναι φάρμακο περιέχον τη δραστική ουσία παρεκοξίμπη που χορηγείται σε ενήλικες για τη  βραχυχρόνια θεραπεία του μετεγχειρητικού πόνου), το οποίο ανακούφισε πρόσκαιρα τον πόνο, αλλά κάλυψε την συμπτωματολογία του ασθενούς, η οποία θα τον οδηγούσε χρονικά πολύ νωρίτερα στην αναζήτηση της εύστοχης ιατρικής περίθαλψης. Το βράδυ της 10.8.2010, αν ο ασθενής είχε εισαχθεί στην ιδιωτική κλινική <<……..>>, κατόπιν υπόδειξης της ιατρού ……. προς διενέργεια απεικονιστικού ελέγχου και αιματολογικών-βιοχημικών εξετάσεων, δυνατότητα που υπήρχε, εφόσον όπως προαναφέρθηκε στην κλινική της πρώτης εναγόμενης εφημέρευε ειδικός μικροβιολόγος, και ιατρός του ακτινολογικού τμήματος και του αξονικού τομογράφου, το αργότερο το πρωί της 11.8.2010, προκύπτει, από όσα ανωτέρω αποδείχθηκαν ως γενόμενα το μεσημέρι της 11.8.2010, ότι σαφώς θα υπήρχε ως ελάχιστο εύρημα η λευκοκυττάρωση, που, ακόμη και αν σε εκείνο το χρονικό σημείο θα ήταν ηπιότερη, δοθέντος ότι το απόγευμα της ίδιας ημέρας ήταν οξεία, (70.000 λευκά κύτταρα με φυσιολογική ανώτερη τιμή τις 10.000) και παρότι είναι ενδεικτική οξείας λοίμωξης γενικά, που μπορεί να προέρχεται μεταξύ άλλων και από προστατίτιδα (βλ. «Ουρολογία, Χαράλαμπος Δεληβελιώτης, Ιατρικές Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης σελ. 211), η εκτίμησή της σε συνδυασμό με τον απεικονιστικό έλεγχο και με την κλινική εικόνα του ασθενούς θα καταδείκνυαν την περιτονίτιδα και η χειρουργική αντιμετώπισή της θα προγραμματίζονταν και θα επιχειρούνταν αρκετές ώρες νωρίτερα. Δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο ο ισχυρισμός της δεύτερης εναγόμενης-εφεσίβλητης – εκκαλούσας ότι προτάθηκε στον ασθενή να εισαχθεί στην κλινική για περαιτέρω έλεγχο και διενέργεια εξετάσεων και του μάρτυρα ανταπόδειξης ……… ότι προτάθηκε στον ασθενή να επανέλθει την επόμενη ημέρα για επανέλεγχο, και ότι εκείνος αρνήθηκε. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί τυγχάνουν απορριπτέοι ως αβάσιμοι, ιδίως δοθέντος ότι η ιατρός ουδόλως καταχώρησε στο βιβλίο της κλινικής τη σχετική σύσταση. Συνεπώς αποδείχθηκε ότι στην αλληλουχία των γεγονότων που οδήγησαν στο θάνατο του συγγενούς των εναγόντων, περιλαμβάνονται και η παράλειψη της δεύτερης εναγόμενης, ανειδίκευτης ιατρού , να υποβάλλει τον ασθενή σε εξετάσεις αίματος και απεικονιστικές εξετάσεις, η κατ’ επέκταση εσφαλμένη διάγνωση της προστατίτιδας και η μη κλήση γενικού χειρουργού προς εξέταση του πάσχοντος, που ενδείκνυται στο βαρύ κοιλιακό άλγος, πράξεις και παραλείψεις που οφείλονται σε αμέλειά της κατά την άσκηση του επαγγέλματος της. Με βάση όλα τα παραπάνω, αποδείχθηκε ότι στην προκειμένη περίπτωση θεμελιώνεται ευθύνη της δεύτερης εναγόμενης – εκκαλούσας ιατρού για την πορεία της εξέλιξης της υγείας του παθόντα, καθόσον αυτή δεν κατέβαλε την προσοχή που όφειλε και μπορούσε να καταβάλει, κατά το μέτρο του μέσου συνετού ιατρού και παρέβη τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η δεύτερη εναγόμενη της κύριας αγωγής εκτελώντας την υπηρεσία της γενικής εφημερίας που της ανατέθηκε στο θεραπευτήριο της πρώτης εναγόμενης με την επωνυμία «……», ενήργησε ως προστηθείσα του ανωτέρω θεραπευτηρίου, συνδεόμενη με αυτό σε καθεστώς εξάρτησης, τουλάχιστον ως προς τον τόπο και χρόνο παροχής των υπηρεσιών της. Η παροχή της υπηρεσίας της ιατρού τελούσε σε εσωτερική αιτιώδη συνάφεια με την εκτέλεση της υπηρεσίας της γενικής εφημερίας που της ανατέθηκε από τη πρώτη εναγόμενη, η οποία είναι ιδιωτική κλινική που παρέχει ιατρικές υπηρεσίες και διαθέτει την απαραίτητη υποδομή (εγκαταστάσεις, φάρμακα, μηχανήματα, εργαλεία κ.λπ.). σύμφωνα με το καταστατικό της και επομένως, δικαίως επιρρίπτονται στην τελευταία όλοι οι τυπικοί κίνδυνοι που συνδέονται οργανικά με την επιχειρηματική της δραστηριότητα, όταν μάλιστα με τη συνδρομή των συνεργατών της ιατρών, εξασφαλίζει πελατεία και αποκομίζει ανάλογα κέρδη, στα οποία και αποβλέπει. Εφόσον από την αμελή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων συμπεριφορά της προστηθείσας ιατρού επήλθε συναιτιωδώς ο θάνατος προσώπου που αναζήτησε την ιατρική φροντίδα στην ιδιωτική κλινική της πρώτης εναγόμενης, η τελευταία ευθύνεται για την αποκατάσταση της ζημίας και της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν οι οικείοι του θανόντα, στο πλαίσιο της γνήσιας αντικειμενικής ευθύνης της, δικαιολογητικό λόγο της οποίας αποτελεί το γεγονός ότι ως προστήσασα ωφελείται από τις υπηρεσίες της προστηθείσας  ιατρού,  η οποία παρέχει ιατρικές υπηρεσίες έναντι ημερομισθίου για λογαριασμό της, και είναι εύλογο να φέρει την ευθύνη για τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δραστηριότητα εκείνης. Συνεπώς, εφόσον αποδείχθηκε ότι υφίσταται εν προκειμένω παράνομη και υπαίτια, με τη μορφή της αμέλειας, της ως άνω προστηθείσας ιατρού, δεύτερης εναγομένης-εκκαλούσας στην υπηρεσία της πρώτης εναγομένης – εκκαλούσας κατά την παροχή των ιατρικών υπηρεσιών της καθώς και ο αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμός μεταξύ των παραλείψεων και του θανάτου του παθόντα και ως εκ τούτου αστική αδικοπρακτική ευθύνη αυτής, υφίσταται αντικειμενική ευθύνη της πρώτης εναγομένης-εκκαλούσας ανώνυμης εταιρείας από τη σχέση πρόστησης για χρηματική ικανοποίηση των συγγενών του παθόντος. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ότι στο ανωτέρω θανατηφόρο αποτέλεσμα συνέβαλαν εν μέρει πράξεις και παραλείψεις του παθόντα, θεμελιώνοντας οποιαδήποτε συνυπαιτιότητά του,  καθόσον δεν αποδείχθηκε αμελής συμπεριφορά του θανόντος, που να προκάλεσε ή να συνετέλεσε στον θάνατο του, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών των εναγομένων, που παραδεκτά προτάθηκαν πρωτοδίκως και επαναφέρονται με την έφεση τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του θανόντος στην πρόκληση του ατυχήματος, άλλως συνυπαιτιότητας του κατά ποσοστό 95%.  Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο θανών, ένιωσε κοιλιακό άλγος από τις 4.8.2010, πλην όμως δεν αποδείχθηκε ότι καθυστέρησε και συνεπώς αμέλησε να αναζητήσει άμεση ιατρική φροντίδα, καθόσον το άλγος που αισθάνονταν δεν ήταν οξύ αλλά ήταν ήπιο και ανεκτό από τον ίδιο και δεν συνοδεύονταν από αλλά κλινικά συμπτώματα. Εξάλλου, ο ασθενής δεν γνώριζε την πάθηση από την οποία έπασχε, ούτε μπορούσε να γνωρίζει, ως μέσος συνετός άνθρωπος και ασθενής την πάθηση της οποίας (ο πόνος) ήταν ένδειξη, ούτε την επικινδυνότητα που υπέκρυπτε. Ο ως άνω ασθενής το πρώτον προσήλθε εξετάστηκε στο ….. Νοσοκομείο το πρωί της 10.8.2010, όταν το άλγος είχε γίνει εντονότερο και δυσβάσταχτο και αφού είχε αποχωρήσει από το προηγούμενο δημόσιο νοσοκομείο στο οποίο είχε απευθυνθεί την 9.8.2010, λόγω της πολύωρης αναμονής στην οποία έπρεπε να υποβληθεί, προκειμένου να εξεταστεί, όπου διαγνώστηκε πιθανή προστατίδα και δεν του υποδείχθηκε κάποιος παράγοντας  επείγοντος  ή και επικινδυνότητας, έτσι ώστε δεν ασκεί επιρροή ως προς την ορθή διάγνωση ή την έγκαιρη αντιμετώπιση της νόσου από την οποία έπασχε το γεγονός ότι αυτός αρνήθηκε να υποβληθεί σε περαιτέρω απεικονιστικές εξετάσεις (υπερηχογράφημα νεφρών, ουρητήρων-κύστεως και ακτινογραφία νεφρών-ουρητήρων-κύστης) προς το σκοπό περαιτέρω διερεύνησης της ήδη διαγνωσθείσας νόσου ήτοι της πιθανής προστατίτιδας η οποία εν τέλει ήταν λανθασμένη και όχι άλλης νόσου στο ως άνω νοσοκομείο, καθόσον οι ανωτέρω απεικονιστικές εξετάσεις δεν ταυτίζονται με τις αιματολογικές – βιοχημικές και απεικονιστικές εξετάσεις που έπρεπε να διενεργηθούν από τη δεύτερη εναγομένη στα πλαίσια διερεύνησης του συμπτώματος του επίμονου και αυξανόμενου σε ένταση άλγους που βίωνε ο ασθενής. Συνεπώς αποδείχθηκε ότι την 10.8.2010, όταν ο ως άνω ασθενής προσήλθε στο …… και στη συνέχεια στην ιδιωτική κλινική της πρώτης εναγομένης μπορούσε να διαγνωστεί και να αντιμετωπιστεί η νόσος της εκκολπωμάτωσης του σιγμοειδούς τμήματος του παχέως εντέρου από την οποία έπασχε που είχε ως τελικό αποτέλεσμα την παραμελημένη περιτονίτιδα που προκλήθηκε από τη διάτρηση του σιγμοειδούς λόγω της φλεγμονής των εκκολπωμάτων στο σιγμοειδές. Επειδή η συγκεκαλυμένη διάτρηση σταδιακά εξελίχθηκε σε  τοπική περιτονίτιδα ο ασθενής είχε την ίδια ημέρα τάση προς εμετό και ο πόνος του έβαινε αυξανόμενος και επειδή δεν υποβλήθηκε στις κατάλληλες αιματολογικές – βιοχημικές και απεικονιστικές εξετάσεις η νόσος δεν εντοπίστηκε αντιθέτως υφέθηκαν τα συμπτώματα με τη χορήγηση του ανωτέρω παυσίπονου και τελικά εξελίχθηκε σε παραμελημένη περιτονίτιδα.  Συνεπώς,  δεν αποδείχθηκε ότι η μη προσέλευση του ασθενούς σε νοσηλευτικό ίδρυμα πριν την 10.8.20120 συνέβαλε αιτιωδώς στη μη έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση της νόσου της εκκολπωμάτωσης του σιγμοειδούς του εντέρου. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι τον βαρύνει  συνυπαιτιότητα,  για την μη  έγκαιρη  και ενδεδειγμένη αντιμετώπιση της βλάβης της υγείας του,  συνιστάμενη στο γεγονός ότι στις 11.8.2010 κι ενώ ήδη η συμπτωματολογία του ήταν οξεία, μετά την παρέλευση της δράσης του παυσίπονου που του είχε χορηγηθεί, αυτός δεν μεταβεί άμεσα σε νοσηλευτικό ίδρυμα, πράγμα που έπραξε στις 13.30 μ.μ, όταν κάλεσε το ασθενοφόρο της πρώτης εναγόμενης. Τούτο διότι δεν αποδείχθηκε ότι ο ως άνω ασθενής παρέμεινε επί πολλές ώρες στην οικία του, αν και αισθάνονταν αφόρητους πόνους, αντιθέτως αποδείχθηκε ότι μετά την παρέλευση της δράσης του χορηγηθέντος παυσίπονου, όταν ένιωσε έντονο κοιλιακό άλγος, δύσπνοια και εφίδρωση κάλεσε δια της συζύγου του το ασθενοφόρο της πρώτης εναγομένης, προκειμένου να μεταβεί στην κλινική της, χωρίς να γνωρίζει την πάθηση από την οποία έπασχε, αφού το προηγούμενο βράδυ είχε επιβεβαιωθεί η διάγνωση της προστατίτιδας και σε καμία περίπτωση δεν είχε επισημανθεί στον ίδιο ή τη σύζυγό του που τον συνόδευε ο κίνδυνος και το επείγον της κατάστασης του, αφού είχε ήδη απευθυνθεί τόσο σε δημόσιο νοσοκομείο αλλά και σε ιδιωτική κλινική, όπου είχε γίνει λανθασμένη διάγνωση και δεν του είχε επισημανθεί η ανάγκη διενέργεια αιματολογικών – βιοχημικών και απεικονιστικών εξετάσεων, ούτε και η ανάγκη άμεσης προσέλευσης στο νοσοκομείο σε περίπτωση που ο υφιστάμενος ήδη πόνος ενταθεί. Ενόψει των ανωτέρω το Πρωτοβάθμιο,  Δικαστήριο, κρίνοντας τον θανόντα συνυπαίτιο του ένδικου περιστατικού ιατρικής αμέλειας με τον υπαίτια δεύτερη εναγόμενη, κατά ποσοστό 30%, κατά μερική αποδοχή της ένστασης συνυπαιτιότητας των εναγομένων, έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και στην εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτού γενομένου του πρώτου λόγου της από 19-9-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ……../23-9-2019) υπό στοιχ. Α΄ έφεσης των (κυρίως) εναγόντων  εκκαλούντων,  ως ουσιαστικά βάσιμου και απορριπτομένων των συναφών λόγων της έφεσης των εναγομένων-εκκαλούντων, ως ουσιαστικά αβασίμων και ειδικότερα της από 24-10-2019 (υπ΄ αριθμ. εκθ. καταθ. ……./24-10-2019) υπό στοιχ. Γ’ έφεσης της εναγόμενης – παρεμπιπτόντως ενάγουσας, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…….» των λόγων περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του θανόντος άλλως περί συνυπαιτιότητας του κατά ποσοστό 60% στο θανατηφόρο αποτέλεσμα καθώς και της από 26-11-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ……./28-11-2019) ασκηθείσας με ιδιαίτερο δικόγραφο πρόσθετης παρέμβασης της παρεμπιπτόντως εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………», υπέρ της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………» και της από 29-10-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ……./30-1-209) υπό στοιχ. Δ΄ έφεσης της εναγομένης – παρεμπιπτόντως ενάγουσας-εκκαλούσας , ………… περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του παθόντος. Περαιτέρω εκ των ανωτέρω αποδεικτικών μέσων αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες, από τον επισυμβάντα θάνατο του ………….., συζύγου της πρώτης ενάγουσας, πατέρα του δεύτερου, υιού του μεταπωβιώσαντα τρίτου και της τέταρτης, αδελφού της πέμπτης και γαμβρού της έκτης, ο οποίος διήγε το 43 έτος της ηλικίας του, όντας ένας υγιής, αγαπητός οικογενειάρχης και εργαζόμενος, που συμβίωνε με τους ανωτέρω, ως αγαπημένο και οικείο πρόσωπό τους εντός οικογενειακών δεσμών, υπέστησαν ψυχική οδύνη και, συνεπώς για την απάμβλυνση τούτων, την ηθική παρηγοριά και την ψυχική ανακούφιση τους, δικαιούνται χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ψυχικής οδύνης. Ενόψει των ως άνω συνθηκών, που προκλήθηκε ο θάνατος του οικείου τους προσώπου, της εκτιθέμενης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εργοδότριας πρώτης εναγομένης δια του οργάνου της, δεύτερης  εναγομένης της φύσεως και του βαθμού υπαιτιότητας του υπαιτίου αυτού προσώπου, της έλλειψης οποιασδήποτε συνυπαιτιότητας εκ μέρους του θανόντος  στην πρόκληση του εν λόγω θανατηφόρου αποτελέσματος,  της νεαρής ηλικίας  του,  της ηλικίας της συζύγου και του τέκνου των εναγόντων και του βαθμού συγγενείας που συνέδεε κάθε ενάγοντα με τον θανόντα, καθώς και της μετέπειτα κατάστασης τους, εξαιτίας της απώλειας του, λαμβανομένου υπόψη ότι ο θανών μέχρι το ένδικο ατύχημα συμβίωνε αρμονικά στην ίδια οικογενειακή στέγη με τη σύζυγο  και το τέκνο τους και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, σε συνδυασμό με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, το δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει να υποβαθμίζει την απαξία της πράξης επιδικάζοντας χαμηλό ποσό, συγχρόνως δε δεν πρέπει με ακραίες εκτιμήσεις να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχα υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου (ΑΠ 9/2015, Πλήρης Ολομέλεια, ΕλΔ/νη 2015, 1661, Σ. Ματθία, Το πεδίο λειτουργίας της αρχής της αναλογικότητας, ΕλΔ/νη 2006, σελ. 1), κρίνει ότι εύλογο ποσό χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης βλάβης που υπέστη έκαστος των εναγόντων – εκκαλούντων από την παραπάνω αδικοπραξία πρέπει να καθορισθεί στο ποσό των εβδομήντα χιλιάδων (70.000,00) ευρώ για την πρώτη ενάγουσα-εκκαλούσα, στο ποσό των ογδόντα χιλιάδων (80.000,00) ευρώ για τον δεύτερο ενάγοντα-εκκαλούντα, στο ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000,00) ευρώ για τον τρίτο ήδη αποβιώσαντα ενάγοντα-εκκαλούντα, στο ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000,00) ευρώ για την τέταρτη των εναγόντων-εκκαλούντων, στο ποσό των δέκα οκτώ χιλιάδων (18.0000,00)  ευρώ για την  πέμπτη των εναγόντων-εκκαλούντων, και στο ποσό των έξι χιλιάδων (6.000,00) ευρώ για την έκτη ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα που κρίνονται εύλογα στην συγκεκριμένη περίπτωση. Το δε δικαιούμενο ποσό από τον τρίτο ενάγοντα – εκκαλούντα, ήδη αποβιώσαντα, κατανέμεται στους συγκληρονόμους του, που συνεχίζουν την παρούσα δίκη, κατά το λόγο της εξ΄ αδιαθέτου κληρονομικής μερίδας εκάστου, ήτοι κατά ποσοστό 2/8 εξ΄ αδιαιρέτου στην τέταρτη των εναγόντων – εκκαλούντων, σύζυγο του, που αντιστοιχεί στο ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (60.000,00 χ 2/8) 15.000,00 ευρώ και κατά ποσοστό 3/8 εξ΄ αδιαιρέτου ισομερώς στη θυγατέρα του πέμπτη  των εναγόντων – εκκαλούντων, που αντιστοιχεί στο ποσό των ποσό των είκοσι δύο χιλιάδων πεντακοσίων (60.000,00 χ 2/8) 22.500,00 ευρώ και στον εγγόνο του, δεύτερο των εναγόντων εκκαλούντων που αντιστοιχεί στο ποσό των είκοσι δύο χιλιάδων πεντακοσίων (60.000,00 χ 2/8) 22.500,00 ευρώ. Τα συγκεκριμένα αυτά ποσά χρηματικής ικανοποίησης αξιολογούνται ως εύλογα, επαρκή και δίκαια, για να αποκαταστήσουν πλήρως την επίδικη ηθική βλάβη εκάστου των εναγόντων (βλ. και ΑΠ 716/08, ΑΠ 433/08, ΑΠ 1779/08, ΑΠ 635/07 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή, ανάλογα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της προκείμενης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (αρθ. 25§1 του Συντάγματος και 2, 9§2 και 10§2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, εξειδικεύεται με την ανωτέρω διάταξη του αρθ. 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης (βλ. και ολΑΠ 6/09, ΑΠ 79/10, ΑΠ 123/10 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, τα ως άνω ποσά δεν υπερβαίνουν τα ακραία όρια της διακριτικής  ευχέρειας του Δικαστηρίου, αφού, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, ούτε υπερβαίνουν (και μάλιστα καταφανώς) τα συνήθη επιδικαζόμενα σε περιπτώσεις διαφορών με όμοια πολιτισμικά στοιχεία. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που επιδίκασε μικρότερο ποσό χρηματικής ικανοποίησης για έκαστο των εναγόντων – εκκαλούντων, μειωμένη κατά το ποσοστό συνυπαιτιότητας του παθόντα κατά ποσοστό 30%  και δη και υποχρέωσε τις εναγόμενες να καταβάλλουν εις ολόκληρον, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης  το ποσό των 60.000,00 ευρώ στην  πρώτη αυτών, το ποσό των 70.000,00 ευρώ στον δεύτερο εξ΄ αυτών, το ποσό 50.000,00 ευρώ στον τρίτο και τέταρτη εξ΄ αυτών, το ποσό των 15.000,00 ευρώ στην πέμπτη των εναγόντων και το ποσό των 5.000 ευρώ στην έκτη των εναγόντων,  με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, την αρχή της αναλογικότητας και τα κριτήρια της διάταξης του άρθρου 932 Α.Κ και εκτίμησε λανθασμένα τις αποδείξεις ως προς το κονδύλιο αυτό και θα πρέπει να  γίνει  δεκτός ως  βάσιμος ο δεύτερος λόγος της από 19-9-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ…../23-9-2019) υπό στοιχ. Α’  έφεσης των (κυρίως) εναγόντων. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εκλιπών κατά το χρόνο του θανάτου του, το έτος 2010 εργαζόταν ως μόνιμος δημοτικός υπάλληλος του κλάδου ΔΕ 23 προσωπικού ειδικής υπηρεσίας στο Δήμο ….. και δη ως δημοτικός αστυνόμος, αποκερδαίνοντας μηνιαίως το ποσό των 1.600 ευρώ. Κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, στην προκειμένη περίπτωση, ο θανών (ηλικίας 42 ετών κατά το χρόνο του θανάτου), κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, εάν δεν μεσολαβούσε ο ως άνω θάνατός του, θα εξακολουθούσε να απασχολείται στην ως άνω θέση, πλην όμως αποκομίζοντας με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την εργασία του αυτή λόγω της επερχόμενης οικονομικής κρίσης μειωμένο μισθό και ήδη το έτος 2015, ανερχόμενο μετά τις κρατήσεις στο καθαρό ποσό των 1051 ευρώ, όπως προκύπτει από την από 16.9.2015 βεβαίωση του Δήμου Δραπετσώνας. Συνεπώς, ο μηνιαίος μισθός του υπολογίζεται μετά το έτος 2010 ανερχόμενος κατά μέσο όρο στο ποσό των 1.300,00 ευρώ. Η σύζυγος του θανόντα και πρώτη ενάγουσα, κατά το χρόνο θανάτου του συζύγου της, διατηρούσε δική της επιχείρηση κομμωτηρίου, η οποία είχε αρνητική επιχειρηματική έκβαση, με την εμφάνιση ζημίας της τάξης των 877,72 ευρώ για το οικονομικό έτος 2012, κέρδη 2.543,68 ευρώ για το οικονομικό έτος 2013, και αποκερδαίνοντας κατά μέσο όρο μηνιαίως το ποσό των 450 ευρώ, λαμβανομένων υπόψη κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, πέρα από το μισθό της, των  φιλοδωρημάτων και των αμοιβών από προσωπική πελατεία. Στο ανωτέρω ποσό προστίθεται και η μηνιαία σύνταξη χηρείας που λαμβάνει η πρώτη ενάγουσα (βλ. το με αριθμό …../2010 έγγραφο για την απονομή συντάξεως), η οποία, όπως προκύπτει από τα σχετικά προσκομιζόμένα και επικαλούμενα ενημερωτικά σημειώματα της Γενικής Διεύθυνσης Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, ανέρχεται, κατά μέσο όρο στο ποσό των 230 ευρώ. Τόσο δε η ενάγουσα, όσο και ο θανών σύζυγός της, δεν προέκυψε να έχουν άλλες πηγές εισοδήματος και για τη συντήρηση του κοινού τους οίκου, που περιλαμβάνει έξοδα κάλυψης των παροχών κοινής ωφέλειας, ήτοι ΔΕΗ, ΟΤΕ. ΕΥΔΑΠ, θέρμανση, έξοδα διατροφής, ένδυση, υπόδηση και ψυχαγωγία, συνεισέφεραν έκαστος ανάλογα με τις δυνάμεις του και η σύζυγος επιπλέον με την προσωπική της εργασία στην οικία. Δοθέντος του μεγαλύτερου μισθού του εκλιπόντα, ο τελευταίος συνεισέφερε εκ των πραγμάτων στη μηνιαία διατροφή της ενάγουσας συζύγου του, συνεισφορά, που λόγω του θανάτου του η ενάγουσα στερείται και δικαιούται να αξιώσει από τους υπόχρεους, αυτή δε ανέρχεται, συνυπολογιζομένης της συνυπαιτιότητας του παθόντα, στο ποσό των 130,00 ευρώ μηνιαίως. Συνεπώς, για το διάστημα από το θάνατο του συζύγου της μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, η ενάγουσα δικαιούται να λάβει από τους υπόχρεους το ποσό των 130,00 ευρώ μηνιαίως για 55 μήνες, ήτοι συνολικά το ποσό των 7.150,00 ευρώ, (130,00 χ 55 μήνες) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που επιδίκασε μικρότερο ποσό μηνιαίας διατροφής για την πρώτη ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, μειωμένη κατά το ποσοστό συνυπαιτιότητας του παθόντα κατά ποσοστό 30%, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο , και εκτίμησε λανθασμένα τις αποδείξεις ως προς το κονδύλιο αυτό και θα πρέπει να  γίνει  δεκτός ως  βάσιμος ο τρίτος λόγος, κατά το πρώτο σκέλος του , της από 19-9-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ………/23-9-2019) υπό στοιχ. Α’ έφεσης των (κυρίως) εναγόντων. Περαιτέρω, το αιτούμενο κονδύλιο, για την στέρηση διατροφής που αφορά στο χρονικό διάστημα μετά την άσκηση της αγωγής πρέπει να καταβληθεί : α) σε μηνιαίες δόσεις κατά μήνα και την πρώτη ημέρα αυτού, καθότι δεν αποδείχθηκε η συνδρομή κάποιου σπουδαίου λόγου για τα συμφέροντα της δικαιούχου που να υπαγορεύει την εφάπαξ καταβολή του, καθόσον η πρώτη ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα δεν επικαλείται επείγουσα ανάγκη αξιοποίησης του κεφαλαίου της αποζημίωσης, ούτε οικονομική δυσπραγία, ενόψει των αυξημένων εξόδων για την αντιμετώπιση της κατάστασης της υγείας της  ούτε  δυσμενείς προσωπικούς ή οικογενειακούς λόγους παρά μόνο επιδίωξη καλύτερης επαγγελματικής αποκατάστασης που δεν συνιστά σπουδαίο λόγο που να υπαγορεύει την εφάπαξ καταβολή προς το σκοπό εξυπηρέτησης των συμφερόντων της δικαιούχου, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, απορριπτομένου ως αβάσιμου του τρίτου σκέλους του τρίτου λόγου της από 19-9-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ……./23-9-2019) υπό στοιχ. Α΄ έφεσης των (κυρίως) εναγόντων, και β) για το χρονικό διάστημα μιας πενταετίας από την άσκηση της αγωγής, ήτοι από 1.4.2015, μέχρι την 1.3.2020, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης και μέχρι την εξόφληση, δοθέντος ότι το σχετικό αιτούμενο κονδύλιο για το επέκεινα χρονικό διάστημα που εκτείνεται μέχρι και τα 32 έτη μετά την άσκηση της αγωγής, κρίνεται ως προώρως ασκηθέν,  σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη που παρατίθεται στην αρχή της παρούσης, διότι η πραγμάτωσή της μέλλουσας ζημίας εξαρτάται και από άλλους αστάθμητους παράγοντες, οι οποίοι είναι ενδεχόμενο να επέλθουν στο μέλλον και των οποίων η τυχόν μέλλουσα πραγματοποίηση είναι αδύνατο να προβλεφθεί κατά τους κανόνες της κοινής πείρας. Στην προκειμένη περίπτωση δε η πρώτη ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα κατά το χρόνο θανάτου του συζύγου της ήταν 33 ετών, ο προσδιορισμός της αποζημίωσής ορίζεται ανάλογος της διατροφής που θα αξίωνε από το θανόντα σύζυγό της και εξαρτάται και από άλλους παράγοντες, άγνωστους και αστάθμητους στο παρόν, (οικονομικά δεδομένα που θα επικρατούν στο απώτερο μέλλον, εξέλιξη της προσωπικής και επαγγελματικής ζωής της ενάγουσας) αλλά και από πιθανότητες οι οποίες είναι ενδεχόμενο να επέλθουν ή όχι, ήτοι, μη δυνάμενες να προβλεφθούν με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής στον παρόντα χρόνο, απορριπτομένου του δεύτερου σκέλους του τρίτου  λόγου της από 19-9-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ……./23-9-2019) υπό στοιχ. Α΄ έφεσης των (κυρίως) εναγόντων, ως ουσιαστικά αβάσιμου.  Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι για τα έξοδα κηδείας του συζύγου της η πρώτη ενάγουσα κατέβαλλε το ποσό των 1.800,00 ευρώ (βλ. την με αριθμό …../16,8.2010 απόδειξη παροχής υπηρεσιών από το γραφείο τελετών και μνημοσύνων του ……….) τα οποία επίσης πρέπει να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλλουν εις ολόκληρο στην πρώτη ενάγουσα, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγών και ήδη εκκαλών,  γιός του θανόντα, γεννηθείς την 1.8.2003 και ηλικίας επτά ετών, μαθητής δημοτικού σχολείου κατά το χρόνο θανάτου του πατέρα του, έχει δικαίωμα διατροφής από τους γονείς του, εφόσον παρακολουθεί μαθήματα στο σχολείο και δεν έχει εισοδήματα από περιουσία ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία του. Ειδικότερα, ο δεύτερος ενάγων δικαιούται να αξιώσει από τους γονείς του την κάλυψη της μηνιαίας διατροφής του, της ένδυσης, υπόδησης, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ψυχαγωγίας καθώς και της εκπαίδευσής του. Για τις εκπαιδευτικές ανάγκες του δεύτερου ενάγοντα δαπανήθηκαν από την μητέρα του, από τις 7.9.2011 μέχρι και τις 13.10.2014 (βλ. σχετικές αποδείξεις) το ποσό των 860,00 ευρώ για την παρακολούθηση μαθημάτων αγγλικών στο κέντρο ξένων γλωσσών της ……. και το ποσό 2.800,00 ευρώ) για παρακολούθηση ιδιωτικού σχολείου στα ……….. κατά το σχολικό έτος 2014-2015. Τα ως άνω δεδομένα θέτουν ενδεικτικά και κατά μέσο όρο την δαπάνη για την κάλυψη των εκπαιδευτικών αναγκών του τέκνου, η οποία διαφοροποιείται ανά έτος, ανερχόμενη στο ύψος των 300,00  περίπου ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο, λαμβανομένου υπόψη ότι μετά το θάνατο του πατέρα, ο μισθός εκείνου θα μειωνόταν εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, πλην όμως και οι δαπάνες εκπαίδευσης μεγαλώνουν ανάλογα με την ηλικία του παιδιού, η συμπληρωματική, ανάλογα με τα ενδιαφέροντα του παιδιού, δεν δύναται να θεωρηθεί σπατάλη. Με βάση τις παραπάνω οικονομικές δυνατότητες των γονέων του, οι οποίες καθορίζουν και το επίπεδο κάλυψης των αναγκών του τέκνου που είναι οι συνήθεις για ένα παιδί της ηλικίας του, από τις εν γένει περιστάσεις, όπως προκύπτουν από τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί πριν τη θανάτωση του υποχρέου πατέρα του και την οικονομική δυνατότητα αυτού (άρθρα 928 εδ. β, 1390, 1485, 1488 ΑΚ) η ανάγκη μηνιαίας διατροφής του δεύτερου ενάγοντα κρίνεται ανερχόμενη στα 500 ευρώ το μήνα, εκ των οποίων ο πατέρας του θα συνεισέφερε ανάλογα με τις δυνάμεις του τα 350 ευρώ μηνιαίως και τα οποία ο δεύτερος εναγόμενος στερείται μετά το θάνατο εκείνου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που επιδίκασε μικρότερο ποσό μηνιαίας διατροφής για τον δεύτερο ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα μειωμένη κατά το ποσοστό συνυπαιτιότητας του παθόντα κατά ποσοστό 30% εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, και εκτίμησε λανθασμένα τις αποδείξεις ως προς το κονδύλιο αυτό και θα πρέπει να  γίνει  δεκτός ως  βάσιμος ο τέταρτος  λόγος, κατά το πρώτο σκέλος του, της από 19-9-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ……/23-9-2019) υπό στοιχ. Α΄ έφεσης των (κυρίως) εναγόντων. Συνεπώς  οι εναγόμενες οφείλουν να καταβάλλουν στον δεύτερο ενάγοντα λόγω στέρησης διατροφής, το ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ  – κατόπιν περιορισμού του αιτηθέντος –  μηνιαίως και συνολικά για τους 55 μήνες από τον Σεπτέμβριο του 2010 μέχρι και τον Μάρτιο του 2015, πρέπει να καταβάλλουν εφάπαξ το ποσό των 16.500,00 ευρώ (300,00 χ 55 μήνες), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Περαιτέρω, το αυτό ποσό των 300,00  ευρώ καταβαλλόμενο σε μηνιαίες δόσεις την πρώτη μέρα κάθε μήνα, και με τον νόμιμο τόκο από την επόμενη της μέρας που κάθε δόση κατέστη απαιτητή, πρέπει να υποχρεωθούν εις ολόκληρο να καταβάλλουν οι εναγόμενες για λογαριασμό του δεύτερου ενάγοντα μέχρι και την 1.12.2021, ήτοι μέχρι το τέλος της χρονιάς εντός της οποίας αυτός ενηλικιώνεται, απορριπτομένων των αιτημάτων  : α) περί της καταβολής μηνιαίας αποζημίωσης για το πέραν του ανωτέρω χρονικού διαστήματος και μέχρι τη συμπλήρωση ενδεκαετίας (11) από την άσκηση της αγωγής, μέρος κατά το οποίο το κονδύλια κρίνεται προώρως ασκηθέν ως εξαρτώμενο από αστάθμητους και μη δυνάμενους ουσιαστικά να υπολογιστούν κατά το παρόν παράγοντες, όπως οι ανάγκες και τα έξοδα που θα κληθεί να διαχειριστεί ο δεύτερος ενάγων ως ενήλικας, ανάλογα με την ακαδημαϊκή και επαγγελματική του εξέλιξη μετά τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του και β) περί εφάπαξ καταβολής του ποσού της αποστέρησης της μελλοντικής διατροφής, δοθέντος ότι δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχει σπουδαίος προς τούτο λόγος, καθόσον ο δεύτερος ενάγων και ήδη εκκαλών δεν επικαλείται επείγουσα ανάγκη αξιοποίησης του κεφαλαίου της αποζημίωσης, ούτε οικονομική δυσπραγία ενόψει των αυξημένων εξόδων για την αντιμετώπιση της κατάστασης της υγείας του, ούτε δυσμενείς προσωπικούς ή οικογενειακούς λόγους, παρά μόνο επιδίωξη καλύτερης εκπαίδευσης και  επαγγελματικής αποκατάστασης που δεν συνιστά σπουδαίο λόγο που να υπαγορεύει την εφάπαξ καταβολή προς το σκοπό εξυπηρέτησης των συμφερόντων του δικαιούχου, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας , απορριπτομένου ως αβάσιμου του τρίτου σκέλους του τρίτου λόγου της από 19-9-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ………/23-9-2019) υπό στοιχ. Α΄ έφεσης των (κυρίως) εναγόντων , απορριπτομένων ως αβάσιμων του δεύτερου και τρίτου σκέλους του τέταρτου λόγου της από 19-9-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ……./23-9-2019) υπό στοιχ. Α’ έφεσης των (κυρίως) εναγόντων.   Κατ’ ακολουθίαν, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης των ως άνω συνεκδικαζομένων από 19-9-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ……../23-9-2019) υπό στοιχ. Α’ έφεση των (κυρίως) εναγόντων,  από 24-10-2019 (υπ΄ αριθμ. εκθ. καταθ. ……../24-10-2019) υπό στοιχ. Γ’ έφεσης της εναγόμενης – παρεμπιπτόντως ενάγουσας, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………….» και από 29-10-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ……../30-1-209) υπό στοιχ. Δ’ έφεσης της εναγομένης – παρεμπιπτόντως ενάγουσας, ……….., διαδίκων της κύριας υπόθεσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμές κατ΄ ουσίαν τόσο η από 24-10-2019 (υπ΄ αριθμ. εκθ. καταθ. ……/24-10-2019) υπό στοιχ. Γ’ έφεση της εναγόμενης – παρεμπιπτόντως ενάγουσας – εκκαλούσας, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….» καθώς και η από 26-11-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ………../28-11-2019) ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο πρόσθετη παρέμβαση της παρεμπιπτόντως εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………», υπέρ της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……..» όσο και η από 29-10-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ……../30-1-209) υπό στοιχ. Δ’ έφεση της εναγομένης -παρεμπιπτόντως ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας , …………..  και να γίνει  δεκτή η από 19-9-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ…………/23-9-2019) υπό στοιχ. Α’ έφεσης των (κυρίως) εναγόντων και ήδη εκκαλούντων, ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά τους προαναφερόμενους αντίστοιχα λόγους και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς την κύρια αγωγή,  ως προς όλα τα κεφάλαια της για την ενότητα της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει μερικώς δεκτή, ως και ουσιαστικώς βάσιμη, και να υποχρεωθούν  οι εναγόμενες εις ολόκληρο εκάστη να καταβάλλουν στην πρώτη ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα  το ποσό των εβδομήντα οκτώ χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα (78.950,00) ευρώ (70.000,00 + 7.150,00  + 1.800,00) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και το ποσό των εκατό τριάντα (130,00) ευρώ μηνιαίως την πρώτη μέρα κάθε μήνα για το χρονικό διάστημα μιας πενταετίας από την άσκηση της αγωγής, ήτοι από 1.4.2015, μέχρι την 13.2020, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης και μέχρι την εξόφληση, στον δεύτερο ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα το ποσό των εκατό δέκα εννέα  χιλιάδων (80.000,00 + 16.500,00 + 22.500,00) 119.000,00  ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και επιπλέον το ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ μηνιαίως την πρώτη μέρα κάθε μήνα για το διάστημα από 1.4.2015 μέχρι και την 1.12.2021, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης και μέχρι την εξόφληση, στην τέταρτη των εναγόντων το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων  (60.000,00 + 15.000,00) 75.000,00 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, στην πέμπτη των εναγόντων το ποσό των σαράντα χιλιάδων πεντακοσίων (18.000,00 + 22.500,00)  40.500,00 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και στην έκτη των εναγόντων το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000,00)  ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, απορριπτομένου του αιτήματος περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης εις βάρος της δεύτερης εναγόμενης  και ήδη εκκαλούσας ιατρού, διότι δεν κρίνεται  ως μέτρο που τελεί σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό για την εκτέλεση της απόφασης, ούτε είναι πρόσφορο και απόλυτα αναγκαίο, ενόψει του ότι δεν αποδείχθηκε τυχόν απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων , αφερεγγυότητά ή και κακή της πίστη, ως προς την ικανοποίηση της απαίτησης των εναγόντων και δεν  εξυπηρετεί την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας  (ΟλΑΠ 43/2005, 6/2009 δη μ. Νόμος, Α.Π 842/2011 Τ.Ν.Π Νόμος). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων της από 24-10-2019 (υπ΄ αριθμ. εκθ. καταθ. ………/24-10-2019) υπό στοιχ. Γ’ έφεσης της εναγόμενης – παρεμπιπτόντως ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………..» και της  από 29-10-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ………/30-1-209) υπό στοιχ. Δ’  έφεσης της εναγομένης -παρεμπιπτόντως ενάγουσας και ήδη εκκαλουσας , . ….., του παρόντος βαθμού  δικαιοδοσίας , πρέπει να επιβληθούν εις βάρος των ηττηθέντων εκκαλούντων και να επιβληθεί  σε βάρος της προσθέτως παρεμβαίνουσας η δικαστική δαπάνη των  καθ’ ων  η πρόσθετη παρέμβαση του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό , ενώ σχετικά με την από 19-9-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ………/23-9-2019) υπό στοιχ. Α’ έφεση των (κυρίως) εναγόντων, που έγινε  δεκτή και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων – εκκαλούντων, κατόπιν σχετικού αιτήματος τους (άρθρα 183, 189παρ.1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος της πρώτης και του δεύτερου των εναγομένων – εφεσιβλήτων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η παρεμπιπτόντως εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα  ασφαλιστική εταιρία «.……..» είχε αναλάβει την κάλυψη του ασφαλιστικού κινδύνου της επαγγελματικής ευθύνης της πρώτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρία με την επωνυμία «………» και τον διακριτικό τίτλο «…………» μέχρι το ποσό των 900.000 ευρώ ανά ζημιογόνο γεγονός. Ειδικότερα, είχε συναφθεί το με αριθμό ……… ασφαλιστήριο συμβόλαιο καθώς και το με αριθμό ……./20.4.2010 ανανεωτήριο ασφαλιστηρίου συμβολαίου αστικής ευθύνης προς τρίτους, με διάρκεια από 01.01.2010 έως 31.12.2010, με το οποίο ασφαλίσθηκε η αστική ευθύνη της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, που θα προέκυπτε συνεπεία σωματικών βλαβών ή θανάτου και υλικών ζημιών (συμπεριλαμβανομένης και της ψυχικής οδύνης ή ηθικής βλάβης) που ήθελε προξενηθούν σε τρίτους από αιτία που θα έχει άμεση σχέση με την νόμιμη άσκηση της δραστηριότητας της ασφαλιζόμενης, συμπεριλαμβανομένης της ευθύνης για οποιοδήποτε σφάλμα ή αμέλεια ή παράλειψη κατά την άσκηση του επαγγέλματος του όλου του επιστημονικού ιατρικού προσωπικού της. Αποδείχθηκε ακόμη ότι είχε καταβάλει εμπρόθεσμα τα οφειλόμενα ασφάλιστρα ύψους 38.000 ευρώ συνολικά (βλ. τις με αριθμό …./9.6.2010 και …../12.7.2010 σχετικές αποδείξεις) και ότι η εξ αυτής προστηθείσα ιατρός ………., στην αμέλεια της οποίας εδράζονται οι αξιώσεις των εναγόντων, τυγχάνει νόμιμα κάτοχος της με αριθμό 18473/6.8.2004 άδειας ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος, πληρουμένου του σχετικού όρου του ασφαλιστηρίου συμβολαίου για την θεμελίωση αξίωσης ασφάλισης εκ μέρους της «…..», με αποτέλεσμα να ισχύει η κάλυψή της για το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Περαιτέρω, η παρεμπιπτόντως ενάγουσα για πρώτη φορά ανήγγειλε την αξίωσή της σε βάρος της παρεμπιπτόντως εναγομένης με την επίδοση σε αυτήν της κρινόμενης παρεμπίπτουσας αγωγής που έλαβε χώρα την 17.9.2015 (βλ. τη με αριθμό ……/17.9.2015 έκθεση επίδοσης της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών . ……). Υπό αυτά τα δεδομένα,  η συγκεκριμένη ασφαλιστική εταιρία τυγχάνει οικονομικός εγγυητής της πρώτης εναγόμενης και υποχρεούται να καταβάλει σε αυτήν, ως ασφάλισμα, καθώς επήλθε ασφαλιστική περίπτωση, την οφειλόμενη στους κυρίως ενάγοντες και ήδη εκκκαλούντες  χρηματική ικανοποίηση, που αποτελεί απόρροια της αστικής ευθύνης της, για τις προαναφερθείσες (εξ αμελείας τελεσθείσες) πράξεις και παραλείψεις της προστηθείσας ιατρού της κατά την ενάσκηση του επαγγέλματος της, έως το ποσό των 900.000,00 ευρώ, που αποτελεί το ασφαλιστικό (ανώτατο) όριο ευθύνης της. Η ως άνω εκκαλούσα -παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, με τον δεύτερο λόγο της από 21-10-2019 (υπ΄ αριθμ. εκθ. καταθ. ……../23-10-2019) υπό στοιχ. Ε΄ έφεσης της, επαναφέρει την πρωτοδίκως προβαλλόμενη ένσταση της τετραετούς παραγραφής του άρθρου 10 του Ν. 2496/1997 της, ασκούμενης με την παρεμπίπτουσα αγωγή, αξίωσης καταβολής αποζημίωσης, παραπονούμενη για το ότι κατ` εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απορρίφθηκε σιγή με την εκκαλούμενη από­φαση. Συγκεκριμένα διατείνεται ότι το ζημιογόνο συμβάν έλαβε χώρα την 11.08.2010  και ότι συνεπώς την ίδια ημερομηνία γεννήθηκε και η αξίωση της παρεμπιπτόντως ενάγουσας για την καταβολή του ασφαλίσματος αλλά και ο  ασφαλισμένος κίνδυνος, ετσι ώστε η σχετική αξίωσή να έχει παραγραφεί την 31.12.2014, ενώ η παρεμπίπτουσα αγωγή της επιδόθηκε την 17.9.2015. Ωστόσο, η ένσταση αυτή ελέγχεται ως μη νόμιμη και απορριπτέα, καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, η τετραετής παραγραφή της αξίωσης του ασφαλι­σμένου έναντι της ασφαλιστικής εταιρίας αρχίζει από το τέλος του έτους εντός του οποίου επιδόθηκε στον ασφαλισμένο η σχετική αγωγή αποζημίωσης από τον ζημιωθέντα τρίτο, οπότε και πραγματώνεται ο ασφαλιστικός κίνδυνος, και όχι από τον χρόνο που έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός και πληροφορήθηκε ο ασφαλισμένος την αποζημιωτική του ευθύνη. Δηλαδή, η αξίωση του ασφαλισμέ­νου ή λήπτη της ασφαλίσεως κατά του ασφαλιστή, από τη μεταξύ τους σύμβαση ασφάλισης, έχουσα ως αντικείμενο την καταβολή στον ασφαλισμένο κάθε ποσού που υποχρεούται ή θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον ζημιωθέντα τρίτο, με τους τόκους και τα δικαστικά έξοδα, μέσα στα όρια του ασφαλιστικού ποσού, γεννιέται από την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, που συμπίπτει με την επίδοση στον ασφαλισμένο από τον ζημιωθέντα τρίτο ή άλλο δικαιούχο της περί αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης αγωγής, αφότου τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της τελεσίδικης επιδίκασης και για το ποσό που θα επιδικασθεί με την επί της αγωγής αυτής απόφαση, πλέον τόκων από την επίδοσή της και δικαστικών εξόδων. Συνακόλουθα τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε σιγή την προβληθείσα από την εκκαλούσα-παρεμπιπτόντως εναγομένη εταιρία ένσταση παραγραφής του άρ­θρου 10 του Ν. 2496/1997, και έκανε δεκτή την προσεπίκληση και την παρεμπίπτουσα αγωγή και υποχρέωσε την καθ΄ ης η προσεπίκληση να καταβάλει στην προσεπικαλούσα – παρεμπιπτώντως ενάγουσα, οποίο χρηματικό ποσό καταβάλλει αυτή στους κυρίως ενάγοντες για την ικανοποίηση των αξιώσεων τους, συμπεριλαμβανομένων των τόκων και της δικαστικής δαπάνης μέχρι του ποσού των 900.000,000 ευρώ μέχρι την πλήρη εξόφληση, με βάση την αριθμό κατάθεσης …………/2015 κύρια αγωγή, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής στους ενάγοντες, έστω και χωρίς αιτιολογία δεν  έσφαλε και ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη διατάξεις και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις με αιτιολογία που παραδεκτώς συμπληρώνεται από την παρούσα κατ΄ άρθρο 535 ΚΠολΔ  και, γι` αυτό, πρέπει ν` απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της από 21-10-2019 (υπ΄ αριθμ. εκθ. καταθ. ……./23-10-2019) υπό στοιχ. Ε  έφεσης. Απορριπτέα, εξάλλου, ως αβάσιμα τυγχάνουν και τα υποστηριζόμενα από την ως άνω εκκαλούσα στην κρινόμενη έφεσή της και δη στον πρώτο λόγο αυτής  περί του ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  δεν έλαβε υπόψη του τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλέστηκε και προσκόμισε και ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου και δη την με αριθμό ………/20.04.2010 ασφαλιστική σύμβαση  καθώς από την επισκόπηση του προσκομιζομένου αντιγράφου της προσβαλλομένης εκκαλουμένης απόφασης και ειδικότερα από την περιεχομένη σε αυτή βεβαίωση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του επί της ουσίας της υπόθεσης, έλαβε υπόψη αφενός όλα τα αποδεικτικά μέσα και έγγραφα, και τις αιτιολογίες της αποφάσεως, στις οποίες, μάλιστα, το πρωτόδικο Δικαστήριο κάνει ρητά αναφορά  στην ως άνω σύμβαση, συνάγεται, χωρίς αμφιβολία, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη  του την ως άνω σύμβαση  και με τη συνεκτίμηση και των λοιπών αποδείξεων, κατέληξε στο προαναφερόμενο ορθό αποδεικτικό του πόρισμα, χωρίς, να είναι υποχρεωμένο, ενόψει και της προηγηθείσας νομικής σκέψης, να  κάνει ειδική μνεία καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, αλλά αρκεί η γενική βεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα, κατ` είδος, μόνο αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ως εν προκειμένω. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η από  21-10-2019 (υπ΄ αριθμ. εκθ. καταθ. ……./23-10-2019) υπό στοιχ. Ε΄ έφεση στο σύνολό της . Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης της ως άνω έφεσης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, σύμφωνα με τα άρθρα 176 και 191 § 2 ΚΠολΔ, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η παρεμπιπτόντως εναγόμενη – εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρία «……..» είχε αναλάβει την κάλυψη του ασφαλιστικού κινδύνου της επαγγελματικής ευθύνης της δεύτερης εναγομένης ιατρού μέχρι του ποσού των 30.000,00 ευρώ ανα ζημιογόνο γεγονός. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι είχε συναφθεί το με αριθμό ….. ασφαλιστήριο συμβόλαιο με διάρκεια από 04.8.2010 έως 04.8.2011, με ετήσιο ασφάλιστρο 179,99 ευρώ, με το οποίο ασφαλίσθηκε η ιατρός για την αστική της ευθύνη για ατυχήματα τρίτων κατά την άσκηση των καθηκόντων της ως γιατρός άνευ ειδικότητας που θα οφείλονται σε οποιαδήποτε αμέλεια σφάλμα ή παράλειψη κατά την άσκηση των καθηκόντων της , ενώ όπως προκύπτει από την με αριθμό ……. πρόσθετη αυτού πράξη, το ασφαλιστήριο συμβόλαιο δεν ανανεώθηκε μετά τη λήξη του. Αποδείχθηκε ακόμη, ότι η παρεμπιπτόντως ενάγουσα είχε καταβάλει εμπρόθεσμα τα οφειλόμενα ασφάλιστρα, με αποτέλεσμα να ισχύει η κάλυψή της για το ανωτέρω χρονικό διάστημα και για πρώτη φορά ανήγγειλε την αξίωσή της σε βάρος της παρεμπιπτόντως εναγόμενης, καθ’ ομολογία της τελευταίας, με την αποστολή της από 24.4.2015 ενημερωτικής επιστολής αποσταλείσας με email και εν συνεχεία με την επίδοση σε αυτήν της κρινομένης παρεμπίπτουσας αγωγής. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στο επίδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο συμπεριλήφθηκε ρητός όρος για την αναγγελία αξιώσεων , σύμφωνα με τον οποίο ουδεμία αξίωση προς πληρωμή της ασφαλισμένης ιατρού θα γεννάται ή θα μπορεί να ασκηθεί παρά μόνο με τη σωρευτική συνδρομή των όρων : α) το ζημιογόνο συμβάν από το οποίο προέρχεται η αξίωση τρίτου κατά του ασφαλιζόμενου να έχει λάβει χώρα εντός της χρονικής περιόδου ισχύος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ή και πριν από αυτήν μέχρι την αναφερόμενη σε αυτό ημερομηνία αναδρομικής ισχύος αυτού και β) το ανωτέρω συμβάν να έχει αναγγελθεί στην Εταιρία εγγράφως καθ΄ οιονδήποτε χρόνο εντός της χρονικής διάρκειας του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και πάντως το αργότερο εντός περιόδου ενός έτους από τη λήξη του για οποιονδήποτε λόγο, ανεξαρτήτως του αν έχει ασκηθεί αγωγή ή έχει γνωστοποιηθεί αξίωση κατά του ασφαλιζόμενου από οποιονδήποτε τρίτο απευθείας ή για λογαριασμό αυτού και ανεξαρτήτως του αν ο ασφαλιζόμενος ήταν ενήμερος ή όχι αυτής της αγωγής αξίωσης ή ανεξαρτήτως του αν ο ασφαλιζόμενος ανέμενε ή όχι ότι απ’ το ανωτέρω συμβάν θα προερχόταν αξίωση ή αγωγή τρίτου εναντίον του. Η ως άνω εκκαλούσα – παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, με την επωνυμία «………», με τον πρώτο λόγο της από 15-10-2019 (υπ’ αριθμ, εκθ. καταθ. ……/21-10-2019) υπό στοιχ. Γ΄ έφεσης  της επαναφέρει την πρωτοδίκως προβαλλόμενη ένσταση της περί έλλειψης ασφαλιστικής κάλυψης, σύμφωνα με την οποία το επίδικο συμβάν αναγγέλθηκε στην ως άνω ασφαλιστική εταιρεία στις 24.4.2015, ήτοι εκτός του επιβαλλόμενου από την άνω ρήτρα χρονικού διαστήματος που εκτεινόταν μέχρι ένα χρόνο μετά τη λήξη του συμβολαίου, ήτοι μέχρι την 4.8.2012. H ως ένσταση είναι νόμιμη διότι η προβλεπόμενη στην ως άνω απαλλακτική ρήτρα υποχρέωση αναγγελίας το αργότερο ένα έτος μετά τη λήξη της ισχύος της σύμβασης της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, είναι έγκυρη και συνιστά προϋπόθεση, από την πλήρωση της οποίας εξαρτάται η γέννηση της ίδιας της αξίωσής του προς αποζημίωση, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι η ένδικη σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης εμπίπτει στις περιπτώσεις ασφαλιστικής κάλυψης επαγγελματικών κινδύνων, ήτοι κινδύνων από την επαγγελματική δραστηριότητα της λήπτριας της ασφάλισης, και ως εκ τούτου οι όροι αυτής διαμορφώνονται ελεύθερα, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη οικεία νομική σκέψη, λαμβανομένου υπόψη ότι μεταξύ των συμβαλλομένων μερών δύναται να λειτουργήσει η ιδιωτική αυτονομία με όρους διαπραγματευτικής ισοδυναμίας. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο ανωτέρω όρος με τον οποίο ορίσθηκε η διάρκεια της ασφαλιστικής κάλυψης, σύμφωνα με τους όρους του ασφαλιστηρίου, της αστικής ευθύνης της ασφαλιζόμενης ιατρού, δεν αποτελεί γενικό όρο συναλλαγών κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 2251/1994, δηλαδή ασφαλιστικό όρο προδιατυπωμένο και καθορισμένο εκ των προτέρων από τον ασφαλιστή κατά τρόπο γενικό και ενιαίο, με σκοπό να αποτελέσει το ομοιόμορφο περιεχόμενο ενός αόριστου αριθμού παρόμοιων συμβάσεων με άλλα πρόσωπα, διότι η ρήτρα αυτή δεν αναφέρεται σε κάποιο ομοιόμορφο και προς χρήση για αόριστο αριθμό άλλων συμβάσεων ζήτημα, αλλά σε ένα από τα εξατομικευμένα στοιχεία της ένδικης ασφαλιστικής σύμβασης, κατ’ άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 2496/1997, και συγκεκριμένα στο χρόνο ασφαλιστικής κάλυψης για τους κινδύνους που καλύπτονται, και ως εκ τούτου αποτελεί ειδικό όρο που έχει συνταχθεί μετά από διαπραγμάτευση με τη λήπτρια της ασφάλισης, δοθέντος ότι περιέχει μόνο τη συγκεκριμένη κάλυψη που αγόρασε η λήπτρια, και όχι τους γενικούς όρους με τους οποίους ο ασφαλιστής παρέχει την κάλυψη ομοιόμορφα στους πελάτες του. Σύμφωνα δε με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, για τον ανωτέρω ειδικό όρο, ο οποίος έχει διατυπωθεί κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, χωρίς να έχει παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας, και ο οποίος αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης μεταξύ των διαδίκων, δεν τίθεται θέμα καταχρηστικότητας κατά τους όρους και τις προϋποθέσεις του Ν. 2251/1994 (ΑΠ 788/2018 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε ότι δεν συντρέχει περίπτωση αποκλεισμού της ευθύνης της παρεμπιπτόντως εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας για την ασφαλιστική κάλυψη της παρεμπιπτόντως ενάγουσας αναφορικά με το ένδικο ατύχημα που οφείλεται σε αμελή συμπεριφορά της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, κατά την υπηρεσία της και ότι η συγκεκριμένη ασφαλιστική εταιρία τυγχάνει δικονομικός εγγυητής της δεύτερης εναγόμενης ιατρού και υποχρεούται να καταβάλει σε αυτήν, ως ασφάλισμα, καθώς επήλθε ασφαλιστική περίπτωση, την οφειλόμενη στους κυρίως ενάγοντες χρηματική ικανοποίηση, που αποτελεί απόρροια της αστικής ευθύνης της, για τις προαναφερθείσες (εξ αμελείας τελεσθείσες) πράξεις και παραλείψεις της κατά την ενάσκηση του επαγγέλματος της, έως το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ, που αποτελεί το ασφαλιστικό (ανώτατο) όριο ευθύνης της, απορρίπτοντας ως ουσιαστικά αβάσιμη την προβληθείσα από την παρεμπιπτόντως εναγόμενη ένσταση περί απαλλαγής από την υποχρέωση καταβολής ασφαλίσματος, και έκανε δεκτή την προσεπίκληση και εν μέρει δεκτή την παρεμπίπτουσα αγωγή , έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της από 15-10-2019 (υπ’ αριθμ, εκθ. καταθ. ……./21- 10-2019) υπό στοιχ. Γ΄ έφεσης της παρεμπιπτόντως εναγομένης, ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………», ως ουσιαστικά βάσιμος, παρελκούσης της εξέτασης των λοιπών λόγων έφεσης και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το κεφάλαιο κατά το οποίο έκανε δεκτή ως βάσιμη κατ΄ ουσίαν την από 10-12-2015 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2015) παρεμπίπτουσα αγωγή , αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα παρεμπίπτουσα αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας της ως άνω έφεσης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας , πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της ηττηθείσας εφεσίβλητης λόγω της ήττας της, σύμφωνα με τα άρθρα 176 και 191 § 2 ΚΠολΔ, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς έρευνα, πρέπει :  Α] Να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη η από 24-10-2019 (υπ΄ αριθμ. εκθ. καταθ. ……../24-10-2019) υπό στοιχ. Γ’ έφεση της πρώτης εναγόμενης – παρεμπιπτόντως ενάγουσας – εκκαλούσας-εφεσίβλητης , ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ………» σε βάρος των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων – εφεσιβλήτων να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου ύψους 150€, που κατέθεσε για την άσκησή της στο Δημόσιο Ταμείο λόγω της ήττας της (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ) και εξαιτίας της τελευταίας να καταδικαστεί  στην δικαστική δαπάνη των εναγόντων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος των αντιδίκων της , κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό, να απορριφθεί η  από 26-11-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ……/28-11-2019) ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο πρόσθετη παρέμβαση της παρεμπιπτόντως εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «.……..», υπέρ της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…….» και να επιβληθεί σε βάρος της προσθέτως παρεμβαίνουσας η δικαστική δαπάνη των  καθ’ ων  η πρόσθετη παρέμβαση του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό , Β] Να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη  η  από 29-10-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ………/30-1-209) υπό στοιχ. Δ’ έφεση της εναγομένης -παρεμπιπτόντως ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας – εφεσίβλητης, ….. σε βάρος των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων – εφεσιβλήτων, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου ύψους 150€, που κατέθεσε για την άσκησή της στο Δημόσιο Ταμείο λόγω της ήττας της (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ) και εξαιτίας της τελευταίας να καταδικαστεί στην δικαστική δαπάνη των εναγόντων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος των αντιδίκων της, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό, Γ) Να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η από 19-9-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ……./23-9-2019) υπό στοιχ. Α’ έφεση των (κυρίως) εναγόντων και ήδη εκκαλούντων – εφεσιβλήτων, ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά τους προαναφερόμενους αντίστοιχα λόγους και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση  υπ’ αριθμ. 1985/2019 οριστικής απόφασης και η προηγηθείσα υπ’ αριθμ. 1909/2017 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που θεωρείται ότι έχει προσβληθεί μαζί με αυτήν, ως προς την κύρια αγωγή, ως προς όλα τα κεφάλαια της, για την ενότητα της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.) και εντεύθεν και ως προς τις διατάξεις των δικαστικών εξόδων. Ακολούθως, πρέπει, αφού διακρατηθεί η υπόθεση το παρόν Δικαστήριο προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν, πρέπει η από 09.03.2015 με ΓΑΚ ……../2015 κύρια αγωγή των εναγόντων και νυν εκκαλούντων – εφεσιβλήτων κατά της πρώτης και δεύτερης των εναγομένων – εφεσιβλήτων, να ερευνηθεί κατ΄ουσία και να γίνει μερικώς δεκτή, ως και ουσιαστικώς βάσιμη, και να υποχρεωθούν  οι εναγόμενες εις ολόκληρο εκάστη να καταβάλλουν στην πρώτη ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα το ποσό των εβδομήντα οκτώ χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα (78.950,00) ευρώ (70.000,00 + 7.150,00  + 1.800,00) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και το ποσό των εκατό τριάντα (130,00) ευρώ μηνιαίως την πρώτη μέρα κάθε μήνα για το χρονικό διάστημα μιας πενταετίας από την άσκηση της αγωγής, ήτοι από 1.4.2015, μέχρι την 13.2020, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης και μέχρι την εξόφληση, στον δεύτερο ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα το ποσό των εκατό δέκα εννέα  χιλιάδων (80.000,00 + 16.500,00 + 22.500,00) 119.000,00  ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και επιπλέον το ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ μηνιαίως την πρώτη μέρα κάθε μήνα για το διάστημα από 1.4.2015 μέχρι και την 1.12.2021, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης και μέχρι την εξόφληση, στην τέταρτη των εναγόντων το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων  (60.000,00 + 15.000,00) 75.000,00 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, στην πέμπτη των εναγόντων το ποσό των σαράντα χιλιάδων πεντακοσίων (18.000,00 + 22.500,00)  40.500,00 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και στην έκτη των εναγόντων το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000,00)  ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου, ύψους 150 ευρώ, που κατέθεσαν για την άσκησή της και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι – εφεσίβλητοι, λόγω της ήττας τους  σε μέρος της δικαστικής της δαπάνης, των εναγόντων – εκκαλοπύντων – εφεσιβλήτων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό και Δ] Να απορριφθεί ως αβάσιμη η από  21-10-2019 (υπ΄ αριθμ. εκθ. καταθ. …../23-10-2019) υπό στοιχ. Ε΄ έφεση της παρεμπιπτόντως εναγόμενης και ήδη εκκαλούσα ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία   «……..» κατά της δεύτερης εναγόμενης – παρεμπιπτόντως ενάγουσας – εκκαλούσας-εφεσίβλητης, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………» να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου ύψους 150 ευρώ  που κατέθεσε για την άσκησή της στο Δημόσιο Ταμείο λόγω της ήττας της (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ) και εξαιτίας της τελευταίας να καταδικαστεί στην δικαστική δαπάνη της παρεμπιπτόντως ενάγουσας – εφεσίβλητης , του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος της αντιδίκων της , κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό, Ε)  Να γίνει δεκτή  ως ουσιαστικά βάσιμη η από 15-10-2019 (υπ’ αριθμ, εκθ. καταθ. ……/21-10-2019) υπό στοιχ. Γ΄ έφεση της παρεμπιπτόντως εναγομένης, ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», και ήδη εκκαλούσας κατά της παρεμπιπτόντως ενάγουσας – δεύτερης εναγομένης – εκκαλούσας – εφεσίβλητης ……… και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση υπ’ αριθμ. 1985/2019 οριστική απόφαση και η προηγηθείσα υπ’ αριθμ. 1909/2017 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που θεωρείται ότι έχει προσβληθεί μαζί με αυτήν, ως προς το κεφάλαιο κατά το οποίο δέχθηκε την από 10- 12-2015 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2015) παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης της δεύτερης εναγομένης – εκκαλούσας – εφεσίβλητης ……….. κατά της της παρεμπιπτόντως εναγομένης, ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…………», και ήδη εκκαλούσας, αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα παρεμπίπτουσα αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και  να διαταχθεί η απόδοση στην εκκαλούσα του παραβόλου, ύψους 150 ευρώ, που κατέθεσε  για την άσκησή της  και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη, λόγω της ήττας της στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης, της εκκαλούσας του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αποφαίνεται ότι επήλθε βίαια διακοπή δίκης, λόγω θανάτου, ως προς τον …………., τρίτο ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα.

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων, εκ των οποίων ο δεύτερος, η τέταρτη και η πέμπτη εκκαλούντες της  από 19-9-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ………/23-9-2019) υπό στοιχ. Α΄ έφεσης, παρίστανται με την ιδιότητα τους ως εκκαλούντες αλλά και ως συνεχίζοντες τη δίκη του αποβιώσαντος αρχικού διαδίκου, ……. : 1) την από 19-9-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ………./23-9-2019) υπό στοιχ. Α΄ έφεση των (κυρίως) εναγόντων, 2) την από 15-10-2019 (υπ’ αριθμ, εκθ. καταθ. ………/21-10-2019) υπό στοιχ. Β΄ έφεση της παρεμπιπτόντως εναγομένης, ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «……..», 3) την από 24-10-2019 (υπ΄ αριθμ. εκθ. καταθ. ………/24-10-2019) υπό στοιχ. Γ΄ έφεση της εναγόμενης – παρεμπιπτόντως ενάγουσας, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….», 4) την από 29-10-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ………/30-1-209) υπό στοιχ. Δ’ έφεση της εναγομένης -παρεμπιπτόντως ενάγουσας, …………, 5) την από 21-10-2019 (υπ΄ αριθμ. εκθ. καταθ. ………./23-10-2019) υπό στοιχ. Ε’ έφεση της παρεμπιπτόντως εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, με την επωνυμία «……….», κατά της υπ’ αριθμ. 1985/2019 οριστικής απόφασης και κατά της προηγηθείσας υπ’ αριθμ. 1909/2017 μη οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που θεωρείται ότι έχει προσβληθεί μαζί με αυτήν, παρ’ ότι οι ένδικες εφέσεις δεν στρέφονται και κατ’ αυτής (άρθρο 513 § 2 του ΚΠολΔ), η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων και 6) την από 26-11-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. …………/28-11-2019) ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο (άρθρα 80, 81 του ΚΠολΔ) πρόσθετη παρέμβαση της παρεμπιπτόντως εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….», υπέρ της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………».

Απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 24-10-2019 (υπ΄ αριθμ. εκθ. καταθ. ………/24-10-2019) υπό στοιχ. Γ’ έφεση της πρώτης εναγόμενης- παρεμπιπτόντως ενάγουσας – εκκαλούσας-εφεσίβλητης, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………» ………..

Διατάσσει την εισαγωγή του αναφερόμενου στο σκεπτικό της παρούσας e-παραβόλου, ποσού 150 ευρώ στο Δημόσιο Ταμείο.

Επιβάλει σε βάρος της εκκαλούσας την δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 26-11-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ………/28-11-2019) ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο πρόσθετη παρέμβαση της παρεμπιπτόντως εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….», υπέρ της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………».

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της προσθέτως παρεμβαίνουσας τη δικαστική δαπάνη των  καθ’ ων  η πρόσθετη παρέμβαση του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 29-10-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ……../30-1-209) υπό στοιχ. Δ’ έφεση της εναγομένης – παρεμπιπτόντως ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας – εφεσίβλητης , ……… .

Διατάσσει την εισαγωγή του αναφερομένου στο σκεπτικό της παρούσας e-παραβόλου, ποσού 150 ευρώ στο Δημόσιο Ταμείο.

Επιβάλει σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ

Δέχεται κατ’ ουσίαν την 19-9-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ………/23-9-2019) υπό στοιχ. Α’ έφεση των (κυρίως) εναγόντων και ήδη εκκαλούντων – εφεσιβλήτων

Διατάσσει την επιστροφή στους ως άνω εκκαλούντες του νόμιμου παράβολου που κατέθεσαν για την άσκηση της έφεσης που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας ποσού εκάστου εκατόν πενήντα (150) ευρώ.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 1985/2019 οριστική απόφαση και την προηγηθείσα υπ’ αριθμ. 1909/2017 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που θεωρείται ότι έχει προσβληθεί μαζί με αυτήν, ως προς την από 09.03.2015 με ΓΑΚ ……/2015 κύρια αγωγή.

Κρατεί και δικάζει την από 09.03.2015 με ΓΑΚ ……./2015 κύρια αγωγή των εναγόντων και νυν εκκαλούντων – εφεσιβλήτων κατά της πρώτης και δεύτερης των εναγομένων – εφεσιβλήτων .

Δέχεται κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη την ως άνω κύρια αγωγή.

Υποχρεώνει τις εναγόμενες εις ολόκληρο εκάστη να καταβάλλουν στην πρώτη ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα το ποσό των εβδομήντα οκτώ χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα (78.950,00) ευρώ (70.000,00 + 7.150,00  + 1.800,00) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και το ποσό των εκατό τριάντα (130,00) ευρώ μηνιαίως την πρώτη μέρα κάθε μήνα για το χρονικό διάστημα μιας πενταετίας από την άσκηση της αγωγής, ήτοι από 1.4.2015, μέχρι την 13.2020, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης και μέχρι την εξόφληση, στον δεύτερο ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα το ποσό των εκατό δέκα εννέα  χιλιάδων (80.000,00 + 16.500,00 + 22.500,00) 119.000,00  ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και επιπλέον το ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ μηνιαίως την πρώτη μέρα κάθε μήνα για το διάστημα από 1.4.2015 μέχρι και την 1.12.2021, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης και μέχρι την εξόφληση, στην τέταρτη των εναγόντων το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων  (60.000,00 + 15.000,00) 75.000,00 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, στην πέμπτη των εναγόντων το ποσό των σαράντα χιλιάδων πεντακοσίων (18.000,00 + 22.500,00)  40.500,00 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και στην έκτη των εναγόντων το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000,00)  ευρώ  με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει την πρώτη και δεύτερη των εναγομένων σε μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των δώδεκα χιλιάδων  (12.000,00) ευρώ.

Απορρίπτει  ως αβάσιμη την από 21-10-2019 (υπ΄ αριθμ. εκθ. καταθ. ………./23-10-2019) υπό στοιχ. Ε΄ έφεση της παρεμπιπτόντως εναγόμενης και ήδη εκκαλούσα  ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία   «……….».

Διατάσσει την εισαγωγή του αναφερόμενου στο σκεπτικό της παρούσας e-παραβόλου, ποσού 150 ευρώ στο Δημόσιο Ταμείο.

Επιβάλει σε βάρος της εκκαλούσας την δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Δέχεται  ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη την από 15-10-2019 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ……../21-10-2019) υπό στοιχ. Γ΄ έφεση της παρεμπιπτόντως εναγομένης, ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………..».

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 1985/2019 οριστική απόφαση και την προηγηθείσα υπ’ αριθμ. 1909/2017 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που θεωρείται ότι έχει προσβληθεί μαζί με αυτήν, ως προς το κεφάλαιο, κατά το οποίο δέχθηκε την από 10-12-2015 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2015) παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης της  δεύτερης εναγομένης – εκκαλούσας – εφεσίβλητης ……….. κατά της παρεμπιπτόντως εναγομένης, ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………», και ήδη εκκαλούσας .

Κρατεί και δικάζει την από 10/12/2015 υπ΄ αριθ. εκθ. καταθ. ……./2015 παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης της δεύτερης εναγόμενης-εκκαλούσας-εφεσίβλητης ……. κατά της παρεμπιπτόντως εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………».

Απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την 10-12-2015 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ………../2015) παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης .

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου, ύψους 150 ευρώ, που κατέθεσε για την άσκησή της .

Καταδικάζει την εφεσίβλητη – παρεμπιπτόντως ενάγουσας – στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 16η Νοεμβρίου 2023  και δημοσιεύθηκε στις 12 Ιανουαρίου 2024 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

   Ο   ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΦΕΤΩΝ                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ