Νομικό θέμα που αντιμετωπίστηκε.
Προσβολή προσωπικότητας από ψευδή καταμήνυση. Επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 115 /2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Δ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 4945/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα (αρ. 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1 ΚΠολΔ), και εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών (άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε, όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. …… έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς …….., στις 27-11-2017, και η έφεση ασκήθηκε από τον εκκαλούντα, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, στις 27-12-2017, σύμφωνα με την αναφερθείσα παραπάνω έκθεση κατάθεσης. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄υλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της ( άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ), και στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ), ενώ έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3εδ.α του ΚΠολΔ, παράβολο, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κάτωθεν της προαναφερθείσας έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου της έφεσης.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 330 και 932 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία, αλλά και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που αποτελεί μη περιουσιακή ζημία, είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει τον δόλο και την αμέλεια η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 ΑΚ), δ) επέλευση ζημίας και ε) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Παράνομη, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος (ΑΠ 864/2014, ΑΠ 137/2005, ΑΠ 1920/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ προστατεύεται η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρ. 2 § 1 του Συντάγματος (ΑΠ 1735/2009), αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματος του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας, της οποίας η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920, 932 ΑΚ, είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκησή του καταχρηστική, κατά την έννοια των άρθρων 281 ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, γ) υπαιτιότητα (πταίσμα) του προσβολέα, όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, εκδηλούμενη είτε με τη μορφή του δόλου, είτε με τη μορφή της αμέλειας, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 ΑΚ) όπως προαναφέρθηκε και δ) επέλευση ηθικής βλάβης στον προσβληθέντα, τελούσα σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράνομη και υπαίτια προσβολή. Η προσωπικότητα του ανθρώπου μπορεί να προσβληθεί σε οποιαδήποτε έκφανση ή εκδήλωσή της (σωματική, πνευματική, ηθική, τιμή κ.λ.π.). Ετσι, η απόδοση σε κάποιον πράξεων που η κοινωνία αποδοκιμάζει, διότι ενέχουν απαξία, εμπίπτει στα όρια της προσβολής της προσωπικότητας. Συνεπώς, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει, όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς κατά την έννοια των άρθρ. 361-363 ΠΚ (ΑΠ 1394/2017, ΑΠ 1294/2017, ΑΠ 726/2015, ΑΠ 1750/2014, ΑΠ 1230/2014, ΑΠ 1216/2014, ΑΠ 882/2013, ΑΠ 271/2012, ΑΠ 121/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες εξέθεταν στην από 24-9-2010 και με αριθμό κατάθεσης …….. αγωγή τους, κατ΄ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, ότι η εναγόμενη στην μήνυσή της (ΑΒΜ …….), που άσκησε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς στις 13-2-2009, κατ΄ αυτών (εναγόντων), τους κατηγόρησε ψευδώς, εν γνώσει του ψεύδους, ότι, στη Νίκαια στις 18-11-2008, διέπραξαν εναντίον της τις αξιόποινες πράξεις της εξύβρισης και της απειλής, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σε αυτήν, με σκοπό να προκαλέσει τη δίωξή τους, βλάπτοντας την τιμή και την υπόληψή τους και προσβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο την προσωπικότητά τους. Ζητούσαν δε ακολούθως, οι ενάγοντες, όπως παραδεκτά μετέτρεψαν το αίτημα της αγωγής τους από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, με τις πρωτόδικες προτάσεις τους αλλά και με δήλωσή του πληρεξούσιου δικηγόρου τους ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, (που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την υπ΄αρ. 6214/2011 μη οριστική απόφαση, αλλά και με την εκκαλουμένη, πρακτικά αυτού), να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει σε κάθε έναν από αυτούς, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ένδικης αγωγής έως την εξόφληση, το ποσό των 44.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίησή τους, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγόμενης, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή και να επιβληθούν εις βάρος της τα δικαστικά τους έξοδα.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία, εξέδωσε αρχικά την υπ΄αρ. 6214/2011 μη οριστική απόφασή του, με την οποία ανέβαλε τη συζήτηση της αγωγής, εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ποινικής δικογραφίας µε ΑΒΜ ……, στην οποία κατηγορούµενοι ήταν οι ενάγοντες, κατόπιν έγκλησης της εναγόμενης, για τις αξιόποινες πράξεις της απειλής και της εξύβρισης, σχετικά με το επίδικο περιστατικό, η οποία, όµως, ποινική δικογραφία ετέθη στο αρχείο, δυνάµει του άρθρου 4 του Ν. 4043/2012. Ακολούθως, η συζήτηση της ως άνω αγωγής επαναφέρθηκε με την από 17-6-2016, με Ε.Α.Κ ……., κλήση των εναγόντων και εκδόθηκε από το ως άνω πρωτοβάθμιο δικαστήριο η εκκαλουμένη απόφαση (υπ΄αρ. 4945/2017), η οποία, αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή, ορισμένη και νόμιμη, (πλην των αιτημάτων της περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής και απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος της εναγόμενης, τα οποία, μετά την μετατροπή του αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, καθίστανται μη νόµιµα, καθώς συνάδουν με τον καταψηφιστικό χαρακτήρα αυτής), στη συνέχεια την έκανε εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη κι αναγνώρισε ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει σε κάθε έναν από τους ενάγοντες, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 1.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται η εναγόμενη -ήδη εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεσή της για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνιση της, ώστε να απορριφθεί συνολικά η ως άνω αγωγή των αντιδίκων της.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του µάρτυρα της εναγόμενης που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθµα µε την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, από την ανωµοτί κατάθεση του πρώτου ενάγοντα που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατά τη δικάσιµο της 1ης lουνίου 2011 και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την υπ΄αρ. 6214/2011 μη οριστική απόφαση, πρακτικά του, καθώς και όλων των εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλειφθεί κανένα κι ανεξαρτήτως αν παρακάτω γίνεται ειδική μνεία σε κάποια από αυτά, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.
Οι ενάγοντες είναι σύζυγοι, ενώ η εναγόμενη είναι σύζυγος του αδερφού του πρώτου ενάγοντος. Οι σχέσεις του πρώτου ενάγοντος με τον αδερφό του … ……. και σύζυγο της εναγόμενης, είχαν διαταραχθεί λόγω μιας παλαιότερης επαγγελματικής τους συνεργασίας που δεν είχε ομαλή εξέλιξη, με αποτέλεσμα να αρχίσει μεταξύ τους αλλά, κατ΄ επέκταση, και μεταξύ των οικογενειών τους μια σφοδρή και χρόνια δικαστική διαμάχη με πληθώρα δικών εκατέρωθεν. Στα πλαίσια της ευρύτερης αυτής αντιδικίας, στις 18-11-2008, εκδικάστηκε σε πρώτο βαθμό, στο Τριµελές Πληµµελειοδικείο Πειραιώς, κατόπιν μήνυσης του πρώτου ενάγοντος, υπόθεση µε κατηγορούμενους την εναγόμενη και τη …….. για την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας µάρτυρα, και τον ….. ……., σύζυγο της εναγόμενης και αδερφό του πρώτου ενάγοντα, όπως προαναφέρθηκε, για ηθική αυτουργία στην ως άνω ψευδορκία, καθώς και για απόπειρα απάτης στο Δικαστήριο. Εκδόθηκε δε αυθημερόν η υπ΄αρ. 7306/2008 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, µε την οποία οι κατηγορούµενοι κηρύχθηκαν ένοχοι για τις ως άνω πράξεις, ενώ σε δεύτερο βαθµό, αυτοί αθωώθηκαν, λόγω αµφιβολιών, δυνάμει της υπ΄αρ. 59/2010 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Πειραιώς.
Το απόγευµα της ίδιας ως άνω ηµέρας (18-11-2008) και περί ώρα 17, η εναγόμενη, συνοδευόµενη από τον γιό της … ……., χτύπησε την πόρτα εισόδου του διαµερίσµατος του πρώτου ενάγοντος ( καθώς κατά τον ως άνω χρόνο οι διάδικοι διέμεναν στην ίδια πολυκατοικία στη Νίκαια, επί της οδού …….) και µόλις ο τελευταίος της άνοιξε, αυτή εισέβαλε στην οικία του και ενώπιον της συζύγου του, δεύτερης ενάγουσας, του απηύθυνε τις λέξεις «αρχίδι, καριόλη». Ο ενάγων ειδοποίησε άμεσα, περί ώρα 17.05, την Αστυνομία σχετικά με το περιστατικό, όταν δε έφτασαν οι αστυνομικοί, η εναγόμενη και ο γιος της αρνήθηκαν να ανοίξουν την πόρτα της οικίας τους (βλ. υπ΄αρ. πρωτ. ……. απόσπασμα δελτίου διεύθυνσης Άµεσης Δράσης) .
Για το ίδιο περιστατικό, ο πρώτος ενάγων άσκησε την από 12-1-2009 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αριθμό κατάθεσης …….., επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αρ. 3983/2011 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και αναγνώρισε ότι η εναγόμενη όφειλε να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.000 ευρώ, ως χρηµατική ικανοποίηση νια την ηθική βλάβη που αυτός υπέστη από την προεκτεθείσα απειλητική και εξυβριστική συµπεριφορά της. Η παραπάνω απόφαση επικυρώθηκε και με την υπ΄αρ. 581/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε την έφεση του πρώτου ενάγοντος κατ΄αυτής. Η εναγόμενη υπέβαλε στις 13-2-2009 στην Εισαγγελία Πειραιώς την από 28-11-2008 έγκλησή της σε βάρος των εναγόντων (ΑΒΜ …..), µε την οποία κατήγγειλε τα εξής: «Στις 18/11/08 εκδικαζόταν µήνυση του 1″ µηνυοµένου (… …….) κατ’ εµού, του συζύγου µου .. ……. και της ……. για ψευδορκία στο Β . Τ. Πληµµελειοδικείο Πειραιώς. Στην εκδίκαση αυτή είχα εκπροσωπηθεί από το συνήγορο υπεράσπισης και δεν παραστάθηκα σ’ αυτήν για λόγους υγείας (καρδιακό πρόβληµα). Η δίκη περατώθηκε στις 3µ.µ. και µου επέβαλε ποινή φυλάκισης 8 µηνών, και στο σύζυγό µου, ποινή 12 µηνών, όπως έµαθα αργότερα. Ο σύζυγός µου παρέµεινε στα δικαστήρια έως ότου ολοκληρώσει τη διαδικασία άσκησης έφεσης κατά της ανωτέρω απόφασης, δεν µου τηλεφώνησε παρά τις δικές µου αλλεπάλληλες προσπάθειες να επικοινωνήσω µαζί του, προκειµένου να µη στεναχωρηθώ, τουλάχιστον πριν επιστρέψει στο σπίτι έχοντας υπ’ όψιν του το πρόβληµα της υγείας µου. Ωστόσο ο 1ος µηνυόµενος, µε τον οποίο είµαστε συγκάτοικοι, ήρθε πρώτος, και προφανώς εκµεταλλευόµενος την απουσία του συζύγου µου και χωρίς να γνωρίζω τίποτα µέχρι εκείνη τη στιγµή νια το δικαστήριο, αυτός µε έντονα εκδικητικό ύφος µου επιτίθεται στο κλιµακοστάσιο της πολυκατοικίας ωρυόµενος, µε βρισιές και απαξιωτικές εκφράσεις ‘’µωρή καριόλα σας ξέσκισα σήµερα’’, ‘’να σας δω στις 25 του µηνός τι θ’ αρθείς να πεις εσύ κι ο µούλος ο γιος σου’’, ‘’θα δείτε τι θα πάθετε εσύ κι ο άντρας σου, θα σας εξαφανίσω’’, φώναζε ο 1ος αλλά και η γυναίκα του (2η µηνυόµενη ……. …) η οποία µε την ίδια ένταση φώναζε, ουρλιάζοντας ‘’µωρή καριόλα από αύριο θα δεις τι θα πάθεις’’ ξεβράκωτη θα σ’ αφήσω’’ και άλλες ακατονόµαστες εκφράσεις, αλλά και πολλά άλλα που δεν µπόρεσα να καταλάβω. Προς στιγµή έµεινα άφωνη, σύντοµα όµως κατάλαβα και από το γενονός ότι ο σύζυγός µου δεν µου τηλεφώνησε, ότι αυτή η επίθεση αφορούσε την έκβαση της δίκης που προφανώς δεν ήταν καλή για εµάς. Αποσβολωµένη και φοβισµένη έφυγα από το σπίτι και ζήτησα καταφύγιο στο σπίτι της αδελφής µου. Επειδή οι µηνυόµενοι από λόγους εκδικήσεως και χαιρεκακίας προς εµένα επιδεικνύοντας προκλητική συµπεριφορά διέπραξαν τα αδικήµατα της εξύβρισης και της απειλής εναντίον µου (…)» Με αφορµή την έγκληση αυτή ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος των εναγόντων για τα αδικήµατα της απειλής και της εξύβρισης, η υπόθεση, όμως, τέθηκε, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, στο αρχείο, κατ’ άρθρο 4 του Ν. 4043/2012. Εξάλλου, οι ενάγοντες – μηνυόμενοι στην ως άνω έγκληση – μήνυση, υπέβαλαν αντίθετη μήνυση εναντίον της εναγόμενης για τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης κατά συρροή και της ψευδορκίας µάρτυρα, κατόπιν της οποίας, ασκήθηκε ποινική δίωξη, σε βάρος της τελευταίας, για τις αξιόποινες αυτές πράξεις, εκδόθηκε δε σχετικά η υπ΄αρ. 2137/2014 απόφαση του Τριµελούς Πληµµελειοδικείου Πειραιώς, το οποίο, δικάζοντας την υπόθεση στις 31-3-2014, µε απούσα την εναγόμενη, την έκρινε ένοχη για τα αδικήματα αυτά. Κατά δε της ως άνω απόφασης δεν προκύπτει ότι έχει ασκηθεί ένδικο µέσο, όπως αναφέρεται στην από 31-7-2014 βεβαίωση του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Τα ως άνω αναφερόμενα περιστατικά στην επίμαχη έγκληση της εναγόμενης κατά των εναγόντων, δεν κρίνεται ότι ανταποκρίνονται στην αλήθεια, η δε εναγόμενη προέβη στην υποβολή της για να προκαλέσει τη δίωξή τους, ενόψει της μεταξύ τους αντιδικίας. Το δικαστήριο οδηγείται στο ως άνω συμπέρασμα από τα εξής αποδειχθέντα στοιχεία. α) Οι ενάγοντες και συγκεκριμένα ο πρώτος εξ αυτών, όπως αναφέρθηκε, ήταν αυτοί που κάλεσαν την αστυνομία, η δε εναγόμενη, όταν προσήλθαν οι αστυνομικοί της άμεσης δράσης, δεν άνοιγε την πόρτα του διαμερίσματός της, πράγμα που δεν δικαιολογείται, αν τα περιστατικά είχαν συμβεί όπως εκείνη διατείνεται στην επίμαχη έγκλησή της. β) Αυτή (εναγόμενη) είχε, λόγο, περισσότερο από τους ενάγοντες, να είναι ενοχλημένη και να προκαλέσει επεισόδιο, καθώς είχε προ λίγων ωρών καταδικαστεί στην προαναφερθείσα ποινική υπόθεση με κατηγορούμενους εκείνη και το συζυγό της και μηνυτή τον πρώτο ενάγοντα, ανεξάρτητα του ότι αργότερα αθωώθηκαν από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Ο ισχυρισμός της, τον οποίο επαναλαμβάνει με την ένδικη έφεσή της (στον πρώτο λόγο αυτής), ότι δηλ. μέχρι την ώρα του επεισοδίου (17 μ.μ) δεν είχε ενημερωθεί για την εξέλιξη του ως άνω δικαστηρίου, στο οποίο η ίδια δεν εμφανίστηκε λόγω προβλημάτων υγείας, καθώς ο σύζυγός της, ο οποίος είχε παρευρεθεί σε αυτό, δεν απαντούσε στα τηλεφωνήματά της, κι αυτός δεν είχε επιστρέψει ακόμη στο σπίτι, δεν κρίνεται πειστικός, διότι είχαν μεσολαβήσει τουλάχιστον δύο ώρες από το πέρας της συνεδρίασης του δικαστηρίου. Εξάλλου, δεν εξηγείται λογικά γιατί, όπως αναφέρει στην έγκλησή της και καταθέτει και ο ως άνω μάρτυράς της – σύζυγός της, αυτή περίμενε στο κλιμακοστάσιο της πολυκατοικίας, (όπου, κατά τα όσα υποστηρίζει, της επιτέθηκαν λεκτικά οι ενάγοντες) και όχι εντός του διαμερίσματός της, εφόσον μάλιστα ήταν και ασθενής. γ) Η εναγόμενη υπέβαλε την επίμαχη έγκληση, αμέσως μετά την άσκηση από τον ενάγοντα της προαναφερθείσας αγωγής, που αφορούσε το εν λόγω περιστατικό. Ακόμη δε κι αν δεχθούμε τον ισχυρισμό της, που προβάλει με τον δεύτερο λόγο της έφεσής της, ότι δηλ. αυτή, κατά το χρόνο της άσκησης της έγκλησής της, δεν γνώριζε ότι ο ενάγων είχε ασκήσει ήδη αγωγή, διότι η τελευταία της επιδόθηκε στις 24-2-2009, ήτοι αφού είχε υποβάλει την έγκληση, δεν εξηγεί γιατί δεν υπέβαλε άμεσα έγκληση μετά το συμβάν, αλλά άφησε να παρέλθει σχεδόν όλη η τρίμηνη προθεσμία και να συμπέσει η ημερομηνία υποβολής αυτής, ακριβώς μετά την άσκηση της αγωγής του ενάγοντος, την οποία μπορούσε, βέβαια, να είχε πληροφορηθεί, από τη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και πριν της επιδοθεί.
Τα παραπάνω δε, σε γενικές γραμμές, κρίθηκαν τόσο από τα πολιτικά δικαστήρια όσο και από τα ποινικά δικαστήρια που επιλήφθηκαν της υπόθεσης, κατά τα προαναφερθέντα, που ανεξάρτητα αν δεν αποτελούν δεδικασμένο που δεσμεύει το παρόν δικαστήριο, όπως αναφέρει η εναγόμενη στον τρίτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της, παραπονούμενη ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ΄΄δέχθηκε εξ΄ ορισμού τις αποφάσεις αυτές΄΄, σε κάθε περίπτωση, όπως επίσης η ίδια αναφέρει, οι δικαστικές αποφάσεις άλλων δικαστηρίων, εκτιμώνται ελεύθερα από το δικαστήριο και εναπόκειται στη διακριτική του ευχέρεια, πόση βαρύτητα θα τους δώσει, όπως, άλλωστε, και σε κάθε άλλο αποδεικτικό μέσο, ήτοι στην ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της εναγόμενης και στην ανωμοτί εξέταση του ενάγοντος, που, όπως ρητά αναγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση, λήφθηκαν υπόψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κι οι οποίες, εκτιμώνται, εξάλλου, εκ νέου και από το παρόν δικαστήριο, σε συνδυασμό πάντα με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, απορριπτομένων ως αβάσιμων όσων αναφέρονται στον πρώτο λόγο της έφεσης, περί του ότι η εκκαλουμένη έκρινε ως πιο αξιόπιστη την ανωμοτί εξέταση του πρώτου ενάγοντος, αντί του μάρτυρα της εναγόμενης ….. ……..
Περαιτέρω, προέκυψε ότι µε την ως άνω έγκλησή της, η εναγόμενη προσέβαλε την προσωπικότητα των εναγόντων, αφού τους εµφάνιζε, ψευδώς, ενώπιον των αρχών, γνωρίζοντας την αναλήθεια όσων υποστήριζε με αυτήν, να έχουν τελέσει σε βάρος της τις αξιόποινες πράξεις της απειλής και της εξύβρισης. Από τα παραπάνω δε πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, το δικαστήριο οδηγείται στην κρίση, ότι οι ενάγοντες υπέστησαν ηθική βλάβη από την ως άνω υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά της εναγόμενης, καθώς κατηγορήθηκαν άδικα, για την ανόρθωση της οποίας, πρέπει, με βάση τα διδάγματα της ανθρώπινης εμπειρίας και της λογικής, να επιδικασθεί σε καθένα από αυτούς ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 1.000 ευρώ, το οποίο, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το παρόν Δικαστήριο κρίνει εύλογο, εφαρμοζόμενης της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 Σ), λαμβανομένων υπόψη του είδους, της έντασης της προσβολής, την ταλαιπωρία και στεναχώρια που δοκίμασαν από αυτήν οι ενάγοντες, του βαθμού της υπαιτιότητας της εναγόμενης, αλλά και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ενήργησε, καθώς και της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης των διαδίκων, δεδομένου μάλιστα ότι δεν υπάρχει ειδικό παράπονο στην κρινόμενη έφεση για το ύψος της επιδικασθείσας, με την εκκαλουμένη απόφαση, χρηματικής ικανοποίησης.
Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή κι ως ουσιαστικά βάσιμη, αναγνωρίζοντας ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει σε κάθε έναν από τους δύο ενάγοντες το ποσό των 1.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση, πρέπει ν΄ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δε δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, να επιβληθεί εις βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως αυτά ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, ενώ τέλος, θα διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που κατέθεσε η εκκαλούσα, στο δημόσιο ταμείο, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε ΚΠολΔ .
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων την έφεση κατά της υπ’αρ. 4945/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά την έφεση .
Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ .
Διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο, το, κατατεθέν από την εκκαλούσα, παράβολο.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 27 Φεβρουαρίου 2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ