Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 94/2024

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός Απόφασης  94/2024

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα Πρόεδρο Εφετών, Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη και Βασίλειο Τζελέπη Εφέτη – Εισηγητή, και από την Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α. ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: (αριθμ. καταθ. εφέσεως: Γ.Α.Κ. …./Ε.Α.Κ. …./2022 Πρωτοδικείου Πειραιώς και Γ.Α.Κ …./Ε.Α.Κ …./2022 Εφετείου Πειραιώς): 1)  ………… 2) ………….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο  τους Ευαγγελία Ιωαννίδη, η οποία κατέθεσε προτάσεις.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……… και 2) …………. οι οποίοι αμφότεροι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Ξενοφώντα Αθανασιάδη,  με δήλωση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Β. ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ (αριθμ. καταθ. εφέσεως: Γ.Α.Κ. …./Ε.Α.Κ …./2023 Πρωτοδικείου Πειραιώς και Γ.Α.Κ. …./Ε.Α.Κ. …./2023 Εφετείου Πειραιώς): 1) …………και 2) ………. οι οποίοι αμφότεροι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ηλία Ιωάννου  και κατέθεσε προτάσεις.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………… και 2) …………, οι οποίοι αμφότεροι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Ξενοφώντα Ααθανασιάδη,  με δήλωση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι με την από 29.9.2016 ασκηθείσα αγωγή τους  ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Γ.Α.Κ………./2016), ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σε αυτή. Επί της ανωτέρω αγωγής, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1158/2017 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης μέχρις αμετακλήτου περατώσεως των αναφερομένων σε αυτή ποινικών δικών. Ακολούθως μετά το αμετάκλητο των εν λόγω ποινικών δικών κατέστη ώριμη η εκδίκαση της αγωγής από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, οπότε  και εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αριθμό 654/2022 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή και αναγνώρισε την υποχρέωση ενός εκάστου των εναγομένων της άνω αγωγής, στους οποίους συγκαταλέγονται κι οι εκκαλούντες των συνεκδικαζομένων εδώ εφέσεων να καταβάλλουν εις ολόκληρον στον πρώτο των εφεσιβλήτων το ποσό των 5.000 ευρώ στη δε δεύτερη από αυτούς το ποσό των 2.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση καθώς και τη δικαστική δαπάνη ποσού 600 ευρώ.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι εκκαλούντες – εναγόμενοι με τις από 15.7.2022 και 2.3.2023 εφέσεις τους, προς το Δικαστήριο τούτο, που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) ../(Ε.Α.Κ.)…/2022 (η πρώτη από αυτές) και (Γ.Α.Κ.) …/(Ε.Α.Κ.)…/2022 (η δεύτερη από αυτές) και στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης (προσδιορισμού) Γ.Α.Κ…./Ε.Α.Κ…./29-7-2022 (η πρώτη από αυτές) και Γ.Α.Κ…./Ε.Α.Κ…./17.7.2023 ( η  δεύτερη από αυτές), προσδιορίσθηκαν αμφότερες  για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν από τη σειρά του οικείου πινακίου (8 και 19) και συζητήθηκαν. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των εκκαλούντων και εφεσιβλήτων αμφοτέρων των εφέσεων αναφέρονται στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου: α) η από 15.7.2022 έφεση (Γ.Α.Κ. …/Ε.Α.Κ. …/29.7.2022 Πρωτοδικείου Πειραιώς και από 29.7.20022 (Γ.Α.Κ. …/Ε.Α.Κ. …/29.7.2022 Εφετείου Πειραιώς και β) η από 2.3.2023  έφεση (Γ.Α.Κ ΕΑΚ …./…./2023 Πρωτοδικείου Πειραιώς) και  (ΓΑ.Κ ΕΑΚ …./…../17.7.2023 Εφετείου Πειραιώς), οι οποίες επειδή είναι συναφείς πρέπει να συνεκδικαστούν διότι με τον τρόπο αυτό διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται η μείωση των εξόδων (αρθρ. 246 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη από 15.7.2022 έφεση (Γ.Α.Κ. …/Ε.Α.Κ. …./29.7.2022 Πρωτοδικείου Πειραιώς και Γ.Α.Κ. …./Ε.Α.Κ. …./29.7.2022 Εφετείου Πειραιώς)  καθώς και η κρινόμενη από 2.3.2023  έφεση (Γ.Α.Κ ΕΑΚ ………./2023 Πρωτοδικείου Πειραιώς) και  (ΓΑ.Κ ΕΑΚ ……../17.7.2023 Εφετείου Πειραιώς) των τεσσάρων εκ των αρχικώς οκτώ εναγομένων φυσικών προσώπων, οι οποίες στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 654/2022 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  (συμπροσβαλλομένης και της προηγούμενης υπ` αριθμ. 1158/2017 μη οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 2 ΚΠολΔ), που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγονται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρ. 19 του ΚΠολΔ) και έχουν ασκηθεί νομότυπα (άρθρ. 495 παρ. 1, 2, 496, 500, 511, 513 παρ.1, 516 παρ.1 και 517 ΚΠολΔ), αλλά και εμπρόθεσμα δεδομένου ότι η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 28.2.2022 και οι κρινόμενες εφέσεις ασκήθηκαν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 1 ΚΠολΔ, με την κατάθεση τους στη Γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση στις 28.2.2022, η  δε απόφαση επιδόθηκε με επιμέλεια των εναγόντων – εφεσιβλήτων  αφενός προς τους εφεσιβλήτους της πρώτης έφεσης την 17.1.2023 με επίδοση αυτής προς τον παραστάντα πληρεξούσιο στον πρώτο βαθμό δικηγόρο τους και εκ του νόμου αντίκλητό τους ……. ως τούτο εμφαίνεται και προκύπτει από την προσαγόμενη με επίκληση με αριθμό ……./17.1.2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στη Περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς …………., η δε κρινόμενη πρώτη έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του εκδόντος τη απόφαση Δικαστηρίου την 29.7.2022 ως τούτο προκύπτει από τη συνημμένη στο δικόγραφο της έφεσης έκθεσης κατάθεσης με ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου Πειραιώς ………/29.7.2022,ν αφετέρου στους εφεσίβλητους της δεύτερης έφεσης  κατατέθηκε την 7.2.2023 και επιδόθηκε προς τον παραστάντα πληρεξούσιο στον πρώτο βαθμό δικηγόρο τους και εκ του νόμου αντίκλητό τους ……, ως τούτο εμφαίνεται και προκύπτει από τις  προσαγόμενες με επίκληση με αριθμούς … Β/- και …./7.2.2023 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στη Περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς …….. με την επισήμανση ότι η κρινόμενη δεύτερη έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του εκδόντος την απόφαση Δικαστηρίου την 3.3.2023 ως τούτο προκύπτει από τη συνημμένη στο δικόγραφο της έφεσης έκθεσης κατάθεσης με ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου Πειραιώς ………../3.3.2023. Σημειώνεται ότι και οι δύο εφέσεις ασκήθηκαν εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ. Επίσης, για το παραδεκτό των εφέσεων, έχει καταβληθεί και το προβλεπόμενο παράβολο, ποσού 150 ευρώ (άρθρ. 495 παρ. 3 Αγ ΚΠολΔ – βλ. σχετική σημείωση στην έκθεση κατάθεσης των υπό κρίση ενδίκων μέσων του Πρωτοδικείου Πειραιώς). Πρέπει, επομένως, οι εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

Οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι των δύο κρινομένων εφέσεων άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 29.9.2016 αγωγή τους εναντίον των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων των δύο εφέσεων και των μη διαδίκων στη παρούσα δίκη εναγομένων φυσικών προσώπων …………….  στην οποία εκθέτει ότι: ο πρώτος των εναγόντων ………… τυγχάνει πατέρας της δεύτερης εξ αυτών ……….., ενώ από τους λοιπούς διαδίκους, ο πρώτος των εναγομένων ………… τυγχάνει σύζυγος της τρίτης εξ αυτών …….., ο δεύτερος εξ αυτών ……… τυγχάνει σύζυγος της τέταρτης εξ αυτών …….., η πέμπτη εξ αυτών ……. τυγχάνει μητέρα του έβδομου εξ αυτών ……… και του μη διαδίκου στην παρούσα δίκη ………, συντρόφου της έκτης εξ αυτών, τέλος ο ήδη αποβιώσας αρχικός όγδοος εξ αυτών ήταν εν ζωή πατέρας της τέταρτης των εναγομένων. Οι ανωτέρω διάδικοι, πλην της έκτης και ογδόου εκ των εναγομένων, τυγχάνουν συνιδιοκτήτες και κάτοικοι διαμερισμάτων επί πολυκατοικίας κείμενης στο Κερατσίνι Αττικής, επί της οδού ………… Οι τέσσερις πρώτοι εναγόμενοι διαμένουν στον τρίτο (3ο) όροφο της εν λόγω οικοδομής, η πέμπτη και έβδομος εξ αυτών στον πρώτο (1ο) όροφο, στον οποίο επίσης καθημερινά μετέβαινε και παρέμενε κατά τη διάρκεια της ημέρας και η έκτη εξ αυτών, ενώ η οικογένεια Λαγού κατά τον επίδικο χρόνο διέμενε στον δεύτερο (2ο) όροφο. Μεταξύ των ως άνω προσώπων (συνιδιοκτητών-διαμενόντων) ήδη από την αρχή της συνοίκησής τους εμφανίσθηκαν ποικίλα προβλήματα τα οποία περιγράφονται στην αγωγή με συνέπεια πλείστα από αυτά να αποτελέσουν αντικείμενα δικαστικών αγώνων, αστικών και ποινικών. Ότι το κρίσιμο αγωγικό επεισόδιο που έλαβε χώρα στις 3.10.2011 εντός του χώρου της προαναφερόμενης πολυκατοικίας διημείφθη   μεταξύ των  ……. και ………. με τη συμμετοχή της δεύτερης ενάγουσας και των λοιπών εναγομένων υπό τις περιστάσεις που αναφέρονται στην αγωγή, όπου και περιγράφονται οι παράνομες και αξιόποινες πράξεις που τελέστηκαν σε βάρος των εναγόντων. Κατόπιν δε αυτών οι ενάγοντες ζητούσαν, μετά τον παραδεκτό  και νομότυπο περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλλουν στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 100.000 ευρώ, στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 250.334,90 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, να υποχρεωθούν οι τελευταίοι να παύσουν στο μέλλον κάθε προσβολής της τιμής και της αξιοπρέπειας τους, άλλως σε περίπτωση μη συμμόρφωσής τους να καταδικαστούν σε χρηματική ποινή 1.000 ευρώ για κάθε άδικη πράξη και σε προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αρχικώς η υπ` αριθμ. 1158/2017 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, με εξαίρεση το κύριο αίτημα να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να παύσουν στο μέλλον κάθε προσβολή της τιμής και της αξιοπρέπειας εις βάρος των εναγόντων, άλλως σε περίπτωση μη συμμόρφωσης να καταδικαστούν σε χρηματική ποινή 1.000 ευρώ για κάθε άδικη πράξη και σε προσωπική κράτηση ενός έτους, καθώς και το παρεπόμενο αίτημα περί κηρύξεως της εκδοθησομένης απόφασης προσωρινά εκτελεστής, τα οποία απέρριψε ως μη νόμιμα, ενόψει του ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την αξίωση παράλειψης προσβολής της προσωπικότητας στο μέλλον είναι η επίκληση στην αγωγή πραγματικών περιστατικών, από τα οποία να προκύπτει η ύπαρξη βάσιμης απειλής και πραγματικού κινδύνου επικείμενης νέας προσβολής της προσωπικότητας του προσβληθέντος (ΑΠ 706/2020, ΑΠ 1797/2008 ΤΝΠ Νόμος), περιστατικά που εν προκειμένω δεν εκτίθενται, καθώς και ενόψει της τροπής του καταψηφιστικού αιτήματος σε εν όλω έντοκο αναγνωριστικό, αντιστοίχως , ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ένδικης αγωγής μέχρις αμετακλήτου περατώσεως των αναφερόμενων στο σκεπτικό αυτής ποινικών δικών με κατηγορούμενους τους εναγομένους.  Ακολούθως, δε, και μετά το πέρας των εκκρεμών ποινικών δικών η αγωγή επαναφέρθηκε εκ νέου προς περαιτέρω συζήτηση, οπότε και εκδόθηκε  αντιμωλία των διαδίκων, η υπ` αριθμ. 654/2022 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση των πρώτου, δεύτερου, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης, έκτης  έβδομης των εναγόμενων να καταβάλλουν εις ολόκληρον ο καθένας: α) στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 5.000 ευρώ και β) στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 3.000 ευρώ με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.  Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες – εναγόμενοι των δύο εφέσεων, οι οποίοι με τις κρινόμενες εφέσεις τους ζητούν την εξαφάνιση της για λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου, καθώς και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, επιπλέον δε, κατά το άρθρο 59 ΑΚ, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί να καταδικάσει τον υπαίτιο και σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του προσβληθέντος και ειδικότερα να τον υποχρεώσει (τον υπαίτιο) σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Προστατεύεται έτσι με τα παραπάνω άρθρα η προσωπικότητα και κατ` επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί, δε, η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών, που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν, μεν, αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι, δε, τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία, που έχει, λόγω της συμμόρφωσής του, με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση, που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματος του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο, όμως, είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης είτε ασκείται καταχρηστικά κατά την έννοια των άρθρων 281 ΑΚ και 25 § 3 του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγο) ηθικής βλάβης εξ αιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1599/2000, ΑΠ 333/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά  ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας (ΑΠ 167/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914,  920 και 932 ΑΚ, ιδίως για την αποκατάσταση της τυχόν υλικής ζημίας του προσβληθέντος (άρθρο 57 παρ. 2 ΑΚ), ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης, είναι η φύση της διάταξης που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου (ΕφΠειρ 386/2020).  Με το ανωτέρω περιεχόμενο, η αγωγή, είναι πλήρως ορισμένη διότι περιέχει όλα τα απαιτούμενα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ στοιχεία, ερευνώμενου του ζητήματος αυτού και αυτεπαγγέλτως. Ειδικότερα, στο δικόγραφο της αγωγής περιγράφεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο η φερόμενη ως παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά  των εναγομένων – εκκαλούντων των δύο εφέσεων, εξαιτίας της οποίας προσβλήθηκε η προσωπικότητα των εναγόντων – εφεσιβλήτων των δύο εφέσεων, χωρίς να απαιτείται να εξειδικεύονται τα κριτήρια καθορισμού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, η οποία προσδιορίζεται κατά εύλογη κρίση του Δικαστηρίου, όπως επίσης και χωρίς να απαιτείται να εξειδικεύονται οι ειδικότεροι λόγοι για τους οποίους οι ενάγοντες θεωρούν ότι τα περιστατικά τα οποία εκθέτει σε βάρος τους οι  εναγόμενοι  στο δικόγραφο της αγωγής, είναι ψευδή.  Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ορισμένη την αγωγή ορθώς εφάρμοσε το νόμο και ειδικότερα τις προαναφερόμενες διατάξεις και, επομένως ο σχετικός λόγος των δύο εφέσεων των εκκαλούντων περί αοριστίας του αγωγικού δικογράφου πρέπει  να απορριφθούν  ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου πριν από την άσκησή του καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκησή του και καθιστούν αυτή μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου επί χρόνο μικρότερο από τον απαιτούμενο για την παραγραφή, καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί κατ’ αυτού, δεν αρκεί καταρχήν να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος. Αν όμως η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις, που συνδέονται με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος, μεταβάλλοντας τη στάση του, επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που έχει ήδη διαμορφωθεί και παγιωθεί, με αποτέλεσμα να επέρχονται δυσμενείς για τα συμφέροντα του υποχρέου επιπτώσεις, χωρίς να είναι απαραίτητο να προκαλούνται αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον ίδιο συνέπειες, τότε η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη. (Ολ.ΑΠ 8/2001, Ολ.ΑΠ 62/1990). Από το συνδυασμό, επίσης, των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ και 262 § 1 Κ.Πολ.Δ προκύπτει, ότι, για την πληρότητα της ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και το παραδεκτό της, από άποψη χρόνου προβολής της, πρέπει, κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, να προβάλλονται τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος, συγχρόνως δε να γίνεται επίκληση από τον ενιστάμενο του γεγονότος ότι τα περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος και να διατυπώνεται αίτημα απόρριψης της αγωγής, με την οποία ασκείται το δικαίωμα για την αιτία αυτή. Συνεπώς, η χωρίς δικαιολογημένη αιτία, κατά τα άρθρα 269 § 2 και 527 Κ.Πολ.Δ, παράλειψη προβολής, κατά την πρώτη συζήτηση στον πρώτο βαθμό, των περιστατικών στα οποία θεμελιώνεται η κατάχρηση δικαιώματος, καθώς και της διατύπωσης αιτήματος απόρριψης της αγωγής ως καταχρηστικής, συνεπάγεται την απόρριψη της ένστασης του άρθρου 281 ΑΚ ως απαράδεκτης, σε περίπτωση προβολής της σε μεταγενέστερη συζήτηση ή στο Εφετείο το πρώτο (Ολ.ΑΠ 472/1983, ΑΠ 2024/2009).  Με τον σχετικό λόγο έφεσης οι εκκαλούντες της υπό κρίση πρώτης έφεσης διατείνονται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ απέρριψε τη σχετική ένσταση  που είχε προβληθεί νομότυπα στο πρώτο βαθμό, συνιστάμενη στο ότι οι εκκαλούντες ήταν αυτοί προκάλεσαν το επεισόδιο που διημείφθη μεταξύ τους και ότι αποδυναμώθηκε το αγωγικό δικαίωμα των εφεσιβλήτων – εναγόντων μετά την πάροδο περίπου πέντε ετών από την εκδήλωση του επεισοδίου. Με το ανωτέρω περιεχόμενο, η ένσταση ορθά απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως μη νόμιμη, αφού δε διαλαμβάνονται τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται από τον επικαλούμενο  κανόνα δικαίου, όπως αυτά αναφέρθηκαν στη ανωτέρω μείζονα σκέψη και, επομένως ο σχετικός λόγος  έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος.

Με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κυρώθηκε με το ν. 53/1974 ορίζεται ότι “1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως……… 2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι, τεκμαίρεται αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του”, το οποίο σε ενωσιακό επίπεδο ισχύει βάσει του άρθρου 6 παρ. 2 Σ.Ε.Ε., σύμφωνα με το οποίο “Η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών”. Ταυτόσημη διατύπωση με την παρ. 2 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. έχει και η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997, κατά το οποίο “κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο”, αλλά και του άρθρου 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., που ορίζει ότι “Κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με το νόμο”. Το τεκμήριο αθωότητας ορίζεται πλέον στο άρθρο 71 ΚΠΔ, σύμφωνα με το οποίο “οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με το νόμο” και είναι συνέπεια της ενσωματώσεως της Οδηγίας 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9.3.2016 “για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παραστάσεως του κατηγορουμένου στην δίκη στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας” με το νόμο 4596/2019. Με τις ως άνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, το οποίο αποτελεί, κατ’ αρχήν, τη δικονομική έκφανση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, συνδεόμενο άμεσα με την αρχή της ενοχής (άρθρα 7.1 Συντ. και 14 ΠΚ). Συνιστά ταυτόχρονα έκφραση της συνταγματικής αρχής του κράτους δικαίου, με την έννοια ότι καθιερώνει υποχρέωση της Πολιτείας και αντίστοιχο δικαίωμα του κάθε εμπλεκομένου στην ποινική διαδικασία προσώπου να αξιώνει την ποιότητα της μεταχειρίσεως που θα επιφυλασσόταν σε έναν αθώο, μέχρις ότου να κηρυχθεί η ενοχή του. Το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο δεν αποτελεί μόνον ένα θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου να τεκμαίρεται αθώος μέχρι τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του, αλλά είναι ταυτόχρονα μία ανεξάρτητη υποχρέωση της πολιτείας, αφού διαθέτει αυτόνομη εγγυητική λειτουργία, με την έννοια ότι, σε περίπτωση προσβολής του, αναιρείται ο δίκαιος χαρακτήρας της δίκης, ακόμη και αν έχουν γίνει σεβαστές όλες οι υπόλοιπες, προβλεπόμενες από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., αρχές και εγγυήσεις, δηλαδή η δημοσιότητα της δίκης, η εκδίκαση της υποθέσεως σε εύλογο χρόνο, η ανεξαρτησία και αμεροληψία του δικαστηρίου, δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στα πλαίσια μιας ποινικής δίκης, αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσεως, όταν αυτό για τις ανάγκες της δίκης ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα που εισάγονται ενώπιόν του, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου. Το τεκμήριο αθωότητας, δηλαδή, πέραν της παραδοσιακής διαδικαστικής – δικονομικής εγγυήσεως που παρέχει, κατοχυρώνει παράλληλα το σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειας του κατηγορουμένου, επεκτείνοντας το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως και εκτός του στενού πλαισίου της ποινικής δίκης, θεωρώντας ότι η μη διακρίβωση της ποινικής ευθύνης ή πολύ περισσότερο η αθώωση του κατηγορουμένου αποτελεί αυτοτελές στοιχείο της προσωπικότητάς του, που τον συνοδεύει εσαεί και πρέπει να γίνεται σεβαστό από τις κρατικές αρχές πέρα από τα στενά όρια της ποινικής δίκης, δηλαδή και σε κάθε άλλο δικαστήριο, είτε ποινικό, είτε πολιτικό. Τέτοια δε αθωωτική ποινική απόφαση είναι κάθε απόφαση που εκδίδεται επί ποινικής υποθέσεως και δεν επιβάλλει στον κατηγορούμενο ποινή, όπως εκείνη που διαπιστώνει πανηγυρικά τη μη τέλεση του εγκλήματος, π.χ. λόγω ελλείψεως στοιχείων της αντικειμενικής ή υποκειμενικής υποστάσεως ή απόφαση που απαλλάσσει τον κατηγορούμενο “λόγω αμφιβολιών” ή απόφαση που αναστέλλει την ποινική διαδικασία ή που παύει την ποινική δίωξη με οποιοδήποτε τρόπο και εξ αιτίας θανάτου ή ανακαλεί την εις βάρος του έγκληση ή ακόμα και αντίστοιχου περιεχομένου βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, δηλαδή κάθε περίπτωση “μη διαπιστωμένης ενοχής”. Απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας σε μεταγενέστερες μη ποινικές διαδικασίες αποτελεί η ύπαρξη συνάφειας – ουσιαστικού συνδέσμου μεταξύ της ποινικής δίκης και της μεταγενέστερης μη ποινικής δίκης, όπως τούτο συμβαίνει όταν ασκείται αγωγή αποζημιώσεως, λόγω αδικοπραξίας, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του ΑΚ. Με τις προαναφερθείσες διατάξεις δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην αστική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ενώ, ούτε και το Σύνταγμα προβλέπει σχετικό δεδικασμένο, αντιθέτως, μάλιστα, προβαίνει σε διάκριση των δικαιοδοσιών. Ειδικότερα, οι διατάξεις των άρθρων 93-96 Συντ. αφενός κατοχυρώνουν τη διάκριση των δικαστηρίων και αφετέρου κατανέμουν μεταξύ τους τη δικαιοδοσία σε διοικητική, πολιτική ή αστική και ποινική, κατ’ αντιστοιχία των προβλεπομένων δικαστηρίων και των υπαγόμενων σε αυτά διαφορών ή και υποθέσεων. Η συνταγματική αυτή πρόβλεψη των ως άνω διακριτών δικαιοδοσιών επιτρέπει, εκτός άλλων, και τη δημιουργία αστικών και ποινικών διαφορών από την ίδια συμπεριφορά ή δραστηριότητα, που υπάγονται ακολούθως στις αντίστοιχες δικαιοδοσίες. Βασική συνέπεια, που αναδεικνύει το ουσιαστικό περιεχόμενο της διακρίσεως των τριών διακριτών δικαιοδοσιών, οι οποίες ενδέχεται να διασταυρώνονται, διατηρώντας όμως την ισοτιμία και την ανεξαρτησία τους, είναι το διακριτό δεδικασμένο των αποφάσεων κάθε δικαιοδοτικής λειτουργίας, το οποίο ορίζεται διαφορετικά από τον αντίστοιχο δικονομικό νομοθέτη (άρθρα: 321 επ. ΚΠολΔ, 57 ΚΠΔ, 197 ΚΔΔ). Οι ρυθμίσεις αυτές επιβάλλουν το δεδικασμένο να είναι, κατ’ αρχήν, δεσμευτικό μόνον εντός της οικείας δικαιοδοσίας, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων να μην αποτελούν δεδικασμένο για την πολιτική δίκη. Αποδεικτική δέσμευση από δικαστικές αποφάσεις άλλων δικαιοδοτικών κλάδων μπορεί να γίνει ανεκτή μόνον όταν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη, είτε σε διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, είτε σε διατάξεις της οικείας δικονομίας. Η συνταγματική, άλλωστε, πρόβλεψη τριών διακριτών δικαιοδοσιών, αποκλείει την ύπαρξη μιας και ενιαίας έννομης τάξεως, στο πλαίσιο της οποίας η κρίση του ποινικού δικαστηρίου, και συγκεκριμένα η αμετάκλητη αθωωτική απόφαση αυτού, αυτόματα και άνευ άλλου τινός, πρέπει να γίνεται αποδεκτή από το αστικό δικαστήριο, το οποίο πρέπει να καταλήξει σε αποτέλεσμα συμβατό με την αθωωτική ποινική απόφαση, και, κατ’ επέκταση, να απορρίψει την αγωγή αποζημιώσεως του παθόντος – ενάγοντος, καθ’ όσον διαφορετικά δημιουργείται ρήγμα της ενιαίας αυτής έννομης τάξεως. Ειδικότερα, στην ποινική δίκη ισχύει το ανακριτικό σύστημα συλλογής των αποδείξεων, σε αντίθεση με το σύστημα διαθέσεως και συζητήσεως της πολιτικής δίκης και του βάρους επικλήσεως και προσκομίσεως των αποδεικτικών μέσων από τους διαδίκους της πολιτικής δίκης. Η προσκόμιση, αυτή και μόνη, της αθωωτικής αποφάσεως του εναγομένου, ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου, θα αρκούσε για να τεθεί εκποδών το υποβληθέν αποδεικτικό υλικό, η δε νομοθετική ρύθμιση για το βάρος των διαδίκων προσκομίσεως και επικλήσεως των αποδεικτικών μέσων, κατ’ άρθρο 237 του ΚΠολΔ, θα καθίστατο κενό γράμμα. Είναι, εξ άλλου, χαρακτηριστικό ότι το τεκμήριο αθωότητας ενεργοποιείται, μόνον όταν προσκομιστεί με επίκλησή της η αθωωτική ποινική απόφαση στο πολιτικό δικαστήριο. Ενώ, στην ποινική δίκη το άρθρο 178 παρ. 2 του ΚΠΔ ορίζει ότι οι δικαστές και εισαγγελείς εξετάζουν αυτεπαγγέλτως όλα τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν την ενοχή ή κατατείνουν στην αθωότητα του κατηγορουμένου και ότι αυτός δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται υπέρ αυτού. Στην ποινική δίκη ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα όχι μόνο να σιωπήσει, αλλά και δικαίωμα μη αυτοενοχοποιήσεως (άρθρο 104 παρ. 1 ΚΠΔ), τα οποία (δικαιώματα) δεν μπορούν να αξιοποιηθούν σε βάρος των υπόπτων και των κατηγορουμένων (άρθρο 104 παρ. 3 ΚΠΔ), ενώ στα πολιτικά δικαστήρια ο εναγόμενος έχει βάρος να απαντήσει επί της αγωγής, είτε αρνούμενος απλά ή αιτιολογημένα είτε υποβάλλοντας ενστάσεις, εάν δε δεν ανταποκριθεί στο βάρος αυτό, το δικαστήριο μπορεί να θεωρήσει ως ομολογημένη την ιστορική βάση της αγωγής (άρθρο 261 ΚΠολΔ). Εξ άλλου, είναι ενδεχόμενο ακόμη και μετά την αθώωση του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη, αυτός, ως εναγόμενος, να ομολογήσει την ιστορική βάση της αγωγής κατά το άρθρο 352 του Κ.Πολ.Δ, σε αντίθεση με την προαναφερθείσα μη αυτοενοχοποίησή του, οπότε το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να θεωρήσει ως αποδεδειγμένη την ιστορική βάση της αγωγής, επί ποινή μάλιστα αναιρετικού ελέγχου, κατ’ άρθρο 559 αριθ. 12 του ΚΠολΔ, και να την δεχθεί κατ’ ουσίαν. Τότε, μάλιστα, δεν θα μπορεί καν να ισχύει το επικαλούμενο τεκμήριο αθωότητας, αλλά ούτε και το ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Επίσης απαιτείται διαφορετικός βαθμός δικανικής πεποιθήσεως για την κήρυξη ενός κατηγορουμένου ενόχου από το ποινικό δικαστήριο σε σχέση με την παραδοχή πολιτικού δικαστηρίου ότι συντελέστηκε ένα αστικό αδίκημα, που είναι συγχρόνως και έγκλημα. Έτσι στην ποινική δίκη, επί αμφιβολιών ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, αυτός κηρύσσεται αθώος, κατ’ εφαρμογήν της αρχής in dubio pro reo, ενώ στην πολιτική δίκη δεν ισχύει η αρχή αυτή, για την κατάφαση δε αν διαπράχθηκε το ταυτιζόμενο με το ποινικό αστικό αδίκημα ο πολιτικός δικαστής πρέπει να σχηματίσει πλήρη και βεβαία δικανική πεποίθηση. Πρέπει, επί πλέον, να τονισθεί ότι επί αθωωτικής αποφάσεως δεν είναι υποχρεωμένος ο δικαστής να διακρίνει ρητώς στο κείμενο αυτής μεταξύ αθωώσεως, οφειλομένης σε πλήρη βεβαιότητα και αθωώσεως, οφειλομένης σε αμφιβολίες. Ως εκ τούτου, η αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου από τα ποινικά δικαστήρια είναι προϊόν άλλων (λιγότερο αυστηρών) αποδεικτικών προϋποθέσεων, ενώ η αντίστοιχη κρίση του πολιτικού δικαστηρίου είναι προϊόν πλήρους δικανικής πεποιθήσεως. Επί αθωωτικής αποφάσεως, το τεκμήριο αθωότητας δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου που οδηγεί υποχρεωτικά σε αποδεικτικό πόρισμα σύμφωνο με την αθωωτική ποινική απόφαση και κατ’ ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος και, συνακόλουθα, σε ουσιαστική απόρριψη της αποζημιωτικής αγωγής, με την αιτιολογία ότι διαφορετικά δημιουργούνται αμφιβολίες για την αθώωση και παραβιάζεται η αρχή του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Μία τέτοια θεώρηση δεν είναι σύμφωνη με τα δογματικά όρια του τεκμηρίου αθωότητας, όπως αυτά προσδιορίσθηκαν ανωτέρω, αλλά προσκρούει και στο Σύνταγμα, αφού έτσι δημιουργείται ένα είδος “αποδεικτικής δεσμεύσεως”, ένα νέο είδος “δεδικασμένου”, μη προβλεπόμενο από τον ισχύοντα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ή από άλλη ουσιαστική διάταξη, άρα ασύμβατο με τη συνταγματική διάκριση των δικαστικών δικαιοδοσιών, από τις οποίες πηγάζει η δικονομική αρχή για τη μη δέσμευση των πολιτικών δικαστηρίων από τις αποφάσεις των ποινικών. Ωστόσο, ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν αποκλείει τις αστικές διεκδικήσεις. Η απαλλαγή, δηλαδή, από την ποινική ευθύνη δεν συνεπάγεται αυτόματα την απαλλαγή από την αστική ευθύνη, ακόμη και στην περίπτωση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, ανεξάρτητα, μάλιστα, από το εάν έληξε ή όχι η ποινική διαδικασία με αθώωση ή παύση της ποινικής διώξεως, δοθέντος ότι μόνο το γεγονός ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της ποινικής διαδικασίας θα χρησιμοποιηθούν στην αστική δίκη, καθώς και ότι βάση της αστικής αξιώσεως για αποζημίωση είναι τα συστατικά στοιχεία του ποινικού αδικήματος, δεν είναι αρκετά για να χαρακτηρισθεί η συναφής (πολιτική) δίκη ως (δεύτερη) ποινική διαδικασία, που απαγορεύεται. Το τεκμήριο αθωότητας, όμως, σημαίνει ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέστηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν μπορεί να αδιαφορήσει για την αθώωση του κατηγορουμένου, ούτε επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει την αθωωτική απόφαση για να αντλήσει από αυτήν επιχειρήματα για την ενοχή του (κατηγορουμένου). Οι παραδοχές και η εν γένει συλλογιστική της πολιτικής αποφάσεως, τόσο στο αιτιολογικό – σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό της, αφού και τα δύο αυτά στοιχεία έχουν το ίδιο δεσμευτικό αποτέλεσμα, δεν πρέπει να θέτουν, άμεσα ή έμμεσα, υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, ιδίως με την επίκληση ότι: α) η αθωότητα του κατηγορουμένου είναι προϊόν αμφιβολιών και όχι βεβαιότητας του δικαστηρίου για την αθωότητά του, β) η απόφαση λήφθηκε κατά πλειοψηφία και όχι ομόφωνα, γ) στηρίχθηκε στη μη απόδειξη του υποκειμενικού στοιχείου του αδικήματος (δόλου), δ) διαφώνησε ο εισαγγελέας της έδρας, ε) κατά της αθωωτικής αποφάσεως ασκήθηκε αναίρεση από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία, όμως, απορρίφθηκε για δικονομικούς – τυπικούς λόγους, κ.ά. Το πολιτικό δικαστήριο, το μεν δεν έχει λόγο να αμφισβητήσει την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, αναγράφοντας στο αιτιολογικό της αποφάσεώς του ότι αυτό έσφαλε ως προς την κρίση του ή ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, το δε δεν εξετάζει την κρίση του ποινικού δικαστηρίου, ούτε τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη το ποινικό δικαστήριο για να καταλήξει στην κρίση του, πολύ δε περισσότερο διότι ο εναγόμενος, κατά τα προεκτεθέντα, δεν δικάζεται δις για την ίδια πράξη. Το πολιτικό, δηλαδή, δικαστήριο πρέπει να παραμείνει εντός των ορίων της πολιτικής δίκης, αποφεύγοντας χαρακτηρισμούς και κρίσεις που σχετίζονται με το ποινικό αδίκημα, εφόσον δεν άπτονται του αντικειμένου της συναφούς πολιτικής δίκης, ώστε να μην δίνεται η εντύπωση ότι ασχολείται όχι μόνο με τις αστικές αξιώσεις, αλλά διερευνά και την τέλεση του ποινικού αδικήματος, διαλαμβάνοντας δηλώσεις καταλογισμού ποινικής ευθύνης στον αμετακλήτως αθωωθέντα, με αναφορά ότι αυτός έχει διαπράξει τα αδικήματα, κατά τον τρόπο που αναφέρονται στο κατηγορητήριο και για τα οποία έχει αθωωθεί ή έχει παύσει γι’ αυτόν η ποινική δίωξη, προσέτι δε λέξεις και εκφράσεις, ιδίως σε περιπτώσεις, που ορισμένοι όροι δεν έχουν αποκλειστικά ποινικό χαρακτήρα, πρέπει να χρησιμοποιούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην τίθεται σε αμφισβήτηση η ορθότητα της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, ενώ η τυχόν διενέργεια προσθέτων αποδείξεων, δηλαδή, η εκτίμηση από το πολιτικό δικαστήριο και νέων αποδείξεων, που δεν είχαν τεθεί υπόψη του ποινικού δικαστηρίου, καθιστά το διαφορετικό αποτέλεσμα, στο οποίο αυτό (πολιτικό δικαστήριο) καταλήγει, περισσότερο δικαιολογημένο   (ΟλΑΠ 4/2005, 7/2006, 2/2013, 1459/2022).

Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, που προσκομίστηκαν νόμιμα από τους διαδίκους με επίκληση του περιεχομένου τους, και ειδικότερα από τις υπ’ αριθ. …./9-1-2017, …/9-1-2017 και ………/9-1-2017 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……………, που εξετάστηκαν επιμελεία των εναγόντων ενώπιον της Ειρηνοδίκου Νίκαιας ……….., αντίστοιχα (βλ. σχετ.υπ’ αριθ. …/3-1-2017, …./3-1-2017,…../3-1-2017, …./3-1-2017, …/3-1-2017, …./3-1-2017, …./3-1-2017, …./3-1-2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς ………. για την από 2-1-2017 κλήση-γνωστοποίηση εξέτασης μαρτύρων, προς τους εναγομένους), και τις υπ’ αριθ. …./23-1-2017, …./23-1-2017 και …./23-1-2017 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……………., που εξετάστηκαν επιμελεία των εναγόντων ενώπιον της συμβολαιογράφου Νικαίας …………., αντίστοιχα (βλ. σχετ. υπ’ αριθ. …./18-1-2017, …./18-1-2017, …./18-1-2017, …./18-1-2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς ………… για την από 17-1-2017 κλήση-γνωστοποίηση εξέτασης μαρτύρων προς αντίκρουση, προς τους πληρεξουσίους δικηγόρους και αντικλήτους των εναγομένων για λογαριασμό τους), οι οποίες λήφθηκαν μετά από νόμιμη γνωστοποίηση στους εναγομένους της ημέρας, της ώρας και του τόπου που οι μάρτυρες θα δώσουν την ένορκη βεβαίωση (άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ), καθώς και από την υπ’ αριθ. ……../19-1-2017 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα …………, που εξετάστηκε επιμελεία των 5ης, 6ης και 7ου εναγομένων ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς ……. (βλ. σχετ. υπ’ αριθ. ………./16-1-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς ……. για την από 13-1-2017 κλήση-γνωστοποίηση εξέτασης μαρτύρων προς αντίκρουση, προς την πληρεξουσία δικηγόρο και αντίκλητο των εναγόντων για λογαριασμό τους), η οποία λήφθηκε μετά από νόμιμη γνωστοποίηση στους ενάγοντες της ημέρας, της ώρας και του τόπου που ο μάρτυρας θα δώσει την ένορκη βεβαίωση (άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ), και οι οποίες λαμβάνονται υπόψη κατά το μέτρο γνώσης και αξιοπιστίας των ως άνω ενόρκως βεβαιωσάντων, συνεκτιμώμενες μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, και από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και της υπ’ αριθ. …../19-1-2012 ένορκης βεβαίωσης του ……… και ….., που ελήφθη ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ……., το γένος …………, με επιμέλεια των εναγόντων, όχι ενόψει της παρούσας δίκης, από τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε μεταξύ των διαδίκων (άρθρα 444 παρ.1 περ.γ΄, 448 παρ.2 και 457 παρ.4 ΚΠολΔ), καθώς επίσης και από όσα συν ομολογούνται μεταξύ των διαδίκων με βάση τα δικόγραφά τους, όπως ειδικότερα αναφέρονται παρακάτω (άρθρα 261, 352 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα ουσιώδη πραγμα­τικά περιστατικά:

Ο πρώτος των εναγόντων και ήδη πρώτος των εφεσιβλήτων της πρώτης των συνεκδικαζομένων εφέσεων ……. τυγχάνει πατέρας της δεύτερης εξ αυτών και ήδη δεύτερης εφεσίβλητης της ίδιας ως άνω έφεσης …….., ενώ από τους λοιπούς διαδίκους, ο πρώτος των εναγομένων και ήδη πρώτος των εκκαλούντων της πρώτης από τις συνεκδικαζόμενες εφέσεις ………. τυγχάνει σύζυγος της τρίτης εξ αυτών και ήδη δεύτερης εκκαλούσας της ίδιας ως άνω έφεσης ……….., ο δεύτερος από τους εναγόμενους και ήδη πρώτος των εκκαλούντων της δεύτερης από τις συνεκδικαζόμενες εφέσεις ……….. τυγχάνει σύζυγος της τέταρτης των εναγόμενων και ήδη δεύτερης εκκαλούσας της ίδιας ως άνω έφεσης ………….., οι δε λοιποί των εναγομένων μη διάδικοι στη παρούσα δίκη τυγχάνουν η  πέμπτη εξ αυτών …….. μητέρα του έβδομου εξ αυτών ……….. και του μη διαδίκου στην παρούσα δίκη ………, συντρόφου της έκτης εξ αυτών, τέλος ο ήδη αποβιώσας αρχικός όγδοος εξ αυτών ήταν εν ζωή πατέρας της τέταρτης των εναγόμενων. Άπαντες οι προαναφερθέντες διάδικοι, πλην της έκτης και ογδόου εκ των εναγομένων, τυγχάνουν συνιδιοκτήτες και κάτοικοι διαμερισμάτων επί πολυκατοικίας κείμενης στο Κερατσίνι Αττικής, επί της οδού ………. Οι τέσσερις πρώτοι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες των συνεκδικαζομένων δύο εφέσεων διαμένουν στον τρίτο (3ο) όροφο της εν λόγω οικοδομής, η πέμπτη και έβδομος των ανωτέρω αναφερομένων εναγομένων στον πρώτο (1ο) όροφο, στον οποίο επίσης καθημερινά μετέβαινε και παρέμενε κατά τη διάρκεια της ημέρας και η έκτη εξ αυτών, ενώ η οικογένεια Λαγού, στην οποία περιλαμβάνονται οι εκκαλούντες των δύο εφέσεων κατά τον επίδικο χρόνο διέμενε στον δεύτερο (2ο) όροφο. Ατυχώς οι σχέσεις των συνιδιοκτητών διαδίκων προσώπων δεν υπήρξαν καλές από την αρχή της συνοίκησής τους, γεγονός το οποίο δημιούργησε πλείστα προβλήματα που κατέληξαν σε δικαστικούς αγώνες  τόσο σε αστικό, όσο και σε ποινικό επίπεδο. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον συγκρούσεων και αντεγκλήσεων μεταξύ των  συνιδιοκτητών της  προαναφερόμενης οικοδομής  έλαβε χώρα το ένδικο συμβάν, όπου κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ο πρώτος ενάγων και ήδη πρώτος εφεσίβλητος της των δύο εφέσεων ……….. έφερε την ιδιότητα του διαχειριστή της εν λόγω πολυκατοικίας. Πλέον συγκεκριμένα, στις 3.10.2011, στο Κερατσίνι Αττικής, στον κοινόχρηστο χώρο του ημιώροφου της ως άνω πολυκατοικίας, και περί ώρα 21:30,  οι ενάγοντες κατέρχονταν τις σκάλες της πολυκατοικίας, προκειμένου να εξέλθουν αυτής. Την ίδια χρονική στιγμή στον κοινόχρηστο χώρο του ημιωρόφου ο πρώτος εναγόμενος και ήδη πρώτος εκκαλών της πρώτης έφεσης  στεκόταν στην είσοδο αυτής, όταν αντιλήφθηκε τη παρουσία των άνω εφεσίβλητων. Αυτός θεώρησε ότι παρακολουθείται από τους εν λόγω εφεσίβλητους, οπότε και κινήθηκε προς τον ημιώροφο όπου οι τελευταίοι στέκονταν. Τότε άρχισε να διαπληκτίζεται με τον πρώτο ενάγοντα και ακολούθως επιτέθηκε εναντίον του, καταφέροντας    επανειλημμένα πλήγματα, χτυπώντας τον, αρχικά, με το κράνος μοτοσικλετιστή, που έφερε μαζί του, στο πρόσωπο και με το γόνατό του στη βουβωνική και κοιλιακή χώρα, με αποτέλεσμα ο ανωτέρω να χτυπήσει το κεφάλι του στον τοίχο και να πέσει κάτω. Στη συνέχεια άρχισε να τον κλωτσά στο κεφάλι και να τον χτυπά με τα χέρια και με τα πόδια του σε διάφορα μέρη του σώματός του. Αποτέλεσμα της βίαιης αυτής συμπεριφοράς του εκ των εναγομένων …… ήταν  ο πρώτος ενάγων ……….. να τραυματιστεί και να υποστεί βαρεία σωματική βλάβη και ειδικότερα, οίδημα στη μετωπιαία χώρα αριστερά, γραμμοειδή εκδορά στην αριστερή υπερόφρυα χώρα, μήκους 0,7 εκ. περίπου, γραμμοειδή εκδορά στο άνω αριστερό βλέφαρο του αριστερού οφθαλμού μήκους 1 εκ. περίπου, γραμμοειδή μικροεκδορά στην αριστερή προωτιαία χώρα, γραμμοειδή εκδορά στην αριστερή δελτοειδική χώρα, μήκους 2 εκ. περίπου, μικροεκδορά στην αριστερή πλάγια θωρακική χώρα, καθώς και κάταγμα ρινός άνευ παρεκτόπισης, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. πρωτ. …./2011, από 31-10-2022 και υπ’ αριθ. ….. ιατροδικαστική έκθεση κλινικής εξέτασης της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πειραιά. Η επίθεση που εκδηλώθηκε σε βάρος ου άνω παθόντος  ………… ενόψει της πολλαπλότητας, της έντασης και της σφοδρότητας των χτυπημάτων που κατάφερε εναντίον του, σε συνδυασμό με τα ευπαθή σημεία του σώματός του προς τα οποία αυτά κατευθύνονταν και πράγματι επλήγησαν (κεφαλή, οφθαλμοί), μπορούσαν να προκαλέσουν σε  αυτόν σοβαρές σωματικές βλάβες (κυρίως εγκεφαλικές), ήτοι βαριά σωματική βλάβη και κίνδυνο για τη ζωή του, δεδομένου ότι κατά την ίδια ιατροδικαστική έκθεση αναφέρεται ότι οι ως άνω κακώσεις παρέχουν τον χαρακτήρα ως εκ θλώντος-αμβλέως οργάνου γενόμενες και είναι χρονικά συμβατές με τον προαναφερόμενο χρόνο του συμβάντος. Επιπλέον, ο ίδιος πρώτος εναγόμενος …….., στον ίδιο ως άνω τόπο και χρόνο, επιτέθηκε και στην δεύτερη ενάγουσα και ήδη δεύτερη εφεσίβλητη της πρώτης έφεσης ………., θυγατέρα του πρώτου των εφεσιβλήτων, η οποία επενέβη με σκοπό να προστατεύσει τον πατέρα της. Τούτο όμως δεν κατέστη εφικτό αφού ο …….. με τη χρήση του προστατευτικού κράνους που έφερε μαζί του άρχισε να κτυπά τη δεύτερη εφεσίβλητη στο πρόσωπο και στον αυχένα της. Επιπλέον την απώθησε βίαια προς τη σκάλα της πολυκατοικίας, με αποτέλεσμα να υποστεί απλή σωματική βλάβη και να προκληθούν σε αυτήν οι κάτωθι σωματικές κακώσεις: εκχύμωση στην πρόσθια επιφάνεια του δεξιού βραχίονα διαστάσεων 2Χ1 εκ., δυο εκδορές στη δεξιά οπίσθια αγκωνιαία χώρα διαστάσεων 0,5Χ0,5εκ. περίπου και 1Χ0,5εκ. περίπου αντίστοιχα, γραμμοειδής εκδορά στη ραχιαία επιφάνεια της δεξιάς άκρας χειρός μήκους 2 εκ. περίπου, εκχύμωση σε αποδρομή στην πρόσθια χώρα του δεξιού γόνατος, απόσπαση επιδερμίδας στη ραχιαία επιφάνεια της δεξιάς άκρας ποδός διαστάσεων 1Χ0,5 εκ. περίπου, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. πρωτ. ……./2011, από 31-10-2022 και υπ’ αριθ. …… ιατροδικαστική έκθεση κλινικής εξέτασης της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πειραιά, σε συνδυασμό με την από 5-10-2011 ιατρική βεβαίωση του Τμήματος Πανεπιστημιακής Χειρουργικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «Ιπποκράτειο», ενώ αναφέρεται επιπλέον ότι η ασθενής αιτιάται αυχεναλγία, άλγος στην οσφυϊκή χώρα και μυαλγία στην κοιλιακή χώρα και ότι οι ως άνω κακώσεις παρέχουν τον χαρακτήρα ως εκ θλώντος-αμβλέως οργάνου γενόμενες και είναι χρονικά συμβατές με τον προαναφερόμενο χρόνο του συμβάντος. Περαιτέρω στο εν λόγω επεισόδιο ακολούθησε και  αποδείχθηκε η συμμετοχή και έτερων φυσικών προσώπων των 2ου έως και 7ου των εναγομένων. Ωστόσο στο πλαίσιο της εκκρεμοδικίας των παρουσών δύο συνεκδικαζομένων εφέσεων διάδικα δεν είναι όλα τα φυσικά πρόσωπα  των εναγομένων της αγωγής, αλλά οι τέσσερεις πρώτοι εξ αυτών και ήδη εκκλούντες ……………με την επισήμανση ότι οι λοιποί εναγόμενοι δεν άσκησαν το ένδικο μέσο της έφεσης μολονότι κοινοποιήθηκε σε αυτούς η εκκαλουμένη απόφαση. Ειδικότερα ο πρώτος εκκαλών της δεύτερης έφεσης, δεύτερος εναγόμενος αποδείχθηκε ότι προσήλθε στο χώρο του επεισοδίου για να παράσχει τη βοήθειά του στον πρώτο εναγόμενο κατά τον χρόνο που ο …….. (ενάγων) είχε ήδη πέσει κάτω στο δάπεδο και δεχόταν τα πλήγματα του ανωτέρω, οπότε και ο ………., άρχισε να τον χτυπά με τα χέρια του στο κεφάλι και ακολούθως να τον κλωτσά με τα πόδια του σε διάφορα μέρη του σώματός του. Περαιτέρω οι δύο δεύτερες εκκαλούσες των δύο εφέσεων, τρίτη και τέταρτη των εναγομένων με τη συνδρομή των λοιπών  μη διαδίκων στη παρούσα δίκη φυσικών προσώπων, κατέφθασαν στο χώρο του επεισοδίου για να συνδράμουν τον πρώτο εναγόμενο σχηματίζοντας  κλοιό γύρω από τον …….., ο οποίος είχε πέσει στο πάτωμα του ημιωρόφου, οπότε και οι συμμετέχοντες εναγόμενοι συνέδραμαν τον επιτιθέμενο …., κατά το χρόνο που αυτός εκδήλωνε την επιθετική του ενέργεια προς τον παθόντα …….., ακινητοποιώντας τον τελευταίο, τραβώντας και απωθώντας τον και εκείνοι. Πλέον συγκεκριμένα η συμμετοχή των δύο εκκαλουσών συνίστατο στην παρεμπόδιση της κίνησης του πεσμένου στο δάπεδο ……., προκειμένου αφενός να μην  δύναται ο τελευταίος να εγερθεί από το δάπεδο και αφετέρου να δέχεται με μεγαλύτερη ευκολία τα πλήγματα που δεχόταν από τον επιτιθέμενο ……… Επιπλέον  οι  ίδιες εκκαλούσες των δύο εφέσεων συνέδραμαν τον τελευταίο το μεν με την λεκτική εκτόξευση ύβρεων και απειλών σε βάρος του άνω παθόντος διώκουσες τη ψυχολογική  κάμψη του παθόντος …….., το δε ενισχυτικά προ τον επιτιθέμενο πρώτο εναγόμενο για να συνεχίσει την ζημιογόνο συμπεριφορά του σε βάρος του άνω παθόντος. Υπό τις συνθήκες αυτές οι εκκαλούντες και των δυο εφέσεων συνέδραμαν στον ξυλοδαρμό του παθόντος …….. με κυρίαρχο ρόλο των δυο πρώτων των  εναγομένων, η  δε κατά τον ως άνω τρόπο παροχή συνδρομής εκ μέρους των λοιπών δύο εκκαλουσών και τρίτης και τέταρτης των εναγομένων στον πρώτο εναγόμενο συνδέεται αιτιωδώς με την πράξη του …….., οπότε και συνέβαλαν καθοριστικά στην επίτευξη και ολοκλήρωση της επίθεσης τελευταίου σε βάρος του ………., αφού δίχως αυτή την αποφασιστική συνδρομή τους δεν θα ήταν δυνατή με βεβαιότητα η διάπραξη της κατά τα ως άνω παράνομης πράξης του πρώτου εναγομένου. Επίσης αποδείχθηκε ότι, κατά τη διάρκεια του επεισοδίου, ο πρώτος των εναγομένων, πρώτος εκκαλών της πρώτης έφεσης, ………, αφαίρεσε από την κατοχή της δεύτερης ενάγουσας και δεύτερης εφεσίβλητης των δύο εφέσεων ……  το κινητό της τηλέφωνο, μάρκας NOKIA, μοντέλο Classic 2700, χρώματος μαύρου, αξίας 79,90 ευρώ, καθώς και τη φωτογραφική μηχανή της, μάρκας Olympus, μοντέλο FE-280, χρώματος βυσσινί, αξίας 255,00 ευρώ, τα οποία παράνομα και με πρόθεση ιδιοποιήθηκε. Και τούτο διότι, εμφορούμενος από το φόβο ότι η άνω παθούσα θα μπορούσε να απαθανατίσει και να μαγνητοσκοπήσει σκηνές από το ένδικο βίαιο συμβάν, προέβη στην πράξη της αφαίρεσης των εν λόγω δύο κινητών πραγμάτων προς αποτροπή κτήσης αποδεικτικών στοιχείων που θα εξέθετε τους ως άνω δράστες ανεπανόρθωτα και θα τους ενέπλεκε σε νομικές διαδικασίες. Περαιτέρω σύμφωνα με τις ίδιες ως άνω αποδείξεις  οι λοιποί εκκαλούντες των δύο εφέσεων πλην του ………., τελούντες εν γνώσει ότι ο τελευταίος πρόκειται να τελέσει το αδίκημα της κλοπής, ήτοι ότι στον προαναφερθέντα τόπο και χρόνο, ενεργώντας με πρόθεση να επιτεθεί στην παθούσα ……. .. και να της αφαιρέσει τα  εν λόγω δύο κινητά πράγματα, της δικής της κυριότητας, με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα και με πρόθεση, τον διευκόλυναν με πρόθεση συνδράμοντάς τον, κατά τη διάρκεια της τέλεσης της πράξης του αυτής,  (κλοπής), δεχόμενοι να κρατήσουν στα χέρια τους, προσωρινά και για λογαριασμό του ………. και διαδοχικά, τις προαναφερθείσες τηλεφωνική συσκευή και φωτογραφική μηχανή, καθόσον την τηλεφωνική συσκευή ο μεν 2ος εξ αυτών, ………., παρέδωσε αρχικά στη σύζυγό του, 4η εξ αυτών, ………, η οποία με τη σειρά της την παρέδωσε άμεσα, περαιτέρω, στη σύζυγο του πρώτου των εναγομένων 3η εξ αυτών, ………… προκειμένου να μην γίνει αντιληπτό από την παθούσα το σημείο στο οποίο βρισκόταν πλέον το ανωτέρω αντικείμενο, ώστε να ολοκληρωθεί και εξασφαλιστεί από τον προαναφερθέντα δράστη η αφαίρεση της κατοχής του κινητού αυτού. Επιπλέον η 3η των εναγομένων, ………., τελώντας εν γνώσει ότι ο σύζυγός της………, πρόκειται να τελέσει το ως άνω περιγραφόμενο αδίκημα της κλοπής, τον διευκόλυνε συνδράμοντάς τον, κατά τη διάρκεια της τέλεσης της πράξης αυτής, δεχόμενη να κρατήσει στα χέρια της, προσωρινά και για λογαριασμό του συζύγου της, πρώτου των εναγομένων, ………., την προαναφερθείσα τηλεφωνική συσκευή, την οποία της παρέδωσε η 4η εξ αυτών, ………., που την είχε παραλάβει από τον σύζυγό της, 2ο εξ αυτών, ………. και ακολούθως στα λοιπά μη διάδικα στη παρούσα δίκη εναγόμενα πρόσωπα, προκειμένου να μη γίνει αντιληπτό από την παθούσα το σημείο στο οποίο βρισκόταν πλέον το ανωτέρω αντικείμενο, ώστε να ολοκληρωθεί και εξασφαλιστεί από τον προαναφερθέντα δράστη η αφαίρεση της κατοχής αυτού. Επίσης, η …….., δεύτερη εκκαλούσα της δεύτερης έφεσης γνωρίζοντας ότι ο συγκατηγορούμενός της …….., πρόκειται να τελέσει το ως άνω αδίκημα της κλοπής στον προαναφερθέντα τόπο και χρόνο, τον διευκόλυνε συνδράμοντάς τον, κατά τη διάρκεια της τέλεσής της, δεχόμενη να κρατήσει στα χέρια της προσωρινά και για λογαριασμό του συγκατηγορουμένου της, ……… την προαναφερθείσα τηλεφωνική συσκευή, την οποία της είχε παραδώσει ο ο πρώτος εκκαλών της ίδιας έφεσης και σύζυγός της συγκατηγορούμενός της …………. και στη συνέχεια να παραδώσει στη …………, δεύτερη εκκαλούσα της πρώτης έφεσης  προκειμένου να μη γίνει αντιληπτό από την παθούσα το σημείο στο οποίο βρισκόταν πλέον το ανωτέρω αντικείμενο, ώστε να ολοκληρωθεί και εξασφαλιστεί από τον πρώτο εκκαλούντα της πρώτης έφεσης ……… η αφαίρεση της κατοχής αυτού. Ακολούθως, οι κατωτέρω ισχυρισμοί του πρώτου των εναγομένων, ……., καθώς και της συζύγου του, 3ης εξ αυτών, ……., και  ήδη εκκαλούντων της πρώτης έφεση που προτάθηκαν νομοτύπως στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και επιλαμβάνονται στο παρόν  δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με σχετικό λόγο έφεσης ότι δηλαδή οι παθόντες συνετέλεσαν από δικό τους πταίσμα στη ζημία και την έκτασή της, διότι καθημερινά τους εξύβριζαν και τους λοιδορούσαν, ενώ δημιουργούσαν πλείστα προβλήματα στη συνοίκησή τους που σχετίζονταν με τη σχέση της οροφοκτησίας, καθώς και ότι ο πρώτος των εναγομένων ευρισκόταν σε άμυνα και αντέδρασε στην επίθεση που δέχθηκε από τους ενάγοντες και από τη μη διάδικο στην παρούσα δίκη ……….., σύζυγο του πρώτου ενάγοντος και μητέρα της δεύτερης ενάγουσας, αντίστοιχα, και για τον λόγο αυτό αμύνθηκε ανταποδίδοντας τα χτυπήματα που δεχόταν εκ μέρους τους, χωρίς να μπορεί να γνωρίζει ποιον χτυπούσε, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν, για το λόγο ότι όπως προέκυψε από τις αποδείξεις ο …… με την εριστική συμπεριφορά του επιτέθηκε στον παθόντα …….. ο οποίος βρέθηκε σε θέση άμυνας, δεχόμενος τη βίαιη συμπεριφορά του πρώτου. Επίσης η  επιχειρούμενη από τους εναγομένους της πρώτης έφεσης τεκμηρίωση της ενστάσεως της ΑΚ 300 στη προηγηθείσα συμπεριφορά της οικογένειας …… από τη συνοίκηση απάντων στην εν λόγω πολυκατοικία κρίνεται απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη δεδομένου ότι δεν αποτελούν περιστατικά τα οποία αφορούν τη παρούσα αντιδικία καθώς  έλαβαν χώρα σε προγενέστερα χρονικά διαστήματα, οπότε και ώφειλαν δια της νομίμου οδού να υπερασπιστούν τα έννομα συμφέροντά τους. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι με την υπ’ αριθ. ΑΤ 1840-2138-2217/2019 απόφαση του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, ο πρώτος εναγόμενος κρίθηκε ένοχος των πράξεων της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, απλής σωματικής βλάβης και κλοπής, οι δε δεύτερος, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη και έβδομος των εναγομένων κρίθηκαν αθώοι των πράξεων για τις οποίες είχαν πρωτοδίκως κηρυχθεί ένοχοι και καταδικαστεί, ήτοι της άμεσης συνέργειας σε επικίνδυνη σωματική βλάβη και σε κλοπή, Σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν στην άνω μείζονα σκέψη η απόφαση αυτή δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη στην παρούσα πολιτική δίκη, ότι οι ανωτέρω εναγόμενοι δεν τέλεσαν την αποδιδόμενη σ’ αυτούς αδικοπραξία. Εν προκειμένω με σχετικό λόγο έφεσης που διαλαμβάνεται στα δικόγραφα των συνεκδικαζομένων δύο εφέσεων οι εκκαλούντες  διατείνονται ότι κατά παράβαση του τεκμηρίου της αθωότητας η εκκαλουμένη απόφαση δεν έλαβε υπόψη της το δεδικασμένο που απορρέει από την προαναφερθείσα ποινική απόφαση δυνάμει της οποίας απηλλάγησαν των κατηγοριών που αναφέρονται παραπάνω. Όμως, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρθηκαν στην μείζονα σκέψη της παρούσας,  η απαλλαγή από την ποινική ευθύνη δεν συνεπάγεται αυτόματα την απαλλαγή από την αστική ευθύνη, ακόμη και στην περίπτωση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, ανεξάρτητα, μάλιστα, από το εάν έληξε ή όχι η ποινική διαδικασία με αθώωση ή παύση της ποινικής διώξεως, δοθέντος ότι μόνο το γεγονός ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της ποινικής διαδικασίας θα χρησιμοποιηθούν στην αστική δίκη, καθώς και ότι βάση της αστικής αξιώσεως για αποζημίωση είναι τα συστατικά στοιχεία του ποινικού αδικήματος, δεν είναι αρκετά για να χαρακτηρισθεί η συναφής (πολιτική) δίκη ως (δεύτερη) ποινική διαδικασία, που απαγορεύεται. Έτσι από την επισκόπηση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης προκύπτει ότι αυτή δεν  αποφάνθηκε άμεσα ή έμμεσα για την ποινική ενοχή   των εκκαλούντων ώστε να ανακύπτει ζήτημα αμφισβητήσεως του παραγομένου τεκμηρίου αθωότητας, αρκούμενη να αξιολογήσει μόνο τα στοιχεία της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης, χωρίς να διαλάβει δηλώσεις καταλογισμού ποινικής ευθύνης για τους αθωωθέντες λόγω αμφιβολιών εναγόμενους. Ακολούθως με βάση τα ανωτέρω πλήρως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά προέκυψε ότι οι εναγόμενοι και εδώ εκκαλούντες των δύο εφέσεων  με την ανωτέρω περιγραφόμενη συμπεριφορά τους, που είχε ως συνέπεια τον τραυματισμό και τις σωματικές κακώσεις αμφοτέρων των εφεσιβλήτων των δύο εφέσεων και της κλοπής σε βάρος της δεύτερης εναγομενης, πληρούται το πραγματικό της αδικοπρατικής συμπεριφοράς και ακολούθως της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας των εναγόντων στις εκφάνσεις της σωματικής ακεραιότητας, της υγείας και της ιδιοκτησίας, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 914, 926, 932 ΑΚ, οπότε και επί παραδοχής δε ως βάσιμης της κρινόμενης αγωγής επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξ αδικοπραξίας οι κρίσιμοι κανόνες δικαίου που εφαρμόσθηκαν και λόγω πληρώσεως του πραγματικού τους δικαιολογούν την επιδίκαση του αιτηθέντος, είναι αυτοί των άρθρων 57, 59, 297, 298, 299, 914, 926, 932, ΑΚ και όχι αυτός του άρθρου 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ (ΟλΑΠ 4/2020 ΤΝΠ Νόμος), ως εσφαλμένα διατείνονται οι εκκαλούντες των δύο εφέσεων. Πρεπει επομένως να απορριφθεί ο σχετικός κοινός λόγος των δύο εφέσεων ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Ακολούθως  ενόψει του είδους της προσβολής, της έκτασης της βλάβης τους, των συνθηκών τέλεσης των αδικοπραξιών των εναγομένων, του βαθμού του πταίσματος αυτών, της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των διαδίκων, και δη των υποχρέων, εκ των οποίων, ο μεν πρώτος εξ αυτών είναι πρώην απασχολούμενος στην Κεντρική Λαχαναγορά Αθηνών και νυν εργάτης στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος, η δε σύζυγός του, τρίτη εξ αυτών είναι δημόσια υπάλληλος, απασχολούμενη στην Περιφέρεια Αττικής στην υπηρεσία καταλληλότητας των τροφίμων, ο δεύτερος εξ αυτών τυγχάνει απόφοιτος της Σ.Μ.Υ.Ν. και υπηρετεί ως Ανθυποπλοίαρχος Π.Ν., η σύζυγός του τέταρτη εξ αυτών είναι ιδιωτική υπάλληλος, απασχολούμενη στο τμήμα πωλήσεων της εταιρείας με την επωνυμία «………….» και έχουν αποκτήσει ένα ανήλικο τέκνο, τον ………, ηλικίας σήμερα 12 ετών (γεννηθείς την 7-11-2008),εκτιμάται ότι έκαστος των παθόντων, εναγόντων, εφεσιβλήτων δικαιούνται βασίμως εύλογης και δίκαιης χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη έναντι των ανωτέρω εναγομένων, ο μεν πρώτος ποσού 5.000 ευρώ, η δε δεύτερη ποσού 3.000,00 ευρώ, για τα οποία οι ανωτέρω υπαίτιοι εναγόμενοι – εκκαλούντες των δύο εφέσεων, ενεχόμενοι άπαντες εις ολόκληρον, ως εκ της συμμετοχής τους στην τέλεση της αδικοπραξίας από κοινού σε βάρος των παθόντων, καθόσον αποδείχθηκε ως άνω ότι η ζημία τους προήλθε από κοινή πράξη των προαναφερομένων εναγομένων υπό την έννοια τη σύμπραξης, του κοινού σχεδιασμού και συνεκτέλεσης των αδικοπραξιών τους σε βάρος των εναγόντων, συγχρόνως, παραλλήλως και διαδοχικώς, αντιστοίχως, ώστε δίχως τη σύμπραξη τους αυτή, δε θα είχε επιτευχθεί αιτιωδώς το ζημιογόνο αποτέλεσμα που επήλθε σε βάρος των εναγόντων, ως άνω αποδείχθηκε (ΑΚ 926 – ΑΠ 59/2019, ΑΠ 1170/2019 ΤΝΠ Νόμος). Τα ποσά αυτά είναι εύλογα, δηλαδή ανάλογα με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της ενδίκου περιπτώσεως, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος), όπως αυτή εξειδικεύεται με την άνω διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης (ΟλΑΠ 6/2009 Αρμ 2009.1162).  Η εκκαλουμένη απόφαση η οποία δέχθηκε τα ίδια για τον προσδιορισμό της έκτασης της ηθικής βλάβης των εναγόντων και τα κριτήρια προσδιορισμού δεν έσφαλε και τα όσα αντίθετα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες της πρώτης έφεσης με τον τελευταίο λόγο αυτής πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους οι συνεκδικαζόμενες δύο εφέσεις.

Κατόπιν όλων των ανωτέρω θα πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές οι εφέσεις και ακολούθως να απορριφθούν κατ’ ουσίαν οι εφέσεις των εκκαλούντων – εναγομένων, να καταδικαστούν αυτοί  στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων κάθε έφεσης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (αρθρ. 183 ΚΠολΔ) σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό και να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου των δύο εφέσεων στο Δημόσιο Ταμείο (αρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις: α) από 15.7.2022 (Γ.Α.Κ. …../Ε.Α.Κ. …../29.7.2022 Πρωτοδικείου Πειραιώς και από 29.7.2022 (Γ.Α.Κ. …./Ε.Α.Κ. …../29.7.2022 Εφετείου Πειραιώς) έφεση και β) από 2.3.2023  (Γ.Α.Κ ΕΑΚ ……/2023 Πρωτοδικείου Πειραιώς και ΓΑ.Κ ΕΑΚ ……./17.7.2023 Εφετείου Πειραιώς) έφεση.

Δέχεται τυπικά αυτές.

Απορρίπτει αμφότερες κατ’ ουσίαν.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εκκαλούντες κάθε έφεσης στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων καθεμιάς από αυτές του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ για κάθε έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παράβολου άσκησης των  δύο εφέσεων  στο Δημόσιο Ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 15η.2.2024  και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση την 29η Φεβρουαρίου 2024, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι  πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                    Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ