Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 115/2024

Αριθμός    115 /2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα    

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη  Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις   ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Αλλοδαπής ασφαλιστικής εταιρείας που φέρει την επωνυμία «………….», εδρεύει στην …….. της Ισπανίας και διατηρεί υποκατάστημα στην Ελλάδα, το οποίο ευρίσκεται στην …….. Αττικής (…………….), με ΑΦΜ ………… κι εκπροσωπείται όπως ορίζει ο νόμος, εν προκειμένω από τον νόμιμο εκπρόσωπο αυτής ………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Δημήτριο Γεωργόπουλο, (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ναυτιλιακής εταιρείας που φέρει την επωνυμία «………», εδρεύει στην ……. Αττικής (οδός ……..), κι εκπροσωπείται όπως ορίζει ο νόμος και 2) Κοινοπραξίας με την επωνυμία «……….», η οποία εδρεύει στον Πειραιά (οδός  ……….), όπως αυτή εκπροσωπείται, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Γεώργιο Τρανακίδη. (ΔΕ Σκορίνης Δικηγορική Εταιρεία).

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  23.6.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2021) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  2816/2022 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από  15.12.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ  ……/2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……/2023) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενης την αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 15.12.2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./4.1.2023 (…../4.1.2023) έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 2816/2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών επί της με αριθμό κατάθεσης …………./7.7.2021 αγωγής και έχει ασκηθεί νομότυπα ενώπιον του γραμματέα του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 του ΚΠολΔ), και είναι εμπρόθεσμη, εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ δεν έχει παρέλθει η μη γνήσια διετής προθεσμία από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 12.9.2022 (518 παρ. 2 του ΚΠολΔ όπως ισχύει μετά το άρθρο ένατο παρ. 4 του ν. 4335/2015 φεκ α 87/23.7.2015), ενώ για το παραδεκτό της έχει καταβληθεί το ηλεκτρονικό παράβολο με αριθμό ………… ύψους 100 ευρώ σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016.  Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).

Με τη με αριθμό κατάθεσης ………../7.7.2021 αγωγή της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η ήδη εκκαλούσα ενάγουσα αλλοδαπή ασφαλιστική εταιρία που εδρεύει στην Ισπανία αλλά διατηρεί υποκατάστημα στην ……….. Αττικής εξέθετε ότι είναι, µέσω υποκαταστήµατος, νοµίµως εγκατεστηµένη στην Ελλάδα και έχει ως αντικείµενο δραστηριότητας την παροχή, µεταξύ άλλων, υπηρεσιών οδικής βοήθειας οχηµάτων. Ότι στο πλαίσιο αυτό συνήψε ως αντασφαλίστρια µε την ασφαλιστική εταιρεία «……………» την από 01-08-2018 σύµβαση οδικής βοήθειας, µε αντικείµενο την ανάληψη από αυτή (ενάγουσα) του συνόλου των κινδύνων του ασφαλιστικού κλάδου Βοηθείας των ασφαλισµένων της «…………….». Ότι ειδικότερα,  βάσει της παραπάνω αντασφαλιστικής σύμβασης ανέλαβε έναντι της καθοριζόμενης στα πλαίσια της σύμβασης αντασφάλισης αμοιβής την υποχρέωση να παρέχει υπηρεσίες προς τους ασφαλισµένους της «………….» για οδική βοήθεια των σχηµάτων τους. Ότι η πρώτη εναγόµενη εταιρεία ήδη πρώτη εφεσίβλητη με έδρα την …….., είναι πλοιοκτήτρια του πλοίου «A» (“Α»), το οποίο έχει ελληνική σηµαία και φέρει ΙΜΟ ……. και αριθµό νηολογίου …… του λιµεναρχείου Πειραιώς και ότι αυτό εκτελεί δροµολόγια µεταξύ των λιµένων Πειραιώς και Αίγινας, µεταφέροντας επιβάτες και αυτοκίνητα από και προς τους λιµένες αυτούς. Ότι η δεύτερη εναγόµενη και ήδη δεύτερη εφεσίβλητη με έδρα τον Πειραιά, είναι κοινοπραξία, η οποία εµφανίζεται προς τους τρίτους ως η εκδότρια των σχετικών εισιτηρίων μεταφοράς οχημάτων μεταξύ των προαναφερόµενων λιµένων και ότι η πρώτη εναγομένη είναι μέλος αυτής. Ότι την 29-06-2020 το ιδιωτικής χρήσεως αυτοκίνητο όχηµα µε αριθµό κυκλοφορίας ……………., το οποίο ανήκει στον ………….., ο οποίος περιλαμβανόταν στους ασφαλισμένους της «…………..» για οδική βοήθεια, της ασφαλίσεως αυτής υπαγόµενης στην προαναφερθείσα αντασφαλιστική σύµβαση οδικής βοήθειας µεταξύ της ……. Ασφαλιστικής και της ιδίας, υπέστη βλάβη και ακινητοποιήθηκε, ενώ το όχηµα βρισκόταν στην Αίγινα. Ότι επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση διότι ο εγκέφαλος του οχήµατος δεν έδινε τις κατάλληλες εντολές, γεγονός που απαιτούσε την ενεργοποίηση του εγκεφάλου του οχήµατος, µέσω του συνεργείου της αντιπροσωπείας, που βρισκόταν εκτός της νήσου Αίγινας. Ότι ο ιδιοκτήτης του οχήματος αιτήθηκε ακολούθως τη χρήση της συγκεκριµένης υπηρεσίας την υποχρέωση µεταφορας του ασφαλισµένου οχήµατος στον τόπο επιλογής του ασφαλισµένου, ήτοι την Αθήνα. Ότι αυτή, προς εκπλήρωση της υποχρέωσής της µετέφερε το προανοφερόμενο όχηµα µε γερανό στο λιµάνι της Αίγινας, όπου το πλοίο ”A” ήταν ελλιµενισµένο, προκειµένου αυτό να µεταφερθεί στο λιµάνι του Πειραιά και να παραληφθεί από εκεί από συνεργείο επιλογής του ασφαλισµένου ιδιοκτήτη του οχήµατος στην Αθήνα. Ότι πράγματι εκδόθηκε από τη δεύτερη εναγομένη κοινοπραξία το σχετικό εισιτήριο και το όχηµα αυτό φορτώθηκε στο πλοίο. Ότι η φόρτωση στο πλοίο και η τοποθέτηση του οχήµατος αυτού στον χώρο εντός του πλοίου, ώστε το όχηµα να παραµείνει ασφαλώς ακινητοποιηµένο και να διατηρείται καλώς κατά τη διάρκεια του ταξιδιού προς Πειραιά, έγινε µε τις υποδείξεις και με ευθύνη των προστηθέντων του πλοιάρχου, οι οποίοι έχουν σχετική γνώση και επιβάλλουν τα κατάλληλα για την ασφάλεια των µεταφερόµενων οχηµάτων µέτρα. Ότι η αναχώρηση του πλοίου από Αίγινα µε κατεύθυνση το λιµάνι του Πειραιά έγινε στις 29-07-2020 και περί ώρα 15:45 και ότι κατά την άφιξη του πλοίου στο λιµάνι του Πειραιά διαπιστώθηκε µεγάλη ζηµία στο πίσω µέρος του οχήµατος αυτού, η οποία φαίνεται ότι προέκυψε από την πρόσκρουση του πίσω µέρους του οχήµατος στις σιδερένιες εσωτερικές επιφάνειες του πλοίου, η οποία έλαβε χώρα µετά την αναχώρηση του πλοίου από την Αίγινα και παρά το γεγονός ότι το εν λόγω όχηµα µε τις υποδείξεις των προστηθέντων του πλοιάρχου ναυτικών είχε τοποθετηθεί και ακινητοποιηθεί ασφαλώς από τον συνεργάτη αυτής εντός του πλοίου. Ότι ειδικότερα, από την πρόσκρουση αυτή στις εσωτερικές σιδερένιες επιφάνειες του πλοίου το όχηµα υπέστη ζηµίες στο οπίσθιο τµήµα του προς αποκατάσταση των οποίων απαιτήθηκε το συνολικό ποσό 13.100,60 ευρώ, συµπεριλαµβανοµένου ΦΠΑ, όπως ειδικότερα το ποσό αυτό αναλύεται στον περιλαµβανόµενο στην αγωγή πίνακα. Ότι η εταιρεία …… Ασφαλιστική κατέβαλε στον ασφαλισµένο προς αποζηµίωσή του ως ιδιοκτήτη του ζηµιωθέντος οχήµατος, κατόπιν συµφωνίας µε αυτόν, το ποσό των 10.000 ευρώ και όχι το ποσό των 13.100,60 ευρώ και ότι η ασφαλιστική εταιρεία αποδέχθηκε την προς αυτή εκχώρηση από τον ιδιοκτήτη του οχήµατος της απαίτησής του κατά της πρώτης εναγοµένης για αποζηµίωσή του. Ότι στη συνέχεια η ασφαλιστική εταιρεία …… Ασφαλιστική µεταβίβασε, με τη σειρά της λόγω εκχωρήσεως, στην ίδια όλα τα δικαιώµατα που αυτή απέκτησε κατά της πρώτης εναγοµένης, από το προαναφερόµενο συµβάν και ότι η παρούσα αγωγή συνιστά αναγγελία προς την πρώτη εναγόµενη της εκχώρησης αυτής. Ότι οι προστηθέντες της πρώτης εναγομένης δεν επιµελήθηκαν, ως όφειλαν την ασφαλή φόρτωση στο πλοίο του οχήµατος, ούτε επιµελήθηκαν της ασφαλούς διατήρησης του φορτίου µε αποτέλεσµα αυτό να υποστεί τις προαναφερόµενες βλάβες. Ότι λόγω της αδικοπρακτικής συµπεριφοράς των εναγοµένων αυτή υπέστη ηθική βλάβη, εξαιτίας της δυσφήµισής της στον επαγγελµατικό της κύκλο και τον κλονισµό της επαγγελµατικής υπόληψής της απέναντι στους ασφαλισµένους πελάτες της, για την ικανοποίηση της οποίας αιτείται το ποσό των 15.000 ευρώ. Ακολούθως αιτήθηκε να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόµενη να της καταβάλει με προσωρινά εκτελεστή απόφαση το συνολικό ποσό των 25.000 ευρώ (10.000 ευρώ + 15.000 ευρώ), νοµιµοτόκως από την άσκηση της  αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει τοπική και υλική αρμοδιότητα και επομένως διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης κρίνοντας ότι πρόκειται περί ναυτικής διαφοράς (άρθρα 3, 14 παρ. 2, 25 παρ, 2, και 33 ΚΠολΔ και 51 παρ. 1 α’, 2, 3Α περ. ε’ του Ν. 2172/1993). Στη συνέχεια όπως απέρριψε ως δικονομικά απαράδεκτη λόγω αοριστίας την αγωγή διότι α) δεν γινόταν σε αυτή σαφής αναφορά των πράξεων ή παραλείψεων των προστηθέντων της πρώτης εναγοµένης, η οποία γεννά την υποχρέωση της τελευταίας προς αποζηµίωση της ενάγουσας αφού ειδικότερα, στην αγωγή αναφερόταν αόριστα και γενικόλογα ότι “οι αρµόδιοι προστηθέντες από την πρώτη εναγόµενη ουδόλως επιµελήθηκαν, ως όφειλαν, την ασφαλή φόρτωση στο πλοίο Α του οχήματος µε αριθµό κυκλοφορίας ………., µάρκας Jeep ούτε επιµελήθηκαν, όπως επίσης είχαν υποχρέωση της καλής και ασφαλούς διατηρήσεως του φορτίου, ήτοι του οχήµατος αυτού, κατά τη διάρκεια του πλου από Αίγινα προς Πειραιά την 29- 07-2020, µε αποτέλεσµα το Όχηµα αυτό να υποστεί τις ζηµίες που προεκτέθηκαν…», χωρίς ειδικότερη αναφορά των ενεργειών στις οποίες οι προστηθέντες της πρώτης εναγόµενης όφειλαν να προβούν και δεν προέβησαν για την εξασφάλιση της ασφαλούς φόρτωσης και της ασφαλούς διατήρησης του φορτίου, β) δεν υφίστατο αγωγικό αίτηµα αναφορικά µε τη δεύτερη εναγόµενη και γ) δεν εξειδικευόταν σε τι αφορά το ποσό των 10.000 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ποσό που ο ασφαλισμένος έλαβε από την ασφαλιστική του εταιρεία, µε αποτέλεσµα (λόγω των ανωτέρω παραλείψεων) να µην είναι δυνατόν στις εναγόμενες ήδη εφεσίβλητες να αμυνθούν και στο, δε, δικαστήριο να ελέγξει τη νοµική βασιµότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα ενάγουσα με τους αναφερόμενους στο δικόγραφο της εφέσεως λόγους παραπονούμενη για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων αιτούμενη την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της.

Κατά το άρθρο 64 παρ. 3 ΚΠολΔ, οι ενώσεις προσώπων και οι εταιρείες χωρίς νομική προσωπικότητα, παρίστανται στο Δικαστήριο με τα πρόσωπα, στα οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των υποθέσεων τους. Από την διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη και προς αυτήν του άρθρου 951 παρ. 1 εδ. β` ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι, όταν πρόκειται για ένωση προσώπων του άρθρου 62 παρ. 2 ΚΠολΔ, η αναγκαστική εκτέλεση (για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων), γίνεται στην κοινή περιουσία τους, προκύπτει ότι οι εταιρείες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, όπως είναι και οι ενώσεις νομικών ή και φυσικών προσώπων με πρόθεση εταιρικής συνεργασίας και ενέργεια εμπορικών πράξεων με εταιρικό σκοπό (κοινοπραξίες), μολονότι δεν είναι αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, μπορούν, κατ’ εξαίρεση του κανόνα της πρώτης παραγράφου του άρθρου 62 ΚΠολΔ, που υπαγορεύτηκε από την ανάγκη της δικονομικής διευκολύνσεως των συναλλασσομένων με την ένωση τρίτων, να είναι διάδικοι και να παρίστανται στο Δικαστήριο με τα πρόσωπα που κατά το καταστατικό τις αντιπροσωπεύουν ή που διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους. Εφόσον δε απονεμήθηκε από το νομοθέτη στις εν λόγω εταιρείες και ενώσεις προσώπων η ικανότητα να είναι διάδικοι, είναι αυτονόητο ότι αυτές είναι και φορείς των κατ’ ιδίαν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μελών τους και κατ’επέκταση νομιμοποιούνται να ενάγουν και να ενάγονται ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτών, χωρίς να είναι αναγκαία η αναγραφή στην αγωγή των ονομάτων των φυσικών προσώπων που απαρτίζουν τη σωματειακή ή την εταιρική ένωση αλλά αρκεί η μνεία της επωνυμίας των ενώσεων αυτών (ΑΠ 1938/2017, ΑΠ 595/2010 δημ. νόμος). Περαιτερω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68 και 73 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι η νομιμοποίηση του διαδίκου, δηλαδή η εξουσία διεξαγωγής του δικαστικού αγώνα για συγκεκριμένη έννομη σχέση, αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης (Α.Π. 55/2020, Α.Π.. 154/2019, Α.Π. 75/2018, Α.Π. 401/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και ερευνάται και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της (Α.Π. 92/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 455/2017, Α.Π. 208/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1617/2011, Νο.Β. 2012, 890). Η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν με την ιδιότητα του υποκειμένου του επίδικου δικαιώματος ή της υπό κρίση έννομης σχέσης, όπως αυτή, ως προς το αντικείμενο και τους φορείς της, καθορίζεται από τον κανόνα του ουσιαστικού δικαίου που καλείται σε εφαρμογή (Ολ.Α.Π. 18/2005, ΕλλΔνη 2005, 706). Για το λόγο αυτό τα γεγονότα στα οποία θεμελιώνεται η (κατά κανόνα η συνήθης) νομιμοποίηση ταυτίζονται με τα περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση και της ιστορικής βάσης της αγωγής (Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σ. 68). Επομένως, νομιμοποιείται καταρχήν ως ενάγων ή εναγόμενος εκείνος που εμφανίζεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο ως δικαιούχος ή υπόχρεος αντίστοιχα (Α.Π. 82/2016, Εφ.Πειρ. 624/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω όμως η επίκληση περιστατικών θεμελιωτικών της νομιμοποίησης καθιστά δυνατή την έκδοση απόφασης επί της ουσίας της διαφοράς, ενώ η έλλειψη συνδρομής της παραπάνω διαδικαστικής προϋπόθεσης συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής, χωρίς περαιτέρω έρευνα από το δικαστήριο (Α.Π. 1736/2017, Εφ.Θεσ. 1221/2017, Εφ.Πειρ. 224/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πατρ. 112/2006, Επισκ.Ε.Δ. 2006, 520, Εφ.Πειρ. 455/2005, Πειρ.Ν. 2005, 361, ΕφΑθ. 5685/1999, ΕλλΔνη 2000, 528). Μάλιστα αν τα πραγματικά περιστατικά που εκθέτει ο ενάγων ως θεμελιωτικά του δικαιώματος που ισχυρίζεται ότι έχει δεν ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, η αγωγή απορρίπτεται ως νομικά αβάσιμη (Α.Π. 1595/2014, Ε.Εμπ.Δ. 2015, 101, Μ. Σταθόπουλος – Κ. Μπέης, Συρροή έλλειψης νομιμοποίησης και νομικώς αβασίμου της αγωγής, γνμδ. σε Δ. 1994, 278 επομ.), ενώ, αν τα πραγματικά περιστατικά των οποίων έγινε επίκληση προς θεμελίωση της νομιμοποίησης επάγονται μεν ως έννομη συνέπεια την κτήση του επίδικου δικαιώματος και τη γέννηση της αντίστοιχης υποχρέωσης αλλά παραμείνουν αναπόδεικτα κατά το στάδιο της έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, αυτή απορρίπτεται κατ’ ουσία (Α.Π. 199/2017, Α.Π. 455/2017, Α.Π. 1157/2015, Α.Π. 60/2010, Εφ.Πειρ. 19/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) λόγω ανυπαρξίας του δικαιώματος (Α.Π. 40/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Προϋποτίθεται βέβαια ότι τα στοιχεία της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης έχουν εκτεθεί στο αγωγικό δικόγραφο με πληρότητα, ώστε να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, διότι στην αντίθετη περίπτωση, αν οι ελλείψεις δεν συμπληρωθούν παραδεκτώς κατ’ άρθρα 224 και 227 Κ.Πολ.Δ, η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας (Α.Π. 1278/2017, Α.Π. 77/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 632/2014, Δ.Ε.Ε. 2014/1066, Α.Π. 117/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης εφέσεως της η εκκαλούσα προβάλλει παράπονο για την κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ως προς τη μη συνδρομή της διαδικαστικής προϋπόθεσης της παθητικής νομιμοποίησης της δεύτερης εναγομένης κοινοπραξίας και ήδη δεύτερης εφεσίβλητης. Ειδικότερα παραπονείται επειδή η αγωγή απορρίφθηκε ως αόριστη ως προς τη δεύτερη εναγομένη επειδή ως προς αυτήν δεν υπήρχε αίτημα καθώς ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη της τον αγωγικό ισχυρισμό της ότι η δεύτερη εναγομένη ήταν η εκδότρια του εισιτηρίου και επομένως θα μπορούσε να προκύψει ότι εντέλει ήταν αυτή η εκναυλώτρια υπόχρεη προς αποζημίωση της κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή. Όμως σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη που προηγήθηκε απαιτείται για την παθητική νομιμοποίηση και της κοινοπραξίας που μπορεί, κατ’ εξαίρεση του κανόνα της πρώτης παραγράφου του άρθρου 62 ΚΠολΔ, να παρίσταται στο Δικαστήριο με τα πρόσωπα που κατά το καταστατικό την αντιπροσωπεύουν, να υπάρχει και ως προς αυτή αίτημα και δεν αρκεί να αναφέρεται ότι ομόδικος της είναι μέλος αυτής. Τα πραγματικά αυτά γεγονότα στα οποία θεμελιώνεται η (κατά κανόνα η συνήθης) νομιμοποίηση ταυτίζονται με τα περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση και της ιστορικής βάσης της αγωγής και για να κριθεί ότι συντρέχει η διαδικαστική προϋπόθεση της παθητικής νομιμοποίησης πρέπει να προκύπτει ο σύνδεσμος της εδώ ενάγουσας ήδη εκκαλούσας με κάθε μια από τις εναγόμενες, και στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπήρχαν καθόλου αυτά τα πραγματικά περιστατικά αφού δεν υπήρχε καν αίτημα περί καταβολής του αιτούμενου με την αγωγή χρηματικού ποσού και από τη δεύτερη εναγομένη και εδώ εφεσίβλητη. Συνεπώς κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η αγωγή είναι αόριστη ως προς την δεύτερη εναγομένη διότι δεν υφίστατο ως προς αυτή αίτημα και συνεπώς βασικό στοιχείο για την θεμελίωση καταρχάς της διαδικαστικής προϋπόθεσης της παθητικής νομιμοποίησης, ορθά ερμήνευσε το νόμο και συνεπώς τα όσα περί του αντιθέτου αναγράφονται στο σχετικό τρίτο λόγο εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Με το ν. 2107/1992 κυρώθηκε από την Ελλάδα η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών της 25-8-1924, για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές και τα τροποποιητικά αυτής πρωτόκολλα της 23-2-1968 και της 21-12-1979 (Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ). Από τις διατάξεις των άρθρων 1 περ. β’, 2 παρ. 1-2, 3 παρ. 1, 5 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της άνω Δ.Σ, που εφαρμόζονται στην Ελλάδα από 23-6-1993, προκύπτει ότι αυτές έχουν ισχύ α) στις θαλάσσιες μεταφορές στις οποίες τα λιμάνια φόρτωσης και εκφόρτωσης βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη και εφόσον καλύπτονται από φορτωτική ή άλλο παρόμοιο έγγραφο που αποτελεί τίτλο για θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων και β) στις θαλάσσιες μεταφορές μεταξύ ελληνικών λιμένων είτε εκδόθηκε φορτωτική είτε όχι (Α.Π. 343/2019, Α.Π. 376/2008, Εφ.Θεσ. 1241/2019, Εφ.Πειρ. 738/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κιάντου – Παμπούκη, Η κύρωση των Κανόνων Χάγης – Βίσμπυ και το δίκαιο της ναυλώσεως, Ε.Ν.Δ. 21, 287 επ.). Οι κανόνες Χάγης – Βίσμπυ (όπως ονομάζονται οι ρυθμίσεις της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων των Βρυξελλών) στα άρθρα 3 παρ. 1 και 4 παρ. 1 θεσπίζουν τη νόθο αντικειμενική ευθύνη του μεταφορέα, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης του φορτίου, ο τελευταίος έχει το βάρος της απόδειξης του ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα. Η διαβάθμιση του πταίσματος είναι όμοια με αυτή του αστικού δικαίου στη συμβατική ευθύνη (ΑΚ 330, 334), δηλαδή ο μεταφορέας ευθύνεται για δόλο, βαριά και ελαφριά αφηρημένη αμέλεια. Η ελαφριά αφηρημένη αμέλεια έχει την έννοια της μη καταβολής της επιμέλειας του μέσου συνετού μεταφορέα. Η ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα αφορά καταρχήν τις απώλειες ή βλάβες πραγμάτων, αν και τούτο δεν αναφέρεται ρητά στο άρθρο 4 των κανόνων Χάγης – Βίσμπυ. Ο μόνος περιορισμός είναι ότι η απώλεια ή η βλάβη πρέπει να αναφύει σε συνάφεια με τη φόρτωση, μεταχείριση, στοιβασία, μεταφορά, φύλαξη, φροντίδα και εκφόρτωση των πραγμάτων (άρθρο 2 της Σύμβασης). Σύμφωνα με τους κανόνες Χάγης – Βίσμπυ (άρθρο 1 περ. ε) η θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων καλύπτει μόνο τη χρονική περίοδο της θαλάσσιας αποστολής, που αρχίζει από τη φόρτωση των εμπορευμάτων και τελειώνει με την εκφόρτωση τους. Έτσι η Σύμβαση δεν καλύπτει ευθύνη του μεταφορέα για τα ακραία στάδια της μεταφοράς, δηλαδή από την παράδοση των πραγμάτων μέχρι την παραλαβή τους από τον παραλήπτη, για τα οποία έγκυρα αυτός μπορεί να συμφωνήσει μείωση ή απαλλαγή από την ευθύνη του για απώλειες ή βλάβες που επέρχονται κατά τη διάρκεια των δύο αυτών φάσεων της μεταφοράς (άρθρο 7 των κανόνων). Το βάρος της απόδειξης για την ύπαρξη της απαλλακτικής ρήτρας έχει ο εναγόμενος μεταφορέας, με βάση την αρχή της νόθου αντικειμενικής ευθύνης. Περαιτέρω κατά το άρθρο 3 παρ. 2 της Σύμβασης η φόρτωση και η στοιβασία, που συνίσταται στην τοποθέτηση και τη διευθέτηση των εμπορευμάτων μέσα στο κύτος του πλοίου ή στους ορισμένους χώρους για την υποδοχή τους και στη στερέωση αυτών με κάθε πρόσφορο τρόπο, εκτελείται από το μεταφορέα που είναι υπεύθυνος για κάθε επιμέλεια. Ακόμα και αν ο μεταφορέας προσέλαβε στοιβαστές, προκειμένου να εκτελέσουν το έργο, δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη για τις πράξεις τους ή την ανεπιτήδεια στοιβασία τους. Περαιτέρω κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. ια` της Σύμβασης προστηθέντες του μεταφορέα είναι όλα τα πρόσωπα που βρίσκονται στην υπηρεσία του και συμβάλλουν στην εκπλήρωση της υποχρέωσης του να μεταφέρει τα πράγματα, σ`αυτούς δε περιλαμβάνονται ο πλοίαρχος, το πλήρωμα, ο πλοηγός, οι υπάλληλοι του μεταφορέα στη ξηρά, ο πράκτορας, ο ναυλομεσίτης, ο φορτοεκφορτωτής, ο στοιβαδόρος (Ι. Κοροτζή Ναυτικό Δίκαιο 2ος τόμος 2005, παραγρ. 2, 3, 4, 6, 7 σελ. 15 επ.). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 περίπτωση θ` της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, που θεσπίζει περίπτωση ανεύθυνου «ούτε ο μεταφορέας ούτε το πλοίο ευθύνονται για απώλεια ή ζημία που προέρχεται από … πράξη ή παράλειψη του φορτωτή ή του κυρίου των πραγμάτων ή του αντιπροσώπου του ή εκπροσώπου του». Η επίκληση του απαλλακτικού αυτού λόγου συνιστά ένσταση αποδεικτέα από τον μεταφορέα (Ι.Κοροτζή, όπ. π. παραγρ. 7.2.15 σελ. 34). Εκτός από τα βασικά πρόσωπα που μετέχουν στη σύμβαση μεταφοράς, δηλαδή τον αποστολέα ή φορτωτή, τον αγωγιάτη ή μεταφορέα και τον παραλήπτη, μπορεί να παρεμβληθεί και τέταρτο πρόσωπο, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς, ο οποίος διαφέρει από το μεταφορέα κατά το ότι ο τελευταίος διενεργεί ο ίδιος τη μεταφορά, ενώ ο παραγγελιοδόχος αναλαμβάνει τη μέριμνα απέναντι στο φορτωτή ή παραλήπτη να εξεύρει μεταφορέα, με τον οποίο συνάπτει ο ίδιος τη σύμβαση μεταφοράς στο όνομα του μεν αλλά για λογαριασμό του παραγγελέως – αποστολέα ή φορτωτή (Ολομ. ΑΠ 33/1998 Ελλ. Δικ. 39.1262 = Νοβ. 40.245, Εφ. Πειρ. 299/1996 ΕΝΔ 24.277, Εφ. Αθ. 7130/1995 ΕΕμπΔ 1995.593, Γεωργακόπουλου: Εμπορικό Δίκαιο παρ. 20, Λιακόπουλος: Γενικό Εμπορικό δίκαιο 1998 σελ. 99, Ψυχομάνης: Ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς ΕΕΝ 1987.325). Κατά την κρατούσα άποψη τα ισχύοντα στην παραγγελία μεταφοράς του ΕμπΝ έχουν ανάλογη εφαρμογή και στη θαλάσσια μεταφορά, ενόψει του ότι οι διατάξεις του ΚΙΝΔ για τη ναύλωση και των Κανόνων Χάγης – Βίσμπυ δεν περιέχουν διατάξεις για τους παραγγελιοδόχους που μεσολαβούν στη ναύλωση ή τη θαλάσσια μεταφορά (ΑΠ 89/2005 Ελλ.Δνη 2005.1454 = ΕΕμπΔ 2005.372). Έτσι ο εναγόμενος παραγγελιοδόχος θαλάσσιας μεταφοράς ευθύνεται μόνο για τους ίδιους λόγους που ευθύνεται και ο θαλάσσιος μεταφορέας ως εγγυητής των πράξεων αυτού ή του μεσολαβούντος άλλου παραγγελιοδόχου θαλάσσιας μεταφοράς, δηλαδή για την αυτή πραγματική και νομική αιτία (Εφ. Πειρ. 703/2006 ΔΕΕ 2006.1289, 305/2005 Πειρ. Νομ. 2005.205 = ΕΝΔ 2005.101 = ΕΕμπΔ 2005.793, Εφ. Πειρ. 286/2004 ΕΝΔ 32.27). Συνεπώς, αφού η ευθύνη του παραγγελιοδόχου μεταφοράς ως εγγυητή της μεταφοράς εξομοιώνεται με την ευθύνη του μεταφορέα, έπεται ότι (ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς) μπορεί να επικαλεστεί για την απαλλαγή του τους ίδιους λόγους ανεύθυνου, τους οποίους μπορεί να επικαλεσθεί και ο μεταφορέας (ΑΠ 303/1992 ΕΕμπΔ ΜΓ.563, ΑΠ 134/1991 ΕΕμπΔ MB.92). Τα όσα εκτέθηκαν παραπάνω ισχύουν και όταν η αγωγή ασκείται από τον ασφαλιστή των εμπορευμάτων, σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστέου κινδύνου και πληρωμής απ` αυτόν της ζημίας του ασφαλισμένου, αφού υποκαθίσταται κατ` άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2496/1997 στα δικαιώματα του ασφαλισμένου (Εφ. Πειρ. 305/2005 όπ.π, Εφ. Πειρ. 142/2003 ΕΕμπΔ 2003/680). Επομένως ο νόμιμος κομιστής της φορτωτικής, δηλαδή ο παραλήπτης ή ο υποκατασταθείς στα δικαιώματα του ασφαλιστής δικαιούται να στραφεί κατά του θαλάσσιου μεταφορέα και κατά του παραγγελιοδόχου μεταφοράς και να ζητήσει εις ολόκληρο απ` αυτούς αποζημίωση για την απώλεια ή βλάβη του φορτίου επικαλούμενος για το ορισμένο της αγωγής την κατάρτιση της σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς, την παράδοση και την απώλεια του φορτίου με τη συνακόλουθη ζημία και την αξία των εμπορευμάτων, που υπολογίζεται με έναν από τους προαναφερόμενους τρόπους (Εφ. Πειρ. 830/2004 ΕΝΔ 32.294, Εφ. Πειρ. 216/2003 Πειρ. Νομ. 25.196). Περαιτέρω κατά την εκτέλεση της σύμβασης είναι δυνατόν να ανακύψει αδικοπραξία των αντισυμβαλλομένων έναντι αλλήλων, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη είναι υπαίτια και παράνομη και χωρίς τη συμβατική σχέση (Ολομ. ΑΠ 967/1973 Νοβ. 22.505, ΑΠ 465/1995 Νοβ. 43.543, ΑΠ 19/1993 Νοβ. 41.1069, ΑΠ 1580/1992 Ελλ. Δικ. 1994.369, ΑΠ 1741/1987 ΕΕΝ 1988.906). Υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται κάποια σύμβαση, μπορεί πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη (Ολομ. ΑΠ 967/1973 Νοβ. 22.505, ΑΠ 555/1999 Ελλ. Δικ. 2000.87). Στην περίπτωση αυτή υπάρχει συρροή συμβατικής και εξωσυμβατικής (αδικοπρακτικής) ευθύνης, ο δε δανειστής έχει το δικαίωμα (τη διακριτική ευχέρεια) να στηρίξει τη σχετική αξίωση του για αποζημίωση είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία είτε επιβοηθητικά και στις δύο (ΑΠ 555/1999 Ελλ. Δικ. 2000. 87). Ειδικότερα επί θαλλάσιας μεταφοράς, που διέπεται από τους κανόνες Χάγης-Βίσμπυ, περίπτωση κατά την οποία αντιμετωπίζεται συρροή συμβατικής και αντισυμβατικής ευθύνης του εκναυλωτή-θαλάσσιου μεταφορέα είναι η απώλεια ή βλάβη των μεταφερόμενων πραγμάτων. Κατά την κρατούσα στη θεωρία και τη νομολογία άποψη η μη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προφύλαξη του φορτίου αποτελεί απλή συμβατική παράλειψη του εκναυλωτή-θαλάσσιου μεταφορέα και των προστηθέντων αυτού προσώπων. Ως εκ τούτου η συμπεριφορά αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πράξη παράνομη και υπαίτια, χωρίς την ύπαρξη της σύμβασης ναύλωσης-θαλάσσιας μεταφοράς και συνεπώς δεν υπάρχει εν προκειμένω αδικοπραξία (Εφ. Πειραιώς 76/2006 Πειρ. Νομ. 2006.466 = ΕΝΔ 2006.278, Εφ. Πειρ. 286/2004 ΕΝΔ 32.27, Εφ. Πειρ. 106/1994 ΕΝΔ 22.375, Εφ. Πειρ. 1741/1990, Εφ. Πειρ. 604/1979 ΕΝΔ 7.540, Γ. Θεοχαρίδη: «Η Αδικοπρακτική Ευθύνη του Θαλάσσιου Μεταφορέα» έκδ. 2000, σελ. 128, 129, Εισήγηση Ι. Βρέλλου: «Η ευθύνη προς αποζημίωση στο Ελληνικό και το Διεθνές Ναυτικό Δίκαιο» στον τόμο 4ο Διεθνές Συνέδριο Ναυτικού Δικαίου 6 – 9/6/2001 σελ. 56 – 57). Επί αγωγής αποζημίωσης του ασφαλιστή των εμπορευμάτων, σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου και πληρωμής απ` αυτόν της ζημίας του ασφαλισμένου, με συνέπεια την υποκατάσταση του πρώτου στα δικαιώματα του δεύτερου λόγω της ζημίας, ο νόμιμος κομιστής της φορτωτικής ή ο υποκατασταθείς στα δικαιώματα του ασφαλισμένου ασφαλιστής δικαιούται να στραφεί κατά του θαλάσσιου μεταφορέα καθώς και κατά του παραγγελιοδόχου μεταφοράς και να ζητήσει αποζημίωση για την απώλεια ή βλάβη του φορτίου. Για το ορισμένο της αγωγής του ασφαλιστή απαιτείται μόνο να επικαλεστεί στο δικόγραφο της: α) την κατάρτιση των συμβάσεων παραγγελίας και θαλάσσιας μεταφοράς, β) την παράδοση και την απώλεια ή βλάβη του φορτίου με τη συνακόλουθη ζημία και αξία των εμπορευμάτων υπολογιζόμενη με τους τρόπους, που προαναφέρθηκαν και γ) την καταβολή του ασφαλίσματος στον ασφαλισμένο σε εκτέλεση της υφιστάμενης ασφαλιστικής σύμβασης. Ο ειδικός προσδιορισμός της αξίας των απολεσθέντων και βλαβέντων πραγμάτων, δηλαδή η αναφορά μιας από τις προεκτεθείσες αξίες αυτών και όχι υποχρεωτικά της προηγούμενης είναι ουσιώδες και αναγκαίο στοιχείο της ιστορικής βάσης της σχετικής αγωγής αποζημίωσης (ΕφΠειρ 631/2007 ΕΝΑΥΤΔ 2008/26, Εφ. Πειρ. 447/2005 ΕΝΔ 2005.331, Εφ. Πειρ. 142/2003 ΕΕμπΔ 2003.680 Εφ. Πειρ. 160/2003 ΕΝΔ 2003.261). Με τον πρώτο λόγο εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου καθόσον απορρίφθηκε ως αόριστη η αγωγή της η οποία ισχυρίζεται ότι ήταν πλήρως ορισμένη με βάση τη συμβατική σχέση της εκναυλώσεως και ότι με βάση τις διατάξεις 112 και 134 του προϊσχύοντος ΚΙΝΔ αυτή ως υποκαθιστάμενη στη θέση του ζημιωθέντος μετά τις εκχωρήσεις που μεσολάβησαν από τον ασφαλισμένη στην ασφαλιστική εταιρία και από την τελευταία στην ίδια δεν όφειλε να αναφέρει ποια ήταν τα απαιτούμενα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν από τον εκναυλωτή του οποίου η ευθύνη είναι συμβατική και νόθος αντικειμενική. Συναφής είναι και ο δεύτερος λόγος εφέσεως με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι κατ’εσφαλμένη εφαρμογή νόμου κρίθηκε ως αόριστο το αγωγικό αίτημα ποσού 10.000 ευρώ το οποίο καταβλήθηκε από την ασφαλιστική εταιρία στον ασφαλισμένο της, αφού ουδεμία διευκρίνιση ως προς το ποσό αυτό χρειαζόταν καθόσον ήταν μέρος της ζημίας του ασφαλισμένου και καταβλήθηκε μετά από συμφωνία τους λόγω επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης και ως προς το οποίο αυτή υποκαταστάθηκε μετά τις διαδοχικές και αναφερόμενες στην αγωγή εκχωρήσεις, και ότι ανέφερε ότι ως προς την τελευταία αναγγελία αποτελούσε η κοινοποίηση της αγωγής. Μάλιστα το γεγονός ότι στην αγωγή αναφερόταν η ιδιότητα της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας ως αντασφαλίστριας αποτελούσε από μόνο του προσδιορισμό του αγωγικού αιτήματος χωρίς να χρειάζεται περαιτέρω αναλυτική εξειδίκευση, δεδομένου ότι η αντασφάλιση είναι μια σύμβαση με βάση την οποία μια ασφαλιστική εταιρία αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει, έναντι οικονομικού ανταλλάγματος (αντασφαλίστρου), άλλη ασφαλιστική εταιρία για το σύνολο ή μέρος της απώλειας που η δεύτερη έχει υποστεί στο πλαίσιο ασφαλιστικών συμβάσεων που συνάπτει (βλ. ενδ. Ψωμά Αντασφάλιση διπλ. Εργασία Τμήμα Στατιστικής Πανεπιστημίου Αιγαίου, σελ. 51), δηλαδή αποτελεί ασφάλιση ζημίας και όχι κινδύνου. Περαιτέρω να σημειωθεί ότι αλυσιτελώς γίνεται επίκληση του προϊσχύοντος ΚΙΝΔ αφού η θαλάσσια μεταφορά μεταξύ ελληνικών λιμένων διέπεται μετά το 2007 από τους κανόνες της σύμβασης Χάγης Βίσμπυ, οι οποίοι όμως είναι παρόμοιοι με αυτούς του ΚΙΝΔ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η αγωγή κατά την συμβατική βάση και την ενδοσυμβατική ευθύνη είχε με βάση τους προαναφερόμενους κανόνες της σύμβασης Χάγης Βίσμπυ το αναγκαίο περιεχόμενο και συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκρινε ως αόριστη την αγωγή και το αγωγικό αίτημα των 10.000 ευρώ ερμήνευσε εσφαλμένα τις προαναφερόμενες διατάξεις. Συνεπώς κατά παραδοχή των συναφών πρώτων δύο λόγων εφέσεως θα πρέπει κατά το κεφάλαιο αυτό της ενδοσυμβατικής ευθύνης του εκναυλωτής εκ της θαλάσσιας μεταφοράς που έχει εκχωρηθεί από την ασφαλίστρια η οποία κατέβαλε το ποσό των 10.000 ευρώ στον ασφαλισμένο της και υποκαταστάθηκε, στην εκκαλούσα παραγγελιοδόχο μεταφοράς, και ως προς την πρώτη θαλάσσια μεταφορέα να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να κρατήσει το παρόν δικαστήριο και να δικάσει την υπόθεση στη ουσία της (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επειδή το ένδικο μέσο γίνεται δεκτό κατ’ουσίαν έστω και κατά ένα μέρος θα πρέπει σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου εφέσεως στην εκκαλούσα. Επιπλέον για το ενιαίο του τίτλου θα εξαφανιστεί και η διάταξη περί δικαστικών εξόδων της πρωτοβάθμιας απόφασης, αφού οι εναγόμενες είχαν κοινή παράσταση. Αντιθέτως η αγωγή δεν ήταν νόμιμη κατά τη βάση της αδικοπρακτικής ευθύνης αφού η μη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προφύλαξη του φορτίου αποτελεί απλή συμβατική παράλειψη του εκναυλωτή – θαλάσσιου μεταφορέα και των προστηθέντων αυτού προσώπων και ως εκ τούτου η συμπεριφορά αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πράξη παράνομη και υπαίτια, χωρίς την ύπαρξη της σύμβασης ναύλωσης – θαλάσσιας μεταφοράς και συνεπώς δεν υπάρχει σε αυτή την περίπτωση αδικοπραξία. Επομένως μη νόμιμο ήταν το αίτημα περί ηθικής βλάβης ενώ πρέπει να αναφερθεί ότι κατά τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 εδάφ. β` των Κανόνων Χάγης – Βίσμπυ (και των άρθρων 139, 140 ΚΙΝΔ), αποκαταστατέα είναι η αξία των βλαβέντων εμπορευμάτων στον τόπο και το χρόνο εκφόρτωσης και όχι το κατ` άρθρο 298 ΑΚ διαφυγόν κέρδος, ή άλλη περαιτέρω ζημία θετική ή αποθετική, που προκύπτει από βλάβη ή απώλεια του πράγματος ή από τη στέρηση του κέρδους ή της ωφέλειας από τη χρησιμοποίηση του, τούτο δε είτε η βλάβη ή απώλεια προέκυψε από ενδοσυμβατική ή εξωσυμβατική ευθύνη (Εφ. Πειρ. 672/2005 Πειρ. Νομ. 2005.513). Όμως επειδή η κρατούσα θεωρητική θέση είναι ότι η απόρριψη της αγωγής ως νόμω αβάσιμης είναι απόρριψη επί της ουσίας, διότι το δεδικασμένο της απορριπτικής απόφασης καταλαμβάνει αυτοτελώς της ουσία της διαφοράς, αφού περιλαμβάνεται κρίση για το ζήτημα, εάν τα εκτιθέμενα στην αγωγή γεγονότα βάσει των οποίων επιδιώκεται η επέλευση κάποιας έννομης συνέπειας, πληρούν ή όχι το πραγματικό του κανόνα δικαίου που οδηγεί στην εν λόγω έννομη συνέπεια (Μπέης Πολιτική Δικονομία άρθρο 534, Μακρίδου Η αόριστη αγωγή σελ. 140, σημ 62, Νίκας έννομο συμφέρον σελ. 194), το παρόν δικαστήριο δεν μπορεί να αντικαταστήσει ή να συμπληρώσει (πράγμα ανεπίτρεπτο διότι οδηγεί σε άλλο διατακτικό) κατά τα παραπάνω ζητήματα τις αιτιολογίες της εκκαλουμένης χωρίς έφεση των εφεσιβλήτων διότι αυτό θα οδηγούσε σε χειροτέρευση της θέσης της εκκαλούσας. Λεκτέον ότι το ελληνικό δίκαιο κρίνεται εφαρμοστέο κατά το άρθρο 25 του ΑΚ ως αρμόζον στις συνθήκες τόσο ως προς τη θαλάσσια μεταφορά, αλλά τις συμβάσεις εκχώρησης και υποκατάστασης του ασφαλιστή και αντασφαλιστη και παραγγελειοδόχου μεταφοράς και επομένως έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 85επ. 90, 95, 96 και 98 του ΕΝ, 158, 455, 456, 457, 458, 460, 461 του ΑΚ. Να σημειωθεί ότι οι προτάσεις ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατατέθηκαν εμπροθέσμως εντός της 100ήμερης προθεσμίας του άρθρου 237 του ΚΠολΔ από την κατάθεση της αγωγής, εφόσον δεν υπολογίζεται το διάστημα από 1 έως 31.8 κατ’άρθρο 147 παρ. 2 του ΚΠολΔ, προσκομίζεται το πρακτικό για την ενημέρωση περί της δυνατότητας διαμεσολάβησης (άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 4640/2019 φεκ α 190/30.11.2019) και ότι επειδή δεν προκύπτει η καταβολή του δικαστικού ενσήμου θεωρείται ότι το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμο έχει περιοριστεί σε αναγνωριστικό (άρθρο 70 του ΚΠολΔ). Ως άμυνα στην αγωγή η πρώτη εφεσίβλητη προέβαλε πρωτοδίκως και ήδη επαναφέρει την ένσταση του άρθρου 4 παρ. 1θ της σύμβασης Χάγης Βίσμπυ ισχυριζόμενη ότι οι ζημίες στο ασυνόδευτο όχημα οφείλονται σε πταίσμα του προστηθέντος της εκκαλούσας που δεν ασφάλισε το όχημα με το χειρόφρενο και άφησε το σασμάν ταχυτήτων στο νεκρό με αποτέλεσμα το όχημα να μην έχει ακινητοποιηθεί στο κατάστρωμα του πλοίου.

Από όλα τα προσκομιζόμενα έγγραφα, καθώς ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν εξετάστηκαν μάρτυρες, τις ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς με αριθμό …. και …/2021 ένορκες βεβαιώσεις του ιδιωτικού υπαλλήλου …….., κατοίκου .., και του ιδιωτικού υπαλλήλου ………, κατοίκου …, που δόθηκαν σύμφωνα με τις διατυπώσεις των άρθρων 421επ του ΚΠολΔ και μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους, σύμφωνα με τα με αριθμό …/4.11.2021 και …/4.11.2021 αποδεικτικά επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών …….., και τις με αριθμό … και …/29.102021 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς του ναυκλήρου ……. κατοίκου …. και του ναύτη ……… κατοίκου …, επίσης σύμφωνα με τις διατυπώσεις των άρθρων 421επ και μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους με επίδοση στο συνήγορο (άρθρο 143 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τη με αριθμό …../25.10.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών ……….., και τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ) πλήρως αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Η εκκαλούσα εταιρεία ……….. είναι ισπανική εταιρεία και έχει στην Ελλάδα εγκατεστημένο υποκατάστημα το οποίο λειτουργεί επιχειρηματικά και επιχειρησιακά στον ασφαλιστικό κλάδο βοηθείας των ασφαλίσεων κατά ζημιών. Αυτή έχει συνάψει με την ασφαλιστική εταιρεία «………..» την από 1-8-2018 αντασφαλιστική σύμβαση οδικής βοήθειας, με αντικείμενο την ανάληψη του 100% των κινδύνων του ασφαλιστικού κλάδου βοηθείας και την υποχρέωση να παρέχει προς τους ασφαλισμένους της ….. υπηρεσίες οδικής βοήθειας των οχημάτων τους έναντι καθοριζόμενης στην σύμβαση αμοιβής (αντασφάλστρο). Στις 27.8.2021 ενημερώθηκε από τον ασφαλισμένο πελάτη της εταιρείας … κ. …-… … ότι το όχημα του, με αριθμό κυκλοφορίας ……… το οποίο ευρισκόταν στην Αίγινα, είχε ακινητοποιηθεί λόγω βλάβης στο κιβώτιο ταχυτήτων και ότι συνεπώς επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση. Το όχημα θα μεταφερόταν σε συνεργείο στην Αθήνα και έτσι την 29-7-2021 ο ενόρκως βεβαιώσας προστηθείς της εκκαλούσας ……. ανέλαβε την εξυπηρέτηση του περιστατικού. Αυτός μετά το ξεμπλοκάρισμα του κιβωτίου ταχυτήτων του οχήματος στο συνεργείο της Αίγινας όπου είχε μεταφερθεί το όχημα, οδήγησε ο ίδιος το όχημα στο λιμάνι της Αίγινας προκειμένου να αναχωρήσει, ασυνόδευτο, την ίδια ημέρα με το πλοίο Α για το λιμάνι του Πειραιά, όπου και θα το παραλάμβανε συνεργάτης της εκκαλούσας. Πράγματι περί ώρα 15.25 οπότε το προαναφερόμενο πλοίο κατέπλευσε στο λιμάνι της Αίγινας το ΙΧΕ αυτοκίνητο με αριθμό κυκλοφορίας ………. μάρκας JEEP μεταφέρθηκε με γερανό οδικής βοήθειας της εκκαλούσας, φορτώθηκε στο πλοίο και τοποθετήθηκε σε χώρο του γκαράζ που υπέδειξε ο ναύκληρος στον οδηγό του γερανού. Εκείνη την ώρα οι άνεμοι που επικρατούσαν στο λιμάνι της Αίγινας δεν υπερέβαιναν τα τρία (3) μποφόρ σύμφωνα με την κατάθεση του προαναφερόμενου ενόρκως βεβαιώσαντα ναύτη …….. Ο τελευταίος μαζί με τον ναύκληρο …… βρισκόταν στο γκαράζ του πλοίου και επιμελούνταν για την φόρτωση των οχημάτων. Ο ναύτης κατά την πάγια πρακτική, τοποθέτησε τάκους στους οπισθίους τροχούς του με αριθμό κυκλοφορίας ….. οχήματος. Ενώ ο ναύκληρος ……….. ευρίσκετο στο πίνακα των οργάνων που βρίσκεται ακριβώς πίσω από το όχημα προκειμένου, να προχωρήσει στο κλείσιμο του καταπέλτη του πλοίου, όλως αιφνιδίως το Jeep κύλησε προς τα πίσω και προσέκρουσε με το πίσω μέρος του σε σταθερό σημείο του πλοίου. Ο ναύκληρος ειδοποίησε τον Ύπαρχο του πλοίου για το συμβάν και αυτός στην συνέχεια τον Πλοίαρχο, το δε πλοίο αναχώρησε για Πειραιά στις 15.45. Ο Πλοίαρχος, επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον οδηγό του γερανού και εκείνος του ανέφερε ότι είχε τοποθετήσει το σασμάν ταχυτήτων στο νεκρό και όχι στην πρώτη ταχύτητα όπως του είχε ζητηθεί, διότι το ασυνόδευτο όχημα θα φορτωνόταν στον Πειραιά σε γερανό. Μάλιστα αντί για χειρόφρενο έβαλε ποδόφρενο που υπάρχει στη συγκεκριμένη κατηγορία αυτοκινήτου. Όλα αυτά τα αναφέρει ο υπάλληλος του γερανού την ένορκη κατάθεση του. Το περιστατικό καταγράφηκε από τον Πλοίαρχο και στο ημερολόγιο του πλοίου. Επομένως αποδεικνύεται στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι το όχημα δεν ακινητοποιήθηκε από πταίσμα του προστηθέντος της εκκαλούσας, ο οποίος δεν παρέδωσε κλειδιά του οχήματος στο πλοίο, ως όφειλε και πήρε την πρωτοβουλία να μη θέσει ταχύτητα στο σασμάν ταχυτήτων προκειμένου να μπλοκάρουν οι τροχοί του οχήματος, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, και παρά την αντίθετη οδηγία του ναυκλήρου, αλλά να το θέσει στο νεκρό ώστε να είναι δυνατή η παραλαβή του οχήματος από γερανό στο λιμάνι του Πειραιά. Αυτό όμως είχε ως αποτέλεσμα να μην είναι επαρκώς σταθεροποιημένο το όχημα, παρά τη θέση ποδόφρενου και την θέση τάκων στους οπίσθιους τροχούς και αυτό να κινηθεί προς τα πίσω, αμέσως μόλις αναχώρησε το πλοίο από το λιμάνι της Αίγινας, σύμφωνα με τις ένορκες βεβαιώσεις των ναυτικών και να χτυπήσει σε σταθερό σημείο του πλοίου. Από την πρόσκρουση αυτή προκλήθηκαν υλικές ζημίες στο πίσω μέρος του οχήματος. Ακολούθως, σύμφωνα με το προσκομιζόμενο από την ίδια την εκκαλούσα σχετικό 3, η ασφαλίστρια …….. κατέβαλε, μετά από συμφωνία στον ασφαλισμένο της και ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου το ποσό των 10.000 ευρώ, το οποίο εκχώρησε στη συνέχεια στην εδώ αντασφαλίστρια εκκαλούσα. Όμως σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στην εντολή κατάθεσης αποζημίωσης του ασφαλισμένου, το συμβάν οφείλεται στις εσφαλμένες ενέργειες των προστηθέντων της εκκαλούσας. Ακολούθως των ανωτέρω αποδεικνύεται βάσιμος στην ουσία του ο ισχυρισμός του άρθρου 4 παρ. 1θ της σύμβασης Χάγης Βίσμπυ που προέβαλε η πρώτη εφεσίβλητη παρίσταται βάσιμος κατ’ουσίαν και συνιστά γνήσια ένσταση που καταλύει την αξίωση αποζημίωσης της εκκαλούσας λόγω της νόθου αντικειμενικής ευθύνης της πρώτης εφεσίβλητης θαλάσσιας μεταφορέως. Σύμφωνα επομένως με όλα τα παραπάνω, η αγωγή κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη ως προς την πρώτη εναγομένη πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των εφεσιβλήτων που είχαν κοινή παράσταση αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, βαρύνουν την εκκαλούσα λόγω της ήττας της, σύμφωνα με τα όσα θα αναφερθούν ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 15.12.2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../4.1.2023 (……../4.1.2023) έφεση κατά της με αριθμό 2816/2022 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών επί της με αριθμό κατάθεσης ……./7.7.2021 αγωγής

Δέχεται τυπικά την έφεση

Απορρίπτει την έφεση ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη και ότι άλλο έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό

Δέχεται κατ’ουσίαν την έφεση ως προς των πρώτη εφεσίβλητη

Διατάσσει την απόδοση στην εκκαλούσα του ηλεκτρονικού παραβόλου με αριθμό ………… ποσού 100 ευρώ που καταβλήθηκε κατά την άσκηση της εφέσεως της

Εξαφανίζει ως προς την πρώτη εφεσίβλητη εναγομένη και συνολικά ως προς τη διάταξη περί δικαστική δαπάνης τη με αριθμό 2816/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

Κρατεί την υπόθεση και αναδικάζει επί της με αριθμό ………./7.7.2021 αγωγής

Απορρίπτει την αγωγή

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των εναγομένων εφεσιβλήτων τα οποία ορίζει συνολικά και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε χίλια εκατό (1100) ευρώ

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  12 Μαρτίου 2024,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ