Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 117/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης    117/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Δ.Π.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………., για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

Α) Του εκκαλούντος: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Τρανταλίδη (ΑΜ ΔΣΑ ………..), που κατέθεσε την από 10-01-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Των εφεσιβλήτων: 1) Της εδρεύουσας στη Λιβερία εταιρείας, με την επωνυμία <<……….>>, που διατηρεί γραφείο στον Πειραιά, οδός ………., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, 2) Της εταιρείας …………, που διατηρεί γραφείο στον Πειραιά, οδός ………., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, 3) ………., νομίμου εκπροσώπου της 1ης εναγομένης και 4) ………, αντικλήτου της 1ης εναγομένης και της 2ης εναγομένης, κατοίκου Πειραιά, οδός …….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα – Κωνσταντίνο Τζήμα (ΑΜ ΔΣΠ ……… ΔΕ Δευκαλίων Ρεδιάδης ΔΣΠ ……..), που κατέθεσε την από 09-01-2024 έγγραφη δήλωση.

Β) Των εκκαλούντων: 1) Της εταιρείας <<……….>>, που εδρεύει στη ………. της Λιβερίας (……….) και διατηρεί εγκατάσταση στην Ελλάδα (………..), σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν. 378/1968 και Ν. 37/1975, Ν.814/1978, Ν.2234/1994, Ν.3752/2009 και Ν.4150/2013, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ………. ΔΟΥ Πλοίων, 2) Της εταιρείας ……….., που εδρεύει στη ………… της Κύπρου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται και 3) ……….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα – Κωνσταντίνο Τζήμα (ΑΜ ΔΣΠ …. ΔΕ Δευκαλίων Ρεδιάδης ΔΣΠ …), που κατέθεσε την από 09-01-2024 έγγραφη δήλωση.

Του εφεσίβλητου: ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Τρανταλίδη (ΑΜ ΔΣΑ ……….), που κατέθεσε την από 10-01-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Ο εκκαλών της υπό στοιχ. Α) έφεσης και εφεσίβλητος της υπό στοιχ. Β) έφεσης, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 24-07-2020 (με γεν.αριθ.κατάθ. …/2020 και ειδ.αριθ.καταθ. δικογρ. …./2020) αγωγή, με την οποία ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’αριθ. 2515/2021 οριστική απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή ως προς τον τέταρτο εναγόμενο (ήδη τέταρτο εφεσίβλητο της υπό στοιχ. Α) έφεσης) και έκανε αυτήν εν μέρει δεκτή ως προς τους λοιπούς εναγομένους, διατάσσοντας τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ο ενάγων και ήδη εκκαλών της υπό στοιχ. Α) έφεσης, με την από 17-12-2021 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/17-12-2021 και αριθ.καταθ. ενδ. μέσου …./17-12-2021 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/14-02-2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …/14-02-2022) έφεση και οι εναγόμενοι (πλην του τετάρτου) και ήδη εκκαλούντες της υπό στοιχ. Β) έφεσης και εφεσίβλητοι της υπό στοιχ. Α) έφεσης, με την από 14-12-2021 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/15-12-2021 και αριθ.καταθ. ενδ. μέσου …/15-12-2021 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/15-02-2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …/15-02-2022) έφεση, οι οποίες προσδιορίστηκαν αρχικά για τη δικάσιμο της 05-05-2022, κατόπιν νόμιμης αναβολής για τη δικάσιμο της 16-03-2023 και ακολούθως για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο.

Οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν στη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν αντιμωλία των διαδίκων.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω, αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: α) η από 17-12-2021 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/17-12-2021 και αριθ.καταθ. ενδ. μέσου  …./17-12-2021 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/14-02-2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …/14-02-2022) έφεση και β) η από 14-12-2021 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ…./15-12-2021 και αριθ.καταθ. ενδ. μέσου …/15-12-2021 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ…../15-02-2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …/15-02-2022) έφεση, στρεφόμενες κατά της υπ’αριθ. 2515/2021 οριστικής απόφασης  του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά την ειδική  διαδικασία  των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, κατ’αντιμωλία των διαδίκων, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, λόγω της προδήλου μεταξύ τους συνάφειας, καθ’ όσον βάλλουν κατά της αυτής οριστικής αποφάσεως, υπάγονται στην αυτή διαδικασία και με την ένωση και συνεκδίκασή τους επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και αποτρέπεται το ενδεχόμενο εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 246 και 524παρ.1 ΚΠολΔ, ΕφΑθ4299/2006 ΕλλΔνη 47 1508).

Οι κρινόμενες αντίθετες, από 17-12-2021 υπό στοιχ. Α) έφεση και από 14-12-2021 υπό στοιχ. Β) έφεση, που στρέφονται κατά της υπ’αριθ. 2515/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρ. 82 ΚΙΝΔ σε συνδ. με άρθρ. 591, 614, 621, 622 ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων και έκανε δεκτή εν μέρει ως προς τους πρώτη, δεύτερη και τρίτο των εναγομένων, ενώ απέρριψε ως προς τον τέταρτο των εναγομένων, την από 24-07-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../27-07-2020 αγωγή του ενάγοντος – εκκαλούντος της υπό στοιχ. Α) έφεσης κατά των εναγομένων – εκκαλούντων (πλην του τέταρτου) της υπό στοιχ. Β) έφεσης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 12.11.2021, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής (Εφ.Πειρ. 315/2023, Εφ.Πειρ. 2632/2023, www.efeteio-peir.gr). Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.

Ι. Εργατικό ατύχημα, που απορρέει από βίαιο συμβάν, συνιστά, όπως συνάγεται από τη σαφή διατύπωση των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 1, 2 και 3 του ν. 551/1915, και η σωματική βλάβη, η οποία έχει ως συνέπεια την ανικανότητα για εργασία, εφόσον αυτή επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας, ή εξ αφορμής αυτής, οφειλόταν σε αιφνίδιο και απρόβλεπτο γεγονός και ήταν άσχετη με τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος και με τη βαθμιαία και προοδευτική εξασθένηση και φθορά του, η οποία οφείλεται στη φύση και το είδος της εργασίας του και στους δυσμενείς όρους της παροχής της, που συνδέονται με την ίδια (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 1287/1986, ΝοΒ 35,1605, Α.Π. 1019/1990 ΕΕργΔ 50, 378, Α.Π 1404/1986 ΕΝΔ, 16.523, Α.Π. 1078/1985 ΕΝΔ 15.83, ΑΠ 832/1984 ΕΝΔ 13.394, Α.Π. 272/1979 ΝοΒ 27,1283, ΕΠειρ 75/2003 ΕΝΔ, 31.99, ΕΠειρ 719/1986 ΕΝΔ 14.316, ΕφΠειρ 89/1993 ΕΝΔ 22.158). Επομένως, εμπίπτει στη μορφή του εργατικού ατυχήματος και ο τραυματισμός του παθόντος, ο οποίος προκλήθηκε από εξωτερικό αίτιο, και επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή με αφορμή αυτής, υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες. Η υπό τις εν λόγω δε περιστάσεις επελθούσα σωματική βλάβη συνιστά εργατικό ατύχημα, ακόμη, κι όταν αυτή οφείλεται σε αποκλειστική αμέλεια του παθόντος, η οποία δεν διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο, παρά μόνον αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του παθόντος. Σε περίπτωση αμέλειας του τελευταίου, ο Δικαστής μπορεί να μειώσει την οφειλόμενη, σ` αυτόν, αποζημίωση μέχρι το μισό του ποσού της και αυτό μόνον όταν η αμέλεια συνίσταται σε αδικαιολόγητη παράβαση από τον παθόντα διατάξεων των ισχυόντων νόμων ή διαταγμάτων, που θέτουν τους όρους ασφαλείας στην εργασία ή των συναφών κανονισμών που εκδόθηκαν από την αρμόδια αρχή (ή εκδόθηκαν από τον κύριο της επιχειρήσεως και κυρώθηκαν από αυτές). Άλλη αμέλεια εκτός από την ανωτέρω ειδική δεν λαμβάνεται υπόψη σε όλες τις περιπτώσεις εργατικών ατυχημάτων, ούτε εφαρμόζεται σ` αυτές, λόγω της ειδικής ρυθμίσεως του ν. ,551/1915 το άρθρο 300 Α.Κ. (ΑΠ 1823/1990 ΕΕΔ 50.794, ΕΠ 388/2004 ΕΝΔ 32.190, ΕΠ 1112/1992, ΕΕργΔ 1993, 554, Μον.Εφ.Πειρ. 323/2015, δημ.ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 16 του ν. 551/1915 προκύπτει ότι ο παθών από εργατικό ατύχημα έχει δικαίωμα να ασκήσει την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσει, σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 του ΑΚ, πλήρη αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του, ή όταν έλαβε χώρα, σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφάλειας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί να ασκήσει μόνο την αγωγή από τον ν. 551/1915. Τέτοιες διατάξεις είναι εκείνες, οι οποίες ειδικά προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και ειδικότερα προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη αυτής (ασφαλείας των εργαζομένων). Δεν αρκεί δηλαδή ότι το ατύχημα επήλθε από την μη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτουμένη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (ολΑΠ 26/1995 ΕλλΔνη 37.38, ΑΠ 274/2000 ΕλλΔνη 39.105). Σε κάθε, όμως, περίπτωση, δηλαδή και όταν ακόμη ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση για αποζημίωση, ο παθών από εργατικό ατύχημα διατηρεί την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση, λόγω  ηθικής  βλάβης,  κατά  του  εργοδότη,  εφόσον  το  ατύχημα  οφείλεται  σε  πταίσμα  (δόλο ή αμέλεια οποιασδήποτε μορφής) αυτού ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, που κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 του ΑΚ), μη απαιτουμένης της συνδρομής του ειδικού πταίσματος της μη τήρησης των επιβαλλομένων όρων ασφαλείας (ΟλΑΠ 1117/1986 NoB 35.891, ΑΠ 1438/2002 ΕλλΔνη 45.716), ενώ η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά τον ν.551/1915 δεν επεκτείνεται και στη χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον γι` αυτήν απαιτείται υπαιτιότητα (ΑΠ 274/2000 οπ.π.). Είναι βέβαια δυνατή η σώρευση στο ίδιο δικόγραφο αγωγής, εφόσον συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις για την γένεση καθεμίας, τόσο της αξίωσης για επιδίκαση αποζημίωσης του ν. 551/1915, όσο και της αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη που υπέστη ο παθών από εργατικό ατύχημα. Σε περάτωση λοιπόν ναυτεργατικού ατυχήματος ο παθών έχει το επιλεκτικό δικαίωμα να αξιώσει έναντι του κυρίου της επιχείρησης είτε την περιορισμένη κατ` αποκοπή αποζημίωση του άρθρου 3 του ν. 551/1915, είτε την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου κατά τα άρθρα 297, 298, 914, 922, 928 – 932 του ΑΚ, εφόσον, όμως, στην δεύτερη περίπτωση, το ατύχημα οφείλεται στην μη τήρηση των διατάξεων ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών περί ειδικών όρων ασφαλείας των εργαζομένων ή σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του. Συνεπώς, ο παθών έχει επιλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει τη μία ή την άλλη αξίωση, οι αξιώσεις δηλαδή αυτές συρρέουν διαζευκτικά, με την επισήμανση ότι σε περίπτωση επιλογής της μίας από αυτές τις αξιώσεις αποζημίωσης (κοινού δικαίου ή ν. 551/1915) αποκλείεται να ζητήσει ο δικαιούχος ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 του ΑΚ, που αφορά τη διαζευκτική ενοχή, χωρίς, όμως, να αποκλείεται η επικουρική άσκηση της μίας σε σχέση με την άλλη, που ασκείται κυρίως (βλ. ΑΠ 1132/1997 ΕλλΔνη 40.621, ΑΠ 600/1996 ΕλλΔνη 40. 117).  Εξάλλου, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στη ναυτική πρακτική ονομάζεται «κλειστός» και στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από τη σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο μισθός αυτός δεν καλύτπει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003.345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002.1314, ΜΕΠ 50/2016, ΜΕΠ 361/2013 ΕΝΔ 2013.208, ΕΠ 391/2009 ΕΝΔ 2009.283, ΕΠ 429/2008 ΕΝΔ 2008.284, ΕΠ 30/2008 ΕΝΔ 2008.106). Εξάλλου, από το άρθρο 3 παρ. 1-5 του ν. 551/1915, προκύπτει ότι αναγνωρίζονται πέντε διακεκριμένες περιπτώσεις αποζημίωσης, η οποία χορηγείται στον παθόντα (ή τους κληρονόμους του) από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής, εργάτη ή υπάλληλο, δηλαδή λόγω: α) θανάτου του παθόντος, β) πλήρους και διαρκούς ανικανότητας προς εργασία, γ) πλήρους αλλά πρόσκαιρης ανικανότητας, δ) μερικής διαρκούς ανικανότητας και ε) μερικής αλλά πρόσκαιρης ανικανότητας. Για κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις αποζημίωσης ο νόμος αναγράφει ιδιαίτερο συνδυασμό, με βάση τον οποίο υπολογίζεται η εφάπαξ και όχι σε περιοδικές παροχές προηγούμενη αποζημίωση, χωρίς να προβλέπεται περίπτωση μικτής αποζημίωσης, αποτελούμενης δηλαδή από αποζημιώσεις διαφόρων, που δυνατόν να συντρέχουν, περιπτώσεων από αυτές που παραπάνω διακεκριμένα αναφέρονται. Έτσι, για τον υπολογισμό της αποζημίωσης για πρόσκαιρη ολική ανικανότητα προς εργασία, η οποία δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, η αποζημίωση είναι ημερήσια και ισούται με το 1/2 του μισθού, τον οποίο λάμβανε ο παθών κατά την ημέρα του ατυχήματος για όλο το διάστημα της ανικανότητας του (βλ. ΕΠειρ 745/2008, ΕΝΔ 37.208, ΕΠειρ 648/2008, ΕΝΔ 36.388, ΕΠειρ 1/2002 αδημ., Σ. Βλαστού: Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 1994, τόμ. Β`, παρ. 951, αριθμ. γ, σελ. 1254).

IΙΙ. Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 εδαφ.α` και 2 του ν. 762/1978, «επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 53 του ΚΙΝΔ, εάν ο εργοδότης ναυτικού, πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, δεν έχει μόνιμον κατοικίαν εν Ελλάδι ή είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο ως αντιπρόσωπος αυτού συνατπών μετά ναυτικού εν Ελλάδι σύμβασιν παροχής εργασίας εκ πλοίου του εργοδότου, ευθύνεται εις ολόκληρον με αυτόν, δι`απάσας τας εκ της σχέσεως ναυτικής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής απορρέουσας υποχρεώσεις του εργοδότου έναντι του ναυτικού, θεωρούμενος δια την περίπτωσιν αυτήν και ως αντίκλητος αυτού. Εάν την ανωτέρω σύμβασιν μετά του ναυτικού συνήψεν εν Ελλάδι νομικόν πρόσωπον, ημεδαπόν ή αλλοδαπόν, μετά του εργοδότου, ενέχονται ατομικώς εις ολόκληρον δια τας κατά των προηγουμένων παράγραφον απαιτήσεις του ναυτικού, πάντα τα από του χρόνου της συνάψεως της συμβάσεως μέχρι του χρόνου της υπό του ναυτικού ασκήσεως των εξ αυτής αξιώσεων του εκπροσωπήσαντα ή εκπροσωπούντα το νομικόν τούτο πρόσωπον φυσικά πρόσωπα». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν ο εργοδότης του ναυτικού είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο αντιπρόσωπος αυτής που συνήψε στην Ελλάδα με τον ναυτικό σύμβαση παροχής εργασίας σε πλοίο του εργοδότη ευθύνεται σε ολόκληρο με αυτή για κάθε υποχρέωση που απορρέει από τη σχέση ναυτικής εργασίας. Αν τη σύμβαση αυτή κατάρτισε στην Ελλάδα ημεδαπό ή αλλοδαπό νομικό ως αντιπρόσωπος, με την προεκτεθείσα έννοια, τότε για τις απαιτήσεις του ναυτικού ευθύνονται εις ολόκληρον με τον εργοδότη και τα φυσικά πρόσωπα που εκπροσώπησαν ή που εκπροσωπούν το νομικό πρόσωπο, από το χρόνο σύναψης της σύμβασης μέχρι το χρόνο της άσκησης από το ναυτικό των αξιώσεων του από την εργασιακή σχέση (ΑΠ 1090/2010 ΔΕΕ 2010.1343, ΕΠ 457/2011 ΕΝΔ 2012.21, ΕΠ 672/2010 ΕΝΔ 2010.410, ΕΠ 235/2010 ΕΝΔ, ΕΠ 305/2005 ΕΝΔ 2005,82).

Ο ενάγων, με την από 24-07-2020 αγωγή που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίστηκε  μεταξύ αυτού  και της 1ης  εναγομένης,  διαχειρίστριας  του  υπό  Κυπριακή  σημαία φορτηγού πλοίου <<Α>> (A), με αριθμό ……, κ.ο.χ.31.167 και ολικής ισχύος μηχανής 9.480 (Kw), πλοιοκτησίας της 2ης εναγομένης, ναυτολογήθηκε την 04-02-2019 στο ανωτέρω πλοίο, με την ειδικότητα του Β’ Μηχανικού, έναντι κλειστού μηνιαίου μισθού ύψους 7.630,00 ευρώ. Οτι την 04-08-2019, ενόσω το πλοίο βρισκόταν στο αγκυροβόλιο της Ινδονησίας, εκτελώντας εργασία στην κουβέρτα του πλοίου, υπέστη σοβαρό τραυματισμό, υπό τις συνθήκες που περιγράφει αναλυτικά στην αγωγή και απολύθηκε αυθημερόν, τυπικά αμοιβαία συναινέσει, στην πραγματικότητα όμως λόγω του τραυματισμού του. Οτι νοσηλεύθηκε αρχικά σε νοσοκομείο της Ινδονησίας και μετά τον επαναπατρισμό του, σε ιδιωτική κλινική στην Ελλάδα, έως την 02-09-2019, οπότε έλαβε εξιτήριο. Οτι υπαίτιος για το σοβαρό τραυματισμό του είναι μέλος του πληρώματος του ανωτέρω πλοίου, προστηθείς της 1ης και της 2ης των εναγομένων. Με βάση το παραπάνω ιστορικό, ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, μεταξύ αυτών, ο 3ος ως νόμιμος εκπρόσωπος της 1ης εναγομένης και ο 4ος ως αντίκλητος της 1ης και της 2ης εναγομένης, έκαστος εις ολόκληρον, να του καταβάλλουν για αποζημίωση λόγω πρόσκαιρης ολικής ανικανότητας, για μισθούς ασθενείας και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το συνολικό ποσό των 143.634,00 ευρώ, νομιμότοκα από την απόλυσή του (04-08-2019) άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής, η οποία συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών – περιουσιακών διαφορών, εκδόθηκε η υπ’αριθ. 2515/2021 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως προς τον 4ο εναγόμενο και έγινε εν μέρει δεκτή ως προς τους λοιπούς εναγομένους, τους οποίους το Δικαστήριο υποχρέωσε να καταβάλλουν στον ενάγοντα, έκαστος εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των 21.546,10 ευρώ (ειδικότερα το ποσό των 9.156 ευρώ ως κατ’αποκοπή αποζημίωση πλήρους πρόσκαιρης ανικανότητας και το ποσό των 12.390,10 ευρώ, κατόπιν αφαίρεσης του ήδη καταβληθέντος ποσού των 5.921,90 ευρώ, για μισθούς ασθενείας), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως, ενώ κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 10.000 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής, παραπονούνται οι διάδικοι με τις ένδικες εφέσεις και με τους διαλαμβανόμενους σε αυτές λόγους, οι οποίοι, κατά τη συνολική τους εκτίμηση, ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν α) ο εκκαλών της υπό στοιχ. Α) έφεσης, να γίνει δεκτή η έφεση και να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη καθ’ ό μέρος αυτή πλήττεται, ώστε να γίνει δεκτή εξ ολοκλήρου η από 24-07-2020 αγωγή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας και β) οι εκκαλούντες της υπό στοιχ. Β) έφεσης, να γίνει δεκτή η έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιό της με το οποίο κρίθηκε ότι ο εφεσίβλητος – ενάγων δικαιούται για μισθούς ασθενείας κατ’άρθρο 66 ΚΙΝΔ, το ποσό των 18.312 ευρώ και επιδίκασε σε αυτόν το ποσό των 12.390,10 ευρώ, μετά την αφαίρεση των ήδη καταβληθέντων για την αιτία αυτή, με σκοπό να απορριφθεί ως προς το αίτημα αυτό, η από 24-07-2020 αγωγή καθ’ολοκληρία, άλλως να μεταρρυθμιστεί ώστε να περιορισθεί το επιδικασθέν ποσό στο ελάχιστο δυνατό και προσήκον μέτρο.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 421 ΚΠολΔ οι διάδικοι μπορούν να προσάγουν προαποδεικτικώς ένορκες βεβαιώσεις, εφόσον αυτές λαμβάνονται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα ή ενώπιον του προξένου της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα κατά τη διαδικασία των επομένων άρθρων, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 422 του ίδιου Κώδικα :  1. Ο διάδικος που επιδιώκει τη λήψη ένορκης βεβαιώσεως, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο, επιδίδει δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση στον αντίδικο κλήση, η οποία αναφέρει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορά η βεβαίωση, τόπο, ημέρα και ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα. 2. Κατά τη βεβαίωση παρίστανται, εφόσον το επιθυμούν, οι διάδικοι. 3. Δεν επιτρέπεται η λήψη ενόρκων βεβαιώσεων πάνω από πέντε (5) για κάθε διάδικο και τρεις (3) για την αντίκρουση. Κατά τη διάταξη του άρθρου 424 του ίδιου Κώδικα, ένορκη βεβαίωση, που δίδεται κατά παράβαση των προηγουμένων διατάξεων, δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο της δίκης, για την οποία δόθηκε, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Η ένορκη βεβαίωση αποτελεί διαφορετικό αποδεικτικό μέσο από τους μάρτυρες ή από τα έγγραφα, ενώ ήδη, μετά την αντικατάσταση του άρθρου 339 ΚΠολΔ με το άρθρο 36 του ν. 3994/2011, η ένορκη βεβαίωση αποτελεί πλέον αυτοτελές αποδεικτικό μέσο. Γι` αυτό, όταν προσκομίζεται τέτοιο αποδεικτικό μέσο στο δικαστήριο της ουσίας προς απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, πρέπει ειδικά να αναφέρεται στην απόφασή του ότι αυτό έχει ληφθεί υπόψη (ΑΠ 507/2022, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ),

Με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχ. Α) έφεσης, ο  εκκαλών παραπονείται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα έλαβε υπόψη για το σχηματισμό της κρίσης της α) τις προσκομισθείσες μετ’επικλήσεως από τους εναγομένους, υπ’αριθ. …, … και …./27-10-2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης ……….. αντίστοιχα, που δόθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκου Πειραιώς, διότι οι ενόρκως βεβαιούντες μάρτυρες δεν ήταν παρόντες στο περιστατικό του τραυματισμού του και δεν έχουν προσωπική αντίληψη γι’αυτό, και β) την υπ’αριθ. …/29-10-2020 ένορκη βεβαίωση του ………, ενώπιον της συμβολαιογράφου ………, διότι λήφθηκε χωρίς νόμιμη κλήτευση αυτού (ενάγοντος). Ο λόγος έφεσης αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από την παραδεκτή επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας   προκύπτει  ότι  για  τη  λήψη  των  ανωτέρω  ενόρκων  βεβαιώσεων,   τηρήθηκαν  οι προϋποθέσεις των άρθρων 421επ ΚΠολΔ, δεδομένου ότι αυτές λήφθηκαν ενώπιον ειρηνοδίκη (οι υπ’αριθ. …, .. και …/27-10-2020) και συμβολαιογράφου (η υπ’αριθ…../29-10-2020) αντίστοιχα, της έδρας του δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου προσκομίστηκαν, ενώ προηγήθηκε νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου – ενάγοντος (βλ. υπ’αριθ. …/21-10-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς ……, αναφορικά με τις υπ’αριθ. …, … και …./27-10-2020 ένορκες βεβαιώσεις και υπ’αριθ…./23-10-2020 έκθεση επίδοσης του ιδίου δικαστικού επιμελητή αναφορικά με την υπ’αριθ. …/29-10-2020 ένορκη βεβαίωση). Επισημαίνεται ότι ο ενάγων, δεν προέβαλε ενστάσεις ή αίτηση εξαιρέσεως κατά την εξέταση των ανωτέρω μαρτύρων σύμφωνα με το άρθρο 423 ΚΠολΔ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ορθώς έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και ορθώς έγινε μνεία στην εκκαλουμένη ότι λήφθηκαν υπόψη και οι ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, αποτελούν αυτοτελές αποδεικτικό μέσο, το οποίο όταν προσκομίζεται στο δικαστήριο της ουσίας προς απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, πρέπει ειδικά να αναφέρεται στην απόφασή του ότι αυτό έχει ληφθεί υπόψη.

Από την επανεκτίμηση των υπ’αριθ. …., … και …./27-10-2020 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ανταπόδειξης ………… αντίστοιχα, ενώπιον του Ειρηνοδίκου Πειραιώς και της υπ’αριθ. ……/29-10-2020 ένορκης βεβαίωσης του  …………, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., που λήφθηκαν ύστερα από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος – εκκαλούντος της υπό στοιχ. Α) έφεσης – εφεσιβλήτου της υπό στοιχ. Β) έφεσης (βλ. υπ’αριθ…../21-10-2020 και ../23-10-2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς …….) και από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, ο οποίος είναι ναυτικός, έχων την ειδικότητα του Β’ Μηχανικού, συνήψε την 04-02-2019, σύμβαση ναυτικής εργασίας διάρκειας 7 μηνών, με την πρώτη εναγομένη, διαχειρίστρια του υπό Κυπριακή σημαία φορτηγού πλοίου <<Α>> (A), με αριθμό ……, Κ.Ο.Χ. 31.167, και αριθμό  αναγνώρισης ΙΜΟ ….., ολικής ισχύος μηχανής 9480 Kw, πλοιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης και ναυτολογήθηκε σε αυτό την 06-02-2019, στο λιμένα Mongla του Μπαγκλαντές, προκειμένου να παρέχει  τις υπηρεσίες του υπό την ανωτέρω ειδικότητα, έναντι κλειστού μηνιαίου μισθού, ύψους 7.630,00 ευρώ.  Την 04-08-2019, ενόσω το ανωτέρω πλοίο βρισκόταν στο αγκυροβόλιο του λιμένα Tabοneo της Ινδονησίας, διαπιστώθηκε διαρροή λαδιού στο μηχανισμό της αρπάγης (χούφτας) ενός εκ των γερανών του. Κατόπιν εντολής από τον Α’ Μηχανικό του πλοίου, ο ενάγων ανέλαβε την αποκατάσταση της βλάβης. Η εργασία αυτή υπαγόταν στο πλαίσιο των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων του ενάγοντος, ο οποίος ήταν έμπειρος μηχανικός, είχε απασχοληθεί στο ίδιο πλοίο και σε άλλα πλοία της 1ης εναγομένης κατά το παρελθόν και γνώριζε τη διαδικασία ελέγχου και επισκευής του μηχανισμού. Επισημαίνεται δε ότι αμέσως μετά τη ναυτολόγησή του στο επίδικο πλοίο, είχε ακολουθήσει τη σχετική διαδικασία εξοικείωσης με τα καθήκοντά του [βλ. σχετ. από 06-02-2019 και από 07-02-2019 (σχετ. 24 και 25 αντίστοιχα) καταστάσεις εξοικείωσης, προσκομιζόμενες νομίμως μετ’επικλήσεως από τους εναγομένους]. Ο ενάγων, καίτοι γνώριζε, ως έμπειρος ναυτικός, ότι έπρεπε να διατηρεί απόσταση από τους εν λειτουργία γερανούς, παρέμεινε μέσα στη χούφτα (αρπάγη) κατά τη διάρκεια ελέγχου και αποκατάστασης της βλάβης και έδωσε εντολή στο ναύτη – χειριστή του γερανού να πραγματοποιήσει ελαφριά κίνηση ώστε να ελέγξει την αποκατάσταση της διαρροής. Ο χειριστής εκτελώντας την εντολή του ενάγοντος, κίνησε το γερανό, με συνέπεια τον εγκλωβισμό του ενάγοντος στον μηχανισμό της αρπάγης και τον τραυματισμό του στην πλάτη και την κοιλιακή χώρα. ‘Αμεσα του παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες από αξιωματικούς του πλοίου και ενημερώθηκε ο τοπικός πράκτορας και οι τοπικές αρχές, καθ’υπόδειξη των οποίων ο ενάγων μεταφέρθηκε, με ταχύπλοο ασθενοφόρο, στο νοσοκομείο …………. Το ανωτέρω συμβάν του τραυματισμού του ενάγοντος κατέγραψε λεπτομερώς στο ημερολόγιο του πλοίου, ο Πλοίαρχος ……… (βλ. σχετ. απόσπασμα από το επίσημο ημερολόγιο του πλοίου της 4ης Αυγούστου 2019 νομίμως προσκομιζόμενο μετ’επικλήσεως από τους εναγομένους). Περαιτέρω, κατά τη νοσηλεία του ενάγοντος στο ανωτέρω νοσοκομείο παρατηρήθηκε ιδιαίτερα μεγάλη αύξηση των τρανσαμινασών, του σακχάρου και της γλυκοζιωμένης αιμοσφαιρίνης, πλην όμως από τους απεικονιστικούς ελέγχους θώρακος και κοιλίας, δεν ευρέθησαν στοιχεία συμβατά με εσωτερική αιμοραγία ή βλάβη ενδοκοιλιακών οργάνων. Εξήλθε του νοσοκομείου στις 13-08-2019 με αιματοκρίτη 41,9, υψηλές τιμές τρανσαμινασών και σύσταση για επαναπατρισμό και περαιτέρω αντιμετώπιση στη χώρα του. Την επομένη ημέρα (14-08-2019) ο ενάγων επέστρεψε αεροπορικώς στην Ελλάδα,  αφού κριθηκε ικανός να ταξιδέψει.  Την  16-08-2019,  εξετάστηκε  από  τον   γενικό ιατρό …………, ο οποίος κατόπιν εξετάσεων που διενήργησε, διαπίστωσε ότι ο αιματοκρίτης του ήταν χαμηλός και έκρινε αναγκαία την εισαγωγή του στην ιδιωτική κλινική ……….., όπου ο ενάγων νοσηλεύθηκε με φροντίδα και δαπάνες της πρώτης εναγομένης. Ο άμεσος απεικονιστικός έλεγχος με αξονικό τομογράφο, στον οποίο υποβλήθηκε, έδειξε πρόσφατα κατάγματα στις 5,6,7,8 πλευρές αμφοτερόπλευρα, ηπατικές θλάσεις και μεγάλο υποκάψιο αιμάτωμα μεταξύ ήπατος και διαφράγματος και δεύτερο μικρότερο αιμάτωμα στην περιοχή του αυχένα του παγκρέατος. Ο ενάγων μεταγγίστηκε και οδηγήθηκε για παρακολούθηση στην ΜΑΦ (Μονάδα Αυξημένης Φροντίδας). Η επαναληπτική αξονική τομογραφία στις 19-08-2019 δεν έδειξε περαιτέρω επέκταση των αιματωμάτων, ενώ οι επόμενες αξονικές τομογραφίες στις 22-08-2019 και 27-08-2019 και οι αιματολογικοί έλεγχοι, έδειξαν βελτίωση των αιματωμάτων, αποκατάσταση του αιματοκρίτη και ομαλοποίηση των τιμών των τρανσαμινασών. Ο ενάγων εξήλθε από την ανωτέρω ιατρική κλινική στις 02-09-2019 σε σταθερή και ικανοποιητική κλινική κατάσταση και οδηγίες για παραμονή ενός (1) μηνός εκτός εργασίας και περαιτέρω παρακολούθηση. Επανεξετάστηκε στο κέντρο …… στις 16-09-2019 και στις 07-10-2019, υποβαλλόμενος κάθε φορά σε αξονική τομογραφία θώρακος, άνω και κάτω κοιλίας. Ο τελευταίος απεικονιστικός έλεγχος έδειξε πόρωση των καταγμάτων των πλευρών, υποχώρηση των ηπατικών θλάσεων και περιορισμό του υποκάψιου αιματώματος, ενώ ο αιματοκρίτης ήταν 44,2% και οι τιμές των τρανσαμινασών απολύτως φυσιολογικές. Συστήθηκε παραμονή εκτός εργασίας για μία ακόμη εβδομάδα και κρίθηκε ικανός προς εργασία από την 14-10-2019 (βλ. την υπό την αυτήν ημερομηνία ιατρική αναφορά του γενικού ιατρού ………., νομίμως προσκομιζόμενη μετ’επικλήσεως από τους διαδίκους). Με τον δεύτερο λόγο της υπό στοιχ.Α) έφεσης, ο εκκαλών παραπονείται ότι η εκκαλουμένη, εκτιμώντας εσφαλμένα τις αποδείξεις, έκρινε ότι κατέστη ικανός προς εργασία από την 14-10-2019, ενώ ορθώς εάν έκρινε έπρεπε να λάβει υπόψη το προσκομισθέν από τον ίδιο, ιατρικό σημείωμα του ιατρού χειρουργού του Γενικού Νοσοκομείου Χίου, …………., με ημερομηνία 01-06-2020, όπου αναφέρεται ότι είναι ικανός προς εργασία,. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον μετά την από 14-10-2019 ιατρική αναφορά του γενικού ιατρού ………., δεν αποδείχθηκε επιδείνωση της υγείας του εκκαλούντος – ενάγοντος, ούτε μεσολάβησε άλλη, μεταγενέστερη ιατρική εξέταση (αιματολογική ή απεικονιστική), ούτε ιατρική γνωμάτευση που να βεβαιώνει περί της ικανότητάς του ή μη προς εργασία και να αποκρούει την από 14-10-2029 ιατρική γνωμάτευση του ………., Συνεπώς η ανικανότητα του ενάγοντος προς εργασία διήρκησε από 04-08-2019 έως 14-10-2019, ήτοι για χρονικό διάστημα 72 ημερών, άλλως 2,4 μηνών και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε τα ίδια πραγματικά περιστατικά, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις.  Περαιτέρω, ο τραυματισμός του ενάγοντος συνιστά εργατικό ατύχημα, κατά την αναφερομένη στην υπό στοιχ. Ι μείζονα   σκέψη της παρούσας αποφάσεως έννοια, διότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχουν αποδειχθεί, αυτός τραυματίσθηκε κατά την εκτέλεση της ναυτικής εργασίας του, ο δε τραυματισμός και η προκληθείσα, εξ αυτού, σωματική του βλάβη, οφειλόταν σε αιφνίδιο και απρόβλεπτο γεγονός, που προκλήθηκε από εξωτερικό αίτιο. Επίσης αποδείχθηκε ότι το ατύχημα, συνεπεία του οποίου επήλθε ο τραυματισμός του ενάγοντος, οφείλεται αποκλειστικά σε αμέλεια του ιδίου, αφού αν και γνώριζε, λόγω της πολύχρονης εμπειρίας του, ότι έπρεπε να απομακρυνθεί από το γερανό κατά το χρόνο που αυτός βρισκόταν σε λειτουργία, παρέμεινε μέσα στη χούφτα (αρπάγη) και έδωσε εντολή στο χειριστή του γερανού να πραγματοποιήσει μικρή κίνηση, ώστε ο ίδιος (ενάγων) να ελέγξει την αποκατάσταση της διαρροής, με αποτέλεσμα τον εγκλωβισμό του στην αρπάγη και τον, λόγω αυτού, τραυματισμό του. Σχετικά με τις συνθήκες τραυματισμού του ενάγοντος, βεβαιώνουν οι μάρτυρες ………. στις προσκομισθείσες νομίμως με επίκληση, υπ’αριθ. …/27-10-2020, …./27-10-2020 και …./27-10-2020 ένορκες βεβαιώσεις αντίστοιχα, το περιεχόμενο των οποίων δεν αναιρείται ούτε αντικρούεται από άλλα αποδεικτικά μέσα. Ειδικότερα, ο ……….., πλοίαρχος του επίδικου πλοίου και οι .  ………, Αναπληρωτής Διευθυντής του τμήματος πληρωμάτων της πρώτης εναγομένης και ………. ., αρμόδια για θέματα ασφάλειας της πρώτης εναγομένης, βεβαιώνουν ότι ο ενάγων, κατά την ενημέρωση που παρείχε στον πρώτο εξ αυτών αμέσως μετά το συμβάν στο πλοίο και στους δεύτερο και τρίτη σε συνάντηση που είχαν μαζί του στα γραφεία της εταιρείας, μετά τον επαναπατρισμό του, τον Αύγουστο του 2019, παραδέχθηκε ότι το ατύχημα οφείλονταν σε απροσεξία του, επειδή έδωσε εντολή στο ναύτη – χειριστή του γερανού να χειρίσει τη χούφτα ενώ ο ίδιος παρέμενε πάνω σε αυτήν. Ουδόλως αποδείχθηκε, ούτε ο ενάγων επικαλείται ότι στο χώρο της εργασίας του δεν τηρήθηκαν συγκεκριμένες διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφάλειας των εργαζομένων. Συνεπώς ο τρίτος λόγος της υπό στοιχ. Α) έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι η εκκαλουμένη κατ’εσφαλμένη κρίση δέχθηκε ότι το ατύχημα οφείλεται σε αμελή συμπεριφορά του ιδίου, ενώ εάν ορθά εκτιμούσε τις αποδείξεις θα έκρινε ότι υπαίτιος για τον τραυματισμό του ήταν ο χειριστής του γερανού, ως προστηθείς της πρώτης εναγομένης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Αναφορικά με την αντιμετώπιση του τραυματισμού του, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, έλαβε άμεσα τις πρώτες βοήθειες από αξιωματικό του πλοίου, κατ’εντολή του πλοιάρχου, ο οποίος ενημέρωσε τον τοπικό πράκτορα και τις τοπικές αρχές και ζήτησε τη μεταφορά του τραυματία σε νοσοκομείο. Επίσης στο πλοίο έσπευσαν, με ταχύπλοο σκάφος, λιμενικοί αξιωματικοί και προσωπικό παροχής πρώτων βοηθειών της περιοχής, οι οποίοι εξέτασαν τον ενάγοντα, ενώ ειδοποιήθηκε ασθενοφόρος ταχύπλοη λέμβος προκειμένου να τον μεταφέρει με ασφάλεια στη στεριά. Εως  την  άφιξη της  λέμβου, οι  αξιωματικοί του πλοίου βρίσκονταν κοντά στον ενάγοντα, ελέγχοντας τις βασικές λειτουργίες του (πίεση, οξυγόνο κλπ). Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του ενάγοντος στο νοσοκομείο της Ινδονησίας, ο πλοίαρχος ελάμβανε ενημέρωση για την κατάσταση της υγείας του από τον τοπικό πράκτορα, ενώ μόλις βελτιώθηκε η υγεία του, κινήθηκε άμεσα η διαδικασία παλιννόστησής του στην Ελλάδα, όπου υποβλήθηκε σε ιατρικές εξετάσεις και εισήχθη στην ιδιωτική κλινική ………., με επανεξετάσεις έως την αποκατάσταση της υγείας του. Από τον ιατρικό φάκελο της νοσηλείας του στην Ινδονησία, που προσκόμισε στον ιατρό …….., δεν διαπιστώθηκαν πλημμέλειες στον τρόπο περίθαλψής του. Επίσης δεν αποδείχθηκε ότι ήταν αναγκαία η συνοδεία ιατρού κατά την επιστροφή του ενάγοντος, αεροπορικώς στην Ελλάδα, άλλωστε η αεροπορική εταιρεία δεν θα επέτρεπε την επιβίβασή του στο αεροσκάφος εάν δεν ήταν ικανός να ταξιδέψει χωρίς συνοδό. Το συμβάν του τραυματισμού του ενάγοντος κατέγραψε ο πλοίαρχος, ως ώφειλε, στο ημερολόγιο του πλοίου. Επίσης στο ναυτολόγιο του πλοίου αναγράφηκε ως αιτία απόλυσης του ενάγοντος, ο τραυματισμός του [βλ. αντίγραφο από το επίσημο ημερολόγιο του πλοίου της 4ης Αυγούστου 2019  (σχετ. 27) και από το ναυτολόγιο (σχετ.22), προσκομιζόμενα νομίμως μετ’επικλήσεως από τους εναγομένους]. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα λοιπόν, δεν μπορεί να αποδοθεί στον πλοίαρχο του επίδικου πλοίου, η παράβαση του άρθρου 10 του ΒΔ 806/1970, ούτε οποιαδήποτε αμέλεια από τους προστηθέντες της πρώτης και δεύτερης των εναγομένων, που να οδήγησε αιτιωδώς στον τραυματισμό του ενάγοντος και επομένως ο σχετικός τέταρτος λόγος της υπό στοιχ. Α) έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Εφόσον, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν αποδείχθηκε η παραβίαση ειδικών κανόνων ασφάλειας στο επίδικο πλοίο, ούτε οποιαδήποτε υπαιτιότητα των προστηθέντων των εναγομένων κατά τις διατάξεις της αδικοπρακτικής ευθύνης, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ορθά κρίνοντας, απέρριψε την αγωγή ως προς την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και επομένως ο πέμπτος λόγος της υπό στοιχ. Α) έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε η υπαιτιότητα των προστηθέντων των εναγομένων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επίσης με τον έκτο λόγο της υπό στοιχ. Α) έφεσης, ο εκκαλών παραπονείται ότι η εκκαλουμένη, κρίνοντας εσφαλμένα ότι κατέστη  πρόσκαιρα ανίκανος προς εργασία από 04-08-2019 έως 14-10-2019, του επιδίκασε κατ’αποκοπήν αποζημίωση για διάστημα 72  ημερών, ενώ η πρόσκαιρη ολική ανικανότητά του διήρκησε 182 ημέρες, ήτοι από 04-08-2019 έως 01-06-2020, οπότε σύμφωνα με τη βεβαίωση του ιατρού του Νοσοκομείου Χίου, κρίθηκε ικανός προς εργασία. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και συνεπώς απορριπτέος, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω κατά την εξέταση και απόρριψη του δεύτερου λόγου της κρινόμενης υπό στοιχ. Α) έφεσης. Ωσαύτως απορριπτέος ως αβάσιμος, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω κατά την εξέταση και απόρριψη των δεύτερου και έκτου λόγου της κρινόμενης υπό στοιχ,Α) έφεσης, τυγχάνει και ο έβδομος λόγος της υπό στοιχ. Α) έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα επιδίκασε σε αυτόν μισθούς ασθενείας 2,4 μηνών, ενώ ορθά εάν έκρινε έπρεπε να του επιδικάσει μισθούς ασθενείας 4 μηνών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 66 ΚΙΝΔ, καθόσον η ανικανότητά του προς εργασία διήρκησε 10 μήνες. Σύμφωνα όμως με όσα αποδείχθηκαν, η πρόσκαιρη ολική ανικανότητα του εκκαλούντος – ενάγοντος προς εργασία διήρκησε από την 04-08-2019 έως την 14-10-2019, ήτοι για διάστημα 2,4 μηνών, όπως σαφώς προκύπτει από την από 14-10-2019 ιατρική αναφορά του ιατρού ………, ο οποίος ανέλαβε την παρακολούθηση της πορείας της υγείας του (ενάγοντος) μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, τούτο δε δεν αντικρούεται από άλλα αποδεικτικά μέσα, ούτε από την από 01-06-2020 βεβαίωση του ιατρού ……….. του Γενικού Νοσοκομείου Χίου, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται ότι ο εκκαλών – ενάγων είναι ικανός προς εργασία, κατά την ημέρα της εξέτασής του, χωρίς να προσδιορίζεται το χρονικό διάστημα της ανικανότητάς του προς εργασία. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε επί των ιδίων πραγματικών περιστατικών, δεν έσφαλε στην κρίση του. Με τον όγδοο λόγο της υπό στοιχ. Α) έφεσης, ο εκκαλών παραπονείται ότι η εκκαλουμένη παρέλειψε να αναφερθεί στο αίτημα περί επιδείξεως εγγράφων που υπέβαλε με την αγωγή του καθώς και να επιβάλλει κύρωση στους εναγομένους για τη μη συμμόρφωσή τους με το αίτημα αυτό. Ως προς το αίτημα επίδειξης εγγράφων του ενάγοντος πρέπει να σημειωθούν τα κατωτέρω: Από τις διατάξεις των άρθρων 450 παρ. 2 και 451 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι κάθε διάδικος υποχρεούται να επιδείξει τα έγγραφα, τα οποία κατέχει και που μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, ο δε αντίδικος του κατέχοντος το έγγραφο, εφόσον δικαιολογεί έννομο συμφέρον, μπορεί να ζητήσει την επίδειξη του εγγράφου με τις προτάσεις του ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Για να είναι η αίτηση αυτή ορισμένη πρέπει να αναφέρονται σ` αυτήν ειδικώς το έγγραφο του οποίου ζητείται η επίδειξη και να περιγράφεται με ακρίβεια το περιεχόμενο του, το οποίο πρέπει να είναι πρόσφορο για άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού, να γίνεται επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικο, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης, η εντεύθεν δε αοριστία δεν μπορεί να αναπληρωθεί από το λόγο ότι κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ο διάδικος μπορεί ή πρέπει να κατέχει το έγγραφο αυτό και να εκτίθενται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος (ΑΠ 610/2022, ΑΠ 695/2020, ΑΠ 414/2016, ΑΠ 808/2015).  Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων, με αίτημά του που υποβάλλεται με την αγωγή, ζητεί την επίδειξη του αντιγράφου του ημερολογίου του πλοίου με θεώρηση της αρμόδιας λιμενικής αρχής για το κρίσιμο χρονικό διάστημα του τραυματισμού του (04-08-2019 έως 05-08-2019), της κατάστασης πληρώματος με τα διπλώματα ενός εκάστου και του διπλώματος του πλοιάρχου, ωστόσο δεν επικαλείται συγκεκριμένα ότι αυτά (έγγραφα) είναι πρόσφορα για την απόδειξη του ισχυρισμού του ότι υπαίτιος για τον επισυμβάντα, κατά τη διάρκεια της εργασίας του τραυματισμό του είναι ο προστηθείς χειριστής του γερανού, αλλά αορίστως αναφέρει ότι τα αιτούμενα έγγραφα είναι <<λίαν ουσιώδη>> που τον αφορούν για να αποδείξει τους ισχυρισμούς της αγωγής του. Ειδικά όμως ως προς το ημερολόγιο του πλοίου, οι εναγόμενοι με τις κατατεθείσες την 19-04-2021 προτάσεις τους, ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, προσκόμισαν νόμιμα μετ’επικλήσεως αντίγραφο αυτού (σχετ. 27), ενώ όσον αφορά την κατάσταση πληρώματος, σε αυτήν δεν αναγράφονται τα διπλώματα και οι πιστοποιήσεις ικανότητας των ναυτικών, ούτε ο ενάγων υποστηρίζει το αντίθετο. Τέλος, ο ενάγων, αιτούμενος την επίδειξη του διπλώματος του πλοιάρχου, προκειμένου να διαπιστώσει εάν το πλοίο διέθετε την κατά νόμο σύνθεση σε αριθμό και προσόντα, δεν επικαλείται ότι το έγγραφο αυτό είναι πρόσφορο για άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε το αίτημα αυτό σιωπηρά, ορθά εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε στην κρίση του και ως εκ τούτου ο ανωτέρω όγδοος λόγος της υπό στοιχ. Α) έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Με τον ένατο λόγο της υπό στοιχ. Α) έφεσης, ο εκκαλών παραπονείται ότι η εκκαλουμένη απόφαση δεν έλαβε υπόψη για την κρίση της το προσκομισθέν μετ’επικλήσεως από τον ίδιο αντίγραφο του ναυτικού φυλλαδίου του, στο οποίο ο πλοίαρχος ανέγραψε την 04-08-2019, ως λόγο απόλυσής του <<αμοιβαία συναινέσει>>, γεγονός που συνιστά ποινικό και πειθαρχικό αδίκημα εκ μέρους του. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, άλλως ως αβάσιμος, καθόσον οι εναγόμενοι ουδόλως αμφισβητούν την απόλυση του ενάγοντος λόγω του επίδικου τραυματισμού του. Αντίθετα το περιστατικό του τραυματισμού καταγράφηκε από τον πλοίαρχο στο ημερολόγιο του πλοίου και στο ναυτολόγιο, ενώ οι εναγόμενοι κατέβαλαν για μισθούς ασθενείας κατά  το  άρθρο 66 ΚΙΝΔ, το ποσό των 5.921,90 ευρώ, το οποίο ο  ενάγων δεν αντέκρουσε ότι  αφορά άλλο χρέος.

Από τις διατάξεις των άρθρων 176, 189, 190 παρ. 3, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (ΑΠ 859/2002 ΕλλΔνη 44.1290, ΕφΛαρ 533/2013, ΕφΑθ 798/2007, ΕφΠειρ 89/2004), ενώ σε περίπτωση μερικής νίκης και μερικής ήττας κάθε διαδίκου, το Δικαστήριο κατανέμει τα έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας του καθενός (άρθρο 178 του ΚΠολΔ). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα.  Η διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ απαιτεί μεν ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και για την ουσία της υπόθεσης, πλην όμως, ο ανωτέρω λόγος δεν ακολουθεί αναγκαίως το αποτέλεσμα του λόγου που αφορά στην ουσία και μπορεί να είναι αβάσιμος ο λόγος που αφορά στην ουσία και βάσιμος ο λόγος που αφορά στα έξοδα. Η άποψη ότι ο τελευταίος ακολουθεί αναγκαίως την τύχη του πρώτου και δεν εξετάζεται στην περίπτωση που είναι αβάσιμος ο λόγος για την ουσία, δεν είναι ορθή, γιατί αν ο λόγος που αφορά στην ουσία κριθεί βάσιμος και αλλάξει το αποτέλεσμα της δίκης αλλάζει αναγκαίως και η επιβολή των δικαστικών εξόδων, χωρίς να χρειάζεται να προβληθεί λόγος εφέσεως για τα έξοδα. Επομένως, η προβολή λόγου εφέσεως ως προς τα έξοδα αποκτά νόημα αν κριθεί αβάσιμος ο λόγος για την ουσία της υπόθεσης και γι΄ αυτό κρίνεται αυτοτελώς (ΜονΕφΠειρ 211/2021 διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς με αναφορά σε ΕφΠειρ 462/2016, ΕφΠειρ 85/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τελευταίο (δέκατο) λόγο της υπό στοιχ. Α) έφεσης, ο εκκαλών παραπονείται ότι η εκκαλουμένη έσφαλε διότι καταδίκασε τους εναγομένους σε μέρος των δικαστικών εξόδων του, ύψους 700 ευρώ, ενώ όφειλε να επιβάλλει σε βάρος τους ολόκληρη τη δικαστική του δαπάνη ύψους τουλάχιστον 4.000 ευρώ, διότι λόγω της δυστροπίας τους, τον ανάγκασαν να διεκδικήσει την καταβολή της αποζημίωσής του μέσω της δικαστικής οδού. Ο λόγος αυτός, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, παραδεκτά προβάλλεται κατ΄ άρθρο 193 του ΚΠολΔ, αφού προσβάλλεται, συγχρόνως και η ουσία της υποθέσεως (βλ. ΑΠ 76/2014, ΑΠ 617/2008), πρέπει όμως να απορριφθεί ως αβάσιμος διότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ορθή εφαρμογή του άρθρου 178 παρ.1 ΚΠολΔ,  αφού έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, κατένειμε τα δικαστικά έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης του ενάγοντος, ο οποίος πάντως δεν επικαλείται ότι το επιδικασθέν κονδύλιο των 700 ευρώ εμπεριέχει αριθμητικό ή λογιστικό σφάλμα. Εξάλλου το παράπονο του εκκαλούντος που διατυπώνεται με τον κρινόμενο λόγο έφεσης, ότι η εκκαλουμένη έπρεπε να του επιδικάσει ολόκληρη τη δικαστική δαπάνη διότι οι εναγόμενοι, λόγω της δυστροπίας τους, τον ανάγκασαν να διεκδικήσει την αξίωσή του με αγωγή, δεν ευρίσκει έρεισμα στην επικαλούμενη από τον εκκαλούντα διάταξη του άρθρου 189 ΚΠολΔ, στην οποία απαριθμούνται με ενδεικτικό τρόπο τα έξοδα που περιλαμβάνονται στη δικαστική δαπάνη, ούτε σε άλλη διάταξη. Συνακόλουθα, εφόσον δεν προβάλλονται άλλοι λόγοι προς έρευνα, η ένδικη υπό στοιχ. Α) έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχουν υποβάλλει αίτημα, σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του (άρθρ. 106, 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

Κατά το άρθρο 66 ΚΙΝΔ «Ο ναυτικός ασθενήσας δικαιούται εις μισθόν και νοσηλεύεται δαπάναις του πλοίου, εάν δε η σύμβασις ναυτολογήσεως λυθή λόγω της ασθένειας και νοσηλεύεται ούτος εκτός του πλοίου, δικαιούται εις τα νοσήλια και εις μισθόν, εφόσον διαρκεί η ασθένεια, ουχί όμως πέρα των τεσσάρων μηνών (παρ.1). Αι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται και  επί ατυχημάτων εκ βίαιου συμβάντος, εάν δε ο ναυτικός υπέστη εξ αυτών ανικανότητα προς εργασίαν, ως και εν περιπτώσει θανάτου αυτού, εφαρμόζονται και αι ειδικαί διατάξεις περί αποζημιώσεως των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων (παρ. 2). Προς υπολογισμόν των εκ του παρόντος άρθρου απαιτήσεων επιτρέπεται να συνομολογήται ειδικός μισθός (παρ.3)».  Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι προϋπόθεση παροχής της προστασίας είναι η ασθένεια του ναυτικού, η οποία, από απόψεως ναυτεργατικού δικαίου, νοείται ως ανώμαλη κατάσταση του σώματος ή του πνεύματος αυτού, η οποία έχει ως επακόλουθο είτε την ανάγκη θεραπείας, είτε τη μείωση ή εξαφάνιση της προς εργασία ικανότητας ή και αμφότερα. Η προστασία που παρέχεται στο ναυτικό με τις πιο πάνω διατάξεις καλύπτει ολόκληρο το χρόνο της σχέσης ναυτικής εργασίας, αφορά δε ασθένεια οποιασδήποτε μορφής και οφειλόμενη σε οποιαδήποτε αιτία, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που ορίζονται με ειδικές διατάξεις. Για την παροχή της προστασίας αυτής, δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της εργασίας και της ασθενείας, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει για τη θεμελίωση αξίωσης από εργατικό ατύχημα. Ασθένεια, δηλαδή, που εμφανίστηκε, υποτροπίασε, ή παροξύνθηκε κατά τη διάρκεια της εργασίας του ναυτικού στο πλοίο,  θεωρείται ως απότοκος της εργασίας του σε αυτό (ΕΠ 212/2016, Μον.Εφ.Πειρ. 109/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο μισθός ασθένειας έχει χαρακτήρα αποδοχών και δεν είναι αποζημιωτικός, παρά την, μάλλον από παραδρομή, εσφαλμένη τού άρθρου μόνου του π.δ. 1212/1981 «Περί τροποποιήσεως της παραγρ. 7 του άρθρου 3 του ν.δ. 2652/1953 περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του ν. 1752/1951 περί ναυτικής εργασίας» (ΦΕΚ Α` 299/9.10.1981), συνίσταται δε σε ό,τι ο ναυτικός αποκόμιζε στο πλοίο από την εργασία του πριν από την ασθένεια, δηλαδή στο βασικό μισθό, στα επιδόματα, στο αντίτιμο τροφής, στα δώρα εορτών, ακόμη και στα φιλοδωρήματα, που τυχόν του κατέβαλε ο πλοιοκτήτης. Δηλαδή υπολογίζεται με βάση την ισχύουσα ΣΣΝΕ, εκτός αν υπάρχει κλειστός μισθός (ΕΠ 648/2008 ΕΝΔ 36.388, ΕΠ 984/2001 ΠειρΝ 2002.277).  Πάντως, η τελευταία παράγραφος της  διάταξης του άρθρου 66 ΚΙΝΔ, επιτρέπει τη συνομολόγηση ειδικού μισθού ασθενείας που είναι δυνατό να είναι κατώτερος από αυτόν που υπολογίζεται με τις πλήρεις αποδοχές όπως προκύπτει και από τη λογική της ρύθμισης αυτής (Α.Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, εκδ. 1989). Το ποσό του πάντως πρέπει να είναι σημαντικό, δηλαδή τέτοιο που να μην αναιρείται η ουσία του δικαιώματος (Ι.Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, εκδ.2004, σελ. 362, με αναφορά σε Εφ.Πειρ. 1246/1984 ΕΝΔ 13, σελ.331).  Η έναρξη της υποχρέωσης για την καταβολή του μισθού ασθένειας αρχίζει από τη λύση της σύμβασης λόγω ασθένειας, η οποία συμπίπτει κατά το πλείστον με την αποβίβαση του ασθενήναυτικού στη ξηρά (ΕΠ 498/2000 ΕΝΔ 2008.281, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 255). Προϋποθέσεις για τη γέννηση της εν λόγω αξίωσης αποτελούν,  αφενός η σύναψη        σύμβασης ναυτικής εργασίας και αφετέρου η λύση της σύμβασης αυτής λόγω ασθένειας, υπό την έννοια ότι η αξίωση καταβολής μισθού ασθενείας γεννάται μόνον στο πρόσωπο ναυτολογημένου ναυτικού και μάλιστα το πρώτον με τη λύση της σύμβασης λόγω ασθένειας, με αποτέλεσμα χωρίς σύναψη σύμβασης ναυτικής εργασίας ή/και πριν από τη λύση της σύμβασης αυτής ο ασθενήσας ναυτικός να μην έχει τις αξιώσεις του άρθρου 66 του ΚΙΝΔ, που θεσπίζονται σε βάρος του εργοδότη του ως ειδικότερη εκδήλωση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας των άρθρων 660 επομ. του ΑΚ (ΜΕΠ 311/2016, ΕΠ 1051/1982 ΕΝΔ 11.32). Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 522, ΚΠολΔ με την άσκηση της έφεσης, η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Μέσα στα όρια αυτά, δηλαδή ως προς τα προσβληθέντα κεφάλαια, μπορεί να υποβληθούν παράπονα κατά της αποφάσεως. Ως “Κεφάλαιο” θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης, στα πλαίσια της ιδίας διαφοράς, και εκκρεμοδικία, για την οποία εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης. Τα κεφάλαια αυτά και μόνο μπορεί να εξετάσει το Εφετείο για να κρίνει αν υπήρξε σφάλμα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 568/2023, δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με το μοναδικό λόγο της υπό στοιχ. Β) έφεσης, οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 66 ΚΙΝΔ, επιδίκασε στον ενάγοντα μισθούς ασθενείας, τους οποίους υπολόγισε επί του συνόλου των κλειστών μηνιαίων αποδοχών του, ύψους 7.630,00 ευρώ, ενώ ορθά εάν έκρινε έπρεπε να προσδιορίσει το ύψος των μισθών ασθενείας βάσει της ειδικής συμφωνίας που είχαν καταρτίσει με τον ενάγοντα. Ο λόγος αυτός, ο οποίος είναι νόμιμος, ερειδόμενος στην παρ.3 της διάταξης του άρθρου 66, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος. Και τούτο διότι, στην από 04-02-2019 σύμβαση εργασίας που καταρτίστηκε στον Πειραιά, μεταξύ του ενάγοντος ως εργαζόμενου ναυτικού και της πρώτης εναγομένης ως εργοδότριας, συνομολογήθηκε  ως ειδικός μισθός ασθενείας, ο βασικός μισθός του ενάγοντος, ο οποίος ανέρχονταν σε 1.729,13 ευρώ. Ειδικότερα, στον όρο f) της ανωτέρω σύμβασης εργασίας, ρητά ορίζεται ότι ο ναυτικός δικαιούται να λάβει καταβολή του βασικού μηνιαίου μισθού του (μισθός ασθενείας) κατά τη διάρκεια οποιουδήποτε τμήματος της σχετικής χρονικής περιόδου που ακολουθεί την αποβίβασή του από το πλοίο χωρίς όμως να υπερβαίνει το μέγιστο χρονικό διάστημα των δεκαέξι (16) εβδομάδων από την ημέρα τραυματισμού ή εκδήλωσης της ασθένειας. Επισημαίνεται ότι ο συνομολογηθείς μισθός ασθενείας είναι δυνατό να είναι κατώτερος από αυτόν που υπολογίζεται με τις πλήρεις αποδοχές, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, ενώ αντίθετη κρίση δεν εξάγεται ούτε από τη γραμματική διατύπωση της παρ.3 του άρθρου 66 ΚΙΝΔ, καθόσον σε αυτήν δεν γίνεται μνεία σχετικά με το ύψος του συνομολογηθέντος ειδικού μισθού, εάν δηλαδή απαιτείται να είναι ανώτερος ή  δύναται να είναι και κατώτερος των μηνιαίων  αποδοχών  του   ναυτικού.    Στην προκειμένη  περίπτωση,  εφόσον   σύμφωνα   με   όσα  αποδείχθηκαν, η ανικανότητα του ενάγοντος διήρκησε από 04-08-2019, οπότε συνέβη ο τραυματισμός και η αποναυτολόγησή του, έως την 14-10-2019, που κατέστη ικανός προς εργασία, δικαιούται μισθούς ασθενείας για χρονικό διάστημα 72 ημερών άλλως 2,4 μηνών. Οι εναγόμενοι στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, προέβαλαν ένσταση εξόφλησης της ανωτέρω αξίωσης, προσκομίζοντας το από 21-11-2019 έντυπο εντολής πληρωμής, από το οποίο προκύπτει η καταβολή του ποσού των 5.921,90 ευρώ, ήτοι αναλογικά το ποσό των 2.467,45 ευρώ μηνιαίως, για χρονικό διάστημα 2,4 μηνών, που αφορά μισθούς ασθενείας πλέον του επιδόματος αδείας, το οποίο ο ενάγων δεν αντέκρουσε, ούτε επικαλέστηκε ότι τα καταβληθέντα ποσά αφορούν  άλλο χρέος ή οφειλή. Κατόπιν τούτου, η οφειλή των εναγομένων για τους μισθούς ασθενείας έχει εξοφληθεί. Επομένως, η εκκαλουμένη που έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούται   για μισθούς ασθενείας το σύνολο των αποδοχών του κλειστού μηνιαίου μισθού του, ποσού 7.630,00 ευρώ και δεχόμενη την προταθείσα από τους εναγόμενους ένσταση συμψηφισμού, επιδίκασε σε αυτόν το ποσό των 12.390 ευρώ [(7.630 χ 2,4 =) 18.312 – 5.921,90), έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Μετά ταύτα, κατά παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμου του μοναδικού λόγου της υπό στοιχ. Β) έφεσης που άσκησαν οι εναγόμενοι, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση μόνο ως προς το κεφάλαιο που αφορά τους μισθούς ασθενείας. Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και, αφού δικαστεί κατ’ ουσίαν, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη, μόνο ως προς το κεφάλαιο που αφορά τους μισθούς ασθενείας. Περαιτέρω, ενόψει του ότι η εκκαλουμένη εξαφανίστηκε ως προς το ανωτέρω κεφάλαιο κατά τα προεκτεθέντα και ενόψει της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού των δικαστικών εξόδων ως προς όλα τα κεφάλαια της απόφασης, πρέπει να εξαφανιστεί και ως προς τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων. Μέρος των δικαστικών εξόδων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εφεσίβλητου λόγω της ήττας του στη δίκη, ενόψει του σχετικού αιτήματος των εκκαλούντων (άρθρα 178, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων α) την από 17-12-2021 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …./17-12-2021 και αριθ.καταθ. ενδ. μέσου …./17-12-2021 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./14-02-2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …./14-02-2022) έφεση και β) την από 14-12-2021 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …./15-12-2021 και αριθ.καταθ. ενδ. μέσου …./15-12-2021 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/15-02-2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …/15-02-2022) έφεση.

Δέχεται την από 17-12-2021 έφεση τυπικά και

Απορρίπτει αυτήν κατ’ουσίαν.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Δέχεται την από 14-12-2021 έφεση τυπικά και κατ’ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’αριθ. 2515/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς το κεφάλαιο που αφορά τους μισθούς ασθενείας.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή μόνο ως προς το κεφάλαιο που αφορά τους μισθούς ασθενείας. Απορρίπτει την αγωγή μόνο ως προς το αίτημα τούτο.

Επιβάλλει σε βάρος του εφεσιβλήτου – ενάγοντος μέρος των δικαστικών εξόδων των εκκαλούντων – εναγομένων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε χίλια (1.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 12.3.2024 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ