Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 82/2024

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αριθμός  82/2024

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Φεβρωνία Τσερκέζογλου Πρόεδρο Εφετών, Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη και Σωκράτη Γαβαλά, Εφέτη-Εισηγητή, και από τη Γραμματέα Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την …………….., προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της Εκκαλούσας- Ενάγουσας- Αντεσίβλητης: Της Μονοπρόσωπης Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία ‘…………………’’ (Α.Φ.Μ. ………..- Δ.Ο.Υ Κέρκυρας), εδρεύουσας στο Δήμο …. (περιοχή ……….), και εκπροσωπούμενης νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου της  Μάρκου Δάρα (A.M.ΔΣΑ ……..), (βλ. το υπ’ αριθμόν Π …………./19-10-2023 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π – άρθρο 61 Ν. 4194/2013), ο οποίος κατέθεσε δήλωση, προκειμένου να εκδικαστεί η υπόθεση χωρίς να παραστεί ο ίδιος, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου.

Της Εφεσίβλητης-Εναγόμενης-Αντεκκαλούσας: Της Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας, με την επωνυμία ‘…………..’’, (Α.Φ.Μ…………….. -Δ.Ο.Υ Μεγάλων Επιχειρήσεων), εδρεύουσας στο ……….. Αττικής, επί της οδού ……….. και εκπροσωπούμενης νόμιμα, που παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου της  Ανάργυρου Κουτσούκου (AM ……… ΔΣΠ), (βλ. το υπ’ αριθμόν ………/10-10-2023 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π – άρθρο 61 Ν. 4194/2013), με βάση το υπ’ αριθμόν ………/27-12-2018 ειδικό πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., ο οποίος κατέθεσε δήλωση, προκειμένου να εκδικαστεί η υπόθεση χωρίς να παραστεί ο ίδιος, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου.

Η εκκαλούσα Εταιρεία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 19-09-2018 αγωγή της, που κατά τέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) ……./2018 και ειδικό αριθμό δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) …………/2018.

Επί της αγωγής αυτής, η οποία εκδικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 3712/2019 (οριστική) απόφαση, κατά την τακτική διαδικασία (Διαδικασία άρθρων 1-465 Κ.Πολ.Δ., με την οποία αυτή απορρίφθηκε, σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα σε αυτήν.

Κατά της αποφάσεως αυτής η ενάγουσα Εταιρεία άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την από 05/07/2022 έφεσή της,  που κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος αυτήν Δικαστηρίου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …/04-07-2022 και ειδικό αριθμό κατάθεσης ενδίκου μέσου (Ε.Α.Κ.Δ.) …/04-07-2022. Ακολούθως, αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …/05-07-2022 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου- ενδίκου μέσου (Ε.Α.Κ.Δ) …../05-07-2022, δικάσιμος δε ορίστηκε η 16η Φεβρουαρίου 2023, οπότε αναβλήθηκε η υπόθεση για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Ακολούθως, η εναγόμενη Ασφαλιστική Εταιρεία άσκησε κατά της ίδιας απόφασης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την από 07/08/2023 αντέφεσή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …./2023 και ειδικό αριθμό κατάθεσης ενδίκου μέσου (Ε.Α.Κ.Δ.) …../2023, δικάσιμος δε ορίστηκε αυτή, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων.

Οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων, που παραστάθηκαν, ως ανωτέρω, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, τις οποίες προκατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

(Ι) Η κρινόμενη από 05-07-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) …/(Ε.Α.Κ.Δ.) …./2022 έφεση της εκκαλούσας-ενάγουσας Μονοπρόσωπης Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία ‘………………’’ κατά της υπ’ αριθμόν 3712/2019 (οριστικής) απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αρμοδίως φερόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), ασκήθηκε, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν παρήλθε η προθεσμία των δύο (2) ετών από το χρόνο έκδοσης αυτής, κατ’ άρθρο 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α΄87/23.7.2015) σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε σε οποιοδήποτε διάδικο μέρος για γνώση του και για τις νόμιμες συνέπειες, αφού δεν προσκομίζεται είτε έκθεση επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης είτε αντίγραφο αυτής με επισημείωση σε αυτό Δικαστικού Επιμελητή για επίδοση αυτής, ενώ συγχρόνως δεν προτείνεται ισχυρισμός για εκπρόθεσμη άσκηση αυτής, με αποτέλεσμα να μην έχει αρχίσει να διαδράμει η προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 εδ. Β Κ.Πολ.Δ., το δε δικόγραφο της υπό κρίση έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος την εκκαλούμενη πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την 04η Ιουλίου 2022], (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 Κ.Πολ. Δ). Συνεπώς, εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησής της καταβλήθηκε, κατ` άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ` ΚΠολΔ. παράβολο του Ελληνικού Δημοσίου, αξίας εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ (βλ. το με αριθμό κωδικού …………… παράβολο του Ελληνικού Δημοσίου), πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων αυτής, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

(ΙΙ) Η αντέφεση κατά το άρθρο 523 του ΚΠολΔ, δεν αποτελεί ένδικο μέσο αλλά ένα ιδιαίτερο ένδικο βοήθημα άμυνας του εφεσίβλητου, που του παρέχει τη δυνατότητα της περιορισμένης έκτασης αντεπίθεσης σε βάρος του εκκαλούντος για τα κεφάλαια της απόφασης, που μεταβιβάστηκαν στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την έφεση, καθώς επίσης και για τα αναγκαίως με αυτά συνεχόμενα, χωρίς αντίστοιχα να επηρεάζονται τα κεφάλαια, που δεν μεταβιβάσθηκαν στο Εφετείο. Ως «κεφάλαιο», κατά την έννοια του νόμου θεωρείται κάθε οριστική διάταξη της προσβαλλόμενης απόφασης, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αποφαίνεται για το ορισμένο και παραδεκτό ή και τη βασιμότητα μιας αυτοτελούς αιτήσεως για παροχή έννομης προστασίας, η οποία εισάγει ιδιαίτερο αντικείμενο δίκης, διαφοροποιούμενο από τα λοιπά είτε ως προς το αίτημα είτε ως προς την ιστορική του βάση είτε ως προς αμφότερους τους παράγοντες, που το οριοθετούν (ΑΠ 1958/ 2017, ΑΠ 1061/2015, ΑΠ 672/2012, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 978/2014, ΧρΙΔ 2015/35, ΑΠ 132/2004, ΝοΒ 2004/1547), καθώς και για τις τυχόν ενστάσεις, που προβλήθηκαν ως άμυνα κατά της αιτήσεως αυτής (ΑΠ 189/2016, ΑΠ 1543/2007, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κριτήριο για την οριοθέτηση της έννοιας του κεφαλαίου αποτελεί το αίτημα της εφέσεως για εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση συγκεκριμένης οριστικής διατάξεως της εκκαλουμένης, που αποφαίνεται επί αυτοτελούς αιτήσεως. Οι αιτιολογίες της απόφασης, δηλαδή η διάγνωση των κατ’ ιδίαν προϋποθέσεων επελεύσεως καθεμιάς από τις αιτούμενες έννομης συνέπειας, που μπορεί να συνίστανται σε ιδιαίτερα πραγματικά ή νομικά ζητήματα, τα οποία επιλύονται από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εντάσσονται στο ίδιο ενιαίο κεφάλαιο της εκκαλουμένης, με το οποίο αποφαίνεται θετικά ή αρνητικά και με δύναμη δεδικασμένου για τη συγκεκριμένη έννομη συνέπεια (ΑΠ 249/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 671/2003, Δνη 2003/1343, Χ. Τριανταφυλλίδης,  σε Κ. Οικονόμου, Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 520, αρ. 11, σελ. 164, Β. Ρήγας, Ζητήματα εκ του δικαίου της εφέσεως, σε Δνη 1998/749 επομ. [752], Α. Μπακόπουλος, Ζητήματα από την κατ’ έφεση δίκη, σε Δνη 1992/1137 επομ. [1144], βλ. και Α. Παπαθεοδώρου, Πρόσθετοι αναιρετικοί λόγοι, 2013, σελ. 52) και παραδεκτά προσβάλλονται με πρόσθετους λόγους, αφού δεν αποτελούν χωριστό κεφάλαιο. Λόγω του ότι η αντέφεση δεν αποτελεί ένδικο μέσο, δεν ισχύει ούτε σε αυτήν, αλλά ούτε και στους πρόσθετους λόγους της, το άρθρο 514 του ΚΠολΔ, που απαγορεύει την άσκηση δεύτερης εφέσεως από τον ίδιο διάδικο κατά της ίδιας απόφασης, έστω και αν στηρίζεται σε άλλους λόγους ή στρέφεται κατά άλλου κεφαλαίου. Επομένως, ο διάδικος, που έχει ασκήσει έφεση, δεν κωλύεται να ασκήσει κατά της έφεσης του αντιδίκου του, αντέφεση περιλαμβάνουσα τους ίδιους ή διαφορετικούς λόγους, που διαλαμβάνει στην έφεσή του, με τον αυτονόητο όμως περιορισμό ότι οι λόγοι αυτοί πρέπει να αναφέρονται στα εκκληθέντα με την έφεση του αντιδίκου του ή στα συνεχόμενα με αυτά κεφάλαια της προσβαλλομένης απόφασης (Εφ.Αθ 2295/2009). Η αντέφεση έχει παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με την έφεση, όταν ασκείται μετά την παρέλευση της προθεσμίας της έφεσης, και συνιστά ιδιαίτερη διαδικαστική πράξη, που διέπεται από τις σχετικές με αυτήν διατάξεις ΟλΑΠ 180/1979, ΑΠ 135/2019, ΑΠ 1483/2019). Ένεκα του παρεπόμενου, όταν δεν αποτελεί αυτοτελή έφεση, χαρακτήρα της αντέφεσης σε σχέση με την έφεση, δεν νοείται χωριστή εκδίκασή τους, η απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης συνάγεται και την απόρριψη της αντέφεσης ως απαράδεκτης, χωρίς οποιαδήποτε άλλη έρευνα, και τέλος η άσκηση της έφεσης αποτελεί προϋπόθεση της άσκησης και εισαγωγής της αντέφεσης προς συζήτηση, προϋπόθεση που πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο άσκησης της αντέφεσης. Δηλαδή, πρέπει στο χρόνο αυτό η έφεση να παραμένει εκκρεμής, με αποτέλεσμα, αν ο εκκαλών παραιτηθεί από την έφεσή του, δεν τίθεται θέμα μεταγενέστερης άσκηση αντέφεσης (ΑΠ 4/1995, Μ. ΕφΑθ 533/2017, ΕφΘεσ 2224/2009, ΕφΠειρ 213/2016, ΕφΠειρ 513/ 2015). Αντέφεση δικαιούται να ασκήσει κάθε εφεσίβλητος (ενάγων, εναγόμενος, παρεμβαίνων), ή οι δικαιοδόχοι του, και όταν ακόμη έχει αποδεχθεί την απόφαση ρητά ή σιωπηρά ή έχει παραιτηθεί από προηγουμένως ασκηθείσα από αυτόν έφεση. Για την άσκησή της απαιτείται έννομο συμφέρον, που υφίσταται στο πρόσωπο του εφεσίβλητου, εάν με το διατακτικό της πρωτόδικης απόφασης ηττάται και αυτός, έστω και εν μέρει. Αν αντίθετα έχει νικήσει ολοσχερώς, η αντέφεση δεν μπορεί να έχει αίτημα και απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 516 παρ. 2 και 532 του ΚΠολΔ. Εξαιρετικά, έννομο συμφέρον για άσκηση αντέφεσης αναγνωρίζεται και στο διάδικο, που νίκησε πρωτοδίκως, αν παρά την ορθότητα του διατακτικού της πρωτόδικης αποφάσεως, βλάπτεται από τις αιτιολογίες αυτής, οι οποίες όμως πρέπει να περιέχουν στοιχεία διατακτικού και να δημιουργούν σε βάρος του δεδικασμένο. Κατ’ ακολουθία, αντέφεση του ολοσχερώς νικήσαντος διαδίκου με αίτημα την επαναφορά των ενστάσεων, με τις οποίες, στην πρωτοβάθμια δίκη, ως εναγόμενος, ζητούσε την απόρριψη της αγωγής, δεν νοείται, αφού τις ενστάσεις αυτές μπορεί να επαναφέρει ο εν λόγω διάδικος στο Εφετείο ως εφεσίβλητος, κατά το άρθρο 527 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς συντελούν σε υπεράσπισή του κατά της έφεσης του αντιδίκου του (ΑΠ 505/2020, ΑΠ 1174/ 2009,ΑΠ 1094, ΕφΑθ 7748/2007). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 516 §§ 1-2 ΚΠολΔ, «1. Δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι, που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί διάδοχοί τους, οι ειδικοί διάδοχοί τους, εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής, και οι Εισαγγελείς Πρωτοδικών, αν ήταν διάδικοι. 2. Έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος, που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον». Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία «Δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει έννομο συμφέρον», προκύπτει ότι κύρια θετική προϋπόθεση για την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης είναι το έννομο συμφέρον του εκκαλούντος. Το έννομο συμφέρον προκύπτει κυρίως από τη βλάβη, την οποία υπέστη ο διάδικος, που επιδιώκει τον έλεγχο της απόφασης. Κατά κανόνα βλάβη του διαδίκου υπάρχει, όταν απορρίπτονται εν μέρει ή ολικά οι προτάσεις του, (ήτοι, η αγωγή, η ανταγωγή, οι ενστάσεις του), ή γίνονται δεκτές έναντι αυτού εν μέρει ή ολικά οι προτάσεις του αντιδίκου του. Η βλάβη του εκκαλούντος πρέπει να υπάρχει σε σχέση με τον αντίδικό του και η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να περιέχει κάποια διάταξη υπέρ του αντιδίκου του εκκαλούντος. Κατ’ εξαίρεση και σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 516 § 2 ΚΠολΔ, έφεση μπορεί να ασκήσει και ο διάδικος, που νίκησε στην πρωτοβάθμια δίκη, είτε διότι έγινε δεκτή η αγωγή του κ.λπ. είτε διότι απορρίφθηκε η αγωγή κ.λπ. του αντιδίκου του, εφόσον έχει έννομο συμφέρον, το οποίο κρίνεται με βάση την προσβαλλόμενη απόφαση και υπάρχει, όταν ο διάδικος βλάπτεται από τις αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης και ιδίως αν δημιουργείται από την απόφαση δεδικασμένο σε βάρος του σε άλλη δίκη, αν δηλαδή η αιτιολογία της απόφασης αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος, που κρίθηκε στη δίκη και φέρει συνακόλουθα τα στοιχεία διατακτικού, όπως επίσης και όταν η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί, διότι τυγχάνει αβάσιμη η ιστορική βάση της, ενώ απορρίφθηκε μετά από προβληθείσα ένσταση του διαδίκου, αφού στην περίπτωση αυτή η απόφαση υπολείπεται των προσδοκιών του διαδίκου. Κατά συνέπεια των παραπάνω, οι εσφαλμένες αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης, οι οποίες δεν καταλήγουν σε βλάβη του εκκαλούντος με αντίστοιχες προς αυτές διατάξεις, που διαλαμβάνονται στο διατακτικό της απόφασης, όπως και ζητήματα, που κρίθηκαν πλεοναστικά, χωρίς να παρίσταται προς τούτο ανάγκη, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης, καθόσον το κρίσιμο τμήμα της απόφασης δεν είναι οι αιτιολογίες αλλά οι διατάξεις αυτής. Διαφορετικά, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αντικαθιστά τις εσφαλμένες αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση. Συνεπώς, κατ’ εξαίρεση μπορεί να προκαλείται βλάβη από τις δυσμενείς αιτιολογίες, όταν από αυτές καθιδρύεται δεδικασμένο, που αφορά σε έννομη σχέση, τουτέστιν σε έννομη συνέπεια αντλούμενη από την υπαγωγή διαπιστωμένων πραγματικών περιστατικών στους εφαρμοστέους κανόνες δικαίου, εφόσον: (α) η δυσμενής στο αιτιολογικό διάγνωση ήταν αναγκαία προς στήριξη του ευνοϊκού για τον ανωτέρω διάδικο διατακτικού, (β) το αποφανθέν Δικαστήριο ήταν  αρμόδιο να κρίνει ως προς τη σχέση αυτή και (γ) το δυσμενές δεδικασμένο μπορεί να αντιταχθεί (δεσμευτικά) σε άλλη δίκη μεταξύ των ίδιων διαδίκων, ως προϋπόθεση του ζητήματος, που θα κριθεί σε αυτή, τουτέστιν ως προδικαστικό ζήτημα, με τις προϋποθέσεις ορίζει το άρθρο 331 του ΚΠολΔ (Κ. Κεραμέως, Ουσιαστικόν δεδικασμένον περί προδικαστικών ζητημάτων, 1967, παρ. 7 σελ. 153, του ιδίου, Αστικόν Δικονομικόν Δίκαιον, έκδ. 1986, σελ. 303 και 308 επ., ΕφΑθ 4950/1982, ΝοΒ 30, σελ.1095, πρβλ. επί αιτήσεως αναιρέσεως από διάδικο, που νίκησε κάτω από όμοιες συνθήκες  τις ΑΠ 474/1973 ΝοΒ 21, σελ. 1340, ΑΠ 725/1954 ΝοΒ 3, σελ. 23), οπότε και υπάρχει έννομο συμφέρον για την άσκηση έφεσης ακόμη και από το διάδικο, που νίκησε, προς αποτροπή αυτού, (ΑΠ 226/2014, ΑΠ 920/2013, ΑΠ 1182/2012, ΑΠ 382/2011, ΑΠ 653/2010 Νόμος). Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις και δη από τη διάταξη του άρθρου 322 παρ.1 εδ.α’ του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι το δεδικασμένο εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα, που κρίθηκε, εάν η απόφαση έκρινε οριστικά για μια έννομη σχέση, που έχει προβληθεί με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού, λαμβανομένης υπόψη και της ίδιας της φύσης του δεδικασμένου ως εξασφαλιστικού θεσμού των έννομων συνεπειών καθ’ εαυτές και όχι ως αυθεντικό ερμηνευτή της έννομης τάξης, ούτε ως αποδεικτικού μέσου, συνάγεται ότι το δεδικασμένο δεν εκτείνεται ούτε στη  δοθείσα από το Δικαστήριο ερμηνεία του νόμου, ούτε στην αλήθεια των πραγματικών περιστατικών, που στοιχειοθετούν την ελάσσονα του δικανικού συλλογισμού πρόταση, ούτε στις διαπιστωθείσες νομικές προς θεμελίωση του δικανικού συλλογισμού καταστάσεις (Δ. Κονδύλη, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, παρ. 22, σελ. 262 και ΑΠ 303/1979 ΝοΒ 27, σελ. 1294). Οι διαλαμβανόμενες στην απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δυσμενείς για τον νικήσαντα κατ` αποτέλεσμα διάδικο αιτιολογίες, είτε είναι ασύμφορες, είτε δεν είναι ορθές νομικώς, είτε αντίκεινται στην αντικειμενική αλήθεια, δεν είναι ικανές να θεμελιώσουν έννομο συμφέρον του νικήσαντος διαδίκου προς άσκηση εφέσεως (Ν. Νίκα, Το έννομο συμφέρον κλπ., έκδ. 1981, σελ. 84) [βλ. για όλα τα ανωτέρω ΕφΘεσ. 1164/1988, Αρμ 1988, σελ. 703]. Οι αιτιολογίες της απόφασης έχουν συνέπειες διατακτικού, εάν (μεταξύ άλλων) η απόφαση έλυσε με παρεμπίπτουσα σκέψη κάποια προδικαστική έννομη σχέση σε βάρος του διαδίκου, που νίκησε (είτε είναι ενάγων είτε εναγόμενος), οπότε ο διάδικος αυτός βλάπτεται και δικαιούται να προσβάλει την απόφαση, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 516 § 2 ΚΠολΔ, (ΑΠ 404/2010 Νόμος). Επιπλέον, η αιτιολογία καθεαυτή δημιουργεί δυσμενές δεδικασμένο σε βάρος του διαδίκου, και όταν η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί, επειδή είναι αβάσιμη η ιστορική βάση της, ενώ απορρίφθηκε μετά από προβληθείσα ένσταση του διαδίκου, αφού στην περίπτωση αυτή η απόφαση υπολείπεται των προσδοκιών του διαδίκου και συνεπώς πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι ηττημένος ο διάδικος, ο οποίος βλάπτεται γενικά από το περιεχόμενο της απόφασης, οπότε με την άσκηση της έφεσης υφίσταται γι’ αυτόν η δυνατότητα να μεταβάλει υπέρ αυτού την απόφαση, εφόσον συντρέχει βάσιμη προς τούτο περίπτωση, (ΑΠ 920/2013 Νόμος, αντίθετα για την ένσταση κατά χρηστικής άσκησης δικαιώματος ΑΠ 913/2010 Νόμος), και τούτο διότι το έννομο συμφέρον για την άσκηση των ένδικων μέσων αποτελεί θεμελιώδη διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, της οποίας η ανάγκη ύπαρξης συνάγεται και από τη γενική διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι το έννομο συμφέρον, ως προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε ένδικου μέσου, αποτελεί ειδικότερη έκφανση της θεμελιώδους αρχής, που καθιερώνει το ανωτέρω άρθρο. Η παραπάνω προϋπόθεση εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και η έλλειψή της συνεπάγεται την απόρριψη του ένδικου μέσου ως απαραδέκτου, (βλ. άρθρα 68, 73, 532 ΚΠολΔ, ΑΠ 920/2013 Νόμος, ΑΠ 274/2003 ΕπΔικΠολ 2004. 51, ΑΠ 1459/2000 Δνη 2001.741, ΕφΝαυπλ 121/2011 Νόμος, ΕφΑθ 6188/2009, ΕφΘεσ 386/2011 Νόμος, ΕφΘεσ 654/2009, ΕφΔωδ 246/2006 Νόμος, ΕφΑθ 4195/2004 ΝοΒ 53. 102 και Νόμος, ΕφΘεσ 2039/2003, ΕφΑθ 2903/2002 Αρμ 2003. 1809, ΕφΑθ 3743/1996 Νόμος, ΕφΛαρ 81/2015 ΤΝΠ ΔΣΑ, 179/2015 ΜΕφΛαρ).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αντέφεσή της η εφεσίβλητη ασφαλιστική Εταιρεία σε αντίκρουση της έφεσης της εκκαλούσας Εταιρείας επικαλείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υπέπεσε αληθώς στις ακόλουθες πραγματικές και νομικές πλημμέλειες: (Α) ως προς το σκέλος ασφάλισης της αστικής ευθύνης και της ευθύνης από ρύπανση με εσφαλμένες αιτιολογίες, σε κάποιες άλλες με ανεπαρκείς αιτιολογίες και σε άλλες χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία απέρριψε βάσιμους κατά της αγωγής ισχυρισμούς και απαλλακτικές ενστάσεις της αντεκκαλούσας Εταιρείας, κάνοντας δεκτή την αγωγή της εκκαλούσας Εταιρείας, ως βάσιμη, ενώ επρόκειτο για αβάσιμη για επάλληλες αιτίες. (Β) δεν έλαβε υπόψη του τους αυταπόδεικτους ισχυρισμούς της αντεκκαλούσας Εταιρείας σχετικά με τη μη σωρευτική συνδρομή των προϋποθέσεων ισχύος της ασφάλισης της αστικής ευθύνης, που είχαν συμφωνηθεί από τα μέρη και προβλέπονταν στον όρο 3 των επίδικων Γ.Ο.Α.Ε., καθότι το επίδικο σκάφος δεν τύγχανε αξιόπλοο από άποψη επάνδρωσης, δεν είχε υπάρξει συμμόρφωση προς τις διατάξεις του Ν 2743/1999, που είχαν καταστεί συμβατικοί όροι και οι οποίοι προέβλεπαν την παρουσία επί των ναυλωμένων σκαφών δύο (2) προσώπων με ναυτική εμπειρία), (Γ) δεν έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό της αντεκκαλούσας Εταιρείας σχετικά με συμβατική εξαίρεση της ευθύνης της εταιρίας τελευταίας για ζημιές ή δαπάνες, που προέκυπταν κατά το χρόνο ρυμούλκησης του ασφαλιζόμενου πλοίου (όρος 10 Γ.Ο.Α.Ε. εξαιρέσεις – στίχοι 4-5 σελίδα 6), (Δ) δεν έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό της αντεκκαλούσας Εταιρείας σχετικά με συμβατική εξαίρεση της υποχρέωσης της προς αποζημίωση δαπανών σχετικών με την απομάκρυνση ενιαίου ή τεμαχισμένου ναυαγίου (όρος 10 Γ.Ο.Α.Ε. σελ. 6 στίχος 11ος), (Ε) δεν έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό της ότι οι δαπάνες καθαρισμού της θάλασσας από τα κομμάτια του ναυαγίου δεν σχετίζονταν με θαλάσσια ρύπανση υπό τον συμβατικό ορισμό, (ΣΤ) παραμόρφωσε  τους όρους του ασφαλιστηρίου και εφαρμόζοντας μη προσήκοντα κανόνα δικαίου θεώρησε ότι η δαπάνη απομάκρυνσης του τεμαχισμένου ναυαγίου από τον τόπο διάλυσης του αποτελούσε έξοδο απορρύπανσης υπό τις διατάξεις του πδ 55/98 – Ν 743/77 και όχι μη καλυπτόμενα έξοδα απομάκρυνσης τεμαχισμένου ναυαγίου κατά τις διατάξεις του Ν 2881/2001, (Ζ) ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 Ν 2496/97, μολονότι η εν λόγω διάταξη δεν τυγχάνει εφαρμογής στην επίδικη περίπτωση, (Η) θεώρησε δικαιολογημένη την αδράνεια της εκκαλούσας Εταιρείας ως προς τη λήψη μέτρων για τη διάσωση του σκάφους (πριν διαλυθεί – για να μην διαλυθεί), θεωρώντας ότι αυτή δεν αθέτησε τη συμβατική με τον όρο 13 και νόμιμη με το άρθρο 7 παρ. 3 Ν 2496/1997 υποχρέωσή της για λήψη μέτρων προς αποτροπή ή μείωση της ζημιάς, (Θ) δεν καταλόγισε υπαιτιότητα στην εκκαλούσα Εταιρεία για την ολιγωρία, που επέδειξε ως προς τη διάσωση του προσαραγμένου σκάφους, γεγονός, που καταδεικνύει συμπεριφορά εμφορούμενη από ενδεχόμενο δόλο ή βαριά αμέλεια, επιφέρουσα συνακόλουθα απαλλαγή από την υποχρέωση της εκκαλούσας ασφαλιστικής Εταιρείας για αποζημίωση κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 5 του Ν 2496/1997, (Ι) έκανε δεκτή την αγωγική αίτηση ως προς το σκέλος ασφάλισης της αστικής ευθύνης, ενώ θα έπρεπε να είχε απορρίψει αυτήν ως προφανώς αβάσιμη για τουλάχιστον 6-7 επάλληλες-ισοδύναμες αιτίες, απορρίπτοντας την ως μη νόμιμη κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του αρθρ. 23(2) Ν 2496/1997. Επικαλούμενη έννομο συμφέρον, η αντεκκαλούσα ασφαλιστική Εταιρεία ζητεί να αντικατασταθεί η αιτιολογία της αντεκκαλούμενης, με την οποία απορρίφθηκε, ως αβάσιμη η πρώτη αίτηση της εκκαλούσας Εταιρείας για την καταψήφισή της στην καταβολή σε αυτήν ασφαλιστικής αποζημίωσης (και κατά μετατροπή αναγνώριση της υποχρέωσής της αντεκκαλούσας Εταιρείας προς τούτο), ως προς το σκέλος ασφάλισης της αστικής της ευθύνης λόγω μη πλήρωσης της νόμιμης προϋπόθεσης ίδρυσης του επικαλούμενου με την προηγούμενη καταβολή και εξόφληση από την ίδια των εξόδων αντιρρύπανσης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 23 παρ. 2 Ν. 2496/1997 και να συμπληρωθεί με τις προτεινόμενες αιτιολογίες δικονομικού, νομικού και ουσιαστικού περιεχομένου. Ειδικότερα, ζητεί: (1.1) ως απαράδεκτη: (α) λόγω μη ορισμένου αιτήματος (216 (1), (γ) Κ.Πολ.Δ.) και απουσίας ακριβούς περιγραφής της χρηματικής αξίας του επίδικου αντικειμένου (216 (2) (α) Κ.Πολ.Δ.), (β) λόγω νομικής αοριστίας και στήριξης του αιτήματος σε αντιφατική βάση, (γ) λόγω πρόωρης άσκησης αγωγής. (1.2) Ως μη νόμιμη για το λόγο, που απορρίφθηκε αυτή πρωτοδίκως (μη πλήρωση της προϋπόθεσης του άρθρου 23 παρ. 2 Ν. 2496/1997 και συμπληρωματικά, λόγω μη συνδρομής της προϋπόθεσης (μείωση της περιουσίας της ασφαλισμένης) για την ίδρυση του δικαιώματος αποζημιώσεως υπό το άρθρο 11 (1) Ν. 2496/1997. (1.3) Ως ουσία αβάσιμη για επάλληλες αιτίες: (α) λόγω απαλλαγής της από την υποχρέωση αποζημιώσεως εξαιτίας ασφαλιστικής περίπτωσης οφειλόμενης σε ενδεχόμενο δόλο ή βαριά αμέλεια της ασφαλισμένης και ενάγουσας Εταιρείας (άρθρο 7 παρ. 5 Ν. 2496/1997), (β) λόγω μη καλυπτόμενου κινδύνου (θαλάσσιας ρύπανσης με την έννοια της πρώτης περιόδου του όρου Β των επίδικων Γενικών Όρων Αστικής Ευθύνης) εξαιτίας: (i) διαφυγής στο περιβάλλον ρυπογόνων ουσιών και (ii) ρύπανσης οφειλόμενης στην έλλειψη εύλογων μέτρων προς αποφυγή της, (γ) λόγω ειδικής συμβατικής εξαίρεσης περιεχόμενης στον όρο 10 των επίδικων Γενικών Όρων Ασφάλισης σε σχέση με ατυχήματα προκαλούμενα στο ασφαλισμένο σκάφος ή από αυτό (προς τρίτους, περιλαμβανόμενης της θαλάσσιας ρύπανσης) κατά το χρόνο, που αυτό ρυμουλκείται, (δ) λόγω δαπάνης μη συναρτημένης με θαλάσσια ρύπανση, αλλά αφορώσα ανέλκυση και απομάκρυνση τεμαχισμένου ναυαγίου κατά τις διατάξεις του Ν. 2881/2001, για την οποία είχε συμφωνηθεί ειδική συμβατική εξαίρεση με τον όρο 10 των επίδικων Γενικών Όρων Αστικής Ευθύνης, (ε) λόγω μη συνδρομής των συμβατικών προϋποθέσεων για την ισχύ της ασφάλισης με τον όρο 3 των παραπάνω Γενικών Όρων (i) επειδή κατά την έναρξη του επίδικου ταξιδιού στο ναυλωμένο επίδικο σκάφος δεν επέβαιναν δύο (2) έμπειροι ναυτίλοι και μάλιστα ένας πιστοποιημένος επαγγελματίας κυβερνήτης και ένα πρόσωπο με ναυτική εμπειρία βεβαιωμένη με υπεύθυνη δήλωση του Ν. 1599/1986, όπως οριζόταν στο άρθρο 5 του Ν. 2743/1999, του οποίου οι διατάξεις, κατά συμφωνία των μερών, είχαν καταστεί συμβατικοί όροι, ii) λόγω αναξιοπλοΐας του επίδικου σκάφους από την άποψη ασφαλούς επάνδρωσης, (στ) λόγω παράλειψης της λήπτριας της ασφάλισης (εκκαλούσας Εταιρείας) να προβεί εγκαίρως στη λήψη των αναγκαίων κάτω από τις περιστάσεις μέτρων για την αποφυγή ή μείωση της ζημιάς με ανάθεση του έργου της διάσωσης του προσαραγμένου σκάφους της σε προσφερόμενους επαγγελματίες διασώστες κατά παράβαση της νόμιμης υποχρέωσής της από το άρθρο 7 παρ. 3 του Ν. 2496/97 και επικουρικά (ζ) λόγω απαλλαγής της αντεκκαλούσας ασφαλιστικής Εταιρείας από την υποχρέωση αποζημίωσης εξαιτίας απόσβεσης της σε βάρος της σχετικής αγωγικής αξίωσης μετά από εντός δίκης προταθείσα σε συμψηφισμό προς αυτήν ομοειδούς ληξιπρόθεσμης και ισόποσης ανταπαίτησής της λόγω παράλειψης διαφύλαξης του αναγωγικού δικαιώματος σε βάρος του φερόμενου ως υπαίτιου για τη ζημιά αλλοδαπού κυβερνήτη του ασφαλισμένου σκάφους κατά το επίδικο συμβάν (άρθρο 14 παρ. 3 Ν. 2496/97). (2) Να αντικατασταθεί η αιτιολογία της αντεκκαλούμενης, με την οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη η δεύτερη από τις σωρευόμενες στην αγωγή αιτήσεις της αντεφεσίβλητης για επιδίκαση σε αυτήν ασφαλιστικής αποζημίωσης (η αναγνώριση της προς τούτο σχετικής προς αυτήν υποχρέωσής της αντεκκαλούσας ασφαλιστικής Εταιρείας) κατά παραδοχή μιας και μόνο από τις επάλληλα προβαλλόμενες κατά του άνω σκέλους της αγωγή ενστάσεις και ισχυρισμούς της και να συμπληρωθεί με τις ακόλουθες επάλληλα προτεινόμενες αιτιολογίες δικονομικού, νομικού και ουσιαστικού περιεχομένου. (2.1) Ως απαράδεκτη λόγω α) νομικής αοριστίας και στήριξής της σε αντιφατικές βάσεις (παράλειψη διευκρίνισης αν αξίωνε αποζημίωση για πραγματική ή για τεκμαρτή ολική απώλεια, του αντικανονικού και παρά το νόμο υπολογισμού του ύψους της απαίτησης (ποσά, που όφειλε να αξιώσει υπό την κάλυψη σκάφους και μηχανημάτων υπό τη σύμβαση ασφάλισης κατά το αγγλικό δίκαιο, αξιώνει υπό άλλη έννομη σχέση κατά το ελληνικό δίκαιο, διαταράσσοντας το δικαίωμα υποκατάστασης του ασφαλιστή) και (β) λόγω έλλειψης πραγματικού ασφαλιστικού συμφέροντος στο πρόσωπο της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας Εταιρείας και αντανακλαστικά άμεσου έννομου συμφέροντος να ζητήσει δικονομική προστασία ως μη πραγματική κυρία του ασφαλισμένου σκάφους. (2.2) Ως μη νόμιμη, καθώς: (α) το αίτημα για ολική απώλεια του ασφαλισμένου σκάφους με τον αντικανονικό επιμερισμό του ασφαλίσματος προσέκρουε στο νόμο (ΜΙΑ 1906) και προεχόντως, (β) λόγω του ασκηθέντος νόμιμου δικαιώματός της να θεωρήσει τη σύμβαση αναδρομικά άκυρη από το χρόνο σύναψης αυτής, εξαιτίας αθέτησης από την ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα Εταιρεία του καθήκοντος της υπέρτατης καλής πίστης στο προσυμβατικό στάδιο (αποσιώπηση ουσιωδών για την ασφάλιση γεγονότων και αναληθών δηλώσεων) με κοινοποίηση δήλωσης υπαναχώρησης εντός δίκης. (2.3).  Ως ουσία αβάσιμη, εκτός από την αιτία, για την οποία απορρίφθηκε αυτή από την αντεκκαλούμενη (κατά παραδοχή μιας και μόνο ένστασής της εφεσίβλητης και αντεκκαλούσας Εταιρείας για αθέτηση ρητής εγγύησης του ασφαλιστηρίου ως προς την ασφαλή επάνδρωση του ασφαλισμένου σκάφους, οποτεδήποτε ναυλωνόταν, πάντα με δύο πρόσωπα κατόχους νόμιμων αποδεικτικών ναυτικής- ιστιοπλοϊκής πιστοποίησης) για τους ακόλουθους λόγους: (α) λόγω αθέτησης περαιτέρω ρητών εγγυήσεων του ασφαλιστηρίου ως υπό τον όρο 3.3 των επίδικων Ειδικών Όρων μη ταχύπλοων σκαφών και ειδικότερα (i) της εγγύησης για κατοχή του ενός από τους δύο διπλωματούχους ιστιοπλόους, που όφειλαν να επιβαίνουν στο επίδικο σκάφος κατά το χρόνο, που αυτό θα τελούσε υπό ναύλωση, του ενός από αυτούς να είχε υπάρξει κάτοχος του σχετικού διπλώματος τουλάχιστον για μία πενταετία και ii) λόγω αθέτησης της εγγύησης για ενσωμάτωση στα υπό κατάρτιση ναυλοσύμφωνα όρου σχετικά με την υποβολή στην εκναυλώτρια από τους ναυλωτές αντιγράφων των ιστιοπλοϊκών διπλωμάτων, που όφειλαν να κατέχουν τα δύο πιστοποιημένα πρόσωπα, τα οποία θα επέβαιναν στο σκάφος κατά τη ναύλωση και η εν συνεχεία υποβολή αντιγράφων αυτών στην εναγόμενη-εφεσίβλητη και αντεκκαλούσα Εταιρία, ως προϋπόθεση για την τεκμηρίωση καλυπτόμενης ασφαλιστικής περίπτωσης, (β) λόγω αθέτησης της ρητής εγγύησης του ασφαλιστηρίου υπό τον όρο 3.1 των επίδικων Γενικών Όρων Ασφάλισης Μη ταχύπλοων σκαφών για διατήρηση του επίδικου σκάφους αξιόπλοου από κάθε άποψη κατά τη διάρκεια της ασφάλισης περιλαμβανόμενης της αξιοπλοΐας από άποψη ασφαλούς επάνδρωσης, (γ) λόγω απαλλαγής της τελευταίας από την υποχρέωση αποζημιώσεως εξαιτίας αναξιοπλοΐας του επίδικου σκάφους από άποψη επανδρώσεως κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 39 (5) ΜΙΑ 1906, (δ) λόγω αναπόφευκτης ζημίας, η οποία κατά το αγγλικό δίκαιο δεν αποτελεί καλυπτόμενη ζημία και επικουρικά (ε) λόγω απαλλαγής της από την υποχρέωση αποζημίωσης εξαιτίας απόσβεσης της σε βάρος της αγωγικής αξίωσης της ενάγουσας εκκαλούσας Εταιρείας μετά από εντός δίκης προταθείσα σε συμψηφισμό προς αυτήν ομοειδούς ληξιπρόθεσμης και ισόποσης ανταπαίτησής της εξαιτίας της αθέτησης από αυτήν της νόμιμης (78 (4) ΜΙΑ 1906) και συμβατικής (όρος 15.1 ρήτρας I.Y.C 1/11/85) υποχρέωσής της να λάβει δικαστικά μέτρα για την εξασφάλιση του αναγωγικού δικαιώματος κατά του τρίτου υπαιτίου της επίδικης ζημιάς της, που κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς της υπήρξε ο Ρώσος ναυλωτής, ο οποίος ασκούσε τη διακυβέρνηση του επίδικου σκάφους κατά το χρόνο της πρόσκρουσής του στην επίμαχη βραχοσειρά «Διαβασίδια Λευκάδας».

Με τέτοιο περιεχόμενο και αυτά τα αιτήματα, η υπό κρίση αντέφεση, που δεν ενέχει χαρακτήρα επικουρικό της ασκηθείσας έφεσης, εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο καθίσταται αρμόδιο για την εκδίκαση αυτής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19 περ. α’ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του ν. 3994/2011, που ορίζει ότι « … στην αρμοδιότητα των τριμελών Εφετείων υπάγονται οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των πολυμελών Πρωτοδικείων της περιφέρειας τους», έχει δε ασκηθεί, κατά τον προσήκοντα τρόπο, ήτοι, με κατάθεση ιδιαίτερου και αυτοτελούς δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και εντός της νόμιμης προθεσμίας, ήτοι, τριάντα (30) τουλάχιστον ημέρες πριν από την εκδίκαση της έφεσης, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη με επίκληση υπ’ αριθμόν …./06.09.2023 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή ……….., σύμφωνα με τους ορισμούς των διατάξεων των άρθρων 523 και 591 Κ.Πολ.Δ. Επιπλέον, για το παραδεκτό της εκδίκασης αυτής έχει καταβληθεί το οριζόμενο παράβολο του Ελληνικού Δημοσίου (βλ. σχετ. το υπ’ αριθμόν ……….. σε συνδυασμό με το παραστατικό πληρωμής αυτού). Ωστόσο, αυτή τυγχάνει απορριπτέα, ως απαράδεκτη λόγω μη συνδρομής στο πρόσωπο της αντεκκαλούσας Εταιρείας της θεμελιώδους διαδικαστικής προϋπόθεσης του εννόμου συμφέροντος για την άσκησή της, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας. Πλέον συγκεκριμένα, οι προβληθείσες από την πλευρά της αντεκκαλούσας ασφαλιστικής Εταιρείας ενστάσεις κατά των αγωγικών ισχυρισμών, όπως: (Α)  η ένσταση της για υπαναχώρησή της από τη σύμβαση για προσυμβατική απόκρυψη του ηθικού κινδύνου, που συνεπαγόταν η απόκρυψη του αληθινού κυρίου του ασφαλιζόμενου σκάφους, έχοντας κρίνει ως προς αυτό το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αντίθετα προ τους αγγλικούς κανόνες δικαίου, τα πράγματα και τις αποδείξεις, που προσκομίστηκαν ενώπιον του, κατά την εκδίκαση της ένδικης υπόθεσης, (Β) η ένσταση απαλλαγής της από την ασφαλιστική κάλυψη ελλείψει πραγματικού εννόμου συμφέροντος της εκκαλούσας Εταιρείας, καθώς η ίδια δεν τυγχάνει η πραγματική ιδιοκτήτρια του επίδικου σκάφους, σύμφωνα με όσα εκτίθενται σχετικά στις προτάσεις της, (Γ) η ένσταση απαλλαγής της λόγω αυτοδίκαιης ακύρωσης της ένδικης σύμβασης ασφάλισης πριν από τα ζημιογόνα περιστατικά ένεκα αθετήσεως της προβλεπόμενης στο νόμο εγγύησης (implied warranty) της νομιμότητας (warranty of legality), (Δ) η ένσταση απαλλαγής της από την ευθύνη λόγω αυτοδίκαιης λύσης της επίδικης ασφαλιστικής σύμβασης, κατά την έναρξη του επίδικου πλου λόγω παραβίασης ρητών εγγυήσεως (express warranties) του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, (Ε) επικουρικά η ένσταση απαλλαγής της λόγω διακριτής παραβίασης του καθήκοντος της υπέρτατης καλής πίστης, κατά τη διάρκεια ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης- σημαντική επίταση κινδύνου (increase of insured risk), (ΣΤ) η ένσταση απαλλαγής της, ως ασφαλίστρια Εταιρεία, ένεκα της αναξιοπλοΐας του επίδικου σκάφους υπό τη διάταξη του άρθρου 39 (5) ΜΙΑ 1906, συνεχόμενης ουσιαστικά και προερχόμενης αυτής από την παραβίαση των εγγυήσεων στον όρο 3 των επίδικων Ειδικών Όρων Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου Μη Ταχύπλοων Σκαφών και ειδικότερα στην παράγραφο 3.3 αυτού, με την οποία συνομολογήθηκαν τρεις ρητές εγγυήσεις του ασφαλιστηρίου (express warranties), (ύπαρξη καθ’ όλη τα διάρκεια του πλου του επίδικου σκάφους δύο (2) προσώπων πιστοποιημένης ναυτικής ικανότητας πρόσωπα, που θα ήταν κάτοχοι έγκυρων και αναγνωρισμένων από το ελληνικό κράτος διπλωμάτων ιστιοπλοΐας, κατοχή του σχετικού διπλώματος του τουλάχιστον για χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών, κατάθεση στην ασφαλισμένη εκναυλώτρια Εταιρεία (= και ασφαλιζόμενη) σε χρόνο προγενέστερο της σύναψης της σύμβασης ναυλώσεως γνήσιων αντιγράφων των δύο (2) διπλωμάτων ναυτικής ικανότητας των προσώπων, που επρόκειτο να αναλάβουν την διακυβέρνηση και/ή συγκυβέρνηση του επίδικου σκάφους, (Ζ) η ένσταση απαλλαγής της ένεκα της παράλειψης της εκκαλούσας Εταιρείας να λάβει έγκαιρα μέτρα σε βάρος του τρίτου υπαίτιου για αμφότερα τα περιστατικά (πρόσκρουση και διάλυση) ρώσου ναυλωτή, προκειμένου να διασφαλιστεί το αναγωγικό της δικαίωμα σε βάρος του και να προστατεύσει το δικαίωμα υποκατάστασης των ασφαλιστών της, αθετώντας κατ’ αυτό τον τρόπο την υποχρέωσή της υπό το άρθρο 78(4) ΜΙΑ 1906 και συγχρόνως του όρου 15.1 της ρήτρας IYC υπό το σκέλος της ασφάλισης των ίδιων ζημιών του σκάφους, (Η) η ένσταση απαλλαγής της, ως ασφαλίστρια Εταιρεία, ένεκα της παράλειψης της εκκαλούσας Εταιρείας να λάβει τα αναγκαία και ενδεδειγμένα μέτρα προς ελαχιστοποίηση ή περιορισμό της προκληθείσας ζημίας, καθυστερώντας προς τούτο κατά παράβαση της χρηστών συναλλακτικών ηθών και της καλής πίστης, (υπαίτια χειροτέρευση της απώλειας), (Θ) η ένσταση απαλλαγής της ένεκα της κατά τρόπο ρητής εξαίρεσης της προκληθείσας ζημίας από την ασφαλιστική κάλυψη, (Ι) η ένσταση απαλλαγής της αντεκκαλούσας εναγόμενης ασφαλιστικής Εταιρείας για το σύνολο της ασφαλιστικής αξίας του επίδικου σκάφους λόγω ανεπισκεύαστης μερικής ζημίας της οποίας επακολούθησε ολική απώλεια από τη δράση μεταγενέστερης μη καλυπτόμενης αιτίας συνιστούν γνήσιες, ουσιαστικές, αυτοτελείς και ανατρεπτικές ενστάσεις, καθώς απορρέουν από την ένδικη σύμβαση ασφάλισης και αποσκοπούν στην κατάλυση του αγωγικού δικαιώματος της ενάγουσας Εταιρείας, αποτελούν ουσιαστικά αμυντικές ενέργειες της εναγόμενης ασφαλιστικής Εταιρείας προς απόκρουση της ένδικης αγωγής, χωρίς ωστόσο να συνιστούν μία αμιγώς επιθετική ενέργεια της εναγόμενης, με την οποία να κατάγεται προς διάγνωση δικαίωμα ή αξίωση αυτής σε βάρος της ενάγουσας Εταιρείας, που είναι αυτοτελές/ής και διακεκριμένο/η έναντι του αγωγικού δικαιώματος, έτσι ώστε αυτή (= η αξίωση) να λειτουργήσει στην πορεία, ως αποσβεστικό του αγωγικού δικαιώματος γεγονός, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της ένστασης συμψηφισμού, και η οποία αποτελεί αντικείμενο αυτοτελούς έναντι του αγωγικού δικαιώματος- αξίωσης δικαστικής διάγνωσης, κατά τρόπο, που να παράγεται δεδικασμένο, με την προεκτεθείσα έννοια. Επίσης, οι κατά τα παραπάνω ισχυρισμοί- ενστάσεις δεν αφορούν προδικαστικό ζήτημα της ανοιγείσας με την ένδικη αγωγή δίκης, συναρτώμενο με οποιαδήποτε έννομη σχέση, η οποία με τη σειρά της συνιστά προϋπόθεση για τη γέννηση ή την εξακολούθηση της ισχύος του επίδικου δικαιώματος για καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, καθώς δεν λύθηκε με παρεμπίπτουσα σκέψη της εκκαλούμενης οποιαδήποτε προδικαστική έννομη σχέση σε βάρος της αντεκκαλούσας ασφαλιστικής Εταιρείας πέραν αυτής καθεαυτής της επίδικης ασφαλιστικής σύμβασης και των εννόμων συνεπειών, που απορρέουν από αυτήν, χωρίς να καθιδρύεται έννομο συμφέρον για την τελευταία από τις αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης, οι οποίες θεωρούνται μεν δυσμενείς για την αντεκκαλούσα Εταιρεία κατά το μέτρο, που αφορούν απόρριψη των προβληθεισών ενστάσεων της αλλά δεν έχουν συνέπειες ούτε περιβάλλονται με ισχύ διατακτικού, με την έννοια της παραγωγής δεδικασμένου, το οποίο διακωλύει την αντεκκαλούσα εταιρεία να προβάλλει αυτές σε οποιαδήποτε άλλη δίκη με την ενάγουσα- εκκαλούσα- αντεφεσίβλητη Εταιρεία, συνεκτιμώμενης προς τούτο και της κρίσης ότι επήλθε παραβίαση σαφούς εγγύησης (express waranties) της επίδικης σύμβασης ασφάλισης από την πλευρά της ενάγουσας Εταιρείας, η οποία επιφέρει απαλλαγή της αντεκκαλούσας Εταιρείας για την κάλυψη οποιουδήποτε κινδύνου, συμπεριλαμβανομένης και της αστικής ευθύνης για την πρόκληση θαλάσσιας ρύπανσης, σύμφωνα με όσα πρόκειται να εκτεθούν στο οικείο κεφάλαιο της παρούσας.  Κατ’ ακολουθία των παραπάνω, δεν στοιχειοθετείται η έννοια του εννόμου συμφέροντος αφορώσα το πρόσωπο της αντεκκαλούσας –εφεσίβλητης Εταιρείας, ως θεμελιώδης διαδικαστική προϋπόθεση για την άσκηση της κρινόμενης αντέφεσης, αφού από μόνες τους οι αιτιολογίες της εκκαλούμενης, που δεν συνδυάζονται με στοιχεία διατακτικού της εκκαλούμενης εν προκειμένω, δεν καθιδρύουν έννομο συμφέρον για την εφεσίβλητη Εταιρεία και ως κ τούτου πρέπει να απορριφθεί η αντέφεση, ως απαράδεκτη κατ’ ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 516 παρ.2 και 532 ΚΠολΔ εξεταζόμενη η προϋπόθεση αυτή και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 154/2019, ΑΠ 315/2018, ΑΠ 1731/2017, ΑΠ 1314/2015, ΑΠ 792/2015, ΑΠ 576/2014 Δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών <<ΝΟΜΟΣ>> Εφ.Θεσ/ κης 80/2015 σε Ιωάννη Κατρά, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Κατ’ άρθρο Νομολογία, έκδοση 2016, άρθρο 523,σελ. 456, Κ. Παναγόπουλο σε Κυριάκου Οικονόμου, Η έφεση, σελ. 204). Λόγω της απόρριψης της αντέφεσης, η δικαστική δαπάνη αντεφεσίβλητης Εταιρείας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της αντεκκαλούσας Εταιρείας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 183 του ΚΠολΔ. και κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ., που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατόν πενήντα (150,00) Ευρώ (Ε), που καταβλήθηκε από την αντεκκαλούσα Εταιρεία κατά την άσκηση της αντέφεσης, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 (ΙΙ) Με την ένδικη από 19/09/2018 και με αριθμό (Γ.Α.Κ) …./ (Ε.Α.Κ.) …../2018 αγωγή της στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς η εκκαλούσα-αντεσίβλητη-εφεσίβλητη ενάγουσα Εταιρεία εκθέτει ότι ήταν κυρία ενός σκάφους τύπου «καταμαράν» 12 μέτρων με το όνομα «ΕΜ», στην ασφάλιση του οποίου είχε προβεί, συνάπτοντας με την εναγόμενη ανώνυμη ασφαλιστική Εταιρεία, την 11.7.2015, σύμβαση ασφάλισης αφενός έναντι ίδιων ζημιών από θαλάσσιους κινδύνους και αφετέρου έναντι ευθύνης για πρόκληση θαλάσσια ρύπανσης, ανέλκυσης, από μάκρυνσης ή καταστροφής του πλοίου, με εξάμηνη διάρκεια, η οποία την 11/1/2016 παρατάθηκε για ένα εξάμηνο με πρόσθετη πράξη μέχρι την 11.7.2016 και ασφαλιζόμενη αξία του σκάφους εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000,00) ευρώ, για αστική ευθύνη μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες (500.000,00) ευρώ (50.000 ευρώ/επιβάτη), για υλικές ζημιές έναντι τρίτων μέχρι 150.000 και για ρύπανση έως 150.000 ευρώ (δαπάνη καθαρισμού θάλασσας που ρυπάνθηκε). Ότι εκναύλωσε το παραπάνω σκάφος στον …………. (ναυλωτή), όντας αξιόπλοο, σύμφωνα με τα πιστοποιητικά αξιοπλοΐας, που ορίζονται από το Νόμο. Ότι την 2/5/2016 το συγκεκριμένο σκάφος με οκτώ (μαζί με τον ναυλωτή – κυβερνήτη) επιβαίνοντες σε αυτό μαζί με το υπό γαλλική σημαία σκάφος “VD” ξεκίνησαν από την Πάργα με προορισμό το λιμένα της Λευκάδας, οπότε, την 17-00 και ενώ οι άνεμοι από ……5-00 είχαν επιδεινωθεί (4’5 μποφόρ με ριπές έντασης 6_7 μποφόρ) βόρεια από την είσοδο του βορείου διαύλου του λιμένα της Λευκάδας αυτό ακινητοποιήθηκε και κατέστη ακυβέρνητο λόγω εμπλοκής των σκοινιών εξαρτισμού στη θάλασσα και εμπλοκής τους στις δύο προπέλες του σκάφους, οπότε ειδοποίησε το άλλο σκάφος (“VD”), που είχε εισέλθει στο μεταξύ στο λιμένα της Λευκάδας, το οποίο και έσπευσε προς βοήθεια του «ΕΜ». Ότι το “VD” εντόπισε μεταξύ 19.00 και 20.00 ένα ναυτικό μίλι έξω από το λιμένα της Λευκάδας το σκάφος «ΕΜ» και, αφού πρόσδεσε ένα ρυμούλκιο, άρχισε να το ρυμουλκεί προς τον λιμένα της Λευκάδας, πλην όμως στις 20*15 ένα μεγάλο κύμα κτύπησε το “VD”, με αποτέλεσμα να σβήσουν οι μηχανές του και (ακυβέρνητα) τα δύο σκάφη να προσκρούσουν διαδοχικά στη βραχοσειρά «Λιαβασίδια» (ΝΤΟΥΣΜΑΝ), που ενώνει τη Λευκάδα με την Ακαρνανία, η οποία (βραχοσειρά) δεν ήταν ορατή λόγω του κυματισμού, που την υπερκάλυπτε, και, ακολούθως, το μεν tcVD” εξόκειλε στις ξέρες, το δε «ΕΜ» κατακλύστηκε από νερά και βυθίστηκε σε ποσοστό 60-70%. Ότι μετά από ενημέρωση των λιμενικών Αρχών έσπευσαν προς βοήθεια δύο σκάφη του λιμενικού (ένα από την Πρέβεζα και ένα από τη Λευκάδα), καθώς και δύο επαγγελματικά αλιευτικά σκάφη, τα οποία (αλιευτικά) κατέφθασαν πρώτα, προσέγγισαν τα ναυαγισμένα σκάφη και περισυνέλεξαν τους επιβάτες σώους και χωρίς να προκληθεί θαλάσσια ρύπανση. Ότι μετά από συνάντηση την επόμενη ημέρα του επιθεωρητή ζημιών της εναγόμενης …….., με τον εκπρόσωπο της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας Εταιρείας, διαβεβαίωσε (παρουσία και άλλων προσώπων) ότι γνώριζε τον ………., νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρίας «……….» που εδρεύει στην Πρέβεζα κι ότι είχε την τεχνογνωσία, εκτός από τη διάσωση, ανέλκυση, προστασία περιβάλλοντος του “VD”, που είχε ήδη αναλάβει, να φέρει σε πέρας το ίδιο έργο ως προς το «ΕΜ» κι ότι μετά ταύτα ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας χορήγησε έγγραφη εξουσιοδότηση προς την εταιρία «………….», προκειμένου να εκτελέσει το παραπάνω συμφωνημένο έργο (διάσωση/ανέλκυση και περιβαλλοντική προστασία από το ναυάγιο του «ΕΜ»). Ότι κατόπιν της συγκεκριμένης εντολής η εταιρία με το διακριτικό τίτλο «……………» διενήργησε τις λεπτομερώς αναφερόμενες εργασίες απορρύπανσης και περισυλλογής των συντριμμιών του πλοίου (καθώς αυτό τελικώς κομματιάστηκε από τη θαλασσοταραχή και δεν κατέστη εφικτή η διάσωση του σε αντίθεση με το “VD”), ήτοι περισυλλογή δεξαμενών καυσίμου, ρίψη πλωτών φραγμάτων, περισυλλογή κομματιών του σκάφους και εναπόθεση τους σε χώρο της εταιρίας, όπως ειδικότερα περιγράφονται στην αγωγή συνολικής αξίας (μετά ΦΠΑ) 151.675,56 ευρώ, για τις οποίες έχει εκδώσει τιμολόγια ισόποσης αξίας και έχει εγείρει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 08/05/2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ) ………./(Ε.Α.Κ.Δ.) …………/28-11-2017 αγωγή της σε βάρος της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας Εταιρείας. Τέλος, ότι από το χώρο φύλαξης της εταιρίας με το διακριτικό τίτλο <<…………..>> αφαιρέθηκαν όργανα και εξαρτήματα ναυαγισμένου σκάφους αξίας 29.745,00 ευρώ, πράξη, για την οποία έχει κατατεθεί μήνυση. Επικαλούμενη έννομο συμφέρον, ζητά να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη ασφαλιστική Εταιρεία της οφείλει: (α) το χρηματικό ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000,00) ευρώ, ήτοι το ασφάλισμα για την πρόκληση θαλάσσιας ρύπανσης, διαφορετικά οποιοδήποτε χρηματικό ποσό υποχρεωθεί να καταβάλει στην εταιρία «…………….», εφόσον ευδοκιμήσει η σε βάρος της αγωγή της τελευταίας, επικαλούμενη για την ασφαλισμένη ευθύνη έναντι των τρίτων τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου (Ν. 2496/1997 σε συνδυασμό με Ν. 743/1977 και ΠΔ 55/1998), άλλως τον όρο 11.1.3 των ενσωματωθεισών στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο Ρητρών για την Ασφάλιση των θαλαμηγών του Ινστιτούτου του Λονδίνου (YIC- CL328), διαφορετικά τον όρο 11.5 αυτών, άλλως τους όρους 15.1, 15.2 αυτών και (β) το χρηματικό ποσό των (150.000 Ευρώ (Ε) ασφάλισμα σκάφους – 29.745,00 Ευρώ =Ε) 120.255 Ευρώ (Ε) με κύρια βάση τις διατάξεις των άρθρων 9.1, 56, 57 ΜΙΑ 1906 και επικουρική βάση τη διάταξη 9.2.2 ΜΙΑ 1906, αν κριθεί ότι το ατύχημα οφείλεται σε αμέλεια του κυβερνήτη.

Με τέτοιο περιεχόμενο και αυτά τα αιτήματα, η ένδικη αγωγή εισήχθη ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και αφού εκδικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων, απορρίφθηκε, κατά τις διαλαμβανόμενες σε αυτήν διακρίσεις (μη νόμιμη αναφορικά με το σκέλος της θαλάσσιας ρύπανσης και ουσία αβάσιμη, κατά τα λοιπά).

(ΙΙΙ) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 68 Κ.Πολ.Δ. δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει έννομο συμφέρον. Το συμφέρον αυτό, όπως έχει κριθεί κατά την ερμηνεία της εν λόγω διάταξης, πρέπει εκτός από έννομο, να είναι ατομικό του αιτούντος και άμεσο, δηλαδή το απειλούμενο με την αίτηση δικαίωμα του αιτούντος πρέπει να είναι υπαρκτό κατά την άσκηση της αίτησης (ΑΠ 1372/2015, ΑΠ 1877/2014, ΑΠ 205/2014 και ΑΠ 1915/2014, δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών <<ΝΟΜΟΣ>>). Ως έννομο συμφέρον νοείται κάθε υλικό ή ηθικό όφελος, που αναγνωρίζει ο νόμος υπέρ αυτού, που ζητεί δικαστική προστασία, εφόσον επιπλέον είναι άμεσο και παρόν. Άμεσο είναι το έννομο συμφέρον, όταν η ανάγκη παροχής της έννομης προστασίας  τυγχάνει  ενεστώσα,  υφίσταται  δηλαδή  κατά  την  έναρξη της δίκης και θεωρείται ότι γεννιέται τούτο αμέσως μόλις προσβληθεί  ή  αμφισβητηθεί  το δικαίωμα ή η έννομη σχέση κ.λπ., γιατί από τότε η  αναγκαιότητα της προστασίας ανακύπτει και είναι άμεση. Ενώ παρόν είναι το έννομο συμφέρον όταν αφορά έννομες σχέσεις υπαρκτές και παρούσες και όχι υποθετικές και μελλοντικές ή ενδεχόμενες. Συνέπεια δε της ανάγκης ύπαρξης άμεσου εννόμου συμφέροντος είναι το δικαίωμα του αιτούντος την παροχή έννομης προστασίας να είναι  απαιτητό στο χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής στο ακροατήριο (Κ. Μπέης, ΕρμΚΠολΔ, άρθρ. 69 ΙΙ 1, σελ. 375, Γ. Ράμμος, Στοιχεία ΕλΠολ, τ.1ος, παρ. 88 ΙΙΙ, σελ. 189 και παρ. 90 ΙΙ, σελ. 198). Απαιτητό του δικαιώματος σημαίνει να μην εξαρτάται από αναβλητική αίρεση ή προθεσμία (Μ. Σταθόπουλος, στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθρ. 340, ν.7, Μπαλής, ΕνοχΔ παρ. 53, Ζέπος, ΕνοχΔ, Γεν.Μέρος, κεφ.ΣΤ, παρ. 31 12, σελ.570, Αποστολίδη, ΕνοχΔ, Γεν Μέρος, άρθρο 340, παρ.3 (β), σελ. 500, Απ. Γεωργιάδης, ΕνοχΔ, Γεν.Μέρος παρ. 21 IV 2 (β) σελ.77/8, Ράμμος, ο.π. παρ. 88 ΙΙΙ, σελ. 189, Γαζής, ΕρμΑΚ, άρθρ.340). Ωστόσο, κάμψη των ανωτέρω παραδοχών εισάγει κατ` εξαίρεση η διάταξη του άρθρου 69 ΚΠολΔ, η οποία παρέχει τη δυνατότητα στο φορέα του δικαιώματος να του παρασχεθεί έννομη προστασία και όταν το δικαίωμα δεν είναι απαιτητό. Σε κάθε περίπτωση όμως αναγκαία καθίσταται η ύπαρξη του γενεσιουργού λόγου του δικαιώματος, του οποίου η ενεργοποίηση αναβάλλεται (Δεληκωστόπουλος – Σινανιώτης, ο.π., άρθρο 70 Ι, σελ. 197, Μιχελάκης, Πρακτικά Αναθεωρητικής Επιτροπής, σελ. 64, Μπέης, ο.π., άρθρο 69 ΙΙ, σελ. 375, ΑΠ 829/1980 ΝοΒ 29.83, ΑΠ 4/1992 ο.π., ΕφΑθ 6229/1979 Αρμ. ΛΔ.125, ΕφΑθ 648/1997 ΝοΒ 26.58, ΕφΘεσ 769/1975 Αρ.Λ.68). Ωστόσο, παρέκκλιση από το ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 69 Κ.Πολ.Δ. αποτελεί η ρύθμιση, που εισάγεται με τη διάταξη του άρθρου 23 του Ν. 2396/1997, κατά την οποία: << 1. Αν δεν συμφωνήθηκε κάτι άλλο, η ασφάλιση περιβαλλοντικής ζημιάς περιλαμβάνει τα έξοδα αποκατάστασης του φυσικού περιβάλλοντος, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα έξοδα αποκομιδής απορριμμάτων και ερειπίων που προέκυψαν από την επέλευση ασφαλιστικού κινδύνου. 2. Το ασφάλισμα καταβάλλεται μόνον έναντι των πράγματι καταβληθέντων εξόδων και μόνο εφόσον η ζημιά προέκυψε από αιφνίδιο και μη αναμενόμενο συμβάν>>. Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι ζημιωθείς τρίτος είναι το πρόσωπο, ιδιώτης ή δημόσια αρχή, που αξιώνει αποζημίωση για ζημίες, οι οποίες προκλήθηκαν στην περιουσία του ή στο Ελληνικό Δημόσιο εξαιτίας των περιβαλλοντικών βλαβών. Από τη διατύπωση του αρ. 23 Ασφ.Ν., προκύπτει ότι η ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης ρύθμισης, που καταδεικνύει τη βούληση του Νομοθέτη να καταβάλει ο ασφαλιστής το ασφάλισμα στο λήπτη της ασφάλισης, μόνον όταν και εφόσον ο τελευταίος καταβάλει πράγματι στον τρίτο, που ζημιώθηκε τα έξοδα/δαπάνες αποκατάστασης της ζημίας και τα έξοδα αποκομιδής των απορριμμάτων και ερειπίων. Ουσιαστικά πρόκειται για κάλυψη περιουσιακών ζημιών και όχι για κάλυψη αστικής ευθύνης (Ρ. Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό δίκαιο, Γ’ Έκδοση, Σάκκουλας, 2012, σελ.. 310). Συνεπώς, αναγκαίος δικαιοπαραγωγικός όρος για τη γέννηση του σχετικού δικαιώματος του ασφαλισμένου/λήπτη της ασφάλισης και συνακόλουθα την προς τούτο έγερση αγωγής σε βάρος του ασφαλιστή αποτελεί η σε χρόνο προγενέστερο καταβολή από την πλευρά του ασφαλισμένου του σχετικού χρηματικού ποσού για την αποκατάσταση της προκληθείσας στον τρίτο ζημίας, χωρίς να αρκεί για τη γέννηση του σχετικού δικαιώματος του ασφαλισμένου η άσκηση αγωγής του ζημιωθέντος τρίτου σε βάρος του ή έστω η όχληση του τρίτου, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της αστικής ευθύνης, κατά την οποία ο ζημιωθείς τρίτος έχει ευθεία αξίωση σε βάρος του ασφαλιστή, (Α.Π. 228/2023 Δημοσιευμένη στη σχετική Ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου), έστω και με όχληση του προς αυτόν, ρύθμιση που εμπεριέχεται περιοριστικά μόνο στο Ν. 489/1976 «αστική ευθύνη από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα» και όχι στην ασφάλιση γενικής αστικής ευθύνης (άρθρο 26 παρ. 5 Ν. 2496/1997). Και τούτο διότι ο ασφαλιστής δεν αποζημιώνει τη ζημιά του τρίτου, αλλά, όπως ο νόμος ορίζει με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 Ν 2496/1997, αποκαθίσταται η περιουσιακή ζημιά, την οποία έχει ήδη υποστεί ο ασφαλισμένος και όχι η ζημία, που ενδέχεται να υποστεί αυτός εξαιτίας της αύξησης του παθητικού της περιουσίας του, που ουσιαστικά κατά την εκ μέρους του καταβολή στον τρίτο μετατρέπεται  σε μείωση  του ενεργητικού της.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι η αγωγή ως προς το αίτημα για την καταβολή ασφαλίσματος για έξοδα αποκομιδής απορριμμάτων και ερειπίων, που προέκυψαν από την επέλευση περιβαλλοντικού ασφαλιστικού κινδύνου, τα οποία δεν είχαν καταβληθεί, τύγχανε απορριπτέα, ως μη νόμιμη, καθώς αντιβαίνει στις προϋποθέσεις της διάταξης 23 παρ. 1 Ν 2496/1997,  με συνέπεια να μην προβεί σε έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας αυτής και συνακόλουθα της επικουρικά προβληθείσας ένστασης της εφεσίβλητης Εταιρείας για συμψηφισμό των εκατέρωθεν απαιτήσεων.

Με τον πρώτο (1ο) κατά σειρά λόγο της υπό κρίση εφέσεως η εκκαλούσα Εταιρεία διατείνεται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου και κακή εκτίμηση του προσκομισθέντος ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αποδεικτικού υλικού,  επικαλούμενη ότι εξαιτίας μετατροπής του αρχικού καταψηφιστικού αιτήματός της για επιδίκαση σε αυτήν των μη εισέτι επιδικασθέντων σε βάρος της και συνακόλουθα μη καταβληθέντων από την πλευρά της εξόδων αποκομιδής των λειψάνων ναυαγίου από τη θάλασσα δεν τυγχάνει εφαρμογής στην επίδικη περίπτωση η διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 του Ν 2496/1997 αλλά εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 69 Κ.Πολ.Δ.

Ο λόγος αυτός, που τυγχάνει επαρκώς ορισμένος, δεκτικός δικαστικής αξιολόγησης και ως εκ τούτου παραδεκτός, πρέπει να εξεταστεί ως προς τη βασιμότητά του, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ανώνυμη Εταιρεία, με την επωνυμία <<………….>> (<< ………………>> άσκησε σε βάρος της εκκαλούσας στην προκείμενη δίκη εταιρείας (=εναγόμενης στην εν λόγω ανοιγείσα δίκη) την από 28/11/2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) ……./(Ε.Α.Κ. Δ.) …………/2017 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί η εκκαλούσα Εταιρεία να της καταβάλει το χρηματικό ποσό των εκατόν πενήντα μίας χιλιάδων εξακοσίων εβδομήντα πέντε Ευρώ και πενήντα έξι λεπτών (151.675,56) Ευρώ, ως έξοδα/ δαπάνη για τον καθαρισμό της θάλασσας από τα λείψανα του ναυαγίου. Ακολούθως, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα Εταιρεία άσκησε την από 26/01/2018 ανακοίνωση δίκης- παρεμπίπτουσα αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς προς την εφεσίβλητη ασφαλιστική Εταιρεία, από την οποία στη συνέχεια παραιτήθηκε με την από 26/02/2018 παραίτησή της. Τελικά, επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 211/2019 (οριστική) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η κατά τα παραπάνω αγωγή, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας αυτής. Στη συνέχεια, η ίδια ως άνω ανώνυμη εταιρεία (= <<…………….>>) άσκησε σε βάρος της εκκαλούσας Εταιρείας την από 16/12/2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) ………/ (Ε.Α.Κ.Δ.) …………../2019 (νέα) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επί της αγωγής δεν προκύπτει η έκδοση απόφασης. Σε κάθε περίπτωση όμως δεν προκύπτει η από την πλευρά της εκκαλούσας εταιρείας καταβολή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού για την προπεριγραφόμενη αιτία, ούτε και η επιδίκαση σε βάρος της οποιουδήποτε χρηματικού ποσού υπέρ της ενάγουσας σε αυτήν ανοιγείσα δίκη, έτσι ώστε να στοιχειοθετείται μείωση του ενεργητικού αυτής και συνακόλουθα αύξηση του παθητικού της περιουσίας της εκκαλούσας εταιρείας, κατά την προεκτεθείσα στη νομική σκέψη της παρούσας έννοια. Κατόπιν τούτων, δεν συντρέχει ο ανάλογος και αναγκαίος δικαιοπαραγωγικός όρος για τη γέννηση του σχετικού δικαιώματος της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας εταιρείας να αξιώσει από την εναγόμενη-εφεσίβλητη ασφαλιστική Εταιρεία την καταβολή ανάλογης ασφαλιστικής αποζημίωσης και ως εκ τούτου η ένδικη αγωγή, ως προς το κεφάλαιο αυτής, τυγχάνει απορριπτέα, ως μη νόμιμη, χωρίς να ασκεί οποιαδήποτε επιρροή στην έκβαση αυτής ο αγωγικός ισχυρισμός της εκκαλούσας Εταιρείας ότι η αξίωσή της θα υποπέσει στην παραγραφή του άρθρου 10 του Ν. 2.496/1997, με δεδομένο το χρόνο, κατά τον οποίο έλαβε χώρα συνέβη το επίδικο γεγονός, ήτοι, από την 31/12/2016, καθώς εν προκειμένω τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 255 του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με την οποία: «Η παραγραφή  αναστέλλεται   για   όσο  χρόνο  ο  δικαιούχος εμποδίστηκε από δικαιοστάσιο ή από άλλο λόγο ανώτερης βίας να  ασκήσει την  αξίωσή του μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής. Αναστέλλεται επίσης η παραγραφή για όσο χρονικό  διάστημα μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της ο υπόχρεος απέτρεψε με δόλο το δικαιούχο να ασκήσει την αξίωση», αφού από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 255, 257 και 279 του ΑΚ, συνάγεται σαφώς ότι και η αποσβεστική προθεσμία, όπως και η παραγραφή των αξιώσεων, αναστέλλεται για όσο χρόνο ο δικαιούχος είτε εμποδίστηκε από δικαιοστάσιο ή από άλλο λόγο ανώτερης βίας είτε αποτράπηκε με δόλο του υπόχρεου να ασκήσει το δικαίωμα, ο δε λόγος της ανώτερης βίας ή του δόλου του υπόχρεου και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να συμπίπτει με το τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής ή της αποσβεστικής προθεσμίας, νοούμενης της ανώτερης βίας ως κάθε γεγονός απρόβλεπτο, το οποίο δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμελείας και συνέσεως από την πλευρά του φορέα του δικαιώματος (ΑΠ 917/84) συμπεριλαμβανόμενης σε αυτούς τους λόγους και της μη περαίωσης δίκης με την έκδοση απόφασης, που να τέμνει τη διαφορά, στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα των έξι (6) μηνών, ακόμη και εάν ήθελε κριθεί ως βάσιμος ο σχετικός ισχυρισμός της ενάγουσας- εκκαλούσας Εταιρείας. Ωστόσο, όπως προεκτέθηκε, η ασφάλιση περιβαλλοντικής ζημίας ουσιαστικά αποτελεί περίπτωση ασφαλιστικής κάλυψης περιουσιακής ζημίας και όχι αστικής ευθύνης, οπότε ο χρόνος παραγραφής της τοποθετείται και προσδιορίζεται από το χρόνο επέλευσης της ζημίας, ήτοι, από το χρόνο πληρωμής του χρηματικού ποσού, που επιδικάστηκε στον τρίτο ζημιωμένο από την πλευρά του ασφαλισμένου.    

 Συνεπώς, τυγχάνει απορριπτέος ο πρώτος (1ος) κατά σειρά λόγος της υπό κρίση εφέσεως, καθώς ακόμη και στην περίπτωση, κατά την οποία ήθελε κριθεί εφαρμοστέα εν προκειμένω η διάταξη του άρθρου 69 Κ.Πολ.Δ., όπως αβάσιμα διατείνεται η εκκαλούσα, δεν συντρέχει ο αναγκαίος και κρίσιμος δικαιοπαραγωγικός όρος της προηγούμενης καταβολής οποιουδήποτε χρηματικού ποσού από την πλευρά της εκκαλούσας- ενάγουσας Εταιρείας στην ανώνυμη Εταιρεία,  έτσι ώστε να γεννηθεί η αντίστοιχη ισόποση του καταβληθέντος χρηματικού ποσού αξίωση της σε βάρος της ασφαλιστικής Εταιρείας, όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που προέβη στην ίδια παραδοχή, δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη με τον πρώτο (1ο) κατά σειρά λόγο της υπό κρίση εφέσεως πλημμέλεια και ως εκ τούτου αυτός πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος.

Περαιτέρω, με την εκκαλούμενη απόφαση, έγινε δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη η ένσταση της εναγόμενης ασφαλιστικής Εταιρείας για απαλλαγή της κατά τα άρθρα 33(1), 35 ΜΙΑ 1906 σε συνδυασμό με τους όρους 3.2, 3.3 του ασφαλιστήριου συμβολαίου μη ταχύπλοων σκαφών, με την παραδοχή ότι δεν επέβαινε στο επίδικο σκάφος δεύτερο άτομο με τέτοιο δίπλωμα/πιστοποιητικό κυβερνήτη ιστιοπλοϊκού σκάφους (υπό ρήτρα 3.2 διπλωμάτων ή/και πιστοποιητικών), όπως ρητά είχε τεθεί ως όρος ασφαλιστικής κάλυψης της εν λόγω περίπτωσης για την εκναύλωση του ασφαλισμένου σκάφους και ένεκα της παραβίασης της συγκεκριμένης εγγύησης επήλθε απαλλαγή της εναγόμενης ασφαλιστικής Εταιρείας από την υποχρέωση καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης του χρηματικού ποσού των εκατόν είκοσι χιλιάδων διακοσίων πενήντα πέντε (120.255,00) Ευρώ (Ε), που αφορά την πλήρη και ολοσχερή καταστροφή του ασφαλισμένου σκάφους.

Με το δεύτερο (2ο) κατά σειρά και τελευταίο λόγο της υπό κρίση εφέσεως της η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα Εταιρεία επικαλείται πλημμέλειες της εκκαλούμενης απόφασης, συνιστάμενες σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, που προσκομίστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου.

Ο λόγος αυτός, που τυγχάνει επαρκώς ορισμένος, δεκτικός δικαστικής αξιολόγησης και ως εκ τούτου παραδεκτός, πρέπει να εξεταστεί ως προς τη βασιμότητά του, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

 Από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται από οποιοδήποτε διάδικο, όπως αυτά κατονομάζονται και διαριθμούνται στις προτάσεις τους, νόμιμα, (Ολ. ΑΠ 23/ 2008, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 179/2013, ΑΠ 168/2014), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων από τα παραπάνω εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 561/2008, ΑΠ 655/2005, δημοσιευμένες αμφότερες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών <<ΝΟΜΟΣ>>) είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη στην παρούσα δίκη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 395 Κ.Πολ.Δ, (ΑΠ 154/1992, ΕλλΔνη 33-814, ΑΠ 796/ 1983, ΕλλΔνη 1983.1398, ΕφΑθ 9440/1986, ΕλλΔνη 1986,869), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η σχηματισθείσα αναφορικά με το ένδικο συμβάν δικογραφία υποβληθείσα στο Β Α.Σ.Ν.Α. (Α.Π. 1286/2003 Χρ.Ιδ. Δ, Α.Π. 1236/ 1998 Δ. 1999. 351, Α.Π. 1286/2003 Χρ. Ιδ.Δ 2004. 245 Ελλ.Δνη 2005. 06, Α.Π. 1563/2002 ΝοΒ 2003.1195, Α.Π. 1428/2000 Ελλ.Δνη 2000. 678, Α.Π. 568/1995 Ε.Ε.Ν. 1996. 498,  Α.Π. 570/1987 Δ. 19.878, Εφ. Αθ. 4980/2001 και Εφ.Αθ. 7468/2000 δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών <<ΝΟΜΟΣ >>, Εφ. Αθ. 9706/1992 Ε.Συγκ. Δ. 1993.490, Α.Π. 179/1991 Ε.Ε.Ν. 1992.112 ΝοΒ 1992.1019), στην οποία αμφότεροι οι διάδικοι αναφέρονται, την από 27/2/2017 έκθεση επιθεώρησης του επιθεωρητή ………… …., που λαμβάνεται υπόψη ως ιδιωτική γνωμοδότηση (άρθρο 390 ΚΠολΔ), οι φωτογραφίες, που απεικονίζουν το επίδικο σκάφος στον τόπο του ατυχήματος η γνησιότητα των οποίων ομοίως δεν αμφισβητείται από οποιαδήποτε διάδικο και τυγχάνουν επιτρεπτά αποδεικτικά μέσα ως ιδιωτικά έγγραφα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 444 αριθ. 3, 448 παρ. 2 και 457 πα. 4 Κ.Πολ.Δ., από την υπ’ αριθμόν …./2018 ένορκη βεβαίωση του ………….., η οποία λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας και εκκαλούσας Εταιρείας, κατόπιν νομότυπης κατ εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης Εταιρείας, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν ……./20-12-2018 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………., από την υπ’ αριθμόν ………../27.12.2018 ένορκη βεβαίωση του ……….. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., η οποία λήφθηκε με επιμέλεια της εναγόμενης- εφεσίβλητης Εταιρείας, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας- εκκαλούσας Εταιρείας, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν  ………./18-12-2018 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού  Επιμελητή στο Εφετείο  Πειραιώς, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …….. , από την υπ’ αριθμόν ……../27.12.2018 ένορκη βεβαίωση της …………. ενώπιον της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια της εναγόμενης- εφεσίβλητης Εταιρείας, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας Εταιρείας, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν ……../18.12.2018 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς …………, από την υπ’ αριθμόν ………../14-01-2019 ένορκη βεβαίωση του ………… ενώπιον της Συμβολαιογράφου Λευκάδας ………., η οποία λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας Εταιρείας, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη  κλήτευση της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης Εταιρείας, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν ………./09-01-2019 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς και έδρα στο Πρωτοδικείου Πειραιώς ………….., από τις ομολογίες των διαδίκων, όπως αυτές συνάγονται από τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 Κ.Πολ.Δ, κατά το μέτρο, που δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια αυτών, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρα 336 παρ. 4 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) {Ν. Παισίδου: Τα δικαστικά τεκμήρια, 1991, σελ. 230 κα σημ. 86, πρβλ. Στ. Κουσούλη στην Ερμηνεία Κ. Πολ.Δ. Κεραμέως/ Κονδύλη/ Νίκα, Ι (2000) άρθρο 231, αριθ. 5), προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης, που συνάφθηκε την 11η Ιουλίου του έτους 2015 στην ……… Αττικής ανάμεσα στα διάδικα μέρη, εκδοθέντος προς τούτο του υπ’ αριθμόν  ………. ναυτικού ασφαλιστήριου της εφεσίβλητης ασφαλιστικής Εταιρίας, συμφωνήθηκε η ασφαλιστική κάλυψη από την πλευρά της εναγόμενης ανώνυμης ασφαλιστικής Εταιρείας ενός (1) τουριστικού – επαγγελματικού (Τ/Ρ-Ε/Π) σκάφους ιστίο καταμαράν με το όνομα «ΕΜ», με ελληνική σημαία, νηολογίου Κέρκυρας με αριθμό ….., κατασκευασμένο από ενισχυμένο πλαστικό (G.R.P.), κατά το έτος 2004 στη Γαλλία, μήκους ολικού 11,90 μ., μήκους νηολόγησης 10,09 μ., πλάτους νηολόγησης 6,50 μ., βάθους νηολόγησης 1,90 μ., κ.ο.χ. 20,43, κ.κ.χ. 16,36, Δ.Δ.Σ. …… φέροντος δύο (2) μηχανές μάρκας VOLVOΡΕΝΤΑ ΜΡ 2030, ιπποδύναμης εκάστης 29 HP και εμπορικής αξίας (ένεκα και της χρήσης του ως επαγγελματικού) 150.000 ευρώ για ίδιες ζημιές ή απώλεια και η αστική της ευθύνη προς τρίτους για θάνατο σωματικές βλάβες και υλικές ζημιές προκαλούμενες από το ασφαλισμένο σκάφος ως και για θαλάσσια ρύπανση. Πλέον συγκεκριμένα, η εναγόμενη ασφαλιστική Εταιρεία προέβη στην ασφαλιστική κάλυψη αυτού έναντι των ιδίων ζημιών αυτού, των μηχανών και του εξοπλισμού του από θαλάσσιους και άλλους κινδύνους μέχρι του χρηματικού ποσού των  εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000,00) Ευρώ (Ε), της αστικής ευθύνης του σκάφους για σωματικές βλάβες ή/και θάνατο μέχρι του χρηματικού ποσού των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000,00) ευρώ (με ανώτατο όριο το χρηματικό ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000,00) ευρώ ανά άτομο/επιβάτη), της αστικής ευθύνης του έναντι των τρίτων την μέχρι του χρηματικού ποσού του ενός εκατομμυρίου (1.000.000,00) ευρώ και των κινδύνων πρόκλησης θαλάσσιας ρύπανσης μέχρι του χρηματικού ποσού των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000,00) ευρώ με χρονική διάρκεια έξι (6) μηνών (από την 11/07/2015 έως και την 11/01/2016), η οποία παρατάθηκε για έξι (6) μήνες (έως την 11/07/ 2016 και ώρα 12:00) με τη με αριθμό ………. πρόσθετη πράξη αυτού. Στο εν λόγω ασφαλιστήριο συμβόλαιο έχουν προσαρτηθεί οι Γενικοί Όροι Αστικής Ευθύνης Σκαφών Αναψυχής, οι Ειδικοί  Όρο}) Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου Μη Ταχύπλοων Σκαφών, ρήτρες του Ινστιτούτου για την Ασφάλιση Θαλαμηγών [(Institute Yacht Clauses) — CL328 (01.11.85)] και οι ρήτρες για ασφάλιση σκαφών αναψυχής προσωπικών αντικειμένων CL331 (01.11.85). Ορίστηκε δε αναφορικά με τις υλικές ζημιές του σκάφους, ως εφαρμοστέο δίκαιο το αγγλικό. Ειδικότερα, κατ’ επιλογή των μερών (όρος 1.1 Ειδικών Όρων Ασφαλιστηρίου μη ταχύπλοων σκαφών) το πρώτο σκέλος της ασφάλισης, που αφορούσε στην κάλυψη του ίδιου του επίδικου σκάφους, συμφωνήθηκε να διέπεται από το αγγλικό δίκαιο [ΕΚ 593/ 2008 – Ρώμη Ι άρθρο 3 παρ. 1 σε συνδυασμό με άρθρο 7 παρ. 2 και άρθρο 5 πρώτης Οδηγίας 73/239 ΕΚ όπως συμπληρώθηκε με την δεύτερη Οδηγία 88/357/ΕΟΚ – Τίτλος ΙΙ (δ) (Μεγάλοι Κίνδυνοι Ι)], ενώ το σκέλος της αστικής ευθύνης και της ευθύνης από θαλάσσια ρύπανση ορίστηκε να διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, καθώς πρόκειται για υποχρεωτική ασφάλιση, με βάση το ελληνικό δίκαιο (Βλ. αρθρ. 145 παρ. 2 Ν 4364/2016 – προσαρμογή στην οδηγία 2009/ 138/ΕΚ). Κατά τα λοιπά, στο σκέλος ασφάλισης του επίδικου σκάφους για ίδιες ζημιές ή απώλεια είχαν εφαρμογή μεταξύ άλλων οι όροι της Ρήτρας του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου για την ασφάλιση θαλαμηγών σκαφών με το κωδικό όνομα Institute Yacht Clauses 01/11/85 και οι διατυπωμένοι στο επίδικο ασφαλιστήριο με δακτυλογράφηση «χειρόγραφοι» ασφαλιστικοί όροι Ειδικοί Όροι Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου Μη Ταχύπλοων Σκαφών και το προσάρτημα στους υπόψη όρους. Στο σκέλος ασφάλισης της αστικής ευθύνης από θαλάσσια ρύπανση συμφωνήθηκε να έχουν εφαρμογή, οι ενσωματωμένοι στο κύριο σώμα του ασφαλιστηρίου Γενικοί Όροι Αστικής Ευθύνης Σκαφών Αναψυχής. Η κάλυψη του μέρους των ίδιων ζημιών δεν ήταν κατά παντός κινδύνου, αλλά κατά συγκεκριμένων περιοριστικά αναφερόμενων στον όρο 9 της Ρήτρας IYC κινδύνων και τελούσε υπό τις συμφωνίες, όρια, αιρέσεις, εγγυήσεις και απαλλαγές, που διαλαμβάνονταν στους λοιπούς όρους της προαναφερόμενης Ρήτρας, τους προαναφερόμενους Ειδικούς Όρους Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου Μη Ταχύπλοων Σκαφών και τους λοιπούς χειρόγραφους όρους του ασφαλιστηρίου περιλαμβανόμενων των διατάξεων και ρυθμίσεων του αγγλικού δικαίου, όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης 11/7/2015 [Ήτοι Νόμοι του αγγλικού κοινοβουλίου (legislation – Acts of Parliament), νομολογία των αγγλικών Δικαστηρίων (court precedent ή case law), ως αυτοτελούς πηγής του αγγλικού δικαίου, κοινό δίκαιο (common law) και συναλλακτικές συνήθειες (recognized custom and usages of trade)]. Κυριότερο δε αγγλικό νομοθέτημα στον κλάδο της ναυτικής ασφάλισης κατά το χρόνο σύναψης της επίδικης σύμβασης ήταν ο Νόμος Θαλάσσιας Ασφάλισης 1906 (Marine Insurance Act 1906) (ΜΙΑ 1906). Το έχον εφαρμογή στο σκέλος κάλυψης της αστικής ευθύνης και της ευθύνης από θαλάσσια ρύπανση ελληνικό δίκαιο περιεχόταν ενδεικτικά στο Ν. 2496/1997 (Ασφαλιστική σύμβαση κλπ), το Ν 4364/2016 Ιδιωτική Ασφάλιση (προσαρμογή στην οδηγία 2009/138/ΕΚ), τον Αστικό Κώδικα, το Ν. 187/1973 (ΚΔΝΔ), το Ν 3816/1958 (ΚΙΝΔ) και τη λοιπή διοικητική νομοθεσία. Επιπλέον, συμφωνήθηκαν τα ακόλουθα: Με τον όρο 1.1 των ειδικών όρων του ασφαλιστηρίου για μη ταχύπλοα σκάφη (σελ. 7 ασφαλιστηρίου) συμφωνήθηκε ότι: «Οι παρόντες όροι θα υπερισχύουν έναντι οιωνδήποτε διατάξεων οπουδήποτε αλλού στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, εκτός εάν η σχετική διάταξη προβλέπει ρητά το αντίθετο». Επιπλέον, με τον όρο 3.2 των ίδιων όρων (Ειδικοί Όροι Μη ταχύπλοων Σκαφών, σελ. 8) συμφωνήθηκε ότι «Ο ασφαλισμένος ή οι άλλοι κυβερνήτες του σκάφους υποχρεούνται να είναι κάτοχοι των απαραίτητων διπλωμάτων ή/και του ισχύοντος πιστοποιητικού συνεχούς ικανότητος, όπως προβλέπεται από τις αρμόδιες αρχές των κρατών, όπου μπορεί να καταπλεύσει το σκάφος».  Περαιτέρω, στον υπ’ αριθμόν 3.3 όρο των προαναφερόμενων ειδικών όρων (μη ταχύπλοων σκαφών –σελ. 8) συμφωνήθηκε ειδικά για ιστιοπλοϊκά σκάφη ότι «…….ένας εκ των οποίων (των δύο κατόχων αποδεικτικών ναυτικής ικανότητας), στην περίπτωση ιστιοπλοϊκών σκαφών, πρέπει να κατέχει τα υπό ρήτρα 3.6 πιστοποιητικά για χρονικό διάστημα πέντε τουλάχιστον ετών….Εφ’ όσον το ασφαλιστήριο συμβόλαιο προβλέπει τη ναύλωση του σκάφους και το σκάφος ναυλωθεί, πρέπει απαραιτήτως καθ’ όλην τη διάρκεια, που το πλοίο ναυσιπλοεί, να υπάρχουν πάνω στο σκάφος τουλάχιστον δύο άτομα κάτοχοι των ανωτέρω υπό ρήτρα 3.2 διπλωμάτων ή/και πιστοποιητικών, ένας εκ των οποίων, στην περίπτωση ιστιοπλοϊκών σκαφών, πρέπει να κατέχει τα υπό τη ρήτρα 3.6 πιστοποιητικά για χρονικό διάστημα πέντε τουλάχιστον ετών. Αποτελεί όρο της ναυλώσεως οι ναυλωτές να προσκομίζουν αντίγραφα των ανωτέρω σχετικών πριν την υπογραφή του ναυλοσυμφώνου. Τα αντίγραφα αυτά πρέπει να φυλάσσονται από τον ασφαλισμένο και να υποβάλλονται σε περίπτωση απαιτήσεως, με τα υπόλοιπα έγγραφα της απαιτήσεως. Ο ασφαλιζόμενος οφείλει επίσης να συμπεριλαμβάνει σαν όρο του κάθε ναυλοσυμφώνου ότι η ναύλωση επιτρέπεται μόνο για λόγους αναψυχής». Η συμβατική απαίτηση για επάνδρωση με δύο διπλωματούχους ναυτίλους ίσχυε ειδικά κατά το χρόνο, που το ασφαλιζόμενο σκάφος θα τελούσε υπό ναύλωση με σύμβαση γυμνής ναύλωσης (Bare boat charter). Η τήρηση της πιο πάνω από αριθμητικής άποψης και από άποψη αποδεικτικών ικανότητας του ναυτικού προσωπικού πρόβλεψη αποτελούσε ουσιώδη όρο της κατά τα παραπάνω σύμβασης θαλάσσιας ασφάλισης.  Με το προσάρτημα στους Ειδικούς Όρους Μη Ταχύπλοων Σκαφών, που διατυπώθηκαν μεταξύ των σελίδων 17 και 18 του ασφαλιστηρίου συμβολαίου επήλθε μερική τροποποίηση των εγγυήσεων/προϋποθέσεων ευθύνης της εναγόμενης ασφαλιστικής Εταιρείας, που προβλέπονταν στον όρο 3 του κύριου σώματος των ειδικών όρων Μη ταχύπλοων Σκαφών. Ειδικότερα, συμφωνήθηκαν στον όρο  3.3 τα ακόλουθα << Εφ’ όσον το ασφαλιστήριο συμβόλαιο προβλέπει τη ναύλωση του σκάφους και το σκάφος ναυλωθεί, πρέπει απαραιτήτως καθ’ όλην τη διάρκεια, που το πλοίο ναυσιπλοεί, να υπάρχουν πάνω στο σκάφος τουλάχιστον δύο άτομα κάτοχοι των ανωτέρω υπό ρήτρα 3.2 διπλωμάτων ή/και πιστοποιητικών, ή όπως προβλέπεται από την αρμόδια λιμενική αρχή. Αποτελεί όρο της ναυλώσεως οι ναυλωτές να προσκομίζουν αντίγραφα των ανωτέρω σχετικών πριν την υπογραφή του ναυλοσυμφώνου. Τα αντίγραφα αυτά πρέπει να φυλάσσονται από τον ασφαλισμένο και να υποβάλλονται σε περίπτωση απαιτήσεως, με τα υπόλοιπα έγγραφα της απαιτήσεως. Ο ασφαλιζόμενος οφείλει επίσης να συμπεριλαμβάνει σαν όρο του κάθε ναυλοσυμφώνου ότι η ναύλωση επιτρέπεται μόνο για λόγους αναψυχής…». Με το συγκεκριμένο όρο διατηρήθηκε η υποχρέωση να επιβαίνουν στο υπό ναύλωση τελούν μηχανοκίνητο με ταχύπλοο σκάφος δύο (2) ως προς τον αριθμό άτομα κάτοχοι των διπλωμάτων ή πιστοποιητικών που ορίζονταν στον όρο 3.2 της βασικής εγγύησης των Ειδικών Όρων Ασφαλιστηρίου Μη Ταχύπλοων Σκαφών, ενώ παραλείφθηκε το δεύτερο σκέλος της υποχρέωσης για κατοχή του σχετικού διπλώματος του ενός απ’ αυτούς επί πενταετία (5 έτη), το οποίο ίσχυε μόνον ως προς τα υπό ναύλωση ιστιοπλοϊκά σκάφη, στα οποία δεν είχε εφαρμογή το προσάρτημα στους ειδικούς όρους μη ταχύπλοων σκαφών. Οι κατά τα παραπάνω όροι συνιστούν εγγυήσεις, που είχαν θεσπιστεί κατά τη σύναψη της σύμβασης θαλάσσιας ασφάλισης και αφορούσαν την ασφαλή επάνδρωση του ασφαλισμένου σκάφους αναφορικά με τη συνδρομή στο πρόσωπο των κυβερνητών των αναγκαίων εκείνων ναυτικών προσόντων αλλά και ικανοτήτων προς ασφαλή διακυβέρνηση του ασφαλιζόμενου σκάφους και συνακόλουθα προς αποφυγή πρόκλησης <<θαλάσσιου κινδύνου>> και επιτυχή διεκπεραίωση των αναγκών της ναυσιπλοΐας από την πλευρά των ναυλωτών, συνεκτιμώμενων των ελάχιστων γνώσεων, που αυτοί συνήθως έχουν, της ανεπαρκούς εμπειρίας τους ως προς τη χρήση τέτοιων πλωτών μέσων και κατά κύριο λόγο της παντελούς έλλειψης ικανότητας τους να διαχειρίζονται κρίσεις στη θάλασσα με απώλεια ελληνικών σκαφών, πρόκληση θαλάσσιας ρύπανσης και ενίοτε με πρόκληση θανάτου, σωματικών βλαβών και/ή υλικών ζημιών σε τρίτους). Συνεπώς, από τη γραμματική ερμηνεία του συγκεκριμένου όρου, που αφορά τα μη ταχύπλοα και όχι τα ιστιοφόρα σκάφη, όπως εμφαίνεται από τον τίτλο του προσαρτήματος, δεν προκύπτει οποιαδήποτε τροποποίηση ή κατάργηση της υποχρέωσης της ασφαλισμένης Εταιρείας στην περίπτωση ναύλωσης του επίδικου σκάφους για την ύπαρξη δύο (2) ως προς τον αριθμό των προσώπων, που επανδρώνουν το συγκεκριμένο ασφαλισμένο σκάφος, ήτοι, δεν επέρχεται οποιαδήποτε μεταβολή του εν λόγω όρου ως προς την αριθμητική επάνδρωση του ασφαλισμένου σκάφους. Η επελθούσα τροποποίηση κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τα αναγκαία πιστοποιητικά του όρου 3.2 (διπλώματα ή πιστοποιητικά) με εκείνα, που ορίζονται από την αρμόδια Λιμενική Αρχή. Συνεπώς, η αναγκαιότητα ύπαρξης δύο (2) ως προς τον αριθμό κυβερνητών του ασφαλισμένου σκάφους, κατά τη διάρκεια της ναύλωσης και ειδικότερα κατά τη διενέργεια του πλου δεν τροποποιήθηκε αλλά μόνο το θέμα σχετικά με τα έγγραφα πιστοποίησης της ναυτικής ικανότητας των κυβερνητών του σκάφους. Έτσι, ως προϋπόθεση ισχύος της ασφαλιστικής κάλυψης σε σχέση με την ευθύνη από θαλάσσια ρύπανση συμφωνήθηκε η τήρηση των διατάξεων του Ν 2743/99 (πλοία αναψυχής και άλλες διατάξεις), παρά το γεγονός ότι κατά την σύναψη της επίδικης σύμβασης ο νόμος αυτός είχε αντικατασταθεί από το νόμο 4256/2014 (Τουριστικά Πλοία και άλλες διατάξεις) με τις διατάξεις του αρχικού νόμου (2743/1999) με ειδική συμφωνία των μερών να έχουν καταστεί συμβατικοί όροι. Περαιτέρω, προέκυψε ότι με βάση το από 01/05/2016 ναυλοσύμφωνο, που συνάφθηκε στην Κέρκυρα μεταξύ της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας Εταιρείας, ως εκναυλώτριας, και του Ρώσου υπηκόου, με στοιχεία ταυτότητας … (Επ.) ………. (Ον.), ως ναυλωτή, εκναυλώθηκε το σκάφος για χρονικό διάστημα από 01/05/2016 και ώρα 17:00′ έως τις 14/5/2016 και ώρα 9-00′. Το εν λόγω σκάφος διέθετε την απαραίτητη προς τούτο άδεια, όπως προκύπτει από την από 18/08/2015 άδεια επαγγελματικού πλοίου αναψυχής· του Τμήματος Επαγγελματικών Τουριστικών Σκαφών & Ν.Ε.Π.Α. του Υπουργείου Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού), καθώς πρόκειται για ιστιοφόρο σκάφος, που κινείται κυρίως με τα ιστία και βοηθητικά με μηχανές. Το συγκεκριμένο σκάφος εκναυλώθηκε αξιόπλοο από τεχνικής άποψης, κάτι, που δεν αμφισβητεί η εφεσίβλητη και εναγόμενη Εταιρεία, όπως προκύπτει και από τα πιστοποιητικά και ναυτιλιακά έγγραφά του, τα οποία εξετάστηκαν και από τις Λιμενικές Αρχές (βλ. σχετ. το από 31/7/2015 πρωτόκολλο γενικής επιθεώρησης μικρού Ε/Γ πλοίου του Νηογνώμονα Lloyd’s Register, το από 23/3/2015 πιστοποιητικό καταμέτρησης του ιδίου Νηογνώμονα, την από 6/4/2016 άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας τηλεπικοινωνιακού σταθμού πλοίου του Κλάδου Ελέγχου Πλοίων του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής), αμφισβητούμενου του αξιόπλοου αυτού από την άποψη της αριθμητικής επάνδρωσης, θέση, που υποστηρίζεται στην ναυτιλιακή πρακτική  στη Μ. Βρετανία, κάτι, που δεν ισχύει στην ελληνική πρακτική, περιοριζόμενη αυτή αποκλειστικά και μόνο στις τεχνικές προδιαγραφές του ασφαλιζόμενου σκάφους. Το συγκεκριμένο σκάφος με οκτώ (8) συνολικά επιβαίνοντες σε αυτό, στο σύνολό τους Ρώσοι και Λευκορώσοι και με κυβερνήτη το ναυλωτή … (Επ.) …. (Ον.) είχε ξεκινήσει, μετά την εκναύλωση του περιήγηση στα νησιά τα Ιονίου, μαζί με το σκάφος “VD”, πλοιοκτησίας της «………..» στο οποίο επίσης επέβαιναν οκτώ (8) άτομα ίδιας εθνικότητας και κυβερνήτη του τελευταίου σκάφους τον ………. (Επ.) ……. (Ον.) και άλλο (τρίτο) σκάφος, με το όνομα “PS”. Ωστόσο, με την ύπαρξη ενός (1) και μόνον ως προς τον αριθμό κυβερνήτη σε αυτό, συντελέστηκε παραβίαση του κατά τα παραπάνω συμβατικού όρου στην επίδικη ναύλωση/ασφάλιση, αφού στο εν λόγω σκάφος κατά το επίδικο συμβάν, όπως πρόκειται να εκτεθεί παρακάτω, επέβαινε μόνον ένας και όχι δεύτερος κυβερνήτης, ήτοι, όχι και ένα άλλο- δεύτερο πρόσωπο με πιστοποιημένη ναυτική ικανότητα, κάτι, άλλωστε, που συνομολογείται και από την ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα Εταιρεία. Επομένως, ο ισχυρισμός της εκκαλούσας- ενάγουσας Εταιρείας, που αποτελεί και το δεύτερο (2ο) κατά σειρά λόγο της υπό κρίση εφέσεως, ότι δηλαδή με το να επιτρέψει το Λιμεναρχείο Λευκάδας τον απόπλου του ασφαλισμένου σκάφους επιβαίνοντος σε αυτό ενός και μόνο κυβερνήτη, σύμφωνα με όσα πρόκειται να εκτεθούν ακολούθως, τηρήθηκε ουσιαστικά ο υπ’ αριθμόν 3.3 όρος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, καθώς ο Γενικός Κανονισμός Λιμένα Λευκάδος, που έχει εγκριθεί με τη με αριθμό 1.125/09-03-1978 απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας (Φ.Ε.Κ. 459/12-05-1978- Τεύχος δεύτερο) σε συνδυασμό με τον υπ’ αριθμόν Τ9803 Γενικό Κανονισμό Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων (Φ.Ε.Κ. 1323/16-09-2003- Τεύχος Β) και ο οποίος δεν θεσπίζει τέτοιου είδους υποχρέωση για επιβίβαση στο σκάφος και δεύτερου (2ου) κυβερνήτη, τυγχάνει  απορριπτέος, ως αβάσιμος και τούτο διότι η παροχή άδειας από την πλευρά των Λιμενικών Αρχών της Λευκάδας για διενέργεια απόπλου ενός σκάφους, έστω και εάν έχει προηγηθεί η διενέργεια ελέγχου διαπίστωσης των νόμιμων προϋποθέσεων, όπως ύπαρξης κυβερνήτη επί του σκάφους και συνδρομής στο πρόσωπό του των τυπικών εκείνων προσόντων, ήτοι, των αναγκαίων ναυτικών ικανοτήτων με την ανάλογη πιστοποίηση αυτών, δεν αναιρεί τη δυνατότητα των συμβαλλόμενων μερών, κατά τη σύναψη της σύμβασης θαλάσσιας ασφάλισης, όπως συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση, διαβλέποντας την αναγκαιότητα ύπαρξης περισσότερων προσώπων- κυβερνητών στο ασφαλισμένο σκάφος προς εξασφάλιση των διενεργούμενων πλόων, να ορίζουν δικαιοπρακτικά επιπλέον πρόσωπα επιφορτισμένα με τη διακυβέρνηση του σκάφους καθ’ όλη τη διάρκεια του πλου, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω. Περαιτέρω, προέκυψε ότι περί ώρα 12:30″ της 2ας Μαΐου 2016 τα τρία σκάφη απέπλευσαν από την Πάργα, όπου είχαν καταπλεύσει, με προορισμό την Λευκάδα. Περί ώρα 17:00 και ενώ το σκάφος της ενάγουσας- εκκαλούσας Εταιρείας προσέγγιζε τη Λευκάδα, ευρισκόμενο στον όρμο της Λευκάδας (και τα δύο υπόλοιπα είχαν εισέλθει στον λιμένα της Λευκάδας) και συγκεκριμένα σε απόσταση περίπου ενός και ήμισυ ναυτικού μιλίου βόρεια της εισόδου του βόρειου διαύλου λιμένα Λευκάδας το σκάφος της ενάγουσας (“ΕΜ “), κατέστη αδύνατο να κινηθεί με μηχανικά μέσα, λόγω περιέλιξης των σχοινιών των ιστίων στις δύο προπέλες του σκάφους. Εξετασθείς ο κυβερνήτης του σκάφους ……………. ισχυρίστηκε ότι ήταν αδύνατη η πρόωση του σκάφους μέσω του ανέμου λόγω σκισίματος του κεντρικού ιστίου, χωρίς όμως κάτι τέτοιο να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού, όπως προκύπτει από τις φωτογραφίες του σκάφους και τα όσα διαπίστωσε το καταδυτικό συνεργείο μετά την προσάραξη του σκάφους ελέγχεται, ως ουσία αβάσιμος, αφού το κεντρικό ιστίο βρέθηκε ημιανεπτυγμένο και άθικτο, όπως και το πλωριό ιστίο του σκάφους που βρέθηκε κλειστό και επιμελώς περιτυλιγμένο στον άξονα περιτύλιξης του, όπως προκύπτει και από την έκθεση ……….. Β’ΑΣΝΑ). Επίσης, από τις φωτογραφίες της υφάλου περιοχής του σκάφους εμφαίνεται και στις δύο έλικες περιτυλιγμένο τεμάχιο σχοινιού μεγάλου μήκους, τμήμα του οποίου περί τα 10 μέτρα παρέμεινε ελεύθερο από νερό, γεγονός, που επιβεβαιώνει την εν λόγω μηχανική βλάβη, που, όμως, δεν καθιστούσε το πλοίο εκείνη την στιγμή μη αξιόπλοο, αφού το βασικό μέσο πρόωσης του, εφόσον δεν επικρατεί άπνοια, είναι τα ιστία. Τότε, λόγω έλλειψης γνώσεων του κυβερνήτη του σκάφους να κινήσει και να κατευθύνει το σκάφος με τα ιστία του στο λιμένα Λευκάδας είτε στο λιμένα Πρεβέζης με τις παραπάνω καιρικές συνθήκες, ο κυβερνήτης του “ΕΜ” κάλεσε σε βοήθεια το σκάφος “VD” με κυβερνήτη το Ρώσο υπήκοο ………., με το οποίο είχαν αποπλεύσει μαζί από την Πάργα και το οποίο είχε εν τω μεταξύ εισέλθει στον λιμένα της Λευκάδας (το τρίτο σκάφος “PS” φέρεται ότι είχε ήδη δέσει στον λιμένα της Λευκάδας (βλ. και από 2/5/2016 κατάθεση Επικελευστή Λ/Σ ………) και έριξε άγκυρα στο σημείο αναμένοντας το σκάφος “VD”, χωρίς να ειδοποιήσει τις Λιμενικές Αρχές, την ενάγουσα – πλοιοκτήτρια Εταιρία, ούτε κάποιο από τα ρυμουλκά σκάφη, που ελλιμενιζόταν στους πλησιέστερους λιμένες (Λευκάδας, Πρέβεζας), το οποίο θα ρυμουλκούσε αυτό με ασφάλεια και σε σύντομο χρόνο σε έναν από τους κοντινούς λιμένες. Τελικά, το σκάφος “VD” εντόπισε το “ΕΜ” στο σημείο, όπου το τελευταίο είχε ρίξει άγκυρα, προκειμένου να ρυμουλκήσει το ακυβέρνητο πλοίο. Προς τούτο έρριψε το σχοινί ρυμούλκησης και προσδέθηκαν η δέστρα του αριστερού πλωτήρα του σκάφους “ΕΜ” με τη δέστρα του αριστερού πλωτήρα του σκάφους “VD”. Ο κατά τα παραπάνω τρόπος ρυμούλκησης κρίνεται εντελώς ακατάλληλος για σκάφη τύπου καταμαράν, αφού το ρυμουλκούμενο συρόταν υπό γωνία και δεν μπορούσε να ακολουθήσει σε ευθεία γραμμή το ρυμουλκούν σκάφος, με αποτέλεσμα, λόγω μη τήρησης ευθείας γραμμής έλξης να αποκλίνει συνεχώς προς την υπήνεμη πλευρά του, προβάλλοντας αντίσταση στην έλξη, αντί του ενδεικνυόμενου κατά τις βασικές ναυτικές γνώσεις για τέτοιου τύπου σκάφη ρυμούλκησης με ρυμούλκιο τύπου “bridle” («μουστάκι»), με πρόσδεση σχοινιών σε αμφότερους τους πλωτήρες και ένωση αυτών. Λόγω δε της ανεπιτήδειας επιχείρησης ρυμούλκησης και ένεκα του κυματισμού, παρότι απαιτείτο να διανυθεί μικρή απόσταση για το λιμένα της Λευκάδας, ο συρμός των δύο σκαφών που έπλεαν προς τον ανωτέρω λιμένα επέπεσε στη βραχοσειρά «Διαβασίδια». Από τα δύο σκάφη το μεν ρυμουλκούν σκάφος “VD” από τη φορά, που επιχείρησε να υπερπηδήσει και παρέμεινε (μετά τη βίαιη πρόσκρουση) σε αυτήν, το δε ρυμουλκούμενο σκάφος κτύπησε με βιαιότητα επί της ίδιας βραχοσειράς, όπου περί ώρα 20:00 προσάραξαν αμφότερα τα σκάφη (στίγμα Φ 38° 51,634′ Β , Λ 020° 44,2873442), ένα και ήμισυ μίλι από τη βόρεια είσοδο του δίαυλου Λευκάδας. Η εν λόγω βραχοσειρά δεν ήταν ευχερώς αντιληπτή εκείνη τη στιγμή λόγω του κυματισμού (ενώ με ήρεμη θάλασσα το πάνω μέρος της βραχοσειράς προβάλει πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και είναι ορατό, αλλά καταγράφεσαι σε όλους τους ναυτικούς χάρτες και είναι ευρέως γνωστή στους ναυτιλλόμενους στο Ιόνιο Πέλαγος λόγω της εγγύτητας της στο λιμένα της Λευκάδας και του ότι συνδέει την Ακαρνανία με τη Λευκάδα. Μετά την κατά τα παραπάνω πρόσκρουση στη βραχοσειρά, ειδοποιήθηκαν περί την 21:00 μ.μ., οι Λιμενικές Αρχές και κατέφθασε περί την 20:40 πρώτο το αλιευτικό σκάφος «ΑΣ», το οποίο ενημέρωσε ότι είναι δύσκολη η προσέγγιση στα σκάφη και απαιτείτο μικρό σκάφος. Ακολούθως, περί την 20:50 κατέφθασαν στο σημείο τα ΠΛ/Σ … και ….. του Λιμεναρχείου Λευκάδας και τελικά την 21:45 το αλιευτικό σκάφος «ΑΝ» και το αλιευτικό σκάφος «ΑΛ» κατάφεραν, προσεγγίζοντας από τη μέσα πλευρά του κόλπου να περισυλλέγουν τους επιβαίνοντες στα δύο σκάφη. Από την προσάραξη δεν προκλήθηκε τραυματισμός σε οποιονδήποτε από τους επιβαίνοντες και των δύο σκαφών, ούτε παρατηρήθηκε θαλάσσια ρύπανση. Από τα δύο σκάφη, το μεν σκάφος “VD” είχε επικαθήσει στη βραχοσειρά, με αποτέλεσμα αν και είχε υποστεί ρωγμές στον ένα πλωτήρα να μην κινδυνεύει από τον κυματισμό, το δε σκάφος «ΕΜ» είχε υποστεί ρωγμές στα ύφαλα του και είχε εισρεύσει θαλασσινό νερό μέσα σε αυτό, όπως ανέφερε και ο κυβερνήτης του. Τελικά, το σκάφος «ΕΜ» βρέθηκε ημιβυθισμένο με τους πλωτήρες του πλήρως βυθισμένους στο πρυμναίο τμήμα, σπασμένο τον αριστερό πλωτήρα στο πρωραίο τμήμα, που είχε ανεβεί στα βράχια και συνεχώς προσέκρουε σε αυτά λόγω του κυματισμού, ενώ το ήμισυ της υπερκατασκευής επί των πλωτήρων ήταν ημιβυθισμένο, έχοντας υποστεί «σκίσιμο στο πλαστικό μέρος του αριστερού πλωτήρα». Από το φωτογραφικό υλικό προέκυψε η περιέλιξη σχοινιού και στις δύο προπέλες το σκάφους και η πλήρης αποκόλληση/αποκοπή της μίας έλικας από το σώμα του σκάφους με τον άξονα/μηχανισμό κινήσεως της, ενώ στην άλλη προπέλα, που εξακολουθεί να συνδέεται με το σώμα του σκάφους, διακρίνεται θραύση των πτερυγίων της, καθώς και η ύπαρξη αρκετών συντριμμιών και καλωδιακού εξοπλισμού του δομικού σώματος του σκάφους, ενδείξεις βίαιης σύγκρουσης κατά την αρχική επαφή του στη βραχοσειρά και πρόκλησης περαιτέρω ζημιών στα ύφαλα του σκάφους στη βραχοσειρά εξαιτίας των συνεχόμενων επαφών αυτού με τη βραχοσειρά λόγω του κυματισμού. Τελικά, το επίδικο σκάφος διαλύθηκε από την επανειλημμένη πρόσκρουση του στα βράχια με δυνατό κυματισμό, που είχε λάβει χώρα τις προηγούμενες ημέρες και έτσι κατέστη μη επισκευάσιμο. Κατ’ ακολουθία των παραπάνω, επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση, ήτοι, η πραγμάτωση του ασφαλιστικού κινδύνου, η δε κατά τα παραπάνω πρόσκρουση του σκάφους «ΕΜ» οφείλεται σε αμελή συμπεριφορά του κυβερνήτη του, ο οποίος, μολονότι αγνοούσε τα βασικά ως προς την κίνηση με τα ισχία των ιστιοπλοϊκών σκαφών και δη τέτοιου τύπου, επιχείρησε πλου από Πάργα προς Λευκάδα με τις ανωτέρω καιρικές συνθήκες και ιδίως δεν κάλεσε σε βοήθεια κάποιο ρυμουλκό σκάφος, που βρισκόταν πλησίον του (και συγκεκριμένα στους λιμένες της Λευκάδας, Πρέβεζας), καθώς και στη συγκλίνουσα βαριά αμελή συμπεριφορά του ίδιου κυβερνήτη, καθώς και του ……, κυβερνήτη του σκάφους “VD”, οι οποίοι αφού πρόσδεσαν με εντελώς ακατάλληλο τρόπο ρυμούλκησης τα δύο σκάφη, επιχείρησαν πλου προς τον εγγύς ευρισκόμενο λιμένα της Λευκάδας, χωρίς να συμβουλευθούν τους ναυτικούς χάρτες, κατευθύνοντας τα σκάφη στην παραπάνω βραχοσειρά, στοιχειοθετούμενου εν προκειμένω  εννοιολογικά «του θαλάσσιου κινδύνου». Ωστόσο, κατ’ αποδοχή της σχετικής ένστασης της εναγόμενης ασφαλιστικής Εταιρείας, ως βάσιμης, συντρέχει περίπτωση απαλλαγής της από την υποχρέωση καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης αναφορικά με την απώλεια του σκάφους, που κρίνεται ολική, καθότι εμφιλοχώρησε παραβίαση του ασφαλιστικού βάρους/ρητής εγγύησης του όρου 3.3 των Γενικών Όρων Αστικής Ευθύνης, αφού στην περίπτωση της εκναύλωσης γυμνού του σκάφους, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα Εταιρεία είχε αναλάβει ρητά την υποχρέωση έναντι της εναγόμενης ασφαλιστικής Εταιρείας να απαιτήσει ουσιαστικά από το ναυλωτή του επίδικου σκάφους την επάνδρωση του και με δεύτερο (2ο) κυβερνήτη με ναυτική ικανότητά και εμπειρία, κάτι, που αποδείχθηκε ότι δεν συνέτρεχε στο πρόσωπο του κυβερνήτη του επίδικου σκάφους, έτσι ώστε να ικανοποιούνται οι εγγυήσεις για την ασφαλή ναυσιπλοΐα, χωρίς να ασκεί οποιαδήποτε επιρροή στην έκβαση της προκείμενης δίκης η παροχή από την πλευρά του Λιμεναρχείου Λευκάδας για τη διενέργεια του απόπλου, δεδομένου ότι η ασφαλιστική κάλυψη ισχύει υπό τον όρο ότι θα πληρούνται οι προϋποθέσεις, που προβλέπονται από την Υπουργική Απόφαση 3131 της 1.3.99 του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 444/26.4.99) από τον εκάστοτε ισχύοντα κανονισμό λιμένα, τον νόμο 2743/1999 και ότι τηρείται η ασφαλιστική νομοθεσία και οι διατάξεις, που αφορούν ή περιλαμβάνονται στην άδεια του σκάφους. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που προέβη στις ίδιες παραδοχές, απορρίπτοντας την ένδικη αγωγή, δεν υπέπεσε στις αποδιδόμενες με την υπό κρίση έφεση πλημμέλειες, απορριπτόμενων των σχετικών λόγων της υπό κρίση εφέσεως, ως αβάσιμων, και μη υπάρχοντος οποιουδήποτε άλλου λόγου προς εξέταση  αυτή πρέπει αυτή να απορριφθεί.  Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης Εταιρείας για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας Εταιρείας λόγω της ήττας της τελευταίας (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ και 63 επ. Ν 4194/2013 «Κώδικα Δικηγόρων»), κατ’ αποδοχή του σχετικού αιτήματος της εφεσίβλητης Εταιρείας, ως ουσιαστικά βάσιμου, σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, εφόσον η έφεση απορρίπτεται, πρέπει, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ., που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατόν πενήντα (150,00) Ευρώ (Ε), που καταβλήθηκε από την εκκαλούσα Εταιρεία κατά την άσκηση της έφεσης, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

-ΑΠΟΡΡΊΠΤΕΙ την αντέφεση της ανώνυμης ασφαλιστικής Εταιρείας, με την επωνυμία ‘……………’’.

-ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αντεκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη της αντεφεσίβλητης Εταιρείας του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων (4.500) Ευρώ.

-ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατόν πενήντα ευρώ (150,00) Ευρώ (Ε), που καταβλήθηκε από την πλευρά της αντεκκαλούσας Εταιρείας κατά την άσκηση της αντέφεσης με το υπ’ αριθμό κωδικού ……………. .

-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση της μονοπρόσωπης Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία ‘……………….’’

-ΑΠΟΡΡΊΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσία.

-ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατόν πενήντα ευρώ (150,00) Ευρώ (Ε), που καταβλήθηκε από την πλευρά της εκκαλούσας κατά την άσκηση της έφεσης με το υπ’ αριθμόν  κωδικού ……………………

-ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης Εταιρείας του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων (4.500) Ευρώ.

-ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στον Πειραιά, την 15η Φεβρουαρίου 2024, δημοσιεύθηκε δε, την 22α Φεβρουαρίου 2024 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων Δικηγόρων τους.

                    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ           Η   ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ