Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 96/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός απόφασης 96/2024

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(2° Τμήμα)

Αποτελούμενο από Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη και Μαρία Τσιάλτα, Εφέτη-Εισηγήτρια, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο Εφετών και από τη Γραμματέα, Κ.Σ..

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλουσών: 1) …………. και 2) ……… που παραστάθηκαν στο Δικαστήριο δια της πληρεξούσιας τους δικηγόρου, Αθανασίας Θ. Βαζάκα ( Δ.Σ. Αθηνών με Α.Μ. ………. που προσκόμισε το με αριθ. ……….. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων) παριστάμενης κατ’ άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ με την από 16-5-2023 δήλωση.

Των εφεσιβλήτων: 1) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……. νομίμως εκπροσωπούμενης με ΑΦΜ …. και 2) Παναγιώτη Λεμπέση του Σταματίου, πρώην υπαλλήλου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας «……..», κατοίκου Σαλαμίνας, …………….. εκ των οποίων η πρώτη παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια των πληρεξουσίων της δικηγόρων Ευάγγελου Ελ. Μάλλιου και Αριστοτέλη Ν. Αγγελή (Δ.Σ. (Δ.Σ. Αθηνών με Α.Μ. … και …. αντίστοιχα που προσκόμισαν τα με αριθμ. … και … [«Δ.Ε ΣΙΟΥΦΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» Α.Μ. ….] γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων), ενώ ο δεύτερος δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο.

Οι εκκαλούσες άσκησαν την από 3-5-2022 (αριθ. καταθ. Πρωτοδικείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2022, αριθ. καταθ. Εφετείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………/2022) έφεσή κατά της με αριθμ. 800/2022 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτικής διαδικασίας), η οποία εγγράφηκε στο πινάκιο για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που παραστάθηκαν όπως ανωτέρω αναφέρεται κατέθεσαν παραδεκτώς προτάσεις, αιτούμενοι να γίνουν δεκτοί οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 271, 272 παρ. 1 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως τα άρθρα 271 παρ. 1,2 και 272 παρ. 1 τροποποιήθηκαν με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 και το άρθρο 524 παρ. 1 με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και ισχύουν από 1-1-2016 σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου προκύπτει ότι, αν ο εφεσίβλητος δεν εμφανιστεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως, αν αυτός κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, η δε διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, εφόσον ο ίδιος επέσπευσε τη συζήτηση, ή κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα να παραστεί σ αυτή.

II. Στην προκειμένη περίπτωση από τη με αριθμ. ………../5-5-2022 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……………. που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι εκκαλούσες που επισπεύδουν την παρούσα συζήτηση, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης με πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον δεύτερο εφεσίβλητο. Ωστόσο ο τελευταίος κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο. Επομένως, βάσει των όσων ανωτέρω εκτίθενται πρέπει, να δικαστεί ερήμην, πλην όμως και το Δικαστήριο θα προχωρήσει σαν να είναι και αυτός παρών (άρθρο 524 παρ. 4 εδαφ. α’ του ΚΠολΔ).

III.Η κρινόμενη έφεση κατά της με αριθμ. 800/2022 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία ερήμην του εκεί δεύτερου εναγομένου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων (με την οποία απόφαση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας η με αρ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………./2020 αγωγή), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα ενόψει του ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στις εκκαλούσες στις 31-3-2022 (βλ. σχετ. τις νομίμως προσκομιζόμενες με επίκληση από την πρώτη εφεσίβλητη με αριθμ. …/31-3-2022 και …./31-3-2022 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …………… με τις σχετικές από 31-3-2022 συνημμένες αποδείξεις παραλαβής εγγράφου και τις από 1-4-2022 βεβαιώσεις συστημένης αποστολής τους) και το δικόγραφο της έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 3-5-2022 (άρθρα 495, 511, 513 παρ.1, περ β, 516 παρ.1 και 518 παρ.1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι το τριακονθήμερο από την επίδοση της εκκαλούμενης εξέπνευσε στις 3-5-2022, καθότι οι ημέρες της 30^ Απριλίου και 1ης Μαΐου του έτους 2022 ήταν Σαββατοκύριακο, ενώ με τη με αριθμ. ΔΙΔΑΔ/Φ.70/75/οικ/5899 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών [ΦΕΚ Β 1785/12/4/2022], η υποχρεωτική αργία της 1ης Μαΐου 2022 για το Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα μετατέθηκε στις 2-5-2022. Επομένως η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της σύμφωνα με το άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ κατά την προαναφερόμενη διαδικασία, ενόψει του ότι για το παραδεκτό του ένδικου μέσου, καταβλήθηκε το οριζόμενο εκ του άρθρου 495 παρ.3 του ΚΠολΔ, παράβολο ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ (βλ. το υπ’ αριθμ. ……………. ηλεκτρονικό παράβολο και το σχετικό έγγραφο πληρωμής).

ΙV.Οι ενάγουσες, ήδη εκκαλούσες με την από 22-10-2020 (αρ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………../2020) αγωγή την οποία άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθεταν ότι ο πατέρας τους ………. και η μητέρα τους ……… που αποβίωσαν στις 23-9-2013 και 28-3- 2018 αντίστοιχα, διατηρούσαν στην πρώτη εναγόμενη τραπεζική εταιρεία, ήδη πρώτη εφεσίβλητη, τραπεζικούς λογαριασμούς, είτε ατομικούς, είτε κοινούς μεταξύ τους, είτε με τις ίδιες (ενάγουσες) ως συνδικαιούχους, όπως ειδικότερα εκτίθενται οι λογαριασμοί αυτοί. Ότι τον Νοέμβριο του έτους 2015 μετά από έλεγχο διαπιστώθηκε η εκ μέρους του δεύτερου εναγομένου, ήδη δεύτερου εφεσιβλήτου, υπαλλήλου της πρώτης στο υποκατάστημα Σαλαμίνος, υπεξαίρεση διαφόρων χρηματικών ποσών από τους τραπεζικούς τους αναφερόμενους λογαριασμούς όπως αναλυτικώς παρατίθενται οι κινήσεις των χρηματικών ποσών. Ότι σύμφωνα με τις καρτέλες λογαριασμών υπεξαιρέθηκαν, μεταξύ άλλων, τα παρακάτω αναφερόμενα χρηματικά ποσά: 1) Ποσό 200.000 εκ του με αριθμ. ……. τραπεζικού λογαριασμού με δικαιούχο τον ………., (δια έκδοσης τραπεζικής επιταγής χωρίς την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας), 2) ποσό 100.000 ευρώ στις 21-3-2011, εκ του με αριθμ. ……….. τραπεζικού λογαριασμού με δικαιούχο τον …….. ως σύσταση προθεσμιακής κατάθεσης μη ιχνηλατούμενης όμως στους λογαριασμούς της οικογένειας, 3) ποσό 2.500 ευρώ στις 18-5-2012 εκ του με αριθμ. ………. τραπεζικού λογαριασμού με δικαιούχο τον ……………….. ……………….. με αιτιολογία «μεταφορά» χωρίς αυτό να εντοπίζεται σε λογαριασμούς της οικογένειας, 4) μετοχές με αξία αγοράς ποσού 5.943,57 ευρώ στις 22-9-2014,ήτοι ποσού εκ του με αριθμ. …………. προθεσμιακού τραπεζικού λογαριασμού που εμφανίζει κινήσεις από τις 7-10-2013 χωρίς να έχει αιτηθεί οποιοσδήποτε εκ των γονέων τους, ή οι ίδιες το άνοιγμά του και χωρίς να έχει υπογράφει από αυτούς σχετική σύμβαση, 5) ποσό 1.600 ευρώ στις 25-1- 2011 και ποσό 10.000 ευρώ στις 29-6-2012 που αφορούν αναλήψεις εκ του με αριθμ. … τραπεζικού λογαριασμού με συνδικαιούχους τον ……………….. και τη . …………………, 6) το συνολικό ποσό των 49.900 ευρώ που αναφέρεται σε αναλήψεις από τις 5-3-2012 έως τις 24-9-2012, καθώς επίσης το ποσό των 10.000 ευρώ στις 23-2-2012 και το ποσό των 6.000 ευρώ στις 21- 8-2012 εκ του με αριθμ. ………. κοινού τραπεζικού λογαριασμού με συνδικαιούχους τον . ……………….. και τις ίδιες, 7) το συνολικό ποσό των 30.840 ευρώ που αφορά αναλήψεις από τις 7-10-2013 έως τις 14-8-2015 εκ του με αριθμ. …. κοινού τραπεζικού λογαριασμού με συνδικαιούχους τη . ………………… και τις ίδιες, 8) το ποσό των 10.000 ευρώ που αφορά ανάληψη στις 12-4-2014 εκ του με αριθμ…………. τραπεζικού λογαριασμού, 9) το ποσό 66.390,42 ευρώ (ως ισότιμο των 90.603 δολαρίων ΗΠΑ) που φέρεται ότι διατέθηκε παράνομα στις 9-2-2011 για αγορά ομολόγου, καθώς και οι αποδόσεις του, εκ του με αριθμ. ……… τραπεζικού λογαριασμού με δικαιούχο τον ……………….. ……………….. 10) το ποσό των 6.168,55 ευρώ (ισότιμο των 8.000 δολαρίων ΗΠΑ) ως διαφορά από το ομόλογο που αγοράστηκε με μεταφορά από τον τραπεζικό λογαριασμό ……. με δικαιούχο τον ……………….. ……………….. στις 10-5-2010, 11) το ποσό των 14.624,65 ευρώ (ισότιμο των 18.912,60 δολαρίων ΗΠΑ) που δήθεν αποδόθηκε στον ……………….. ……………….. έκτου με αριθμ. ………… λογαριασμού και 12) το ποσό των 1.877,25 ευρώ (ισότιμο των 2.600 δολαρίων ΗΠΑ) που φέρεται ότι αποδόθηκε στις 30-4-2014 στη………………..  από το λογαριασμό με αριθμ. ………… με δικαιούχο την τελευταία. Ότι μετά την εκ μέρους της μητέρας τους επίδοση της από 16-2-2018 εξώδικης πρόσκλησης, η πρώτη εναγόμενη τους κατέβαλε το συνολικό ποσό των 126.873,88 ευρώ (που αφορούσε ειδικότερα το ποσό των 116.923,88 ευρώ εκ του με αριθμ. …….. λογαριασμού για μεταφορές και πληρωμές από τις 20-11 – 2013 έως τις 12-11-2015 και το ποσό των 9.500 ευρώ εκ του με αριθμ. …… για μεταφορές σε τρίτα πρόσωπα από τις 7-8-2015 έως τις 6-11-2015, τα δε, ποσά αυτά οι ενάγουσες δεν αιτήθηκαν με την ασκηθείσα αγωγή), ενώ η πρώτη εναγομένη με επιστολή της συνομολόγησε την υπεξαίρεση των χρηματικών ποσών, α) 4.000 ευρώ, εκ του με αριθμ. ………. λογαριασμού ταμιευτηρίου με δικαιούχο τον …………., που αφορά ανάληψη 18.219,60 USD στις 2-10-2012, β) 10.000 ευρώ στις 29-6-2012 εκ του με αριθμ. …………. λογαριασμού ταμιευτηρίου με δικαιούχο την………………., γ) 61.000 ευρώ που αφορά 11 αναλήψεις από τις 22-2-2012 έως τις 18-5-2012 εκ του με αριθμ. ………. τραπεζικού κοινού λογαριασμού ταμιευτηρίου, δ) 148.573,88 ευρώ, ήτοι ποσό που αφορά 35 αναλήψεις και μεταφορές σε λογαριασμούς τρίτων κατά το χρονικό διάστημα από 12-7-2013  έως 12-11 -2015, του ποσού των 2.995,85 ευρώ που αφορά μεταφορά σε τρίτο πρόσωπο, καθώς και του ποσού των 840 ευρώ που αφορά δύο αναλήψεις στις 14-8-2015 εκ του με αριθμ. ………….. κοινού τραπεζικού λογαριασμού και ε) συνολικά 12.450 ευρώ που ποσό που αφορά τρεις μεταφορές σε λογαριασμούς τρίτων, ήτοι ειδικότερα ποσό 9.950 ευρώ κατά το χρονικό διάστημα από 7-8-2015 έως 6-11-2015 και ποσό 2.500 ευρώ που αφορά ανάληψη στις 30-4-2014 εκ του με αριθμ. ………….. λογαριασμού ταμιευτηρίου. Τέλος, εξέθεσαν ότι συνεπεία της ανωτέρω αδικοπραξίας και της προκληθείσας εξ αυτής ψυχικής τους ταλαιπωρίας και οικονομικής τους αβεβαιότητας λόγω απώλειας της περιουσίας τους υπέστησαν ηθική βλάβη. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, βάσει των διατάξεων περί αδικοπραξίας, άλλως, ως προς την πρώτη εναγομένη, βάσει των διατάξεων περί ανώμαλης παρακαταθήκης, οι ενάγουσες κατόπιν διόρθωσης και παραδεκτού, κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ, περιορισμού με τις έγγραφες προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό όσον αφορά το αιτούμενο ποσό της ηθικής βλάβης κατά το ποσό των 100.000 ευρώ, ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας, α) ως αποζημίωση το συνολικό ποσό των 515.844,44 ευρώ νομιμοτόκως ως ακολούθως: ί) Το ποσό των 200.000 ευρώ από τις 9-1-2015, ii) το ποσό των 100.000 ευρώ από τις 22-3-2011, iii) το ποσό των 2.500 ευρώ από τις 19-5-2012, ίν) το ποσό των 5.943,57 ευρώ από τις 23-9-2014, ν) το ποσό των 1.600 ευρώ από τις 26-1-2011, 6) το ποσό των 10.000 ευρώ από τις 30-6-2012, 7) το ποσό των 49.900 ευρώ από τις 56-3-2012, 7-3-2012, 14-3-2012, 24-3-2012, 29-3- 2012, 4-4-2012, 11-4-2012, 19-5-2012, 19-5-2012, 2-6-2012, 6-6-2012 και 25-9- 2012 όπως ειδικότερα παρατίθεται κάθε επιμέρους αιτούμενο ποσό , 7) το ποσό των 10.000 ευρώ από τις 23-2-2012, 8) το ποσό των 6.000 ευρώ από τις 21-8- 2012, 9) το ποσό των 30.840 ευρώ από τις 8-10-2013, 26-10-2013, 21-11-2013, 22-10-2014, 21-1-2015, 15-8-2015 και 15-8-2015 όπως ειδικότερα παρατίθεται κάθε επιμέρους αιτούμενο ποσό, 10) το ποσό των 10.000 ευρώ από τις 12-4- 2014, 11) το ποσό των 66.390,42 ευρώ από τις 10-2-2011, 12) το ποσό των 6.168,55 ευρώ από 11-5-2011, 13) το ποσό των 14.624,65 ευρώ από τις 12-5- 2011 και 14) το ποσό των 1.877,25 ευρώ από την 1-5-2014, άλλως τα ποσά αυτά από την επομένη επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση, β) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 100.000 ευρώ (εκτιμάται 50.000 ευρώ σε καθεμία από τις ενάγουσες) και γ) να αναγνωριστεί η υποχρέωσή τους να τους καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 100.000 ευρώ (εκτιμάται 50.000 ευρώ σε καθεμία από τις ενάγουσες) τα δε, ποσά της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση, να απαγγελθεί σε βάρος του δεύτερου εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους ως μέσο της εκτέλεσης που θα εκδοθεί, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού έκρινε ως παραδεκτή της συζήτηση της αγωγής, την απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούσες με την κρινόμενη έφεση για τους περιεχόμενους σε αυτήν τέσσερις λόγους που συνίστανται α) όσον αφορά των πρώτο λόγο της έφεσης, σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και δη, των διατάξεων των άρθρων 216 παρ.1 του ΚΠολΔ και 914 Α.Κ., κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, β) όσον αφορά τον δεύτερο λόγο της έφεσης, την εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 368 του ΚΠολΔ, καθότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δε διέταξε, ως αιτήθηκαν με τις προτάσεις τους, πραγματογνωμοσύνη (τόσον οικονομολογική, όσο και γραφολογική) προκειμένου να διαπιστωθούν οι παράνομες κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών, γ) όσον αφορά τον τρίτο λόγο της έφεσης, την εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 450 του ΚΠολΔ, όσον αφορά τη μη προσκόμιση ως αιτήθηκαν με τις προτάσεις τους, εκ μέρους της πρώτης εναγομένης των συμβάσεων ανοίγματος πίστωσης των ειδικώς αναφερόμενων τραπεζικών λογαριασμών της οικογένειας ……………….. και δ) όσον αφορά τον τέταρτο λόγο έφεσης διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν επιδίκασε ούτε τη διαφορά ύψους 112.985,85 ευρώ του συνομολογηθέντος, όπως εκτίθεται στην αγωγή, ποσού υπεξαίρεσης σύμφωνα με την από 18-4-2019 ηλεκτρονική της επιστολή. Ζητούν δε, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης προκειμένου να γίνει δεκτή η με αρ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………/2020 αγωγή τους και να καταδικαστούν οι εφεσίβλητοι στη δικαστική δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας. Εκ των ανωτέρω λόγων, με το περιεχόμενο που παραπάνω εκτίθεται, ο δεύτερος και ο τρίτος των λόγων της κρινόμενης έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, καθότι τόσον το ζήτημα του εάν θα διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη, όσο και το ζήτημα της επίδειξης εγγράφων άπτεται της κατ’ ουσίαν εξέτασης της υπόθεσης και δε λαμβάνουν χώρα προκειμένου μία αόριστη αγωγή να καταστεί οριστική (εν προκειμένω η αγωγή απορρίφθηκε λόγω αοριστίας). Επίσης και ο τέταρτος λόγος της κρινόμενης έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προκειμένου να επιδικάσει οποιαδήποτε χρηματικό ποσό, ακόμα και εάν έχει ομολογηθεί εκ μέρους του εναγομένου πρέπει να εισέλθει στην ουσιαστική διερεύνηση της αγωγής, αφού προηγουμένως την κρίνει ως επαρκώς ορισμένη και νόμιμη.

V. α) Σύμφωνα με το άρθρο 361 ΑΚ, «Για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά», κατά δε, το άρθρο 914 ΑΚ: «Όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει». Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνη των άρθρων 330, 335 και 340 του Α.Κ συνάγεται, ότι αν η εξ αδικήματος απαίτηση για αποζημίωση έχει το αυτό αντικείμενο (παροχή) με συρρέουσα απαίτηση από σύμβαση, απόκειται μεν στον δικαιούχο να ασκήσει αυτή που προκρίνει, η ικανοποίηση, όμως, της μιας από αυτές επιφέρει την απόσβεση και της άλλης, ανεξάρτητα ποια εκ των δύο απαιτήσεων εισάγεται και εκκρεμεί επί δικαστηρίου. Εκ των ανωτέρω και σε συνδυασμό προς τα άρθρα 481, 482, 483, 822, 827, 830, 922 και 926 του Α.Κ. συνάγεται επιπλέον: α) Ότι, εάν από αδίκημα, το οποίο διέπραξε τραπεζικός υπάλληλος, (μόνος ή με συμμετοχή άλλων), εκταμιευθούν από την τράπεζα χρήματα επ’ ονόματι καταθέτη κατόπιν παραπλανήσεώς του από τον τραπεζικό υπάλληλο και με χρέωση του λογαριασμού του καταθέτη, ενέχονται έναντι του τελευταίου εις ολόκληρον, τόσον η Τράπεζα (ως προστήσασα τον υπάλληλό της), όσο και καθένας των συμμέτοχων του αδικήματος, για καταβολή αποζημίωσης ίσης με το εκταμιευθέν ποσό, κατά το οποίο απομειώθηκε η κατάθεσή του, β) ότι, επιπλέον, η Τράπεζα ενέχεται έναντι του καταθέτη πελάτη της και από τη μεταξύ τους σύμβαση ( ανώμαλης παρακαταθήκης) για απόδοση του ιδίου χρηματικού ποσού, γ) ότι, εάν η απαίτηση του καταθέτη για καταβολή των χρημάτων που δικαιούται ικανοποιηθεί ολικώς ή μερικώς είτε από την τράπεζα, είτε από τους δράστες του εις βάρος του αδικήματος (συνοφειλέτες της εξ αδικήματος παροχής), αποσβήνεται αντίστοιχο μέρος, τόσο της απαίτησης του έναντι όλων των εις ολόκληρον εξ αδικήματος συνοφειλετών, όσο και της απαίτησής του από τη σύμβαση έναντι της θεματοφύλακος τράπεζας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 922 Α.Κ., ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλο σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του. Η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης προϋποθέτει: α) Σχέση πρόστησης, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπληρώσεως της υπηρεσίας του, β) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια, πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 Α.Κ, και γ) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας του ή ακόμη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής. «Κατάχρηση της υπηρεσίας» του προστηθέντος υφίσταται, όταν η ζημιογόνος πράξη τελέστηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που του ανατέθηκαν ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών που του δόθηκαν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του που διέπουν τη μεταξύ αυτού και του προστήσαντος σχέση, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που του ανατέθηκε υπάρχει εσωτερική συνάφεια, με την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 93/2019, ΑΠ 368/2011, ΑΠ 355/2013). Παράλληλα από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297, 298, 299, 914 και 932 Α.Κ. προκύπτει ότι δικαιούχος αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης συνεπεία αδικοπραξίας είναι εκείνος που ζημιώθηκε άμεσα ή υπέστη ηθική βλάβη από αυτήν, δηλαδή εκείνος που προσβλήθηκε άμεσα από αυτήν στα δικαιώματα ή τα έννομα συμφέροντά του. Περιουσιακή ζημία δεν είναι μόνο η διάθεση περιουσιακών στοιχείων αλλά και κάθε προς το χειρότερο αλλοίωση τούτων, ήτοι κάθε μείωση του ενεργητικού ή επαύξηση του παθητικού της περιουσίας του ζημιουμένου. Από την ίδια δε αδικοπραξία μπορούν να ζημιωθούν άμεσα περισσότεροι, τέτοια δε περίπτωση συντρέχει και όταν από αυτήν θίγονται περισσότερα δικαιώματα ή έννομα συμφέροντα διαφορετικών προσώπων. Έτσι από όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι ο τραπεζικός υπάλληλος, που κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του, προβαίνει σε αναλήψεις χρηματικών ποσών με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης από λογαριασμό, πελάτη της τράπεζας, με αντίστοιχη εγγραφή στο λογαριασμό του πελάτη, ότι ανελήφθησαν νομίμως τα χρήματα από τον τελευταίο, ζημιώνει αμέσως όχι μόνο την τράπεζα, στην κυριότητα της οποίας έχουν περιέλθει, με βάση τη μεταξύ αυτής και του πελάτη σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης, τα χρήματα που αυτός (ο υπάλληλος) υπεξαίρεσε (αρθ. 830 και 1 σε συνδ. με αρθ. 806 ΑΚ), αλλά και τον πελάτη, αφού η εγγραφή στο λογαριασμό του τελευταίου, ότι ανελήφθησαν νομίμως από τον ίδιο τα χρήματα έχει ως συνέπεια τη ζημία αυτού με την έννοια της επαύξησης του παθητικού της περιουσίας του. Κατά μείζονα δε λόγο αμέσως ζημιωθείς από τις πιο πάνω πράξεις του τραπεζικού υπαλλήλου είναι ο καταθέτης πελάτης της τράπεζας (ή και αυτός), όταν οι αναλήψεις που φέρονται ότι έγιναν από τον ίδιο, στην πραγματικότητα έγιναν από τον υπάλληλο με πλαστογράφηση της υπογραφής του στα σχετικά έγγραφα (δελτία ανάληψης) της Τράπεζας, ή και με παραπλάνησή του πελάτη από αυτόν (Α.Π. 203/2023, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος»). Στοιχεία του ορισμένου της αγωγής από αδικοπραξία είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς (πράξης ή παράλειψης), οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του ζημιώσαντος (ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων κατ’ άρθρο 922 του ΑΚ), η πρόκληση ζημίας ή αναλόγως ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (σε περίπτωση θανάτου) και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης που προκλήθηκαν (ΑΠ 367/2020, ΑΠ 683/2013). Εκείνος δε, που ζημιώθηκε από αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος, προκειμένου να θεμελιώσει το δικαίωμά του προς αποζημίωση έναντι του προστήσαντος, φέρει το βάρος να επικαλεστεί στην αγωγή του και να αποδείξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων ευθύνης αυτού από το άρθρο 922 ΑΚ, δηλαδή α) την ύπαρξη σχέσης πρόστησης, κατά την ανωτέρω έννοια, μεταξύ του ζημιώσαντος αυτόν και του εναγόμενου προσώπου τον οποίο φέρει ως προστήσαντα, β) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια, δηλαδή αδικοπραξία πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ και γ) ότι η ενέργεια του προστηθέντος έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας του, ή ακόμη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής (ΑΠ 221/2022, δημ. σε «Νόμος»), (β) Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 2 εδ. α’ και β’ του Ν. 5638/1932 «περί καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό», όπως το πρώτο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του Ν. 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ’ στοιχ. α’ του ΝΔ 118/1973, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 1 του ΝΔ 17-7/13-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών”, 117 του ΕισΝΑΚ και 19 παρ. 4 του Ν. 1969/1991, συνδυασμένες με εκείνες των άρθρων 489, 491, 822 και 830 του ΑΚ, συνάγεται ότι η σύμβαση κατάθεσης χρημάτων σε τράπεζα, ανεξάρτητα αν γίνεται υπέρ του καταθέτη ή τρίτου ή σε κοινό λογαριασμό, ενόψει του ότι αποσκοπεί στην ασφαλή φύλαξη των χρημάτων, προς την οποία και δεν αντιτίθεται η συνομολόγηση του συνηθισμένου για τραπεζικές εργασίες τόκου, καταρτίζεται με την εκ μέρους του καταθέτη μεταβίβαση της κυριότητας του, κατά τη σύναψή της καταβαλλόμενου από αυτόν χρηματικού ποσού, ως πρώτης τμηματικής παροχής του, προς την τράπεζα, ατύπως (re), η οποία έκτοτε με την παράδοση γίνεται κυρία των χρημάτων (άρθρο 1034 του ΑΚ), πλην όμως έχει ευθεία υποχρέωση να τα καταβάλει στο δικαιούχο όταν της ζητηθεί. Η λειτουργία, ωστόσο, της σύμβασης αυτής καθιδρύει συνήθως μία σχέση διαρκούς και πολλές φορές καθημερινής συνεργασίας μεταξύ των συμβαλλομένων. Η εκτέλεσή της δηλαδή γίνεται συνήθως όχι με μία καταβολή και ανάληψη του ποσού αυτής, αλλά με πολυάριθμες τμηματικές τέτοιες, που προσδιορίζονται εκάστοτε από την βούληση του καταθέτη. Χρηματική κατάθεση σε τράπεζα και σε κοινό λογαριασμό είναι εκείνη που γίνεται στο όνομα δύο ή περισσοτέρων και περιέχει τον όρο ότι του λογαριασμού αυτού μπορεί να κάνει χρήση ολικώς ή μερικώς, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας, είτε μερικοί, είτε όλοι μαζί οι δικαιούχοι. Για την εγκυρότητα της κατάθεσης δεν απαιτείται να γίνει αυτή από κοινού από όλους τους δικαιούχους, αλλά μπορεί να καταρτισθεί από μερικούς ή και από έναν δικαιούχο, ακόμη και από τρίτο πρόσωπο μη δικαιούχο. Και τούτο διότι από τη γραμματική διατύπωση των ανωτέρω διατάξεων, αλλά και την τελολογική ερμηνεία τους, την τραπεζική πρακτική και την ταχύτητα των συναλλαγών, δεν απαιτείται κοινή εμφάνιση και δήλωση των καταθετών και δικαιούχων, δηλαδή σύμπραξή τους ενώπιον της τράπεζας. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του όρου «δικαιούχοι» και όχι «καταθέτες» στην διατύπωση των παραπάνω διατάξεων. Παράλληλα, η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό αποτελεί και μια ιδιόμορφη σύμβαση υπέρ τρίτου και μάλιστα γνήσια. Από την πιο πάνω σύμβαση τρίτος μη συμβαλλόμενος, αποκτά ευθεία ενοχική αξίωση κατά του δότη της υπόσχεσης (άρθρο 411 του ΑΚ), αλλά ταυτόχρονα και ο συμβαλλόμενος καταθέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή από τον δότη της υπόσχεσης (τράπεζα) για τον εαυτό του. Δημιουργείται δηλαδή ένας συνδυασμός ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής και γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου, μία «sui generis» συμβατική ενοχή, επιτρεπτή σύμφωνα με την ελευθερία των συναλλαγών και την αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης. Παράγεται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και του δέκτη της κατάθεσης νομικού προσώπου αφετέρου, ενεργητική εις ολόκληρο ενοχή, υπό την έννοια των άρθρων 489 έως 493 του ΑΚ, συνάγεται δε σαφώς από την διάταξη του άρθρου 493 του ΑΚ, κατά το οποίο, μεταξύ τους οι περισσότεροι δανειστές έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση, συνδυαζόμενο με το άρθρο 491 παρ. 1 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, ότι σε περίπτωση ανάληψης ολόκληρου του ποσού της χρηματικής κατάθεσης από τον ένα μόνο δικαιούχο, αποσβέννυται μεν έναντι του δέκτη της κατάθεσης η απαίτηση και ως προς τον άλλο, μη αναλαβόντα δανειστή, αποκτά όμως ο δανειστής αυτός απαίτηση εκ του νόμου, έναντι του αναλαβόντος, για καταβολή σε αυτόν ποσού ίσου προς το μισό του αναληφθέντος ισόποσου της κατάθεσης, εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα στο σύνολο του ποσού της καταθέσεως ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής, εξαίρεση της οποίας το βάρος της επίκλησης και απόδειξης έχει ο διάδικος, ο οποίος προβάλλει περιστατικά που θεμελιώνουν το ως άνω εξαιρετικό δικαίωμα (ΑΠ 431/2019, ΑΠ 1095/2018 δημ. σε «Νόμος»), Περαιτέρω, η εσωτερική σχέση μεταξύ περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού αποτελεί το λόγο, για τον οποίο συνάπτεται η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό. Η εσωτερική αυτή σχέση όμως δεν επηρεάζει το κύρος της εξωτερικής σχέσης μεταξύ της τράπεζας και των συνδικαιούχων. Στην περίπτωση, κατά την οποία μεταξύ των συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ιδιαίτερη εσωτερική σχέση αναφορικά με το δικαίωμα αναγωγής, πρέπει να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 493 του ΑΚ, η οποία θεμελιώνει μια εκ του νόμου εσωτερική μεταξύ των συνδικαιούχων σχέση, ως εκ των έσω αντανάκλαση της ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση, που η εσωτερική σχέση δεν προβλέπει τα μερίδια μεταξύ των συνδικαιούχων. Στις περιπτώσεις αυτές οι συνδικαιούχοι έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη (ΑΠ 902/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1001/2012 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του Ν. 5638/1932, τα οποία επίσης διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ’ στοιχ. Α’ του ΝΔ 118/1973, ορίζεται, αντιστοίχως, ότι «επί των καταθέσεων τούτων δύναται να τεθή προσθέτως ο όρος, ότι, άμα τω θανάτω οιουδήποτε των δικαιούχων, η κατάθεσις και ο εκ ταύτης λογαριασμός περιέρχεται αυτοδικαίως εις τους λοιπούς επιζώντας, μέχρι του τελευταίου τούτων» και ότι «διάθεσις της καταθέσεως διά πράξεως, είτε εν ζωή, είτε αιτία θανάτου, δεν επιτρέπεται, οι δε κληρονόμοι του τελευτήσαντος είτε εξ αδιαθέτου είτε εκ της διαθήκης, συμπεριλαμβανομένων και των αναγκαίων τοιούτων … ουδέν δικαίωμα κέκτηνται επί της καταθέσεως». Από τις διατάξεις αυτές, η πρώτη από τις οποίες αναφέρεται στις εσωτερικές μεταξύ των περισσότερων καταθετών σχέσεις, ενώ η δεύτερη ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ της τράπεζας, στην οποία έχει γίνει η κατάθεση, και των περισσότερων καταθετών, συνδυαζόμενες και με τις προαναφερόμενες, προκύπτει, ότι, σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, δε χωρεί υποκατάσταση αυτού από τους τυχόν κληρονόμους του έναντι της τράπεζας, κατά της οποίας και δεν μπορούν να στραφούν, επικαλούμενοι το κληρονομικό τους δικαίωμα, διότι, διαφορετικά, θα επερχόταν μεταβολή του προσώπου του καταθέτη χωρίς τη συγκατάθεση της τράπεζας. Ο επιζών καταθέτης, ως εις ολόκληρον δανειστής έναντι της τράπεζας, μπορεί να εισπράξει και ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης, οπότε οι κληρονόμοι του αποθανόντος θα μπορούν να αξιώσουν απ’ αυτόν το τμήμα εκείνο της κατάθεσης που αναλογεί στον δικαιοπάροχό τους, με βάση τις εσωτερικές σχέσεις των καταθετών. Εάν, όμως, έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 του Ν. 5638/1932, σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, περιέρχεται αυτοδικαίως (Ίδίω ονόματι” και “εξ ιδίου δικαίου”) η κατάθεση και ο απ’ αυτήν λογαριασμός στους επιζώντες, έναντι των οποίων οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν μπορούν να στραφούν και να αξιώσουν το κατά τις εσωτερικές σχέσεις τμήμα της κατάθεσης, που αναλογούσε σε εκείνον, όπως θα μπορούσαν αν δεν είχε τεθεί ο ως άνω όρος, του οποίου σε αυτό και μόνο εξαντλείται η νομική ενέργεια (ΑΠ 902/2019, ΑΠ 1782/2007 δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος»), Οι ως άνω διατάξεις είναι προφανές ότι καθιερώνουν κανόνες εξαιρετικού δικαίου και για το λόγο αυτό το βάρος επίκλησης και απόδειξης των προϋποθέσεών τους φέρει ο επικαλούμενος την εξαίρεση και ωφελούμενος από αυτήν (ΑΠ 671/2022, ΑΠ 1128/2017, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ « Νόμος»). Και αν όμως δεν έχει τεθεί ο άνω όρος, οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν υπεισέρχονται ως προς την κατάθεση στην έναντι της Τράπεζας θέση του κληρονομηθέντος, και επομένως η ανάληψη του ποσού αυτού από τον επιζώντα καταθέτη, και στην περίπτωση που αυτός είναι συγχρόνως και κληρονόμος του αποθανόντος, γίνεται έναντι της Τράπεζας ιδίω ονόματι και όχι με την ιδιότητα του κληρονόμου (ΑΠ 351/2018 ΑΠ 1691/2014, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος»).

VI. Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην ασκηθείσα αγωγή κατά τα ανωτέρω ιστορούμενα, καθόσον αφορά το αίτημα για την απόδοση των επιμέρους χρηματικών ποσών που φέρονται ότι υπεξαιρέθηκαν από τους τραπεζικούς λογαριασμούς στις οποίες οι ενάγουσες δεν ήταν αυτές συνδικαιούχοι (ήτοι εκ των με αριθμ. ………. τραπεζικών λογαριασμών του ……………….. και της  ……………… κατά τα ανωτέρω ειδικώς αναφερόμενα), είναι απαράδεκτη λόγω αοριστίας διότι δεν εκτίθεται με ποιον τρόπο θεμελιώνεται η εν λόγω αξίωση των εναγουσών ώστε να νομιμοποιούνται αυτές ενεργητικώς να αξιώνουν τα ποσά αυτά, τα οποία αφορούσαν καταθέσεις τραπεζικών λογαριασμών των γονέων τους. Επίσης, απορριπτέα είναι η αγωγή όσον αφορά και τα ποσά που φέρεται ότι υπεξαιρέθηκαν εκ του με αριθμ. …………… τραπεζικού λογαριασμό, αφού δεν εκτίθεται ποιο πρόσωπο φέρεται να ήταν ο δικαιούχος του εν λόγω λογαριασμού, ο οποίος κατά τα εκτιθέμενα ανοίχθηκε χωρίς σχετική αίτηση και υπογραφή σύμβασης τόσον εκ μέρους των εναγουσών, όσο και εκ μέρους των γονέων τους. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, η με αριθμ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …………./2020 αγωγή για μέρος του αιτηθέντος κονδυλίου της αποζημίωσης συνολικού ύψους 419.104,44 ευρώ (ήτοι 200.000+ 100.000+ 2.500+ 5.943,57 +1.600+ 10.000+ 10.000+ 66.390,42+ 6.168,55+ 14.624,65 +1.877,25) είναι αόριστη και ως εκ τούτου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έστω και με εσφαλμένη αιτιολογία, την οποία το παρόν Δικαστήριο αντικαθιστά (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) ορθώς την απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας ως προς το ανωτέρω τμήμα της αποζημίωσης. Ωστόσο, κατά το υπόλοιπο αιτούμενο ποσό της αποζημίωσης ύψους 96.740 (515.844,44-419.104,44) ευρώ, αλλά και το αιτούμενο ποσό χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και ως εκ τούτου παραδεκτή. Και τούτο διότι, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε και προκύπτει από το περιεχόμενο και τα αιτήματα της αγωγής, οι ενάγουσες στήριξαν τις αγωγικές τους αξιώσεις κυρίως στις διατάξεις της αδικοπραξίας και του κοινού λογαριασμού, επικουρικά δε, όσον αφορά την πρώτη εναγομένη στις διατάξεις περί ανώμαλης παρακαταθήκης. Συγκεκριμένα, οι ενάγουσες επικαλέστηκαν ότι ο δεύτερος εναγόμενος, ο οποίος τελούσε σε σχέση πρόστησης με την πρώτη εναγομένη, καθότι υπάλληλος αυτής , στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων του παρά τις οδηγίες της πρώτης, παράνομα ιδιοποιήθηκε με τους περιγραφόμενους στην αγωγή τρόπους, σε συγκεκριμένες ημερομηνίες τα ειδικώς αναφερόμενα χρηματικά ποσά από τους τραπεζικούς λογαριασμούς στους οποίους οι ίδιες είναι συνδικαιούχοι, προκαλώντας τους περιουσιακή ζημία, εκ της οποίας οι ενάγουσες αιτούνται, σύμφωνα με την αγωγή, μέρος αυτής και δη τα χρηματικά ποσά που φέρεται να υπεξαιρέθηκαν από τους με αριθμ…………….. και  ………….. κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς, συνολικού ύψους 96.740 ευρώ (ήτοι 49.900 ευρώ +16.000 ευρώ+ 30.840 ευρώ σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα). Σημειωτέον ότι α) η αναγραφόμενη η οικονομική θέση του συνόλου των καταθέσεων των εναγουσών και των γονέων τους την 1-1-2010, ύψους 533.774,52 ευρώ και οι επιπλέον κινήσεις που αναγράφονται στην αγωγή δεν παρατέθηκαν προς θεμελίωση του ανωτέρω αιτήματος αυτής (αφού σαφώς εκτίθεται ότι σε συγκεκριμένες ημερομηνίες αναλήφθηκαν συγκεκριμένα χρηματικά ποσά από τους δύο προαναφερόμενους τραπεζικούς λογαριασμούς χωρίς την εντολή των δικαιούχων αυτών) αλλά παρατίθενται στο πλαίσιο μιας γενικής παράθεσης των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, β) το αποδοθέν εκ μέρους της πρώτης εναγομένης συνολικό ποσό των 126.923,88 ευρώ δεν ζητείται με την αγωγή (βλ. σελ. 23 της αγωγής), και δεν συνυπολογίζεται στο αίτημα αυτής γ) εφόσον, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ζητείται συγκεκριμένο μέρος του ποσού της ζημίας το οποίο φέρεται να υπεξαιρέθηκε δια παράνομων αναλήψεων δεν απαιτείται για το ορισμένο της αγωγής το υπόλοιπο των λογαριασμών κατά το έτος 2015, τυχόν πρόσθετα ποσά που κατατέθηκαν ή ποσά τόκων επί των αρχικών καταθέσεων, αλλά και τυχόν υπολογισμός χρηματικών ποσών που εν προκειμένω μεταφέρθηκαν από έναν λογαριασμό σε άλλον, όπως σχετικά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Περαιτέρω, ενόψει του ότι, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα, επαρκώς παρατίθενται στην αγωγή αφενός μεν, τα στοιχεία για τη θεμελίωση αξίωσης λόγω αδικοπραξίας και η προκληθείσα περιουσιακή ζημία στις ενάγουσες (απώλειας περιουσίας) ώστε να είναι αυτές αμέσως ζημιωθείσες, αφετέρου δε, τα δυσάρεστα συναισθήματα που προκλήθηκαν σε αυτές όπως ειδικότερα προαναφέρθηκαν, επαρκώς ορισμένο και ως εκ τούτου παραδεκτό είναι και το αιτούμενο, με την αγωγή κονδύλιο χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Κατά συνέπεια, βάσει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, μεταξύ άλλων, μέρος του αιτούμενου ποσού της αποζημίωσης ύψους 96.740 ευρώ, αλλά και το αιτηθέν ποσό χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ύψους 200.000 ευρώ, το οποίο κατ’ εκτίμηση του παρόντος Δικαστηρίου, οι ενάγουσες αιτήθηκαν διαιρετώς, εσφαλμένα εφάρμοσε και ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ.1 του ΚΠολΔ, 297, 298,299, 914 και 932 εδ. α και ως εκ τούτου το παρόν Δικαστήριο, πρέπει, αφού εξαφανίσει μερικώς την εκκαλούμενη απόφαση και δη, κατά το μέρος που απορρίφθηκαν ως απαράδεκτα λόγω αοριστίας τα ανωτέρω κονδύλια, να κρατήσει και να δικάσει την αγωγή (άρθρο 535 του ΚΠολΔ), γενομένου εν μέρει δεκτού ως βάσιμου του πρώτου λόγου της υπό κρίση έφεσης. Για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής τηρήθηκε προηγουμένως η διαδικασία διαμεσολάβησης (Ν. 4640/2019), όπως προκύπτει από το από 3-8- 2020 πρακτικό περάτωσης της αρχικής υποχρεωτικής συνεδρίας της διαμεσολαβήτριας Αγλαΐας Δημάδη στο οποίο πλην των στοιχείων του άρθρου 118 παρ. 3 του ΚΠολΔ, υπάρχει σύντομη περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς (άρθρο 7 του Ν. 4640/2019) απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της πρώτης εναγομένης. Ως προς το ζήτημα της περιγραφής του αντικειμένου της διαφοράς πρέπει να αναφερθεί ότι αν και η διατύπωση της διάταξης του άρθρου 7 του Ν. 4640/2019 ταυτίζεται με το άρθρο 216 παρ. 1 στ β του ΚΠολΔ, στην Αιτιολογική έκθεση του νόμου δεν απαντώνται ενδείξεις ότι ο νομοθέτης προσέβλεψε σε βαθμό εξειδίκευσης του πραγματολογικού υπόβαθρου της διαφοράς ανάλογου εκείνων που απαιτούνται με το ορισμένο της αγωγής. Σε κάθε περίπτωση το άρθρο 7 του Ν. 4640/2019 δεν απειλεί δικονομικές κυρώσεις για την περίπτωση ατελούς ή ελλιπούς περιγραφής (βλ. υπό Π. Γιαννόπουλος, σε Α. Γεωργιάδη, Π. Γιαννόπουλο, Σ. Καραμέρο, Ε. Ποδηματά, «Η υποχρεωτική Διαμεσολάβηση, Δικαιοπολιτική αποτίμηση και ερμηνευτικά ζητήματα», πρακτικά ημερίδας 21.12.2019, εκδ. 2022, σελ. 139). Επομένως, η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που εξετάζεται από το παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα με τα ανωτέρω και για την οποία ως προς το (καταψηφιστικό) αίτημα, προσκομίστηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις προσαυξήσεις υπέρ των τρίτων (βλ. το με αριθμ. ………….. ηλεκτρονικό παράβολο και τη σχετική από 2-2-2021 απόδειξη πληρωμής του) είναι νόμιμη, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στο πρώτο τμήμα της ως άνω νομικής σκέψης, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 297,298,299, 340, 346, 480, 489, 914, 922, 926, 932 εδ.α, 830, 70, 74, 219 παρ.1, 1047 παρ.1 και 176 του ΚΠολΔ, εκτός από το παρεπόμενο αίτημα περί τοκογονίας από την επόμενη ημέρα κάθε επιμέρους υπεξαιρεθέντος ποσού όπως ειδικότερα ως άνω εκτίθεται που πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, αφού κατά τις εν λόγω ημερομηνίες δεν υπήρξε όχληση των εναγομένων (ωστόσο νόμιμο είναι ως έλασσον αίτημα που περιέχεται στο μείζον, η έναρξη της τοκογονίας δια της επίδοσης της από 16η-2- 2018 εξώδικης όχλησης). Επίσης, η αγωγή κατά το αναγνωριστικό αίτημα ποσού 100.000 ευρώ πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθότι δεν προσκομίστηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου, ενόψει του ότι η αγωγή κατατέθηκε μετά τη θέση σε ισχύ του άρθρου 42 του Ν. 4640/2019, η δε, εν λόγω παράλειψη δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των τυπικών παραλείψεων που μπορούν να αναπληρωθούν κατ’ άρθρο 227 του ΚΠολΔ, αφού, όπως συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 237 παρ.1 εδ. ε του ΚΠολΔ όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή της δυνάμει της διάταξης του άρθρου 12 του Ν. 4842/2021, απώτατο όριο για την κατάθεση του δικαστικού ενσήμου στην τακτική διαδικασία είναι ο χρόνος συζήτησης του ένδικου βοηθήματος. Κατά συνέπεια, η αγωγή κατά τα λοιπά, πρέπει να ερευνηθεί και κατ’ ουσίαν.

VII. Η πρώτη εναγομένη με τις προτάσεις της στο παρόν Δικαστήριο, επαναφέρει παραδεκτώς τους πρωτοδίκως προβληθέντες ισχυρισμούς της και συγκεκριμένα, ομολογεί την εκ μέρους του δεύτερου εναγομένου παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, καθώς και μέρος της ζημίας που προκλήθηκε στις ενάγουσες από την παράνομη ιδιοποίηση δια των επίδικων αναλήψεων (πλέον του ποσού που ήδη καταβλήθηκε ύψους 126.933,88 ευρώ + 9.950 ευρώ που δε ζητείται με την αγωγή), όπως ειδικότερα εκτίθεται. Περαιτέρω, η πρώτη εναγόμενη, ως προς την επικουρικά σωρευόμενη νομική βάση της ανώμαλης παρακαταθήκης, ισχυρίζεται ότι η ευθύνη της πρέπει να περιοριστεί στο ποσό των 112.985,85 ευρώ, το οποίο προσέφεραν στις ενάγουσες και το οποίο αποτελεί το υπόλοιπο του ποσού των 239.859,73 ευρώ ύστερα από την καταβολή σε αυτές του προαναφερόμενου ποσού των 126.873,88 ευρώ, που προέκυψε ως οφειλόμενο ύστερα από τον γενόμενο έλεγχο και το σχετικό πόρισμα ως το πραγματικά υπεξαιρεθέν από τις παράνομες ενέργειες του δεύτερου εναγομένου, γεγονός το οποίο γνώριζαν οι ενάγουσες πριν από την άσκηση της αγωγής, οι οποίες αξιώνουν ποσά που υπερβαίνουν προδήλως τα όρια που θέτει η καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και ο κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Με το ανωτέρω περιεχόμενο ο ισχυρισμός αυτός, ενόψει του ότι η υπό κρίση αγωγή ερευνάται πλέον μόνον ως προς κριθέν ως το ορισμένο και νόμιμο ποσό της αιτούμενης αποζημίωσης ποσού 96.740 ευρώ, αλυσιτελώς προβάλλεται και πρέπει να απορριφθεί. Τέλος, η πρώτη εναγομένη, αρνούμενη το ύψος της επικαλούμενης αξίωσης των εναγουσών, ισχυρίζεται ότι καταχρηστικά αυτές ασκούν το δικαίωμά τους δια της άσκησης της υπό κρίση αγωγής, ενόψει του ότι η ίδια μετά από τον πόρισμα του σχετικού ελέγχου προέβη σε πραγματική και προσήκουσα προσφορά χρηματικού ποσού, ήτοι του ποσού των 112.873,88 ευρώ, το οποίο αυτές αρνήθηκαν ισχυριζόμενες μεγαλύτερο ύψος ζημίας και αιτούμενες επιπλέον χρηματικά ποσά ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Με το περιεχόμενο αυτό, ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι αρνητικοί της αγωγής ισχυρισμοί, όπως εν προκειμένω, δεν δύναται να θεμελιώσουν την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος.

VIII. Εναντίον της με αρ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …………/2020 αγωγής, καθόσον ερευνάται από το παρόν Δικαστήριο, δεν υφίσταται κάποια αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενη ένσταση (άρθρο 352 παρ. 1 και άρθρο 271 παρ. 1 σε συνδ. με άρθρο 524 παρ1. του ΚΠολΔ), ενώ τα γεγονότα, που αναφέρονται σε αυτή, είναι δεκτικά ομολογίας. Λόγω δε της ερημοδικίας του δεύτερου εναγόμενου οι περιεχόμενοι στην υπό κρίση αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί των εναγουσών ως προς αυτόν, τεκμαίρονται ομολογημένοι και αποδεικνυόμενοι πλήρως. Επομένως, η υπό κρίση αγωγή, καθόσον αφορά το αιτούμενο κονδύλιο αποζημίωσης ύψους 96.740 ευρώ ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, ο οποίος τελεί σε σχέση απλής ομοδικίας με την πρώτη εναγόμενη τραπεζική εταιρία (Α.Π. 20/2022, 980/2014 δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος») πρέπει να γίνει δεκτή και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

IX. Περαιτέρω, από όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα με επίκληση από τους διαδίκους έγγραφα, είτε αυτά συνιστούν αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε χρησιμεύουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις νομίμως προσκομιζόμενες με επίκληση από τις ενάγουσες με αριθμ. …./2-2-2021,…./2- 2-2021 και …../2-2-2021 ένορκες βεβαιώσεις που συντάχθηκαν ενώπιον του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας Αττικής, …………. και λήφθηκαν ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της πρώτης εναγομένης (βλ. ……../26-1-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …………), από τις προσκομιζόμενες με επίκληση από την πρώτη εναγομένη, με αριθμ. ………/3- 2-2021 και ………/3-2-2021 ένορκες βεβαιώσεις που συντάχθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….. και λήφθηκαν ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγουσών (βλ. τις με αριθμ. ……./29- 1-2021 και ………./29-1-2021 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………..), από την από 3-2-2021 έκθεση ευρημάτων του ορκωτού ελεγκτή λογιστή …………. που συντάχθηκε με επιμέλεια των εναγουσών στο πλαίσιο της ανοιγείσας δίκης και αποτελεί γνωμοδότηση, κατ’ άρθρο 390 του ΚΠολΔ που εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο, από την παραδεκτώς και νομίμως με επίκληση με την προσθήκη των προτάσεων της πρώτης εναγομένης προς αντίκρουση των περιεχομένων στις προτάσεις των εναγουσών ισχυρισμών, με αριθμ. ………./3-3-2021 ένορκη βεβαίωση που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………….. ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγουσών, και από τις περιεχόμενες στους ισχυρισμούς των διαδίκων ομολογίες τους όπως συνάγονται από τις προτάσεις τους (άρθρο 352 παρ.1 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο δεύτερος εναγόμενος υπήρξε υπάλληλος της πρώτης εναγομένης τραπεζικής εταιρίας στο με αριθμ. …….. κατάστημα στη …………. και εργαζόταν ως υπεύθυνος πελατείας Ιδιωτών-Gold έως τις 30-12-2015, οπότε και καταγγέλθηκε η οικεία σύμβαση εργασίας με την πρώτη εναγομένη, ενόψει του ότι όπως διαπιστώθηκε επί σειρά ετών, εκμεταλλευόμενος την ως άνω θέση του και κατά κατάχρηση αυτής, διέπραττε παράνομες ενέργειες αναφορικά με τίτλους επενδυτικών προϊόντων και λογαριασμούς πελατών. Εξ αυτού δε, του λόγου σε βάρος του δεύτερου εναγομένου υποβλήθηκε στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιώς, σε βάρος του η με αριθμ. ΑΒΜ ………. μήνυση εκ μέρους της πρώτης εναγομένης Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τόσον οι γονείς των εναγουσών, ………….. που αποβίωσαν στις 23-9-2013 και 28-3-2018 αντίστοιχα, όσο και οι ενάγουσες διατηρούσαν τραπεζικούς λογαριασμούς (ατομικούς και κοινούς) στην πρώτη εναγομένη, ήτοι, μεταξύ άλλων τραπεζικών λογαριασμών, τον υπ’ αριθμ. ………….. κοινό τραπεζικό λογαριασμού (ALPHA Προνομιακό) ως λογαριασμό τραπεζικής εξυπηρέτησης της σύμβασης επενδυτικών υπηρεσιών με αριθμ. ….. συνδικαιούχους τις ενάγουσες και τη……………….., καθώς επίσης και τον υπ αριθμ. ………… κοινό τραπεζικό λογαριασμό (Alpha Προνομιακό) με συνδικαιούχους τις ενάγουσες και τον ……………….. ………………… Τόσον οι ενάγουσες, όσο και η αποβιώσασα στις 28-3-2018 μητέρα τους, υπέβαλαν στην πρώτη εναγομένη την από 1-12-2015 καταγγελία με την οποία αμφισβήτησαν εγγράφως 49 συναλλαγές αναλήψεων και μεταφορών, ποσού 205.387,93 ευρώ, μία ανάληψη ποσού 2.600 USD, μία κατάθεση ποσού 20.000 ευρώ και 102 συμψηφιστικές συναλλαγές μεταφορών διαφόρων ποσών μεταξύ των λογαριασμών τους. Συγκεκριμένα, η ανωτέρω καταγγελία αφορούσε, μεταξύ άλλων, τον με αριθμ. …………… λογαριασμό καθώς η ………. αμφισβήτησε τις παρακάτω αναλήψεις με τις ακόλουθες αναφερόμενες ημερομηνίες και ποσά: Στις 12-7-2013 ανάληψη ποσού 5.000 ευρώ, στις 7-10-2013 ανάληψη ποσού 15.000 ευρώ, στις 25-10-2013 ανάληψη ποσού 3.000 ευρώ, στις 20-11-2013, ανάληψη ποσού 1.500 ευρώ, στις 30-1 – 2014 ανάληψη ποσού 7.560 ευρώ, στις 1-4-2014 ανάληψη ποσού 350 ευρώ, στις 17-6-2014 ανάληψη ποσού 3.000 ευρώ, στις 12-8-2014 ανάληψη ποσού 5.300 ευρώ, στις 21-10-2014 ανάληψη ποσού 1.500 ευρώ και στις 20-1-2015 ανάληψη ποσού 9.000 ευρώ. Εκ των ανωτέρω αμφισβητούμενων με την καταγγελία αναλήψεων επίδικες είναι αυτές με ημερομηνίες 7-10-2013 ποσού 15.000 ευρώ, 25-10-2013 ποσού 3.000 ευρώ, 20-11-2013, ποσού 1.500 ευρώ, 21-10-2014 ποσού 1.500 ευρώ, 20-1-2015 ποσού 9.000 ευρώ, ενώ με τη αγωγή ως αμφισβητούμενες αναφέρονται και οι αναλήψεις με ημερομηνία 14-8-2015 ποσού 420 ευρώ και 14-8-2015 ποσού 420 ευρώ (οι εν λόγω δύο αναλήψεις ποσού 420 ευρώ δεν περιλαμβάνονταν κατά το χρόνο εκείνο στις αμφισβητούμενες σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο σημείωμα ελέγχου). Το πόρισμα του ελέγχου, σύμφωνα με το από 20-12-2016 σημείωμα του Επιθεωρητή …………, κατέληξε για τις εν λόγω επίδικες αναλήψεις στα παρακάτω συμπεράσματα, όπως εκτίθενται οι αναλήψεις κατά ημερομηνίες ποσά, θέσεις εργασίας υπαλλήλων, λαμβανομένου υπόψη και του πορίσματος της από 27-10-2016 γραφολογικής εξέτασης (για τις ανάγκες του εν λόγω ελέγχου έλαβε χώρα με εντολή της πρώτης εναγομένης γραφολογική εξέταση από την ειδική δικαστική γραφολόγο, ………….): Η από 7-10-2013 ανάληψη ποσού 15.000 ευρώ, από τη θέση εργασίας …………. έχει τεθεί από άγνωστο πρόσωπο, η από 25-10-2013 ανάληψη, ποσού 3.000 ευρώ από τη θέση εργασίας ………… έχει τεθεί από άγνωστο πρόσωπο, η από 20-11-2013 ανάληψη, ποσού 1.500 ευρώ, από τη θέση εργασίας ……. έχει τεθεί από άγνωστο πρόσωπο, η από 21-10-2014 ανάληψη ποσού 1.500 ευρώ, από τη θέση εργασίας …………. έχει τεθεί από άγνωστο πρόσωπο και η από 20-1-2015 ανάληψη ποσού 9.000 ευρώ, από τη θέση εργασίας ………. έχει τεθεί από τη ………………. Επίσης, όσον αφορά τις γενόμενες στις 14-8-2015 δύο αναλήψεις ποσού 420 ευρώ η καθεμιά, σύμφωνα με το από 5-6-2018 σημείωμα ελέγχου του …………., αφορούσαν και αυτές ιδιοποιηθέντα, από τον δεύτερο εναγόμενο, ποσά καθότι έλαβαν χώρα χωρίς υπογεγραμμένα παραστατικά. Επομένως, βάσει των ανωτέρω, ο δεύτερος εναγόμενος, όσον αφορά τις επίδικες και υπό διερεύνηση αναλήψεις εκ του με αριθμ. ………… λογαριασμού παράνομα ιδιοποιήθηκε συνολικά το ποσό των 21.840 ευρώ (15.000+3.000+ 1.500+1.500+420+420). Αντίθετα δεν αποδείχθηκε η παράνομη ιδιοποίηση ποσού 9.000 ευρώ που οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι έλαβε χώρα με την από 20-1-2015 ανάληψη (αριθμ. συναλλαγής ……..) ενόψει του ότι το παραστατικό σύμφωνα με το ανωτέρω πόρισμα έχει υπογράφει από τη……………….. απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού κονδυλίου. Περαιτέρω, όσον αφορά τον με αριθμ. …………. τραπεζικό λογαριασμό από τις επίδικες αναλήψεις, το πόρισμα του από 5-6-2018 σημειώματος ελέγχου (και σύμφωνα με το από 24-5-2018 ενημερωτικό σημείωμα της δικαστικής γραφολόγου, …………., βλ. πίνακα με αριθμ. 10) αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Η από 22-2-2012 ανάληψη ποσού 10.000 ευρώ από τη θέση εργασίας της ……….. (αριθμ. συναλλαγής …………..) έγινε με παραστατικό που φέρει υπογραφή πελάτη τεθείσα από τρίτο πρόσωπο, η από 5-3-2012 ανάληψη ποσού 5.000 ευρώ από τη θέση εργασίας της ………….., (αριθμός συναλλαγής …………..) έγινε με παραστατικό που φέρει την υπογραφή πελάτη τεθείσα από τρίτο πρόσωπο, η από 6-3-2012 ανάληψη ποσού 5.000 ευρώ από τη θέση εργασίας της ……… (αριθ. συναλλαγής ………………) έγινε με παραστατικό που φέρει υπογραφή πελάτη που έχει τεθεί από τρίτο πρόσωπο, η από 13-3-2012 ανάληψη ποσού 3.000 ευρώ από τη θέσης εργασίας της ……….. (αριθ. συναλλαγής …………..) έγινε με παραστατικό που φέρει υπογραφή πελάτη και έχει τεθεί από τρίτο πρόσωπο, η από 23-3-2012 ανάληψη ποσού 5.000 ευρώ από τη θέση εργασίας της ……… (αριθμ. συναλλαγής …………….) έγινε με παραστατικό που φέρει υπογραφή πελάτη που έχει τεθεί από τρίτο πρόσωπο, η από 28-3-2012 ανάληψη ποσού 5.000 ευρώ από τη θέση εργασίας της ……… (αριθμ. συναλλαγής ……) έγινε με παραστατικό που φέρει υπογραφή πελάτη που έχει τεθεί από τρίτο πρόσωπο, η από 3-4-2012 ανάληψη ποσού 3.000 ευρώ από τη θέση εργασίας της ……… (αριθμ. συναλλαγής ……), έγινε με παραστατικό που φέρει υπογραφή πελάτη πλην όμως έχει τεθεί από τρίτο πρόσωπο, η από 10-4-2012 ανάληψη ποσού 11.000 ευρώ από τη θέση εργασίας της ………. (αριθμ. συναλλαγής ……………) έγινε με παραστατικό που φέρει υπογραφή πελάτη πλην όμως έχει τεθεί από τρίτο πρόσωπο, η από 18-4-2012 ανάληψη ποσού 1.500 ευρώ από τα θέση εργασίας ……. (αριθμ. συναλλαγής …………..) έγινε με παραστατικό που φέρει υπογραφή πελάτη τεθείσα από τρίτο πρόσωπο, η από 18-5-2012 ανάληψη ποσού 2.500 ευρώ από τη         θέση eργασίας του     …………….. (αριθμ. συναλλαγής ………..) έγινε με παραστατικό που φέρει υπογραφή πελάτη που έχει τεθεί από τρίτο πρόσωπο. Ως εκ τούτου το συνολικά υπεξαιρεθέν ποσό από τον εν λόγω λογαριασμό ανέρχεται στο ποσό των 51.000 ευρώ (10.000+ 5.000+ 5.000+ 3.000+ 5.000+ 5.000+ 3.000+ 11.000+ 1.500+ 2.500). Αντίθετα, οι αναλήψεις που έγιναν την 1 η-6-2012 ποσού 1.900 ευρώ (αριθμ. συναλλαγής ……….), στις 5-6-2012 ποσού 2.000 ευρώ (αριθμός συναλλαγής ………), στις 20-8-2012 ποσού 6.000 ευρώ (αριθμός συναλλαγής ……………) και στις 24-9-2012 ποσού 5.000 ευρώ (αριθμός συναλλαγής ,……..) σύμφωνα με το πόρισμα του ενημερωτικού σημειώματος και το ανωτέρω πόρισμα της γραφολογικής εξέτασης δεν αποδείχθηκε ότι αφορούν παρανόμως ιδιοποιηθέντα ποσά, καθότι ως προς την από 1-6-2012 ανάληψη αυτή έγινε με παραστατικό που φέρει υπογραφή της ………., ως προς την από 5-6-2012 ανάληψη έγινε με παραστατικό που φέρει υπογραφή «…………………………» και έχει τεθεί από τη …………., ως προς την από 20-8-2012 ανάληψη με παραστατικό που έχει υπογραφή τεθείσα από την πρώτη ενάγουσα και όσον αφορά την από 24-9-2012 ανάληψη με παραστατικό που φέρει την υπογραφή του ………………..  και ως εκ τούτου τα εν λόγω αιτούμενα επιμέρους κονδύλια πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Τα ανωτέρω πορίσματα επιβεβαίωσε και ο συντάξας αυτό ……….., σύμφωνα με το περιεχόμενο της με αριθμ. ………./3-2-2021 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …………… Αντίθετα, οι ενάγουσες δεν προσκόμισαν οποιοδήποτε μέσο από το οποίο να αποδεικνύονται τα όσα αντιθέτως υποστηρίζονται με την κρινόμενη αγωγή που να ανατρέπουν τα πορίσματα τόσο των σχετικών σημειωμάτων ελέγχου της πρώτης εναγομένης ως προς τα κριθέντα ως ουσιαστικά αβάσιμα κονδύλια κατά τα ανωτέρω, όσον και τα πορίσματα των γενόμενων γραφολογικών εξετάσεων. Και τούτο διότι στην από 3-2-2021 έκθεση ευρημάτων του Ορκωτού Ελεγκτή ……….. ως προς τον με αριθμ. …………. λογαριασμό αναφέρεται γενικώς, ότι αναζητούνται ποσά αναλήψεων ύψους 30.840 ευρώ με αποδείξεις, χωρίς ή με «ερευνητέα υπογραφή» (πού όμως εν προκειμένω, ως προς το κριθέν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο επιμέρους κονδύλιο ύψους 9.000 ευρώ σύμφωνα με τα ανωτέρω, εξήχθη το πόρισμα ότι η υπογραφή στο οικείο παραστατικό διαπιστώθηκε να είναι της ……………..), ενώ ως προς τα ποσά του με αριθμ. ………. λογαριασμού στην ίδια έκθεση ότι αναζητείται το συνολικό ποσό των 49.900 ευρώ που αναφέρεται απλώς ως αναλήψεις με παραστατικά με «στασιαζόμενη υπογραφή» (που όμως, κατά τα ανωτέρω, τα παραστατικά που αφορούσαν τις αναλήψεις με ημερομηνίες 1-6-2012, 5-6-2012, 20-8-2012 και 24- 9-2012 κρίθηκαν ότι έφεραν τις υπογραφές τεθείσες από τη ………… και το……………….. και την πρώτη ενάγουσα, σύμφωνα με τα ειδικότερα προεκτιθέμενα) κατά το ποσό των 6.000 ευρώ ως αναληφθέντα ποσά χωρίς παραστατικά και δεν αναφέρονται παραστατικά στα extrait (πλην όμως σύμφωνα με το πόρισμα του γενόμενου ελέγχου της πρώτης εναγομένης, όπως ως άνω εκτίθεται το παραστατικό της 20-8-2012 έφερε υπογραφή της πρώτης ενάγουσας). Στις προσκομιζόμενες δε, με επίκληση από τις ενάγουσας ένορκες βεβαιώσεις δεν αναφέρεται ο,τιδήποτε σχετικά με τα επίδικα χρηματικά ποσά που υπεξαιρέθηκαν από τους τραπεζικούς λογαριασμούς. Κατά συνέπεια, κατά τα ανωτέρω, για το ποσό των 72.840 (21.840+51.000) ευρώ ως ζημία ευθύνεται εις ολόκληρον και η πρώτη εναγομένη με τον δεύτερο εναγόμενο, όπως ανωτέρω αναφέρεται, ως έχουσα αντικειμενική ευθύνη (άρθρα 334, 922 και 926 του Α.Κ.), ενόψει του ότι η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δεύτερου εναγομένου εκδηλώθηκε επ’ ευκαιρία αλλά και κατά κατάχρηση της ανατεθείσας σε αυτόν υπηρεσίας, παρά τις οδηγίες τις πρώτης εναγομένης για την πραγματοποίηση συναλλαγών μόνο κατ’εντολή κάθε πελάτη και δια της αυτοπρόσωπης παρουσίας του, ενώ μεταξύ της ζημιογόνας συμπεριφοράς του προστηθέντος και της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί υπήρχε εσωτερική συνάφεια, αφού η αδικοπρακτική του συμπεριφορά δε θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση αυτού στη συγκεκριμένη θέση του υπεύθυνου πελατείας Ιδιωτών- Gold. Σημειώνεται δε, ότι το αίτημα των εναγουσών, το οποίο παραδεκτώς επαναφέρεται με τις κατατεθείσες στο παρόν Δικαστήριο προτάσεις περί προσκόμισης εκ μέρους της πρώτης εναγομένης συμβάσεων ανοίγματος των αναφερόμενων τραπεζικών λογαριασμών πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο αφενός μεν λόγω αοριστίας, καθότι δεν εκτίθεται ότι η πρώτη εναγομένη κατέχει τα εν λόγω έγγραφα, αφετέρου δε, λόγω του ότι δεν αναφέρεται ο λόγος που ζητείται η προσκόμισή των εγγράφων αυτών ώστε να κριθεί η ύπαρξη ή μη, εννόμου συμφέροντος προς τούτο (ΕφΑΘ 1596/2021 δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος»). Επίσης, ενόψει: α) Του τεκμηρίου ομολογίας που ισχύει ως προς τον δεύτερο ερημοδικαζόμενο εναγόμενο, β) της ομολογίας της πρώτης εναγομένης τόσον ως την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δεύτερου εναγομένου προστηθέντα αυτής, όσο και ως προς την πρόκληση ζημίας κατά σημαντικό μέρος των αιτούμενων επίδικων κονδυλίων (καθόσον αυτά ερευνώνται από το παρόν Δικαστήριο μετά τη μερική εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης) όπως ως άνω εκτίθεται και γ) των προσκομιζόμενων από την πρώτη εναγομένη πορισμάτων στηριζομένων στις προαναφερόμενες γραφολογικές εκθέσεις, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι δεν απαιτείται η διενέργεια τόσον γραφολογικής, όσο και οικονομολογικής πραγματογνωμοσύνης, απορριπτομένου ως κατ’ ουσίαν βάσιμου του σχετικού αιτήματος των εναγουσών. Περαιτέρω, από την σε βάρος τους τελεσθείσα αδικοπραξία και συνεπεία αυτής, την απώλεια σημαντικού μέρους περιουσίας τους, οι ενάγουσες ταλαιπωρήθηκαν ψυχικά σε μεγάλο βαθμό, καθότι αυτές βίωσαν συναισθήματα πίεσης και ταλαιπωρίας αφού περιήλθαν αιφνίδια σε δυσχερή οικονομική κατάσταση και ως εκ τούτου υπέστησαν ηθική βλάβη. Ως εκ τούτου οι ενάγουσες δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση, η οποία, αφού ληφθούν υπόψη οι συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, ο βαθμός πταίσματος του δεύτερου εναγομένου, το είδος και οι συνέπειες της προσβολής, καθώς και η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, πρέπει να οριστεί στο εύλογο, κατ’ την κρίση του Δικαστηρίου, ποσό των 5.000 ευρώ για καθεμία από τις ενάγουσες με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση. Επομένως, βάσει των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή καθόσον κρατήθηκε και δικάστηκε από το παρόν Δικαστήριο πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και πρέπει να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν αφενός μεν, εις ολόκληρον ο καθένας, στις ενάγουσες εις ολόκληρον σε καθεμιά, ως αποζημίωση το ποσό των 72.840 με το νόμιμο τόκο —για την πρώτη εναγόμενη- από τις 28-2-2018 οπότε και της επιδόθηκε η από 16-2-2018 εξώδικη πρόσκληση-δήλωση, για τον δεύτερο εναγόμενο από την επίδοση της αγωγής και την πλήρη εξόφληση (ενόψει του ότι δεν αποδείχθηκε η προς αυτόν επίδοση της ως άνω εξώδικης όχλησης) μέχρι και την πλήρη εξόφληση αφετέρου δε, σε καθεμιά εκ των εναγουσών ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 5.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση, ο δε, δεύτερος εναγόμενος πρέπει να υποχρεωθεί καταβάλει εις ολόκληρον στις ενάγουσες ως αποζημίωση (πλέον του ανωτέρω ποσού των 72.840 ευρώ για το οποίο ευθύνεται εις ολόκληρον με την πρώτη εναγομένη) το ποσό των 23.900 ευρώ (96.740 ευρώ-72.840 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και την πλήρη εξόφληση. Τέλος, ενόψει του ύψους της απαίτησης των εναγουσών, τη βαρύτητα και τις συνέπειες της πράξης του δεύτερου εναγομένου, τον βαθμό της υπαιτιότητας του τελευταίου και τις ανωτέρω περιστάσεις υπό τις οποίες εκδηλώθηκε η αδικοπρακτική του συμπεριφορά (Α.Π. 1072/2022, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος»), κρίνεται ότι πρέπει να απαγγελθεί σε βάρος του δεύτερου εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας έξι μηνών ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της παρούσας απόφασης. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στις εκκαλούσες του εκ μέρους τους καταβληθέντος ηλεκτρονικού παράβολου με αριθμ. …………., ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ, λόγω του ότι η έφεση έγινε εν μέρει δεκτή. Μέρος των δικαστικών εξόδων των εκκαλουσών-εναγουσών και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν στους εφεσιβλήτους-εναγομένους λόγω του ότι η έφεση έγινε εν μέρει δεκτή (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, για την περίπτωση άσκησης από τον δεύτερο εφεσίβλητο-εναγόμενο ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης, πρέπει να οριστεί το προκαταβλητέο παράβολο (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας ερήμην του δεύτερου εφεσιβλήτου-εναγομένου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων τη με αριθ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2022 έφεση.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ για τον ερημοδικαζόμενο δεύτερο εφεσίβλητο.

Δέχεται τυπικά και εν μέρει ουσιαστικά την έφεση.

Εξαφανίζει εν μέρει τη με αριθμ. 800/2022 οριστική απόφαση τακτικής διαδικασίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και δη, ως προς μέρος του αιτούμενου ποσού της αποζημίωσης ύψους 96.740 ευρώ, αλλά και της αιτηθείσας χρηματικής ικανοποίησης

Κρατεί και δικάζει τη με αρ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2020 αγωγή κατά τα ανωτέρω κονδύλια.

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει τους εναγόμενους να καταβάλουν: α) Αφενός μεν, εις ολόκληρον ο καθένας, στις ενάγουσες εις ολόκληρον στην καθεμία, ως αποζημίωση το ποσό των εβδομήντα δύο χιλιάδων οκτακόσιων σαράντα (72.840,00) ευρώ με το νόμιμο τόκο -για την πρώτη εναγομένη- από τις 28-2-2018 έως την πλήρη εξόφληση, για δε, τον δεύτερο εναγόμενο από την επίδοση της αγωγής και την πλήρη εξόφληση β) αφετέρου δε, σε καθεμιά εκ των εναγουσών ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000,00) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση.

Υποχρεώνει τον δεύτερο εναγόμενο να καταβάλει στις ενάγουσες εις ολόκληρον στην καθεμία ως αποζημίωση (πλέον του ανωτέρω ποσού των 72.840 ευρώ για το οποίο αυτός ενέχεται εις ολόκληρον με την πρώτη εναγομένη) το ποσό των είκοσι τριών χιλιάδων εννιακοσίων (23.900,00) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση.

Απαγγέλει σε βάρος του δεύτερου εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας έξι (6) μηνών ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της παρούσας απόφασης.

Διατάσσει την απόδοση στις εκκαλούσες του, εκ μέρους τους, καταβληθέντος με αριθμ. ……………… ηλεκτρονικού παράβολου, ποσού εκατό πενήντα (150,00) ευρώ και

Καταδικάζει τους εφεσιβλήτους-εναγομένους σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εκκαλουσών-εναγουσών και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει συνολικά στο ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 17 Οκτωβρίου 2023 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων στον Πειραιά στις 29-2-2024, με διαφορετική σύνθεση αποτελούμενη από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Σταυρούλα Λιακέα Εφέτη και Ιωάννη Μάμαλη Εφέτη, λόγω μετάθεσης και αναχώρησης της Εφέτου Μαρίας Τσιάλτα.

O ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ