Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 118/2024

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αριθμός Απόφασης  118/2024

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ιωάννη Αποστολόπουλο, Πρόεδρο Εφετών, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 41/2023 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Σοφία Καλούδη Εφέτη, Φωτεινή Μάμαλη Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στον Πειραιά την …………. για να δικάσει την κάτωθι αναφερόμενη υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, που φέρει Α.Φ.Μ …….. και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικεί στην Αθήνα, οδός ……….., το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Δικαστική Πληρεξουσία Ν.Σ.Κ Μυρσίνη Δεληγιαννίδου.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ο Ιερός Ναός …………… που φέρει Α.Φ.Μ ……… και εδρεύει στη …….. Αττικής, οδός …………., όπως εκπροσωπείται νόμιμα από το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Ραπτάκη.

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 8.11.2021 (αριθ. καταθ. ………./8.11.2021) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3816/2022 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου (Τακτική Διαδικασία), που δέχθηκε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το Εναγόμενο και ήδη Εκκαλούν με την από 26.1.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/26.1.2023) έφεση του, αντίγραφο της εφέσεως αυτής κατατέθηκε στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./8.2.2023), οπότε ορίσθηκε δικάσιμος η 1.6.2023 και γράφτηκε στο πινάκιο.

Η έφεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, εφόσον έλαβαν διαδοχικά το λόγο από τον Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 26.1.2023 (αριθ. καταθ. ………../26.1.2023) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3816/2022 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει η άσκηση της υπό κρίση έφεσης εντός τριάντα ημερών (αριθ. καταθ. ……../26.1.2023) από την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης που περάτωσε τη δίκη  [(βλ.την από 3/1/2023 επισημείωση επί του αντιγράφου αυτής), άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 , 518 παρ. 1, Κ.Πολ.Δ)], αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25.7.2011). Πρέπει, επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 Κ.Πολ.Δ) κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής, δεν απαιτείται από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, η κατάθεση παραβόλου, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ (όπως η διάταξη προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 Ν. 4055/2012, έναρξη ισχύος την 2.4.2012), αφού το Δημόσιο απαλλάσσεται από την προκαταβολή παραβόλου (βλ.Μαργαρίτης, ΕρμΚ.Πολ.Δ, Τόμος Α΄, άρθ. 495 αρ. 17, σελ. 849).

Στην από 8.11.2021 (αριθ. καταθ. ………./2021) αγωγή του ο Ιερός Ναός …………, εκπροσωπούμενος νόμιμα από το Εκκλησιαστικό του Συμβούλιο, που απηύθυνε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ιστορούσε ότι τυγχάνει πλήρης και αποκλειστικός κύριος κατά ποσοστό 100% του επαρκώς περιγραφόμενου ακινήτου επιφανείας μ.τ 741,76 μετά των επί αυτού κτισμάτων, ήτοι Ιερού Ναού, τριώροφου Πνευματικού Κέντρου, παρεκκλήσι του ………….., αίθουσα συγκεντρώσεων κλπ, που βρίσκεται επί της διασταυρώσεως των οδών ……….. επί της οποίας φέρει τον αριθμό …….., …………. και ……….., εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Δραπετσώνας-Κερατσινίου, το οποίο απέκτησε με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας καθώς νέμεται αυτό συνεχώς από το έτος 1923 καλόπιστα, αδιατάρακτα με την ειλικρινή πεποίθηση ότι έχει αποκτήσει την κυριότητα, νομή και κατοχή χωρίς να προσβάλει το δικαίωμα κυριότητας, νομής και κατοχής τρίτων και ιδιαιτέρως του Ελληνικού Δημοσίου, ασκώντας τις ειδικότερα αναφερόμενες πράξεις νομής, δηλωτικές εξουσιάσεως αυτού, κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα σε αυτή (αγωγή). Ότι μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της κτηματογράφησης της περιοχής της Δραπετσώνας, το επίδικο γεωτεμάχιο έχει λάβει για τμήμα επιφανείας 590,76 τ.μ ΚΑΕΚ ………….. και για τμήμα επιφανείας 151 τ.μ ΚΑΕΚ ………………. και είναι καταχωρημένο στα οικεία κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς εσφαλμένα ως «αγνώστου ιδιοκτήτη». Με βάση το ιστορικό αυτό επικαλούμενος ότι η πρώτη εγγραφή είναι ανακριβής και προσβάλλει τα εμπράγματα δικαιώματά του επί αυτού, ζήτησε, να αναγνωρισθεί η κυριότητά του κατά ποσοστό 100% επί του επιδίκου οικοπέδου μετά των επί αυτού κτισμάτων, να διορθωθεί η αρχική εγγραφή στα κτηματολογικά  βιβλία, ώστε να καταχωριστεί ο ίδιος ως αποκλειστικός κύριος του επιδίκου ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο κτήσεως της κυριότητας, δηλαδή την έκτακτη χρησικτησία, και να διαταχθεί η διόρθωση των γεωμετρικών στοιχείων του ακινήτου, ώστε να εμφανίζεται ως ενιαίο ακίνητο με ένα και μοναδικό ΚΑΕΚ. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε ότι η άνω αγωγή ασκήθηκε παραδεκτά και εμπρόθεσμα, ότι τηρήθηκε η απαιτούμενη προδικασία και ότι είναι ορισμένη και νόμιμη, ως στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων, ν.8 παρ. 1 Κωδ (7.39), ν.6 Πανδ. (44.3), ν.76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν.7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) και 51 ΕισΝΑΚ, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 1045 του ΑΚ, 70, 176, 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, 6 παρ. 2 και 3στ. του Ν. 2664/1998, δέχτηκε αυτή (αγωγή) ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και αναγνώρισε ότι ο ενάγων είναι αποκλειστικά κύριος του επιδίκου οικοπέδου επιφανείας μ.τ 741,76, διέταξε την διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, ώστε να καταχωριστεί ο ενάγων αποκλειστικά κύριος, δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας, και διέταξε την διόρθωση των γεωμετρικών στοιχείων του ακινήτου ώστε τα γεωτεμάχια με ΚΑΕΚ …………….. και ……………….. να συνενωθούν και να αποτυπωθούν ενιαίως ως ένα αυτοτελές γεωτεμάχιο, με την απόδοση ενός ενιαίου ΚΑΕΚ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο με την υπό κρίση έφεσή του για τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η ως άνω  αγωγή.

Ι)Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 8, 11, 12, 15, 21 και 23 παρ. 4 του β.δ 330/1960 “περί Κωδικοποιήσεως της περί αποκαταστάσεως των αστών προσφύγων νομοθεσίας…….” συνάγεται ότι επί αστικής αποκαταστάσεως προσφύγων, που έγιναν υπό την ισχύ του β.δ τούτου, ο αρχηγός οικογένειας, προς τον οποίο παραχωρείται, με οριστικό παραχωρητήριο, ακάλυπτο οικόπεδο για αυτοστέγασή του, με την ανέγερση σε αυτό οικοδομής, αποκτά πλήρες και απεριόριστο δικαίωμα κυριότητας και νομής στο παραχωρούμενο σε αυτόν οικόπεδο από της αποπληρωμής του τιμήματος και της ανεγέρσεως σε αυτό πλήρους οικοδομής, ενώ πριν από την αποπληρωμή του τιμήματος και την ανέγερση της οικοδομής, ενόψει των τασσομένων με το άρθρο 21 του πιο πάνω β.δ/τος στους δικαιούχους πρόσφυγες απαγορεύσεων της μεταβιβάσεως σε τρίτους των παραχωρούμενων ακινήτων, το παραχωρηθέν οικόπεδο εξακολουθεί να ανήκει στην κυριότητα και νομή του Δημοσίου και τρίτος ή  πρόσφυγας ή ο κληρονόμος αυτού δεν μπορούν να χρησιδεσπόσουν τούτου (ΑΠ 417/2009). Εξάλλου, τόσο η διάταξη του άρθρου 1054 ΑΚ όσο και οι διατάξεις ειδικών νόμων, όπως οι ανωτέρω, που προβλέπουν ότι ορισμένα πράγματα είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας (τακτικής και έκτακτης), θεσπίζουν εξαίρεση και, συνεπώς, ο σχετικός ισχυρισμός συνιστά ένσταση του αντιδίκου του επικαλουμένου κτήση κυριότητας δια χρησικτησίας (ΑΠ 977/2007, ΑΠ 397/2010 ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ)Ο διαφορετικός χρόνος και  τρόπος προσάρτησης των εδαφών που κατείχε η Οθωμανική Αυτοκρατορία στο νεοσυσταθέν ελληνικό κράτος καθιστά επιτακτική την ανάλυση ανά περιοχή της νομικής βάσης περιέλευσης στο Ελληνικό Δημόσιο των «εθνικών γαιών», όπως ειδικότερα καλείται η ελληνική γη που είχε κατακτηθεί από τον Σουλτάνο και ανήκε κυρίως σε αυτόν ή στην περίπτωση των γαιών ελεύθερης ιδιοκτησίας στους Οθωμανούς που είχαν εγκατασταθεί κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας στην υποδουλωμένη Ελλάδα. Σύμφωνα δε με το οθωμανικό δίκαιο και συγκεκριμένα σύμφωνα με τα άρθρα 1-3 του σημαντικότερου οθωμανικού νόμου περί του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των γαιών, ήτοι του Οθωμανικού Νόμου «Περί γαιών» της 7 Ραμαζάν 1274 (1858), οι γαίες διακρίνονταν σε: (βλ. για την έννοια των εθνικών γαιών, εθνικών θεσσαλικών γαιών και γαιών Νέων Χωρών Ζαβακλή Χρ.ό.π υποσημ. 31, σελ. 271.32α) γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), (οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες), την κυριότητα των οποίων είχε αυτός που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέτει ελεύθερα με άτυπη συμφωνία μεταβίβασης, β)δημόσιες γαίες (μιριγιέ), (καλλιεργήσιμα χωράφια, βοσκοτόπια, δάση) ,η κυριότητα των οποίων ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσιάσης (τεσσαρούφ), γ)αφιερωμένες γαίες (βακούφια), η χρήση και εκμετάλλευση των οποίων γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, δ)εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες (μετρουκιέ) (δημόσιοι δρόμοι, πλατείες), οι οποίες ήταν προορισμένες για την κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και ε)νεκρές γαίες (μεβάτ) (βουνά, ορεινά και πετρώδη μέρη, αδέσποτα δάση), οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Δημόσιο. Από τα ανωτέρω ρητώς προκύπτει ότι στο Οθωμανικό Κράτος όλη η γη, πλην των γαιών καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), οι οποίες ανήκαν σε ιδιώτες, περιερχόταν, κατά το κοράνιο και το ιερό μουσουλμανικό δίκαιο, στην κυριότητα του κυρίαρχου Σουλτάνου, ως εκπροσώπου του τουρκικού δημοσίου και θεωρείτο επομένως, δημόσια. Ως «Παλαιό Βασίλειο» προσδιορίζονται τα εδάφη εκείνα που συγκρότησαν την αρχική εδαφική επικράτεια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και είναι συγκεκριμένα η Πελοπόννησος, η Στερεά Ελλάδα, η Εύβοια, η Φθιώτιδα, οι Κυκλάδες και οι Νήσοι του Σαρωνικού. Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21-1/3-2-1830 «περί ανεξαρτησίας της Ελλάδας» και τα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16-6-1830 και της 19-6/1-7-1830, με τα οποία κυρώθηκε η ανεξαρτησία της Ελλάδος και ρυθμίσθηκαν οι σχέσεις του Ελληνικού Δημοσίου με τις άλλοτε ιδιοκτησίες των Οθωμανών στην Ελλάδα, ορίσθηκε, σε συνδυασμό με την από 9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως «Περί διαρρυθμίσεως των Ελληνικών συνόρων», ότι το Ελληνικό Δημόσιο αποκτά την κυριότητα των κτημάτων των Οθωμανών, τα οποία είχε καταλάβει κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα (έως τις 3.2.1830) και είχε δημεύσει κατά τη διάρκεια του πολέμου, καθώς και εκείνων τα οποία, κατά το χρόνο (Ελευθεριάδου Γνωμοδοτήσεις έκδ. Εθν.Τυπογραφείου 1915, 1. Καραγιάννης στο ΝοΒ 26.1133) υπογραφής των Πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους άλλοτε κυρίους τους Οθωμανούς, που είχαν αποχωρήσει και δεν εξουσιάζονταν πλέον από αυτούς, χωρίς παράλληλα να έχουν καταληφθεί από τρίτους μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου της 21.6/3.7.1837 «Περί διακρίσεως δημόσιων κτημάτων», περιεχόμενα, κατά το άρθρο 16 του νόμου αυτού, στην κυριότητα του Δημοσίου ως  αδέσποτα. Από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21-1/3-2-1830 και της 19-6/1-8-1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και του άρθρου 16 του νόμου της 21-6/10-7-1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», προκύπτει ότι στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου περιήλθαν εκείνα τα ακίνητα που βρίσκονταν εντός της ζώνης που μέχρι την 3-2-1830 είχε καταλάβει με τις στρατιωτικές του δυνάμεις και ανήκαν είτε στο Οθωμανικό Δημόσιο είτε σε Οθωμανούς ιδιώτες, καθώς και όσα εγκαταλείφθηκαν από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους και κατέστησαν αδέσποτα. Η κτήση των ακινήτων αυτών έγινε δια δημεύσεως «πολεμικώ δικαιώματι» και ειδικότερα με τις ρυθμίσεις αυτές το Ελληνικό Δημόσιο δεν κλήθηκε ως καθολικός διάδοχος των Οθωμανών, αλλά διαδέχθηκε το Τουρκικό Δημόσιο in globo με τη γενόμενη δήμευση «δικαιώματι πολέμω» ως ειδικού τίτλου, στο δικαίωμα κυριότητας των κτημάτων, τα οποία κατείχοντο μόνο από τους Οθωμανούς κατά την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως και ή κατέλαβε διαρκούντος του πολέμου, ή ως εγκαταλελειμμένα από τους πρώην κυρίους τους, δεν κατείχοντο πλέον από αυτούς (βλ. ΑΠ 222/2017, ΤΝΠ ΔΣΑ και Γ.Καριψιάδη «Η Ελλάδα ως διάδοχον κράτος», έκδοσιν 2000, σελ. 137-145 και 178 επ.). Εξάλλου όσον αφορά τα Οθωμανικά κτήματα τα ευρισκόμενα κατά τον χρόνο διακήρυξης της ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους (3-2-1830) εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, αλλά εν συνεχεία παραχωρηθέντων βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως ειδικότερα η Πελοπόννησος, όσα από αυτά ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο περιήλθαν βάσει της ίδιας συνθήκης στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ όσα ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες, παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πώλησής τους εντός προθεσμίας. Περαιτέρω όσον αφορά όσα ακίνητα βρίσκονταν είτε στην ελληνική είτε στην τουρκική ζώνη κατοχής, κατά την 3.2.1830, εκείνων των εδαφών που τελικά αποτέλεσαν το πρώτο ελληνικό κράτος και κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και με άκυρο κατά το οθωμανικό δίκαιο τίτλο (ήτοι ταπί, χοτζέτι ή βουγιουρδί) αυτά αναγνωρίσθηκαν ως ανήκοντα στους τελευταίους. Δηλαδή, στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου περιήλθαν εκείνα τα ακίνητα που βρίσκονταν εντός της ζώνης που μέχρι την 3-2-1830 είχε καταλάβει με τις στρατιωτικές του δυνάμεις και ανήκαν είτε στο Οθωμανικό Δημόσιο είτε σε Οθωμανούς ιδιώτες, καθώς και όσα εγκαταλείφθησαν από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους και κατέστησαν αδέσποτα, η κτήση των οποίων έγινε δια δημεύσεως «πολεμικών δικαιώματι» ενώ όσα ακίνητα βρίσκονταν είτε στην ελληνική, είτε στην τουρκική ζώνη κατοχής κατά την 3-2-1830 εκείνων των εδαφών που τελικά αποτέλεσαν το πρώτο Ελληνικό Κράτος και κατέχονταν από Έλληνες, ιδιώτες με διάνοια κυρίου έστω και με άκυρο κατά το Οθωμανικό δίκαιο τίτλο, αυτά αναγνωρίσθηκαν ως ανήκοντα στους τελευταίους. Με βάση την προαναφερόμενη γενική διαδοχή του Ελληνικού Δημοσίου στα δικαιώματα επί των δημοσίων γαιών, αλλά και της απόκτησης κυριότητας επί των γαιών καθαρής ιδιοκτησίας «δικαιώματι πολέμου», θεσπίστηκε μαχητό τεκμήριο κυριότητος υπέρ αυτού, σύμφωνα με το οποίο το Ελληνικό Δημόσιο τεκμαίρεται ότι έχει αποκτήσει δικαίωμα. Εξάλλου, με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του β.δ της 17/29-11-1836 «περί ιδιωτικών δασών» αναγνωρίσθηκε η κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου στις εκτάσεις που αποτελούν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες, πριν από τον αγώνα της ανεξαρτησίας, κατέχονταν νόμιμα από ιδιώτες και για τις οποίες οι σχετικοί οθωμανικοί τίτλοι «ιδιοκτησίας» θα αναγνωρίζονταν από τη Γραμματεία των Οικονομικών κατόπιν υποβολής τους μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του εν λόγω διατάγματος που είχε ισχύ νόμου. Προϋπόθεση όμως του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του διατάγματος. Περαιτέρω, στα δημόσια κτήματα, μεταξύ των οποίων και τα εθνικά δάση, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη με έκτακτη χρησικτησία σύμφωνα με τις διατάξεις των ν.8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), ν.9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), ν.2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν.6 Πανδ. (44.3), ν.76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και ν.7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του βυζαντινορωμαικού δικαίου που έχουν εφαρμογή, κατά το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, για το χρόνο πριν από την έναρξη ισχύος του ΑΚ, δηλαδή μετά από άσκηση νομής πάνω στο δημόσιο κτήμα με καλή πίστη για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδέσποζε να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικής ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών με εκείνες των άρθρων 18 και 21 του ν. της 21-6/10-7-1837 «περί διακρίσεως κτημάτων» (άρθρο 51 ΕισΝΑΚ) συνάγεται ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που προεκτέθηκαν, και επί των εθνικών δασών, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή επ’ αυτών, κατά τις διατάξεις των ν.8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), Βασ.9 παρ. 1 (50.14) είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915, όπως τούτο προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του ν. ΔΞΗ΄/1912 και των διαταγμάτων «περί δικαιοστασίου» που εκδόθηκαν με βάση αυτόν από 19-9-1915 μέχρι και της 16ης-5-1926 και αφετέρου του άρθρου 21 του ν.δ της 22-4/16-5-1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης», που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του αν.ν 1539/1938 «Περί προστασίας δημοσίων κτημάτων», οι οποίες έκτοτε ανέστειλαν και απαγόρευσαν κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία και απαγόρευσαν κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των κτημάτων αυτού, άρα και τη χρησικτησία πάνω σε αυτά. Εξάλλου κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου των ν.8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 Βας. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3), οι οποίες, κατά το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για τον προ της εισαγωγής του ΑΚ χρόνο, και επί των δημοσίων κτημάτων και άρα και επί των δημοσίων δασών ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία από ιδιώτη. Προϋπόθεση της χρησικτησίας αυτής, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, σε συνδυασμό με εκείνες του ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”, που εκδόθηκαν βάσει αυτού και του άρθρου 21 του ν.δτος της 22-4/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”, που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του αν.ν. 1539/1938 “περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων”, ήταν η τριακονταετής καλόπιστη νομή, στην οποία ο χρησιδεσπόζων μπορούσε να συνυπολογίσει και τη χρησικτησία των δικαιοπαρόχων του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχός τους να είχε συμπληρωθεί μέχρι 11-9-1915 (Ολ ΑΠ 75/1987, ΑΠ 719/2015, ΑΠ 479/2015, ΑΠ 1919/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ έκτοτε τα ακίνητα αυτά είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας (ΑΠ 267/2005) καλή πίστη δε, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των ν.20 παρ.1 πανδ (5.3), ν.25 πανδ (24.1), ν.27 πανδ (18.1), ν.10, 13 παρ. 1, 17, 48 πανδ. (41.3), ν.5 πανδ (41.7), ν.3 πανδ (41.10), ν.7 παρ. 6 πανδ (41.4), ν.109 πανδ (50.16), αποτελεί η ειλικρινής πεποίθηση του νομέα ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ’  ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, τη συνδρομή δε της καλής πίστης, ενόψει της φύσης της ως ενδιάθετης κατάστασης, συνάγει ο δικαστής της ουσίας συμπερασματικώς, από περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα. Περαιτέρω,  κατά το άρθρο 1 του Β.Δ/τος 3/15.12.1833 “περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834” όλα τα λιβάδια, δηλαδή οι βοσκότοποι, για την  επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο “ταπί”, εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσεως στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Η έννοια αυτή προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. ΚΘ της 31/1718.2.1864 “περί βοσκήσιμων γαιών”, με την οποία ορίζεται ότι το Δημόσιο, ως και οι Κοινότητες, διατηρούν ανέπαφα τα δικαιώματα όσα προ της εποχής ταύτης είχαν επί των αμφισβητούμενων λιβαδιών άνευ βλάβης των παρά τρίτων αποκτηθέντων δικαιωμάτων, αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 3 του ν. ΨΝΖ της 27.371.4.1880 “περί κοινοτικών και εθνικών λιβαδιών”, κατά την οποία το Δημόσιο, ως προς τα εθνικά και οι Κοινότητες ως προς τα κοινοτικά λιβάδια διατηρούν απέναντι των ιδιωτών τη νομική κατοχή επί των βοσκήσιμων τόπων, επί των οποίων γίνονταν μέχρι το έτος 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες διατάξεις περί κτήσης κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία του ΒΡΔ που προαναφέρθηκαν, προκύπτει ότι είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητας επί, λιβαδιών ή βοσκοτόπων και δασών από ιδιώτες, εφόσον αυτοί τα νέμονταν με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί τριακονταετία εφόσον αυτή είχε συμπληρωθεί έως και τις 11.9.1915 (ΑΠ 279/2019, 7/2019, 8/2019, 826/2018  1753/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 850/2019 590/2019). Επομένως η ανωτέρω διάταξη του Β.Δ/τος του 1833 εισήγαγε μαχητό τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου για τα λιβάδια, όπως ακριβώς και τα δάση (ΑΠ 987/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 16/2021). Ούτε τέλος, απαιτείτο από τις άνω διατάξεις ως προϋπόθεση της αξιουμένης καλής πίστεως για την κτήση κυριότητας επί δημοσίου δάσους και γενικώς επί δημοσίων κτημάτων πραγμάτων, με έκτακτη χρησικτησία, η ύπαρξη ταπίου υπέρ του χρησιδεσπόζοντος ή η εκ μέρους αυτού υποβολή τίτλων ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 3 παρ. Α΄ του άνω από 17-11-1836 β.δ/τος (ΑΠ 1355/2014 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου ν.1, 23 Πανδ. (47.1), εισ. 47 (2.1) προϋπόθεση για την περιέλευση κάποιου πράγματος στην κατηγορία των αδέσποτων, ήτοι των πραγμάτων, τα οποία είναι μεν ικανά να τεθούν υπό την ανθρώπινη εξουσίαση, αλλά δεν υπάρχει κύριος τούτων, και τα οποία, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 16 του Νόμου της 21-6/10-7-1837, ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, είναι όχι μόνο η εγκατάλειψη της νομής του πράγματος (κινητού ή ακινήτου), αλλά και η βούληση εγκατάλειψης του πράγματος, δηλαδή απόφαση του κυρίου περί παραιτήσεως αυτού από την κυριότητα, χωρίς πρόθεση περαιτέρω μεταβίβασης του πράγματος σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο. Η βούληση του κυρίου πρέπει να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που δεν καθιστούν αυτήν αμφίβολη και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο παραιτούμενος ήταν κύριος του πράγματος. Για την εγκατάλειψη του ακινήτου με σκοπό παραιτήσεως από την κυριότητα, κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, δεν απαιτείτο ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή, όπως ήδη απαιτείται υπό την ισχύ του ΑΚ. Ο νόμος αυτός “Περί διακρίσεως κτημάτων” τροποποίησε τον προϊσχύσαντα αυτού κανόνα του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, κατά τον οποίο όποιος καταλάμβανε αδέσποτο αποκτούσε την κυριότητά του (Πανδ. 41.1), έτσι ώστε να μην απαιτείται πλέον η πραγματική κατάληψη των αδέσποτων ακινήτων, προκειμένου να επέλθει κτήση της κυριότητας. Η τροποποίηση αυτή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να καταστεί ευχερής η κτήση από το Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας των κτημάτων, τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι αποχώρησαν από την Ελλάδα λόγω του απελευθερωτικού αγώνα. Έτσι τα κτήματα αυτά αποκτήθηκαν “δικαιώματι πολέμου” ανεξαρτήτως της κατάληψής τους κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από το Δημόσιο ή τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις (ΑΠ 27/2019, ΑΠ 8/2019, ΕφΠειρ 26/2020, ΕφΠειρ 435/2016, ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα λοιπόν, με τα παραπάνω, το ελληνικό δημόσιο μπορεί να επικαλεστεί κυριότητα στα αδέσποτα ακίνητα θεμελιούμενη με τους ακόλουθους πρωτότυπους τρόπους: α)με πραγματική κατάληψη των κτημάτων, που είχαν καταστεί αδέσποτα λόγω της εγκατάλειψης τους κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, σύμφωνα με το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, β)με ex lege κτήση των ίδιων κτημάτων, καθώς και αυτών που εγκαταλείφθηκαν στη συνέχεια από οποιονδήποτε ιδιώτη με πρόθεση παραίτησης από την κυριότητα, σύμφωνα με το νόμο “περί διακρίσεως κτημάτων” της 10.7.1837, γ)με κτήση, σύμφωνα με την ΑΚ 972, των ακινήτων τα οποία κατέστησαν αδέσποτα λόγω της παραίτησης των κυρίων τους από την κυριότητα με νομίμως μεταγεγραμμένο συμβολαιογραφικό έγγραφο, με αντίστοιχα κρίσιμες ημερομηνίες τα έτη 1830 (διαδοχή του Ελληνικού Κράτους στα δικαιώματα του οθωμανικού δημοσίου), 1838 (έναρξη ισχύος του νόμου “περί διακρίσεως κτημάτων”) και 1946 (έναρξη ισχύος ΑΚ), βαρυνόμενο δικονομικώς με την απόδειξη συνδρομής των όρων του καθενός από τους παραπάνω τρόπους. Ειδικά για τους δύο πρώτους προαναφερόμενους τρόπους κτήσης κυριότητας ακινήτου από το Ελληνικό Δημόσιο, δηλαδή όταν πρόκειται για ακίνητο που έχει καταστεί αδέσποτο πριν από την εισαγωγή του ΑΚ, η κυριότητα του οποίου επικαλείται το Ελληνικό Δημόσιο ότι του ανήκει, είναι προφανής η δυσχέρεια όχι μόνο να προβληθεί ορισμένα, αλλά και να αποδειχθεί ο σχετικός αγωγικός ισχυρισμός του, καθώς τις περισσότερες φορές δεν είναι δυνατή η εξειδίκευση (αλλά και η απόδειξη) των πραγματικών περιστατικών που στηρίζουν τις βάσεις αυτές. Συγκεκριμένα, το ενάγον Δημόσιο οφείλει να προσδιορίσει πως το επίδικο ακίνητο κατέστη αδέσποτο, εάν πρόκειται για εξ αρχής αδέσποτο ή όχι, οπότε στην τελευταία περίπτωση που αυτό έχει προϋπάρξει υπό τη δεσποτεία άλλου, οφείλει περαιτέρω να προσδιορίσει ποιό ήταν αυτό το πρόσωπο και πως απέβαλε την κυριότητά του. Περαιτέρω και εφόσον το Δημόσιο επικαλείται ότι το αδέσποτο ακίνητο περιήλθε στην κυριότητά του πριν την ισχύ του νόμου “περί διακρίσεως κτημάτων” της 10.7.1837, πρέπει επιπλέον να επικαλεστεί και όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την πραγματικά κατάληψή του ακινήτου από αυτό, η οποία απαιτείτο κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου προκειμένου να επέλθει κτήση της κυριότητάς του (Εφ.Πατρ. 62/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από  την εκτίμηση όλων των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο, υπ’ αριθ. …, …, …/31.10.2021 ένορκες βεβαιώσεις των, ………, ………. και ………..  αντίστοιχα που, με επιμέλεια αυτού (ενάγοντος ήδη εφεσιβλήτου), λήφθηκαν, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς την 31.10.2019, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421, 422 και 423 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ (όπως τα άρθρα αυτά προστέθηκαν με το Ν. 4335/2015, το άρθρο 421 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 21 του Ν. 4842/2021 και το άρθρο 422 τροποποιήθηκε με το άρθρο 22 του Ν. 4842/2021), οι οποίες παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη, ενόψει άσκησης της από 8.5.2019 αγωγής, του ιδίου ενάγοντος κατά του εναγομένου, η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας με την υπ’ αρ. 3646/2020 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία επανασκήθηκε, δια της ένδικης αγωγής, για το αυτό βιοτικό γεγονός υπαγόμενο στους ίδιους κανόνες ουσιαστικού δικαίου και απαλλαγμένη από την αοριστία και ως εκ τούτου δεν δημιουργείται διαφορετικό (ουσιαστικό) αντικείμενο δίκης (βλ. Η ΑΟΡΙΣΤΗ ΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΟΠΗ Θ. ΜΑΚΡΙΔΟΥ Δ΄ ΕΚΔΟΣΗ, σελ. 153-154 επ., Β.ΒΑΘΡΑΚΟΚΟΙΛΗ Κ.Πολ.Δ Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση (κατ’ άρθρο) 1994, άρθ. 322 αρ. 19, ΑΠ 85/2018, Εφ.Αθ. 47/2019 ΝΟΜΟΣ), την από Οκτώβριο 2021 Τεχνική Έκθεση του αγρονόμου τοπογράφου-μηχανικού, ……………, που εκτιμάται ελεύθερα (Κ.Πολ.Δ 390), χωρίς όμως η ρητή μνεία ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει  σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 511/2018, ΑΠ 1628/2003 Ελλ.Δνη 2004.723), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθ. 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ, ΑΠ 2086/2017 ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Το επίδικο οικόπεδο βρίσκεται στο Δήμο Κερατσινίου-Δραπετσώνας-Δημοτική Ενότητα Δραπετσώνας Περιφέρεια Αττικής Περιφερειακή Ενότητα Πειραιώς, στη θέση: οδός …………., ………… και …………, Ο.Τ Γ …… Έχει συνολική επιφάνεια 741,76 τ.μ. Είναι άρτιο και κατά κανόνα οικοδομήσιμο σύμφωνα με τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις. Εμφαίνεται, στο από Οκτωβρίου 2021 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού …………….. υπό στοιχεία Α,Β,Γ,Δ,Ε,Ζ,Η,Θ,Ι,Ξ,Ν,Μ,Κ,Λ,Α και συνορεύει βόρεια επί πλευράς Α-Β μήκους 30,81 μέτρων με την οδό ……………., ανατολικά εν μέρει επί πλευράς Β-Γ μήκους 15,64 μέτρων με όμορη ιδιοκτησία αγνώστου, που έχει ΚΑΕΚ ……………. εν μέρει επί πλευράς Ε-Ζ-Η μήκους 1,02 συν 3,38=4,40 μέτρων με όμορη ιδιοκτησία αγνώστου που έχει ΚΑΕΚ …………….. και εν μέρει επί πλευράς Ι-Ξ-Ν μήκους (2,96+9,03) 11,99 μέτρων με όμορη ιδιοκτησία αγνώστου που έχει ΚΑΕΚ ………….., νότια εν μέρει επί πλευράς Ε-Δ-Γ μήκους (3,46+3,12) 6,58 μέτρων εν μέρει με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ …………… εν μέρει επί πλευράς Η-Θ-Ι μήκους (6,21+5,62) 11,81 με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ………………. και εν μέρει επί πλευράς Μ-Ν μήκους 12,57 μέτρων με την οδό …………. και δυτικά επί πλευράς Α-Λ-Κ-Μ, μήκους (17,63+2,65+11,96) 32,23 μέτρων με την οδό …………….. Το επίδικο ως άνω οικόπεδο αποτελούσε τμήμα ευρύτερης έκτασης μ.τ 72.000 που καταλάμβανε ολόκληρη την περιοχή της Δραπετσώνας από την οδό …… έως τη θάλασσα και επί της οποίας ήταν συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι οι ……………., οι οποίοι και διένειμαν αυτή. Ειδικότερα, με το υπ’ αριθ. ……./15.3.1921 συμβόλαιο μερικής διανομής ακινήτου του τότε συμβολαιογράφου Αθηνών, ……….., που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Δ. Πειραιώς (Τ. …., αρ. …../5.4.1921), μετά του συνημμένου στο συμβόλαιο αυτό σχεδιαγράμματος, στους ……………., αποδώθηκαν αυτούσια τα τμήματα που εμφαίνονται στο συνημμένο σχεδιάγραμμα από Α έως Μ. Οι λοιποί, ……….. κύριος έκτασης μ.τ 20.500, ………….. κύριος έκτασης μ.τ “τεσσάρων χιλιάδων ως έγγιστα” και ο ……………. κύριος έκτασης μ.τ επτά χιλιάδων εβδομήντα, παρέμειναν εξ αδιαιρέτου συγκάτοχοι, συννομείς και συγκύριοι στην εναπομείνασα λοιπή αδιανέμητη έκταση κατά ποσοστό 5/10, 4/10 και 1/10 αντίστοιχα ο καθένας “επιφυλασσόμενοι να διανείμωσι μεταξύ των την υποληφθεισομένων έκτασιν”. Ακολούθως, οι …………….. από τμήμα της εναπομείνασας αδιανέμητης έκτασης επί της οποίας είχαν συγκυριότητα, συννομή και συγκατοχή μεταβίβασαν άτυπα περί το 1925, λόγω δωρεάς, εδαφική έκταση εμβαδού 746,76 τ.μ, σε κατοίκους που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή ως πρόσφυγες, σταδιακά από το 1919, από τα τέλη του 1922 και έως το έτος 1923, προκειμένου να ανεγερθεί Ιερός Ναός ώστε οι ορθόδοξοι χριστιανοί που κατοικούν στην περιφέρεια του να έχουν ως λατρευτικό κέντρο τον οικείο ενοριακό ναό. Το 1925 χτίστηκε αρχικά ο Ιερός Ναός επί του επιδίκου ως άνω οικοπέδου ως παράγκα από τους εγκατεστημένους στη γύρω περιοχή κατοίκους – χτίστες, σοβατζήδες, οικοδόμους στη θέση που βρίσκεται και σήμερα και με τη δωρεά (ποσού 2.000 δραχμών) κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο (1925), κάποιας Συμιακής γυναίκας ονόματι ………….. ξεκίνησε το χτίσιμο με το θεμέλιο λίθο τον Μάϊο του 1928 (βλ. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΑΛΛΩΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ, ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ). Το 1936-1937  αποπερατώθηκε και στα μέσα του έτους 1938 άρχισε η λειτουργία του Ναού και ονομάσθηκε “Αγιος ……….” όπως ήδη είχαν υποσχεθεί στη δωρήτρια. Το 1932 είχε αναγνωριστεί μάλιστα από το Πρωτοδικείο Πειραιά με την υπ’ αριθ. 543/24.2.1932 απόφαση, το Σωματείο με την επωνυμία “Εξωραϊστικός Σύλλογος Ναού …………… Δραπετσώνας” που είχε ως σκοπό “την δια παντός μέσου εξωράϊσιν εσωτερικώς και εξωτερικώς του ναού και εν γένει την επιδίωξιν παντός συμβάλλοντος εις την ανάπτυξιν και πρόοδο αυτού”, συνέχεια του οποίου αποτελεί το Σωματείο “Σύλλογος Αποπερατώσεως του Ιερού Ναού Αγίου …………..”. Η Ενορία του Ιερού Ναού Αγίου …. Δραπετσώνας (οδός Αγίου …….), με έδρα το Δήμο Κερατσινίου-Δραπετσώνας της Περιφερειακής Ενότητας Πειραιώς, της Περιφέρειας Αττικής, ιδρύθηκε το έτος 1928 “ως εμφαίνεται εκ του Βιβλίου Γεννήσεων-Βαπτίσεων του ως άνω Ιερού Ναού (βλ. ΑΠΟΦ. 244/2015/24-3-2015, Αναγνώρισις συστάσεως Ενοριών και Ιερών Μονών της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς-άρθρο 25 Ν. 4301/2014). Για τα ανωτέρω πραγματικά γεγονότα οι ενόρκως βεβαιούντες μάρτυρες του ενάγοντος – ήδη εφεσιβλήτου καταθέτουν: 1)……………… (1944/2019) “……….γεννήθηκα στην Δραπετσώνα το 1933…..……οι γονείς μου ήλθαν από την Τραπεζούντα…….το 1919..……..δώδεκα χρονών ο πατέρας μου και έξι……….θυμόταν ότι η εκκλησία άρχισε να χτίζεται όταν εκείνη ήταν ακόμη πολύ μικρό παιδί και βοηθούσαν όλοι με δουλειά……..Ο Ναός μας φτιάχτηκε όπως διηγόνταν και η μητέρα μου για να καλύψει τις ανάγκες των προσφύγων που ήλθαν εδώ, πριν και μετά την καταστροφή……..Από το 1922, οι άδειοι τόποι εδώ πλημμύρισαν με παράγκες…………Οι άνθρωποι αυτοί ήταν πολύ ταλαιπωρημένοι……..Γι’ αυτό μόλις του δόθηκε ο τόπος, βάλθηκαν να την κάνουν, όπως όπως στην αρχή………Ήλθαν βέβαια λίγο αργότερα και νησιώτες……….έτσι έγινε καλύτερη και χρησιμότερη και ο κόσμος οργανώθηκε και έφτιαξε και Εξωραϊστικό Σύλλογο για να την καλλωπίσει κατά τα πρότυπα των εκκλησιών της πατρίδας του……..”, 2)……………. (1945/2019): “γεννήθηκα στη Δραπετσώνα το 1940…….Ο πατέρας μου ήλθε από το Βόσπορο………και η μητέρα μου από το Λιβίσι της Μάκρης της Μικράς Ασίας………το 1922, έμειναν στην Δραπετσώνα………Από το 1928 καταγράφονταν πλέον κανονικά τα μυστήρια………Μια Συμιακιά γυναίκα λέγεται ότι έδωσε τα χρήματα για να τελειώσει όπως έπρεπε και να πάρει και το όνομά της η εκκλησία μας…………….Ο Ναός μας έχει και έναν Σύλλογο Αποπερατώσεως………από το 1932………….Είναι σίγουρο…………ότι στην αρχή δεν είχε πόρτες…………είχε κουρελούδες στα ανοίγματά του και ξεκίνησε……….για να δεχθεί αμέσως τους πρόσφυγες……….”, 3)……………… (1943/2019) “………γεννήθηκα στην περιοχή του Προφήτη Ηλία……..το 1935……εγκατασταθήκαμε στην Δραπετσώνα……….το οικόπεδό μας το αγόρασε το 1936 με δύο συμβόλαια η γιαγιά μου ………. από …………. και .……….και τότε-αλλά και τώρα- τους λέγαμε όλους “…..”………..γιατί ο μεγαλύτερος κτηματίας από τους τρεις αυτούς, ήταν ο …………………Η ενορία μας είναι μικρή και σχετικά φτωχή…..Είναι ίσα ίσα ο ναός και δίπλα του από παρά πολλά χρόνια υπάρχει μια αίθουσα για τις εκδηλώσεις και τα κατηχητικά καθώς και το γραφείο των Ιερέων, ένα παρεκκλήσι του Αγίου ….. και ένα των Αγίων …. και ….. Ο Ναός πιάνει όλο το οικόπεδό του με μια πολύ μικρή αυλή πίσω και έναν στενό διάδρομο δεξιά του………..Η αίθουσα πιάνει όλο το οικόπεδό της και πάνω υπάρχει χώρος για τα κατηχητικά σχολεία. Αυτός ο Ναός είναι για όλη την περιοχή μας……….”. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. 27871/11.9.1926 απόφασης των τότε Υπουργών Γεωργίας και Υγιεινής (ΦΕΚ 75 τ. Β΄/1926) απαλλοτριώθηκε αναγκαστικά ιδιωτική έκταση 210.000 τ.μ, εξαιρουμένων της απαλλοτρίωσης των οικοδομών που υφίστανται ήδη στην έκταση αυτή και ανήκουν στους τέως ιδιοκτήτες των γηπέδων, κειμένων στον Πειραιά και στην μεταξύ του “Σταθμού Λαρίσσης και Λιπασμάτων (ήτοι Δραπετσώνας, Κρεμμυδαρού και Καστράκι) περιοχήν οριζομένην προς βορράν με οδό ………… προς ανατολάς με ……………. προς Νότον με εργοστάσια και αποθήκην εταιρίας θαλασσίων επιχειρήσεων …. και προς Δυσμάς με οδόν ……….. και ανήκουσαν κατά την εξής αναλογίαν εις τους κάτωθι ιδιοκτήτας”, μεταξύ των οποίων, “………… 20500 τ.μ”. Η κυριότητα της κείμενης στον Πειραιά απαλλοτριωθείσας έκτασης μεταβιβάστηκε στο Δημόσιο  για την υλοποίηση στεγαστικού προγράμματος αποκατάστασης προσφύγων στην περιοχή της Δραπετσώνας. Η έκταση αυτή εμφαίνεται στο υπ’ αριθ. ……../29.5.1926 τοπογραφικό διάγραμμα με τους αριθμούς 1 έως 37. Επίσης, “τα δια της παρούσης αναγκαστικώς απαλλοτριούμενα γήπεδα διατελούν κατά την μέγιστην αυτών έκτασιν προσωρινώς επιταγμένα από των αρχών του 1923 δια την χρήσιν των οποίων το Δημόσιον υπεχρεώθη να καταβάλη άχρι τούδε προς τους νομίμους ιδιοκτήτας κατά προσέγγισιν δραχμάς διακοσίας χιλιάδας”. Όμως, από το σύνολο των ανωτέρω αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων και ειδικότερα, από τα από Οκτωβρίου 2021 Τ-1, Τ-2 Τ-3, Τ-4 διαγράμματα του αγρονόμου-τοπογράφου μηχανικού ……….., Γεωαναφοράς Πινακίδων ρυμοτομικών διαγραμμάτων υποβάθρου, συνημμένα στην από Οκτωβρίου Τεχνική Έκθεση του ιδίου ως άνω τοπογράφου μηχανικού που συντάχθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος ήδη εφεσιβλήτου, προκύπτει εμφανώς ασφαλώς και με πλήρη βεβαιότητα ότι το επίδικο ακίνητο επιφανείας μ.τ 741,46 αποτελεί τμήμα της ευρύτερης εκτάσεως μερικής διανομής ακινήτων του έτους 1921”. Εξάλλου, στην από Οκτωβρίου 2021 τεχνική έκθεση, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, “……….Οι οδοί από τις οποίες διέρχεται το όριο της απαλλοτρίωσης. Αναλυτικότερα: το δυτικό όριο αποτελεί  η οδός Αγίου ………., στην οποία και για μήκους 110+38=148 μέτρα (όπως αυτά μετρούνται επί του διαγράμματος κλίμακας 1:1000) ακολουθεί την κατεύθυνση της οδού (κορυφές 6,7,8 του διαγράμματος της απαλλοτρίωσης).…….. Προς τον νότο επί της οδού ……….. και μετά από 148 μέτρα επί αυτής (κορυφή 8), το όριο της απαλλοτρίωσης στρέφεται ανατολικά και σε απόσταση 117 μέτρων (κορυφή 9) στρέφεται ξανά προς τον νότο όπου μετά από 70 μέτρα (κορυφή 10) συναντά κτίσμα που αναφέρεται και το οποίο αναγνωρίζεται και στο υπόβαθρο ως κτίσμα ευρισκόμενο εντός της εγκεκριμένης οδού στο ρυμοτομικό διάγραμμα του 1931. Ακολούθως κατευθύνεται νοτιοανατολικά για 45 μέτρα (κορυφή 11) και στη συνέχεια νότια, σχεδόν ως την υφιστάμενη συρματοπερίφραξη των λιμενικών έργων, όπως αυτά αναφέρονται στη διανομή και διακρίνονται και στο ρυμοτομικό διάγραμμα………..Επί τη βάσει των ανωτέρω εκτεθέντων και δεδομένου ότι: 1.Η σύνδεση των στοιχείων της διανομής του 1921 και της απαλλοτρίωσης του 1926, με το υπόβαθρο του ρυμοτομικού σχεδίου που συντάχθηκε για τις ανάγκες της παρούσας Τεχνικής Έκθεσης αναγνώρισε και οριοθέτησε τόσο τη διανομή όσο και την απαλλοτρίωση και στα τρία ως άνω διαγράμματα, 2.Η σύνδεση των στοιχείων οριοθέτησε με ακρίβεια τις γραμμές που αφορούν τα περιγράμματα τόσο της διανομής όσο και της απαλλοτρίωσης. Εκ των ανωτέρω προκύπτει αβίαστα και χωρίς κανένα περιθώριο λάθους ότι η θέση όπου βρισκόταν και εξακολουθεί να βρίσκεται ο Ιερός Ναός του Αγίου ……. Δραπετσώνας ενέπιπτε πάντοτε εντός της ιδιωτικής διανομής του 1921 και ουδέποτε εντός της απαλλοτρίωσης του 1926…”. Η ανωτέρω τεχνική έκθεση μετά των συνημμένων σε αυτή διαγραμμάτων, η οποία ουδόλως αμφισβητείται από το εναγόμενο ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία ενισχύεται: α)από το από 29.5.1926 (κλίμακας 1:1000) Διάγραμμα Απαλλοτρίωσης του μηχανικού του Υπουργείου Υγιεινής …………, στο οποίο οριοθετείται όπως ανωτέρω αναφέρθηκε η απαλλοτριωθείσα εδαφική έκταση υπό τους αριθμούς 1 έως 37. Σύμφωνα με το εν λόγω διάγραμμα, δυτικό όριο της εν λόγω εκτάσεως αποτελεί η οδός Αγίου ….. και στην νοτιοδυτική πλευρά αναφέρεται ο Ιερός Ναός Αγίου …., ο οποίος όμως βρίσκεται καταδήλως εκτός των ευθύγραμμων πλευρών με στοιχεία 6-7, 7-8, 8-9, 9-10, 10-11, 11-12 που ορίζουν και οριοθετούν το νοτιοδυτικό όριο της υπό απαλλοτρίωσης εκτάσεως. Σημειώνεται δε ότι τα όρια και η θέση της απαλλοτριούμενης έκτασης αποτυπώνονται όμοια τόσο στο από 29.5.1926 διάγραμμα, όσο και στην από Οκτωβρίου 2021 ως άνω Τεχνική Έκθεση, β)Από το υπ’ αριθ. ……./17.11.2021 έγγραφο του Τμήματος Κοινωνικής Αρωγής της Διεύθυνσης Κοινωνικής Μέριμνας της Γενικής Διεύθυνσης Κοινωνικής Μέριμνας της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας της Περιφέρειας Αττικής, στο οποίο αναφέρεται ότι “1………………2. Όπως προκύπτει από το συν.1, το επίδικο ακίνητο ταυτίζεται με δύο διακεκριμένα οικόπεδα, εκ των οποίων το ένα χαρακτηρίζεται ως “ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ …………” και το άλλο δεν φέρει αρίθμηση οικοπεδοποίησης. Ως εκ τούτου τα οικόπεδα αυτά δεν ανήκουν στα οικοπεδοποιημένα προς διανομή για στεγαστική αποκατάσταση και δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητά μας». Αντίθετη κρίση ως προς τη θέση και τα όρια του επιδίκου ακινήτου δεν δύναται να συναχθεί από το υπ’ αριθ. 6971/1997 τοπογραφικό διάγραμμα της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας, στο οποίο αποτυπώνεται μόνο η υφισταμένη κατά τον χρόνο σύνταξής του, κατάσταση του Ο.Τ μεταξύ των οδών ………….., χωρίς να συνδέεται και να προσδιορίζει την απαλλοτριωθείσα έκταση. Από όλα τα ανωτέρω αναφερόμενα, όπως προκύπτουν από την εκτίμηση και στάθμιση των ανωτέρω αποδεικτικών μέσων, αποδεικνύεται πλήρως ότι, το επίδικο ακίνητο επί της διασταύρωσης των οδών . …. αρ. .., …….. και ………. που βρίσκεται στο Δήμο Κερατσινίου-Δραπετσώνας και έχει εμβαδόν 741,76 τ.μ, περιήλθε κατά νομή και κατοχή το έτος 1925, λόγω άτυπης δωρεάς από τους …..…….., σε εγκατεστημένους πρόσφυγες, οι οποίοι ανέγειραν αρχικά με δικές τους δαπάνες και δική τους δουλειά μια ξύλινη παράγκα για την άμεση εξυπηρέτηση των λατρευτικών τους αναγκών και αφού την αποπεράτωσαν περί το έτος 1928 παρέδωσαν ατύπως την νομή και κατοχή του επιδίκου οικοπέδου μετά της επί αυτού ξύλινης παράγκας στον ενάγοντα Ιερό Ναό, και συστάθηκε η Ενορία (άρθ. 36 παρ. 1 ΚΧΕΕ) του Ιερού Ναού ως ΝΠΔΔ (1 παρ. 4 ΚΧΕΕ) και άρχισαν πλέον να καταγράφονται τα τελούμενα μυστήρια. Το 1928 επίσης ξεκίνησε το κτίσιμο με τον θεμέλιο λίθο το Μάϊο του 1928 και στα μέσα του 1938 άρχισε η λειτουργία του Ναού, που συγχρόνως ονομάστηκε και ……….., όπως είχαν υποσχεθεί στη δωρήτρια από το 1925. Η ανέγερση τόσο της παράγκας αρχικά όσο και του κτίσματος του Ιερού Ναού εμβαδού του κυρίου χώρου 355,58 τ.μ και των παρακολουθημάτων βοηθητικής χρήσης (13,50+52,40+20,20) 86,10 τ.μ πραγματοποιήθηκε στον ίδιο χώρο που βρίσκεται και σήμερα με κοινή άτυπη συμφωνία και ειδικότερα σε διακριτό τμήμα του ενιαίου επιδίκου οικοπέδου έκτασης μ.τ 590,46 που εμφαίνεται με τα στοιχεία Α,Β,Γ,Δ,Ε,Ζ,Η,Θ,Ι,Κ,Λ στο από Οκτωβρίου 2021 τοπογραφικό διάγραμμα του ιδίου ως άνω τοπογράφου μηχανικού …….., και έχει λάβει ΚΑΕΚ ……………. Εν συνεχεία δημιουργήθηκε ο Εξωραϊστικός Σύλλογος (1932) με σκοπό να ολοκληρώσει το ναό την εικονογράφησή του, τον καλλωπισμό του γενικά και ακολούθως κατασκευάστηκε το Πνευματικό Κέντρο εμβαδού χώρων κύριας χρήσης 150,84 τ.μ σε διακριτό τμήμα του ενιαίου οικοπέδου εμβαδού 151 τ.μ που εμφαίνεται με τα στοιχεία Κ,Μ,Ν,Ξ,Ι,Κ στο ίδιο ως άνω από Οκτώβριο 2021 τοπογραφικό διάγραμμα του ιδίου ως άνω τοπογράφου μηχανικού και έχει λάβει ΚΑΕΚ …………. Από το έτος 1925 τόσο οι δικαιοπάροχοι-κάτοικοι του ενάγοντος, όσο και ο ενάγων ήδη εφεσίβλητος Ιερός Ναός ………… που παρέλαβε ατύπως τη νομή και  κατοχή του επιδίκου ακινήτου με κοινή άτυπη συμφωνία, νέμονταν αυτό (επίδικο ακίνητο) με διακατοχικές πράξεις δηλωτικές εξουσιάσεως και σύμφωνες με τη φύση και τον προορισμό του, όπως ανέγερση κύριου Ναού και βοηθητικών χώρων, επισκευές, καλλωπισμός, τέλεση κατά τους λατρευτικούς κανόνες των μυστηρίων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, σύστασή του ως βασικής μονάδας οργάνωσης του εκκλησιαστικού βίου σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη Εκκλησίας της Ελλάδας (ΚΧΕΕ), φροντίδα, περιποίηση και επίβλεψη αυτού (Ιερού Ναού και παρακολουθημάτων) με διάνοια κυρίου και καλή  πίστη, δηλαδή την άψογη πεποίθηση ότι είναι κύριος του επιδίκου ακινήτου εμβαδού 741,76 τ.μ  μετά των επί αυτού ανεγερθέντος Ιερού Ναού μετά των βοηθητικών παρακολουθημάτων και Πνευματικού Κέντρου. Επομένως, ο ενάγων συνεχώς και αδιαλείπτως, και με προσμέτρηση μέχρι το 1928 και της νομής των δικαιοπαρόχων κατοίκων από το έτος 1925, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, δηλαδή την ανεπίληπτη και άψογη πεποίθηση ότι ήταν κύριος του επιδίκου ασκούσε πράξεις νομής επί αυτού μέχρι την 23.2.1946 (με τα πιο πάνω προσόντα) και συνέχισε (από της εισαγωγής δε ΑΚ ανεξαρτήτως καλής πίστης) μέχρι 1955, ήτοι επί τριακονταετία, απέκτησε την κυριότητα επί του επιδίκου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία τόσο κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού από το καθεστώς των οποίων άρχισε η χρησικτησία (διατάξεις β.ρ δικαίου) χωρίς να έχει συμπληρωθεί μέχρι 23.2.1946 (έναρξη ισχύος ΑΚ) όσο και εκείνες του Αστικού Κώδικα, συμπληρούμενου, όμως, νωρίτερα του χρόνου του προηγούμενου δικαίου (1925+30=1955) από αυτό της εικοσαετίας του ΑΚ (1946+20=1966) (ΑΠ 387/2017, ΑΠ 292/2014, ΑΠ 1905/2006 Εφ.Θεσσαλ. 1156/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, από όλα τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά συνάγεται πλήρης δικανική πεποίθηση ότι το περιγραφόμενο ως άνω επίδικο ακίνητο αποτελούσε τμήμα της εναπομείνασας από την διανομή του 1921 ιδιωτικής ιδιοκτησίας, συγκυριότητας των προαναφερομένων συγκυρίων, συγκατόχων και συνομένων, κείμενο εκτός της απαλλοτριωθείσας από το Ελληνικό Δημόσιο εκτάσεως επιφανείας 210.000 τ.μ προς αστική εγκατάσταση των προσφύγων, όπως άλλωστε, κατά τα προαναφερθέντα, καταδεικνύεται και από το από 29.5.1926 διάγραμμα της Απαλλοτριώσεως Συνοικισμού Δραπετσώνας καθώς και από το υπ’ αριθ. ………./17.11.2021 έγγραφο της Δ/νσης Κοινωνικής Μέριμνας Τμήμα Κοινωνικής Αρωγής σε συνδυασμό με τα λοιπά ως άνω αποδεικτικά στοιχεία. Ενισχύεται δε η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου και από το γεγονός ότι καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα πλέον των τριάντα ετών δεν υπήρξε καμία όχληση από πλευράς Δημοσίου, το οποίο δεν αμφισβήτησε ποτέ το δικαίωμα του ενάγοντος ήδη εφεσιβλήτου, αφού μέχρι τον χρόνο συζήτησης της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν έχει προβεί στην έκδοση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής αυτού από το επίδικο ακίνητο ή στην επίδοση εμπράγματης αγωγής ή στην υποβολή μήνυσης για κατάληψη δημόσιου κτήματος, είτε στην έκδοση παραχωρητηρίου, για το λόγο ότι το επίδικο ακίνητο δεν ανήκει «στα οικοδοποιημένα προς διανομή για στεγαστική αποκατάσταση προσφύγων», κατά παραδοχή του ιδίου (Ελληνικού Δημοσίου) και επίσης δεν φέρεται καταγεγραμμένο ως δημόσιο κτήμα στο κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς στα γενικά βιβλία καταγραφής στης Κτηματικής Υπηρεσίας Νομού Αττικής. Κατά συνέπεια το επίδικο ακίνητο δεν είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας ως πράγμα εκτός συναλλαγής προορισμένο για την εξυπηρέτηση της αστικής αποκατάστασης προσφύγων και ως εκ τούτου ο σχετικός (ένσταση) ισχυρισμός του εναγομένου που προτάθηκε παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και επαναφέρεται με τους λόγους της υπό κρίση έφεσης (δύο πρώτοι λόγοι) είναι κατ’ ουσίαν αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω το εκκαλούν επαναφέρει τους ισχυρισμούς που είχε προβάλλει στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (που αποτελούν ενστάσεις και όχι απλή άρνηση της αγωγής) ότι το επίδικο ακίνητο είχε περιέλθει σε αυτό: α)δυνάμει των ρυθμίσεων που περιέχονται στην από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και των από 1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου και ειδικότερα: i.διότι αποτελούσε δημόσια γαία, που ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο, ii.διότι ανήκε σε Οθωμανούς από τους οποίους την κατέλαβε κατά τη διάρκεια του αγώνα της Ανεξαρτησίας και την δήμευσε, iii.επειδή κατά το χρόνο της υπογραφής των πρωτοκόλλων του Λονδίνου είχε εγκαταλειφθεί από αυτούς και δεν είχε καταληφθεί από άλλους, β)άλλως ως δάσος δυνάμει των άρθ. 1, 2 και 3 του από 17/29-11-1836 β.δ/τος «περί ιδιωτικών δασών», γ)άλλως, διότι αποτελούσε λιβάδι ή βοσκοτόπι στις 3/15-12-1833, δ)άλλως, διότι αποτελούσε αδέσποτο στις 21-6/10-7-1837, χωρίς να απαιτείτο η κατάληψή του και ε)άλλως, λόγω τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας. Πλην όμως, οι ως άνω ισχυρισμοί πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν, αφού δεν αποδείχθηκαν από κάποιο αποδεικτικό μέσο και δη ουδόλως αποδείχθηκε ότι το επίδικο ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο ή σε Οθωμανούς ιδιώτες και εγκαταλείφθηκε από τους τελευταίους, ή δημεύτηκαν, ούτε ότι το επίδικο ήταν βοσκότοπος ή λιβάδια ή αδέσποτο, ούτε ότι τα νεμήθηκε με τα προσόντα της τακτικής ή της έκτακτης χρησικτησίας, καθόσον δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε διακατοχική πράξη σε αυτό από το εναγόμενο, ούτε ότι όχλησε το τελευταίο καθ’ οιονδήποτε τρόπο το ενάγων ή τους δικαιοπαρόχους αυτούς στην άσκηση της νομής τους επί του επιδίκου. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο ήταν δάσος και κατ’ ακολουθία να τεκμαίρεται ότι το ίδιο (Ελληνικό Δημόσιο) είναι κύριος αυτού. Ούτε άλλωστε προσκομίζεται από το εκκαλούν αντίστοιχη του ισχυρισμού του τεχνική έκθεση διαχρονικής φωτοερμηνείας βάσει αεροφωτογραφιών, από τις οποίες να προκύπτει ότι υφίσταται δασική βλάστηση επί του επιδίκου που να του προσδίδει δασικό χαρακτήρα, καθόσον προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικούμενου ακινήτου ως δάσους κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του β.δ της 17/29.11.1836 «Περί Ιδιωτικών Δασών». Με βάση τις ανωτέρω ουσιαστικές και νομικές παραδοχές, η υπό κρίση αγωγή, πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι ο ενάγων κατά την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου Πειραιώς και Νήσων είναι αποκλειστικά κύριος του επιδίκου ακινήτου κατά ποσοστό 100% που βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου  του Δήμου Δραπετσώνας – Κερατσινίου επί της διασταυρώσεως των οδών ………….., επί της οποίας φέρει τον αριθμό ………, ………….. και ……………, επιφανείας μ.τ 741,76, και να διαταχθεί η διόρθωση της αρχικής εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς και Νήσων, ώστε τα γεωτεμάχια με ΚΑΕΚ ……….. και ΚΑΕΚ ………….. να συνενωθούν και να αποτυπωθούν ενιαία ως ένα γεωτεμάχιο, με την απόδοση ενός ενιαίου ΚΑΕΚ, στο κτηματολογικό φύλλο του οποίου θα καταχωριστεί ως δικαιούχος ο ενάγων κατά πλήρες και αποκλειστικό δικαίωμα κυριότητας δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή, αναγνώρισε αποκλειστικά κύριο τον ενάγοντα του εν λόγω ακινήτου και διέταξε τη διόρθωση της εσφαλμένης πρώτης εγγραφής, απορρίπτοντας ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς (ενστάσεις) του εναγομένου ήδη εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, με αιτιολογία που ως άνω συμπληρώνεται με την παρούσα απόφαση, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε. Πλην όμως, ως προς το χρόνο άτυπης παράδοσης της νομής και κατοχής, λόγω δωρεάς, του επιδίκου ακινήτου από τους προαναφερόμενους δωρητές, κατά τα προεκτεθέντα, αποδείχθηκε ότι αυτός (χρόνος άτυπης μεταβίβασης) έλαβε χώρα το έτος 1925 και όχι το έτος 1923 όπως εσφαλμένα κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και εν συνεχεία κατά την ολοκλήρωση του Ιερού Ναού υπό την μορφή της ξύλινης παράγκας, παραδόθηκε το επίδικο ακίνητο ατύπως κατά νομή και κατοχή στον ενάγοντα Ιερό Ναό Αγίου ………. περί το έτος 1928 και όχι περί το έτος 1924, όπως εσφαλμένα κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, μάλιστα, ο ενάγων άρχισε την ανέγερσή του ναού αυτού το έτος 1928 και περατώθηκε, κατά τα μέσα του έτους 1938. Το Δικαστήριο όμως, δεν θα εξαφανίσει την εκκαλούμενη για το ανωτέρω σφάλμα, αλλά θα προβεί σε εν μέρει αντικατάσταση της αιτιολογίας, καθόσον δεν διαφοροποιείται το ουσιαστικό δεδικασμένο ως προς την κτήση κυριότητας του ενάγοντος ήδη εφεσιβλήτου με έκτακτη χρησικτησία εν μέρει με τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου και εν μέρει με τις διατάξεις του ισχύοντος δικαίου Αστικού Κώδικα, πλην όμως με χρόνο έναρξης αυτής το έτος 1925 και συμπλήρωσής της το έτος 1955, κατά τα προεκτιθέμενα, που οδηγεί στο ίδιο διατακτικό αναφορικά με το αίτημα της ένδικης αγωγής (βλ. Χ.Απαλαγάκη/Στ. Σταματόπουλος Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν. 4842 και 4855/2021, άρθρο 534, σελ. 1755-1766 αρ. 3).

Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά το σχετικό αίτημα αυτού (άρθ. 183, 176, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), πλην όμως μειωμένα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957, σε συνδυασμό με την παρ. 2 της 134423/8.12.1992 απόφασης των Υπουργών και Δικαιοσύνης, όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 26.1.2023 (αριθ. καταθ. ………/2023) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3816/2022 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Απορρίπτει αυτή κατ’ ουσία.

Καταδικάζει το εκκαλούν στη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου, την οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 6η Φεβρουαρίου 2024.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 13η Μαρτίου 2024, με άλλη σύνθεση, λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως της Εφέτου Φωτεινής Μάμαλη, αποτελούμενη από τους Δικαστές Ιωάννη Αποστολόπουλο Πρόεδρο Εφετών, Σοφία Καλούδη και Δημήτριο Καβαλλάρη Εφέτες και με γραμματέα K.Σ, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους, δικαστικού πληρεξουσίου του Ν.Σ.Κ και  δικηγόρου, αντιστοίχως.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ