Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 120/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Aπόφασης   120/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Δ.Π.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Μπαρδάκο [ΔΕ Νικόλαος Α. Ανδρικόπουλος & Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία] .

ΤΩΝ ΚΑΘΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………», η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Παλευρατζή – Ασόβερ και 2) ……………., ο οποίος, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Θεοδώρα Γεωργακοπούλου (ΔΕ Κεραμεύς & Συνέταιροι Δικηγορική Εταιρεία).

Ο ήδη καλών – εκκαλών, …………., ήγειρε κατά των ήδη καθών η κλήση – εφεσιβλήτων την από 5.4.2019 (με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………../11.4.2019) αγωγή, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Διαδικασία Περιουσιακών – Μισθωτικών διαφορών – Τμήμα Ναυτικών Διαφορών).

Η ανωτέρω αγωγή, συζητήθηκε στις 11-6-2019, στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών – Μισθωτικών Διαφορών – Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) και ακολούθως εκδόθηκε επ’ αυτής η με αριθμό 864/2020 οριστική απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του ήδη εκκαλούντος.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την κρινόμενη, από 22-4-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ΓΑΚ …../2021 και ΕΑΚ …../1-6-2021, έφεσή του.

Αρχικώς, η ανωτέρω έφεση, με τη με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου του παρόντος Δικαστηρίου ………../1.6.2021 ορίσθηκε προς συζήτηση στο Τμήμα Περιουσιακών – Μισθωτικών Διαφορών. Συζητήσεως γενομένης αυτής κατά τη δικάσιμο της 3.3.2022, εξεδόθη η με αριθμό 488/2023 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία αφού κηρύχθηκε αναρμόδιο το ανωτέρω Τμήμα του παρόντος Δικαστηρίου, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της ένδικης διαφοράς, παραπέμφθηκε η ένδικη έφεση προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Τμήματος Ναυτικών Διαφορών.

Ήδη, με την ένδικη από 13.9.2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου του παρόντος Δικαστηρίου ………../14.9.2023 κλήση, με την οποία ορίσθηκε δικάσιμος προς συζήτηση της ανωτέρω εφέσεως η αναφερομένη στην αρχή της παρούσας, εισάγεται προς συζήτηση η ανωτέρω έφεση του εκκαλούντος.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με την σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την ένδικη από 13.9.2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου του παρόντος Δικαστηρίου ……../14.9.2023 κλήση του καλούντος – εκκαλούντος ………., παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Ναυτικού Τμήματος, κατόπιν εκδόσεως της με αριθμό 488/2023 αποφάσεως του Τμήματος Μισθωτικών Διαφορών του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία, αφού κηρύχθηκε αναρμόδιο το ανωτέρω Τμήμα του παρόντος Δικαστηρίου προς εκδίκαση της ένδικης υπόθεσης, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της, παραπέμφθηκε η ένδικη, από 22.4.2021 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …………/1.6.2021 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……./1.6.2021), έφεση, προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Τμήματος Ναυτικών Διαφορών. Η εν λόγω έφεση, με την οποία πλήττεται η με αριθμό 864/27.2.2020 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εξεδόθη ερήμην της πρώτης εναγομένης και ήδη πρώτης εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών και η οποία απέρριψε στο σύνολό της την από 5.4.2019 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου …………/2019) αγωγή του ήδη εκκαλούντος, ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης ως προς τον δεύτερο των εναγομένων και ήδη δεύτερο εφεσίβλητο και ως μη νόμιμη ως προς την πρώτη εναγομένη και ήδη πρώτη εφεσίβλητη, έχει ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση του δικογράφου της, συνοδευόμενη από το νόμιμο παράβολο (βλ. το με αριθμό …………. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών), στη Γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.

ΙΙ. Με την ένδικη από 5.4.2019 αγωγή του και κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, ο εκκαλών – ενάγων ……… του Γεωργίου, ισχυρίζεται ότι, κατά τον μήνα Απρίλιο του έτους 2006, ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της, αλλοδαπής και δη εδρεύουσας στο  ………. Αγγλίας, εταιρείας με την επωνυμία “…………..”, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Αγγλίας πλοίου, με το όνομα «B». Κατόπιν προσυμφώνου που η αμέσως ανωτέρω εταιρεία είχε συνάψει με τον δεύτερο εναγόμενο …….., η ανωτέρω μη διάδικος στην παρούσα δίκη πλοιοκτήτρια εταιρεία, είχε αναλάβει όπως πωλήσει και μεταβιβάσει το ανωτέρω σκάφος στον δεύτερο εναγόμενο, ατομικά ή σε εταιρεία συμφερόντων του, το οποίο εν τέλει μεταβιβάσθηκε την 14.5.2013, στη μη διάδικο στην παρούσα δίκη εταιρεία με την επωνυμία «……………», της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο δεύτερος εναγόμενος. Επιπροσθέτως, ήδη από 1.4.2006, αυτή (πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου εταιρεία) παρέδωσε την κατοχή και χρήση του εν λόγω πλοίου στον δεύτερο εναγόμενο. Ο τελευταίος (δεύτερος εναγόμενος), ως κάτοχος και κυβερνήτης του ανωτέρω πλοίου, κατήρτισε με την εταιρεία με την επωνυμία «………..», οιονεί καθολική διάδοχος με απορρόφηση της οποίας κατέστη η ήδη πρώτη εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία «………………..», την από 4.4.2006 σύμβαση ελλιμενισμού του ανωτέρω πλοίου στη Μαρίνα ……, με διάρκεια από 1.4.2006 έως 31.12.2006, τους όρους της οποίας (σύμβασης ελλιμενισμού) παραθέτει στην ένδικη αγωγή του. Το εν λόγω δε πλοίο, τον μήνα Απρίλιο του έτους 2006, ελλιμενίσθηκε στην Μαρίνα ……….. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι, αν και ο ίδιος τόσο ατομικά όσο και ως νόμιμος εκπρόσωπος της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας με την επωνυμία “…. …. ….”, ουδέποτε είχε οιαδήποτε επικοινωνία ή συναλλαγή τόσο με την ανωτέρω εταιρεία με την επωνυμία «……………….» όσο και με την ήδη πρώτη εναγομένη εταιρεία, όλως αιφνιδίως, στις αρχές του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2018 έλαβε, μέσω ταχυδρομείου, φάκελο από το Υποκατάστημα ………… της πρώτης εναγομένης, στην οποία περιείχοντο τα αναφερόμενα στην αγωγή έγγραφα (απόφαση της Διεύθυνσης Οικονομικών και Διοικητικών Υποθέσεων της πρώτης εναγομένης, υπογεγραμμένες υπό του Διευθύνοντος αυτής Συμβούλου, περί καταλογισμού σε βάρος του και έγκρισης βεβαίωσης προς είσπραξη από το αρμόδιο Δημόσιο Ταμείο ποσό ευρώ 79.344,60 και δη το ποσό των ευρώ 25.189,81 ως υπόλοιπο οφειλών από τέλη και λογαριασμούς ελλιμενισμού έως την 31.12.2012 και το ποσό των ευρώ 54.154,85 για τέλη και λογαριασμούς ελλιμενισμού από έτους 2013 έως την 28.2.2017, λογιστική καρτέλα της πρώτης εναγομένης κίνησης πελατών του ανωτέρω σκάφους από 1.4.2006 έως 8.2.2017 και δύο βεβαιώσεις οφειλών – αποστολές Χρηματικών και Βεβαιωτικών Καταλόγων προς την Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά, με τους συνημμένους, αναφερομένους στην αγωγή, χρηματικούς και βεβαιωτικούς καταλόγους για τα ανωτέρω ποσά, του Υποκαταστήματος ………. της πρώτης εναγομένης) τα οποία επισυνάπτει στην ένδικη αγωγή. Από τα έγγραφα αυτά, ισχυρίσθηκε ότι, διεπίστωσε ότι η πρώτη εναγομένη αξιώνει από αυτόν, όπως της καταβάλει το ποσό των ευρώ 79.344,60 για τέλη και λογαριασμούς ελλιμενισμού του ανωτέρω πλοίου στη Μαρίνα ………., που ανάγονται χρονικά, προ της 31.12.2012 και έως τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2017. Ότι από τη μελέτη των εγγράφων αυτών και ιδίως την αποτυπωμένη στην καρτέλα πελάτη κίνησης χρεώσεων, διεπίστωσε ότι [Α] έχουν εξοφληθεί δια καταβολής όλα τα τέλη και οι εν γένει χρεώσεις σε βάρος του εν λόγω πλοίου από την πρώτη εναγομένη αφορώντα το χρονικό διάστημα από μηνός Απριλίου 2006 έως και μέρος των χρεώσεων αυτών μηνός Ιανουαρίου 2011 και δη [α] όλα τα τέλη και οι λογαριασμοί ελλιμενισμού του εν λόγω σκάφους από μηνός Απριλίου έως και μηνός Οκτωβρίου του έτους 2009 έχουν εξοφληθεί, δεδομένου ότι στην ανωτέρω λογιστική καρτέλα πελάτη που τηρούσε η πρώτη εναγομένη, υπάρχει εγγραφή με αύξοντα αριθμό Α/Α …… με συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο μηδέν, [β] τα υπόλοιπα, εκ ποσού ευρώ 1.863,47, μισθώματα του έτους 2009 ήτοι τα μισθώματα των μηνών Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2009, εκ ποσού ευρώ 941,91 και 921,56, αντίστοιχα, εξοφλήθηκαν δια καταβολής την 18.3.2011, αντίστοιχου ποσού, [γ] όλα τα μισθώματα όλων των μηνών από μηνός Ιανουαρίου έως και μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2010, όπως τα επιμέρους ποσά αναλύονται στην αγωγή, συνολικού ποσού ευρώ 12.140,29, εξοφλήθηκαν δια καταβολής την 18.3.2011 αντίστοιχου ποσού, [δ] δια της καταβολής του ποσού των 230,24 ευρώ, την 18.3.2011, εξοφλήθηκε εν μέρει το πρώτο μίσθωμα του έτους 2011 και παρέμεινε υπόλοιπο ποσό ευρώ 748,91 και [Β] τα εκ ποσού ευρώ 25.189,81 τέλη και εν γένει χρεώσεις του εν λόγω πλοίου, όπως αυτά αναλύονται ανά μήνα, από μηνός Ιανουαρίου 2011 έως και μηνός Δεκεμβρίου 2012, έχουν υποπέσει σε πενταετή παραγραφή, ήτοι από το τέλος του έτους, εντός του οποίου γεννήθηκε η αξίωση της πρώτης εναγομένης προς είσπραξη εκάστου επιμέρους μισθώματος των μηνών Ιανουαρίου 2011 έως και μηνός Δεκεμβρίου 2012, έως της κοινοποίησης σε αυτόν των ανωτέρω εγγράφων, παρήλθε χρονικό διάστημα πέραν της πενταετίας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 250 αρ. 16 του ΑΚ, που τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμοστέο, με αποτέλεσμα να μην οφείλει τα εν λόγω ποσά και συγκεκριμένα [α] το ανωτέρω υπόλοιπο ποσού ευρώ 748,91 του μισθώματος Ιανουαρίου 2011, καθώς και τα υπόλοιπα μισθώματα (από μηνός Φεβρουαρίου έως και μηνός Δεκεμβρίου) του έτους 2011, συνολικού ποσού ευρώ 11.933,78 ευρώ, όπως για έκαστο μήνα τα επιμέρους ποσά αναλύονται ειδικότερα στην ένδικη αγωγή, συνυπολογιζομένου και του από 11.4.2011 πιστωτικού τιμολογίου, ποσού ευρώ 749,15, που προκύπτει από την εγγραφή με α/α 78 στην ανωτέρω καρτέλα πελάτη, παρεγράφησαν την 31.12.2016 και [β] τα συνολικού ποσού ευρώ 13.256,03 μισθώματα του έτους 2012, παρεγράφησαν την 31.12.2017.  Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι, την 14.5.2013 το ανωτέρω πλοίο μεταβιβάσθηκε από την ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία “…. …. ….” στη μη διάδικο στην παρούσα δίκη εταιρεία με την επωνυμία « … ….», της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο δεύτερος εναγόμενος και με την οποία (αγοράστρια εταιρεία) ο ίδιος (ενάγων) καμία σχέση δεν διατηρεί, με αποτέλεσμα έκτοτε, ήτοι από την 14.5.2013 και εντεύθεν, η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία με την επωνυμία “…. …. ….” και αυτός, ως εκπρόσωπός της, να μην ευθύνεται για τις εκ ποσού ευρώ 49.258,40 απαιτήσεις ελλιμενισμού του εν λόγω πλοίου που προβάλλει η πρώτη εναγομένη, όπως τα επιμέρους ποσά ανά μήνα αναλύονται ειδικότερα στην αγωγή. Ενόψει τούτων, ισχυρίσθηκε ότι, το ανωτέρω ποσό των ευρώ 49.258,40, η πρώτη εναγομένη άδικα, παράνομα και καταχρηστικά αξιώνει από αυτόν (ενάγοντα) και περαιτέρω κατελόγισε και βεβαίωσε σε βάρος του προς είσπραξη από την οικεία Δ.Ο.Υ., ενώ έπρεπε να αξιώσει αυτό, από τη νέα πλοιοκτήτρια του πλοίου εταιρεία με την επωνυμία «…….» και τον νόμιμο εκπρόσωπο αυτής, δεύτερο εναγόμενο, χρήστη και κυβερνήτη του ανωτέρω πλοίου. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι, πλέον των ανωτέρω, δεν οφείλει το ανωτέρω ποσό των ευρώ 49.258,40, καθώς επίσης το ποσό των ευρώ 4.896,45 που αξιώνει η πρώτη εναγομένη για τέλη ελλιμενισμού και λογαριασμούς του ανωτέρω πλοίου που αφορούν το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 14.5.2013, οπότε το ανωτέρω πλοίο ανήκε στην πλοιοκτήτρια εταιρεία “…. …. ….” της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ήταν αυτός, οι οποίες δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή, και τα οποία ποσά η πρώτη εναγομένη βεβαίωσε σε βάρος του, διότι [ι] για το επίδικο σκάφος, υπεγράφη μόνον μία σύμβαση ελλιμενισμού την 4.4.2006, αφορώσα το χρονικό διάστημα από 1.4.2006 έως 31.12.2006. Ακολούθως δε, όπως η πρώτη εναγομένη ισχυρίσθηκε δια των προστηθέντων της υπαλλήλων, αυτή (πρώτη εναγομένη), μονομερώς ανανέωσε τη σύμβαση αυτή ελλιμενισμού, χωρίς τη συγκατάθεση του πελάτη της, Ότι, τυχόν ανανέωση αυτής από την πρώτη εναγομένη έλαβε χώρα παρανόμως, ήτοι όχι σύμφωνα με όσα προβλέπονταν στους συμβατικούς όρους της μοναδικής σύμβασης που καταρτίσθηκε, και δη με χρονική διάρκεια δώδεκα μήνες και χωρίς προηγούμενη εξόφληση όλων των τελών και λοιπών λογαριασμών του εν λόγω πλοίου προς αυτήν (πρώτη εναγομένη) έως του χρόνου ανανέωσης. Τούτο έπραξε, κατά τον ενάγοντα η πρώτη εναγομένη, χωρίς δικαίωμα, εφόσον στους συμβατικούς όρους της σύμβασης ελλιμενισμού που υπεγράφη, προβλέπονταν η δυνατότητα μονομερούς υπό της πρώτης εναγομένης ανανέωσης της εν λόγω σύμβασης όχι όμως για δώδεκα μήνες, αλλά για εννέα μήνες και παράλληλα, προϋπόθεση αυτής (μονομερούς ανανεώσεως) ήταν η μη ύπαρξη προηγούμενων οφειλών του εν λόγω πλοίου προς αυτήν (πρώτη εναγομένη), με αποτέλεσμα οι ένδεκα ανανεώσεις της σύμβασης ελλιμενισμού του εν λόγω πλοίου, στις οποίες μονομερώς προέβη η πρώτη εναγομένη, να τυγχάνουν άκυρες, ως αντιβαίνουσες τους συμβατικούς όρους ανανέωσης αυτής και [ιι] σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι παρά την έλλειψη της προϋπόθεσης της ολοσχερούς εξοφλήσεως των προηγουμένων λογαριασμών από τον πελάτη, οι ένδεκα ανανεώσεις της ανωτέρω σύμβασης ελλιμενισμού που έλαβαν χώρα ήταν έγκυρες, το δικαίωμα της πρώτης εναγομένης για μονομερή ανανέωση, ασκήθηκε καταχρηστικά υπ’ αυτής, σε αντίθετη με την καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, διότι αυτή παραβλέποντας την επί σειρά ετών ύπαρξη οφειλών του ανωτέρω πλοίου προς αυτήν, συνέχιζε παρά ταύτα μονομερώς και ατύπως να ανανεώνει τη διάρκεια της σύμβασης και να επιβαρύνει, τοιουτοτρόπως, τον αντισυμβαλλόμενό της με υπέρογκες οφειλές, χωρίς μάλιστα να γνωστοποιεί τούτο στον πελάτη της – αντισυμβαλλόμενό της και δη εγκαίρως. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι, η πρώτη εναγομένη, καταχρηστικώς προέβη τον μήνα Δεκέμβριο 2018 στη βεβαίωση αξιώσεων αυτής από το έτος 2011 και εντεύθεν, ήτοι μετά την παρέλευση επτά ετών, μολονότι στο μεσοδιάστημα ουδέν έπραξε για την είσπραξη των απαιτήσεών της, δεν απέστελνε τακτικά, κατά το χρόνο έκδοσής τους τα παραστατικά των επιμέρους χρεώσεων, ούτε απέστειλε σε αυτόν (ενάγοντα) παραστατικά των επιμέρους χρεώσεων, ούτε ενημερωτική επιστολή ή κάποια εξώδικη όχληση, με αποτέλεσμα αυτός να αγνοεί παντελώς την ύπαρξη οφειλών επ’ ονόματί του, δεδομένου ότι ο ίδιος δεν συνεβλήθη ουδέποτε με την πρώτη εναγομένη, αλλά μαζί της συνεβλήθη μόνον ο δεύτερος εναγόμενος, ο οποίος είχε στην κατοχή του το ανωτέρω πλοίο ήδη από τον μήνα Απρίλιο του έτους 2006, με αποτέλεσμα αυτός να μην γνωρίζει ότι υφίστατο και έως πότε σύμβαση ελλιμενισμού του ανωτέρω πλοίου στη Μαρίνα ……. Αντίθετα, αυτός είχε την πεποίθηση ότι, δεν υπείχε καμία ευθύνη για το εν λόγω πλοίο έναντι οιουδήποτε, διότι είχε παρέλθει χρονικό διάστημα πέραν των πέντε ετών από τη μεταβίβαση του εν λόγω πλοίου και ουδείς τον όχλησε για το εν λόγω σκάφος, με αποτέλεσμα η προβολή από την πρώτη εναγομένη αξιώσεων μετά την παρέλευση μακρού χρόνου και επιπλέον η βεβαίωση των οφειλών αυτών στην οικεία Δ.Ο.Υ., να υπερβαίνουν τα όρια που επιβάλλει η καλή πίστη και ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος της πρώτης εναγομένης για είσπραξη των ενδίκων απαιτήσεών της, μετά από επτά έτη απραξίας και την πλήρη αδιαφορία της, με αποτέλεσμα η άσκηση του δικαιώματος είσπραξης των ενδίκων απαιτήσεων από την πρώτη εναγομένη να τυγχάνει καταχρηστική. Περαιτέρω, ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι, από μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2018 φαίνεται να έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Ελληνικό Δημόσιο, ύψους εκ ποσού ευρώ 79.344,66, πλέον τόκων και προσαυξήσεων, αν και οι οφειλές αυτές αφορούν παραγεγραμμένες, άκυρες και καταχρηστικές αξιώσεις της πρώτης εναγομένης, με αποτέλεσμα να μη δύναται να λάβει φορολογική ενημερότητα και επιπροσθέτως, αν και το Ελληνικό Δημόσιο του οφείλει ποσό 100.000 ευρώ, από αχρεωστήτως καταβληθέντες φόρους, να μην του αποδίδει το ποσό αυτό. Κατόπιν τούτων ζήτησε [Α] να αναγνωριστεί α) ότι οι αξιώσεις της πρώτης εναγομένης που αναφέρονται στον υπ’ αριθμ. …/2018, από 26/11/2018 χρηματικό και βεβαιωτικό κατάλογο και καταλογίστηκαν και βεβαιώθηκαν επ’ ονόματί του, με την υπ’ αριθμ. πρωτ. …../ 27-11-2018 βεβαίωση, συνολικού ποσού 25.189,81 €, έχουν ήδη παραγραφεί πριν την βεβαίωσή τους και συγκεκριμένα είναι στο σύνολό τους παραγεγραμμένες από την 31-12-2017. (β) Ότι από τις αξιώσεις της πρώτης εναγομένης που αναφέρονται στον υπ’ αριθμ. …/2018, από 26/11/2018 χρηματικό και βεβαιωτικό κατάλογο και καταλογίστηκαν και βεβαιώθηκαν επ’ ονόματί του, με την υπ’ αριθμ. πρωτοκ. …../ 27-11-2018 βεβαίωση, συνολικού ποσού 54.154,85 €, κατά το ποσό των 49.258,40 €, στο οποίο ανέρχονται τα τέλη και οι λογαριασμοί ελλιμενισμού, για το χρονικό διάστημα μετά την 14η-5-2013, δεν το οφείλει, λόγω της μεταβίβασης του σκάφους σε τρίτο πρόσωπο και την πλήρη αποξένωσή του απ’ αυτό, καθώς επίσης, (γ) να αναγνωριστεί ότι για το ποσό αυτό των 49.258,40 €, υπεύθυνος προς καταβολή τους είναι ο δεύτερος εναγόμενος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της αγοράστριας εταιρείας/νέας πλοιοκτήτριας «……..» και (δ) Ότι οι αξιώσεις της πρώτης εναγομένης, που αναφέρονται σε αμφότερους τους από 26/11/2018 χρηματικούς και βεβαιωτικούς καταλόγους υπ’ αριθμ. ….. και ……/2018 και καταλογίστηκαν και βεβαιώθηκαν επ’ ονόματί του, με αμφότερες τις υπ’ αριθμ. πρωτοκ. ……… και …………../ 27-11-2018 βεβαιώσεις, ανερχόμενες στο συνολικό ποσό των 79.344,66 €, είναι άκυρες επειδή απορρέουν από άκυρες μονομερείς εκ μέρους της πρώτης εναγομένης παρατάσεις της διάρκειας της σύμβασης ελλιμενισμού του σκάφους και ως καταχρηστικές. Περαιτέρω [Β] ζήτησε να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη (α) να ανακαλέσει, άλλως να διορθώσει την υπ’ αριθμ. πρωτ. 8713/8-11-2018 απόφασή της, τους υπ’ αριθμ. ……… και …../26-11-2018 χρηματικούς και βεβαιωτικούς καταλόγους και τις υπ’ αριθμ. πρωτοκ. ……….. και ………/ 27-11-2018 βεβαιώσεις οφειλών, επί σκοπώ όπως διαγράψει από τα αρχεία της οποιοδήποτε χρέος σε βάρος του από τον ελλιμενισμό του σκάφους «Β» στην Μαρίνα …… και (β) να προβεί σε όλες τις κατά νόμο ενέργειες, προκειμένου να διαγραφούν από το Δημόσιο Ταμείο οι ως άνω βεβαιωθείσες επ’ ονόματί του οφειλές. Τέλος [Γ] ζήτησε να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη.

Συζητήσεως γενομένης της ανωτέρω αγωγής, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, την 11.6.2019, ερήμην της πρώτης εναγομένης, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών, εξεδόθη η με αριθμό 864/2020 εκκαλουμένη απόφαση με την οποία, αφού έγινε σιωπηρά δεκτό ότι το ανωτέρω Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, ενόψει των στοιχείων αλλοδαπότητας που εμφανίζει η υπόθεση εφόσον η ανωτέρω πλοιοκτήτρια του πλοίου εταιρεία, της οποίας ο ενάγων, κατά την αγωγή, είναι νόμιμος εκπρόσωπος, είναι αλλοδαπή, ως εδρεύουσα στην Αγγλία, εταιρεία, το πλοίο δε στο οποίο αφορά η ένδικη διαφορά φέρει σημαία Αγγλίας και ομοίως, αφού δέχθηκε σιωπηρά ως εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο, ακολούθως το ανωτέρω Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε την ένδικη αγωγή ως απαράδεκτη και δη ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης όσον αφορά στον δεύτερο των εναγομένων, καθό μέρος δε ηγέρθη σε βάρος της πρώτης εναγομένης απέρριψε αυτή ως μη νόμιμη διότι, όπως έκρινε [α] κατά το μέρος που ζητείται να αναγνωρισθεί ότι η πρώτη εναγομένη παρανόμως αξιώνει, δια των χρηματικών και βεβαιωτικών καταλόγων που κοινοποίησε στον ενάγοντα, το συνολικό χρηματικό ποσό των 79.344,66 ευρώ, επικαλούμενος ότι α) μέρος της αξίωσης έχει υποπέσει σε παραγραφή, β) το υπόλοιπο αυτής δεν το οφείλει ο ίδιος και γ) το σύνολο της αξίωσης έχει καταχρηστικά βεβαιωθεί, εκ του λόγου ότι, αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής δύναται να είναι μόνον η αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας μιας έννομης σχέσης με την έννοια του δικαιώματος ή της υποχρέωσης και όχι απλά πραγματικά γεγονότα ή προϋποθέσεις δικαιώματος ή αξίωσης, όπως έκρινε ότι ζητείται εν προκειμένω υπό του ενάγοντος, εφόσον ζητείται να αναγνωρισθεί το γεγονός της παραγραφής, της μη οφειλής του και της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος από την πλευρά της πρώτης εναγομένης και [β] κατά τα λοιπά αγωγικά αιτήματα με τα οποία επιδιώκεται η ανάκληση, άλλως η μεταρρύθμιση της υπ’ αριθμ. 8713/08-11-2018 απόφασης της πρώτης εναγομένης, διότι οι ανωτέρω πράξεις δύνανται να ανακληθούν ή τροποποιηθούν μόνο με την άσκηση ανακοπής, κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ, η οποία θα στρέφεται κατά του, εκδόσαντος τον εν θέματι νόμιμο τίτλο, νομικού προσώπου και αίτημά της (ανακοπής) θα είναι η ακύρωση του τίτλου αυτού, με αποτέλεσμα τα εν λόγω αιτήματα να μην δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής.

Κατά της απόφασης αυτής, ο ενάγων και ήδη εκκαλών, ως έχων έννομο συμφέρον, προκύπτοντος από το διατακτικό της εκκαλουμένης αποφάσεως, παραπονείται με την ένδικη έφεσή του για εσφαλμένη απόρριψη της ένδικης αγωγής του ως μη νόμιμης και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως με σκοπό, να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ένδικη αγωγή του, κατά αμφοτέρων των εφεσιβλήτων και να καταδικασθούν αυτοί στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο έφεσης, υπό τον τίτλο «εσφαλμένη απόρριψη της αγωγής του εκκαλούντος ως μη νόμιμης» ο εκκαλών – ενάγων, ισχυρίζεται ότι, εσφαλμένως, υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή του, κατά τα αναγνωριστικά της αιτήματα, ως μη νόμιμη, ενόψει του ότι η ένδικη αγωγή φέρει τον χαρακτήρα αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής (άρθρο 70 ΚΠολΔ), καθόσον με αυτήν αξιώνεται η αναγνώριση της έλλειψης οφειλής του προς την πρώτη εναγομένη και όχι, όπως η εκκαλουμένη απόφαση, εκτιμώντας το δικόγραφο της αγωγής, κατέληξε ότι ζητείται η διάγνωση των λόγων που, κατά την αγωγή του, δεν οφείλει τα αναφερόμενα στην αγωγή χρηματικά ποσά. Κατά τον ίδιο λόγο, η απόρριψη της αγωγής του ως νόμω αβάσιμης με την εκκαλουμένη απόφαση, τυγχάνει εσφαλμένη. Με τον δεύτερο λόγο έφεσής του υπό τον τίτλο «Παραγραφή του κονδυλίου ποσού ύψους 25.1879,81 ευρώ για μισθώματα μέχρι και 31.12.2012», ο εκκαλών – ενάγων, διατείνεται ότι, εσφαλμένως υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, δεν έγινε δεκτός ο, περί παραγραφής της υπό της πρώτης εναγομένης αξίωσης, που περιγράφεται στην αγωγή του, για την καταβολή του ποσού των ευρώ 25.189,81. Με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο εκκαλών–ενάγων, διατείνεται ότι, εσφαλμένως, υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, δεν έγινε δεκτός ο νόμιμα προβληθείς αγωγικός ισχυρισμός του περί ανυπαρξίας οφειλής του καταβολής των μισθωμάτων (τέλη και λογαριασμούς ελλιμενισμού) που αφορούν τη χρονική περίοδο από 14.5.2013 έως 8.2.2017, συνολικού ποσού 49.258,40, αν και την 14.5.2013 το ανωτέρω σκάφος, μεταβιβάσθηκε από την ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία με την επωνυμία “…. …. ….” στην εταιρεία με την επωνυμία «…….», παραθέτοντας το αντίστοιχο απόσπασμα της ανωτέρω αγωγής του, ενόψει του ότι από καμία διάταξη νόμου δεν προβλέπεται υποχρέωση του πωλητή για αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη με τον αγοραστή για οφειλές που αφορούν στο, μετά την πώληση, χρονικό διάστημα. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ο εκκαλών – ενάγων, ισχυρίζεται ότι, εσφαλμένως, υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, απορρίφθηκαν οι νόμιμα και παραδεκτά προβληθέντες ισχυρισμοί του, που περιέχονται στην ανωτέρω αγωγή του, περί ακυρότητος των μονομερών ανανεώσεων των ενδίκων συμβάσεων, υπό της πρώτης εναγομένης, δίχως τη συγκατάθεση του πελάτη της, για δώδεκα μήνες, αν και κατά την από 4.4.2006 σύμβαση ελλιμενισμού, αυτή (πρώτη εναγομένη) ηδύνατο να ανανεώσει τη σύμβαση ελλιμενισμού μόνον για εννέα μήνες και μάλιστα οι εν λόγω ανανεώσεις έλαβαν χώρα, υπό της πρώτης εναγομένης, χωρίς να πληρούται η προϋπόθεση της πλήρους και ολοσχερούς προηγούμενης εξοφλήσεως προηγουμένων οφειλών του πελάτης της. Επιπροσθέτως, στα πλαίσια του ιδίου λόγου έφεσης, εκκαλείται η ανωτέρω απόφαση και διότι δεν διέγνωσε την επικαλούμενη με την αγωγή καταχρηστική συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης. Με την ένδικη δε έφεση, ζητείται η εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως και η αποδοχή στο σύνολό της ως νόμιμης και ακολούθως βάσιμης στην ουσία της της ένδικης αγωγής σε βάρος αμφοτέρων των ήδη εφεσιβλήτων.

Με την ένδικη έφεση, όπως αυτή εκτιμάται, ενόψει και του αιτήματος αυτής με το οποίο, όπως προελέχθη, ζητείται η εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως και η αποδοχή της ένδικης αγωγής στο σύνολό της, ως προς αμφοτέρους τους εφεσιβλήτους, ο εκκαλών πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, ήτοι και καθό μέρος με την εκκαλουμένη απόφαση η αγωγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη όσον αφορά στον δεύτερο εναγόμενο και ήδη δεύτερο εφεσίβλητο και καθό μέρος ζητείται, όπως υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη (α) να ανακαλέσει, άλλως να διορθώσει την υπ’ αριθμ. πρωτ. 8713/8-11-2018 απόφασή της, τους προαναφερομένους υπ’ αριθμ. …… και ……/26-11-2018 χρηματικούς και βεβαιωτικούς καταλόγους και τις υπ’ αριθμ. πρωτοκ. ………. και ………../27-11-2018 βεβαιώσεις οφειλών, επί σκοπώ όπως, η πρώτη εναγομένη διαγράψει από τα αρχεία της οποιοδήποτε χρέος σε βάρος του, από τον ελλιμενισμό του σκάφους «Β» στην Μαρίνα …… και (β) να προβεί αυτή (πρώτη εναγομένη) σε όλες τις κατά νόμο ενέργειες προκειμένου να διαγραφούν από το Δημόσιο Ταμείο οι ως άνω, βεβαιωθείσες επ’ ονόματί του οφειλές. Επιπροσθέτως, και δεδομένου ότι με την εκκαλουμένη απόφαση η ένδικη αγωγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, ελλείψει παθητικής νομιμοποιήσεως και ως μη νόμιμη καθό μέρος ηγέρθη σε βάρος της πρώτης εναγομένης, ιδίως δε κατά το αναγνωριστικό της αγωγής σκέλος, διότι κρίθηκε ότι με αυτή ζητείται η αναγνώριση απλών πραγματικών περιστατικών, χωρίς ειδικότερη απόρριψη των επιμέρους λόγων της αγωγής, ενόψει των οποίων ο ενάγων ζητεί όπως αναγνωρισθεί η μη οφειλή των ποσών που αναφέρονται στην αγωγή, εκτιμάται ότι και με τους τέσσερις λόγους έφεσης, πλήττεται η απόρριψη της ένδικης αγωγή ως απαράδεκτης καθό μέρος αφορά στον δεύτερο εναγόμενο και ως μη νόμιμη καθό μέρος αφορά στην πρώτη εναγομένη.

ΙΙΙ. [Α] Με το άρθρο 12 του Ν. 2636/1998 συστήθηκε η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……………….», η οποία, με το άρθρο 9 παρ. 4 Ν. 2837/2000 μετονομάσθηκε αρχικώς σε «……………….» και, ακολούθως, με το άρθρο 2 παρ. 1 περ. δ’ Ν. 3270/2004 μετονομάσθηκε σε «……………….». Σκοπός της παραπάνω εταιρίας, με βάση το άρθρο 13 παρ. 1 περ. α’ Ν. 2636/1998, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 παρ. 6 Ν. 2837/2000, είναι η διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση της περιουσίας και των επιχειρηματικών μονάδων του …….. Στη συνέχεια, με το άρθρο 21 παρ. 5 Ν. 3878/2010, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 47 παρ. 2 Ν. 3943/2011, η εταιρία  με την επωνυμία «………….» συγχωνεύθηκε με απορρόφηση από την εταιρεία με την επωνυμία «…………….», η οποία μετονομάστηκε σε «……………». Δυνάμει των διατάξεων του Ν. 4002/2011 και της Κ.Υ.Α. Δ6Α 1162069 ΕΞ 2011 (ΦΕΚ Β’ 2779/2011), η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………………» (……….), συγχωνεύθηκε με απορρόφηση από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………….», η οποία μετονομάσθηκε σε  «……………» (…………….). Ακολούθως,, με το άρθρο 24 παρ. 1 Ν. 4321/2015, η τελευταία ως άνω εταιρία, απορρόφησε την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………..», η οποία είχε συσταθεί με το άρθρο 16 Ν. 4146/2013. Με το άρθρο 184 Ν. 4389/2016 συστήθηκε η εταιρία με την επωνυμία «………………», σύμφωνα δε με το άρθρο 185 παρ. 1 του ίδιου νομοθετήματος ορίσθηκε ότι: «Η Εταιρεία λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος, σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας. Συστήνεται για να εξυπηρετεί ειδικό δημόσιο σκοπό. Ειδικότερα, η Εταιρεία διαχειρίζεται και αξιοποιεί τα περιουσιακά της στοιχεία προκειμένου να: (α) συνεισφέρει πόρους για την υλοποίηση της επενδυτικής πολιτικής της χώρας και για την πραγματοποίηση επενδύσεων που συμβάλλουν στην ενίσχυση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και β) συμβάλει στην απομείωση των οικονομικών υποχρεώσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας, σύμφωνα με το ν. 4336/2015 (A` 94)». Επίσης, δυνάμει του άρθρου 188 παρ. 1 περ. γ’ του ίδιου νομοθετήματος, η …………….. του ν. 2636/1998, αποτελεί άμεση θυγατρική της παραπάνω εταιρίας, ενώ το άρθρο 196 παρ. 1 και 4 ορίζει ότι: «1. Σκοπός της …… είναι να αξιοποιεί χάριν του δημόσιου συμφέροντος, με κάθε πρόσφορο μέσο, τα ακίνητα περιουσιακά στοιχεία που περιέρχονται στην κυριότητά της δυνάμει του παρόντος νόμου, τα περιουσιακά στοιχεία τη διαχείριση των οποίων έχει αναλάβει από άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και από νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, καθώς και από δημόσιες επιχειρήσεις το μετοχικό κεφάλαιο των οποίων κατέχει, άμεσα ή έμμεσα το Ελληνικό Δημόσιο…4. Η κυριότητα και νομή όλων των ακίνητων περιουσιακών στοιχείων τα οποία ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο και τον ….. και τα διαχειρίζεται η ….. σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, μεταβιβάζονται αυτομάτως στην ….. χωρίς αντάλλαγμα με τις κατωτέρω εξαιρέσεις: α. Αιγιαλοί, παραλίες και παρόχθιες εκτάσεις, υδρότοποι, β. περιοχές Ramsar,  γ. περιοχές Natura, δ. αρχαιολογικοί χώροι, ε. αμιγώς δασικές εκτάσεις και λοιπά πράγματα εκτός συναλλαγής». Τέλος, με το άρθρο 68 παρ. 1 του Ν. 4484/2017 αντικαταστάθηκε το άρθρο 13 παρ. 1 περ. β’ του Ν. 2636/1998 και ορίστηκε ότι η ………… «ασκεί τη διοίκηση, διαχείριση και εκμετάλλευση της περιουσίας και των επιχειρηματικών μονάδων του …………., δικαιούμενη να ενεργεί κάθε πράξη διαχειρίσεως και διαθέσεως για δικό της λογαριασμό και στο όνομά της, εξαιρουμένων των κοινόχρηστων εκτός συναλλαγής τμημάτων ζωνών αιγιαλού και παραλίας των ακινήτων που χαρακτηρίσθηκαν ή χαρακτηρίζονται εφεξής ως «…………….», ενώ με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στο άρθρο 206 του Ν. 4389/2016, το οποίο ορίζει ότι: «Ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της …………. (…………….., πρώην «………………..») κατά τρίτων δύνανται να εισπράττονται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως ισχύει και αποτελούν έσοδα αυτής».

[Β] Κατά το άρθρο 91 παρ. 1 του Ν.Δ. 356/1974 «Κ.Ε.Δ.Ε.», όπως ίσχυε και εφαρμόζεται στην κρινόμενη περίπτωση,  προ της καταργήσεώς του με το άρθρο 85 παρ.5 του νέου Κ.Ε.Δ.Ε. ο οποίος  κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν.4978/2022 «Σε όσες περιπτώσεις ανατίθεται στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες η είσπραξη των εσόδων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, άλλων νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή φυσικών προσώπων εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος νομοθετικού διατάγματος. Χρέη υπέρ νομικών προσώπων και τρίτων που εισπράττονται από τις ΔΟΥ για λογαριασμό τους, εφόσον από τις ίδιες διατάξεις των δικαιούχων προβλέπεται επιβάρυνσή τους με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, πρόστιμα, τόκους υπερημερίας, ΦΠΑ και γενικώς πάσης φύσεως επιβαρύνσεις, αρχόμενες πριν από τη βεβαίωσή τους στις ΔΟΥ, αυτές θα αναγράφονται στον οικείο χρηματικό κατάλογο. Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), για τα οποία εφαρμόζονται μόνον οι διατάξεις του ως άνω Κώδικα, από την ημερομηνία που το χρέος καθίσταται ληξιπρόθεσμο στη Φορολογική Διοίκηση επιβάλλονται επ’ αυτού τόκοι και πρόστιμο εκπρόθεσμης καταβολής, σύμφωνα με το άρθρο 6 του παρόντος. Εφόσον νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου και τρίτοι αποστέλλουν για είσπραξη έσοδά τους στις ΔΟΥ, οφείλουν να έχουν πρόβλεψη για τη δαπάνη των εξόδων για τα αναγκαστικά μέτρα είσπραξης, τα οποία θα λαμβάνονται από τις ΔΟΥ χωρίς προηγούμενη έγκριση». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 73 του ν.δ. 356/1974 [Κ.Ε.Δ.Ε.] «1. Η προ της ενάρξεως της εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτη ασκείται: α] κατά της εκδοθείσας ατομικής ειδοποίησης, β] κατά του εντάλματος προσωπικής κράτησης, που εκδόθηκε και δεν εκτελέστηκε και γ] κατά του νόμιμου τίτλου, εκδικάζεται δε από το αρμόδιο καθ’ ύλην δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 583 έως 585 ΚΠολΔ. Δια ταύτης επιτρέπεται η προβολή πάσης αντιρρήσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου ως και η αμφισβήτησις του κατ’ ουσίαν βάσιμου της απαιτήσεως του Δημοσίου εφόσον ο προσδιορισμός ταύτης δεν έχει ανατεθή εις δικαστήρια ή εις διοικητικάς επιτροπάς αποφαινόμενος μετά δυνάμεως δεδικασμένου. 2. Η κατά της αρξαμένης εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται πάντοτε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου της εκτελέσεως και δια τους κάτωθι περιοριστικώς αναφερόμενους λόγους: α] Εάν η εκτέλεσις εχώρησε βάσει ακύρου τίτλου προς είσπραξιν, β] Εάν το χρέος απεσβέσθη δια καταβολής ή δια συμψηφισμού κατά τις διατάξεις του άρθρου 83 του παρόντος ν. διατάγματος ή συνεπεία διαγραφής, αποδεικνυομένων εγγράφως, γ] Εάν επιγενομένως απεσβέσθη άλλως το χρέος του οφειλέτου, της αποσβέσεως αποδεικνυομένης εγγράφως, δ] Εάν το χρέος παρεγράφη, ε] Εάν ο διωκόμενος ως διάδοχος του υποχρέου δεν είναι ο νόμω υπόχρεος, στ] Εάν ο διωκόμενος δεν υπόκειται εις προσωπική κράτησιν και ζ] Εάν κατά την εκτέλεσιν εχώρησαν παραλείψεις ή ακυρότητες τηρουμένων των εν άρθρω 75 του παρόντος ν. διατάγματος οριζομένων. Αμφισβήτησις άλλη περί της υπάρξεως της οφειλής προς το Δημόσιον είναι απαράδεκτος εν τη διαδικασία ταύτη.» Από τα ανωτέρω, συνάγεται ότι, το συγκεκριμένο άρθρο, αφενός παρέχει στον οφειλέτη, ως άμυνα, δύο είδη ανακοπών, και δη την ανακοπή της παρ. 1 πριν από την έναρξη της διοικητικής εκτέλεσης και την ανακοπή της παρ. 2 μετά την έναρξη της διοικητικής εκτέλεσης, η οποία [έναρξη αναγκαστικής εκτέλεσης] εντοπίζεται στην επιβολή κατάσχεσης ή την σύλληψη του οφειλέτη [ΑΠ 430/2023, ΑΠ139/2018 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου] και αφετέρου οριοθετεί την προθεσμία για την άσκηση και των δύο προκείμενων ανακοπών για τους σε αυτές λόγους, ώστε με την έναρξη της διοικητικής εκτέλεσης να λήγει η προθεσμία της πρώτης ανακοπής της παρ. 1 και να αρχίζει η προθεσμία της δεύτερης ανακοπής της παρ. 2 [ΑΠ 430/2023, ΑΠ139/2018 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου]. Ειδικότερα δε, ως προς την προθεσμία της άσκησης της ανακοπής του άρθρου 73 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε., το εν λόγω νομοθετικό διάταγμα δεν θέτει εναρκτήριο, αλλά μόνο καταληκτικό γεγονός, ήτοι την έναρξη της διοικητικής εκτέλεσης. Ο νομοθέτης με τη συγκεκριμένη ρύθμιση [του άρθρου 73 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε.] θέλησε να παράσχει στον οφειλέτη μία ολοκληρωτική έννομη προστασία πριν αρχίσει η διοικητική εκτέλεση και, παράλληλα, να χορηγήσει τη δυνατότητα στο Διευθυντή του Δημόσιου του Δημόσιου Ταμείου να σταθμίσει, πριν προβεί στην έναρξη της εκτέλεσης, την κατάσταση που δημιουργήθηκε με την άσκηση της οικείας ανακοπής. Με την ανακοπή της παραγράφου 1 του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ, δηλαδή πριν αρχίσει η εκτέλεση, ο ανακόπτων μπορεί, προβάλλοντας τον νόμιμο τίτλο [ΑΠ 1405/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ], να αμφισβητήσει και το νομικά και ουσιαστικά βάσιμο της απαίτησης για την οποία επισπεύδεται διοικητική εκτέλεση. Αντίθετα, με την ανακοπή της παραγράφου 2 του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ, ο ανακόπτων δεν δύναται να αμφισβητήσει την νομική και ουσιαστική βασιμότητα της απαίτησης, παρά μόνο να προβάλλει την ακυρότητα του τίτλου εκτέλεσης (της εν στενή εννοία ταμειακής βεβαίωσης της Δ.Ο.Υ.), καθώς επίσης (να προβάλλει) και την ακυρότητα του νόμιμου τίτλου, επί του οποίου στηρίζεται ο τίτλος εκτέλεσης, αναφορικά με παραλείψεις και ακυρότητες, επικαλούμενος ασφαλώς και ανεπανόρθωτη βλάβη (αρθρ. 75 ΚΕΔΕ), όπως στην περίπτωση που το χρέος βεβαιώνεται (εν ευρεία εννοία) από αρμόδιες Αρχές, όπως οι τράπεζες – πιστωτικά ιδρύματα και συντάσσεται σχετικός χρηματικός κατάλογος που αποστέλλεται στη Δ.Ο.Υ., όταν αυτός δεν περιέχει τα προσδιοριστικά στοιχεία της οφειλής, του υπόχρεου και των τυχόν συνυπόχρεων ευθυνόμενων τρίτων, όπως το είδος της οφειλής και το ακριβές ποσό αυτής κατά κεφάλαιο και τόκους (ΟλΑΠ 5/2019, ΑΠ 251/2018 δημ ΝΟΜΟΣ). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά τη μάλλον κρατούσα άποψη (ΔΕφΑθ 1922/97, ΔΦΝ 52, σελ. 72 επ. και contra ΔΕφΑθ 3834/87, ΔιΔικ 1, σελ. 183, ΔΕφΑθ 2424/88, ΔιΔικ 1, σελ. 915, Β.Ι. Παπαχρήστου, Διοικητική Εκτέλεση, 1992, σελ. 424, Α. Γέροντας/Α. Ψάλτης, Ερμηνεία ΚΕΔΕ, 3η έκδ., 2016, άρθ. 73, σ. 754 = sakkoulas-online) και άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, προς άσκηση της ανακοπής του άρθρου 73 παρ.1 του ΚΕΔΕ κατά του νομίμου τίτλου, δεν απαιτείται η προηγούμενη ταμειακή βεβαίωση του εν λόγω τίτλου, αλλά αρκεί η ύπαρξη της πράξης του τίτλου, εφόσον καταλογίζεται ορισμένο χρηματικό ποσό.

[Γ] Στη δίκη που ανοίγεται με την ανακοπή του άρθρου 73 § 1 ν.δ.356/1974 “Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων” σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 583 έως 585 ΚΠολΔ (η οποία όπως προελέχθη μπορεί να ασκείται και κατά του νομίμου τίτλου, όσο και κατά της ταμειακής βεβαίωσης) ο μεν ανακόπτων επέχει κατ` αρχήν θέση εναγομένου, ο δε καθού θέση ενάγοντος και γι` αυτό βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη των γεγονότων, των οποίων το βάρος θα έφερε, αν ασκούσε το δικαίωμά του με αγωγή. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, όπως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, ήτοι μετά την αντικατάστασή του από το Ν. 4224/2013, «Νόμιμος τίτλος είναι α) Τα έγγραφα, στα οποία οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, τον οφειλέτη, το είδος, το ποσό και την αιτία της οφειλής. β) Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία αποδεικνύεται η οφειλή. γ) Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία πιθανολογείται η οφειλή, ως προς την ύπαρξη και το ποσό αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 347 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.». Στα πλαίσια διερεύνησης ανακοπής του άρθρου 73 παρ.1 του ΚΕΔΕ κατά του νομίμου τίτλου, το Δικαστήριο έχει την εξουσία, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του ΚΕΔΕ, να αναγνωρίσει, μετά από ουσιαστική έρευνα του πραγματικού της υποθέσεως, την ύπαρξη και την έκταση της χρηματικής αξιώσεως του Δημοσίου που απορρέει από το νόμιμο τίτλο ή την ανυπαρξία της αξιώσεως αυτής. Η αναγνώριση της ανυπαρξίας της αξιώσεως του Δημοσίου έχει ως επακόλουθο να καθίσταται ανενεργός εν όλω ή εν μέρει ο τίτλος και να ματαιώνονται οι επαχθείς για τον οφειλέτη συνέπειες της διοικητικής εκτελέσεως. Ειδικότερα με την αναγνώριση της μη υπάρξεως, οφειλής, από το δικαστήριο της ανακοπής, καθίσταται ανενεργός η πράξη επιβολής προστίμου (νόμιμος τίτλος), αίρεται δε και η τυχόν προσωπική αποδοκιμασία που εκφράζεται κατά του οφειλέτη με την ίδια πράξη επιβολής προστίμου. Μάλιστα, κατά την ΟλΣτε 105/1991 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία ακυρώσεως του νομίμου τίτλου, αλλά περιοριζόμενο στην αναγνώριση της μη υπάρξεως, οφειλής, καθίσταται ανενεργός η πράξη επιβολής προστίμου (νόμιμος τίτλος), έστω και αν δεν ακυρώνεται τυπικώς. Ενόψει τούτων υποστηρίζεται περαιτέρω ότι η, πριν την κοινοποίηση της ατομικής ειδοποίησης ή την έκδοση του εντάλματος, ανακοπή, εμφανίζει αναγνωριστικό χαρακτήρα (Ι. Μπρινιας, Διοικητική εκτέλεση εκδ. 1987. σελ. 755.).

[Δ] Από τις διατάξεις του άρθρου 94 Σ. συνάγεται ότι η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, ενώ στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας. Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1406/1983 υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας που δεν είχαν υπαχθεί μέχρι τότε και μνημονεύονται ενδεικτικά στην παράγραφο 2, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι υπό στοιχείο ια’ διαφορές που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά την είσπραξη των δημοσίων εσόδων (ν.δ. 356/1954). Όμως, δεν αποτελούν διοικητικές διαφορές ουσίας όλες ανεξαιρέτως οι διαφορές που ανακύπτουν κατά τη διαδικασία είσπραξης των δημοσίων εσόδων, διότι είναι δυνατόν να προέρχονται από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου μεταξύ του οφειλέτη του Δημοσίου ή των λοιπών προσώπων στα οποία εφαρμόζεται ο ΚΕΔΕ. Κριτήριο για να θεωρηθεί μία τέτοια διαφορά ως διοικητική ή ιδιωτική, αποτελεί η φύση της απαίτησης που αποδεικνύεται από τον τίτλο του άρθρου 2 παρ. 2 του ΚΕΔΕ, ο οποίος αποτελεί το θεμέλιο της διοικητικής εκτέλεσης. Αν η απαίτηση είναι ιδιωτικού δικαίου, τότε και η διαφορά που ανακύπτει κατά την επιδίωξη της αναγκαστικής είσπραξής της είναι ιδιωτική, χωρίς η φύση της να μεταβάλλεται από την παρεμβολή της διοικη­τικής βεβαιωτικής διαδικασίας από όργανα της διοίκησης και την είσπραξή της από το δημόσιο ταμείο (Βλ. ΑΕΔ 8/1989 Ελλ.Δνη 30.1148), οπότε για την εκδίκασή της έχουν δικαιοδοσία τα πολιτικά δικαστήρια (Βλ. ΑΠ 210/1996, ΕΘ 3138/2004, ΜονΕΠατρ 162/2019, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOΣ). Επίσης, το άρθρο 98 του Ν. 4270/2014, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 παρ. 18 του Ν. 4484/2017, ορίζει ότι: «Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο χρόνος και η διαδικασία απόδοσης των εσόδων που εισπράττονται υπέρ τρίτων. Με τις αποφάσεις του προηγούμενου εδαφίου ή όμοιες μπορεί να ανατεθεί στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες η είσπραξη των εσόδων ειδικών δημόσιων υπηρεσιών και Ειδικών Ταμείων, εφόσον η είσπραξη των εσόδων τους δεν είναι δυνατή με δικά τους όργανα, καθώς και η είσπραξη εσόδων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, Α.Δ.Α. και τρίτων. Με τις ίδιες αποφάσεις καθορίζεται και το ποσοστό συμμετοχής των ανωτέρω νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, Α.Δ.Α. και τρίτων στη δαπάνη για την είσπραξη των εσόδων που εισπράττονται για λογαριασμό τους, το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 20% των εισπραττόμενων εσόδων, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει σαφής διάκριση μεταξύ των δημοσίων εσόδων, ως τέτοιων θεωρούμενων εκείνων που επιβάλλονται με απόφαση των οργάνων του Δημοσίου, βεβαιούνται στα Δημόσια Ταμεία και εισπράττονται στη συνέχεια από αυτά, και των εσόδων των προσώπων που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 91 του ΚΕΔΕ, των οποίων η είσπραξη ανατίθεται μεν στα δημόσια ταμεία, πλην όμως τα εν λόγω έσοδα ανήκουν εξ υπαρχής σε αυτά και δεν μετατρέπονται σε «δημόσια έσοδα» από μόνο το λόγο ότι εισπράχθηκαν από τα δημόσια ταμεία, αφού άλλωστε και αυτή η είσπραξή τους έγινε επ’ ονόματι και για λογαριασμό των προσώπων αυτών και όχι για λογαριασμό του Δημοσίου, με συνέπεια, στις περιπτώσεις εκείνες που επιδιώκεται η διαμέσου των δημοσίων ταμείων είσπραξη οφειλών των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 91 του Κ.Ε.Δ.Ε., διάδικος στην επί της ανακοπής δίκη να είναι μόνο το υπέρ ου η είσπραξη πρόσωπο – δικαιούχος της απαίτησης, κατά του οποίου πρέπει να στρέφεται το δικόγραφο της ανακοπής. Αντίθετη εκδοχή, η οποία δηλαδή θα δεχόταν τον χαρακτηρισμό των εσόδων των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 91 παρ. 1 ΚΕΔΕ ως «δημοσίων», θα οδηγούσε στο άτοπο να διεξάγει το Δημόσιο δίκες για λογαριασμό άλλων και εν αγνοία τους, για τις οποίες το ίδιο δεν έχει κάποιο συμφέρον από την έκβασή τους, ευρισκόμενο μάλιστα αυτό σε αδυναμία να αμυνθεί και να προτείνει ενστάσεις και πραγματικά γεγονότα, τα οποία, ενώ δεν είναι γνωστά στο ίδιο (Δημόσιο), είναι γνωστά μόνο στον τρίτο, ερήμην του οποίου θα διεξαγόταν διαδικασία που θα αφορούσε τις δικές του έννομες σχέσεις.

[Ε] Η σύμβαση ελλιμενισμού σκαφών είναι σύμβαση μίσθωσης ακινήτου (ΕΠ 392/2020 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, ΕΠ 847/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 605/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), διεπόμενη από τις περί μισθώσεως διατάξεις του ΑΚ, στην οποία  εφαρμόζεται ο Γενικός Κανονισμός Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στην υπ’ αριθμ. Τ/9803/5.9.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης – Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β΄ 1323/16.9.2003), εκδόθηκε δε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 38 του Ν. 3105/2003 «Τουριστική εκπαίδευση και κατάρτιση, ρυθμίσεις για τον τουρισμό και άλλες διατάξεις» και δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β΄ 1323/16.9.2003), έχων, επομένως, ισχύ νόμου (ΕΠ 392/2020 ο.π.). Οι από αυτήν απορρέουσες διαφορές εκδικάζονται από το, κατά τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 1 εδ. β, 16 αρ. 1 και 29 παρ. 1 ΚΠολΔ, αρμόδιο δικαστήριο, κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών των άρθρων 614, 615 επ. του ΚΠολΔ (πρβλ. ΕφΠειρ 126/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 574, 595 και 596 του ΑΚ, προκύπτει ότι, ο μισθωτής υποχρεούται να καταβάλει το μίσθωμα που συμφωνήθηκε από την παράδοση σ’ αυτόν της χρήσεως του πράγματος, εφόσον έχει τη δυνατότητα χρήσεως αυτού, ανεξαρτήτως αν πράγματι το χρησιμοποιεί. Όταν ο μισθωτής αναλαμβάνει και τις κοινόχρηστες δαπάνες με όρο στη σύμβαση, τότε η αναλογία αυτών, θεωρείται μέρος του μισθώματος, ήτοι θεωρείται μίσθωμα εν ευρεία εννοία και εξομοιώνεται ως προς τις συνέπειες με τη μη καταβολή μισθώματος (ΕφΠειρ 847/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2988/2001 ΕλλΔνη 2001,1402, Γεωργιάδης Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, άρθρο 574 σελ.1127). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 601 ΑΚ, η μίσθωση που συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο, λογίζεται ότι ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο, εάν μετά την παρέλευση του χρόνου που συμφωνήθηκε, ο μισθωτής εξακολουθεί να χρησιμοποιεί το μίσθιο και ο εκμισθωτής το γνωρίζει και δεν εναντιώνεται. Εν τούτοις, βάσει της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, που καθιερώνεται με τις διατάξεις του άρθρου 361 ΑΚ, είναι επιτρεπτή η συμφωνία των συμβαλλομένων για την αναμίσθωση, η οποία καταρτίζεται ρητά ή σιωπηρά και δεν υπόκειται σε τύπο, πριν και μετά τη λήξη της μίσθωσης. Η σύμβαση αυτή, συνιστά νέα σύμβαση (μίσθωση) με περιεχόμενο τους ειδικότερους γι’ αυτή συμφωνημένους όρους. Σε περίπτωση σιωπής, κατά την ερμηνεία της βούλησης των μερών, επαναλαμβάνονται οι όροι της αρχικής μίσθωσης. Η έναρξή της αρχίζει από το χρονικό σημείο κατάρτισής της και όχι από τη λήξη της αρχικής, είναι δε αορίστου χρόνου εάν δεν έλαβε χώρα χρονική οριοθέτηση (Β. Βαθρακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ τόμος Γ, υπό το άρθρο 611, σελ. 793, παρ. 10). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 250 αριθμ. 16 του ΑΚ, σε πενταετή παραγραφή υπόκεινται οι αξιώσεις των κάθε είδους μισθωμάτων Κατά, δε, τα άρθρα 251 και 253 του ΑΚ η παραγραφή των παραπάνω αξιώσεων αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο γεννήθηκε κάθε περιοδική παροχή και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της (ΑΠ 440/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ισχύει δε για κινητά, ακίνητα ή αγροτικά μίσθια, ανεξάρτητα από το είδος της μίσθωσης (ΕφΠειρ 585/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 847/2014 ό.π.). Από τις διατάξεις των άρθρων 262 παρ. 1 ΚΠολΔ και 249 και 250 επ. ΑΚ προκύπτει ότι, για να είναι ορισμένη η ένσταση πενταετούς παραγραφής των αναφερομένων στο άρθρο 250 ΑΚ αξιώσεων, πρέπει να αναφέρεται, εκτός των άλλων και το έτος εντός του οποίου, σύμφωνα με το άρθρο 251 ΑΚ, γεννήθηκε η σχετική αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, ήτοι, το αφετήριο αυτής χρονικό σημείο, που αποτελεί νόμιμη προϋπόθεση έναρξης της πενταετούς παραγραφής των αναφερομένων στο προαναφερόμενο άρθρο 250 ΑΚ αξιώσεων (ΑΠ 7/2015 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

[ΣΤ] Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στην υπ’ αριθμ. Τ/9803/5.9.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης – Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β΄ 1323/16.9.2003), εκδόθηκε δε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 38 του Ν. 3105/2003 «Τουριστική εκπαίδευση και κατάρτιση, ρυθμίσεις για τον τουρισμό και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 29/10.2.2003) και δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β΄ 1323/16.9.2003), έχων, επομένως, ισχύ νόμου, υπό τον τίτλο «Παρεχόμενες Υπηρεσίες – Εξυπηρετήσεις» «1. Οι φορείς διαχείρισης των τουριστικών λιμένων, πέραν των αναφερομένων στον παρόντα Κανονισμό, παρέχουν προς τους χρήστες και τα σκάφη αναψυχής κατ` ελάχιστον όλες τις υπηρεσίες και εξυπηρετήσεις, που προβλέπονται στις Υπουργικές Αποφάσεις χωροθέτησης με τις οποίες εγκρίθηκαν οι χρήσεις γης, στις εγκεκριμένες μελέτες καθώς και στις Υπουργικές Aποφάσεις και συμβάσεις παραχώρησης της χρήσης και εκμετάλλευσης αυτών. 2. Όλες οι παρεχόμενες κατά τουριστικό λιμένα υπηρεσίες εξυπηρετήσεως περιγράφονται στους Ειδικούς Κανονισμούς, που καταρτίζονται από τους φορείς διαχείρισης και υποβάλλονται για έγκριση στο Υπουργείο Ανάπτυξης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 31α του Ν. 2160/93 όπως εκάστοτε ισχύει. … 3. Για τις παρεχόμενες ευκολίες εξυπηρετήσεις των τουριστικών λιμένων προς τα ελλιμενιζόμενα σε αυτούς σκάφη, ο φορέας διαχείρισης κάθε τουριστικού λιμένα, εισπράττει από τους υπόχρεους τα ανάλογα δικαιώματα. … 4. Υπόχρεος προς καταβολή των παραπάνω δικαιωμάτων είναι ο πλοιοκτήτης ή ο νόμιμος εκπρόσωπος ή ο χρήστης του σκάφους, ο οποίος ευθύνεται και εις ολόκληρον με τον πλοιοκτήτη ως πρωτοφειλέτης. Για τον υπολογισμό της καταβολής των δικαιωμάτων ελλιμενισμού ή εναπόθεσης σκάφους στην ξηρά, ως πρώτη μέρα λαμβάνεται υπόψη το από του μεσονυκτίου αρχόμενο εικοσιτετράωρο, εντός του οποίου κατέπλευσε το σκάφος….». Tο άρθρο 8 του εν λόγω Γενικού Κανονισμού ορίζει υπό τον τίτλο «Ελλιμενισμός – Παραμονή – Μεθόρμιση σκαφών» «8.1 Η παραχώρηση, εκ μέρους του φορέα διαχείρισης τουριστικού λιμένα, του δικαιώματος ελλιμενισμού σκάφους, αποκτάται μόνο μετά από έγγραφη έγκριση του φορέα διαχείρισης, εφόσον έχουν συμπληρωθεί τα προς τούτο απαραίτητα έγγραφα….8.4 Ο πλοιοκτήτης, κυβερνήτης ή εκπρόσωπος του σκάφους οφείλει να ενημερώνει εγγράφως το φορέα διαχείρισης για κάθε αλλαγή που αφορά στην πλοιοκτησία εκπροσώπηση (Δ/νση, τηλέφωνο κλπ.) και στο σκάφος (σημαία, νηολόγιο κ.λπ.), 8.5 Σε κάθε περίπτωση αλλαγής πλοιοκτησίας ιδιοκτησίας ελλιμενισμένου σκάφους σε τουριστικό λιμένα, ο πωλητής πρέπει να ενημερώνει εγγράφως το φορέα διαχείρισης περί της γενομένης αλλαγής, αναφέροντας το όνομα, τη δ/νση μόνιμης κατοικίας του αγοραστή, τα στοιχεία του εκπροσώπου καθώς και την ημερομηνία της μεταβίβασης. Την ίδια υποχρέωση έχει και ο αγοραστής, ο οποίος σε κάθε περίπτωση καθίσταται αλληλεγγύως και εις ολόκληρο υπεύθυνος με τον πωλητή για την εξόφληση τυχόν προηγούμενων υποχρεώσεων του περιελθόντος σ` αυτόν σκάφους. … 8.9 Εάν το σκάφος πρόκειται να αναχωρήσει οριστικά από τον τουριστικό λιμένα, ο ιδιοκτήτης, κυβερνήτης ή ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτού, υποχρεούται να το δηλώσει εγγράφως και εγκαίρως στο φορέα διαχείρισης, άλλως ο φορέας διαχείρισης δεν φέρει ευθύνη για την χρέωση του σκάφους μέχρι να ενημερωθεί εγγράφως για την οριστική αναχώρηση αυτού.». Κατά το άρθρο 9 του ίδιου πιο πάνω Γενικού Κανονισμού ορίζει στην παρ. 1 ότι «Τα ελλιμενιζόμενα σκάφη οφείλουν να εξοφλούν τα δικαιώματα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες – εξυπηρετήσεις εμπρόθεσμα και σύμφωνα με όσα προβλέπονται στους Ειδικούς Κανονισμούς Λειτουργίας και στις Υπουργικές Αποφάσεις έγκρισης των τιμολογίων, άλλως επιβαρύνονται με τους νόμιμους τόκους υπερημερίας ανεξάρτητα από άλλες κυρώσεις που μπορεί να προβλέπονται».

[Ζ] Κατά το άρθρο 70 ΚΠολΔ “όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή”. Ως έννομη σχέση, η ύπαρξη ή η ανυπαρξία της οποίας είναι αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής και της επ` αυτής εκδοθησομένης αποφάσεως, νοείται η ρυθμιζόμενη από την έννομη τάξη βιοτική σχέση προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή προσώπου προς αγαθό. Επομένως, για την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής απαιτείται ο ενάγων να έχει έννομο συμφέρον, τέτοιο δε υφίσταται όταν η προκαλούμενη με την αγωγή αυτή δικαστική απόφαση είναι σε θέση να διαλευκάνει την αμφισβητούμενη ύπαρξη ή ανυπαρξία της έννομης σχέσεως, να άρει τη σχετική αβεβαιότητα και να αποτρέψει σχετικές μ` αυτό, παρούσες ή μέλλουσες, δικαστικές διενέξεις και μάλιστα, οριστικά και με δύναμη δεδικασμένου (ΑΠ 102/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το έννομο συμφέρον, η συνδρομή του οποίου επιτελεί νομιμοποιητική λειτουργία στην αναγνωριστική αγωγή και εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης (άρθρο 73 ΚΠολΔ), πρέπει να είναι άμεσο και παρόν. Ειδικότερα, αυτό πρέπει να είναι α) άμεσο, υπό την έννοια ότι η έννομη προστασία, που ζητείται με τη μορφή έκδοσης αναγνωριστικής απόφασης, πρέπει να αποτελεί πρόσφορο και μοναδικό (όχι όμως απαραιτήτως και το μείζον) ένδικο βοήθημα για την εξάλειψη της αβεβαιότητας, που δυσχεραίνει την άσκηση των δικαιωμάτων του ενάγοντος ή προκαλεί άλλο κίνδυνο στα έννομα συμφέροντά του και β) παρόν, υπό την έννοια ότι η ανάγκη δικαστικής προστασίας είναι ενεστώσα, αφορά δηλαδή σε έννομες σχέσεις υπαρκτές και παρούσες και όχι υποθετικές και μελλοντικές ή ενδεχόμενες. Ο κίνδυνος δηλαδή, για τα συμφέροντα του αιτούντος δικαστική προστασία με την άσκηση της αναγνωριστικής αγωγής, μπορεί να εξαρτάται και από τη συνδρομή και άλλου μελλοντικού περιστατικού, το δικαίωμα όμως του οποίου ζητείται η προστασία με την εν λόγω αγωγή πρέπει να είναι κεκτημένο και όχι μελλοντικό και ενδεχόμενο. Εξάλλου, το έννομο συμφέρον, που μπορεί να είναι υλικό ή ηθικό, εξαρτάται από τις εκάστοτε περιστάσεις. Αφετηρία του, όταν η αβεβαιότητα δεν προκύπτει από τα πράγματα, είναι η αμφισβήτηση από τον εναγόμενο της επίδικης έννομης σχέσεως, από την οποία πρέπει να απειλείται βλάβη, για την αποτροπή της οποίας η επιδιωκόμενη απόφαση να αποτελεί πρόσφορο μέσο (ΑΠ 66/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με τα παραπάνω, την αρνητική αναγνωριστική αγωγή νομιμοποιείται να εγείρει εκείνος που έχει άμεσο έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η ανυπαρξία κάποιας έννομης σχέσης, για δε την πληρότητα του δικογράφου της αρκεί μόνη η με αυτήν (αγωγή) αντιτασσόμενη από τον ενάγοντα, κατά του προβαλλόμενου από τον εναγόμενο δικαιώματος, γενική άρνηση των πραγματικών περιστατικών, που το στηρίζουν. Το έννομο συμφέρον όμως, όπως και η νομιμοποίηση του διαδίκου, αποτελούν, σύμφωνα με το άρθρο 68 ΚΠολΔ, ουσιαστικές προϋποθέσεις για την παροχή δικαστικής προστασίας [ΑΠ 1815/2022 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου]. Ο υπερασπιστικός χαρακτήρας της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής έναντι της εξώδικης καύχησης του εναγομένου, ανάγει σε ιστορική της βάση τις αντιρρήσεις που βάλλουν κατά της ύπαρξης της επίδικης έννομης σχέσης και θα απάρτιζαν το αμυντικό οπλοστάσιο του εναγομένου μίας αντίστοιχης θετικής αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής αγωγής [Βλ. Μακρίδου, Αόριστη αγωγή σ. 32 επ.·]. Οι αντιρρήσεις αυτές μπορεί να συνίστανται: α) στην καθολική άρνηση κάθε νοητού κατά νόμο παραγωγικού λόγου (γενική άρνηση), β) στην άρνηση μίας, περισσότερων ή όλων των δικαιογόνων προϋποθέσεων ορισμένου δικαιοπαραγωγικού κανόνα (ειδική άρνηση), είτε γ) στην επίκληση δικαιοκωλυτικών, δικαιοφθόρων ή δικαιοανασταλτικών περιστατικών. Επομένως, η ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ως δικαιοανασταλτικό περιστατικό μπορεί, κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, να προβληθεί και επιθετικά στα πλαίσια έγερσης αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής, με αίτημα την αναγνώριση της ανυπαρξίας οφειλής του ενάγοντος. Περαιτέρω, στα πλαίσια της αναγκαστικής εκτέλεσης που διενεργείται με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 933 και 934 του εν λόγω Κώδικα, αλλά και του γεγονότος ότι η, κατά το σύστημα του ΚΠολΔ, λειτουργία της δικονομικής ακυρότητας, καθιστά αναγκαία την προσβολή των άκυρων πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, οι οποίες παράγουν τις συνέπειες τους μέχρι ν’ απαγγελθεί με δικαστική απόφαση η ακυρότητα τους, οπότε επέρχεται αναδρομική άρση των αποτελεσμάτων τους, γίνεται φανερό, ότι, αν οι επιμέρους πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας παρουσιάζουν ελάττωμα, πρέπει να προσβληθούν με ανακοπή (του άρθρου 933 ΚΠολΔ) μέσα σε ορισμένη προθεσμία, η οποία έχει ως αφετηρία ορισμένη πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας, διεπόμενη η προθεσμία αυτής, ως δικονομική, από τις διατάξεις των άρθρων 144 επ. ΚΠολΔ. Κατά συνέπεια, αν η προθεσμία αυτή περάσει άπρακτη, να επέρχεται έκπτωση από το δικαίωμα προσβολής της σχετικής πράξης (άρθρο 151 ΚΠολΔ) και αυτή (πράξη εκτέλεσης) να καθίσταται πλέον απρόσβλητη και να μην μπορεί να συμπαρασύρει σε ακυρότητα και τις επόμενες πράξεις της διαδικασίας της εκτέλεσης, με έτι περαιτέρω αποτέλεσμα η σχετική ανακοπή (η ασκηθείσα δηλαδή μετά την πάροδο της προθεσμίας) να απορρίπτεται ως απαράδεκτη [ΑΠ 640/2017 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου]. Τοιουτοτρόπως, στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, που πραγματοποιείται με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, το ένδικο μέσο της ανακοπής κατά των επιμέρους πράξεων αυτής να αποβαίνει το αποκλειστικό δικονομικό όχημα προβολής ακυροτήτων, με αποτέλεσμα τυχόν αναγνωριστική αγωγή να φαίνεται εκ πρώτης όψεως απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, αφού καθίσταται ατελέσφορο ένδικο βοήθημα, μη δυνάμενο να επηρεάσει την εκτελεστική διαδικασία. Η άσκηση, λοιπόν, αναγνωριστικής αγωγής με αντικείμενο το κύρος πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης δε μπορεί να έχει επιρροή στην εξέλιξη της εκτελεστικής διαδικασίας. Με το σύστημα αυτό, ο νομοθέτης επέλεξε να προασπίσει την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της διαδικασίας της εκτέλεσης, και ιδίως του πλειστηριασμού, όχι μόνο για το συμφέρον των δανειστών και του υπερθεματιστή, αλλά και του κοινωνικού συνόλου με την ενίσχυση της πίστης, δίχως ωστόσο να παραβλέπει και την εύλογη αξίωση του οφειλέτη για παροχή δικαιώματος άμυνας. Άλλωστε, και κατά το σύστημα της διαγνωστικής δίκης, το κύρος των διαδικαστικών πράξεων δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διάγνωσης με αναγνωριστική αγωγή. Σε κάθε δηλαδή περίπτωση, δε μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής έννομες σχέσεις του δικονομικού δικαίου [ΑΠ 819/2013 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου]. Στα πλαίσια της είσπραξης απαιτήσεων μέσω της διοικητικής βεβαιωτικής διαδικασίας (διατάξεις του ΚΕΔΕ), προηγείται ένα στάδιο προ της διαδικασίας εκτέλεσης «βεβαίωση εν ευρεία εννοία» η οποία συντελείται με τη σύνταξη και αποστολή προς την αρμόδια ταμειακή αρχή του χρηματικού καταλόγου, έπεται δε η «βεβαίωση εν στενή εννοία», η ταμειακή βεβαίωση του χρέους δηλαδή από την οικεία Δ.Ο.Υ. η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τον σχηματισμό εκτελεστού τίτλου κατά τον ΚΕΔΕ για την είσπραξη της οφειλής (ΝΣΚ 388/2014). Η έναρξη της διοικητικής δε εκτέλεσης, όπως προελέχθη, εντοπίζεται στην επιβολή κατάσχεσης ή την σύλληψη του οφειλέτη [ΑΠ 430/2023, ΑΠ139/2018 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου]. Επιπροσθέτως, όπως προελέχθη, δεν τάσσεται ορισμένη προθεσμία άσκησης της ανακοπής του άρθρου 73 παρ.1 του ΚΕΔΕ, η οποία οριοθετείται χρονικά μόνον ως προς το καταληκτικό της σημείο και δη την έναρξη της διοικητικής εκτέλεσης, ήτοι στην επιβολή κατάσχεσης ή την σύλληψη του οφειλέτη [ΑΠ 430/2023, ΑΠ139/2018 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου], ώστε με την έναρξη της διοικητικής εκτέλεσης να λήγει η προθεσμία της πρώτης ανακοπής της παρ. 1 και να αρχίζει η προθεσμία της δεύτερης ανακοπής της παρ. 2 [ΑΠ 430/2023, ΑΠ139/2018 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου]. Παράλληλα, όπως προελέχθη, η ανακοπή του άρθρου 73 παρ.1 του ΚΕΔΕ όταν στρέφεται κατά του νομίμου τίτλου της εκτέλεσης, εμφανίζει αναγνωριστικό χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, στο προ της ενάρξεως της διοικητικής εκτέλεσης στάδιο, όπως αυτό ορίσθηκε ανωτέρω, δεν εμποδίζεται η έγερση υπό του οφειλέτη αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής με στόχο να αναγνωρισθεί ότι τα ποσά που αναφέρονται στο «νόμιμο τίτλο» δεν οφείλονται (πρβλ. ΑΠ 1815/2022 σύμφωνα με την οποία η ακυρότητα της βεβαίωσης οφειλής, που λαμβάνει χώρα μετά τη συντελεσθείσα παραγραφή της απαίτησης και η βάσει αυτής κίνηση της διαδικασίας αναγκαστικής είσπραξης τυγχάνει ακυρωτέα κατά τις διατάξεις του άρθρου 73 αρ.1 του ΚΕΔΕ, πλην όμως την παραγραφή αυτή ο οφειλέτης μπορεί να προβάλει και με αρνητική αναγνωριστική αγωγή, με την οποία ζητεί να αναγνωρισθεί ότι δεν οφείλει τα ποσά αυτά, που έχουν παραγραφεί, προς άρση της αβεβαιότητας, που προκαλείται από τον αντίθετο ισχυρισμό του εναγομένου].

[Η] Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου του άρθρου 98 του ΠΔ 16/1989, υπό τον τίτλο «Έκπτωση εσόδων που έχουν βεβαιωθεί» «1.- Η έκπτωση των εσόδων που έχουν βεβαιωθεί γίνεται με ατομικά φύλλα έκπτωσης (Α.Φ.Ε.Κ.) τα οποία εκδίδονται σε τέσσερα αντίτυπα, με βάση διάταξη νόμου, εκκαθαριστικού σημειώματος ή φύλλου ελέγχου ή απόφαση των αρμοδίων καθ` ύλη Τμημάτων των Δ.Ο.Υ. απόφασης αρμόδιου Δικαστηρίου, επιτροπής ή άλλης διοικητικής αρχής, από τα γραφεία επιστροφών ή άλλης διοικητικής αρχής, από τα γραφεία επιστροφών και διαγραφών των Δ.Ο.Υ. ή τις λοιπές διοικητικές αρχές που συνέταξαν τους τίτλους είσπραξης των εσόδων που εκπίπτονται….». Κατά την εν λόγω διάταξη, αρμόδια αρχή για τη σύνταξη του ΑΦΕΚ είναι η αρχή που είχε προβεί στην υπό ευρεία εννοία βεβαίωση, δηλαδή την έκδοση της καταλογιστικής πράξης (ΓνΝΣΚ  145/2017 Sakkoulas On line.gr).

IV. Κατόπιν των ανωτέρω αναφερομένων στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, η ένδικη αγωγή, με βάση το προαναφερθέν περιεχόμενο και αίτημα αυτής, όσον αφορά στα αιτήματα αυτής όπως αναγνωριστεί ότι (α) οι αξιώσεις της πρώτης εναγομένης που αναφέρονται στον από 26/11/2018 υπ’ αριθμ. ……/2018 χρηματικό και βεβαιωτικό κατάλογο και καταλογίστηκαν και βεβαιώθηκαν επ’ ονόματί του ενάγοντος με την υπ’ αριθμ. πρωτ. ………../27-11-2018 βεβαίωση, συνολικού ποσού 25.189,81 €, έχουν ήδη παραγραφεί, πριν την βεβαίωσή τους και συγκεκριμένα είναι στο σύνολό τους παραγεγραμμένες από την 31-12-2017, (β) από τις αξιώσεις της πρώτης εναγομένης που αναφέρονται στον από 26/11/2018 υπ’ αριθμ. ………./2018 χρηματικό και βεβαιωτικό κατάλογο και καταλογίστηκαν και βεβαιώθηκαν επ’ ονόματί του ιδίου, με την υπ’ αριθμ. πρωτοκ. …………../ 27-11-2018 βεβαίωση, συνολικού ποσού 54.154,85 €, αυτός δεν οφείλει το ποσό των 49.258,40 €, στο οποίο ανέρχονται τα τέλη και οι λογαριασμοί ελλιμενισμού του εν λόγω πλοίου, για το χρονικό διάστημα μετά την 14η-5-2013 και (γ) οι αξιώσεις της πρώτης εναγομένης, που αναφέρονται σε αμφότερους τους από 26/11/2018 χρηματικούς και βεβαιωτικούς καταλόγους υπ’ αριθμ. ….. και …../2018 και καταλογίστηκαν και βεβαιώθηκαν επ’ ονόματί του, με αμφότερες τις υπ’ αριθμ. πρωτοκ. ……. και ……………/ 27-11-2018 βεβαιώσεις, αντίστοιχα, ανερχόμενες στο συνολικό ποσό των 79.344,66 €, είναι άκυρες, επειδή απορρέουν από άκυρες, μονομερείς, εκ μέρους της πρώτης εναγομένης, παρατάσεις της διάρκειας της σύμβασης ελλιμενισμού του σκάφους και ως καταχρηστικές, εκτιμάται ως αρνητική αναγνωριστική αγωγή χρέους διότι, όσον αφορά στο ανωτέρω επιμέρους υπό στοιχείο (β) αίτημα, σαφώς ζητείται όπως αναγνωρισθεί ότι ο ενάγων δεν οφείλει το ποσό των 49.258,40 € [στο οποίο κατά την αγωγή ανέρχονται τα τέλη και οι λογαριασμοί ελλιμενισμού για το χρονικό διάστημα μετά την 14η-5-2013], όσον δε αφορά στα ανωτέρω επιμέρους αναγνωριστικά αιτήματα υπό στοιχείο (α) και (γ), καίτοι γραμματικώς, αυτά [επιμέρους υπό στοιχεία (α) και (γ) αιτήματα] διατυπώνονται με την αγωγή, ως αιτήματα αναγνωρίσεως πραγματικών γεγονότων και δη της παραγραφής της αξίωσης της απαίτησης υπό της δεύτερης εναγομένης του επιμέρους ποσού των ευρώ 189,81 και της ακυρότητας της αξίωσης της απαίτησης της πρώτης εναγομένης του ποσού των ευρώ 79.344,66, για τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους, πρέπει να ερμηνευθούν ως αρνητικά αναγνωριστικά αιτήματα περί μη οφειλής των ανωτέρω χρηματικών ποσών, διότι με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αγωγή περιέχει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την εφαρμογή του άρθρου 70 ΚΠολΔ, εφόσον με αυτή εισάγεται αίτημα αναγνώρισης της ανυπαρξίας της έννομης συνέπειας της οφειλής από τον ενάγοντα των ανωτέρω ποσών, ως οφειλομένου στην πρώτη εναγομένη ανταλλάγματος – μισθώματος από την επικαλούμενη στην αγωγή σύμβαση ελλιμενισμού (όμοια ΑΠ 851/2019 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου].

V. Η ένδικη αγωγή, όπως το περιεχόμενο αυτής ανωτέρω ορθά εκτιμήθηκε και το αίτημα αυτής ορθά ερμηνεύθηκε υπό του παρόντος Δικαστηρίου, παραδεκτώς εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών μισθωτικών διαφορών (άρθρα 614 επ., 591 ΚΠολΔ), εκ της επικαλούμενης στην αγωγή σύμβασης ελλιμενισμού, η οποία κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά τυγχάνει σύμβαση μισθώσεως, το οποίο ήταν καθ’ ύλην (άρθρο 16 παρ.1 σε συνδ. με 4 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τόπο (άρθρο 42 παρ.1 ΚΠολΔ) και λειτουργικά αρμόδιο, λόγω της ναυτικής φύσης της ένδικης διαφοράς (άρθρα 51 παρ. 1 περ. α’, 2 εδ. α’, 3ΑΝ. 2172/1993) και το οποίο είχε δικαιοδοσία, έναντι των διοικητικών δικαστηρίων, προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, παρά την επικαλούμενη στην ίδια την αγωγή έναρξη της βεβαιωτικής διαδικασίας είσπραξης της οφειλής που αφορά η ένδικη αγωγή, διότι η έννομη σχέση που αφορά, τυγχάνει ιδιωτικού δικαίου και, ειδικότερα, σύμβαση ελλιμενισμού του αναφερομένου στην αγωγή σκάφους αναψυχής, για την οποία, ενόψει των στοιχείων αλλοδαπότητας που εμφανίζει αυτή (ένδικη διαφορά), εφόσον τυγχάνει αλλοδαπή η αρχική πλοιοκτήτρια του πλοίου εταιρεία, της οποίας ο ενάγων επικαλείται ότι ήταν νόμιμος εκπρόσωπος, αλλά και η ακολούθως αγοράστρια αυτού εδρεύει στην αλλοδαπή, επιπλέον δε το ανωτέρω σκάφος αναψυχής έφερε αγγλική σημαία κατά τον επίδικο χρόνο, κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση ως εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο, διάταξη ως προς την οποία δεν πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση, τις διατάξεις δε του ελληνικού δικαίου επικαλούνται και οι διάδικοι. Περαιτέρω, αυτή (ένδικη αγωγή), παραδεκτώς, από άποψη παθητικής νομιμοποίησης, ηγέρθη σε βάρος της πρώτης εναγομένης εταιρείας, εφόσον, κατά την αγωγή, αυτή (πρώτη εναγομένη) αξιώνει απαιτήσεις σε βάρος του ενάγοντος από την επίδικη σύμβαση ελλιμενισμού, καθό μέρος με αυτήν ο ενάγων αξιώνει όπως αναγνωρισθεί ότι δεν οφείλει τα αναφερόμενα στην αγωγή χρηματικά ποσά, για την έγερση της οποίας (ως προς την πρώτη εναγομένη), κατά το ανωτέρω αναγνωριστικό της αίτημα, ο ενάγων έχει έννομο συμφέρον, προς άρση της αβεβαιότητας, που προκαλείται από τον ισχυρισμό της πρώτης εναγομένης ότι ο ενάγων της οφείλει τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά, ενόψει και της επικείμενης έναρξης της διοικητικής εκτέλεσης σε βάρος του (εφόσον στην αγωγή δεν αναφέρεται ότι έλαβε χώρα βεβαίωση εν στενή εννοία από την οικεία Δ.Ο.Υ, και εκ του λόγου τούτου έκδοση εκτελεστού τίτλου εκκίνησης της εκτελεστικής διαδικασίας και σε κάθε περίπτωση έναρξη της εκτελεστικής διαδικασίας με κάποιον από τους αναφερομένους στην οικεία νομική σκέψη τρόπους), τυγχάνει δε νόμιμη, ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 574 επ., 361, 272, 250 αριθ. 16, 253, 281 ΑΚ, 68,70, 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ καθώς και σε αυτές των άρθρων 2 και 8 της ΥΑ Τ/9803/5.9.2003 (δημοσιευθείσας την 16.9.2013 στο ΦΕΚ Β 1323) Απόφασης των Υφυπουργών Ανάπτυξης και του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, ενόψει του ότι ο ενάγων, κατά το ανωτέρω αναγνωριστικό της αγωγής αίτημα, δεν αξιώνει την αναγνώριση απλών πραγματικών γεγονότων ή προϋποθέσεων δικαιώματος ή αξίωσης και δη μεμονωμένα την αναγνώριση της παραγραφής μέρους των ενδίκων απαιτήσεων που αξιώνει η πρώτη εναγομένη, της υπ’ αυτής καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και της ακυρότητας της σύμβασης, ενόψει της οποίας, η πρώτη εναγομένη αξιώνει τις ένδικες απαιτήσεις, αλλά όπως η ένδικη αγωγή δεόντως εκτιμήθηκε, κατά τα άνω, αξιώνει την αναγνώριση της ανυπαρξίας της ένδικης οφειλής της πρώτης εναγομένης σε βάρος του (ενάγοντος), συνεπεία των διαλαμβανομένων στην αγωγή του λόγων, όπως βασίμως υποστηρίζεται υπό του ενάγοντος με τον πρώτο λόγο της ένδικης  έφεσης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, η ένδικη αγωγή, η οποία κατά το μέρος κατά το οποίο ζητείται όπως αναγνωρισθεί ότι δεν οφείλονται στην πρώτη εναγομένη υπ’ αυτού (ενάγοντος) τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά, αποτελεί αρνητική αναγνωριστική αγωγή, όπως σαφώς αναφέρει ο ενάγων στην αγωγή του, δίχως να δύναται να εκτιμηθεί, υπό του παρόντος Δικαστηρίου, ως ανακοπή του άρθρου 73 παρ.1 του ΚΕΔΕ, δεδομένου ότι, στην ένδικη αγωγή δεν περιλαμβάνεται και, μάλιστα σαφώς, αίτημα του ενάγοντος περί ακύρωσης, υπό του Δικαστηρίου, των επιμέρους πράξεων, στις οποίες προέβη η πρώτη εναγομένη, στα πλαίσια της διοικητικής βεβαιωτικής διαδικασίας, που αυτή επέλεξε, προς είσπραξη των επιδίκων απαιτήσεών της. Τέτοιο αίτημα ακύρωσης των επιμέρους πράξεων της «εν ευρεία εννοία βεβαιώσεως» των ενδίκων απαιτήσεων της πρώτης εναγομένης, ή έστω αίτημα κήρυξης ανενεργού του «νομίμου τίτλου», δεν δύναται να εκτιμηθεί ότι υπονοείται στα αιτήματα του ενάγοντος, όπως η πρώτη εναγομένη (α) υποχρεωθεί να ανακαλέσει, άλλως να διορθώσει την υπ’ αριθμ. πρωτ. 8713/8-11-2018 απόφασή της, τους χρηματικούς και βεβαιωτικούς καταλόγους υπ’ αριθμ. …. και ………./26-11-2018 και τις υπ’ αριθμ. πρωτοκ. ……. και ………./27-11-2018 βεβαιώσεις οφειλών, επί σκοπώ όπως διαγράψει από τα αρχεία της οποιοδήποτε χρέος σε βάρος του από τον ελλιμενισμό του σκάφους «Β» στην Μαρίνα …… και (β) προβεί σε όλες τις κατά νόμο ενέργειες προκειμένου να διαγραφούν από το Δημόσιο Ταμείο οι ως άνω βεβαιωθείσες επ’ ονόματί του οφειλές, διότι με τα αιτήματα αυτά σαφώς αξιώνεται η, υπό της εναγομένης, δια των αρμοδίων οργάνων της, ανάκληση ή διόρθωση της πράξης βεβαίωσης (εν ευρεία εννοία) του εν λόγω χρέους, στις οποίες προέβη η πρώτη εναγομένη, στα πλαίσια της διοικητικής βεβαιωτικής διαδικασίας προς είσπραξη των ενδίκων απαιτήσεών της και όχι η ακύρωση αυτών από το παρόν Δικαστήριο. Εξάλλου, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, η ένδικη αγωγή, δεν τυγχάνει απαράδεκτη εκ του λόγου ότι ο ενάγων, αν και σαφώς αναφέρει στην αγωγή του ότι έλαβε χώρα καταλογισμός των ενδίκων απαιτήσεων σε βάρος του, υπό της πρώτης εναγομένης, υπονοώντας και την ολοκλήρωση εκ της διοικητικής βεβαιωτικής διαδικασίας, της βεβαίωσης «εν ευρεία εννοία» των ενδίκων απαιτήσεων της πρώτης εναγομένης, εφόσον αναφέρει ότι, η οικεία Δ.Ο.Υ. δεν του χορηγεί φορολογική ενημερότητα, δεν άσκησε ανακοπή του άρθρου 73 παρ.1 του ΚΕΔΕ [που ως τέτοια δεν δύναται να εκτιμηθεί η ένδικη αγωγή ως αναλύεται ανωτέρω], εφόσον, όπως και στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας αναφέρεται, στο στάδιο προ της έναρξης της διοικητικής εκτέλεσης, όπως εν προκειμένω, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, εφόσον ο ενάγων δεν ισχυρίζεται ότι έλαβε χώρα αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος του, δεν εμποδίζεται η έγερση, υπό του οφειλέτη, αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής με στόχο να αναγνωρισθεί ότι τα ποσά που αναφέρονται στο «νόμιμο τίτλο» δεν οφείλονται. Κατόπιν των ανωτέρω, καθό μέρος με την ένδικη αγωγή ζητείται όπως «αναγνωριστεί α) ότι οι αξιώσεις της πρώτης εναγομένης που αναφέρονται στον από 26/11/2018 χρηματικό και βεβαιωτικό κατάλογο υπ’ αριθμ. …../2018 και καταλογίστηκαν και βεβαιώθηκαν επ’ ονόματι του ενάγοντος με την υπ’ αριθμ. πρωτ. ………/ 27-11-2018 βεβαίωση, συνολικού ποσού 25.189,81 €, έχουν ήδη παραγραφεί πριν την βεβαίωσή τους και συγκεκριμένα είναι στο σύνολό τους παραγεγραμμένες από 31-12-2017. Ότι β) από τις αξιώσεις της πρώτης εναγομένης που αναφέρονται στον από 26/11/2018 χρηματικό και βεβαιωτικό κατάλογο υπ’ αριθμ. …../2018 και καταλογίστηκαν και βεβαιώθηκαν επ’ ονόματί του με την υπ’ αριθμ. πρωτοκ. ………/ 27-11-2018 βεβαίωση, συνολικού ποσού 54.154,85 €, κατά το ποσό των 49.258,40 €, στο οποίο ανέρχονται τα τέλη και οι λογαριασμοί ελλιμενισμού για το χρονικό διάστημα μετά την 14η-5-2013, δεν το οφείλει λόγω της μεταβίβασης του σκάφους σε τρίτο πρόσωπο και την πλήρη αποξένωσή του απ’ αυτό και γ) Ότι οι αξιώσεις της πρώτης εναγομένης, που αναφέρονται σε αμφότερους τους από 26/11/2018 χρηματικούς και βεβαιωτικούς καταλόγους υπ αριθμ. ….. και ……/2018 και καταλογίστηκαν και βεβαιώθηκαν επ’ ονόματί του με αμφότερες τις υπ’ αριθμ. πρωτοκ. ………. και ………/ 27-11-2018 βεβαιώσεις, αντίστοιχα, ανερχόμενες στο συνολικό ποσό των 79.344,66 €, είναι άκυρες, επειδή απορρέουν από άκυρες μονομερείς εκ μέρους της πρώτης εναγομένης παρατάσεις της διάρκειας της σύμβασης ελλιμενισμού του σκάφους και ως καταχρηστικές.», έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς την εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 70 ΚΠολΔ, η οποία έκρινε την ένδικη αγωγή ως μη νόμιμη και κατά τον βάσιμο στην ουσία του, πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, πρέπει να εξαφανισθεί κατά τούτο και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει την ένδικη υπόθεση, πρέπει να δικάσει αυτή (άρθρο 535 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή, κατά το άνω μέρος της, τυγχάνει νόμιμη και επαρκώς ορισμένη, εφόσον με αυτή, όπως το δικόγραφο της αγωγής ορθώς εκτιμήθηκε, ζητείται όπως αναγνωρισθεί ότι ο ενάγων δεν οφείλει το ποσό που η πρώτη εναγομένη διατείνεται ότι αυτός της οφείλει, ως νόμιμος εκπρόσωπος της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας ενόψει της επικαλούμενης στην αγωγή σύμβασης ελλιμενισμού του ανωτέρω πλοίου, αρνούμενος την ύπαρξη νομίμου λόγου ευθύνης του, επιπροσθέτως δε επικαλούμενος τους ανωτέρω ειδικώς μνημονευόμενους αυτοτελείς ισχυρισμούς του. Ιδίως δε όσον αφορά την επικαλούμενη με την αγωγή ένσταση παραγραφής, αυτή τυγχάνει επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της πρώτης εναγομένης, που περιέχεται στις έγγραφες προτάσεις της, ενόψει του ότι, στην ένδικη αγωγή, εκτίθενται όλα τα κατά νόμω αναγκαία στοιχεία αυτής, όπως αυτά αναπτύσσονται στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας. Η ίδια αγωγή, καθό μέρος ηγέρθη σε βάρος της πρώτης εναγομένης εταιρείας και ζητείται με αυτήν, όπως αυτή (πρώτη εναγομένη), προβεί σε όλες τις, κατά το νόμο, ενέργειες, προκειμένου να διαγραφούν από το Δημόσιο Ταμείο οι, ως άνω, βεβαιωθείσες, επ’ ονόματί του [ενάγοντος], οφειλές, τυγχάνει αόριστη και εκ του λόγου τούτου απορριπτέα, εφόσον πέραν του γεγονότος ότι δεν αναφέρεται στην ένδικη αγωγή ότι πράγματι έλαβε χώρα βεβαίωση «εν στενή εννοία» του εν λόγω χρέους από την οικεία Δ.Ο.Υ., σε κάθε περίπτωση δεν αναφέρεται σε ποίες πράξεις πρέπει να υποχρεωθεί υπό το Δικαστηρίου όπως προβεί η πρώτη εναγομένη εταιρεία, προκειμένου να διερευνηθεί υπό του Δικαστηρίου ακολούθως η δικαιοδοσία αυτού και περαιτέρω η νομιμότητα του εν λόγω αιτήματος, δια της υπαγωγής του στον προσήκοντα κανόνα δικαίου. Επομένως, έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία απέρριψε το ανωτέρω αίτημα ως μη νόμιμο, ενώ αυτό ετύγχανε αόριστο και, εκ του λόγου τούτου, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και το παρόν Δικαστήριο, αφού κρατήσει να δικάσει, κατά τούτο, την ένδικη αγωγή (άρθρο 535 ΚΠολΔ) και να απορρίψει το αίτημα αυτό, ως αόριστο. Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή, καθό μέρος ηγέρθη σε βάρος της πρώτης εναγομένης εταιρείας και ζητείται με αυτήν, όπως αναγνωρισθεί ότι, υπόχρεος προς καταβολή στην πρώτη εναγομένη του ποσού των ευρώ 49.258,40, στο οποίο ανέρχονται τα τέλη και οι λογαριασμοί ελλιμενισμού για το χρονικό διάστημα μετά την 14.5.2013, λόγω της μεταβίβασης της κυριότητος του ανωτέρω πλοίου από την αρχικώς πλοιοκτήτρια εταιρεία …. …. ….” προς την εταιρεία με την επωνυμία «.. ….», της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος τυγχάνει ο δεύτερος εναγόμενος, η αγωγή τυγχάνει μη νόμιμη, δεδομένου ότι, με αυτήν ζητείται η διαπίστωση ενός απλού πραγματικού γεγονότος και δη ότι, ο δεύτερος εναγόμενος φέρει την ιδιότητα του οφειλέτη αυτής  (πρώτης εναγομένης) για το ανωτέρω ποσό. Και πράγματι, στα πλαίσια της αναγνωριστικής αγωγής, οι διάδικοι αυτής δεν είναι αναγκαίο όπως συμπίπτουν με τα υποκείμενα της αναγνωριστέας έννομης σχέσης [ΑΠ 475/1991 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ], εφόσον, προς τούτο, δικαιολογείται έννομο συμφέρον του ενάγοντος, πλην όμως αντικείμενο αυτής δύναται να είναι μόνον μια έννομη σχέση, όχι και γυμνά πραγματικά περιστατικά, όπως η ιδιότητα του τρίτου ως οφειλέτη του εναγομένου (σχετικά Νίκας, εις Κεραμευς/Κονδύλης/Νίκας Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι υπό το άρθρο 70 σελ. 152). Όμοια κρίνοντας και η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία η ένδικη αγωγή απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, κατά το εν λόγω επιμέρους αίτημα, έστω και με συνοπτική αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δη την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 70 ΚΠολΔ, τα δε περί του αντιθέτου διαλαμβανόμενα στην ένδικη έφεση (δια του πρώτου λόγου εφέσεως, σε συμπλήρωση του οποίου υπεβλήθησαν και ο δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγος αυτής), τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα στην ουσία τους. Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή, καθό μέρος ηγέρθη σε βάρος της πρώτης εναγομένης εταιρείας και με αυτήν ζητείται όπως, αυτή υποχρεωθεί να ανακαλέσει, άλλως διορθώσει την υπ’ αριθ. 8713/8.11.2018 απόφαση της Διεύθυνσης Οικονομικών και Διοικητικών Υπηρεσιών της, δυνάμει της οποίας (απόφασης), κατά την αγωγή, καταλογίσθηκε σε βάρος του ήδη ενάγοντος και εγκρίθηκε, όπως βεβαιωθεί σε βάρος του ιδίου (ενάγοντος), ως νομίμου εκπροσώπου της πλοιοκτήτριας του ανωτέρω πλοίου εταιρείας, προς είσπραξη από το αρμόδιο Δημόσιο Ταμείο, το ποσό των ευρώ 79.344,66 και παράλληλα, εξουσιοδοτήθηκε ο Διευθυντής του εν λόγω τμήματος και το Υποκατάστημα Μαρίνα …… της πρώτης εναγομένης εταιρείας για τη σύνταξη, υπογραφή και αποστολή στη Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά, των χρηματικών καταλόγων για τη βεβαίωση της εν λόγω οφειλής, καθώς επίσης και τους υπ’ αριθ. …./26.11.2018 και …../26.11.2018 χρηματικούς και βεβαιωτικούς καταλόγους και τις υπ’ αριθ. ………./27.11.2018 και ……/27.11.2018 πράξεις του Διευθυντή του Υποκαταστήματος Μαρίνας ……, με θέμα «Βεβαίωση οφειλών του ……….. – Αποστολή Χρηματικού και Βεβαιωτικού Καταλόγου», οι οποίες απευθύνονται προς τη Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά και με τις οποίες απεστάλησαν στην ανωτέρω Δ.Ο.Υ. προς βεβαίωση της ένδικης απαίτησης ο χρηματικός και βεβαιωτικός κατάλογος, μετά της ανωτέρω καταλογιστικής πράξης της πρώτης εναγομένης, αυτή (ένδικη αγωγή) τυγχάνει μη νόμιμη, διότι εκτιμώμενο το αίτημα αυτό ως αίτημα καταδίκης της πρώτης εναγόμενης σε δήλωση βούλησης, αφού αναφέρεται σε εκτέλεση νομικής πράξης, κατά τη γενική έννοια, που είτε αυτοτελώς είτε συνδυαζόμενη με άλλα γεγονότα, επιφέρει έννομες συνέπειες, δεν στηρίζεται στο νόμο ή σε σύμβαση, δηλαδή η, προς δήλωση βούλησης, υποχρέωση, δεν απορρέει, εν προκειμένω, ούτε από το νόμο, ούτε από σύμβαση, την οποία ο νόμος να εξοπλίζει με δεσμευτικότητα, όπως απαιτείται για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 949 ΚΠολΔ. Τέλος, η ένδικη αγωγή, καθό μέρος ηγέρθη σε βάρος του δευτέρου εναγομένου, ως προς τον οποίο, με την ένδικη αγωγή, ο ενάγων αξιώνει όπως αναγνωρισθεί ότι αυτός (δεύτερος εναγόμενος), ως νόμιμος εκπρόσωπος της αγοράστριας εταιρείας – νέας πλοιοκτήτριας του πλοίου «… ….», οφείλει να καταβάλει στην πρώτη εναγομένη εταιρεία το ποσό των ευρώ 49.258,40, στο οποίο ανέρχονται τα τέλη και οι λογαριασμοί ελλιμενισμού του ανωτέρω πλοίου, για το χρονικό διάστημα από την 14.5.2013 και εντεύθεν, λόγω της μεταβίβασης του ανωτέρω πλοίου, η αγωγή τυγχάνει απαράδεκτη, ως αόριστη, εφόσον ο ενάγων δεν προσδιορίζει με την αγωγή του το έννομο συμφέρον αυτού (ενάγοντος), προκειμένου να αναγνωρισθούν τα αμέσως ανωτέρω, ειδικότερα δεν προσδιορίζει πως η αναγνώριση της τυχόν ευθύνης του εν λόγω δευτέρου εναγομένου, δύναται να επηρεάσει την ιδική του νομική, έναντι της έννομης σχέσης, θέση. Επομένως, η ένδικη αγωγή ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, τυγχάνει αόριστη και ως τέτοια έπρεπε να απορριφθεί Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία απέρριψε την ένδικη αγωγή σε βάρος του δευτέρου ενάγοντος ομοίως ως απαράδεκτη, πλην όμως όχι ως αόριστη, αλλά ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης του εν λόγω (δευτέρου εναγομένου) και ενόψει του διαφορετικού δεδικασμένου που παράγεται αλλά και του γεγονότος ότι η απόρριψη της αγωγής ως αόριστης, τυγχάνει ευνοϊκότερη έναντι της απόρριψης της αγωγής ως απαράδεκτης ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης, πρέπει να εξαφανισθεί κατά τούτο η εκκαλουμένη απόφαση και το παρόν Δικαστήριο, αφού κρατήσει να δικάσει την ένδικη αγωγή (άρθρο 535 ΚΠολΔ) και να απορρίψει αυτή, καθό μέρος ηγέρθη ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, ως αόριστη.

VΙ. Από τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν – οι διάδικοι δεν εξέτασαν μάρτυρες, κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία, ούτε προσεκόμισαν ένορκες βεβαιώσεις -, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, …………, κατά το χρονικό διάστημα από μηνός Μαρτίου του έτους 2006 έως και μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2017, ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της αλλοδαπής και δη εδρεύουσας στην Αγγλία εταιρείας με την επωνυμία “……………. ”, πλοιοκτήτριας του, υπό σημαία Αγγλίας, με το όνομα αρχικώς “SB” και ακολούθως «B», μηχανοκίνητου σκάφους αναψυχής, νηολογίου Λονδίνου, με αριθμό ………, έτους ναυπηγήσεως 1994, ολικής και καθαρής χωρητικότητας 33,35 κόρων, ολικού μήκους 16,88 μέτρων, πλάτους 4,66 μέτρων και βυθίσματος 2,65 μέτρων. Την 8.5.2013, η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία με την επωνυμία “………….”, μεταβίβασε την κυριότητα του προαναφερομένου σκάφους αναψυχής στη, μη διάδικο στην παρούσα δίκη, αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία ………, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο δεύτερος εναγόμενος, στην οποία παρέδωσε αυτό, την 10.5.2013, όπως προκύπτει από το σχετικό προσκομιζόμενο πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής του εν λόγω πλοίου, η σχετική δε πράξη μεταβίβασης καταχωρήθηκε νόμιμα στο οικείο Νηολόγιο, την 14.5.2013. Η πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………………» (πρώην επωνυμία «……………») ασκεί τη διοίκηση και διαχείριση της ακίνητης περιουσία του Ν.Π.Δ.Δ με την επωνυμία «Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού» (ΕΟΤ), στην οποία (περιουσία) περιλαμβάνεται και ο τουριστικός λιμένας ……, δυνάμει των διατάξεων των Ν.2636/1998, Ν.2837/2000 και Ν.3270/2004. Αυτή (πρώτη εναγομένη εταιρεία), την 13.3.2017, με το με αριθμό πρωτοκόλλου ………. έγγραφό της, το οποίο, όπως η ίδια ισχυρίζεται και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό του ενάγοντος, επέδωσε ακολούθως, στη δηλωθείσα, κατά την υποβολή, υπό του δευτέρου εναγομένου και υπογράφοντος αυτή, αίτηση ελλιμενισμού   του   ανωτέρω    σκάφους    αναψυχής    στην   Μαρίνα    ……, διεύθυνση κατοικίας του, επικαλούμενη ότι, το ανωτέρω σκάφος αναψυχής ελλιμενίζετο στην Μαρίνα ……, δυνάμει συμβάσεως ελλιμενισμού που είχε υπογράψει ο δεύτερος εναγόμενος, έως την 1.10.2014, οπότε απέπλευσε χωρίς να έχει υποβάλει έγγραφη διακοπή ελλιμενισμού, καθώς επίσης ότι έως την 23.2.2017, οι ανεξόφλητες οφειλές από τέλη ελλιμενισμού και άλλες εξυπηρετήσεις του εν λόγω πλοίου, ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των ευρώ 79.344,66, ποσό που τελούσε σε καθυστέρηση πλέον των τριών μηνών, κατήγγειλε τη σύμβαση ελλιμενισμού του εν λόγω πλοίου στην ανωτέρω μαρίνα. Ακολούθως, η Διεύθυνση Οικονομικών και Διοικητικών Υπηρεσιών της πρώτης εναγομένης, εξέδωσε την υπ’ αριθ. πρωτ. …… από 8.11.2018 απόφασή της, με θέμα «Βεβαίωση προς είσπραξη από το Δημόσιο Ταμείο οφειλών από ελλιμενισμό στη Μαρίνα …… του σκάφους B», με την οποία καταλογίσθηκε σε βάρος του ενάγοντος, ως νομίμου εκπροσώπου της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας “……….” και συνυπόχρεου στην καταβολή του, το ανωτέρω ποσό των ευρώ 79.344,66 και εγκρίθηκε η βεβαίωση προς είσπραξη αυτού από το αρμόδιο Δημόσιο Ταμείο. Κατά την εν λόγω απόφαση, το εν λόγω οφειλόμενο χρηματικό ποσό των ευρώ 79.344,66 αφορούσε σε: α) υπόλοιπο οφειλών από τέλη και λογαριασμούς ελλιμενισμού του ανωτέρω πλοίου έως την 31.12.2012, ποσού 25.189,81 ευρώ και β) τέλη και λογαριασμούς ελλιμενισμού του ιδίου πλοίου από 1.1.2013 έως 28.2.2017, ποσού 54.154,85 ευρώ. Για τη βεβαίωση της ως άνω οφειλής, σύμφωνα με το β΄ εδαφ. άρθρου 206 του Ν. 4389/2016, όπως προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 68 του Ν. 4484/2017, συντάχθηκαν από την πρώτη εναγόμενη και απεστάλησαν στη ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά, οι υπ’ αριθ. πρωτ. ………../2018 και ………../2018 χρηματικοί και βεβαιωτικοί κατάλογοι, ποσών αντίστοιχα 25.189,81 ευρώ, για το χρονικό διάστημα έως 31.12.2012 και 54.154,85 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από το έτος 2013 έως την 28.2.2017, οι οποίοι (χρηματικοί κατάλογοι) διαβιβάσθηκαν στην ανωτέρω Δ.Ο.Υ., με τα με αριθμ. πρωτ. ………/27.11.2018 και ………../27.11.2018, αντίστοιχα έγγραφα του Υποκαταστήματος …… της πρώτης εναγομένης, οπότε και ολοκληρώθηκε η «εν ευρεία εννοία» βεβαίωση του χρέους σε βάρος του ενάγοντος, στα πλαίσια της βεβαιωτικής διαδικασίας είσπραξης του ποσού αυτού, που εκκίνησε η πρώτη εναγομένη. Τα ανωτέρω έγγραφα, ομού μετά της λογιστικής καρτέλας πελάτη, που διατηρούσε η πρώτη εναγομένη και αφορούσε το εν λόγω πλοίο, απεστάλησαν και στον ενάγοντα, δια ταχυμεταφοράς, στις αρχές του μηνός Δεκεμβρίου 2018, όπως ο ενάγων αναφέρει στην αγωγή του και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό της πρώτης εναγομένης. Όπως ο ενάγων ισχυρίζεται με την ένδικη αγωγή του και προκύπτει και από τη λογιστική καρτέλα πελάτη, που τηρούσε η πρώτη εναγόμενη εταιρεία, η τελευταία (πρώτη εναγομένη) εγείρει απαιτήσεις για τέλη ελλιμενισμού του ανωτέρω πλοίου και εξόφληση παροχής ηλεκτρικού ρεύματος και ύδατος σε αυτό, για ελλιμενισμό του ανωτέρω πλοίου στην ανωτέρω Μαρίνα …… από μηνός Ιανουαρίου 2011 έως την 8.2.2017. Τούτο, διότι πράγματι, όπως υποστηρίζει ο ενάγων και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό της πρώτης εναγομένης: [α] για την χρονική περίοδο από 1.4.2006 έως 13.11.2009, όλα τα τέλη και οι λογαριασμοί ελλιμενισμού του ανωτέρω σκάφους στην ανωτέρω μαρίνα φέρονται ολοσχερώς εξοφλημένα, εφόσον στη στήλη «ΧΡΕΩΣΕΙΣ» της εν λόγω λογιστικής καρτέλας, αναγράφεται, την 13.11.2009, το ποσό μηδέν και [β] τα αναλογούντα κατά την πρώτη εναγομένη τέλη και οι λογαριασμοί ελλιμενισμού του ανωτέρω σκάφους στην ανωτέρω μαρίνα, για το χρονικό διάστημα από την 13.11.2009 έως και την 28.2.2011 και μέρος αυτών του μηνός Ιανουαρίου 2011, είχαν ήδη τον μήνα Δεκέμβριο του 2018 εξοφληθεί δια καταβολής. Τούτο διότι, όπως εμφαίνεται στην εν λόγω λογιστική καρτέλα, όπου καταχωρούντο τα τέλη και οι λογαριασμοί ελλιμενισμού του ανωτέρω σκάφους στην ανωτέρω μαρίνα, υπό της πρώτης εναγομένης, έναντι αυτών, την 18.3.2011, έλαβαν χώρα δύο καταβολές και δη κατεβλήθησαν τα ποσά των 7.000,00 και 7.234,00 ευρώ, με τα οποία, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 422 ΑΚ, εξοφλήθηκαν (i) οι καταχωρημένες στην ίδια καρτέλα, συνολικού ποσού 1.863,47 ευρώ, χρεώσεις για τέλη και λογαριασμούς ελλιμενισμού του ανωτέρω σκάφους στην ανωτέρω μαρίνα, έτους 2009, για τα οποία η πρώτη εναγομένη είχε εκδώσει τις υπ’ αριθ…………./25.11.2009 και ………/23.12.2009 αποδείξεις παροχής υπηρεσιών (ΑΠΥ), ποσών αντιστοίχως 941,91 και 921,56 ευρώ, [ii] οι καταχωρημένες στην ίδια καρτέλα, συνολικού ποσού 12.140,29 ευρώ, χρεώσεις για τέλη και λογαριασμούς ελλιμενισμού του ανωτέρω σκάφους στην ανωτέρω μαρίνα, έτους 2010, για τα οποία η πρώτη εναγομένη είχε εκδώσει τις υπ’ αριθ. …./29.1.2010 ποσού 915,13 ευρώ, …./26.2.2010 ποσού 915,13 ευρώ, …../9.3.2010 ποσού 64,36 ευρώ, …../24.3.2010 ποσού 988,82 ευρώ, …../22.4.2010 ποσού 963,23 ευρώ, …../19.5.2010 ποσού 1.018,22 ευρώ, …../21.6.2010 ποσού 963,23 ευρώ, …../21.7.2010 ποσού 1.131,55 ευρώ, …../25.8.2010 ποσού 979,15 ευρώ, ……/21.9.2010 ποσού 1.087,45 ευρώ, …../21.10.2010 ποσού 979,15 ευρώ, ……/26.11.2010 ποσού 1.078,60 ευρώ και …../20.12.2010 ποσού 1.056,27 ευρώ αποδείξεις παροχής υπηρεσιών (ΑΠΥ) και (iii) μέρος της καταχωρηθείσας στην εν λόγω καρτέλα, και δη ποσό 230,24, χρεώσεως για τέλη και λογαριασμούς ελλιμενισμού του ανωτέρω σκάφους στην ανωτέρω μαρίνα, του μηνός Ιανουαρίου 2011, συνολικού ποσού 979,15 ευρώ, για τα οποία η πρώτη εναγομένη είχε εκδώσει την υπ’ αριθ. …./27.1.2011 ΑΠΥ. Επομένως, καθόν χρόνο η πρώτη εναγομένη κοινοποίησε στον ενάγοντα τα ανωτέρω έγγραφα, παρέμενε, κατ’ αυτήν, ανεξόφλητο υπόλοιπο, στην εν λόγω λογιστική καρτέλα πελάτη, για τέλη και λογαριασμούς ελλιμενισμού του ανωτέρω σκάφους στην ανωτέρω μαρίνα (α) για τον μήνα Ιανουάριο 2011, ποσό 748,91 ευρώ, (β) για το χρονικό διάστημα από μηνός Φεβρουαρίου 2011 έως και μηνός Δεκεμβρίου 2011, για τα οποία η εναγόμενη έχει εκδώσει τις με αριθμό αποδείξεις παροχής υπηρεσιών (ΑΠΥ) …/27.1.2011 για υπόλοιπο μισθώματος μηνός Ιανουαρίου 2011 εκ ποσού ευρώ 748,91 ευρώ, …/2.2.2011 ποσού 979,15 ευρώ, …/17.3.2011ποσού 118,67 ευρώ, …/24.3.2011 ποσού 1.167,64 ευρώ, …/18.4.2011 ποσού 1.038,49 ευρώ, …/26.5.2011 ποσού 1.098,64 ευρώ, …/20.6.2011 ποσού 1.038,49 ευρώ, …/21.7.2011 ποσού 1.093,84 ευρώ, …./23.8.2011 ποσού 1.038,49 ευρώ, …/26.9.2011 ποσού 1.084,62 ευρώ, …/25.10.2011 ποσού 1.038,49 ευρώ, …/21.11.2011 ποσού 1.149,19 ευρώ και …/27.12.2011 ποσού 1.088,31 ευρώ, όπως το τελικό οφειλόμενο ποσό προκύπτει κατόπιν συνυπολογισμού του υπ’ αριθ. …../11.4.2011 πιστωτικού τιμολογίου ποσού 749,15 ευρώ, (γ) για το χρονικό διάστημα από μηνός Ιανουαρίου έως και μηνός Δεκεμβρίου 2012, για τα οποία η πρώτη εναγομένη έχει εκδώσει τις με αριθμό αποδείξεις παροχής υπηρεσιών (ΑΠΥ) …/24.1.2012 ποσού 1.038,49 ευρώ, …/22.2.2012 ποσού 1.038,49 ευρώ, …/26.3.2012 ποσού 1.176,87 ευρώ, …/3.4.2012 ποσού 1.038,49 ευρώ, …/14.5.2012 ποσού 1.151,93 ευρώ, …/7.6.2012 ποσού 1.053,25 ευρώ, …/5.7.2012 ποσού 1.059,52 ευρώ, …./8.8.2012 ποσού 1.053,25 ευρώ, …./13.9.2012 ποσού 1.281,81 ευρώ, …/10.10.2012 ποσού 1.053,25 ευρώ, …/13.11.2012 ποσού 1.257,43 ευρώ και …/6.12.2012 ποσού 1.053,25 ευρώ, (δ) για το χρονικό διάστημα από μηνός Ιανουαρίου έως και μηνός Δεκεμβρίου 2013, για τα οποία η πρώτη εναγομένη έχει εκδώσει τις με αριθμό αποδείξεις παροχής υπηρεσιών (ΑΠΥ) …/15.1.2013 ποσού 1.108,60 ευρώ, …./7.2.2013 ποσού 1.053,25 ευρώ, …/19.3.2013 ποσού 1.123,09 ευρώ, …/9.4.2013 ποσού 1.053,25 ευρώ και για την ΑΠΥ …/21.5.2013 ποσού 1.116,53 ευρώ, ΑΠΥ …/12.6.2013 ποσού 1.053,25 ευρώ, …/8.7.2013 ποσού 1.341,44 ευρώ, …/2.8.2013 ποσού 1.053,25 ευρώ, …/17.9.2013  ποσού 1.286,13 ευρώ, …/9.10.2013 ποσού 1.053,25 ευρώ, …../12.11.2013 ποσού 1.195,68 ευρώ και …./16.12.2013 ποσού 1.053,25 ευρώ, (ε) για το χρονικό διάστημα από μηνός Ιανουαρίου έως και μηνός Δεκεμβρίου 2014, για τα οποία η πρώτη εναγομένη έχει εκδώσει τις με αριθμό αποδείξεις παροχής υπηρεσιών (ΑΠΥ) …./23.1.2014 ποσού 1.180,19 ευρώ, …/6.2.2014 ποσού 1.053,25 ευρώ, …/12.3.2014 ποσού 1.097,53 ευρώ, …/15.4.2014 ποσού 1.169,17 ευρώ, …/14.5.2014 ποσού 1.223,36 ευρώ, …/6.6.2014 ποσού 1.053,25 ευρώ, …/10.7.2014 ποσού 1.130,56 ευρώ, …/26.8.2014 ποσού 1.053,25 ευρώ, …/9.9.2014 ποσού 1.054,17 ευρώ, …/7.10.2014 ποσού 1.053,25 ευρώ, …/11.11.2014 ποσού 1.074,47 ευρώ και …/9.12.2014 ποσού 1.053,25 ευρώ, (στ) για το χρονικό διάστημα από μηνός Ιανουαρίου 2015 έως και μηνός Δεκεμβρίου 2015, για τα οποία η πρώτη εναγομένη έχει εκδώσει τις με αριθμό αποδείξεις παροχής υπηρεσιών (ΑΠΥ) …/15.1.2015 ποσού ευρώ 1.056,94, …/10.2.2015 ποσού ευρώ 1.053,25, …/11.3.2015 ποσού ευρώ 1.053,25, …/7.4.2015 ποσού ευρώ 1.053,25, …/12.5.2015 ποσού ευρώ 1.053,25, …/8.6.2015 ποσού ευρώ 1.053,25, …/7.7.2015 ποσού ευρώ 1.054,91, …/5.8.2015 ποσού ευρώ 1.053,25, …/16.9.2015 ποσού ευρώ 1.053,25, …/6.10.2015 ποσού ευρώ 1.053,25, …/10.11.2015 ποσού ευρώ 1.054,54 και …/8.12.2015 ποσού ευρώ 1.053,25, (ζ) για το χρονικό διάστημα από μηνός Ιανουαρίου 2016 έως και μηνός Δεκεμβρίου 2016, για τα οποία η πρώτη εναγομένη έχει εκδώσει τις με αριθμό αποδείξεις παροχής υπηρεσιών (ΑΠΥ)  ../14.1.2016 ποσού ευρώ 1.053,25, …/11.2.2016 ποσού ευρώ 1.053,25, ../10.3.2016 ποσού ευρώ 1.053,25, …/14.4.2016 ποσού ευρώ 1.053,25, …/18.5.2016 ποσού ευρώ 1.053,25, …/14.6.2016 ποσού ευρώ 1.061,81, …/12.7.2016 ποσού ευρώ 1.061,81, …/3.8.2016 ποσού ευρώ 1.061,81, …/14.9.2016 ποσού ευρώ 1.061,81, …/11.10.2016 ποσού ευρώ 1.061,81, …/15.11.2016 ποσού ευρώ 1.061,81 και …/8.12.2016 ποσού ευρώ 1.061,81 και (η) για τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο 2017, για τα οποία η πρώτη εναγομένη έχει εκδώσει τις με αριθμό αποδείξεις παροχής υπηρεσιών (ΑΠΥ) …./18.1.2016, ποσού ευρώ 1.061,81 και 124/8.2.2016 ποσού ευρώ 1.061,81. Ο ενάγων, με την ένδικη αγωγή του, χωρίς να αμφισβητεί ότι ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της ανωτέρω εταιρείας με την επωνυμία “…………” καθόλο το επίδικο χρονικό διάστημα, ισχυρίσθηκε ότι, αυτός αλλά και η από αυτόν εκπροσωπουμένη εταιρεία, πλοιοκτήτρια του ανωτέρω σκάφους αναψυχής, ουδέποτε συνηλλάγησαν με την πρώτη εναγομένη εταιρεία και καμία σύμβαση ελλιμενισμού του ανωτέρω πλοίου στην ανωτέρω Μαρίνα δεν κατήρτισαν. Όπως δε πληροφορήθηκε ακολούθως, μετά την κοινοποίηση σε αυτόν των ανωτέρω εγγράφων υπό της πρώτης εναγομένης, αναφορικά με το ανωτέρω πλοίο, είχε καταρτισθεί, μόνον μία σύμβαση ελλιμενισμού στην ανωτέρω Μαρίνα ……, την 4.4.2006, από τον δεύτερο εναγόμενο, ενεργούντος ατομικά ως κάτοχος και κυβερνήτης του ανωτέρω σκάφους, με χρονική διάρκεια από 1.4.2006 έως 31.12.2006, αμφισβητώντας παράλληλα, κατ’ εκτίμηση της ένδικης αγωγής του, ότι το εν λόγω σκάφος αναψυχής, ελλιμενίζετο στην ανωτέρω μαρίνα κατά το επίδικο διάστημα, εφόσον δέχεται ότι αυτό ελλιμενίσθηκε στην ανωτέρω Μαρίνα τον Απρίλιο του έτους 2006. Περαιτέρω, ισχυρίσθηκε ότι, δεν υπάρχει έτερη σύμβαση ελλιμενισμού του εν λόγω πλοίου στον ανωτέρω τουριστικό λιμένα και μάλιστα έγγραφη, αλλά ούτε συμφωνία παράτασης ή ανανέωσης της ανωτέρω από 4.4.2006 σύμβασης. Επιπροσθέτως, ισχυρίσθηκε ότι, τυχόν μονομερής ανανέωση της ανωτέρω, από 4.4.2006, συμβάσεως ελλιμενισμού, από την πρώτη εναγομένη, όπως αυτή διατείνεται δια των προστηθέντων της, δυνάμει όρου της από 4.4.2006 έγγραφης σύμβασης ελλιμενισμού, αυτή (μονομερής ανανέωση) δεν είναι έγκυρη, αλλά άκυρη, διότι αυτή έγινε κατά παράβαση του όρου 5.4 της σύμβασης ελλιμενισμού που η πρώτη εναγομένη επικαλείται, εκ του λόγου ότι, αφενός μεν η πρώτη εναγομένη προέβαινε σε ετήσιας διάρκειας μονομερή ανανέωση αυτής επί ένδεκα έτη, καταχωρώντας μάλιστα τις εν λόγω ανανεώσεις στη λογιστική καρτέλα πελάτη που αφορά το εν λόγω πλοίο, αν και κατά τον όρο 5.4 της ανωτέρω σύμβασης, αυτή ηδύνατο να ανανεώσει μονομερώς την εν λόγω σύμβαση, μόνο για εννέα μήνες και όχι για δώδεκα μήνες, όπως αυτή έπραττε, αφ’ ετέρου δε το δικαίωμά της αυτό, ήτοι το δικαίωμα μονομερούς ανανέωσης της εν λόγω σύμβασης, κατά τον όρο 5.4 αυτής, αυτή (πρώτη εναγομένη) ηδύνατο να ασκήσει μόνον υπό την προϋπόθεση μη ύπαρξης προηγούμενων οφειλών του ανωτέρω σκάφους προς αυτήν, περίπτωση που δεν συνέτρεχε εν προκειμένω από το έτος 2010 και εντεύθεν. Η πρώτη εναγομένη, δια των εγγράφων προτάσεών της, ισχυρίσθηκε κατ’ αρχήν ότι, η από 4.4.2006 σύμβαση ελλιμενισμού του εν λόγω σκάφους στην ανωτέρω μαρίνα, καταρτίσθηκε πράγματι κατόπιν έγγραφης αιτήσεως του δευτέρου εναγομένου, πλην όμως όχι ενεργούντος ατομικά, αλλά στο όνομα και για λογαριασμό της ανωτέρω πλοιοκτήτριας του σκάφους εταιρείας με την επωνυμία “……………”, δυνάμει σχετικής έγγραφης πληρεξουσιότητος που του είχε χορηγήσει ο ενάγων νόμιμος εκπρόσωπος της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας και δη, δυνάμει του από 28.3.2006 εγγράφου που φέρει τον τίτλο «εξουσιοδότηση», αντίγραφα των οποίων (αιτήσεως και εξουσιοδοτήσεως) προσεκόμισε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Επιπροσθέτως, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου των προτάσεών της, ισχυρίσθηκε ότι, ακολούθως, μετά την 31.12.2006, το πλοίο συνέχισε να ελλιμενίζεται στην ανωτέρω μαρίνα και σε κάθε περίπτωση είχε το δικαίωμα να ελλιμενίζεται σε αυτή, η δε ανωτέρω από 4.4.2006, σύμβαση ελλιμενισμού του ανωτέρω σκάφους, ανανεώνονταν ακολούθως ετησίως «αυτομάτως», δυνάμει συμβατικής πρόβλεψης, καθώς ουδέποτε ο πλοιοκτήτης ή κάποιος εξουσιοδοτηθείς από αυτόν, προέβη σε καταγγελία αυτής. Η ίδια, ζήτησε να απορριφθεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος, περί άκυρων μονομερών εκ μέρους της παρατάσεων της διάρκειας της εν λόγω σύμβασης, επικαλούμενη τον όρο 5.4 της από 4.4.2006 σύμβασης ελλιμενισμού, ισχυριζόμενη ότι αυτή νομίμως, κατά την εν λόγω σύμβαση ελλιμενισμού, προέβαινε σε ανανέωση αυτής, για όσο χρονικό διάστημα δεν είχε καταγγελθεί αυτή από οποιοδήποτε των μερών. Σε κάθε περίπτωση, ισχυρίσθηκε επιπλέον [δια παραπομπής, στη σελίδα 18 των εγγράφων προτάσεών της, στη με αριθμό ΕΑ 500/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου και ειδικότερα στην, σε αυτή (απόφαση) αναφορά της φράσεως «… παρέμειναν σε ισχύ, σιωπηρά ανανεωθείσες….», την οποία επισημαίνει] ότι, με τη λήξη εκάστης συμβάσεως ελλιμενισμού του ανωτέρω σκάφους, αυτή ανανεώνονταν σιωπηρά ετησίως υπό των αρχικώς συμβαλλομένων. Όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο υπό της πρώτης εναγομένης ως σχετικό 8 έγγραφο, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εξουσιοδότηση», την 28.3.2006, ο ενάγων, ως νόμιμος εκπρόσωπος της ανωτέρω πλοιοκτήτριας, του σκάφους αναψυχής “B”, εταιρείας με την επωνυμία “…………”, υπογράφοντας υπό την εταιρική επωνυμία αυτής, χορήγησε στον δεύτερο εναγόμενο, ……………, έγγραφη πληρεξουσιότητα όπως αυτός (δεύτερος εναγόμενος) (α) αιτηθεί ενώπιον των Λιμενικών αρχών τη διαγραφή του ονόματος του ανωτέρω σκάφους αναψυχής “SB” από το ισχύον ΔΕ.Κ.Π.Α. και την εγγραφή του νέου ονόματος “B”, (β) προβεί σε κάθε απαραίτητη ενέργεια ενώπιον των Λιμενικών Αρχών, με σκοπό την έκδοση αδειών απόπλου, κατάπλου, ανέλκυσης και καθέλκυσης του ως άνω σκάφους, καθώς επίσης (γ) ενεργεί κάθε τι απαραίτητο για την ομαλή λειτουργιά του εν λόγω σκάφους, ως κυβερνήτης αυτού. Παράλληλα, με το ίδιο έγγραφο έδωσε στον εναγόμενο την εντολή και πληρεξουσιότητα, όπως εγχειρίσει όλα τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, υπογράψει αντ’ αυτού και για λογαριασμό του όλες τις αιτήσεις και τα έντυπα σχετικά με την ολοκλήρωση – διεκπεραίωση των ανωτέρω πράξεων και αναγνώρισε όλες τις ενέργειες αυτού (δευτέρου εναγομένου) ως έγκυρες και ισχυρές, σύμφωνες με τη βούλησή του και την εντολή του. Ο δεύτερος εναγόμενος, …….., την 4.4.2006, ενεργών στο όνομα και για λογαριασμό της, μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία “………”, πλοιοκτήτριας, όπως προελέχθη, του υπό σημαία Αγγλίας, με το όνομα «B», σκάφους αναψυχής, υπέβαλε έγγραφη αίτηση, ήτοι πρόταση, προς την πρώτη εναγομένη εταιρεία, η οποία τότε έφερε την επωνυμία «………», ως έχουσα τη διοίκηση και διαχείριση του Τουριστικού Λιμένα (Μαρίνα) ……, με την οποία ζητούσε τον ελλιμενισμό του εν λόγω σκάφους στην ανωτέρω Μαρίνα για το χρονικό διάστημα από 1.4.2006 έως 31.12.2006. Το γεγονός ότι, η αίτηση αυτή υπεβλήθη υπό του δευτέρου εναγομένου, στο όνομα και για λογαριασμό της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας, όπως ισχυρίζεται η πρώτη εναγομένη (σχετικά σελ. 4 εγγράφων προτάσεων που κατέθεσε ενώπιόν μας) και όχι ατομικά, όπως διατείνεται ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του, δεδομένου ότι αναφέρει σε αυτήν (σελ. 2) «ως κάτοχος και κυβερνήτης του σκάφους ο β’ εναγόμενος ……… συμβλήθηκε με την «……………..»», αποδεικνύεται από την ίδια την προσκομιζόμενη ως σχετικό [3], υπό της πρώτης εναγομένης, από 4.4.2006, υποβληθείσα προς αυτήν (πρώτη εναγομένη), υπό του δευτέρου εναγομένου, έγγραφη αίτηση ελλιμενισμού του εν λόγω πλοίου στην ανωτέρω Μαρίνα. Ειδικότερα, από το περιεχόμενο αυτής, προκύπτει ότι, σε αυτήν (από 4.4.2006 έγγραφη αίτηση), αφού ο δεύτερος εναγόμενος και υπογράφων αυτήν, του οποίου η γνησιότητα της υπογραφής θεωρήθηκε την ίδια ημέρα από δημόσια αρχή και δη τη Λιμενική Αρχή, ανέφερε τα στοιχεία του ενδίκου σκάφους αναψυχής, ακολούθως, ο ίδιος (δεύτερος εναγόμενος), υπό του τίτλου «Στοιχεία Πελάτη», έθεσε τα στοιχεία της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας “…. …. ….”, τα στοιχεία δε αυτού του ιδίου (δευτέρου εναγομένου) αυτός (δεύτερος εναγόμενος) έθεσε στην εν λόγω αίτηση, υπό του τίτλου «Στοιχεία Νομίμου εκπροσώπου της πλοιοκτήτριας εταιρείας», επιπροσθέτως δε, τα στοιχεία του ενάγοντος και δη, το ονοματεπώνυμό του και τον αριθμό του κινητού του τηλεφώνου (άνευ αναφοράς της διευθύνσεως κατοικίας του), ο δεύτερος εναγόμενος έθεσε στην, εν λόγω, έγγραφη αίτηση, υπό του τίτλου «στοιχεία επικοινωνίας». Προς υποβολή της εν λόγω αιτήσεως, στο όνομα και για λογαριασμό της ανωτέρω, μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία “……….”, πλοιοκτήτριας του ανωτέρω πλοίου, ο ανωτέρω δεύτερος εναγόμενος προσεκόμισε στην πρώτη εναγομένη εταιρεία το προμνημονευθέν από 28.3.2006 έγγραφο, φέρον τον τίτλο «εξουσιοδότηση» που υπογράφεται υπό του ενάγοντος …….., όπως η πρώτη εναγομένη ισχυρίζεται με τις έγγραφες προτάσεις της που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου [ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου η πρώτη εναγομένη δεν παρέστη αλλά δικάσθηκε ερήμην] και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό του ενάγοντος, ισχυρισμός που επιβεβαιώνεται από την εκ μέρους της κατοχή και προσκόμιση αντιγράφου της εν λόγω εξουσιοδοτήσεως, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Η εν λόγω αίτηση – πρόταση προς κατάρτιση σύμβασης ελλιμενισμού στην Μαρίνα …… του ανωτέρου σκάφους αναψυχής, ενεκρίθη υπό της πρώτης εναγομένης εταιρείας και υπεγράφη μεταξύ αυτής (πρώτης εναγομένης), υπό την παλαιότερη επωνυμία της «……….», εκπροσωπουμένης από τον ………, Διευθυντή της ανωτέρω Μαρίνας ……, ως έχουσας τη διοίκηση και διαχείριση του ανωτέρω τουριστικού λιμένα (μαρίνας) και του δευτέρου εναγομένου, ………., έγγραφο με τον τίτλο «Όροι Σύμβασης» και τοιουτοτρόπως, ολοκληρώθηκε η κατάρτιση της ανωτέρω σύμβασης ελλιμενισμού του ανωτέρω πλοίου, στην Μαρίνα ……. Ο ενάγων, επισυνάπτει στην ένδικη αγωγή, μόνον το έγγραφο έντυπο με τον τίτλο «Όροι Σύμβασης», στο οποίο υπό της λέξεως «Ο Πελάτης» υπάρχει η υπογραφή του δευτέρου εναγομένου, χωρίς καμία αναφορά στην ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία, πλην όμως αυτός (ενάγων) δεν επικαλείται, αλλά ούτε προσκομίζει έγγραφη αίτηση του δευτέρου εναγομένου, με την οποία αυτός να υποβάλλει ατομικά αίτηση ελλιμενισμού στην ανωτέρω Μαρίνα, του ανωτέρω σκάφους, ήτοι υπό της λέξεως «Πελάτης» να αναφέρει τα ιδικά του (δευτέρου εναγομένου) στοιχεία. Επιπροσθέτως, από το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου με τον τίτλο «Όροι Σύμβασης», προκύπτει ότι, αυτό πάντα συνοδεύεται και αποτελεί συνέχεια κάποιας αίτησης ελλιμενισμού, διότι στο περιεχόμενό του, δεν γίνεται αναφορά ούτε στο όνομα του πλοίου που αυτό αφορά. Επομένως, με την υπογραφή του εν λόγω εντύπου με τον τίτλο «Όροι Σύμβασης», ενεκρίθη υπό της πρώτης εναγομένης, η ανωτέρω από 4.4.2006 αίτηση ελλιμενισμού της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας, στο όνομα και για λογαριασμό της οποίας (ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας), αυτή (αίτηση) υπέβαλε ο δεύτερος εναγόμενος και, τοιουτοτρόπως, ολοκληρώθηκε η κατάρτιση της ανωτέρω σύμβασης ελλιμενισμού του ανωτέρω πλοίου, στην Μαρίνα ……. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, και ιδίως του γεγονότος ότι την πρόταση (αίτηση) προς την πρώτη εναγομένη, για την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης ελλιμενισμού, υπέβαλε ο δεύτερος εναγόμενος, ως ανωτέρω αποδείχθηκε, στο όνομα και για λογαριασμό της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας, αφού αυτός (δεύτερος εναγόμενος) την επωνυμία της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας έθεσε υπό της λέξεως «Πελάτης», στην εν λόγω αίτηση, διαθέτων αυτός (δεύτερος εναγόμενος) σχετική και μάλιστα έγγραφη πληρεξουσιότητα προς κατάρτιση της εν λόγω συμβάσεως ελλιμενισμού, εφόσον με το προαναφερόμενο από 28.3.2006 έγγραφο (το οποίο έφερε τον τίτλο «εξουσιοδότηση») αυτός είχε αναλάβει έναντι της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας, μεταξύ άλλων, την πληρεξουσιότητα όπως εκτελέσει κάθε πράξη απαραίτητη για την ομαλή λειτουργιά του εν λόγω σκάφους, ως τοιαύτης νοουμένης και της κατάρτισης σύμβασης ελλιμενισμού του ανωτέρω πλοίου σε ασφαλή λιμένα, αφού ο ασφαλής ελλιμενισμός του πλοίου συνέχεται με την καλή λειτουργία του, άπτεται της ασφάλειάς του και εν τέλει της αξιοπλοΐας του, αποδεικνύεται βάσιμος ο ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης, που περιέχεται στις έγγραφες προτάσεις της, ότι την επίδικη, από 4.4.2006, σύμβαση ελλιμενισμού κατήρτισε με αυτήν, η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία με την επωνυμία“…. …. ….”. Μάλιστα, αξίζει να αναφερθεί ότι ο ενάγων, στον ισχυρισμό της πρώτης εναγομένης που περιέχεται στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ότι ο δεύτερος εναγόμενος, την εν λόγω από 4.4.2006 σύμβαση ελλιμενισμού, κατήρτισε στο όνομα και για λογαριασμό της ανωτέρω πλοιοκτήτριας, κατ’ εκείνο το χρόνο εταιρείας, δυνάμει της προαναφερομένης έγγραφης πληρεξουσιότητας, ουδέν ανέφερε και δη δεν αμφισβήτησε την πληρεξουσιότητα που αυτός, υπογράφοντας το από 28.3.2006 έγγραφο με τον τίτλο «εξουσιοδότηση» που έφερε το ανωτέρω περιεχόμενο που εκτίθεται ανωτέρω, υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας, χορήγησε στον δεύτερο εναγόμενο, προς κατάρτιση της εν λόγω σύμβασης ελλιμενισμού του ανωτέρω πλοίου. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, ως προς τους όρους της εν λόγω συμβάσεως ελλιμενισμού που καταρτίσθηκε μεταξύ της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας και της πρώτης εναγομένης εταιρείας, προβλέφθηκαν, ως προς τα ενδιαφέροντα εν προκειμένω σημεία, τα ακόλουθα: Υπό τον τίτλο «ορισμοί» στον όρο 1 της εν λόγω σύμβασης προβλέφθηκε ότι «[1.1] Ως ΠΕΛΑΤΗΣ ορίζεται α) Ο ιδιοκτήτης / πλοιοκτήτης του σκάφους ή/και β) Ο νόμιμος εκπρόσωπος του πλοιοκτήτη ή της πλοιοκτήτριας εταιρίας στην Ελλάδα, ή/ και γ) Ο μισθωτής / ναυλωτής του σκάφους, ή/και δ) ο πλοίαρχος ή κυβερνήτης του σκάφους ή/και ε) Ο εμφανιζόμενος και ενεργών ως νόμιμος εκπρόσωπος του σκάφους και του πλοιοκτήτη/τριας ή/και στ) ο δίδων πάσης φύσεως εντολές προς τo φορέα διαχείρισης του τουριστικού Λιμένα που αφορούν το σκάφος. …[1.6] Ως ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ορίζεται το αντάλλαγμα σε ευρώ που αφορά το δικαίωμα ελλιμενισμού του σκάφους καθώς και το δικαίωμα χρήσης των παρεχομένων από την εταιρεία διευκολύνσεων και εξυπηρετήσεων (ιδίως δε, ηλεκτρικό ρεύμα, νερό κ.λπ.) στο χώρο της Μαρίνας ….., όπως αυτό καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31Α του Ν. 2160/1993, όπως ισχύει κάθε φορά.». Υπό τον όρο [2] της εν λόγω συμβάσεως υπό τον τίτλο «Αντικείμενο σύμβασης» προβλέφθηκε ότι «2 1 Με την παρούσα ο ΠΕΛΑΤΗΣ ζητά, και η ΕΤΑΙΡΙΑ παραχωρεί, το δικαίωμα ελλιμενισμού του ΣΚΑΦΟΥΣ καθώς και το δικαίωμα χρήσης των παρεχομένων από την ΕΤΑΙΡΙΑ διευκολύνσεων στο χώρο της ΜΑΡΙΝΑΣ, έναντι, του συμφωνηθέντος ανταλλάγματος (τιμολόγιο). Η υποχρέωση της ΕΤΑΙΡΙΑΣ εξαντλείται στην παραχώρηση οποιασδήποτε κατάλληλης θέσης. … 2.3 Ο Πελάτης υποχρεούται να καταβάλλει στην ΕΤΑΙΡΙΑ για τo δικαίωμα ελλιμενισμού του σκάφους στη μαρίνα, το καθορισθέν και συμφωνηθέν ποσό σε ευρώ ανά μέτρο ολικού μήκους, όπως αυτό προσδιορίζεται κάθε φορά σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2160/1993, όπως αυτός ισχύει καθώς και για κάθε παρεχόμενη από την εταιρία υπηρεσία. Ρητά και ανεπιφύλακτα συμφωνείται ότι υπεύθυνος για την καταβολή των δικαιωμάτων ελλιμενισμού του σκάφους, καθώς και των λοιπών χρεώσεων των επιμέρους παρεχομένων υπηρεσιών, παροχών και διευκολύνσεων, έναντι της εταιρίας είναι ο πελάτης και κάθε φυσικό και νομικό πρόσωπο από τα παραπάνω αναφερόμενα τα οποία αναγνωρίζουν και αποδέχονται την σε ολόκληρο οφειλή και καθίστανται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον  συνυπεύθυνα. Ρητά δε αναλαμβάνουν έκαστος εξ αυτών, δια του παρόντος, την τήρηση κάθε όρου και κάθε δήλωσης παραιτούμενοι του ευεργετήματος της διζήσεως …» Με τον όρο [4] της εν λόγω συμβάσεως και υπό τον τίτλο «Λήξη Ελλιμενισμού – Καταγγελία» προβλέφθηκε ότι (4.1) Η παρούσα λύεται αυτομάτως με την πάροδο του συμφωνημένου χρόνου, ο οποίος σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δώδεκα (12) συνεχόμενους ημερολογιακούς μήνες από την ημερομηνία υπογραφής της, … (4 3) Η εταιρία διατηρεί το δικαίωμα να καταγγείλει οποτεδήποτε την παρούσα σύμβαση ελλιμενισμού του σκάφους, σε κάθε περίπτωση παράβασης οποιουδήποτε όρου της παρούσας σύμβασης, του Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων και του Ειδικού Κανονισμού Λειτουργίας της μαρίνας, όπως εκάστοτε ισχύει. (4.4) Η σύμβαση ελλιμενισμού λύεται επίσης από την πλευρά του ΠΕΛΑΤΗ μόνο εγγράφως και σύμφωνα με τις διατάξεις περί μισθώσεως πράγματος. Η καταγγελία αυτή παράγει έννομα αποτελέσματα μόνο από τη νόμιμη επίδοσή της προς την εταιρία και εφόσον ο πελάτης καταβάλει πλήρως τις οφειλές του προς τον φορέα του τουριστικού λιμένα.». Με τον όρο [5] υπό τον τίτλο «Ανανέωση – Παράταση», προβλέφθηκε ότι «(5.1) Ο Πελάτης οφείλει να ενημερώσει εγγράφως την εταιρία για την πρόθεσή του για παράταση ή μη της παραμονής του σκάφους στις εγκαταστάσεις της μαρίνας τουλάχιστον 30 ημέρες πριν τη λήξη του συμβατικού χρόνου ελλιμενισμού. (5.3) Ρητά συμφωνείται ότι η παραμονή του σκάφους μετά την πάροδο του συμβατικού χρόνου της σύμβασης, ή μετά τη νόμιμη καταγγελία αυτής από την εταιρία, σε χώρο της μαρίνας απαγορεύεται και θεωρείται αυθαίρετη …. Η τυχόν παραμονή του σκάφους δεν θεωρείται σε καμία περίπτωση, σιωπηρά ανανέωση της σύμβασης ελλιμενισμού. (5.4) Κατά τη λήξη του συμβατικού χρόνου ελλιμενισμού και σε περίπτωση που ο πελάτης δεν έχει ενημερώσει κατά τα άνω εγγράφως την εταιρία για την παράταση ή όχι της παραμονής του σκάφους, δια του παρόντος, ο πελάτης δηλώνει ρητά ότι παρέχει προς την εταιρία την ανέκκλητη εντολή να ανανεώσει μονομερώς το συμφωνητικό για περίοδο ίση με την αρχικώς συμφωνηθείσα χωρίς τη συγκατάθεσή του και η εταιρία υποχρεούται να ανανεώσει αυτό, εφόσον ο πελάτης έχει, κατά το χρόνο λήξης της σύμβασής του, εξοφλήσει πλήρως και ολοσχερώς όλες τις οφειλές που απορρέουν από τα δικαιώματα ελλιμενισμού και λοιπών παρεχομένων εξυπηρετήσεων και υπηρεσιών, αποδεχόμενος πλήρως ο πελάτης στην περίπτωση αυτή, το εκάστοτε τιμολόγιο υπηρεσιών για την επομένη χρήση, παραιτούμενος ταυτόχρονα ρητώς και ανεκκλήτως από κάθε δικαίωμα προσβολής και αμφισβήτησης.». Με τον όρο [6] της εν λόγω συμβάσεως, υπό τον τίτλο «Δικαιώματα– Ελλιμενισμού & παρεχομένων υπηρεσιών», προβλέφθηκε ότι «(6.1) Τα τιμολόγια ελλιμενισμού σκαφών αφορούν αγκυροβολία των σκαφών με πρυμνιοδέτηση και προκαταβάλλονται όπως ορίζεται στον Ειδικό Κανονισμό Λειτουργίας της Μαρίνας. Τα σκάφη που ελλιμενίζονται στη θαλάσσια ζώνη της Μαρίνας υποχρεούνται να καταβάλλουν προσηκόντως και εγκαίρως τα αναλογούντα δικαιώματα ελλιμενισμού. (6.2) Ο πελάτης δηλώνει ότι, αφού έλαβε πλήρη γνώση, αναγνωρίζει και αποδέχεται πλήρως και ανεπιφυλάκτως τα τιμολόγια ελλιμενισμού καθώς και των λοιπών υπηρεσιών (ηλεκτρικό ρεύμα, νερό κ.λπ.) της μαρίνας, αποδέχεται ανεπιφύλακτα τις αναγραφόμενες σε αυτά τιμές και υποχρεούται να καταβάλλει τα αναλογούντα δικαιώματα και τέλη για τις χρεώσεις αυτές, εμπροθέσμως και προσηκόντως, όπως αυτά υπολογίζονται και προσδιορίζονται στις αποφάσεις των τιμολογίων και στον Ειδικό Κανονισμό Λειτουργίας της Μαρίνας ……. Επίσης, ο πελάτης βαρύνεται και με το αναλογούν ποσοστό ΦΠΑ για κάθε υπηρεσία, πλέον των τυχόν άλλων φόρων και εξόδων (λειτουργικά, δικαστικά και άλλα) στα οποία θα υποβληθεί η εταιρία συνεπεία της μη εκπλήρωσης ή μη προσήκουσας εκπλήρωσης των  συμβατικών του υποχρεώσεων. … (6.4) Ρητά συμφωνείται ότι η καθυστέρηση καταβολής των δικαιωμάτων ελλιμενισμού του σκάφους πέραν των 2 μηνών, παρέχει το δικαίωμα στην Μαρίνα να καταγγείλει τη σύμβαση … (6.6) Τα δικαιώματα ελλιμενισμού προκαταβάλλονται. Η προκαταβολή αυτή θα αφορά τουλάχιστον το ποσό του ενός μηνιαίου τιμολογίου ελλιμενισμού. Παρέχεται η διευκόλυνση όπως η προκαταβολή πραγματοποιείται εντός των 5 πρώτων ημερών εκάστου ημερολογιακού μηνός, άλλως ο πελάτης βαρύνεται με το νόμιμο τόκο υπερημερίας… (6.7) Ρητά συμφωνείται ότι σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολή ή μη εμπρόθεσμης ή μη προσήκουσας καταβολής των δικαιωμάτων ελλιμενισμού, ο πελάτης επιβαρύνεται και με το νόμιμο τόκο υπερημερίας…». Με τον όρο [7] της ένδικης σύμβασης, προβλέφθηκε ότι  «(7.1)  Ρητά συμφωνείται ότι η εταιρία ουδεμία ευθύνη φέρει για τυχόν σωματικές βλάβες του πελάτη και των προστηθέντων αυτού, των μελών του πληρώματος, των επιβαινόντων και  επισκεπτών του σκάφους, αλλά ούτε και για κάθε βλάβη, ζημία ή απώλεια του ιδίου του σκάφους, των παραρτημάτων και συστατικών του ή περιουσιακών αγαθών των ως άνω προσώπων τόσο επί του σκάφους όσο και σε κάθε χώρο (χερσαίο ή θαλάσσιο) της μαρίνας, συμπεριλαμβανομένων των αυτοκινήτων ή άλλων οχημάτων…». Με τον όρο [8] της εν λόγω σύμβασης και υπό τον τίτλο «Λοιποί όροι», προβλέφθηκε ότι «(8.1) Ο πελάτης υποχρεούται να ενημερώνει αμέσως και εγγράφως την εταιρία για κάθε αλλαγή των στοιχείων εκπροσώπησης και επικοινωνίας του, που αναγράφονται ανωτέρω… (8.2) το δικαίωμα ελλιμενισμού δεν είναι προσωπικό αλλά αφορά τον ελλιμενισμό του συγκεκριμένου σκάφους, που περιγράφεται ανωτέρω και για το οποίο υπογράφεται το παρόν και ισχύει για το διάστημα που συμφωνείται με το παρόν, εφόσον το σκάφος βρίσκεται στην κυριότητα του ιδίου ανωτέρω πλοιοκτήτη – πελάτη… (8.4) Ο πελάτης, σε περίπτωση που το σκάφος αποχωρεί οριστικά από τις εγκαταστάσεις της Μαρίνας, είτε προ ή με το τέλος του συμβατικού χρόνου λήξης, υποχρεούται να δηλώσει τούτο στη Μαρίνα εγγράφως και εγκαίρως, άλλως η εταιρία χρεώνει σε βάρος του κανονικά μέχρι τη συμβατική λήξη ή μέχρι την ημερομηνία, της κατά τα άνω έγγραφης δήλωσης προς την εταιρία για την οριστική αποχώρηση του σκάφους. (8.7) Η εταιρεία δεν υποχρεούται να προβαίνει σε όχληση του πελάτη προς καταβολή των συμπεφωνημένων σε ορισμένες ημερομηνίες δικαιωμάτων ελλιμενισμού και λοιπών παροχών. … (8.8) … Η εκ μέρους της εταιρίας μη άσκηση ή μερική άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματός της, που απορρέει από την παρούσα σχέση με τον πελάτη δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί παραίτηση από το δικαίωμα αυτό, ούτε αποκλείει την άσκησή του στο μέλλον.». …(8.11) Ο πελάτης ρητά και ανεπιφύλακτα δηλώνει ότι έλαβε πλήρη γνώση των διατάξεων του Ειδικού Κανονισμού Λειτουργίας της Μαρίνας, ο οποίος αποτελεί αναπόσπαστο μέλος της παρούσας σύμβασης, παραιτούμενος ρητά από οποιοδήποτε δικαίωμα προσβολής και αμφισβήτησής του. (8.12) Όλοι οι όροι της παρούσας σύμβασης συμφωνούνται ουσιώδεις και η παράβαση οποιουδήποτε εξ αυτών συνιστά σπουδαίο λόγο καταγγελίας της Σύμβασης Ελλιμενισμού του σκάφους». Ενόψει των ανωτέρω συμφωνηθέντων, η εν λόγω σύμβαση ελλιμενισμού, όπως βασίμως υποστηρίζει ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του, φέρει τα χαρακτηριστικά στοιχεία της συμβάσεως μισθώσεως και όχι αυτή της παροχής υπηρεσιών, διότι οι συμβαλλόμενοι, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της εν λόγω συμβάσεως, απέβλεψαν πρωτίστως, με την κατάρτιση αυτής, στην παραχώρηση της χρήσης θέσης εντός του θαλασσίου χώρου της Μαρίνας ……, αλλά και της χρήσης των εγκαταστάσεών της για τον ελλιμενισμό του ανωτέρω σκάφους ως βασική υποχρέωση της πρώτης εναγομένης, αντί χρηματικού ανταλλάγματος, χωρίς να προκύπτει ότι αυτή (πρώτη εναγομένη) ανέλαβε συμβατικά, έναντι της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας, την υποχρέωση παροχής έτερων υπηρεσιών στο ανωτέρω πλοίο (όμοια ΜΕΠ 392/2020 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, ΜΕΠ 847/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, η πρώτη εναγομένη, η οποία με τις έγγραφες προτάσεις της υποστηρίζει ότι η επίδικη σύμβαση ήταν αυτή της παροχής υπηρεσιών (στα πλαίσια άρνησης του ισχυρισμού του ενάγοντος περί παραγραφής των ενδίκων απαιτήσεων αυτής, για το χρονικό διάστημα έως την 31.12.2012), δεν αναφέρει ποίες ειδικότερες υπηρεσίες αυτή ανέλαβε να παράσχει έναντι της αντισυμβαλλομένης της και πλοιοκτήτριας του ανωτέρω πλοίου εταιρείας, ενόψει και του γεγονότος ότι, με το ανωτέρω από 4.4.2006 συμφωνητικό ελλιμενισμού, προβλέφθηκε σαφώς ότι η πρώτη εναγομένη δεν αναλαμβάνει και τη φύλαξη του εν λόγω πλοίου. Ως εκ τούτου, η εν λόγω σύμβαση ελλιμενισμού διέπεται από τις περί μισθώσεως διατάξεις του ΑΚ (ΜΕΠ 392/2020  ο.π., ΕΑ 10868/1988, ΑρχΝ 1989/426), καθώς επίσης και από τον Γενικό Κανονισμό Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στη με στοιχεία Τ/9803/5-9-2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Αναπτύξεως και Εμπορικής Ναυτιλίας, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 38 του Ν. 3105/2003, που αφορά την «Τουριστική εκπαίδευση και κατάρτιση, ρυθμίσεις για τον τουρισμό και άλλες διατάξεις», δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β΄ 1323/16- 9-2003) και έχει, επομένως, ισχύ νόμου (ΜΕΠ 392/2020  ο.π., ΕΠ 605/2010, ΔΕΕ 2011/220). Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, το συμφωνηθέν αντάλλαγμα, κατά την εν λόγω σύμβαση ελλιμενισμού, ήτοι το μίσθωμα για την ανωτέρω χρήση του θαλάσσιου και χερσαίου χώρου της ανωτέρω Μαρίνας, υπό του ανωτέρω πλοίου, περιελάμβανε όχι μόνον τα τέλη παραμονής του εν λόγω πλοίου στο θαλάσσιο χώρο της ανωτέρω Μαρίνας (τέλη ελλιμενισμού), όπως διατείνεται η πρώτη εναγομένη με τις έγγραφες προτάσεις της, αλλά και τις δαπάνες καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος και ύδατος, υπό του ανωτέρω πλοίου, κατά το χρόνο λειτουργίας της εν λόγω σύμβασης, διότι η ανωτέρω μισθώτρια ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία  “…. …. ….”, με ρητό όρο της εν λόγω συμβάσεως (άρθρο 6.2), ανέλαβε την υποχρέωση καταβολής στην πρώτη εναγομένη, πλέον των τιμολογίων ελλιμενισμού του εν λόγω πλοίου και των δαπανών χρήσεως υπ’ αυτού ηλεκτρικού ρεύματος και ύδατος από τις εγκαταστάσεις της ανωτέρω Μαρίνας. Τα σχετικά τέλη ελλιμενισμού και λοιπών παροχών (ύδατος και ηλεκτρικού ρεύματος) της ανωτέρω Μαρίνας, απεδείχθη ότι, αρχικά ορίζονταν με απόφαση του ΔΣ της πρώτης εναγομένης εταιρείας, η οποία εγκρίνονταν με απόφαση του Υπουργού Τουριστικής Ανάπτυξης (άρθρο 31Α του Ν. 2160/1993), ακολούθως δε, με απόφαση του ΔΣ αυτής, την οποία αυτή (πρώτη εναγομένη) γνωστοποιούσε στο Υπουργείο Τουρισμού (άρθρο 11 παρ.3 του Ν. 4179/2013), από της δημοσιεύσεως δε του άρθρου πρώτου περ. 6β της υποπαρ. ΣΤ 15 της παρ. ΣΤ του Ν. 4254/2014, με απόφαση του ΔΣ αυτής, χωρίς γνωστοποίηση του ύψους αυτών στο Υπουργείο Τουρισμού. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, η εν λόγω σύμβαση ελλιμενισμού λειτούργησε καθόλη τη συμφωνημένη, με την ανωτέρω, από 4.4.2006, έγγραφη σύμβαση ελλιμενισμού, χρονική περίοδο, ήτοι κατά το χρονικό διάστημα από την 1.4.2006 έως και την 31.12.2006, εφόσον απεδείχθη ότι, καθ’ όλο το εν λόγω χρονικό διάστημα, η πρώτη εναγομένη παρείχε, συνεχώς και προσηκόντως προς την ανωτέρω αντισυμβαλλομένη της πλοιοκτήτρια εταιρεία με την επωνυμία “…. …. ….”, χώρο ελλιμενισμού του σκάφους της στο θαλάσσιο χώρο της Μαρίνας ……, καθώς επίσης ηλεκτρικό ρεύμα και νερό από τις εγκαταστάσεις της. Μάλιστα, όπως αναφέρει η πρώτη εναγομένη εταιρεία στις έγγραφες προτάσεις της, καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, το εν λόγω πλοίο ελλιμενίζετο στον θαλάσσιο χώρο της ανωτέρω Μαρίνας, εποιείτο δηλαδή χρήση του μισθίου, ισχυρισμός που δεν ανατρέπεται από την αόριστη αναφορά στην προσθήκη επί των προτάσεων του ενάγοντος ότι «επί σειρά ετών το ένδικο σκάφος είχε σταματήσει να ελλιμενίζεται στην εν λόγω Μαρίνα», δεδομένου μάλιστα ότι από τις εγγραφές στη λογιστική καρτέλα πελάτης που διατηρούσε η πρώτη εναγομένη, προκύπτει ότι, καταχωρήθηκαν και οι καταβολές των συμφωνημένων μισθωμάτων για το εν λόγω χρονικό διάστημα, εγγραφές που ο ενάγων όχι μόνον δεν αμφισβητεί με την ένδικη αγωγή  του  αλλά  προσεπιβεβαιώνει.  Ενόψει του ότι η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία δεν ενημέρωσε και μάλιστα εγγράφως την πρώτη εναγομένη, προ της λήξεως του συμβατικού χρόνου διάρκειας της ανωτέρω σύμβασης ελλιμενισμού, ήτοι προ της 31.12.2006, σχετικά με την παράταση ή μη της παραμονής του ανωτέρω σκάφους στην ανωτέρω Μαρίνα, τούτο άλλωστε δεν ισχυρίζεται ούτε ο ενάγων, η πρώτη εναγομένη συνέχισε να παρέχει συνεχώς και προσηκόντως προς την ανωτέρω αντισυμβαλλομένη της πλοιοκτήτρια εταιρεία με την επωνυμία “…. …. ….”, χώρο ελλιμενισμού του σκάφους της στο θαλάσσιο χώρο της Μαρίνας ……, καθώς επίσης ηλεκτρικό ρεύμα και νερό από τις εγκαταστάσεις της. Επιπλέον, όπως ο ενάγων αναφέρει, αυτή καταχώρησε στην καρτέλα πελάτη εγγραφή, κατά την οποία η εν λόγω σύμβαση ανανεώθηκε την 2.1.2007. Ο ενάγων, όπως αναλύεται ανωτέρω, με την ένδικη αγωγή του ισχυρίσθηκε ότι, έτερη πλην της ανωτέρω από 4.4.2006 σύμβασης ελλιμενισμού του εν λόγω πλοίου στον ανωτέρω λιμένα και μάλιστα έγγραφη, σύμβαση δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει συμφωνία παράτασης ή ανανέωσης της ανωτέρω από 4.4.2006 σύμβασης, η τυχόν δε μονομερής ανανέωση της ανωτέρω, από 4.4.2006 σύμβασης ελλιμενισμού, από την πρώτη εναγομένη, όπως αυτή διατείνεται ότι έπραξε δια των προστηθέντων της, δυνάμει όρου της από 4.4.2006 έγγραφης σύμβασης ελλιμενισμού, δεν είναι έγκυρη, αλλά άκυρη, διότι αυτή έγινε κατά παράβαση του όρου 5.4 της σύμβασης ελλιμενισμού που η πρώτη εναγομένη επικαλείται, εκ του λόγου ότι, η πρώτη εναγομένη προέβαινε σε, ετήσιας διάρκειας, μονομερή ανανέωση αυτής, επί ένδεκα έτη, καταχωρώντας μάλιστα τις εν λόγω ανανεώσεις στη λογιστική καρτέλα πελάτη που αφορά το εν λόγω πλοίο, αν και κατά τον όρο 5.4 της ανωτέρω σύμβασης, αυτή ηδύνατο να ανανεώσει μονομερώς την εν λόγω σύμβαση, μόνο για εννέα μήνες και όχι για δώδεκα μήνες, όπως αυτή έπραττε, ισχυρισμό που επανέλαβε και με τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσής του, κατά το πρώτο σκέλος του. Και πράγματι, με τον όρο (5.4) της ανωτέρω, από 4.4.2006, έγγραφης συμβάσεως ελλιμενισμού, με τον οποίο (όρο 5.4) προβλέφθηκε ότι «Κατά τη λήξη του συμβατικού χρόνου ελλιμενισμού και σε περίπτωση που ο πελάτης δεν έχει ενημερώσει κατά τα άνω εγγράφως την εταιρία για την παράταση ή όχι της παραμονής του σκάφους, δια του παρόντος, ο πελάτης δηλώνει ρητά ότι παρέχει προς την εταιρία την ανέκκλητη εντολή να ανανεώσει μονομερώς το συμφωνητικό για περίοδο ίση με την αρχικώς συμφωνηθείσα χωρίς τη συγκατάθεσή του και η εταιρία υποχρεούται να ανανεώσει αυτό, εφόσον ο πελάτης έχει, κατά το χρόνο λήξης της σύμβασής του, εξοφλήσει πλήρως και ολοσχερώς όλες τις οφειλές που απορρέουν από τα δικαιώματα ελλιμενισμού και λοιπών παρεχομένων εξυπηρετήσεων και υπηρεσιών, αποδεχόμενος πλήρως ο πελάτης στην περίπτωση αυτή, το εκάστοτε τιμολόγιο υπηρεσιών για την επομένη χρήση, παραιτούμενος ταυτόχρονα ρητώς και ανεκκλήτως από κάθε δικαίωμα προσβολής και αμφισβήτησης.», παρασχέθηκε η δυνατότητα στην πρώτη εναγομένη σε ανακατάρτιση, μονομερώς, με τη λήξη της συμβατικής διάρκειας της, από 4.4.2006, συμβάσεως ελλιμενισμού, ήτοι από την 1.1.2007, νέας σύμβασης ελλιμενισμού (αναμίσθωσης) του ανωτέρω πλοίου με την ανωτέρω αντισυμβαλλομένη της πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου εταιρεία, με όρους ελλιμενισμού του σκάφους στην ανωτέρω μαρίνα, αυτούς που συμφωνήθηκαν την 4.4.2006 και περιελήφθησαν στο προμνημονευθέν έγγραφο που φέρει τον τίτλο «όροι σύμβασης», μεταξύ των οποίων και του προβλεφθέντος με αυτή χρονικού διαστήματος που ρητά συμφωνήθηκε για περίοδο ίση με την αρχικώς συμφωνηθείσα, ήτοι χρονικής διάρκειας εννέα μηνών. Ειδικότερα, με τον εν λόγω όρο της ανωτέρω συμβάσεως ελλιμενισμού, αφού τα συμβαλλόμενα μέρη προσδιόρισαν το περιεχόμενο της μεταξύ τους καταρτιστέας μελλοντικής σύμβασης, ήτοι της ανανέωσης της συμβάσεως ελλιμενισμού του ανωτέρω πλοίου, κατά τη λήξη της διάρκειας ισχύος της εν λόγω, από 4.4.2006 συμβάσεως, προσδιορίζοντας το χρόνο διάρκειας αυτής (νέας σύμβασης) και το ύψος του μισθώματος, το οποίο συμφωνήθηκε ότι θα ανέρχεται στο εκάστοτε τιμολόγιο υπηρεσιών της πρώτης εναγομένης για την επομένη χρήση, ταυτόχρονα παραχωρήθηκε στην πρώτη εναγομένη, το δικαίωμα προαιρέσεως (option), δηλαδή η εξουσία, όπως αυτή επιφέρει μονομερώς την κατάρτιση της κύριας αυτής σύμβασης, ήτοι της ανανεώσεως της ανωτέρω σύμβασης ελλιμενισμού, κατά τη λήξη της, με μονομερή, απευθυντέα προς την αντισυμβαλλομένη της και ληψιδεή, δήλωσή της (σύμφωνο προαιρέσεως). Και πράγματι, η μονομερής δήλωση του δικαιούχου δικαιώματος προαιρέσεως, με την οποία αυτός, κατά την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος, μονομερώς τροποποιεί τα, στο σύμφωνο προαιρέσεως, συνομολογηθέντα, δεν επιφέρει μεν την κατάρτιση της κύριας σύμβασης στην οποία αυτή κατατείνει, πλην όμως, η τροποποιητική δήλωση του έχοντος δικαίωμα προαιρέσεως, αποτελεί πρόταση για κατάρτιση νέας σύμβασης, με διαφορετικό περιεχόμενο, η οποία εναπόκειται στον προς ον η δήλωση, αν θα την αποδεχθεί (Απ. Γεωργιάδης, Σύμφωνον Προαιρέσεως και Δικαίωμα Προαιρέσεως, εκδ. 1970, σσελ. 59). Εν προκειμένω, απεδείχθη ότι, η ανωτέρω μη διάδικος στην παρούσα δίκη εταιρεία με την επωνυμία “…. …. ….”, δεν γνωστοποίησε και δη εγγράφως, κατά τον όρο (5.4) της ανωτέρω συμβάσεως ελλιμενισμού, στην πρώτη εναγομένη εταιρεία, την πρόθεσή της, σχετικά με την παράταση ή μη της παραμονής του σκάφους της, στις εγκαταστάσεις της ανωτέρω μαρίνας και μάλιστα τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες προ της λήξεως του συμβατικού χρόνου ελλιμενισμού αυτού, ήτοι πριν από την 31.12.2006. Επιπροσθέτως, μετά τη λήξη της ανωτέρω συμβάσεως, την 31.12.2006, η πρώτη εναγομένη εξακολούθησε να παρέχει στο ανωτέρω σκάφος, τη δυνατότητα ελλιμενισμού του στις εγκαταστάσεις του ανωτέρω τουριστικού λιμένα, η αντισυμβαλλομένη της δε ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία, εξακολούθησε να αποδέχεται τους όρους λειτουργίας της ανωτέρω Μαρίνας και το εγκεκριμένο τιμολόγιο για τον ελλιμενισμό του πλοίου της σε αυτήν, εφόσον, όπως απεδείχθη, εξοφλήθηκαν και οι σχετικοί λογαριασμοί ελλιμενισμού του ανωτέρω πλοίου, για όλο το χρονικό διάστημα από 1.1.2007 έως 31.12.2007, την 22.8.2008. Απεδείχθη επίσης ότι, το ανωτέρω πλοίο συνέχισε, όπως η πρώτη εναγομένη αναφέρει στις προτάσεις της (σελ. 18), να ελλιμενίζεται στην ανωτέρω Μαρίνα, καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα από 1.1.2007 έως 31.12.2007. Τοιουτοτρόπως, αποδείχθηκε ότι, όπως επικουρικώς ισχυρίζεται η πρώτη εναγομένη στη σελίδα 18 των εγγράφων προτάσεών της [δια παραπομπής στη με αριθμό ΕΑ 500/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου και ειδικότερα στην σε αυτή αναφορά της φράσεως «… παρέμειναν σε ισχύ, σιωπηρά ανανεωθείσες….», την οποία επισημαίνει η πρώτη εναγομένη], με τη λήξη της ανωτέρω από 4.4.2006, εννεάμηνης διάρκειας, σύμβασης ελλιμενισμού του ανωτέρω, η τροποποιημένη ως προς το χρόνο διάρκειας της νέας σύμβασης ελλιμενισμού, μονομερής δήλωση της πρώτης εναγομένης – δικαιούχου δικαιώματος προαιρέσεως, άσκηση του εν λόγω δικαιώματος προαιρέσεως, δεν επέφερε μεν μονομερώς την κατάρτιση της κύριας συμβάσεως, ήτοι την ανανέωση της ανωτέρω σύμβασης ελλιμενισμού για ένα έτος, πλην όμως, αυτή (τροποποιητική δήλωση της έχουσας το ανωτέρω δικαίωμα προαιρέσεως–πρώτης εναγομένης), η οποία ήταν πρόταση προς την ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία, για κατάρτιση νέας σύμβασης, με διαφορετικό περιεχόμενο από το ορισθέν με το από 4.4.2006 έγγραφο συμφωνητικό ως προς το χρόνο διάρκειας αυτής, έγινε δεκτή από την πρώτη εναγομένη και την 1.1.2007, καταρτίσθηκε σιωπηρά νέα σύμβαση ελλιμενισμού του ανωτέρω πλοίου στην ανωτέρω Μαρίνα (αναμίσθωση), σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 361 ΑΚ [εφόσον κανείς των διαδίκων δεν ισχυρίζεται ότι η εν λόγω σύμβαση κατέστη αορίστου χρόνου κατ’ άρθρο 611 ΑΚ], με διάρκεια αυτής αυτή των δώδεκα μηνών. Μάλιστα, επί δώδεκα μήνες, ήτοι όλο το χρονικό διάστημα από 1.1.2007 έως 31.12.2007, η πρώτη εναγομένη παρείχε πράγματι τις ανωτέρω εγκαταστάσεις της προς χρήση στο ανωτέρω πλοίο, εξοφλήθηκαν δε αδιαμαρτύρητα (εφόσον δεν απεδείχθη το αντίθετο) και τα αναλογούντα στους εν λόγω δώδεκα μήνες μισθώματα. Το γεγονός δε, ότι δεν συντάχθηκε σχετικό έγγραφο περί της εν λόγω νέας συμβάσεως ελλιμενισμού μεταξύ των ανωτέρω συμβαλλομένων, ήτοι της πλοιοκτήτριας του ανωτέρω πλοίου εταιρείας, της οποίας ο ενάγων ήταν νόμιμος εκπρόσωπος και της πρώτης εναγομένης εταιρείας, εφόσον η σύμβαση ελλιμενισμού της 4.4.2006, λειτούργησε και μετά την 31.12.2006 έως την 31.12.2007, ως ανωτέρω απεδείχθη, αφού η πρώτη εναγομένη συνέχισε να διαθέτει χώρο ελλιμενισμού στο ανωτέρω πλοίο και μάλιστα αυτό (πλοίο) συνέχισε να ελλιμενίζεται στην ανωτέρω Μαρίνα ……, ουδόλως τούτο δύναται να καταστήσει άκυρη την νέα ανωτέρω σύμβαση ελλιμενισμού ορισμένης διάρκειας και μάλιστα διάρκειας δώδεκα μηνών, που καταρτίσθηκε σιωπηρά μεταξύ των ανωτέρω συμβαλλομένων. Κατ’ ερμηνεία των δηλώσεων βουλήσεως των εν λόγω συμβαλλομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, η εν λόγω νέα σύμβαση ελλιμενισμού που σιωπηρά καταρτίσθηκε μεταξύ της πρώτης εναγομένης και της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας, μετά τη λήξη της αρχικής συμβάσεως ελλιμενισμού (31.12.2006) και καταχωρήθηκε στην ανωτέρω λογιστική καρτέλα πελάτη της πρώτης εναγομένης, που αφορά το εν λόγω πλοίο, την 2.1.2007 (σιωπηρά αναμίσθωση), περιέλαβε ως όρους της, τους όρους της από 4.4.2006 ανωτέρω έγγραφης σύμβασης ελλιμενισμού, εφόσον δεν προέκυψε ότι συμφωνήθηκαν μεταξύ των εν λόγω συμβαλλομένων, κάποιοι έτεροι όροι ελλιμενισμού του εν λόγω πλοίου στην ανωτέρω μαρίνα μετά την 31.12.2006 και σε κάθε περίπτωση περιέλαβε και τον όρο (5.4) της ανωτέρω από 4.4.2006 συμβάσεως ελλιμενισμού [με τον οποίο προβλέφθηκε ότι «Κατά τη λήξη του συμβατικού χρόνου ελλιμενισμού και σε περίπτωση που ο πελάτης δεν έχει ενημερώσει κατά τα άνω εγγράφως την εταιρία για την παράταση ή όχι της παραμονής του σκάφους, δια του παρόντος, ο πελάτης δηλώνει ρητά ότι παρέχει προς την εταιρία την ανέκκλητη εντολή να ανανεώσει μονομερώς το συμφωνητικό για περίοδο ίση με την αρχικώς συμφωνηθείσα χωρίς τη συγκατάθεσή του και η εταιρία υποχρεούται να ανανεώσει αυτό, εφόσον ο πελάτης έχει, κατά το χρόνο λήξης της σύμβασής του, εξοφλήσει πλήρως και ολοσχερώς όλες τις οφειλές που απορρέουν από τα δικαιώματα ελλιμενισμού και λοιπών παρεχομένων εξυπηρετήσεων και υπηρεσιών, αποδεχόμενος πλήρως ο πελάτης στην περίπτωση αυτή, το εκάστοτε τιμολόγιο υπηρεσιών για την επομένη χρήση, παραιτούμενος ταυτόχρονα ρητώς και ανεκκλήτως από κάθε δικαίωμα προσβολής και αμφισβήτησης.»]. Παρασχέθηκε δηλαδή εκ νέου, η δυνατότητα στην πρώτη εναγομένη σε ανακατάρτιση μονομερώς, με τη λήξη της συμβατικής διάρκειας της από 1.1.2007, ήτοι την 1.1.2008, νέας σύμβασης ελλιμενισμού (αναμίσθωσης) του ανωτέρω πλοίου με την ανωτέρω αντισυμβαλλομένη της πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου εταιρεία. Στα πλαίσια της νέας αυτής σύμβασης που μονομερώς προέβη η πρώτη εναγομένη, αυτή εξακολούθησε να παρέχει τη δυνατότητα ελλιμενισμού του ανωτέρω σκάφους στις εγκαταστάσεις του ανωτέρω τουριστικού λιμένα, για χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών και η αντισυμβαλλομένη της ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία, εξακολούθησε να αποδέχεται τους όρους της λειτουργίας της Μαρίνας και το εγκεκριμένο τιμολόγιο για τον ελλιμενισμό του πλοίου της, εφόσον όπως απεδείχθη, εξοφλήθηκαν και οι σχετικοί λογαριασμοί ελλιμενισμού του ανωτέρω πλοίου για όλο το χρονικό διάστημα από 1.1.2008 έως 31.12.2008. Επιπλέον, το ανωτέρω πλοίο συνέχισε, όπως η πρώτη εναγομένη αναφέρει στις προτάσεις της (σελ. 18), να ελλιμενίζεται στην ανωτέρω Μαρίνα, ολόκληρο το έτος 2008, εφόσον απεδείχθη ότι κατεβλήθησαν τα αναλογούντα για την εν λόγω χρήση μισθώματα. Ο ενάγων, περαιτέρω, με την ένδικη αγωγή του, ως ανωτέρω αναλύεται, ισχυρίζεται ότι, κατά τη συμφωνία των μερών, η πρώτη εναγομένη, ηδύνατο να ανανεώσει την εν λόγω σύμβαση, μόνον για εννέα μήνες, όση δηλαδή ήταν η χρονική διάρκεια της πρώτης, από 4.4.2006. καταρτισθείσας μεταξύ τους σύμβασης ελλιμενισμού. Εν τούτοις, κατ’ ερμηνεία των δηλώσεων βούλησης των ανωτέρω συμβαλλομένων που περιείχοντο στην σιωπηρώς ανανεωθείσα μετά την 31.12.2006, ήτοι από την 1.1.2007 (νέα) σύμβαση ελλιμενισμού του ανωτέρω σκάφους στην Μαρίνα ……, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 173 και 200 ΑΚ, με τον όρο 5.4 που περιελήφθη και στη νέα αυτή σύμβαση, ως απεδείχθη ανωτέρω [άλλωστε αυτή τη διάταξη επικαλείται ο ενάγων προκειμένου να προβάλλει ακυρότητα της εν λόγω σύμβασης ελλιμενισμού και εκ του λόγου τούτου μη ευθύνης της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας προς καταβολή των μισθωμάτων], η αληθής βούληση των συμβαλλομένων ήταν ότι η καταρτιστέα τυχόν στο μέλλον σύμβαση, ήτοι η ανανέωση της ανωτέρω από 1.1.2007 (νέας) σύμβασης ελλιμενισμού που ηδύνατο η πρώτη εναγομένη να επιφέρει μόνη της, ασκώντας το ανωτέρω δικαίωμα προαιρέσεως, μετά τη λήξη της την 31.12.2007, θα είχε χρονική διάρκεια ίση με δώδεκα μήνες, όση δηλαδή η προηγούμενη σιωπηρώς ανανεωθείσα την 1.1.2017, με σιωπηρή ως απεδείχθη συμφωνία των ανωτέρω συμβαλλομένων, σύμβαση ελλιμενισμού, η οποία απεδείχθη ότι είχε διάρκεια από 1.1.2007 έως 31.12.2007 και όχι με χρονική διάρκεια εννέα μηνών, όσο χρόνο δηλαδή διήρκησε η πρώτη (από 4.4.2006) σύμβαση ελλιμενισμού του εν λόγω σκάφους στην ανωτέρω μαρίνα. Στην κρίση του αυτή, το Δικαστήριο άγεται, κυρίως, από το γεγονός ότι, μετά τη λήξη της ανωτέρω (νέας) σιωπηρώς, μεταξύ των διαδίκων, καταρτισθείσας συμβάσεως, την 31.12.2007, η πρώτη εναγομένη εξακολούθησε να παρέχει τη δυνατότητα ελλιμενισμού του ανωτέρω σκάφους στις εγκαταστάσεις του ανωτέρω τουριστικού λιμένα, για χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών και η αντισυμβαλλομένη της ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία, εξακολούθησε να αποδέχεται τους όρους της λειτουργίας της Μαρίνας και το εγκεκριμένο τιμολόγιο για τον ελλιμενισμό του πλοίου της, εφόσον, όπως απεδείχθη, εξοφλήθηκαν και οι σχετικοί λογαριασμοί ελλιμενισμού του ανωτέρω πλοίου για όλο το χρονικό διάστημα από 1.1.2008 έως 31.12.2008. Επιπλέον, το ανωτέρω πλοίο συνέχισε, όπως η πρώτη εναγομένη αναφέρει στις προτάσεις της (σελ. 18), να ελλιμενίζεται στην ανωτέρω Μαρίνα, ολόκληρο το έτος 2008, γεγονός που προκύπτει και από την εξόφληση των μισθωμάτων όλων των μηνών του έτους. Εάν πράγματι τα μέρη, δια της χρήσεως της φράσεως «ίση με την αρχικώς συμφωνηθείσα» στον ανωτέρω όρο 5.4. της εν λόγω συμβάσεως ελλιμενισμού που περιέλαβαν και στην μετά την 31.12.2006, κατόπιν σιωπηρής συμφωνίας τους, ανανεωθείσα σύμβαση ελλιμενισμού, είχαν συμφωνήσει ότι, η χρονική διάρκεια της νέας σύμβασης ελλιμενισμού, την οποία η πρώτη εναγομένη εδικαιούτο μονομερώς να καταρτίσει μετά την 31.12.2007, ασκώντας το σχετικά συνομολογηθέν δικαίωμα προαιρέσεως, θα ήταν (μετά την ανωτέρω σιωπηρή ανανέωση) ίση με αυτή των εννέα μηνών, ήτοι όση η χρονική διάρκεια της από 4.4.2006 σύμβασης ελλιμενισμού και όχι όση η χρονική διάρκεια της, σιωπηρώς ανανεωθείσας την 1.1.2007 τοιαύτης, η οποία ως απεδείχθη ήταν ετήσιας χρονικής διάρκειας, αφού διήρκησε από 1.1.2007 έως 31.12.2007, τότε λογικό και αναμενόμενο ήταν, η πρώτη εναγομένη να μην παράσχει χώρο ελλιμενισμού στο ανωτέρω πλοίο για δώδεκα μήνες κατά το έτος 2008 και αντίστοιχα, η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρία να μην εποιείτο χρήση του χώρου ελλιμενισμού ομοίως όλους τους μήνες του έτους 2008, αλλά μόνον για εννέα μήνες. Αντίθετα, εν προκειμένω απεδείχθη ότι, η μεν πρώτη εναγομένη παρείχε πράγματι χώρο ελλιμενισμού στις εγκαταστάσεις στη Μαρίνα …… στο ανωτέρω πλοίο όλους τους μήνες του έτους 2008 και η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία ελλιμένιζε το ανωτέρω σκάφος της στην ανωτέρω Μαρίνα όλους τους μήνες του έτους 2008. Επιπροσθέτως, υπέρ αυτής της ερμηνείας του όρου 5.4 της νέας αυτής συμβάσεως που καταρτίσθηκε σιωπηρά μεταξύ των ανωτέρω συμβαλλομένων την 1.1.2007, συνηγορεί και το γεγονός ότι, ο ενάγων δεν ισχυρίζεται ότι η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία, διαμαρτυρήθηκε στην πρώτη εναγομένη για την ετήσια ανανέωση την ανωτέρω σύμβασης ελλιμενισμού στην οποία αυτή (πρώτη εναγομένη) προέβη μονομερώς την 1.1.2008, για το λόγο ότι αυτή ανανεώθηκε για ένα έτος και όχι εννέα μήνες, αντίθετα, απεδείχθη ότι τα συνομολογηθέντα μισθώματα για όλο το έτος 2008 εξοφλήθηκαν.  Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά την άσκηση, υπό της πρώτης εναγομένης, του ανωτέρω δικαιώματος προαιρέσεως, ήτοι της μονομερούς, εκ μέρους της, ανανεώσεως της προηγούμενης σύμβασης ελλιμενισμού, δεν τηρήθηκε κάποιος πανηγυρικός τύπος, ήτοι δεν έλαβε χώρα γνωστοποίηση εκ μέρους της πρώτης εναγομένης προς την ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία, ρητώς ότι προβαίνει σε ανανέωση της σύμβασης ελλιμενισμού για ένα έτος, εφόσον κανείς των διαδίκων δεν επικαλείται τούτο, αλλά σιωπηρώς, δια της συμπεριφοράς αυτής (πρώτης εναγομένης), ήτοι δια της παροχής της δυνατότητας στο ανωτέρω πλοίο όπως ελλιμενίζεται στις εγκαταστάσεις της Μαρίνας …… και μετά την 1.1.2008. Ακολούθως, απεδείχθη ότι, η πρώτη εναγομένη, μετά την 31.12.2008, την 31.12.2009, την 31.12.2010, την 31.12.2011, την 31.12.2012, την 31.12.2013, την 31.12.2014, την 31.12.2015 και την 31.12.2016, προέβη μονομερώς σε ανανέωση της συμβάσεως ελλιμενισμού, του εν λόγω πλοίου στην Μαρίνα ……, δεδομένου ότι, η ανωτέρω αντισυμβαλλομένη της εταιρεία, δεν ενημέρωνε αυτήν (πρώτη εναγομένη) και μάλιστα εγγράφως, προ της λήξεως εκάστης, αμέσως προηγούμενης σύμβασης ελλιμενισμού, σχετικά με την παράταση ή μη της παραμονής του ανωτέρω σκάφους αναψυχής στην ανωτέρω Μαρίνα, μετά τη λήξη του συμβατικού χρόνου. Η ανανέωση αυτή της σύμβασης ελλιμενισμού την 1.1.2009, την 1.1.2010, την 1.1.2011, την 1.1.2012, την 1.1.2013, την 1.1.2014, την 1.1.2015, την 1.1.2016 και την 1.1.2017, αντίστοιχα, υπό της πρώτης εναγομένης έγινε, όπως ομοίως ο ενάγων αναφέρει με την ένδικη αγωγή του, με χρόνο διάρκειας εκάστης ενός έτους, όση δηλαδή και η χρονική διάρκεια της αμέσως προηγούμενης, εκάστης εξ αυτών, συμβάσεως ελλιμενισμού, χωρίς παράλληλα ο ενάγων να ισχυρίζεται αλλά και να αποδεικνύεται ότι η ανωτέρω αντισυμβαλλομένη της πρώτης εναγομένης, πλοιοκτήτρια εταιρεία διαμαρτυρήθηκε οποτεδήποτε για τούτο. Στις ανανεώσεις αυτές, η πρώτη εναγομένη, όπως η ίδια ισχυρίζεται με τις έγγραφες προτάσεις της, προέβαινε μονομερώς, δυνάμει όρου που περιλαμβάνονταν, κατ’ ερμηνεία των δηλώσεων βούλησης των συμβαλλομένων, κατά τις διατάξεις του άρθρου 173 και 200 ΑΚ, σύμφωνα με τον οποίο «Κατά τη λήξη του συμβατικού χρόνου ελλιμενισμού και σε περίπτωση που ο πελάτης δεν έχει ενημερώσει κατά τα άνω εγγράφως την εταιρία για την παράταση ή όχι της παραμονής του σκάφους, δια του παρόντος, ο πελάτης δηλώνει ρητά ότι παρέχει προς την εταιρία την ανέκκλητη εντολή να ανανεώσει μονομερώς το συμφωνητικό για περίοδο ίση με την αρχικώς συμφωνηθείσα χωρίς τη συγκατάθεσή του και η εταιρία υποχρεούται να ανανεώσει αυτό, εφόσον ο πελάτης έχει, κατά το χρόνο λήξης της σύμβασής του, εξοφλήσει πλήρως και ολοσχερώς όλες τις οφειλές που απορρέουν από τα δικαιώματα ελλιμενισμού και λοιπών παρεχομένων εξυπηρετήσεων και υπηρεσιών, αποδεχόμενος πλήρως ο πελάτης στην περίπτωση αυτή, το εκάστοτε τιμολόγιο υπηρεσιών για την επομένη χρήση, παραιτούμενος ταυτόχρονα ρητώς και ανεκκλήτως από κάθε δικαίωμα προσβολής και αμφισβήτησης.». Παρείχετο, δηλαδή, με κάθε νέα σύμβαση ελλιμενισμού που καταρτίζονταν μονομερώς υπό της πρώτης εναγομένης, η δυνατότητα σε αυτήν, σε ανακατάρτιση μονομερώς, με τη λήξη της συμβατικής διάρκειας της, ανανεωθείσας πλέον, σύμβασης ελλιμενισμού του ανωτέρω πλοίου, νέας σύμβασης ελλιμενισμού (μίσθωσης) του ανωτέρω πλοίου με την ανωτέρω αντισυμβαλλομένη της εταιρεία και με χρονική διάρκεια εκάστης όση η χρονική διάρκεια της αμέσως προηγουμένη ήτοι αυτή των δώδεκα μηνών. Παράλληλα, κατά την άσκηση υπό της πρώτης εναγομένης του ανωτέρω δικαιώματος προαιρέσεως, ήτοι της μονομερούς εκ μέρους της ανανεώσεως της προηγούμενης κάθε φορά σύμβασης ελλιμενισμού, δεν ετηρείτο κάποιος πανηγυρικός τύπος, ήτοι δεν ελάμβανε χώρα γνωστοποίηση εκ μέρους της πρώτης εναγομένης προς την ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία, ότι αυτή προβαίνει σε ανανέωση της σύμβασης ελλιμενισμού για δώδεκα μήνες, αλλά σιωπηρώς, δια της συμπεριφοράς της πρώτης εναγομένης, ήτοι δια της παροχής της δυνατότητας στο ανωτέρω πλοίο όπως ελλιμενίζεται στις εγκαταστάσεις της Μαρίνας …… και μετά τη λήξη της συμβατικής διάρκειας της αμέσως προηγούμενης σύμβασης ελλιμενισμού. Ο ενάγων, περαιτέρω, με την ένδικη αγωγή του και τον τέταρτο λόγο έφεσης κατά το πρώτο σκέλος του,  ισχυρίζεται ότι, οι ανανεώσεις στις οποίες προέβαινε η πρώτη εναγομένη, μονομερώς, κάθε χρόνο της εν λόγω σύμβασης ελλιμενισμού, από το έτος 2010, πάσχουν ακυρότητος, κατ’ ακριβολογία του ισχυρισμού αυτού, ορθώς εκτιμώμενος, δεν δέσμευαν την ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία, εκ του λόγου ότι, η εν λόγω σύμβαση ανανεώνονταν μονομερώς υπό της πρώτης εναγομένης, εάν και δεν επληρούντο όλες οι προϋποθέσεις, συντρεχόντων των οποίων, κατά τους συμβαλλομένους, ηδύνατο η πρώτη εναγομένη όπως προβεί  στην άσκηση του δικαιώματός της όπως μονομερώς ανανεώνει ετησίως την ανωτέρω σύμβαση ελλιμενισμού. Συγκεκριμένα, κατά τον ενάγοντα, με τον ανωτέρω όρο 5.4. εκάστης συμβάσεως ελλιμενισμού, προκειμένου η πρώτη εναγομένη να έχει το δικαίωμα μονομερούς ανανέωσης της εν λόγω σύμβασης κατά τη λήξη της, έπρεπε να μην υφίσταντο οφειλές του ανωτέρω πλοίου, προς αυτήν (πρώτη εναγομένη), από τη λειτουργία των προηγουμένων συμβάσεων ελλιμενισμού. Πράγματι, αποδείχθηκε ότι, με τον όρο 5.4. της αρχικής σύμβασης ελλιμενισμού που καταρτίσθηκε μεταξύ των ανωτέρω συμβαλλομένων, την 4.4.2006, προβλέφθηκε ότι «κατά τη λήξη του συμβατικού χρόνου ελλιμενισμού και σε περίπτωση που ο πελάτης δεν έχει ενημερώσει κατά τα άνω εγγράφως την εταιρεία για την παράταση ή όχι της παραμονής του σκάφους, διά του παρόντος, ο πελάτης δηλώνει ρητά ότι παρέχει προς την εταιρεία την ανέκκλητη εντολή να ανανεώσει μονομερώς το συμφωνητικό για περίοδο ίση με την αρχικώς συμφωνηθείσα, χωρίς τη συγκατάθεσή του και η εταιρεία υποχρεούται να ανανεώσει αυτό, εφόσον ο πελάτης έχει, κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης, εξοφλήσει πλήρως και ολοσχερώς όλες τις οφειλές που απορρέουν από τα δικαιώματα ελλιμενισμού και λοιπών παρεχομένων εξυπηρετήσεων και υπηρεσιών, αποδεχόμενος πλήρως ο πελάτης στην περίπτωση αυτή, το εκάστοτε τιμολόγιο υπηρεσιών για την επόμενη χρήση, παραιτούμενος ταυτόχρονα ρητώς και ανεκκλήτως από κάθε δικαίωμα προσβολής και αμφισβήτησης». Ο όρος αυτός, περιελήφθη ως όρος σε όλες τις ακολούθως νέες συμβάσεις ελλιμενισμού του εν λόγω πλοίου που καταρτίζονταν μονομερώς υπό της πρώτης εναγομένης, ως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, ενόψει μάλιστα και του γεγονότος ότι, στο δεδομένο αυτό θεμελιώνει ο ενάγων τον υπό κρίση του ισχυρισμό του. Λόγω της ασάφειας του όρου αυτού, περί του εάν η πρώτη εναγομένη ηδύνατο να προβεί μονομερώς, με τη λήξη της προηγούμενης σύμβασης ελλιμενισμού, σε ανανέωση αυτής, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν, ανεξόφλητες οφειλές από τον ελλιμενισμό του εν λόγω πλοίου στην ανωτέρω Μαρίνα, εφόσον ο ενάγων υποστηρίζει ότι το δικαίωμα μονομερούς ανανέωσης της εν λόγω συμβάσεως, υπό της πρώτης εναγομένης, τελούσε υπό τον όρο (προϋπόθεση) της μη ύπαρξης οφειλών από τον ελλιμενισμό του πλοίου κατά τον προηγούμενο της άσκησης του δικαιώματος προαιρέσεως υπό της πρώτης εναγομένης, χρόνο, η πρώτη δε εναγομένη, κατ’ εκτίμηση των ισχυρισμών της, αρνείται αυτό, εφόσον ζητά την απόρριψη του ισχυρισμού του ενάγοντος περί ακυρότητος, ως αβάσιμο στην ουσία του, κατ’ ερμηνεία του όρου αυτού σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, και ιδίως από τη φράση που χρησιμοποίησαν οι ανωτέρω συμβαλλόμενοι ότι «…η εταιρία υποχρεούται να ανανεώσει αυτό, εφόσον ο πελάτης έχει, κατά το χρόνο λήξης της σύμβασής του, εξοφλήσει πλήρως και ολοσχερώς όλες τις οφειλές που απορρέουν από τα δικαιώματα ελλιμενισμού και λοιπών παρεχομένων εξυπηρετήσεων και υπηρεσιών…» κρίνεται ότι, τα συμβαλλόμενα μέρη, δια του ανωτέρω όρου, δεν είχαν θέσει ως όρο (προϋπόθεση) της εκ μέρους της πρώτης εναγομένης άσκησης του δικαιώματος αυτής, μονομερούς ανανέωσης της εν λόγω σύμβασης ελλιμενισμού του εν λόγω πλοίου στην ανωτέρω Μαρίνα, κατά τη λήξη της συμβατικής διάρκειας της αμέσως προηγούμενης τοιαύτης, τη μη ύπαρξη προηγούμενων οφειλών του εν λόγω πλοίου προς την πρώτη εναγομένη. Το αληθές περιεχόμενο της συμφωνίας τους ήταν ότι η πρώτη εναγομένη υποχρεούτο να προβεί σε ανανέωση της εν λόγω σύμβασης, μόνον σε περίπτωση μη ύπαρξης οφειλών του εν λόγω πλοίου προς αυτήν (σε περίπτωση που η πλοιοκτήτρια εταιρεία δεν της είχε δηλώσει εγγράφως ότι δεν επιθυμεί την παραμονή του σκάφους της στο θαλάσσιο χώρο της μαρίνας). Αντίθετα, σε περίπτωση ύπαρξης τέτοιων οφειλών, η πρώτη εναγομένη, ηδύνατο να προβεί στη σχετική ανανέωση και μάλιστα μονομερώς. Εάν τα συμβαλλόμενα μέρη ήθελαν πράγματι να εξαρτήσουν το ανωτέρω δικαίωμα προαιρέσεως της πρώτης εναγομένης που, όπως απεδείχθη, συνέχισε ως όρος να ισχύει σε όλες τις νέες συμβάσεις ελλιμενισμού οι οποίες καταρτίζονταν μονομερώς υπό της πρώτης εναγομένης (δυνάμει δικαιώματος προαιρέσεως που της παρασχέθηκε με τον ίδιο αυτό όρο), από την προηγούμενη εξόφληση των οφειλών του ανωτέρω πλοίου από τον προηγούμενο ελλιμενισμό του στην ανωτέρω μαρίνα, τούτο θα συμφωνούσαν σαφώς οι συμβαλλόμενοι, ήτοι αυτοί θα όριζαν ότι η πρώτη εναγομένη το δικαίωμά της αυτό ηδύνατο να ασκήσει μόνον σε περίπτωση που δεν υφίσταντο οφειλές της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας προς την πρώτη εναγομένη, από τον ελλιμενισμό του ενδίκου πλοίου στην ανωτέρω Μαρίνα, γεγονός που δεν έπραξαν. Τούτο προκύπτει εξάλλου και από το γεγονός ότι, η εξόφληση του μισθώματος από τον ελλιμενισμό του εν λόγω πλοίου στην εν λόγω Μαρίνα, κατά τη χρονική διάρκεια από 1.1.2007 έως 31.12.2007, κατά τη λογιστική καρτέλα πελάτη που αφορά το εν λόγω πλοίο, οι εγγραφές επί της οποίας δεν αμφισβητούνται υπό του ενάγοντος, έλαβε χώρα την 22.9.2008, ήτοι μετά την ανανέωση της εν λόγω σύμβασης ελλιμενισμού την 1.1.2008, χωρίς τότε η ανωτέρω πλοιοκτήτρια του πλοίου εταιρεία να αμφισβητήσει την εγκυρότητα της μονομερούς, υπό της πρώτης εναγομένης, ανανέωση της εν λόγω σύμβασης ελλιμενισμού, την 1.1.2008, παρά το γεγονός ότι το πλοίο όφειλε προηγούμενα μισθώματα. Αντίθετα, όπως η πρώτη εναγομένη ισχυρίζεται με τις έγγραφες προτάσεις της, η εν λόγω σύμβαση λειτούργησε και το ανωτέρω πλοίο ελλιμενίσθηκε στην ανωτέρω Μαρίνα κατά το έτος 2008. Εάν πράγματι η πρώτη εναγομένη είχε προβεί σε ανανέωση της εν λόγω σύμβασης αντίθετα από τα συμφωνηθέντα, αν και υπήρχαν οφειλές του πλοίου προς αυτήν (πρώτη εναγομένη) από τον ελλιμενισμό του πλοίου στην ανωτέρω Μαρίνα, χωρίς να δικαιούται να πράξει τούτο, ήδη από το έτος 2008 η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία θα διαμαρτύρονταν προς τούτο, γεγονός που δεν επικαλείται ο ενάγων ότι αυτή έπραξε. Ο ενάγων, με την ένδικη αγωγή του, ισχυρίζεται περαιτέρω, επικουρικά και για την περίπτωση που κριθεί ότι οι ανανεώσεις της αρχικής σύμβασης ελλιμενισμού, υπό της πρώτης εναγομένης, είναι έγκυρες αν και προ της ανανεώσεως υπήρχαν οφειλές του πλοίου προς αυτήν, ήτοι έλλειπε η προϋπόθεση της ολοσχερούς εξοφλήσεως των προηγουμένων λογαριασμών από τον «πελάτη» [κατά την ακριβή διατύπωση του ισχυρισμού με την ένδικη αγωγή], καταχρηστικά η πρώτη εναγομένη και μάλιστα, κατ’ επανάληψη, άσκησε το δικαίωμα για μονομερή, υπ’ αυτής, ανανέωση της σύμβασης ελλιμενισμού του ανωτέρω πλοίου στην ανωτέρω μαρίνα διότι, με τις μονομερείς άτυπες ανανεώσεις της εν λόγω συμβάσεως ελλιμενισμού, παρά την ύπαρξη χρεών από τον προηγούμενο ελλιμενισμό του πλοίου στην ίδια μαρίνα, επί πολλά έτη, επιβαρύνθηκε ο «πελάτης» με υπέρογκες οφειλές, χωρίς μάλιστα προς τούτο η πρώτη εναγομένη να ενημερώσει αυτόν («πελάτη»), γεγονός που αντίκειται στην καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη. Εν τούτοις, όπως απεδείχθη, η πρώτη εναγομένη προέβαινε μονομερώς σε ανανέωση της ανωτέρω σύμβασης ελλιμενισμού κάθε χρόνο, όχι αυθαιρέτως, αλλά κατόπιν σχετικού δικαιώματος, που της παρασχέθηκε με συμφωνία αυτής με την ανωτέρω εταιρεία με την επωνυμία “…. …. ….”. Επιπλέον, απεδείχθη ότι, το ανωτέρω πλοίο ελλιμενίζετο στις εγκαταστάσεις του ανωτέρω τουριστικού λιμένα, κάνοντας χρήση των χερσαίων και θαλάσσιων εγκαταστάσεων αυτού, από την 1.4.2006 έως την 11.7.2014, ακολούθως δε, από την 11.7.2014 έως την 28.2.2017, είχε τη δυνατότητα ελλιμενισμού του στις εγκαταστάσεις της ανωτέρω μαρίνας, εφόσον η πρώτη εναγομένη έως και της καταγγελίας της τελευταίας συμβάσεως ελλιμενισμού, παρείχε, ως ισχυρίζεται και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό του ενάγοντος, χώρο ελλιμενισμού σε αυτό στη Μαρίνα ……, γεγονός που προκύπτει και από το ότι κάθε μήνα εξέδιδε σχετικές αποδείξεις με τις οποίες χρέωνε την ανωτέρω αντισυμβαλλομένη της με το συμφωνημένο μίσθωμα. Μάλιστα, αν και η ανωτέρω εταιρεία με την επωνυμία “…. …. ….”, της οποίας αυτός ήταν νόμιμος εκπρόσωπος είχε τη δυνατότητα, εφόσον δεν επιθυμούσε να παραμένει το ανωτέρω πλοίο, ελλιμενισμένο στις εγκαταστάσεις της ανωτέρω Μαρίνας, να δηλώσει τούτο προς την πρώτη εναγομένη, προ της λήξεως εκάστης εκ των ανωτέρω συμβάσεως ελλιμενισμού, οπότε θα έπαυε η δέσμευσή αυτής από την εν λόγω σύμβαση και δεν θα όφειλε μισθώματα, δυνάμει του επικαλούμενου από τον ενάγοντα όρου 5.4 της ανωτέρω συμβάσεως ελλιμενισμού, η εν λόγω εταιρεία δεν προέβη στην εν λόγω δήλωση, δεδομένου ότι ο ενάγων δεν ισχυρίζεται ότι πράγματι η ανωτέρω εταιρεία προέβη σε τέτοια δήλωση. Επομένως, υπ’ αυτά τα δεδομένα, δεν δύναται να κριθεί αντίθετη στην καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του, η εκ μέρους της πρώτης εναγομένης άσκηση του δικαιώματος μονομερούς ανανέωσης της εν λόγω σύμβασης ελλιμενισμού, καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Εξάλλου, καταχρηστική, κατά τις διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ, δεν δύναται να καταστεί η εκ μέρους της πρώτης εναγομένης μονομερής ανανέωση των εν λόγω συμβάσεων, εκ του λόγου ότι, οι οφειλές, από τη λειτουργία των εν λόγω συμβάσεων ελλιμενισμού του ανωτέρω πλοίου, σταδιακά αυξάνονταν και έφθασαν εντέλει στο ανωτέρω «υπέρογκο», κατά την αγωγή, ποσό, εφόσον το ποσό που αξιώνει η πρώτη εναγομένη από την 1.1.2013 και εντεύθεν (για το προγενέστερο διάστημα, όπως θα αναλυθεί ακολούθως παρεγράφη η σχετική αξίωσή της), αφορά συνομολογημένα μισθώματα, το δε πλοίο ελλιμενίζετο στον ανωτέρω τουριστικό λιμένα από την 1.1.2013 έως την 11.7.2014, ακολούθως δε είχε τη δυνατότητα όπως ελλιμενισθεί στον ανωτέρω λιμένα. Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, δεν δύναται να κριθεί ότι, η οικονομική επιβάρυνση της ανωτέρω εταιρείας με την επωνυμία “…. …. ….” (της οποίας ο ενάγων ήταν κατά τον επίδικο χρόνο νόμιμος εκπρόσωπος), η οποία προέρχεται από τη μη εκ μέρους της καταβολή των συμφωνημένων μισθωμάτων, καθιστά αντίθετη προς τις διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ, τη μονομερή, συμβατικά προβλεπόμενη, ως απεδείχθη, ανανέωση της εν λόγω σύμβασης ελλιμενισμού, έως την 1.1.2017, από την πρώτη εναγομένη. Τέλος, οι αιτιάσεις του ενάγοντος ότι η πρώτη εναγομένη δεν γνωστοποιούσε και μάλιστα εγκαίρως τις οφειλές της ανωτέρω εταιρείας με την επωνυμία “…. …. ….” σε αυτήν (εφόσον αυτή ήταν αντισυμβαλλομένη της «πελάτης» κατά τον ισχυρισμό), ομοίως δεν δύναται να καταστήσει την άσκηση του δικαιώματος που αυτή είχε (όπως μονομερώς προβαίνει σε ανανέωση της εν λόγω σύμβασης ελλιμενισμού κατά τη λήξη της) κατόπιν συμφωνίας των συμβαλλομένων καταχρηστική, κατά τις διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ, εφόσον η μισθώτρια εταιρεία εγνώριζε και σε κάθε περίπτωση όφειλε να γνωρίζει τις οφειλές της, τέτοια δε υποχρέωση γνωστοποίησης ο ενάγων δεν επικαλείται ότι είχε τεθεί ως όρος στις εν λόγω συμβάσεις ελλιμενισμού, αλλά ούτε κρίνεται ότι επιβάλλεται από την καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη. Πρέπει, επομένως, ο ανωτέρω ισχυρισμός του ενάγοντος, να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του. Εν τούτοις, κατά τον βάσιμο στην ουσία του αγωγικό ισχυρισμό, που επαναφέρεται με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης, το δικαίωμα της πρώτης εναγομένης να απαιτήσει από τον ενάγοντα, ως εκ του νόμου [άρθρο 2 παρ. 4 σε συνδυασμό με παρ. 3 του εν λόγω άρθρου του Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στην υπ’ αριθμ. Τ/9803/5.9.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ β 1323/16.9.2003) κατά τις οποίες «3. Για τις παρεχόμενες ευκολίες εξυπηρέτησης των τουριστικών λιμένων προς τα ελλιμενιζόμενα σε αυτούς σκάφη, ο φορέας διαχείρισης κάθε τουριστικού λιμένα, εισπράττει από τους υπόχρεους τα ανάλογα δικαιώματα … 4. Υπόχρεος προς καταβολή των παραπάνω δικαιωμάτων είναι ο πλοιοκτήτης ή ο νόμιμος εκπρόσωπος ή ο χρήστης του σκάφους, ο οποίος ευθύνεται και εις ολόκληρον με τον πλοιοκτήτη ως πρωτοφειλέτης…» όμοια ΕΠ 392/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ}] εις ολόκληρον, μετά της ανωτέρω πλοιοκτήτριας του πλοίου «Β» και μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας με την επωνυμία “…. …. ….”, εκ της ιδιότητός του ως νομίμου εκπροσώπου αυτής (εν λόγω πλοιοκτήτριας εταιρείας, μισθώτριας στην ένδικη σύμβαση ελλιμενισμού), του ποσού των ευρώ 25.189,81, που αφορά μέρος του μισθώματος (τελών ελλιμενισμού και λογαριασμούς) του μηνός Ιανουαρίου 2011, καθώς και τα μισθώματα του χρονικού διαστήματος από μηνός Φεβρουαρίου 2011 έως την 31.12.2012, έχει υποπέσει σε παραγραφή. Ειδικότερα, η ενάγουσα, ισχυρίζεται ότι, έχει απαίτηση κατά του ενάγοντος, εκ της ανωτέρω ιδιότητός του, προς καταβολή σε αυτήν του ποσού των 11.933,78 ευρώ, {για τις οποίες η εναγόμενη έχει εκδώσει τις ΑΠΥ υπ’ αριθ…../27.1.2011 για υπόλοιπο μισθώματος μηνός Ιανουαρίου 2011 εκ ποσού ευρώ 748,91 ευρώ, …/2.2.2011 ποσού 979,15 ευρώ, …/17.3.2011ποσού 118,67 ευρώ, …/24.3.2011 ποσού 1.167,64 ευρώ, …/18.4.2011 ποσού 1.038,49 ευρώ, …/26.5.2011 ποσού 1.098,64 ευρώ, …./20.6.2011 ποσού 1.038,49 ευρώ, …/21.7.2011 ποσού 1.093,84 ευρώ, …/23.8.2011 ποσού 1.038,49 ευρώ, …./26.9.2011 ποσού 1.084,62 ευρώ, …/25.10.2011 ποσού 1.038,49 ευρώ, …./21.11.2011 ποσού 1.149,19 ευρώ και …./27.12.2011 ποσού 1.088,31 ευρώ, όπως το τελικό οφειλόμενο ποσό προκύπτει κατόπιν συνυπολογισμού του υπ’ αριθ. …/11.4.2011 πιστωτικού τιμολογίου ποσού 749,15 ευρώ}, που αφορά μισθώματα χρονικού διαστήματος από μηνός Ιανουαρίου 2011 έως και μηνός Δεκεμβρίου 2011. Πλην όμως, από το τέλος του έτους 2011 (άρθρο 251 και 253 ΑΚ), εντός του οποίου γεννήθηκαν οι ανωτέρω απαιτήσεις της πρώτης εναγομένης προς καταβολή των ανωτέρω μισθωμάτων εκάστου μηνός του έτους 2011, έως της ενάρξεως της ανωτέρω βεβαιωτικής διαδικασίας (έτος 2018), παρήλθε χρονικό διάστημα πέραν της πενταετίας, χωρίς η πρώτη εναγομένη να επικαλείται κάποιον νόμιμο λόγο αναστολής ή διακοπής της παραγραφής. Κατά συνέπεια, το δικαίωμα της πρώτης εναγομένης να απαιτήσει από τον ενάγοντα την καταβολή του ανωτέρω ποσού, έχει υποπέσει σε πενταετή παραγραφή ήδη από την 31.12.2016, κατά τις διατάξεις των άρθρων 250 αριθ. 16 ΑΚ. Η ενάγουσα, ισχυρίζεται επιπλέον ότι, έχει απαίτηση κατά του ενάγοντος, εκ της ανωτέρω ιδιότητός του, προς καταβολή σε αυτήν του μισθώματος (τέλη και λογαριασμούς ελλιμενισμού) από τον ελλιμενισμό του ανωτέρω πλοίου στη Μαρίνα …… κατά το έτος 2012, συνολικού ποσού 13.256,03 ευρώ {για τις οποίες η πρώτη εναγομένη έχει εκδώσει τις ΑΠΥ υπ’ αριθ. …../24.1.2012 ποσού 1.038,49 ευρώ, …./22.2.2012 ποσού 1.038,49 ευρώ, …/26.3.2012 ποσού 1.176,87 ευρώ, …../3.4.2012 ποσού 1.038,49 ευρώ, …./14.5.2012 ποσού 1.151,93 ευρώ, …/7.6.2012 ποσού 1.053,25 ευρώ, …/5.7.2012 ποσού 1.059,52 ευρώ, …./8.8.2012 ποσού 1.053,25 ευρώ, …/13.9.2012 ποσού 1.281,81 ευρώ, …./10.10.2012 ποσού 1.053,25 ευρώ, …../13.11.2012 ποσού 1.257,43 ευρώ και …/6.12.2012 ποσού 1.053,25 ευρώ}. Πλην όμως, από το τέλος του έτους 2012 (άρθρο 251 και 253 ΑΚ), εντός του οποίου γεννήθηκαν οι ανωτέρω απαιτήσεις της πρώτης εναγομένης προς καταβολή των ανωτέρω μισθωμάτων εκάστου μηνός του έτους 2012, έως της ενάρξεως της ανωτέρω βεβαιωτικής διαδικασίας (έτος 2018), παρήλθε χρονικό διάστημα πέραν της πενταετίας, χωρίς η πρώτη εναγομένη να επικαλείται κάποιον νόμιμο λόγο αναστολής ή διακοπής της παραγραφής. Κατά συνέπεια, το δικαίωμα της πρώτης εναγομένης όπως απαιτήσει από τον ενάγοντα την καταβολή του ανωτέρω ποσού έχει υποπέσει σε πενταετή παραγραφή ήδη από την 31.12.2017, κατά τις διατάξεις των άρθρων 250 αριθ. 16 ΑΚ. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, την 14.5.2013, η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία μεταβίβασε λόγω πωλήσεως την κυριότητα του εν λόγω πλοίου της στη, μη διάδικο στην παρούσα δίκη, εταιρεία με την επωνυμία «  ….», νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας, κατά τον επίδικο χρόνο, ήταν ο δεύτερος εναγόμενος, όπως συνομολογείται και από την πρώτη εναγομένη. Εν τούτοις, περί τούτου, αυτή (πωλήτρια εταιρεία) δεν ενημέρωσε και δη εγγράφως την πρώτη εναγομένη, όπως η υποχρέωσή της αυτή προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 8 περ. 5 της υπ’ αριθμ. Τ/9803/5.9.2003 κοινής απόφασης των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ β 1323/16.9.2003).» σύμφωνα με την οποία «8.5 Σε κάθε περίπτωση αλλαγής πλοιοκτησίας ιδιοκτησίας ελλιμενισμένου σκάφους σε τουριστικό λιμένα, ο πωλητής πρέπει να ενημερώνει εγγράφως το φορέα διαχείρισης περί της γενομένης αλλαγής, αναφέροντας το όνομα, τη δ/νση μόνιμης κατοικίας του αγοραστή, τα στοιχεία του εκπροσώπου καθώς και την ημερομηνία της μεταβίβασης. Την ίδια υποχρέωση έχει και ο αγοραστής, ο οποίος σε κάθε περίπτωση καθίσταται αλληλεγγύως και εις ολόκληρο υπεύθυνος με τον πωλητή για την εξόφληση τυχόν προηγούμενων υποχρεώσεων του περιελθόντος σ` αυτόν σκάφους.». Σε τέτοια ενημέρωση δεν προέβη ούτε ο ενάγων, ως νόμιμος εκπρόσωπος της ανωτέρω πωλήτριας εταιρείας, παρά μόλις την 21.1.2019, με την από 17.1.2019 έγγραφη αίτησή του προς την πρώτη εναγομένη, με την οποία εζήτησε από αυτήν να την απαλλάξει από τα τέλη ελλιμενισμού του εν λόγω πλοίου για το χρονικό διάστημα από 14.5.2013 και εντεύθεν. Τούτο δεν γνωστοποίησε στην πρώτη εναγομένη εταιρεία ούτε η ανωτέρω αγοράστρια του πλοίου εταιρεία, η οποία μάλιστα δεν υπέβαλε αίτηση, μετά την πώληση, όπως καταρτίσει η ίδια σύμβαση ελλιμενισμού με την πρώτη εναγομένη, για τον ελλιμενισμό του εν λόγω πλοίου στην ανωτέρω Μαρίνα. Την εν λόγω πώληση, η πρώτη εναγομένη πληροφορήθηκε για πρώτη φορά, την 20.12.2018, από τον δεύτερο εναγόμενο, όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο υπ’ αυτής από 20.12.2018 σχετικό έγγραφο, το οποίο υπογράφεται από τον δεύτερο εναγόμενο, ο ενάγων δε καμία έγγραφη σχετική απόδειξη δεν προσκομίζει από την οποία να προκύπτει ότι η πρώτη εναγομένη ενημερώθηκε προ της εν λόγω ημερομηνίας. Ο ενάγων, με την ένδικη αγωγή του, ισχυρίζεται ότι δεν ενέχεται στην καταβολή των τυχόν οφειλών του ανωτέρω πλοίου που προέκυψαν από τον ελλιμενισμό του στην ανωτέρω μαρίνα από την 14.5.2013 και εντεύθεν, ως νόμιμος εκπρόσωπος της πλοιοκτήτριας αυτού εταιρείας με την επωνυμία “…. …. ….”, διότι η εν λόγω εταιρεία, την 14.5.2013 επώλησε το ανωτέρω πλοίο στην ανωτέρω μη διάδικο στην παρούσα δίκη εταιρεία με την επωνυμία « …. ….». Με τον τρίτο δε λόγο έφεσης, ο ενάγων σε συμπλήρωση του ανωτέρω ισχυρισμού του, ισχυρίσθηκε ότι «εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έκανε δεκτό τον προταθέντα ισχυρισμό του περί ανυπαρξίας οφειλής των μισθωμάτων (τέλη και λογαριασμούς ελλιμενισμού …) που αφορούν στη χρονική περίοδο από 14.5.2013 έως 8.2.2017, συνολικού ποσού ύψους … 49.258,40», επικαλέσθηκε δε τη διάταξη του άρθρου 8.5 του Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, με την οποία ορίζεται ότι, σε περίπτωση πώλησης σκάφους, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνος με τον πωλητή, για την εξόφληση προηγούμενων υποχρεώσεων, καθίσταται ο αγοραστής του πλοίου. Κατά τον ίδιο λόγο έφεσης, καμία διάταξη νόμου δεν προβλέπει αντίστοιχα, αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη του πωλητή, μετά του αγοραστή, για οφειλές του πλοίου μετά την πώληση. Τούτο, μάλιστα, ανεξάρτητα από την τήρηση ή μη της υποχρέωσης ενημέρωσης του εκάστοτε φορέα ελλιμενισμού, αρκουμένης της έγκυρης πώλησης του σκάφους. Με την εν λόγω διάταξη, κατά τον ενάγοντα, μοναδική περίπτωση πρόβλεψης από κοινού, εις ολόκληρον και αλληλέγγυας ευθύνης για χρέη/οικονομικές υποχρεώσεις ελλιμενιζόμενου πλοίου, παρίσταται η προβλεπόμενη στην αμέσως ανωτέρω διάταξη (άρθρο 8.5 του Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας των Τουριστικών Λιμένων), η οποία περιορίζει το ρυθμιστικό της πεδίο αποκλειστικά στα χρέη – οφειλές που υφίστανται ήδη κατά την πώληση του πλοίου, διευρύνοντας τα υποκειμενικά όρια ενοχικής ευθύνης, αποκλειστικά εις βάρος του αγοραστή. Αντίθετα, δεν προβλέπεται διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων ευθύνης του πωλητή για το, μετά την πώληση, χρονικό διάστημα, πράγμα εύλογο αφού αυτός, από τη στιγμή της μεταβίβασης της κυριότητας του σκάφους, το τελευταίο αποξενώνεται οριστικά από τη σφαίρα επιρροής, νομικής και πραγματικής του πωλητή. Επιπροσθέτως, ο ενάγων με τον ίδιο λόγο έφεσης, ισχυρίζεται ότι, με την εν λόγω διάταξη (του άρθρου 8.5 του Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας των Τουριστικών Λιμένων), δεν αναιρείται η ορθότητα των επιχειρημάτων του, ότι δηλαδή, κατά το νόμο, δεν ενέχεται η προηγούμενη πλοιοκτήτρια εταιρεία για χρέη ελλιμενισμού μετά την πώληση του πλοίου διότι, κατά τη σαφή διατύπωση της εν λόγω διατάξεων του άρθρου 8.5, η γραπτή ενημέρωση του φορέα διαχείρισης δεν συνδέεται με οιαδήποτε έννομη συνέπεια. Μάλιστα, η ενοχική ευθύνη του αγοραστή, για τα ήδη υφιστάμενα, κατά την πώληση, χρέη του πλοίου, δεν εξαρτώνται από την τήρηση ή μη της υποχρέωσης έγγραφης ενημέρωσης του φορέα διαχείρισης του λιμένα. Εφόσον, κατά την εν λόγω διάταξη, η ευθύνη του αγοραστή του πλοίου υφίσταται για τα προηγούμενα της πώλησης χρέη του πλοίου, είτε λάβει χώρα έγγραφη γνωστοποίηση αυτής, είτε όχι, κατ’ ανάλογο τρόπο, κατά τον ενάγοντα, όσον αφορά στην ευθύνη του πωλητή, η τυχόν μη τήρηση της ίδιας υποχρέωσης (έγγραφης ενημέρωσης του φορέα διαχείρισης του λιμένα), δεν συνδυάζεται με δυσμενείς σε βάρος του (πωλητή) έννομες συνέπειες και δεν καθιδρύει την εις ολόκληρον, αλληλεγγύως με τον αγοραστή ενοχική ευθύνη αυτού (πωλητή) για τα χρέη του πλοίου που θα δημιουργηθούν στο μέλλον και μάλιστα δίχως κανένα χρονικό περιορισμό, εις το διηνεκές. Επί του ισχυρισμού αυτού, πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 8.1 του άρθρου 8 της υπ’ αριθμ. Τ/9803/5.9.2003 κοινής απόφασης των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ β 1323/16.9.2003). «Η παραχώρηση, εκ μέρους του φορέα διαχείρισης τουριστικού λιμένα, του δικαιώματος ελλιμενισμού σκάφους, αποκτάται μόνο μετά από έγγραφη έγκριση του φορέα διαχείρισης, εφόσον έχουν συμπληρωθεί τα προς τούτο απαραίτητα έγγραφα». Εξάλλου, με τις διατάξεις της παραγράφου 8.5 του άρθρου 8 της ανωτέρω υπ’ αριθμ. Τ/9803/5.9.2003 κοινής απόφασης των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ β 1323/16.9.2003) «8.5 Σε κάθε περίπτωση αλλαγής πλοιοκτησίας ιδιοκτησίας ελλιμενισμένου σκάφους σε τουριστικό λιμένα, ο πωλητής πρέπει να ενημερώνει εγγράφως το φορέα διαχείρισης περί της γενομένης αλλαγής, αναφέροντας το όνομα, τη δ/νση μόνιμης κατοικίας του αγοραστή, τα στοιχεία του εκπροσώπου καθώς και την ημερομηνία της μεταβίβασης. Την ίδια υποχρέωση έχει και ο αγοραστής, ο οποίος σε κάθε περίπτωση καθίσταται αλληλεγγύως και εις ολόκληρο υπεύθυνος με τον πωλητή για την εξόφληση τυχόν προηγούμενων υποχρεώσεων του περιελθόντος σ` αυτόν σκάφους.». Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 455 επ. και 471 του Α.Κ, συνάγεται ότι η μεταβίβαση ολόκληρης της μισθωτικής σχέσης από το μισθωτή προς τρίτο, γίνεται μόνο με τον συνδυασμό εκχώρησης απαιτήσεων και αναδοχής χρέους, κατόπιν συναινέσεως του εκμισθωτή. Με την εκχώρηση μεταβιβάζεται η σχέση με την ενεργητική της μορφή και με την αναδοχή χρέους με την παθητική της μορφή. Μόνη η σύμβαση μεταξύ μισθωτή και τρίτου για μεταβίβαση προς το δεύτερο της μισθωτικής σχέσης, χωρίς συναίνεση του εκμισθωτή, δεν καθιστά τον τρίτο μισθωτή στη σχέση αυτή και ως εκ τούτου, ο τελευταίος δεν αποκτά κανένα δικαίωμα από τη μίσθωση έναντι του εκμισθωτή [ΑΠ 1177/2015 Ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου]. Από τη συνδυαστική ερμηνεία των τελευταίων αυτών διατάξεων του ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται στην ένδικη σύμβαση ελλιμενισμού, η οποία ως απεδείχθη και ισχυρίζεται και ο ενάγων αυτή ήταν πράγματι σύμβαση μισθώσεως, με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 και 5 της υπ’ αριθμ. Τ/9803/5.9.2003 κοινής απόφασης των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας, προκύπτει ότι, η σύμβαση ελλιμενισμού του πλοίου, την οποία ο πωλητής αυτού είχε καταρτίσει με τον φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα προ της πωλήσεως, χωρίς τη σύμπραξη του εν λόγω φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα, δεν μεταβιβάζεται στον αγοραστή. Επομένως, ερευνητέο τυγχάνει εάν η σύμβαση ελλιμενισμού την οποία ο πωλητής είχε καταρτίσει με τον φορέα διαχείρισης του  τουριστικού λιμένα ελλιμενισμού του πλοίου, συνεπεία της οποίας αυτός ανέλαβε την υποχρέωση καταβολής μισθώματος, λύεται με την πώληση του πλοίου. Η εν λόγω διάταξη δεν ρυθμίζει ρητά το θέμα. Πλην όμως, επιβάλλει ως υποχρέωση σε βάρος τόσο του πωλητή όσο και του αγοραστή, τη γνωστοποίηση και μάλιστα εγγράφως της πώλησης του πλοίου. Παράλληλα, στην εν λόγω διάταξη καμία αναφορά στην ευθύνη του πωλητή – μισθωτή του πλοίου, δεν γίνεται ως προς την συμβατικώς αναληφθείσα υπ’ αυτού (μισθωτή) υποχρέωση από τη σύμβαση ελλιμενισμού και δη ως προς την υποχρέωσή του για καταβολή του συμφωνημένου μισθώματος. Η υποχρέωση αυτού προς καταβολή του μισθώματος πηγάζει από την ύπαρξη της σύμβασης ελλιμενισμού – μισθώσεως που αυτός (πωλητής του πλοίου) είχε προηγούμενα καταρτίσει με τον ανωτέρω φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα. Κατά τις, περί μισθώσεως, διατάξεις του Αστικού Κώδικα, η υποχρέωση του μισθωτή προς καταβολή μισθώματος, αποτελεί κύρια υποχρέωση που ρυθμίζεται από το άρθρο 574 ΑΚ και διαρκεί όσο διαρκεί η μισθωτική σχέση. Η λήξη της μισθωτικής σχέσης (πλην των ειδικών περιπτώσεων των άρθρων 612, 613 και 614-615 ΑΚ, οι οποίες δεν αφορούν τη συγκεκριμένη περίπτωση), επέρχεται με τους προβλεπόμενους στις διατάξεις του άρθρου 608 ΑΚ τρόπους και δη με την παρέλευση του ορισμένου χρόνου, εάν αυτή είχε συμφωνηθεί ως ορισμένου χρόνου, εκτός εάν συντρέχει περίπτωση σπουδαίου λόγου και δια καταγγελίας στην περίπτωση συμβάσεως μισθώσεως με αόριστη διάρκεια. Εν τούτοις, στην περίπτωση της πώλησης ελλιμενισμένου πλοίου, ο πωλητής του πλοίου και μισθωτής στη σύμβαση ελλιμενισμού, κανένα συμφέρον δεν έχει να συνεχίζει να διατηρεί τη σύμβαση ελλιμενισμού, μετά την πώληση του πλοίου. Ο αγοραστής δε του πλοίου, δεν υπεισέρχεται και μάλιστα εκ του νόμου στη σύμβαση ελλιμενισμού που ο πωλητής, προηγούμενα είχε καταρτίσει με τον φορέα διαχείρισης, χωρίς τη σύμπραξη του τελευταίου. Επομένως, η σύμβαση ελλιμενισμού του πωλητή του πλοίου με τον φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα ελλιμενισμού του πλοίου, δεν έχει λόγο να υπάρχει. Ωστόσο, παράλληλα, ο φορέας διαχείρισης του τουριστικού λιμένα, γνώση της πώλησης του ελλιμενιζόμενου στις εγκαταστάσεις του  πλοίου, μπορεί να λάβει μόνον αν το γεγονός τούτο του γνωστοποιηθεί. Διότι η πώληση του πλοίου μεταγράφεται μεν σε δημόσιο βιβλίο και δη το νηολόγιο, πλην όμως αυτό τηρείται από δημόσια αρχή και όχι από υπηρεσία του φορέα διαχείρισης του λιμένα και μάλιστα από δημόσια αρχή του κράτους της σημαίας του πλοίου. Έως ότου, ο εν λόγω φορέας διαχείρισης – εκμισθωτής, λάβει γνώση της πώλησης του ελλιμενιζόμενου στις εγκαταστάσεις που διαχειρίζεται πλοίου, συνεχίζει να παραχωρεί τη χρήση των εγκαταστάσεών του και χώρο ελλιμενισμού στο πωληθέν πλοίο, διότι αυτή είναι η κύρια υποχρέωσή του, κατά τις διατάξεις του άρθρου 574 ΑΚ. Επομένως ευλόγως προβλέφθηκε από τον νομοθέτη, με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 8 παρ. 8.5 της ανωτέρω Υπουργικής Απόφασης, υποχρέωση γνωστοποίησης του γεγονότος της πώλησης του ελλιμενιζόμενου πλοίου στον φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα ελλιμενισμού του και μάλιστα, για λόγους ασφάλειας των συναλλαγών, αυτή πρέπει να είναι έγγραφη. Οι ανωτέρω ερμηνευτικές προσεγγίσεις της προαναφερομένης διάταξης ενισχύεται από τη νομοθετική πρόβλεψη, στην ίδια ως άνω διάταξη, ότι η εν λόγω έγγραφη γνωστοποίηση προβλέπεται ως υποχρέωση όχι μόνον του πωλητή του πλοίου – μισθωτή στη σύμβαση ελλιμενισμού, αλλά ως υποχρέωση και του αγοραστή του ελλιμενιζόμενου πλοίου, αφού αυτός (αγοραστής) δεν δεσμεύεται συμβατικά έναντι του φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα ελλιμενισμού του πλοίου. Σε συνάφεια με τα ανωτέρω, με την προαναφερομένη ανωτέρω διάταξη, προβλέπεται πράγματι ως λόγος λύσης της σύμβασης ελλιμενισμού η πώληση του πλοίου, η οποία εν τούτοις επιφέρει τα αποτελέσματά της, δηλαδή τη λύση της σύμβασης ελλιμενισμού που είχε καταρτισθεί προηγούμενα μεταξύ του του πωλητή του πλοίου – μισθωτή και του φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα ελλιμενισμού του πλοίου εκμισθωτή, από και δια της εγγράφου γνωστοποιήσεως της εν λόγω πωλήσεως. Διότι, ο εκμισθωτής έως τότε, συνεχίζει να παρέχει προς χρήση τις εγκαταστάσεις του, ως αγνοών την πώληση, εκπληρώνοντας τοιουτοτρόπως την κύρια υποχρέωσή του από τη σύμβαση μίσθωσης (άρθρο 574 ΑΚ). Εν προκειμένω, δεν αποδείχθηκε, ούτε άλλωστε ο ενάγων επικαλείται ότι έλαβε χώρα πράγματι γνωστοποίηση της πώλησης του εν λόγω πλοίου στην πρώτη εναγομένη, προ του έτους 2018, από οιονδήποτε. Επίσης, ο ενάγων δεν ισχυρίζεται, αλλά ούτε αποδεικνύεται ότι, κατόπιν αιτήσεως της νέας πλοιοκτήτριας εταιρείας καταρτίσθηκε, από την 14.5.2013 και εντεύθεν, νέα σύμβαση ελλιμενισμού του εν λόγω πλοίου μεταξύ της πρώτης εναγομένης και της νέας πλοιοκτήτριας, του ανωτέρω πλοίου, εταιρείας, ενόψει της οποίας το ανωτέρω πλοίο συνέχισε να ελλιμενίζεται στον ανωτέρω τουριστικό λιμένα, διότι απεδείχθη ότι, το εν λόγω πλοίο συνέχιζε να ελλιμενίζεται στον ανωτέρω τουριστικό λιμένα έως την 11.7.2014. Επίσης δεν απεδείχθη, αλλά ούτε ο ενάγων ισχυρίζεται ότι, στην ήδη ισχύουσα από 1.1.2013 σύμβαση ελλιμενισμού μεταξύ της ανωτέρω εταιρείας “…. …. ….” και της πρώτης εναγομένης, υπεισήλθε η ανωτέρω αγοράστρια εταιρεία από την 14.5.2013 και εντεύθεν. Κατά συνέπεια η ανωτέρω σύμβαση ελλιμενισμού η οποία είχε ανανεωθεί μονομερώς την 1.1.2013 υπό της πρώτης εναγομένης, ως αναλύεται ανωτέρω και ίσχυε μεταξύ αυτής και της ανωτέρω πλοιοκτήτριας του πλοίου εταιρείας με την επωνυμία “…. …. ….”, συνέχισε να ισχύει και να παράγει υποχρεώσεις μεταξύ των αυτών συμβαλλομένων, εφόσον κανείς εκ των συμβαλλομένων δεν κατήγγειλε αυτή. Επομένως, η ανωτέρω μισθώτρια εταιρεία συνέχιζε να υποχρεούται να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα, διότι, με βάση την ανωτέρω ανανεωθείσα την 1.1.2013 σύμβαση ελλιμενισμού, η πρώτη εναγομένη, η οποία αγνοούσε την εν λόγω εκποίηση του πλοίου, αφού το γεγονός αυτός κανείς δεν της είχε γνωστοποιήσει, ως είχε υποχρέωση, συνέχισε να παρέχει προσηκόντως χώρο ελλιμενισμού στο ανωτέρω πλοίο στο θαλάσσιο χώρο της ανωτέρω Μαρίνας και το ανωτέρω πλοίο συνέχισε και μετά την 14.5.2013 να ελλιμενίζεται στην εν λόγω Μαρίνα έως το τέλος του έτους 2013. Ο ενάγων με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, δια παραπομπής στις έγγραφες προτάσεις του δευτέρου εναγομένου, ισχυρίσθηκε ότι, την 14.5.2013 αυτός (δεύτερος εναγόμενος) απομάκρυνε το σκάφος από την ανωτέρω μαρίνα και έκτοτε αυτό ελλιμενίζετο στην Μαρίνα ……. Έτι περαιτέρω, δια της προσθήκης των προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ισχυρίσθηκε ότι, το εν λόγω σκάφος επί σειρά ετών είχε σταματήσει να ελλιμενίζεται στην Μαρίνα ……, γεγονός που εγνωριζαν οι αρμόδιοι υπάλληλοι της πρώτης εναγομένης. Ο ισχυρισμός αυτός, εάν ήθελε εκτιμηθεί ότι με αυτόν παραδεκτώς προτείνεται ισχυρισμός περί πρόωρης λύσεως της ένδικης σύμβασης ελλιμενισμού, κατά τις διατάξεις της παραγράφου 8.9 του άρθρου 8 της υπ’ αριθμ. Τ/9803/5.9.2003 κοινής απόφασης των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας, για τον οποίο (ισχυρισμό) θα γίνει λόγος και κατωτέρω, κρίνεται αβάσιμος στην ουσία του, όσον αφορά στα οφειλόμενα για το έτος 2013 μισθώματα, διότι δεν ενισχύεται από κάποια έγγραφη απόδειξη, αλλά ούτε και από κάποια μαρτυρική κατάθεση. Μάλιστα, ο δεύτερος εναγόμενος, όταν με την ανωτέρω επιστολή του γνωστοποίησε στην πρώτη εναγομένη τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2018 ότι έλαβε χώρα η ανωτέρω πώληση του πλοίου, αυτός πράγματι ισχυρίσθηκε ότι, από την 15.5.2013, το πλοίο αναχώρησε από τη Μαρίνα ……. Όμως, ο ίδιος (δεύτερος εναγόμενος) προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού του, στην πρώτη εναγομένη (η οποία με τις προτάσεις,   αρνήθηκε τον εν λόγω ισχυρισμό, διότι αυτή ανέφερε ότι το πλοίο πράγματι ελλιμενίζετο στην μαρίνα ……, όλο το επίδικο διάστημα), κατέθεσε σε αυτήν (πρώτη εναγομένη), την προσκομιζόμενη, ως σχετικό 9, υπ’ αυτής βεβαίωση της ανωτέρω μαρίνας ….., στην οποία βεβαιώνεται ότι το ανωτέρω σκάφος ελλιμενίσθηκε σε αυτήν (μαρίνα …….), κατά το χρονικό διάστημα από 11.7.2014 έως 23.12.2015. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, με τη λήξη της νέας αυτής (καταρτισθείσας την 1.1.2013) σύμβασης ελλιμενισμού του εν λόγω πλοίου στη Μαρίνα ……, ενόψει του ότι η ανωτέρω εταιρεία με την επωνυμία “…. …. ….” δεν ενημέρωσε και μάλιστα εγγράφως την πρώτη εναγομένη (α) για την υπ’ αυτής πώληση του εν λόγω πλοίου και (β) ότι δεν επιθυμεί να ποιείται χρήση της θέσης ελλιμενισμού που της παρείχε η πρώτη εναγομένη στον ανωτέρω τουριστικό λιμένα, η πρώτη εναγομένη ανανέωσε, ως είχε δικαίωμα με τον όρο 5.4 της ανωτέρω σύμβασης ελλιμενισμού, όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, σιωπηρά και δη παρέχοντας θέση ελλιμενισμού στο ανωτέρω πλοίο στην ανωτέρω Μαρίνα για ένα ακόμη έτος, ήτοι έως την 31.12.2014. Μάλιστα, το εν λόγω πλοίο συνέχισε να ελλιμενίζεται στο θαλάσσιο χώρο του εν λόγω λιμένα, και μετά την 1.1.2014 και τουλάχιστον έως την 11.7.2014, οπότε κατά την προαναφερομένη βεβαίωση της Μαρίνας ……, άρχισε να ελλιμενίζεται στις δικές της εγκαταστάσεις. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η πρώτη εναγομένη, στο προσκομιζόμενο υπ’ αυτής ως σχετικό 6 με αριθμό πρωτ. …… από 13.3.2017 έγγραφό της, με το οποίο κατήγγειλε τη σύμβαση ελλιμενισμού του ανωτέρω πλοίου, ανέφερε ότι το ανωτέρω πλοίο αναψυχής, απέπλευσε από την ανωτέρω Μαρίνα ……, χωρίς να καταπλεύσει εκ νέου στον ίδιο λιμένα, την 1.10.2014. Για την εν λόγω, εν τούτοις, οριστική αποχώρηση του πλοίου από τις λιμενικές εγκαταστάσεις της Μαρίνας ……, η ανωτέρω εταιρεία με την επωνυμία “…. …. ….”, ως αντισυμβαλλόμενη στην ανωτέρω σύμβαση ελλιμενισμού του εν λόγω πλοίου, αφού δυνάμει αυτής της σύμβασης, ελλιμενίζετο στην ανωτέρω μαρίνα το εν λόγω πλοίο (αλλά ούτε ο ενάγων ως νόμιμος εκπρόσωπος αυτής, ούτε η αγοράστρια του ανωτέρω πλοίου εταιρεία, ούτε ο δεύτερος εναγόμενος, νόμιμος εκπρόσωπος της τελευταίας), δεν ενημέρωσε και δη εγγράφως ως όφειλε, κατά τον όρο 8.4 της σύμβασης ελλιμενισμού, ότι το σκάφος πρόκειται να αναχωρήσει οριστικά από τον ανωτέρω τουριστικό λιμένα, υποχρέωση που καθιερώνεται και με τη διάταξη της παραγράφου  8.9 του άρθρου 8 της υπ’ αριθμ. Τ/9803/5.9.2003 κοινής απόφασης των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας, με την οποία προβλέπεται ότι «Εάν το σκάφος πρόκειται να αναχωρήσει οριστικά από τον τουριστικό λιμένα, ο ιδιοκτήτης, ο κυβερνήτης ή ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτού, υποχρεούται να το δηλώσει εγγράφως και εγκαίρως στο φορέα διαχείρισης άλλως ο φορέας διαχείρισης δεν φέρει ευθύνη για τη χρέωση του σκάφος μέχρι να ενημερωθεί εγγράφως για την οριστική αναχώρηση αυτού.». Με τη διάταξη αυτή, που συμπορεύεται καταρχήν προς τα γενικώς ισχύοντα στις μισθωτικές συμβάσεις, στις οποίες, όπως προαναφέρθηκε, το μίσθωμα οφείλεται ως αντάλλαγμα για την παροχή της δυνατότητας χρήσης του μισθίου και δεν εξαρτάται από την πραγματική χρήση του εκ μέρους του μισθωτή, επιρρίπτεται ο κίνδυνος από την προσωρινή ή οριστική εγκατάλειψη του μισθίου πριν τη λήξη της ορισμένης ή αόριστης διάρκειας της σύμβασης ελλιμενισμού στον μισθωτή – πλοιοκτήτη, ο οποίος, προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής των τελών ελλιμενισμού, οφείλει να γνωστοποιήσει στο φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα την πρόθεσή του να απομακρύνει το σκάφος του από τις εγκαταστάσεις της Μαρίνας και να παραιτηθεί έτσι από το δικαίωμά του να διατηρεί θέση ελλιμενισμού μόνιμα καθ’ όλη τη διάρκεια της συμβατικής ισχύος. Η γνωστοποίηση αυτή, για λόγους που σχετίζονται με την ασφάλεια των συναλλαγών, πρέπει να περιβληθεί τον έγγραφο τύπο, η έλλειψη του οποίου απαλλάσσει τον εκμισθωτή από την ευθύνη για την εξακολούθηση της χρέωσης του πλοιοκτήτη με τα τέλη ελλιμενισμού του σκάφους που αναχώρησε, χωρίς καταρχήν ο τελευταίος να διατηρεί το δικαίωμα της δι’ άλλων μέσων ανταποδείξεως του γεγονότος ότι, πριν την αναχώρηση του σκάφους του, είτε γνωστοποίησε την πρόθεσή του στο φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα είτε αυτή έγινε γνωστή στον αντισυμβαλλόμενό του με άλλον τρόπο [ΜΕΠ 227/2019 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς].  Εν τούτοις, εν προκειμένω, ο ενάγων δεν απέδειξε ότι, προ του οριστικού απόπλου του εν λόγω σκάφους από τον ανωτέρω τουριστικό λιμένα, γνωστοποίησε με οιοδήποτε τρόπο αυτός ή κάποιος άλλος την πρώτη εναγομένη ότι, το πλοίο πρόκειται να αποχωρήσει οριστικά από τον ανωτέρω λιμένα, Τούτο δε δεν έπραξε ούτε ακολούθως, μετά την 11.7.2014 και πάντως δεν έπραξε ούτε έως το τέλος του μηνός Φεβρουαρίου 2017. Και πράγματι, ο ενάγων, αναφέρει στην προσθήκη των προτάσεών του που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ότι, οι αρμόδιοι υπάλληλοι της πρώτης εναγομένης, εγνώριζαν άριστα ότι το εν λόγω πλοίο είχε σταματήσει να ελλιμενίζεται στην ανωτέρω μαρίνα, τούτο όμως δεν αποδεικνύει με σχετικό έγγραφο γνωστοποίησης της οριστικής αναχώρησης του πλοίου και σε κάθε περίπτωση με οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο. Ακολούθως, ενόψει του ότι η ανωτέρω εταιρεία με την επωνυμία “…. …. ….” δεν ενημέρωσε και μάλιστα εγγράφως την πρώτη εναγομένη (α) για την εκποίηση του εν λόγω πλοίου, (β) ότι δεν επιθυμεί να ποιείται χρήση της θέσης ελλιμενισμού που της παρείχε η πρώτη εναγομένη στον ανωτέρω τουριστικό λιμένα, προ της λήξεως της εν νέας σύμβασης ελλιμενισμού, που σιωπηρά η πρώτη εναγομένη ανακατήρτισε ως είχε δικαίωμα και αναλύεται ανωτέρω, αλλά ούτε (γ) περί της οριστικής αναχώρησης του ανωτέρω σκάφους από τον τουριστικό λιμένα ……, γνωστοποίηση στην οποία δεν προέβη ούτε ο ενάγων, ως νόμιμος εκπρόσωπος αυτής, αλλά ούτε η αγοράστρια του πλοίου εταιρεία, ούτε ο δεύτερος εναγόμενος, η πρώτη εναγομένη ανανέωσε, ως είχε δικαίωμα με τον όρο 5.4 της ανωτέρω σύμβασης ελλιμενισμού, την 1.1.2015, την 1.1.2016 και την 1.1.2017, έως την 31.12.2015, την 31.12.2015 και 31.12.2017 αντίστοιχα, σιωπηρά και δη παρέχοντας θέση ελλιμενισμού στο ανωτέρω πλοίο στην ανωτέρω Μαρίνα. Την υπό της πρώτης εναγομένης, παραχώρηση της δυνατότητας ελλιμενισμού του ανωτέρω πλοίου στις εγκαταστάσεις της ο ενάγων δεν αμφισβήτησε ειδικώς. Επιπροσθέτως, δε, όπως προκύπτει και από τη λογιστική καρτέλα πελάτη του ανωτέρω πλοίου που η πρώτη εναγομένη τηρούσε και οι εγγραφές επί των οποίων δεν αμφισβητούνται υπό του ενάγοντος, η πρώτη εναγομένη προέβαινε κάθε μήνα, καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα στην έκδοση των σχετικών αποδείξεων παροχής υπηρεσιών για τον ελλιμενισμό του ανωτέρω πλοίου στο λιμένα της. Η ίδια μάλιστα, στη σελίδα 18 των εγγράφων προτάσεών της αναφέρει, γεγονός που δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό του ενάγοντος ότι, κάθε μήνα, τις εν λόγω αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, έστελνε ταχυδρομικώς στη δηλωθείσα, στην αίτηση ελλιμενισμού, υπό του δευτέρου εναγομένου διεύθυνση κατοικίας του. Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, απεδείχθη, επομένως, ότι η πρώτη εναγομένη, καθόλο το χρονικό διάστημα από την 1.4.2006 (κατόπιν της από 4.4.2006 αίτησης ελλιμενισμού του ανωτέρω πλοίου από την πλοιοκτήτρια αυτού, κατ΄ εκείνο το χρόνο εταιρεία με την επωνυμία με την επωνυμία “…. …. ….”), έως την 28.2.2017, σε εκτέλεση των ανωτέρω συμβάσεων ελλιμενισμού [αρχικά της από 4.4.2006 έγγραφης σύμβασης ελλιμενισμού, ακολούθως της από 1.1.2007 σιωπηρώς καταρτισθείσας μεταξύ των αυτών συμβαλλομένων σύμβασης ανανέωσης αυτής, και ακολούθως της από 1.1.2008, 1.1.2009, 1.1.2010, 1.1.2011, 1.1.2012, 1.1.2013, 1.1.2014, 1.1.2015, 1.1.2016 και 1.1.2017 (νέες) σύμβασης ελλιμενισμού ανανεωθεισών, μονομερώς, υπό της πρώτης εναγομένης νόμιμα, ως αναλύεται ανωτέρω] και σε εκπλήρωση των αναληφθεισών υποχρεώσεών της από τις εν λόγω συμβάσεις ελλιμενισμού, παρείχε πράγματι συνεχώς θέση ελλιμενισμού για το εν λόγω σκάφος στην ανωτέρω Μαρίνα ……, την οποία διαχειρίζεται, καθώς επίσης και τις λοιπές προβλεπόμενες στο νόμο και τη σύμβαση διευκολύνσεις και εξυπηρετήσεις στο χώρο της Μαρίνας του ……, η ανωτέρω δε αντισυμβαλλομένη της εταιρεία με την επωνυμία “…. …. ….”, αν και προέβη σε μισθωτική χρήση των εγκαταστάσεων αυτής, ελλιμενίζοντας το εν λόγω σκάφος και απολαμβάνοντας τις πρόσθετες παροχές της Μαρίνας …… έως την 11.7.2014, εφόσον έως τότε το ανωτέρω πλοίο ελλιμενίζετο στην ανωτέρω μαρίνα, δυνάμει των ενδίκων συμβάσεων ελλιμενισμού στις οποίες αυτή (εταιρεία με την επωνυμία “…. …. ….”) ήταν συμβαλλομένη ως μισθώτρια, ακολούθως δε (από την 12.7.2014) αν και είχε τη δυνατότητα χρήσεως των ανωτέρω εγκαταστάσεων της ανωτέρω μαρίνας έως την 28.2.2017, δεν κατέβαλε στην πρώτη εναγομένη το ανωτέρω συνομολογηθέν μίσθωμα το οποίο οφείλει, ανεξαρτήτως αν πράγματι χρησιμοποίησε το μίσθιο, διότι από τις διατάξεις των άρθρων 574, 595 και 596 ΑΚ, που τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμοστέες, προκύπτει ότι, ο μισθωτής υποχρεούται να καταβάλει το μίσθωμα που συμφωνήθηκε από την παράδοση σ’ αυτόν της χρήσεως του πράγματος, εφόσον έχει την δυνατότητα χρήσεως αυτού, ανεξαρτήτως αν πράγματι το χρησιμοποιεί (ΑΠ 585/1997, ΕλλΔ/νη 39, 112, ΕφΛ 95/2012, Δικογραφία 2012/494, ΕφΠ 481/2001, ΕΔΠ 2003/352). Το ποσό αυτό οφείλει επιπλέον ανεξαρτήτως εάν έλαβε χώρα εκποίηση του εν λόγω πλοίου, εφόσον περί τούτου δεν απεδείχθη ότι ενημερώθηκε η πρώτη εναγομένη, παρά μόλις το έτος 2018. Επομένως, αποδείχθηκε ότι, η ανωτέρω εταιρεία με την επωνυμία “…. …. ….”, οφείλει τα επίδικα μισθώματα ποσού ευρώ 54.154,85, που αφορούν το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως και μηνός Φεβρουαρίου 2017. Συνυπόχρεος για την καταβολή του ανωτέρω ποσού, έναντι της πρώτης εναγομένης, τυγχάνει και ο ενάγων ως, εκ της μη, αμφισβητούμενης υπ’ αυτού, ιδιότητός του, ως νομίμου εκπροσώπου της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας με την επωνυμία “…. …. ….”, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 4 της με αριθμό ΥΑ Τ/9803/5.9.2003 δημοσιευθείσας την 16.9.2013 στο ΦΕΚ Β 1323 Απόφασης των Υφυπουργών Ανάπτυξης και του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας κατά την οποία κατά τις οποίες «3. Για τις παρεχόμενες ευκολίες εξυπηρέτησης των τουριστικών λιμένων προς τα ελλιμενιζόμενα σε αυτούς σκάφη, ο φορέας διαχείρισης κάθε τουριστικού λιμένα, εισπράττει από τους υπόχρεους τα ανάλογα δικαιώματα … 4. Υπόχρεος προς καταβολή των παραπάνω δικαιωμάτων είναι ο πλοιοκτήτης ή ο νόμιμος εκπρόσωπος ή ο χρήστης του σκάφους, ο οποίος ευθύνεται και εις ολόκληρον με τον πλοιοκτήτη ως πρωτοφειλέτης…». Για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας, αν και ο ενάγων, με την ένδικη αγωγή του, δεν αμφισβητεί την, εις ολόκληρον, εκ του νόμου, ενοχή του ιδίου, έναντι της πρώτης εναγομένης, ενόψει της μεταβιβάσεως του ανωτέρω πλοίου που έλαβε χώρα την 14.5.2013, ήτοι τη μη εφαρμογή εν προκειμένω της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 4 της με αριθμό ΥΑ Τ/9803/5.9.2003 δημοσιευθείσας την 16.9.2013 στο ΦΕΚ Β 1323 Απόφασης των Υφυπουργών Ανάπτυξης και του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας,  αλλά αμφισβητεί την ενοχή της ανωτέρω πωλήτριας του πλοίου εταιρείας (της οποίας δεν αμφισβητεί ότι ήταν νόμιμος εκπρόσωπος κατά τον επίδικο χρόνο) για το μετά την πώληση πλοίου χρόνο και εξ αυτού του λόγου διατείνεται ότι και ο ίδιος δεν ενέχεται, θα πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Η ανωτέρω ευθύνη του ενάγοντος, ως νομίμου εκπροσώπου της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας με την επωνυμία “…. …. ….”, που θεμελιώνεται στις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 4 της με αριθμό ΥΑ Τ/9803/5.9.2003, δεν έπαυσε την 14.5.2013, με την πώληση του εν λόγω σκάφους στην ανωτέρω μη διάδικο στην παρούσα δίκη εταιρεία με την επωνυμία «. ….», εφόσον η υποχρέωση της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας με την επωνυμία “…. …. ….”, προς καταβολή του μισθώματος από τις ανωτέρω συμβάσεις ελλιμενισμού, συνέχισε και μετά την 14.5.2013, διότι αυτή, δεν γνωστοποίησε στην πρώτη εναγομένη και μάλιστα εγγράφως την πώληση του εν λόγω πλοίου, (τούτο δε δεν γνωστοποίησε ούτε ο ενάγων νόμιμος εκπρόσωπός της, ούτε η αγοράστρια εταιρεία, ούτε ο δεύτερος εναγόμενος νόμιμος εκπρόσωπος της τελευταίας), με αποτέλεσμα να μη λυθεί η σύμβαση ελλιμενισμού που είχε καταρτισθεί μεταξύ της εταιρείας με την επωνυμία “…. …. ….” και της πρώτης εναγομένης, μεταξύ των οποίων ως συμβαλλομένων, ανανεώθηκε αυτή ακολούθως επανειλημμένως, έως την 28.2.2017, ως απεδείχθη ανωτέρω. Τούτο, δοθέντος ότι, ο σκοπός του νομοθέτη, κατά τη θέσπιση της ανωτέρω διατάξεως, ήταν η, εις ολόκληρον μετά του πρωτοφειλέτη των τελών ελλιμενισμού από την σύμβαση ελλιμενισμού, εφόσον αυτός (πρωτοφειλετης) είναι εταιρεία, ευθύνη του νομίμου εκπροσώπου αυτής, μισθώτριας στη σύμβαση ελλιμενισμού. Πράγματι, ενόψει του ότι, όπως αναλύεται ανωτέρω, χωρίς τη συναίνεση του φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα, η σύμβαση ελλιμενισμού που καταρτίζεται με την πλοιοκτήτρια του πλοίου εταιρεία, δεν μεταβιβάζεται σε τρίτον, με αποτέλεσμα να μην υπεισέρχεται στη θέση του μισθωτή η αγοράστρια του πλοίου εταιρεία, αλλά από της γνωστοποιήσεως της πώλησης, λύεται η παλαιά σύμβαση ελλιμενισμού του πλοίου και πρέπει ο αγοραστής του πλοίου να υποβάλλει νέα αίτηση ελλιμενισμού αυτού στον τουριστικό λιμένα και να εγκριθεί και δη εγγράφως από την εταιρεία που διαχειρίζεται τον τουριστικό λιμένα η νέα αυτή αίτηση, η έως τότε πλοιοκτήτρια του πλοίου εταιρεία συνεχίζει να ενέχεται από τη σύμβαση ελλιμενισμού και μετά την πώληση του πλοίου και παράλληλα δε με αυτήν, αφού δεν εξέλειπε ο νόμιμος λόγος ευθύνης της, ενέχεται και ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτής. Τέλος, ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του, αλλά και με το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου εφέσεως, ισχυρίζεται ότι, καταχρηστικά η πρώτη εναγομένη άσκησε το δικαίωμά της προς εκκίνηση της βεβαιωτικής διαδικασίας είσπραξης των ενδίκων απαιτήσεων της σε βάρος του, υπονοώντας ότι διατείνεται ότι έχει αξίωση εναντίον του διότι, αυτή (πρώτη εναγομένη) βεβαίωσε τον μήνα Δεκέμβριο του 2018 σε βάρος του, αξιώσεις που χρονολογούνται από το έτος 2011 και εντεύθεν, δηλαδή βεβαίωσε οφειλές μετά από επτά (7) έτη, ενώ παράλληλα, επί επτά και πλέον έτη, ουδέν έπραξε για την είσπραξη των απαιτήσεών της και δεν του απέστελνε τακτικά, κατά τον χρόνο έκδοσής τους τα παραστατικά των επιμέρους χρεώσεων (ΑΠΥ) στις οποίες αυτή προέβαινε, ούτε απέστειλε σε αυτόν οποτεδήποτε συγκεντρωτικό κατάλογο οφειλών, ενημερωτική επιστολή ή κάποια εξώδικη όχληση, με αποτέλεσμα αυτός να αγνοεί παντελώς την ύπαρξη οφειλών στο όνομά του για το συγκεκριμένο σκάφος. Τούτο, διότι δεν συνεβλήθη αυτός με την πρώτη εναγομένη, αλλά ο δεύτερος εναγόμενος, ο οποίος είχε την κατοχή και χρήση του επίδικου σκάφους «Β» ήδη από τον μήνα Απρίλιο του έτους 2006, ο οποίος (δεύτερος εναγόμενος) ήταν αυτός που υπέγραψε την από 4.4.2006 σύμβαση ελλιμενισμού. Επιπροσθέτως, ισχυρίσθηκα ότι, ο ίδιος (ενάγων) δεν εγνώριζε ότι υφίστατο και μέχρι πότε υφίστατο σύμβαση ελλιμενισμού του σκάφους στην Μαρίνα ……, αλλά αντίθετα, είχε την πεποίθηση ότι δεν υπείχε οποιαδήποτε υποχρέωση για το εν λόγω σκάφος έναντι οποιουδήποτε, συμπεριλαμβανομένης της Μαρίνας ……, διότι είχε παρέλθει χρονικό διάστημα πλέον των πέντε ετών από την μεταβίβαση του σκάφους και την πλήρη αποξένωσή του από αυτό — υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της πρώην πλοιοκτήτριας εταιρείας- και ουδείς τον όχλησε σε σχέση με το συγκεκριμένο σκάφος. Η προβολή εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης αξιώσεων μετά την παρέλευση τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος και επιπλέον, η βεβαίωση αυτών στην οικεία ΔΟΥ, κατά τον ενάγοντα, ενόψει των ανωτέρω, υπερβαίνουν τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος της εναγόμενης για είσπραξη των απαιτήσεών της, κατά την έννοια του άρθρου 281 του ΑΚ. Επί του ισχυρισμού αυτού, πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 281 Α.Κ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Για να θεωρηθεί η άσκηση δικαιώματος ως καταχρηστική, κατά την διάταξη αυτή θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Ειδικότερα, στην περίπτωση της μακράς αδράνειας του δικαιούχου, δεν αρκεί κατ’ αρχήν μόνον αυτή, ήτοι η επί μακρόν χρόνο μη άσκηση του δικαιώματος, αλλά υπάρχει τέτοια κατάχρηση μόνον εφόσον συντρέχουν προσθέτως και άλλα περιστατικά που ανάγονται στο ίδιο χρονικό διάστημα και στην όλη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υπόχρεου ο οποίος αποκρούει το δικαίωμα, από τα οποία δημιουργείται στον τελευταίο η εύλογη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί κατ’ αυτού, εις τρόπον ώστε η, με την μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, επιδίωξη ανατροπής της καταστάσεως που έχει δημιουργηθεί υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και έχει διατηρηθεί επί μακρόν χρόνο, επάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (Ολ.Α.Π. 8/2001, Α.Π. 383/2019, Α.Π. 826/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ο ισχυρισμός αυτός, ως αναλύεται στην οικεία νομική σκέψη, κρίνεται ότι παραδεκτώς προβάλλεται με την ένδικη αγωγή. Εν τούτοις, από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, αποδείχθηκε ότι, η ένδικη σύμβαση ελλιμενισμού καταρτίσθηκε την 4.4.2006, από τον δεύτερο εναγόμενο, όχι ατομικά, όπως υποστηρίζει ο ενάγων, αλλά στο όνομα και για λογαριασμό της ανωτέρω πλοιοκτήτριας του πλοίου εταιρείας με την επωνυμία “…. …. ….”, όπως αποδείχθηκε και αναλύεται ανωτέρω, αφού ο ενάγων, ως νόμιμος εκπρόσωπος αυτής είχε χορηγήσει στον δεύτερο εναγόμενο την από 28.3.2006 έγγραφη σχετική πληρεξουσιότητα. Μάλιστα, ο ενάγων, στον ισχυρισμό της πρώτης εναγομένης που περιέχεται στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου [κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία αυτή ήταν απούσα] ότι ο δεύτερος εναγόμενος, την εν λόγω από 4.4.2006 σύμβαση ελλιμενισμού, κατήρτισε στο όνομα και για λογαριασμό της ανωτέρω πλοιοκτήτριας, κατ’ εκείνο το χρόνο εταιρείας, δυνάμει της προαναφερομένης έγγραφης πληρεξουσιότητας, την οποία και προσεκόμισε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ουδέν ανέφερε και δη δεν αμφισβήτησε την πληρεξουσιότητα που αυτός, υπογράφοντας το από 28.3.2006 έγγραφο υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας, χορήγησε στον δεύτερο εναγόμενο. Ο ισχυρισμός δε του ενάγοντος ότι, η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία είχε παραδώσει την κατοχή του ανωτέρω πλοίου της, στον δεύτερο εναγόμενο ήδη από το έτος 2006 και, εκ του λόγου τούτου, αυτός, αν και νόμιμος εκπρόσωπος της πλοιοκτήτριας εταιρείας, αγνοούσε την εν λόγω σύμβαση ελλιμενισμού, δεν κρίνεται πειστικός, διότι δεν ενισχύεται από κάποιο αποδεικτικό μέσο. Πράγματι, προς υποστήριξη του εν λόγω ισχυρισμού του, ο ενάγων καμία απόδειξη δεν προσεκόμισε, εφόσον δεν προσεκόμισε ούτε σχετική έγγραφη απόδειξη παράδοσης του εν λόγω σκάφους στον δεύτερο εναγόμενο, η οποία σε μια τέτοια περίπτωση θα αναμένετο να είχε καταρτισθεί ενόψει της ευθύνης της πλοιοκτήτριας εταιρείας από τη λειτουργία του πλοίου, αλλά ούτε κάποια κατάθεση μάρτυρος. Αντίθετα, προσκομίσθηκε υπό της πρώτης εναγομένης, η προαναφερομένη εξουσιοδότηση, δυνάμει της οποίας, αυτός (ενάγων) ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία “…. …. ….” χορήγησε στον δεύτερο εναγόμενο την πληρεξουσιότητα, όπως αυτός ως κυβερνήτης του εν λόγω πλοίου, ενεργεί κάθε τι απαραίτητο για την ομαλή λειτουργία του εν λόγω σκάφους, επομένως και για τον ελλιμενισμό του. Επιπλέον, προσκομίσθηκε στο παρόν Δικαστήριο, το από 10.5.2013 έγγραφο – πρωτόκολλο παράδοσης παραλαβής, από το οποίο προκύπτει ότι την 10.5.2013, η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία του ενάγοντος, παρέδωσε στον δεύτερο εναγόμενο ως νόμιμο εκπρόσωπος της ανωτέρω αγοράστριας εταιρείας το πλοίο. Σε κάθε περίπτωση, δεν κρίνεται πειστικός ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι, η ανωτέρω πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου εταιρεία, της οποίας ο ενάγων ήταν νόμιμος εκπρόσωπος, αγνοούσε επί πολλά έτη το χώρο ελλιμενισμού του πλοίου της, ενόψει του ότι τυγχάνει αυτονόητο ότι το πλοίο ελλιμενίζετο σε κάποιον χώρο, επιπροσθέτως δε η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία, ως εκ της ιδιότητός της ως πλοιοκτήτριας αυτού, έφερε ευθύνη έναντι τρίτων από τη λειτουργία του εν λόγω σκάφους. Περαιτέρω, οι αιτιάσεις του ενάγοντος ότι, η πρώτη εναγομένη δεν τον όχλησε ατομικά, αλλά ούτε τον ενημέρωσε για την ύπαρξη των ενδίκων χρεών, δεν καθιστά το δικαίωμα της πρώτης εναγομένης εκκίνησης της βεβαιωτικής διαδικασίας είσπραξης των συμφωνημένων κατά τα άνω και νομίμων απαιτήσεών της από την παραχώρηση χώρου ελλιμενισμού του ανωτέρω πλοίου στο θαλάσσιο χώρο της ανωτέρω Μαρίνας την οποία διαχειρίζεται, καταχρηστική, εφόσον καμία τέτοια υποχρέωση δεν είχε η πρώτη εναγομένη, δεδομένου ότι ο ενάγων δεν επικαλείται σχετικό όρο περιεχόμενο στη σύμβαση ελλιμενισμού, επιπροσθέτως δε τούτο δεν επιβάλλεται ούτε από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, εφόσον ο ενάγων, ως νόμιμος εκπρόσωπος της πλοιοκτήτριας εταιρείας, ιδιότητα την οποία αυτός συνομολογεί, όφειλε και ηδύνατο να γνωρίζει τις έννομες σχέσεις αυτής με τρίτους. Εξάλλου, στην αίτηση που ο δεύτερος εναγόμενος υπέβαλε προς την πρώτη εναγομένη προς ελλιμενισμό του εν λόγω πλοίου, ο δεύτερος εναγόμενος τον εαυτό του εδήλωσε ως νόμιμο εκπρόσωπο της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας, όπως επίσης εδήλωσε μόνον την ιδική του διεύθυνση κατοικίας. Μάλιστα, όπως η πρώτη εναγομένη αναφέρει στις προτάσεις και δεν αμφισβητήθηκε ειδικώς υπό του ενάγοντος, αυτή (πρώτη εναγομένη) κάθε μήνα, μέσω απλού ταχυδρομείου, έστελνε στη δηλωθείσα από τον δεύτερο εναγόμενο διεύθυνσή του και τις αποδείξεις παροχής υπηρεσιών. Επιπροσθέτως, η παρέλευση απλά ικανού χρονικού διαστήματος από της γενέσεως των ενδίκων απαιτήσεων της πρώτης εναγομένης, έως της ενάρξεως της διαδικασίας επιδίωξης είσπραξης των ενδίκων (μη παραγεγραμμένων) απαιτήσεών της, ενόψει του ότι ο εν λόγω ισχυρισμός εκτιμάται ότι προβάλλεται επικουρικώς και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση απόρριψης του ισχυρισμού του ενάγοντος περί παραγραφής των ενδίκων απαιτήσεων της πρώτης εναγομένης οι οποίες γεννήθηκαν έως την 31.12.2012, δεν καθιστά την επιδίωξη αυτή, υπό της πρώτης εναγομένης, καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, εφόσον, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, δεν αρκεί κατ’ αρχήν μόνον η, επί μακρόν, χρόνο μη άσκηση του δικαιώματος, αλλά υπάρχει τέτοια κατάχρηση μόνον εφόσον συντρέχουν προσθέτως και άλλα περιστατικά που ανάγονται στο ίδιο χρονικό διάστημα και στην όλη συμπεριφορά, τόσο του δικαιούχου, όσο και του υπόχρεου, ο οποίος αποκρούει το δικαίωμα, από τα οποία (πρόσθετα περιστατικά) δημιουργείται στον τελευταίο η εύλογη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί κατ’ αυτού το δικαίωμα, εις τρόπον ώστε η, με την μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, επιδίωξη ανατροπής της καταστάσεως που έχει δημιουργηθεί υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και έχει διατηρηθεί επί μακρόν χρόνο, επάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Εν προκειμένω, η πρώτη εναγομένη εταιρεία, δεν απεδείχθη ότι δημιούργησε στην ανωτέρω αντισυμβαλλομένη της εταιρεία και περαιτέρω και στον ίδιο τον ενάγοντα, νόμιμο εκπρόσωπο αυτής, με τη συμπεριφορά της την εντύπωση ότι δεν θα επιδιώξει τη, μέσω της βεβαιωτικής διαδικασίας, είσπραξη των ενδίκων απαιτήσεών της. Επίσης, δεν απεδείχθησαν στη συγκεκριμένη περίπτωση κάποια πρόσθετα περιστατικά ή ειδικές περιστάσεις, πέραν του χρόνου που επικαλέσθηκε ο ενάγων, από τα οποία να δημιουργήθηκε σε αυτόν η εύλογη πεποίθηση ότι η πρώτη εναγομένη δεν πρόκειται να ασκήσει σε βάρος του το δικαίωμα της προς είσπραξη του ανωτέρω ποσού. Επομένως, τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του ο ισχυρισμός του ενάγοντος περί καταχρηστικής, υπό της πρώτης εναγομένης, άσκησης του δικαιώματος αυτής, όπως επιδιώξει να εισπράξει τις ένδικες απαιτήσεις της και από τον ενάγοντα, ως εκ του νόμου ενεχομένου, εκ της ιδιότητός του ως νομίμου εκπροσώπου της αντισυμβαλλομένης της (πρώτης εναγομένης) εταιρείας. Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, κατά τον βάσιμο αγωγικό ισχυρισμό, το δικαίωμα της πρώτης εναγομένης, να απαιτήσει από τον ενάγοντα, λόγω της ιδιότητός του ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας με την επωνυμία “…. …. ….”, το αναφερόμενο στον από 26/11/2018, υπ’ αριθμ. …../2018 χρηματικό και βεβαιωτικό κατάλογο (που καταλογίστηκε και βεβαιώθηκε σε βάρος του ενάγοντος υπό της πρώτης εναγομένης με την υπ’ αριθμ. πρωτ. ……/27-11-2018 βεβαίωση – πράξη της), ποσό των 25.189,81 €, που αφορά υπόλοιπο οφειλών από τέλη και λογαριασμούς ελλιμενισμού (μισθώματα) του ανωτέρω σκάφους αναψυχής «Β», ως εκ του ελλιμενισμού του, κατά το χρονικό διάστημα από μηνός Ιανουαρίου 2011 έως και την 31.12.2012, όπως ειδικότερα αναλύονται τα επιμέρους ανά μήνα οφειλόμενα ποσά ανωτέρω,  κατόπιν συμβάσεως που είχε καταρτίσει η εταιρεία με την επωνυμία “…………….” με την πρώτη εναγομένη, εταιρεία,  στον τουριστικό λιμένα (Μαρίνα) ……, έχει υποπέσει σε παραγραφή. Κατά τα λοιπά, απεδείχθη ότι, ο ενάγων, ως νόμιμος εκπρόσωπος της (πρωτοφειλέτριας) εταιρείας με την επωνυμία “………” και εκ του νόμου εις ολόκληρον και αλληλεγγύως μετά της εν λόγω εταιρείας με την επωνυμία “…………….” οφειλέτης, οφείλει στην πρώτη εναγομένη, το συμφωνηθέν μίσθωμα (τέλη και λογαριασμούς ελλιμενισμού), από τον ελλιμενισμό του σκάφους αναψυχής «B», στον τουριστικό λιμένα (Μαρίνα) ……, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως και μηνός Φεβρουαρίου 2017, ανερχόμενο το ποσό των ευρώ 54.154,85, με αποτέλεσμα η ένδικη αγωγή του, κατά το μέρος αυτό και οι επιμέρους ισχυρισμοί του ενάγοντος που κατατείνουν στην αναγνώριση ότι αυτός δεν οφείλει το εν λόγω ποσό των ευρώ 54.154,85, τυγχάνουν απορριπτέοι ως αβάσιμοι στην ουσία τους.

Κατόπιν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει γενομένης δεκτής της ένδικης έφεσης, ως εν μέρει βάσιμης στην ουσία της, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας, να εξαφανισθεί, κατά ένα μέρος, ως αναλύεται ανωτέρω, η εκκαλουμένη με αριθμό 864/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εξεδόθη κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών και αφού, το παρόν Δικαστήριο, κρατήσει να δικάσει την ένδικη από 5.4.2019 (με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……………../11.4.2019) αγωγή, καθό μέρος η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίσθηκε και [α] να απορριφθεί αυτή ως αόριστη, καθό μέρος ηγέρθη σε βάρος του δευτέρου εναγομένου …………., καθώς επίσης και καθό μέρος ηγέρθη σε βάρος της πρώτης εναγομένης, ως προς το αίτημα αυτής, όπως αυτή (πρώτη εναγομένη) προβεί σε όλες τις κατά το νόμο ενέργειες προκειμένου να διαγραφούν από το Δημόσιο Ταμείο οι ως άνω βεβαιωθείσες επ’ ονόματί του [ενάγοντος] οφειλές. Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή, [β] καθό μέρος εξεκλήθη η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τα λοιπά, και δη καθό μέρος ηγέρθη σε βάρος της πρώτης εναγομένης και ζητείται όπως αναγνωριστεί ότι «(α) οι αξιώσεις της πρώτης εναγομένης που αναφέρονται στον από 26/11/2018 υπ’ αριθμ. Μ……./2018 χρηματικό και βεβαιωτικό κατάλογο και καταλογίστηκαν και βεβαιώθηκαν επ’ ονόματί του ενάγοντος με την υπ’ αριθμ. πρωτ. …………/ 27-11-2018 βεβαίωση, συνολικού ποσού 25.189,81 €, έχουν ήδη παραγραφεί πριν την βεβαίωσή τους και συγκεκριμένα είναι στο σύνολό τους παραγεγραμμένες από 31-12-2017, (β) από τις αξιώσεις της πρώτης εναγομένης που αναφέρονται στον από 26/11/2018 υπ’ αριθμ. …………./2018 χρηματικό και βεβαιωτικό κατάλογο και καταλογίστηκαν και βεβαιώθηκαν επ’ ονόματί του ιδίου, με την υπ’ αριθμ. πρωτοκ. ……………/ 27-11-2018 βεβαίωση, συνολικού ποσού 54.154,85 €, δεν οφείλει το ποσό των 49.258,40 €, στο οποίο ανέρχονται τα τέλη και οι λογαριασμοί ελλιμενισμού για το χρονικό διάστημα μετά την 14η-5-2013 και (γ) οι αξιώσεις της πρώτης εναγομένης, που αναφέρονται σε αμφότερους τους από 26/11/2018 χρηματικούς και βεβαιωτικούς καταλόγους υπ αριθμ. … και …./2018 και καταλογίστηκαν και βεβαιώθηκαν επ’ ονόματί του με αμφότερες τις υπ’ αριθμ. πρωτοκ. …. και ………../ 27-11-2018 βεβαιώσεις, αντίστοιχα, ανερχόμενες στο συνολικό ποσό των 79.344,66 €, είναι άκυρες, επειδή απορρέουν από άκυρες μονομερείς εκ μέρους της πρώτης εναγομένης παρατάσεις της διάρκειας της σύμβασης ελλιμενισμού του σκάφους και ως καταχρηστικές.», ως προς τα οποία αιτήματα η ένδικη αγωγή, όπως εκτιμήθηκε και αναλύεται ανωτέρω στο σκεπτικό της παρούσας, περιέχει αρνητικό αναγνωριστικό αίτημα περί μη οφειλής των ανωτέρω χρηματικών ποσών από τον ενάγοντα, τυγχάνει νόμιμη, ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 574 επ., 361, 272, 250 αριθ. 16, 253, 281 ΑΚ, 68,70, 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ και άρθρα 2 και 8 της ΥΑ Τ/9803/5.9.2003 δημοσιευθείσας την 16.9.2013 στο ΦΕΚ Β 1323 Απόφασης των Υφυπουργών Ανάπτυξης και του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας. Περαιτέρω, πρέπει αυτή, καθό μέρος κρίθηκε νόμιμη, να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και στην ουσία της και να αναγνωρισθεί ότι, το δικαίωμα της πρώτης εναγομένης, να απαιτήσει από τον ενάγοντα, λόγω της ιδιότητός του ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας με την επωνυμία “…………”, το αναφερόμενο στον από 26/11/2018, υπ’ αριθμ. …………./2018 χρηματικό και βεβαιωτικό κατάλογο (που καταλογίστηκε και βεβαιώθηκε σε βάρος του ενάγοντος υπό της πρώτης εναγομένης με την υπ’ αριθμ. πρωτ. ………../27-11-2018 βεβαίωση – πράξη της), χρηματικό ποσό των 25.189,81 €, που αφορά υπόλοιπο οφειλών από τέλη και λογαριασμούς ελλιμενισμού (μισθώματα) του ανωτέρω σκάφους αναψυχής «B», ως εκ του ελλιμενισμού του, στον τουριστικό λιμένα (Μαρίνα) ……, κατά το χρονικό διάστημα από μηνός Ιανουαρίου 2011 έως και την 31.12.2012, όπως τα επιμέρους, ανά μήνα, οφειλόμενα χρηματικά ποσά ειδικότερα αναλύονται ανωτέρω, έχει υποπέσει σε παραγραφή. Η ένδικη αγωγή, κατά τα λοιπά, ήτοι καθό μέρος ζητείται όπως αναγνωρισθεί ότι ο ενάγων, ως εκ της ανωτέρω ιδιότητός του, δεν οφείλει στην πρώτη εναγομένη, για τους διαλαμβανομένους σε αυτή λόγους, το ποσό των ευρώ 54.154,85, ως μισθώματα (τέλη ελλιμενισμού και λογαριασμούς κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος και ύδατος) από τον ελλιμενισμό του πλοίου «B», στον τουριστικό λιμένα (Μαρίνα) ……, κατά το χρονικό διάστημα από μηνός Ιανουαρίου 2013 έως και μηνός Φεβρουαρίου 2017, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της, ως αποδείχθηκε και αναλύεται ανωτέρω στο σκεπτικό της παρούσας, διότι απεδείχθη πράγματι ότι η πρώτη εναγομένη διατηρεί την ανωτέρω απαίτηση, ποσού ευρώ 54.154,85, σε βάρος του ενάγοντος, ως αναλύεται στο σκεπτικό της παρούσας, δίχως η παρούσα απόφαση να καθιστά χειρότερη τη θέση του εκκαλούντος – ενάγοντος, κατά την έννοια του άρθρου 536 παρ.1 ΚΠολΔ, εκ του λόγου ότι, κατά τούτο [ως προς το ανωτέρω επιμέρους ποσό των 54.154,85 ευρώ], με την εκκαλουμένη απόφαση η ένδικη αγωγή του απορρίφθηκε ως μη νόμιμη στο σύνολό της και με την παρούσα απόφαση απορρίπτεται ως αβάσιμη στην ουσία της, όπως ο εκκαλών – ενάγων διατείνεται με την ένδικη έφεσή του (σελ. 11), διότι μετά την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως εν προκειμένω, το Δικαστήριο μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να ερευνήσει την ουσία αυτής και να την απορρίψει ως κατ` ουσίαν αβάσιμη, ανεξάρτητα αν το πρωτόδικο δικαστήριο ερεύνησε ή όχι την ουσία της υπόθεσης, έστω κι αν πρωτοδίκως η αγωγή είχε απορριφθεί ως μη νόμιμη [ΑΠ 988/2021 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ]. Περαιτέρω, κατόπιν της εν μέρει αποδοχής της ένδικης έφεσης, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του προκαταβληθέντος, κατά τα άνω, παραβόλου, υπό του εκκαλούντος, κατά την έγερση της ένδικης εφέσεως, στον εκκαλούντα (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε` ΚΠολΔ). Τέλος, εφόσον με την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως εξαφανίζεται και η περί δικαστικής δαπάνης διάταξή της, πρέπει τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την ένδικη έφεση και εν μέρει στην ουσία της, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου που προκατέθεσε ο εκκαλών σε αυτόν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη, με αριθμό 864/2020, απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εξεδόθη κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών στο σύνολό της όσον αφορά στον δεύτερο εναγόμενο και εν μέρει, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας, όσον αφορά στην πρώτη εναγομένη.

Κρατεί και δικάζει την από 5.4.2019 (με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………/11.4.2019) αγωγή.

Απορρίπτει αυτή καθό μέρος ηγέρθη σε βάρος του δευτέρου εναγομένου.

Κατά τα λοιπά, απορρίπτει ότι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό της παρούσας.

Δέχεται εν μέρει ως βάσιμη στην ουσία της την ένδικη αγωγή, καθό μέρος ηγέρθη σε βάρος της πρώτης εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία «……………, και απορρίπτει αυτή κατά τα λοιπά.

Αναγνωρίζει ότι, το δικαίωμα της πρώτης εναγομένης, εταιρείας με την επωνυμία «…………., να απαιτήσει από τον ενάγοντα, ………….., λόγω της ιδιότητός του ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας με την επωνυμία “………..” το, αναφερόμενο στον από 26/11/2018, υπ’ αριθμ. ………./2018 χρηματικό και βεβαιωτικό κατάλογο, χρηματικό ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων εκατόν ογδόντα εννέα ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (25.189,81 €), που καταλογίστηκε και βεβαιώθηκε σε βάρος του ενάγοντος, υπό της πρώτης εναγομένης, με την υπ’ αριθμ. πρωτ. ………/27-11-2018 βεβαίωση – πράξη της και αφορά υπόλοιπο οφειλών από τέλη και λογαριασμούς ελλιμενισμού (μισθώματα) του, περιγραφόμενου στο σκεπτικό της παρούσας, σκάφους αναψυχής «B», ως εκ του ελλιμενισμού του, στον τουριστικό λιμένα (Μαρίνα) ……, κατά το χρονικό διάστημα από μηνός Ιανουαρίου 2011 έως και την 31.12.2012, όπως τα επιμέρους ανά μήνα οφειλόμενα ποσά αναλύονται ειδικότερα στο σκεπτικό της παρούσας, έχει υποπέσει σε παραγραφή.

Συμψηφίζει τη μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 19.3.2024.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ