Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 123/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης        123 /2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε κεκλεισμένων των θυρών στο ακροατήριό του την …………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος: ……….. ο οποίος εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στο ακροατήριο

Του εφεσίβλητου: Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, που εδρεύει στον Πειραιά, ο οποίος δεν παραστάθηκε.

Ο εφεσίβλητος- αiτών, άσκησε κατά του εκκαλούντος-καθού η αίτηση την από 8.2.2022 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………//2022                                     αίτησή του ενώπιον

του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζητώντας να διαταχθεί η ακούσια νοσηλεία του τελευταίου. Η αίτηση δικάστηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ερήμην του καθού η αίτηση, κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και επ’ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 2653/2023 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της αίτησης. Την απόφαση αυτή προσβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο καθού η αίτηση-εκκαλών, με την από 17.11.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/……………/2023 έφεση. Δικάσιμος για τη συζήτηση της έφεσης ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, οπότε η υπόθεση που είχε εγγραφεί στο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 30 εκφωνήθηκε κατά τη σειρά της και συζητήθηκε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 3 εδ. α’ του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (και ισχύει κατά τον χρόνο άσκησης της ένδικης έφεσης, ήτοι μετά την 1-1-2016) «Σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται». Η απόρριψη της έφεσης λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος γίνεται κατ’ ουσίαν και όχι κατά τύπους. Γιατί, παρόλο που στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου, ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίδεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής τους (ΟλΑΠ 16/1990 ΝοΒ 1990.1337, ΑΠ 53/2021, ΑΠ 635/2020, ΑΠ 1478/2019, ΑΠ 268/2016 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, ο εκκαλών με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράστασή του τεκμαίρεται, ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 476/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 268/2016 ό.π). Σημειώνεται, ωστόσο, ότι ήδη στην παρ. 3 εδ. α’ του άρθρου 524 του_ΚΠολΔ, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 28 του ν. 4842/2021, με έναρξη ισχύος, κατ’ άρθρο 120 εδ. β’ αυτού, από την 1-1-2022, ορίζεται, ότι σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται, εφόσον είναι παραδεκτή, με αποτέλεσμα, κατ’ απόκλιση όσων προεκτέθηκαν, να προηγείται της απόρριψης της έφεσης κατ’ ουσίαν, η εξέταση του παραδεκτού της. Με τη συμπλήρωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 524 διευκρινίζεται με τον πλέον σαφή τρόπο, ότι η απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτης είναι απόρριψη επί της ουσίας, άρα δογματικώς προϋποθέτει παραδεκτή άσκησή της. Επομένως, εάν η έφεση είναι για οποιονδήποτε λόγο απαράδεκτη, ιδίως εκπρόθεσμη ή λόγω μη καταβολής του παράβολου του άρθρου 495 ΚΠολΔ, ή λόγω έλλειψης άλλων διαδικαστικών προϋποθέσεων, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτη και όχι ως ανυποστήρικτη, δηλαδή επί της ουσίας. Εξάλλου, το άρθρο 532 ορίζει την εξέταση του παραδεκτού της έφεσης ανεξαρτήτως του εάν ο εκκαλών παρίσταται ή όχι στη δίκη (I. Κατράς, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, 3η έκδ., 2021, σ. 667, sakkoulas- on Line). Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1 β’ ΚΠολΔ, κατά την οποία έφεση συγχωρείται μόνον κατά των οριστικών αποφάσεων του πρώτου βαθμού, οι οποίες περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνον τη δίκη για την αγωγή ή ανταγωγή, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 308 και 309 του ιδίου Κώδικα, συνάγεται ότι οριστικές αποφάσεις είναι εκείνες που δέχονται ή απορρίπτουν ολικά ή μερικά το αίτημα παροχής έννομης προστασίας και οι οποίες περιέχουν διάγνωση ως προς όλα τα επίπεδα της δικαστικής κρίσεως απεκδύοντας το δικαστήριο από κάθε περαιτέρω εξουσία σε σχέση με το εν λόγω αίτημα, έτσι ώστε να μην είναι πλέον δυνατή η ανάκλησή τους (άρθρο 309 εδ. α ΚΠολΔ). Το αποτέλεσμα αυτό διατυπώνεται με σχετική διάταξη στο διατακτικό, το οποίο αποτελεί την ουσία της απόφασης και περιέχει τη θέληση και διαταγή του δικαστηρίου, ή και μόνο στο σκεπτικό, αλλά ρητώς και σαφώς κατά τρόπο ανεπίδεκτο αμφιβολίας για την παραδοχή ή απόρριψη του εξεταζόμενου αιτήματος ή δικαιώματος. Συνεπώς, δεν είναι οριστική και, ως εκ τούτου, δεν υπόκειται αυτοτελώς σε έφεση η απόφαση, με την οποία κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της υποθέσεως, έστω και εσφαλμένα, αφού το δικαστήριο δεν αποφαίνεται γι’ αυτήν (υπόθεση) με οριστική παραδοχή ή απόρριψη του αντίστοιχου αιτήματος και δεν απεκδύεται από κάθε σχετική με την υπόθεση εξουσία του. Δεν έχει δε σημασία, αν νόμιμα ή όχι κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση, καθόσον, αν δεν συνέτρεχε λόγος απαραδέκτου, η απόφαση, ως μη οριστική, υπόκειται σε ανάκληση από το ίδιο το δικαστήριο (Α.Π.964/2020 ΤΝΠ Νομος Α.Π 300/2010, ΑΠ 358/2011). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2 και 496 ΚΠολΔ, το ένδικο μέσο της έφεσης ασκείται με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, για την κατάθεση δε αυτή συντάσσεται έκθεση στο ειδικό βιβλίο, την οποία υπογράφει ο καταθέτων, ενώ στο δικόγραφο που κατατίθεται σημειώνεται ο αριθμός της έκθεσης και η χρονολογία της και βεβαιώνεται με την υπογραφή εκείνου που συντάσσει την έκθεση. Περαιτέρω, μεταξύ των διαδικαστικών προϋποθέσεων που πρέπει να συντρέχουν για την έγκυρη γένεση και διεξαγωγή της δίκης, περιλαμβάνεται και η ικανότητα προς το δικολογείν, περί της οποίας προβλέπει το άρθρο 94 ΚΠολΔ. Κατά την αληθινή έννοια της διάταξης αυτής, με εξαίρεση τις αναφερόμενες περιπτώσεις, οι διάδικοι στα πολιτικά δικαστήρια έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, ο οποίος απαιτείται να έχει την ικανότητα προς επιχείρηση της συγκεκριμένης διαδικαστικής πράξης, όπως προβλέπεται από τον Κώδικα περί Δικηγόρων (ν. 4194/2013). Συνακόλουθα, όταν οι διάδικοι ή οι νόμιμοι αντιπρόσωποί τους δεν είναι οι ίδιοι δικηγόροι υποχρεούνται να παρίστανται στο δικαστήριο και να ενεργούν κάθε διαδικαστική πράξη μόνο μετά ή διά δικηγόρου, η έλλειψη δε της ιδιότητας του δικηγόρου συνεπάγεται ακυρότητα των διαδικαστικών πράξεων που επιχειρήθηκαν. Αν επομένως κατατεθεί ένδικο μέσο από διάδικο που δεν είναι δικηγόρος, η διαδικαστική αυτή πράξη της καταθέσεως είναι άκυρη και το δικαστήριο οφείλει και αυτεπαγγέλτως να απορρίψει την έφεση ως απαράδεκτη, ανεξάρτητα από βλάβη του αντιδίκου, το δε απαράδεκτο αυτό δεν αίρεται με την εκ των υστέρων συμμετοχή του ασκήσαντος το ένδικο μέσο στη σχετική δίκη, προς υποστήριξή του (σχετ. ΑΠ 88/2020, ΑΠ 156/2013, ΑΠ 236/2011, ΑΠ 2204/2009, ΑΠ 819/2008, ΑΠ 1332/2007, ΑΠ 284/2005, ΑΠ 786/2003). Η ρύθμιση αυτή δεν είναι αντίθετη ούτε προς το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, που γενικώς εξασφαλίζει, υπό τους όρους του νόμου, το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, ούτε προς το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνει το δικαίωμα του ατόμου για δίκαιη δίκη. Διότι τα συμβαλλόμενα στη Σύμβαση αυτή κράτη – μέλη δεν κωλύονται να εξαρτήσουν την άσκηση των προβλεπόμενων ενδίκων μέσων από ορισμένες προϋποθέσεις, όπως αξία αντικειμένου δίκης, υποχρεωτική παράσταση δικηγόρου, ορισμένος τύπος, τήρηση προθεσμίας (Ολ.ΣτΕ 1858/2015, ΑΠ 464/2021, ΑΠ 605/2017, ΑΠ 1332/2007), με τις άνω δε διατάξεις επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπών που συνάπτονται προς την απονομή της δικαιοσύνης και δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο. (ΑΠ 630/2023 Νομος). Τέλος, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 Αβ, εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, υποχρεούται να καταθέσει παράβολο Δημοσίου, ποσού εκατό (100) ευρώ, όταν η έφεση στρέφεται κατά απόφασης Μονομελούς Πρωτοδικείου, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο Γραμματέας, σε περίπτωση δε έλλειψης του ως άνω παράβολου, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο.

Στην προκειμένη περίπτωση εισάγεται προς συζήτηση η υπό κρίση από 17.11.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2023 έφεση του εκκαλούντος, που στρέφεται κατά της με αριθμό 2653/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας την από 8.2.2022 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ …………..//2022 αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, με αίτημα να τεθεί ο εκκαλών-καθού η αίτηση σε ακούσια νοσηλεία. Η υπόθεση συζητήθηκε με απόντα τον καθού η αίτηση -εκκαλούντα και το Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση, κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αίτησης, επειδή ο εκκαλών δεν κλητεύθηκε για να παραστεί κατά την συζήτηση της αίτησης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου.

Το παρόν Δικαστήριο είναι καθ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο για την εκδίκαση της κρινόμενης έφεσης, κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ, αφού η εκκαλουμένη απόφαση έχει εκδοθεί από το αρμόδιο κατ’ άρθρο 740 ΚΠολΔ Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Σημειώνεται ότι η διάταξη του άρθρου 97 παρ.2 του Ν. 2071/1992 με την οποία ορίζεται ότι η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης για την ακούσια νοσηλεία εισάγεται ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου, είχε θεσπιστεί σε αντιστοιχία με την διάταξη του άρθρου 96 παρ.6 του ίδιου Νόμου, σύμφωνα με την οποία αρμόδιο για την εκδίκαση της αίτησης για την ακούσια νοσηλεία ήταν το εκάστοτε κατά τόπον αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο, διάταξη η οποία ίσχυε μέχρι την αντικατάσταση του άρθρου 740 ΚΠολΔ από το άρθρο 39 Ν.2447/1996, με το οποίο ορίστηκε ότι καθ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο για την εκδίκαση υποθέσεων ακούσιας νοσηλείας είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο. Σημειωτέον, ότι ο Εισαγγελέας Πειραιά, δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της υπό κρίση έφεσης, πλην όμως η απουσία του δεν εμποδίζει την εξέταση της υπόθεσης, καθώς ο ίδιος δικαιούται και δεν υποχρεούται να παραστεί στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, παρόλο που η δίκη κινήθηκε με δική του πρωτοβουλία, διότι στην περίπτωση αυτή ενεργεί προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος. (Α.Π.        39/1993 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Αρβανιτάκης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ., άρθ. 750, παρ. 1, σελ. 1491, Μον.Πρωτ.Πειρ. 621/1997 Αρμ. 1997. 1056). Επιπλέον στο ακροατήριο εμφανίστηκε αυτοπροσώπως ο διάδικος, εκκαλών, χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο, επικαλούμενος επικείμενο κίνδυνο, συνιστάμενο αφενός στην καταχρηστικότητα της αίτησης με την οποία ο Εισαγγελέας ζητεί την θέση του σε ακούσια νοσηλεία και αφετέρου την αποποίηση των δικηγόρων που διορίστηκαν από το Δικαστήριο για να τον εκπροσωπήσουν με το θεσμό της νομικής βοήθειας (Ν.3226/2004). Τα επικαλούμενα από τον εκκαλούντα πραγματικά περιστατικά δεν είναι ικανά να θεμελιώσουν την έννοια του επικείμενου κινδύνου την συνδρομή του οποίου αξιώνει η διάταξη του άρθρου 94 παρ.2 ΚΠολΔ, προκειμένου να είναι παραδεκτή η αυτοπρόσωπη παράσταση του διαδίκου χωρίς δικηγόρο. Τούτο διότι η έννοια του επικείμενου κινδύνου, ερμηνευόμενη στενά, συνίσταται στο ότι η αναβολή επιχείρησης της συγκεκριμένης διαδικαστικής πράξης, εν προκειμένω της συζήτησης της έφεσης, λόγω μη ανεύρεσης δικηγόρου, θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα του διαδίκου (βλ.Χ Απαλλαγάκη, «Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας κατ άρθρο ερμηνεία», εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη 2022, σελ. 378), στοιχείο που δεν συντρέχει στην κρινόμενη υπόθεση, καθώς εκτός από το απαράδεκτο της έφεσης, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, η εκκαλουμένη απόφαση δεν περιέχει δυσμενείς εκτελεστές διατάξεις για τον εκκαλούντα. Η κρινόμενη έφεση, όμως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, τυγχάνει πρωτίστως απαράδεκτη επειδή, αφενός η εκκαλουμένη απόφαση με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της αίτησης του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, δεν μπορεί να προσβληθεί με έφεση, αφετέρου η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε από τον ίδιο τον διάδικο, ο οποίος δεν φέρει την δικηγορική ιδιότητα, κατά τρίτο δε λόγο με την άσκησή της δεν κατατέθηκε το παράβολο Δημοσίου κατ άρθρο 495 παρ.3ΚΠολΔ. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, και παρά την μη νόμιμη παράσταση του εκκαλούντος, που συνεπάγεται την ερημοδικία του, (Εφ.Πειρ. 578/2015 Qualex) πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί, προεχόντως ως απαράδεκτη. Τέλος, δεν συντρέχει περίπτωση επιβολής δικαστικής δαπάνης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 17.11.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2023 έφεση κατά της με αριθμό 2653/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας) ερήμην του εκκαλούντος.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία του εκκαλούντος στις 21-3-2024.

H ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ