Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 129/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   129/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1] …………… και 2] ……………. τους οποίους στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Στέφανος Λύρας με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: 1] εδρεύουσας στην ……… Αττικής, επί της συμβολής των οδών …………. και νομίμως εκπροσωπούμενης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «. .», ενεργούσας με την ιδιότητα της οιονεί καθολικής διαδόχου της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «…….», που έδρευε στα …….. της Κρήτης, επί της …………, με την οποία συγχωνεύθηκε απορροφώντας την και 2] εδρεύουσας στα ……. της Κρήτης, επί της λεωφόρου ……….. και νομίμως εκπροσωπούμενης ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», οι οποίες στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ευαγγελία Παπαντωνοπούλου.

Οι ως άνω εκκαλούντες – εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 9.12.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../2020 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1254/2021 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε αυτήν κατά ένα μέρος.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερες οι αντίδικες πλευρές και, συγκεκριμένα, οι μεν ενάγοντες με την από 12.7.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./19.7.2021 έφεσή τους, οι δε εναγόμενες με την από 31.5.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./1.6.2022 δική τους έφεση, δικάσιμος για την εκδίκαση αμφοτέρων των οποίων ορίστηκε, κατόπιν αναβολών, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Η πληρεξούσια δικηγόρος των εκκαλουσών – εφεσιβλήτων, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων – εφεσίβλητων, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Με τις ένδικες αντίθετες εφέσεις και, συγκεκριμένα, α) την από 12.7.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./19.7.2021 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./19.7.2021 έφεση των εκκαλούντων – εναγόντων [Α΄ έφεση] και β) την από 31.5.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../1.6.2022 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./1.6.2022 έφεση των εκκαλουσών – εναγομένων [Β΄ έφεση], πλήττεται η υπ’ αριθμ. 1254/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και, αφού απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό των εναγομένων περί έγγραφης και ρητής συμφωνίας των διαδίκων που κατέστησε αποκλειστικά αρμόδια τα δικαστήρια της πόλης των ….. Κρήτης, την οποία (ρήτρα παρεκτάσεως) θεώρησε επιπλέον καταπλεονεκτική, δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 9.12.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/2020 αγωγή, με την οποία ασκήθηκαν περιουσιακές αξιώσεις των εναγόντων (υπόλοιπο αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης, επίδομα άγονης γραμμής, διαφορές εορταστικών επιδομάτων των ετών 2019 και 2020 και πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές που πραγματοποιήθηκαν  εντός του επιδίκου χρονικού διαστήματος, ως και για αποζημίωση απολύσεως), συνολικού ύψους, για μεν τον πρώτο των εναγόντων τριάντα δύο χιλιάδων πεντακοσίων εβδομήντα οκτώ ευρώ και σαράντα τριών λεπτών (32.578,43 €) για δε τον δεύτερο από αυτούς είκοσι τριών χιλιάδων επτακοσίων σαράντα έξι ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών (23.746,87 €), προερχόμενες από την απασχόλησή τους με την ειδικότητα του ναύτη και του ναυτόπαιδα στο επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίο Π, που ανήκε στην κυριότητα της πρώτης και τελούσε υπό τον εφοπλισμό της δεύτερης εναγόμενης, οι οποίες γεννήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα ισχύος των αντιστοίχων ατομικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας εκάστου, που διήρκεσαν από τις 13.3.2018 μέχρι τις 17.3.2020 και από τις 17.8.2018 μέχρι τις 27.12.2019 αντίστοιχα, επιδικάζοντας, καταψηφιστικώς και αναγνωριστικώς κατά τις αναφερόμενες στο σκεπτικό της (εκκαλουμένης) διακρίσεις, το συνολικό χρηματικό ποσόν των οκτώ χιλιάδων επτακοσίων πενήντα πέντε ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (8.755,75 €) στον πρώτο των εναγόντων και των τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (4.834,37 €) στον δεύτερο από αυτούς, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απολύσεως εκάστου. Οι κατά της αποφάσεως αυτής στρεφόμενες υπό κρίση εφέσεις, που της αποδίδουν εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 10.6.2021, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.

ΙΙ. Α] Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η νομιμοποίηση του διαδίκου, δηλαδή η εξουσία διεξαγωγής του δικαστικού αγώνα για συγκεκριμένη έννομη σχέση, αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης (ΑΠ 75/2018, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ) και ερευνάται και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της (ΑΠ 1617/2011, ΝοΒ 2012/890). Η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν με την ιδιότητα του υποκειμένου του επίδικου δικαιώματος ή της υπό κρίση έννομης σχέσης, όπως αυτή ως προς το αντικείμενο και τους φορείς της καθορίζεται από τον κανόνα του ουσιαστικού δικαίου που καλείται σε εφαρμογή (ΟλΑΠ 18/2005, Δνη 2005/706 = Δ 2005/703). Για το λόγο αυτό τα γεγονότα στα οποία θεμελιώνεται η (κατά κανόνα ή συνήθης) νομιμοποίηση ταυτίζονται με τα περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση και της ιστορικής βάσης της αγωγής (Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σελ. 68). Επομένως, νομιμοποιείται καταρχήν ως ενάγων ή εναγόμενος εκείνος που εμφανίζεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο ως δικαιούχος ή υπόχρεος αντίστοιχα (ΑΠ 82/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στο στάδιο της έρευνας του παραδεκτού της αγωγής η κατά κανόνα νομιμοποίηση έχει χαρακτήρα τυπικό (Λ. Κιτσαράς, Η πλαγιαστική άσκηση των δικαιωμάτων, 2007, σελ. 22) ή υποθετικό (Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος, 2016, § 38, σελ. 912, σημ. 1087), υπό την έννοια ότι ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης αρκεί για τη νομιμοποίηση αμφοτέρων (ΑΠ 380/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς να ασκεί καταρχήν επιρροή η αλήθεια ή η αναλήθεια αυτού, έστω δηλαδή και αν το επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα δεν υφίσταται στην πραγματικότητα ή είναι ξένο ως προς τους διαδίκους (Π. Αρβανιτάκης, Οι διάδικοι στην πολιτική και διοικητική δίκη, 2005, σελ. 40). Η επίκληση περιστατικών θεμελιωτικών της νομιμοποιήσεως καθιστά δυνατή την έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας της διαφοράς (Α. Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, 2014, σελ. 24), ενώ η έλλειψη συνδρομής της παραπάνω διαδικαστικής προϋποθέσεως συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής (ΑΠ 1736/2017, ΤριμΕφΠειρ. 224/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 112/2006, ΕπισκΕΔ 2006/520 = ΑχΝομ 2007/443, ΕφΠειρ. 455/2005, ΠειρΝ 2005/361, ΕφΑθ. 5685/1999, Δνη 2000/528, ΜονΕφΘεσ. 1221/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς περαιτέρω έρευνα από το δικαστήριο. Η απόρριψη γίνεται τότε για λόγους τυπικούς και αποτελεί την κύρωση του απαραδέκτου που προκαλείται όταν, υπό τα επικαλούμενα, κάποιος από τους διαδίκους (ή και αμφότεροι) δεν έχει εξουσία διεξαγωγής της δίκης, επειδή δε μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση, δεν είναι δηλαδή φορέας του καταγόμενου στη δίκη δικαιώματος ή της αντίστοιχης υποχρέωσης. Εξάλλου, αν τα πραγματικά περιστατικά που εκθέτει ο ενάγων ως θεμελιωτικά του δικαιώματος, που ισχυρίζεται ότι έχει, δεν ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, η αγωγή απορρίπτεται ως νομικά αβάσιμη (ΑΠ 1595/2014, ΕΕμπΔ 2015/101 = ΔΕΕ 2015/166 = ΕπισκΕΔ 2014/358, Μ. Σταθόπουλος – Κ. Μπέης, Συρροή έλλειψης νομιμοποίησης και νομικώς αβασίμου της αγωγής, γνμδ σε Δ 1994/278 επομ.), ενώ αν τα πραγματικά περιστατικά, των οποίων έγινε επίκληση προς θεμελίωση της νομιμοποιήσεως επάγονται μεν ως έννομη συνέπεια την κτήση του επίδικου δικαιώματος και τη γέννηση της αντίστοιχης υποχρέωσης αλλά παραμείνουν αναπόδεικτα κατά το στάδιο της έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, αυτή απορρίπτεται κατ’ ουσία (ΑΠ 199/2017, ΑΠ 455/2017, ΑΠ 1157/2015, ΑΠ 60/2010, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ι. Δεληκωστόπουλος, Οι δικονομικοί λόγοι αναίρεσης, 2009, § 12, αρ. 30, σελ. 397) λόγω ανυπαρξίας του δικαιώματος (ΑΠ 40/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Λ. Σινανιώτης, Η νομιμοποίησις των διαδίκων εν τη πολιτική δίκη, 1965, σελ. 66 επομ.). Προϋποτίθεται, βέβαια, ότι τα στοιχεία της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως έχουν εκτεθεί στο αγωγικό δικόγραφο με πληρότητα, ώστε να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, διότι στην αντίθετη περίπτωση, αν οι ελλείψεις δεν συμπληρωθούν παραδεκτώς κατ’ άρθρα 224 και 227 ΚΠολΔ, η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας (ΑΠ 1278/2017, ΑΠ 77/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 632/2014, ΔΕΕ 2014/1066 = Ε7 2015/132 = ΕΕμπΔ 2015/350, ΑΠ 117/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 879/2004, Δ 2005/465 = Δνη 2006/1371, 1380, 1445). Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, συνδυαζόμενα προς τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, που επιβαρύνει τον ενάγοντα με τη δικονομική υποχρέωση να εκθέσει στο αγωγικό δικόγραφο, μεταξύ άλλων και, τους λόγους που δικαιολογούν την άσκηση της αγωγής κατά του εναγομένου, ώστε να προκύπτει ο σύνδεσμος των διαδίκων προς την επίδικη έννομη σχέση, είναι νομικά αβάσιμη η αγωγή στην οποία δεν εκτίθεται νόμιμος λόγος ευθύνης του εναγομένου και παθητικώς ανομιμοποίητη και άρα απαράδεκτη, όταν ο εναγόμενος ενάγεται ως ex lege υπόχρεος για την εκπλήρωση αλλότριου χρέους που απορρέει από σύμβαση, στην οποία, όμως, αντισυμβαλλόμενος του ενάγοντος εκτίθεται ότι υπήρξε άλλος, αφού τότε ήδη με τους αγωγικούς ισχυρισμούς εμφανίζεται ότι ο εναγόμενος δεν είναι υποκείμενο της συμβατικής σχέσης (Φ. Δωρής, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ι β, Γενικές Αρχές, άρθρο 211, αρ. 118, σελ. 1038).

Β] Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων του 84, 105 και 106, ο εν προκειμένω εφαρμοζόμενος προϊσχύων Κώδικας Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ – Ν. 3816/1958) διέκρινε τις έννοιες της πλοιοκτησίας, της κυριότητας επί πλοίου και του εφοπλισμού. Το ίδιο περιεχόμενο αποδίδει στις έννοιες αυτές και ο νέος ΚΙΝΔ (Ν. 5020/2023, βλ. σχετ. Α. Μπεχλιβάνη, Εγχειρίδιο Ναυτικού Δικαίου, 2023, σελ. 132 επομ.). Κατά τις παραπάνω διατάξεις, η πλοιοκτησία υποδηλώνει κυριότητα και εφοπλισμό, κατά τρόπον ώστε, όταν τα στοιχεία αυτά αποχωρίζονται, να υπάρχει αφενός κυριότητα επί του πλοίου και αφετέρου εφοπλισμός, με αποτέλεσμα να μην είναι κατά νόμο δυνατή η συνύπαρξη επί του ιδίου πλοίου πλοιοκτήτη και εφοπλιστή (ΑΠ 1103/1996, Δνη 1997/1134, ΑΠ 991/1991, ΕΕμπΔ 1992/639 = ΕΕΔ 1992/1092 = ΕΝαυτΔ 1992/70). Εφοπλιστής δε, είναι εκείνος που εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο, το οποίο ανήκει κατά κυριότητα σε άλλο πρόσωπο (ΑΠ 799/2001, ΕΝαυτΔ 2001/361 = ΕΕμπΔ 2002/389). Η εκμετάλλευση αυτή μπορεί να στηρίζεται είτε σε έννομη σχέση, εμπράγματη, με την εξαίρεση βεβαίως της κυριότητας ή ενοχική (μίσθωση, επικαρπία) είτε σε απλή πραγματική κατάσταση, συνήθως νόμιμη (λ.χ. χρησιδεσποτεία επί ξένου πλοίου), όχι όμως πάντοτε (λ.χ. εκμετάλλευση κλαπέντος ή υπεξαιρεθέντος πλοίου, βλ. σχετ. ΕφΠειρ. 957/1993, ΕΕμπΔ 1995/90, ΕφΠειρ. 404/1992, ΕΕμπΔ 1992/441 = ΠειρΝ 1992/360, ΕφΠειρ. 1856/1990, ΕΕμπΔ 1992/283). Σε κάθε περίπτωση, βασική προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκεί και ασκεί πράγματι για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και, εκτός από την απόλαυση των κερδών, επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του (ΑΠ 776/2010, ΕΝαυτΔ 2011/314 = Ε7 2012/373, ΑΠ 271/1998, ΕΝαυτΔ 1998/279, Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, άρθρο 105, § 2, σελ. 323), ενώ ουσιώδες στοιχείο της έννοιας του εφοπλισμού αποτελεί η ανάληψη από τον εφοπλιστή της ναυτικής ή τεχνικής διεύθυνσης του πλοίου, που ασκείται μέσω, αφενός, του πλοιάρχου που κατ’ άρθρο 106 § 1 ΚΙΝΔ διορίζεται από αυτόν και, αφετέρου, του πληρώματος, που προσλαμβάνονται από τον ίδιο (Α. Αντάπασης/Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, 2020, § 19, αρ. 769 επομ., σελ. 397 επομ., Ι. Ρόκας/Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 131, σελ. 69, Ι. Κοροντζής, Κυριότητα πλοίου, πλοιοκτησία και εφοπλισμός, σε Δνη 1986/1098 επομ. [1102]). Πάντως, η εφοπλιστική ιδιότητα δεν συνιστά αυτοτελή λόγο ευθύνης. Αυτή, αν υπάρχει, θεμελιώνεται στην έννομη σχέση που αποτελεί το γενεσιουργό της λόγο. Έτσι, ο φερόμενος ως εφοπλιστής ευθύνεται για την ικανοποίηση ναυτεργατικών απαιτήσεων αν έχει και την ιδιότητα του εργοδότη των ναυτικών που απασχολούνται στο πλοίο που τελεί υπό εφοπλισμό (ΕφΠειρ. 832/2008, ΕΝαυτΔ 2009/13, Α. Αντάπασης, Εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, σε Η προστασία των ναυτικών δανειστών – Πρακτικά και Εισηγήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ. 437 – 538 [506]). Στην περίπτωση κατά την οποία από την εκμετάλλευση του πλοίου γεννώνται κατά του εφοπλιστή απαιτήσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, όπως σημειώθηκε, και εκείνες που απορρέουν από συμβάσεις ναυτολόγησης των μελών του πληρώματος, δηλαδή αξιώσεις από συμβάσεις παροχής ναυτικής εργασίας (ΑΠ 1549/2006, Δνη 2006/1436 = Αρμ. 2007/549), οι δανειστές μπορούν, όπως συνάγεται από τις ίδιες ως άνω διατάξεις του ΚΙΝΔ, να στραφούν τόσο κατά του εφοπλιστή όσο και κατά του κυρίου του πλοίου, ο οποίος, μολονότι δεν είναι οφειλέτης των ναυτικών, εντούτοις υπέχει εκ του νόμου ευθύνη για την ικανοποίηση των  απαιτήσεών τους. Η ευθύνη αυτή απορρέει από το δικαίωμα της κυριότητας επί του πλοίου και είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη, υπό την έννοια ότι ο κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο με το συγκεκριμένο στοιχείο της περιουσίας του και μέχρι την αξία του, ενώ, αντιθέτως, ο εφοπλιστής ευθύνεται προσωπικά και απεριόριστα με όλη την περιουσία του (ΑΠ 689/2013, ΕΝαυτΔ 2013/183 = ΧρΙΔ 2013/688 = Ε7 2014/424 = ΕΕμπΔ 2013/946). Μεταξύ των προσώπων αυτών δεν υπάρχει παθητική εις ολόκληρον ενοχή κατά την έννοια του άρθρου 481 ΑΚ (ΑΠ 994/2007, ΕΝαυτΔ 2007/385 = ΠειρΝ 2008/199), δεδομένου ότι ο κύριος του πλοίου ευθύνεται μεν για την πληρωμή των απαιτήσεων από τον εφοπλισμό αλλά δεν είναι οφειλέτης του δανειστή και μάλιστα προσωπικός, αφού απλώς υποχρεούται να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου για την ικανοποίηση αλλότριου χρέους (ΑΠ 1652/1995, Δνη 1997/1569).  Τούτο σημαίνει ότι ο απλός κύριος του πλοίου, όταν η αγωγή στρέφεται και εναντίον του, ομοδικεί μεν με τον εφοπλιστή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 74 αρ. 1 περ. α΄ ΚΠολΔ (απλή ομοδικία, βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ. 809/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 916/1986, ΕΝαυτΔ 1989/459 = ΠειρΝ 1986/460, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 1993, § 40, σελ. 150 επομ., Π. Γέσιου – Φαλτσή, Η  ομοδικία εν τη πολιτική δίκη, 1970, σελ. 112), επειδή η ευθύνη του κυρίου αφορά την οφειλή του εφοπλιστή, που αποτελεί το αντικείμενο της δίκης αλλά δεν καταδικάζεται στην εκπλήρωση της υποχρέωσης του τελευταίου εις ολόκληρον μαζί του (Α. Αντάπασης/Λ. Αθανασίου, ο.π., αρ. 804, σελ. 414, αντίθετος ο Ι. Κοροντζής, Ναυτικό Δίκαιο, Τόμος Δεύτερος, 2005, άρθρο 106, αρ. 2, σελ. 81). Από όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται, πρώτον, ότι στη σύμβαση ναυτολόγησης εργοδότης του ναυτικού μπορεί να είναι είτε ο πλοιοκτήτης είτε ο εφοπλιστής και δεύτερον, ότι η αγωγή κατά του απλού κυρίου, που αποσκοπεί στην εξασφάλιση εκτελεστού τίτλου και κατ’ αυτού, προϋποθέτει ότι ο εναγόμενος είναι κύριος αλλά δεν έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, αφού διαφορετικά θα ευθύνεται ως πλοιοκτήτης. Ενόψει δε του ότι η ευθύνη καθενός (απλού κυρίου του πλοίου και εφοπλιστή) έχει διαφορετικό περιεχόμενο και πραγματικό (ΑΠ 1652/1995, ο.π.), η σωρευτική αναφορά στο ίδιο δικόγραφο του ότι ο εναγόμενος έχει την ιδιότητα του απλού κυρίου του πλοίου και ταυτόχρονα του ότι προσέλαβε το ναυτικό που ενάγει για την ικανοποίηση αξιώσεών του από τη σύμβαση ναυτικής εργασίας, καθιστά την αγωγή αντιφατική και αόριστη ως προς την παθητική νομιμοποίηση του εναγομένου, καθώς δε μπορεί να γίνει αντιληπτό αν αυτός ενάγεται ως συμβατικός οφειλέτης του ενάγοντος ή ως εκ του νόμου ευθυνόμενος απέναντί του, δεδομένου ότι η σύμπτωση των ιδιοτήτων αυτών συγχρόνως στο ίδιο πρόσωπο δεν είναι νοητή και η ευθύνη του εναγομένου θα είναι είτε προσωπική και ενοχική είτε πραγματοπαγής.

Γ] Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 522, 524, 535 § 1 και 536 ΚΠολΔ προκύπτει ότι στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης το εφετείο έχει, εντός των ορίων που καθορίζονται με το εφετήριο και το δικόγραφο των τυχόν πρόσθετων λόγων, την ίδια, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εξουσία ως προς την αγωγή σε σχέση με τη νομική βασιμότητα, το ορισμένο και το παραδεκτό αυτής, δηλαδή επί των ζητημάτων ως προς τα οποία και πρωτοδίκως υπήρχε δυνατότητα αυτεπάγγελτης έρευνας. Για το λόγο αυτό μπορεί, κατά τον έλεγχο των κεφαλαίων της εκκαλουμένης τα οποία μεταβιβάστηκαν ενώπιόν του, αν και ο εκκαλών εναγόμενος παραπονείται για την κατ’ ουσίαν παραδοχή της εναντίον του αγωγής, της οποίας ζητεί την απόρριψη, να κρίνει ότι η αγωγή ήταν αόριστη ή γι’ άλλο λόγο απαράδεκτη ή νομικά αβάσιμη και να την απορρίψει για τον προσήκοντα λόγο, κατ’ αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, χωρίς δηλαδή την υποβολή ειδικού παραπόνου (ΑΠ 769/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 224/2016, Ε7 2016/1277, ΑΠ 356/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού έτσι εκδίδεται απόφαση επωφελέστερη για τον εκκαλούντα (ΑΠ 258/2015, ΤριμΕφΠειρ. 478/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Της συνολικής απορρίψεως της αγωγής που πρωτοδίκως έγινε δεκτή προηγείται πάντοτε η εξαφάνιση της εκκαλουμένης (ΑΠ 248/2016, Ε7 2016/1003, ΑΠ 1216/1997, Δνη 1998/573, ΑΠ 8/1987, Δνη 1988/112, ΜονΕφΑθ. 2528/2022, ΝοΒ 2022/1282 = Δνη 2022/1120, βλ. και ΕφΠειρ. 114/2000, ΠειρΝ 2000/177). Η απόρριψη της αγωγής επιβάλλεται μάλιστα ακόμα και αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ήταν τοπικά αναρμόδιο για την εκδίκασή της και τη σχετική, αντίθετη, κρίση του προσβάλλει ο εκκαλών εναγόμενος με λόγο έφεσης (περί του ότι αυτή δεν ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το εφετείο βλ. ΜονΕφΔωδ. 27/2023, ΜονΕφΑιγ. 11/2022, ΤριμΕφΠειρ. 124/2016, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), υποστηρίζοντας ότι η τοπική αρμοδιότητα είχε παρεκταθεί υπέρ πρωτοδικείου άλλης εφετειακής περιφέρειας. Και τούτο διότι, ανεξαρτήτως της βασιμότητας του λόγου αυτού, η έρευνά του παρέλκει, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διαπιστώνει ότι η αγωγή που έγινε πρωτοδίκως δεκτή ήταν αόριστη ή για άλλο λόγο απαράδεκτη ή νομικά αβάσιμη, καθώς τότε η αρχή της οικονομίας της δίκης επιβάλλει την άμεση απόρριψή της (ΤριμΕφΔωδ. 46/2020, ΕφΔωδ. 128/2007, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 237/2002, ΠειρΝ 2002/177, Κ. Παναγόπουλος, σε Κ. Οικονόμου, Η έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 535, αρ. 45, σελ. 363, Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 535 επομ., Κ. Μπέης, σε Κ. Μπέη/Κ. Καλαβρού/Σ. Σταματόπουλου, Δικονομία των ιδιωτικών διαφορών, Ι, Γενικό Μέρος, 1999, 16.4, σελ. 290) αντί της κατ’ άρθρο 46 ΚΠολΔ παραπομπής της στο τοπικά αρμόδιο πρωτοβάθμιο, στην οποία άλλως θα ήταν υποχρεωμένο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 535 § 2 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εφόσον ο λόγος της έφεσης κρινόταν βάσιμος και η εκκαλουμένη εξαφανιζόταν κατά παραδοχή του, προκειμένου να μη διαταραχθεί η λειτουργική αρμοδιότητα του δεύτερου βαθμού με την εκδίκαση της διαφοράς από δευτεροβάθμιο δικαστήριο άλλης εφετειακής περιφέρειας από αυτήν στην οποία πράγματι υπάγεται (ΑΠ 477/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Στ. Πανταζόπουλος, Ένδικα Μέσα και Ανακοπές, 2022, σελ. 124, Π. Αρβανιτάκης, σημείωμα κάτω από την ΕφΝαυπλ. 460/2007, σε ΕΠολΔ 2008/390 επομ., ο ίδιος, Η κατ’ ουσίαν έρευνα της διαφοράς μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως, 2001, σελ. 133).

ΙΙΙ. Εν προκειμένω, με την αγωγή τους που επανακρίνεται οι ενάγοντες διεκδίκησαν την ικανοποίηση περιουσιακών αξιώσεών τους προερχόμενων από τη σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καθένας τους (εκθέτει ότι) συνήψε με την (οιονεί καθολική δικαιοπάροχο της πρώτης εκκαλούσας της Β΄ έφεσης) πρώτη εναγόμενη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία με το διακριτικό τίτλο …………., την οποία όμως ρητώς ενήγαγαν ως απλή κυρία του πλοίου Π, στο οποίο απασχολήθηκαν κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία (υποστηρίζουν ότι) αυτό τελούσε υπό τον εφοπλισμό της δεύτερης εναγόμενης ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «…………….». Για τη νομιμοποίηση αυτής της τελευταίας, υπό την ιδιότητα με την οποία ενάγεται, περιορίστηκαν να αναφέρουν στο αγωγικό δικόγραφο μόνον ότι είχε συνάψει με το Ελληνικό Δημόσιο συμβάσεις ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας για την εκτέλεση ακτοπλοϊκών δρομολογίων σε άγονες γραμμές. Όμως, το γεγονός αυτό και αληθές ακόμα υποτιθέμενο δεν προσδίδει στη δεύτερη εναγόμενη την ιδιότητα της εφοπλίστριας, καθώς υποδηλώνει απλώς ότι αυτή είχε αναλάβει (με τρόπο που δεν διευκρινίζεται) μόνον την εμπορική εκμετάλλευση του πλοίου, όχι όμως και τη ναυτική του διεύθυνση, που θα την καθιστούσε, κατά τα προαναφερόμενα, εφοπλίστρια. Αντιθέτως, η σχετική αγωγική αναφορά προσανατολίζει στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω εναγόμενη είχε την ιδιότητα της χρονοναυλώτριας του πλοίου, η οποία (ιδιότητα), όμως, δεν συνεπάγεται κατά νόμο και άνευ άλλου την ανάληψη εκ μέρους της του εφοπλισμού του πλοίου, δεδομένου ότι η χρονοναυλώτρια καθίσταται εφοπλίστρια μόνον αν πέραν της εμπορικής εκμετάλλευσης του πλοίου αναλάβει και τη ναυτική του διεύθυνση (ΑΠ 777/2015, Ε7 2016/572, ΑΠ 1145/2003, ΕΝαυτΔ 2003/432 = Δνη 2004/458 = ΕΕμπΔ 2004/819 =  ΧρΙΔ 2004/55, ΤριμΕφΠειρ. 436/2018, ΕΕμπΔ 2019/907, ΜονΕφΠειρ. 375/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α. Αντάπασης, ο.π., σελ. 477, Α. Αντάπασης/Λ. Αθανασίου, ο.π., αρ. 771, σελ. 398, Ι. Ρόκας/Γ. Θεοχαρίδης, ο.π., αρ. 249, σελ. 141). Σε κάθε δε περίπτωση οι ενάγοντες δεν προσδίδουν στη δεύτερη αντίδικό τους την ιδιότητα της εργοδότριάς τους, αφού σαφώς εκθέτουν ότι προσλήφθηκαν από την …, στην οποία, όμως, αποδίδεται η ιδιότητα της απλής κυρίας του πλοίου. Η χρήση του νομικού αυτού όρου υποδηλώνει ότι η …… δεν διατηρούσε κατά το χρόνο της καταρτίσεως εκάστης συμβάσεως ναυτολόγησης την εκμετάλλευση του πλοίου της, γεγονός που συνεπάγεται ότι δεν μπορούσε (και δεν είχε, υπό την επικαλούμενη ιδιότητά της, συμφέρον να το πράξει) να προβεί στη ναυτολόγηση του πληρώματός του. Κατά νομική αναγκαιότητα, μόνη περίπτωση προσλήψεως των εναγόντων από την κυρία του πλοίου, επαγόμενης έννομο αποτέλεσμα (ανάληψη ευθύνης από τη σύμβαση ναυτικής εργασίας) και για την εφοπλίστριά του θα αποτελούσε η ενέργεια της πρώτης στο όνομα και για λογαριασμό της δεύτερης, κατά το άρθρο 211 του ΑΚ (Α. Κιάντου – Παμπούκη, ο.π., § 24, σελ. 93, Ι. Κοροντζής, ο.α.π., αρ. 1, σελ. 80). Τέτοια, όμως, περιστατικά (άμεσης αντιπροσώπευσης της δεύτερης εναγόμενης από την πρώτη κατά τη ναυτολόγηση των εναγόντων ή εφοπλιστικής χρονοναυλώσεως του πλοίου από τη δεύτερη εναγόμενη) δεν εκτίθενται στην αγωγή, όπως δεν εκτίθεται ούτε η τήρηση ή μη των νόμιμων διατυπώσεων δημοσιότητας για την ανάληψη του εφοπλισμού ούτε, εν τέλει, κάποιος συγκεκριμένος λόγος ευθύνης της δεύτερης εναγόμενης, δεδομένου ότι μόνη η επίκληση της εφοπλιστικής της ιδιότητας δεν αρκεί, ώστε να υποχρεωθεί να εκπληρώσει συμβατικές υποχρεώσεις που ανέλαβε άλλος και, συγκεκριμένα, η φερόμενη ως απλή κυρία του πλοίου ……. Εξάλλου, ως προς αυτήν την τελευταία, η αντίφαση των αγωγικών ισχυρισμών όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί η παθητική της νομιμοποίηση καθιστά την αγωγή, κατά τα προεκτεθέντα, αόριστη και εντεύθεν απαράδεκτη, καθώς η εν λόγω εναγόμενη φέρεται ως ευθυνόμενη για την ικανοποίηση των αγωγικών απαιτήσεων, ταυτόχρονα, τόσον ενοχικώς, ως προσωπική (συμβατική) οφειλέτρια των εναγόντων, όσον και πραγματοπαγώς, ως ex lege ευθυνόμενη για τα χρέη άλλου και, συγκεκριμένα, της φερόμενης ως εφοπλίστριας ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «………………». Η αοριστία επιτείνεται από την (αναγκαία για τη θεμελίωση της αξιώσεως του στη διεκδικούμενη αποζημίωση απολύσεως) επίκληση του ότι υποχρέωση επαναπροσλήψεως του πρώτου ενάγοντος, μετά την αποναυτολόγηση του στις 17.3.2020, είχαν αμφότερες οι αντίδικές του. Με τον τρόπο όμως αυτόν δεν καθίσταται σαφές ποια από τις εναγόμενες ο συγκεκριμένος ενάγων θεωρεί ως εργοδότριά του. Η σύγχυση αποτυπώνεται μάλιστα και στην εκκαλούμενη απόφαση, η οποία, στο μεν σκεπτικό της, χαρακτηρίζει την πρώτη εναγόμενη ως πλοιοκτήτρια του πλοίου Π, στο διατακτικό της όμως την καταδικάζει στην ικανοποίηση των αγωγικών αξιώσεων ως «κυρία του πλοίου».

IV. Υπό τα δεδομένα αυτά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε παραδεκτή και νόμιμη την αγωγή και την ερεύνησε στη συνέχεια κατ’ ουσίαν, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου. Επομένως, πρέπει και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, κατόπιν αυτεπάγγελτης έρευνας αυτού του Δικαστηρίου, να εξαφανιστεί, κατ’ αποδοχή της Β΄ έφεσης, η εκκαλουμένη απόφαση και αφού κρατηθεί η υπόθεση κατ’ άρθρο 535 ΚΠολΔ από το παρόν Δικαστήριο να απορριφθεί η αγωγή, κατά το αίτημα των εκκαλουσών, ως απαράδεκτη όσον αφορά την πρώτη των εναγόμενων και ως νομικά αβάσιμη όσον αφορά την δεύτερη από αυτές. Μετά τη διαδικαστική αυτή εξέλιξη παρέλκει η έρευνα της βασιμότητας της πρώτης έφεσης. Πρέπει εδώ να σημειωθεί και ότι η, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, απόρριψη της αγωγής λαμβάνει χώρα πριν την ουσιαστική έρευνα του πρώτου λόγου της έφεσης που γίνεται δεκτή, με τον οποία προβάλλεται ισχυρισμός περί τοπικής αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, επειδή, ενόψει της πρόδηλης ελαττωματικότητας της ένδικης αγωγής (εξαιτίας του απαραδέκτου και της νομικής της αβασιμότητας), αυτό επιβάλλει εν προκειμένω η αρχή της οικονομίας της δίκης. Άλλωστε, ενδεχόμενη παραπομπή της αγωγής στο φερόμενο ως τοπικά αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου, θα προκαλούσε περιττή διαδικαστική περιπλοκή, αφού η παραπομπή στο υπαγόμενο σε άλλη εφετειακή περιφέρεια ως άνω αρμόδιο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, προκειμένου να απορριφθεί από αυτό η αγωγή ως απαράδεκτη και νομικά αβάσιμη, θα είχε ως αποτέλεσμα τη διεξαγωγή δεύτερης έκκλητης δίκης, προκειμένου να επικυρωθεί από το Εφετείο Δωδεκανήσου, στο οποίο υπάγεται το αρμόδιο Πρωτοδικείο, η (απορριπτική της αγωγής) κρίση του. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας των εκκαλουσών της δεκτής γενόμενης έφεσης πρέπει, κατά το σχετικό αίτημά τους, να επιβληθούν σε βάρος των αντιδίκων τους λόγω της ήττας τους (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζοντας  κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις από 12.7.2021 και από 31.5.2022 εφέσεις.

Δέχεται αυτές τυπικά και την δεύτερη κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.

Απορρίπτει την αγωγή.

Επιβάλλει στους εφεσίβλητους της από 31.5.2022 έφεσης τα δικαστικά έξοδα των εκκαλουσών, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων διακοσίων ευρώ (2.200 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 21 Μαρτίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ