Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 142/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός    142/2024

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών, Αναστάσιο Αναστασίου – Εισηγητή, Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτες και από τη Γραμματέα Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στην ……. του Ιράν (…………….) και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Νικόλαος Μαθιόπουλος, μέλος της δικηγορικής εταιρίας ΔΕ PARRY KHAN ΚΑΙ ΕΤΑΙΡΟΙ και

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………., ο οποίος στο ακροατήριο παραστάθηκε μαζί με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Μανουσάκη.

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 12.1.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./12.1.2021 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν οι με αριθμούς 2325/2021 (μη οριστική) και 2/2023 (οριστική) αποφάσεις του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του παραπάνω Δικαστηρίου, με τη δεύτερη από τις οποίες η αγωγή έγινε δεκτή.

Τις αποφάσεις αυτές προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη με την από 24.5.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/24.5.2023 έφεσή της, δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο διαδοχικά από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Σύμφωνα με γενικώς αποδεκτή (άγραφη) αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, συναγόμενη, στο ελληνικό δίκαιο, εμμέσως και από τις διατάξεις των άρθρων 5 § 2 και 6 § 2 ΚΠολΔ (περί της οποίας βλ. Σπ. Βρέλλη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2008, σελ. 72, Χ. Μεϊδάνη, σε Ε. Βασιλακάκη, Δικονομικό Διεθνές Δίκαιο, 2008, σελ. 366, Τ. Παπαδοπούλου, Ο ρόλος του δικάζοντος δικαστή στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 2000, σελ. 52, σημ. 140, Χ. Τσούκα, Ρήτρες διεθνούς δικαιοδοσίας – Ζητήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, 1990, σελ. 25, Χ. Παμπούκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2020, αρ. 1052, σελ. 828, πρβλ και Φ. Δωρή, Περιορισμοί της συμβατικής ελευθερίας στις ρήτρες αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας, 1988, σελ. 224), οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, επί ιδιωτικών διαφορών που εμφανίζουν στοιχεία αλλοδαπότητας είτε εξ υποκειμένου, λόγω της προσωπικής κατάστασης των αντιδίκων είτε εξ αντικειμένου, λόγω των χαρακτηριστικών της κρινόμενης βιοτικής σχέσης ή εξαιτίας του εφαρμοστέου στην επίδικη έννομη σχέση ουσιαστικού δικαίου, κρίνονται πάντοτε κατά την lex fori, δηλαδή κατά το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου (ΑΠ 1584/2011, ΕΝαυτΔ 2012/45 = ΕπισκΕΔ 2012/106), ενώ το ίδιο ισχύει και για τα δικονομικά ζητήματα που ανακύπτουν στη δευτεροβάθμια δίκη, όπως είναι το παραδεκτό του ενδίκου μέσου της έφεσης και καθενός από τους λόγους της. Έτσι, επί ιδιωτικών διαφορών υπαγόμενων στη δικαιοδοσία των δευτεροβάθμιων ελληνικών δικαστηρίων, οι όροι έγκυρης έναρξης και διεξαγωγής της έκκλητης δίκης, μεταξύ των οποίων και το παραδεκτό του εισαγωγικού δικογράφου, κρίνονται κατά το ημεδαπό αστικό δικονομικό δίκαιο, η δε εξέτασή τους προηγείται της έρευνας της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας των λόγων της έφεσης. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 532 ΚΠολΔ το εφετείο ερευνά αυτεπαγγέλτως αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της εφέσεως, ιδίως δε αν αυτή ασκήθηκε εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις. Αντικείμενο της έρευνας κατά το στάδιο αυτό αποτελεί το εκκλητό ή μη της εκκαλούμενης απόφασης, η νομιμοποίηση του εκκαλούντος και του εφεσίβλητου, η κατάθεση του δικογράφου στον αρμόδιο γραμματέα, η νομότυπη σύνταξη της έκθεσης κατάθεσης και η ενέργεια όλων των άνω διατυπώσεων εντός των προθεσμιών του άρθρου 518 του ιδίου Κώδικα. Αν λείπει μία από τις προϋποθέσεις αυτές και ιδίως αν η έφεση ασκήθηκε εκπρόθεσμα, δηλαδή μετά τη συμπλήρωση της νόμιμης, γνήσιας ή καταχρηστικής, προθεσμίας, που εκκινεί, αντίστοιχα, από την επίδοση ή, ελλείψει αυτής, από την δημοσίευση της προσβλητέας πρωτοβάθμιας απόφασης, η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, επειδή η απώλεια της προθεσμίας ενέργειας επιφέρει έκπτωση από το δικαίωμα να επιχειρηθεί η διαδικαστική πράξη της άσκησης της έφεσης (άρθρο 151 ΚΠολΔ) και συνεπάγεται την τελεσιδικία της πρωτόδικης κρίσης (ΟλΑΠ 33/1990, ΑρχΝ 1990/643 = Δνη 1991/56 = Δ 1990/984 = Δ 1991/1048 = ΕΕΝ 1990/598 = ΝοΒ 1991/230), μετά την οποία παράγεται δεδικασμένο, το οποίο αποτελεί το θεμέλιο της ασφάλειας του δικαίου (Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 1, αρ. 2, σελ. 13). Αν, όμως, η απώλεια της γνήσιας προθεσμίας του άρθρου 518 § 1 ΚΠολΔ, που συμπληρώνεται με την άπρακτη παρέλευση τριάντα [30] ημερών από την επίδοση της απόφασης, όταν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα και εξήντα [60] ημερών, όταν διαμένει στην αλλοδαπή, οφείλεται σε γεγονός που συνιστά ανυπέρβλητο εμπόδιο, το οποίο ο δικαιούμενος σε έφεση διάδικος δεν μπορεί να αντιμετωπίσει, το δικονομικό αποτέλεσμα (: απαράδεκτο της εκπρόθεσμης έφεσης) είναι αφόρητα δυσμενές γι’ αυτόν, αφού ισοδυναμεί με απώλεια του δικαιώματός του σε δικαστική ακρόαση στο δεύτερο βαθμό και εν τέλει σε έννομη προστασία. Για την εξισορρόπηση των αντικρουόμενων συμφερόντων (ΑΠ 1467/2019, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 264/2013, ΧρΙΔ 2014/374, βλ. και Αθ. Πανταζόπουλο, σε Χ. Απαλαγάκη [επιμ.], Ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν. 4842 και 4855/2021, 2022, άρθρο 152, αρ. 5, σελ. 650), επί διαδικαστικών πράξεων, όπως η άσκηση έφεσης, οι οποίες, για λόγους νομικούς ή πραγματικούς, ήταν αδύνατο να διενεργηθούν εγκαίρως (ΑΠ 1239/2009, ΧρΙΔ 2010/465), προβλέπεται στα άρθρα 152 επομ. ΚΠολΔ ο θεσμός της επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, όχι υπό την έννοια της χορήγησης νέας προθεσμίας για την άσκηση έφεσης αλλά της προσδόσεως, με δικαστική απόφαση, στην εκπρόθεσμη έφεση του κύρους της εμπρόθεσμης (ΟλΑΠ 29/1992, Δνη 1992/1445 = ΑρχΝ 1992/746). Η επαναφορά δεν επέρχεται αυτοδικαίως (ΑΠ 1024/2005, Δνη 2005/1123) αλλά κατόπιν αιτήσεως του διαδίκου, η οποία, κατ’ άρθρο 153 ΚΠολΔ, πρέπει να ασκηθεί μέσα σε προθεσμία τριάντα [30] ημερών από την άρση του εμποδίου, εντός της οποίας πρέπει να γίνει όχι μόνον η κατάθεσή της αλλά και η επίδοσή της στον αντίδικό του (ΑΠ 106/2017, ΝοΒ 2017/1654 = Αρμ. 2017/2008, ΑΠ 937/2020, ΑΠ 79/2019, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1236/2008, ΕΝαυτΔ 2009/28, ΑΠ 376/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 205/2003, Δνη 2004/440), έστω και αν αυτή σωρεύεται στο δικόγραφο της έφεσης (άρθρο 155 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ), για την οποία δεν απαιτείται επίδοση ως όρος της νομότυπης άσκησής της (ΑΠ 367/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1155/2012, Ε7 2013/634). Στην περίπτωση της σωρεύσεως της αίτησης στο εφετήριο, η συζήτησή της γίνεται μαζί με την έφεση (άρθρο 156 ΚΠολΔ) και η έρευνα της συνδρομής των όρων της λαμβάνει χώρα κατά το στάδιο ελέγχου του παραδεκτού του ενδίκου μέσου (ΑΠ 1222/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η σύντομη προθεσμία του άρθρου 153 ΚΠολΔ, συνδυαζόμενη προς τα οριζόμενα στο άρθρο 155 § 2 ΚΠολΔ, που προβλέπει ότι η αίτηση για την επαναφορά πρέπει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν δυνατόν να τηρηθεί η προθεσμία και να περιέχει την πράξη που παραλήφθηκε ή να μνημονεύει ότι έχει ήδη ενεργηθεί, καταδεικνύει τον εξαιρετικό χαρακτήρα της επαναφοράς, η οποία αποτελεί έκτακτο ένδικο βοήθημα (ΑΠ 1161/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και, επειδή στις παραπάνω περιπτώσεις διασπά το θεσμό του δεδικασμένου (Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2022, § 57, αρ. 1, σελ. 406), χορηγείται μόνον όταν δεν μπορεί να αξιωθεί από τον διάδικο η τήρηση της προθεσμίας που απωλέστηκε. Για τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων με τη συνδρομή των οποίων παρέχεται η επαναφορά, ο δικονομικός νομοθέτης επιστρατεύει την έννοια της ανώτερης βίας από το ουσιαστικό δίκαιο, την οποία εν προκειμένω συγκροτεί κάθε περιστατικό παρακωλυτικό της τήρησης της (γνήσιας μόνον, καθώς η καταχρηστική δεν είναι δεκτική αποκαταστάσεως με επαναφορά: ΑΠ 972/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) προθεσμίας, που ήταν απρόβλεπτο και δεν μπορούσε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης (ΑΠ 179/2022, ΑΠ 949/2015, ΑΠ 629/2013, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1091/2015, ΧρΙΔ 2016/281). Υπό τη δικονομική της έννοια η ανώτερη βία  ταυτίζεται κατά τον πυρήνα της με την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου, από την οποία διαφοροποιείται μόνον ως προς τις συνέπειες: Η δικονομική ανώτερη βία οδηγεί σε επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση με αντίστοιχη ανατροπή της κύρωσης που προκάλεσε η παραβίαση συγκεκριμένου δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο η ανώτερη βία λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη. Επομένως στο χώρο του δικονομικού δικαίου συνιστά ανώτερη βία η κατάσταση αδυναμίας του διαδίκου (ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου) να ανταποκριθεί σε κάποιο δικονομικό βάρος του, παρά την εκ μέρους του καταβολή της οφειλόμενης (εξιδιασμένης) προσοχής και επιμέλειας, με αποτέλεσμα η σχετική διαδικαστική πράξη του να πάσχει ακυρότητα ή να είναι απαράδεκτη (ΑΠ 2/2022, ΑΠ 800/2019, ΑΠ 1119/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2021/2017, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο). Γεγονός δικονομικής ανώτερης βίας δεν συνιστά πάντως η άγνοια του διαδίκου για τη γενόμενη προς αυτόν επίδοση αποφάσεως υποκείμενης σε έφεση και εντελώς ανυπαίτια εάν είναι (ΑΠ 61/2005, Δνη 2005/1447 = ΝοΒ 2005/1272), αφού η έφεση μπορεί να ασκηθεί και πριν από αυτήν, εφόσον ο νομιμοποιούμενος προς τούτο τελεί σε γνώση της δημοσιεύσεως της προσβλητέας αποφάσεως (άρθρο 499 ΚΠολΔ). Τέτοιο περιστατικό, αντιθέτως, δύναται να αποτελέσει η ως άνω άγνοια, μόνον αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς τη γνώση της επιδόσεως, ο δικαιούμενος να εκκαλέσει (και ο πληρεξούσιος τυχόν δικηγόρος του), δεν θα είχε την δυνατότητα, προβαίνοντας σε κάθε ενδεικνυόμενη λογικώς, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, συνετή και άκρως ακόμη επιμελή ενέργεια, να είναι ενήμερος της εκκλητής αποφάσεως εγκαίρως, προκειμένου να ασκήσει εμπρόθεσμη έφεση. Όπως γίνεται δεκτό (ΟλΑΠ 29/1992, ο.π., ΑΠ 730/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 932/2020, ΝοΒ 2021/526, ΑΠ 438/2013, ΑΠ 1216/2012, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 178/2011, ΝοΒ 2011/1247, ΑΠ 366/2010, ΕΠολΔ 2011/364), ο νομιμοποιούμενος να προσβάλει με έφεση την πρωτοβάθμια απόφαση οφείλει να προβαίνει έγκαιρα σε κάθε ενδεικνυόμενη λογικώς και υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις συνετή και άκρως επιμελή ενέργεια, ώστε να καταλείπεται σ’ αυτόν, μέχρι τη λήξη της προθεσμίας, που κίνησε η επίδοσή της, χρόνος επαρκής και αξιοποιήσιμος, σύμφωνα με την ενδεικνυόμενη λογικώς δικονομική επιμέλεια και σύνεση, αλλά και κατά τις αρχές της διαδικαστικής καλής πίστης και της μη παρέλκυσης της δίκης (άρθρο 116 ΚΠολΔ), για την άσκηση της έφεσης. Το μέτρο της επιμέλειας και, συνεπώς, το ανυπαίτιο της άγνοιας της επίδοσης διαφοροποιείται ανάλογα με το χρόνο κατά τον οποίο η άγνοια αυτή φέρεται ότι συντρέχει. Με δεδομένο ότι ο διάδικος δεν είναι καταρχήν υποχρεωμένος να λαμβάνει ιδιαίτερα μέτρα, που θα διευκολύνουν ή θα εξασφαλίσουν την έγκαιρη γνώση της προς αυτόν επιδόσεως κάποιου δικογράφου, την οποία δεν αναμένει, η έλλειψη υπαιτιότητάς του καταρχήν καταφάσκεται επί επιδόσεως δικογράφου εισαγωγικού δίκης στον πρώτο βαθμό. Αντιθέτως, επί εκκρεμούς ήδη αντιδικίας, την έναρξη της οποίας γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει, είναι υποχρεωμένος να υπολογίζει ως πιθανή και να αναμένει την επίδοση σ’ αυτόν κάποιου δικογράφου και ιδίως της πρωτοβάθμιας δικαστικής απόφασης, που εκδόθηκε στην κατ’ αυτού δίκη, ώστε να προπαρασκευάσει τις μελλοντικές δικονομικές ενέργειές του, επιδεικνύοντας την δικονομική συμπεριφορά, που προσήκει κατά το άρθρο 116 ΚΠολΔ, το οποίο θεσπίζει υποχρεώσεις βαρύνουσες κάθε διάδικο, αφ’ ης στιγμής αποκτήσει την ιδιότητα αυτή. Κατά το ελληνικό δίκαιο (άρθρο 118 ΚΠολΔ), ο εναγόμενος την αποκτά με την αναφορά του ονόματός του στο δικόγραφο κατατεθείσας σε δικαστήριο αγωγής κατά τρόπο που δεν δημιουργεί αμφιβολία για την ταυτότητά του ή την διαδικαστική του θέση, υπό την έννοια του προσώπου κατά του οποίου ζητείται η παροχή δικαστικής προστασίας (Π. Αρβανιτάκης, Οι διάδικοι στην πολιτική και διοικητική δίκη, 2005, § 2, Ι., σελ. 80). Βέβαια, για να γίνει λόγος για απώλεια της προθεσμίας της έφεσης  προϋποτίθεται επίδοση της πρωτοβάθμιας απόφασης εγκύρως συντελεσμένη, δεδομένου ότι επί άκυρης επίδοσης δεν αφετηριάζεται η γνήσια προθεσμία. Κατά το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, που κατά τα προαναφερθέντα εφαρμόζεται τόσον πρωτοδίκως όσον και επί εφέσεως που κρίνεται σε ημεδαπό δευτεροβάθμιο δικαστήριο και αφορά σε υπόθεση με στοιχεία αλλοδαπότητας, στην οποία μετέχει διάδικος που διαμένει στο εξωτερικό, σε γνωστή διεύθυνση, ο επισπεύδων την επίδοση της αγωγής ή της εκκαλουμένης έχει την ευχέρεια να την επιχειρήσει σύμφωνα με τις διατυπώσεις είτε Α] της δικονομικής έννομης τάξης του κράτους στο οποίο θα πραγματοποιηθεί η επίδοση, δηλαδή κατά τις διατυπώσεις του αλλοδαπού νόμου και μέσω των οργάνων που αυτός προβλέπει (άρθρο 137 ΚΠολΔ), οπότε ο χρόνος της συντέλεσης της επίδοσης αυτής, το κύρος της και η νομιμότητα της εν γένει διαδικασίας της επιδόσεως θα κριθούν με βάση το δίκαιο του τόπου της επιδόσεως (Π. Γιαννόπουλος, σε Χ. Απαλαγάκη [επιμ.], Ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν. 4842 και 4855/2021, 2022, άρθρο 134, αρ. 2, σελ. 573) και αν αυτό επιβάλλει με ποινή ακυρότητας τη μετάφραση του προς επίδοση δικογράφου στη γλώσσα του κράτους υποδοχής, τότε, στην περίπτωση που αυτό δεν συνοδεύεται από μετάφραση ικανή να εξασφαλίσει στον αποδέκτη τη δυνατότητα να κατανοήσει το γεγονός ότι εισάγεται ή έχει επιδικαστεί σε βάρος του δικαστική αξίωση και να αντιληφθεί το αντικείμενο της υπόθεσης και τους λόγους της αξίωσης αυτής ή της καταδίκης του στην εκπλήρωσή της, η επίδοση θα είναι άκυρη, σύμφωνα με το αλλοδαπό δικονομικό δίκαιο, που θα εφαρμοστεί κατ’ εξαίρεση και κατά παραπομπή από το άρθρο 137 ΚΠολΔ είτε Β] του ημεδαπού νόμου και, συγκεκριμένα, των άρθρων 134 και 136 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται σε όσες περιπτώσεις το κράτος εγκατάστασης του αποδέκτη της επίδοσης δεν συνδέεται με την Ελλάδα με διεθνή, διμερή ή πολυμερή, όπως η της Χάγης, σύμβαση ούτε είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Π. Γιαννόπουλος, ο.π., άρθρο 136, αρ. 5, σελ. 590) και κατά τις διατάξεις των οποίων η προς αλλοδαπό επίδοση θεωρείται (πλασματικά) συντελεσμένη από την παράδοση του επιδοτέου εγγράφου στον αρμόδιο εισαγγελέα (ΑΠ 1658/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ο οποίος οφείλει να το αποστείλει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στον Υπουργό των Εξωτερικών, προκειμένου να διαβιβαστεί σε εκείνον προς τον οποίο πρέπει να κοινοποιηθεί, επί δε πρωτοβάθμιας απόφασης, υποκείμενης σε έφεση, στον εισαγγελέα του δικαστηρίου που την εξέδωσε, χωρίς για το κύρος της επιδόσεως αυτής να είναι αναγκαία α] η περαιτέρω αποστολή του στον αποδέκτη του ούτε β] η επισύναψη μετάφρασης του στην ελληνική γλώσσα συνταχθέντος επιδιδόμενου εγγράφου, ακόμα και αν ο αποδέκτης του αγνοεί την ελληνική (Ν. Κλαμαρής/Σ. Κουσούλης/Σ. Πανταζόπουλος, Πολιτική Δικονομία, 2023, § 26, σελ. 549). Κατά το ίδιο (ημεδαπό) δίκαιο, η πλασματική επίδοση της πρωτοβάθμιας απόφασης αφετηριάζει την κατά το άρθρο 518 § 1 ΚΠολΔ εξηκονθήμερη προθεσμία άσκησης έφεσης κατ’ αυτής (ΑΠ 266/2004, ΝοΒ 2005/273), ακόμα και αν η πραγματική επίδοση δεν λάβει χώρα ή συντελεστεί καθυστερημένα (ΑΠ 275/2014, ΕφΑΔ 2014/761), δηλαδή μετά την παρέλευση της προθεσμίας, καθώς οι συνέπειες από την παράλειψή της μπορούν να αρθούν κατά το άρθρο 152 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι τότε στοιχειοθετείται ανώτερη βία κατά την προεκτεθείσα έννοια, που δικαιολογεί την επαναφορά (Μ. Μαργαρίτης/Α. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2018, άρθρο 134, αρ. 5, σελ. 254), προκειμένου ο ανυπαιτίως απωλέσας την προθεσμία της έφεσης να μη στερηθεί του δικαιώματός του σε δικαστική ακρόαση. Έχει κριθεί, πράγματι, ότι είναι ανυπαίτια η απώλεια της προθεσμίας ενέργειας όταν οφείλεται σε παράλειψη τρίτου, όπως της δημόσιας αρχής που δεν διενεργεί πράξη από την οποία εξαρτάται η διαδικαστική ενέργεια του διαδίκου (ΑΠ 633/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), την οποία ο θιγόμενος δεν θα μπορούσε να αποτρέψει ή όταν το έγγραφο επιστραφεί δια της διπλωματικής οδού ανεπίδοτο (ΑΠ 567/2003, Δνη 2004/1393, πρβλ ΕφΠειρ. 894/2001, Αρμ. 2002/420) ή όταν το κράτος προορισμού του προς επίδοση εγγράφου αρνείται την παραλαβή του και δεν το προωθεί στον παραλήπτη του, ο οποίος έτσι δεν πληροφορείται την έναρξη της αντιδικίας ή το γεγονός που κινητοποιεί την προθεσμία εντός της οποίας βαρύνεται να ενεργήσει. Είναι άλλο το αποτέλεσμα, όμως, αν την παραλαβή αρνείται ο ίδιος ο αλλοδαπός αποδέκτης της επιδόσεως για οποιονδήποτε λόγο, ειδικότερα δε επικαλούμενος διάταξη του δικού του δικαίου, που εξαρτά τη νομιμότητα και το κύρος της επιδόσεως από την επισύναψη στο επιδοτέο έγγραφο ή δικόγραφο μετάφρασης του κειμένου του στη γλώσσα που κατανοεί. Και τούτο διότι η δικονομική συνέπεια που θα επιφέρει κατά το ελληνικό δίκαιο στη διαδικαστική πράξη της επίδοσης η, έστω νόμιμη κατά το δικό του δίκαιο, άρνηση του παραλήπτη να την αποδεχθεί επειδή το επιδοτέο έγγραφο δεν είναι μεταφρασμένο στη γλώσσα του, δεν είναι η ακυρότητα της επιδόσεως (ΑΠ 227/1999, ΕΕΝ 2000/451 = Δνη 1999/1055, ΑΠ 1447/1988, Δνη 1990/104 = ΕΕΝ 1989/693 = ΝοΒ 1990/810), δεδομένου ότι δεν υπάρχει διάταξη νόμου που να την θέτει ως όρο του κύρους της (ΕφΑθ. 8210/1980, ΝοΒ 1981/564, ΕφΑθ. 4376/1976, ΝοΒ 1977/208). Το ίδιο μάλιστα ισχύει και για τους ημεδαπούς, που, εναγόμενοι σε αλλοδαπό forum, δεν μπορούν να αρνηθούν συννόμως την επίδοση στην Ελλάδα δικογράφου συνταγμένου σε γλώσσα άλλη από την ελληνική, επειδή θεωρείται ότι ο ημεδαπός παραλήπτης του δύναται να προσφύγει σε μεταφραστικό γραφείο ή οποιονδήποτε γνώστη της γλώσσας του επιδοθέντος εγγράφου και να ζητήσει τη μετάφρασή του στην ελληνική, ώστε να λάβει γνώση του περιεχομένου του (ΕφΑθ. 9820/1999, Δνη 2000/1681). Ακόμα όμως και αν η επίδοση αμετάφραστου (στη γλώσσα του κράτους υποδοχής του) δικογράφου δεν είναι έγκυρη κατά το δίκαιο του τόπου της επιδόσεως, η άρνηση της παραλαβής του από τον αποδέκτη της επίδοσης θα κρινόταν οπωσδήποτε καταχρηστική κατά το ημεδαπό, αν το επιδοτέο έγγραφο είναι συνταγμένο σε γλώσσα που και ο παραλήπτης του χρησιμοποιεί συνήθως στις εμπορικές του συναλλαγές ή αν αυτός δραστηριοποιείται στον τομέα των διεθνών συναλλαγών έχοντας συχνές επαφές με τη χώρα προελεύσεως του επιδοτέου εγγράφου (Α. Άνθιμος, παρατηρήσεις κάτω από την ΕφΘεσ. 1312/1999, σε Δνη 2000/788 [791], Π. Αρβανιτάκης, παρατηρήσεις σε ΕΠολΔ 2008/420 επομ.), διότι τότε θα πρόκειται για διαδικαστική συμπεριφορά κατατείνουσα προφανώς στην παρέλκυση της δίκης (Π. Γιαννόπουλος, σημείωμα στην ΕΠολΔ 2008/239). Από όλα όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι, κατά το ελληνικό δίκαιο, αν ο αλλοδαπός, που ενήχθη ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου και ηττήθηκε πρωτοδίκως, απώλεσε την προθεσμία της έφεσης κατά της εκδοθείσας αποφάσεως, δεν δικαιούται σε επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση κατά το άρθρο 152 ΚΠολΔ, αν γνώριζε την έναρξη της αντιδικίας μετά την επιχείρηση από τον ημεδαπό ενάγοντα της προς αυτόν επιδόσεως της αγωγής, την οποία αρνήθηκε επικαλούμενος έλλειψη μεταφράσεώς της, δεδομένου ότι μετά την περιέλευση σε γνώση του της εκ μέρους του κτήσεως της ιδιότητας του εναγομένου και της εκκρεμούς εναντίον του δίκης, έχει τη δυνατότητα αλλά και το δικονομικό βάρος να παρακολουθεί την περαιτέρω εξέλιξη της διαδικασίας, ώστε να πληροφορηθεί την τύχη της εναντίον του αγωγής και την δημοσίευση της επ’ αυτής πρωτοβάθμιας απόφασης, ώστε να την εκκαλέσει ακόμα και πριν την επίδοσή της, καθώς τούτο απόκειται πλέον στην δική του πρωτοβουλία και ανάγεται στη δική του ευθύνη, ώστε να μη στερηθεί του δικαιώματος ακροάσεως. Άλλωστε, κατά το ημεδαπό δίκαιο, πρώτον, για τη διασφάλιση της δυνατότητας συμμετοχής του εναγομένου στη δίκη επιβάλλεται η έγκαιρη και έγκυρη επίδοση μόνον του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου (Π. Αρβανιτάκης, γνμδ σε Αρμ. 1994/616 επομ. [623]), δεύτερον, ουδείς εξαναγκάζεται σε άσκηση των δικονομικών του δικαιωμάτων, καθώς αρκεί μόνον να του παρασχεθεί η σχετική δυνατότητα (Ν. Κλαμαρής, Η καταχρηστική άσκησις δικαιώματος εν τω αστικώ δικονομικώ δικαίω, τεύχος Β΄, 1980, σελ. 275), ενώ, τρίτον, αποδοκιμάζεται κάθε ενέργεια του διαδίκου κατατείνουσα στη δημιουργία, καταχρηστικώς, των προϋποθέσεων μεταγενέστερης  προβολής ισχυρισμού ή υποβολής αιτήματος, τα οποία, ελλείψει αυτών, θα ήσαν απαράδεκτα ή αβάσιμα (Ν. Κλαμαρής, ο.π., σελ. 443).

ΙΙ.  Στην ένδικη περίπτωση από το σύνολο των εγγράφων του φακέλου της δικογραφίας προκύπτει ότι ο εφεσίβλητος, μετά την δυνάμει της υπ’ αριθμ. 491/2020 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου τελεσίδικη απόρριψη ως νομικά αβάσιμης άλλης προηγούμενης (της από 12.7.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/13.7.2018) αγωγής του εναντίον της εκκαλούσας με το ίδιο αίτημα στηριζόμενο σε παρόμοια νομική και ιστορική αιτία (υπόλοιπο αμοιβής και απόδοση δαπανών στο πλαίσιο σύμβασης διαχείρισης δεξαμενοπλοίων), άσκησε ενώπιον και πάλι του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 12.1.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../12.1.2021 ένδικη αγωγή του με αίτημα την επιδίκαση του συνολικού χρηματικού ποσού των είκοσι εννέα εκατομμυρίων εκατόν εξήντα τριών χιλιάδων διακοσίων δολαρίων ΗΠΑ (29.163.200 $), κατά την ισοτιμία τους σε ευρώ κατά τον χρόνο πληρωμής, καταψηφιστικώς ως προς κονδύλιο πεντακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (500.000 $) και αναγνωριστικώς κατά τα λοιπά, με το νόμιμο τόκο κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή του διακρίσεις, επικαλούμενος υποχρέωση της αντιδίκου του από την από 21.7.2013 σύμβαση αναγνώρισης χρέους. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκαν ερήμην της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας α) η με αριθμό 23253/2021 μη οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία κηρύχθηκε ματαιωμένη η συζήτηση της αγωγής λόγω της ερημοδικίας των διαδίκων, από τους οποίους ο ενάγων λογίστηκε ως μη παρασταθείς, επειδή δεν είχε καταβάλει το αναλογούν στο αναγνωριστικό αίτημα της αγωγής του τέλος δικαστικού ενσήμου και β) η με αριθμό 2/2023 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία, μετά την επανεισαγωγή της προς συζήτηση με την από 24.11.2021 κλήση του ενάγοντος (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …………/25.11.2021), η εναγόμενη υπέστη ως συνέπειες της (νέας) ερημοδικίας της και η αγωγή έγινε δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και, αφενός μεν αναγνωρίστηκε η υποχρέωσή της στην καταβολή του ισαξίου σε ευρώ είκοσι οκτώ εκατομμυρίων εξακοσίων εξήντα τριών χιλιάδων διακοσίων δολαρίων ΗΠΑ (28.663.200 $) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, αφετέρου δε υποχρεώθηκε αυτή να καταβάλει στον ενάγοντα το ισάξιο σε ευρώ πεντακοσίων χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (500.000 $), νομιμοτόκως από το ίδιο αφετήριο χρονικό σημείο. Η απόφαση αυτή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που δημοσιεύθηκε στις 2.1.2023, επιδόθηκε στις 12.1.2023 νομότυπα στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, ως τον Εισαγγελέα του Δικαστηρίου, το οποίο την εξέδωσε (βλ. την υπ’ αριθμ. ………../12.1.2023 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……………), για λογαριασμό της εδρεύουσας στην ………. του Ιράν εναγόμενης εταιρίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 122 § 1, 123, 134 §§ 1 και 2, 136 § 1, και 498 §§ 2 εδαφ. α΄, 3 ΚΠολΔ, που ήσαν εφαρμοστέες ως εκ α] της έδρας της εναγόμενης σε κράτος, που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της εφαρμογής του ενωσιακού δικονομικού δικαίου, β] του γεγονότος ότι το Ιράν δεν έχει συμβληθεί ή προσχωρήσει στη Σύμβαση της Χάγης της 15ης Νοεμβρίου 1965 σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που έχει κυρωθεί στην Ελλάδα με το Ν. 1334/1983 και τέθηκε σε ισχύ από τις 18.9.1983 (ΦΕΚ Α΄108/17.8.1983), η οποία απαιτεί πραγματική επίδοση των δικογράφων μεταξύ των αρχικά συμβληθέντων ή στη συνέχεια προσχωρησάντων κρατών με έναν από τους σ’ αυτήν προβλεπόμενους τρόπους και γ] της ελλείψεως διμερούς συμβάσεως μεταξύ του Ιράν και της Ελλάδας, η οποία να ρυθμίζει τα θέματα των επιδόσεων με διαφορετικό τρόπο. Η ηττηθείσα εναγόμενη άσκησε την ένδικη από 24.5.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/24.5.2023 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../24.5.2023 έφεση, με την οποία συμπροσέβαλε αμφότερες τις αποφάσεις που εκδόθηκαν κατά την πρωτοβάθμια δίκη, στις 24.5.2023, μετά την πραγματική επίδοση της εκκαλουμένης στην έδρα της, που πραγματοποιήθηκε στις 25.4.2023 με την παράδοση επικυρωμένου αντιγράφου της στην αγγλική γλώσσα. Η έφεση αυτή, συνοδευόμενη από το νόμιμο παράβολο (βλ. το με αριθμό …………….. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 24.5.2023 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Τράπεζα Πειραιώς»), έχει ασκηθεί νομότυπα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α΄ και 520 § 1 ΚΠολΔ, καθώς προσβάλλει εκκλητή απόφαση και στρέφεται κατά του νικητή πρωτοδίκως διαδίκου, υποβλήθηκε δε με την τήρηση των νόμιμων διατυπώσεων στη Γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου. Είναι, όμως, εκπρόθεσμη, επειδή ασκήθηκε μετά την πάροδο της προβλεπόμενης στο άρθρο 518 § 1 ΚΠολΔ νόμιμης γνήσιας προθεσμίας των εξήντα [60] ημερών, που εκκίνησε στις 13.1.2023 με την πλασματική επίδοση της εκκαλουμένης στον ως άνω Εισαγγελέα, προς αποστολή της, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, στον Υπουργό των Εξωτερικών, προκειμένου να διαβιβαστεί δια της διπλωματικής οδού στην αποδέκτρια της επίδοσης, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 134 §§ 1 και 3 του ιδίου Κώδικα και η οποία συμπληρώθηκε στις 13.3.2023.

ΙΙΙ. Η εκκαλούσα συνομολογεί την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας. Για το λόγο αυτό σωρεύει στο εφετήριο αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 152 ΚΠολΔ και ζητεί να θεωρηθεί εμπρόθεσμη η έφεσή της, επικαλούμενη, πρώτον, ότι η καθυστερημένη άσκησή της οφείλεται σε γεγονός ανώτερης βίας, που δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και, ειδικότερα, στην ανυπαίτια άγνοιά της τόσον για τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που εκδόθηκε χωρίς την συμμετοχή της στην πρωτοβάθμια δίκη, όσον και για την πλασματική επίδοσή της στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, που έθεσε σε κίνηση την προθεσμία της έφεσης και, δεύτερον, ότι ενήργησε εντός της προθεσμίας του άρθρου 153 ΚΠολΔ, δηλαδή αμέσως μετά την πραγματική επίδοση σ’ αυτήν της προσβαλλόμενης απόφασης στις 25.4.2023, από την οποία έλαβε γνώση και της ασκηθείσας σε βάρος της αγωγής, ως και της επαναφοράς της προς συζήτηση με κλήση του αντιδίκου της. Η αίτηση αυτή, επιδοθείσα στον εφεσίβλητο αυθημερόν (στις 24.5.2023, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. …………./2023 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……………), έχει ασκηθεί παραδεκτώς και είναι εμπρόθεσμη, δεδομένου ότι η πραγματική επίδοση της εκκαλουμένης στην εκκαλούσα στις 25.4.2023 επιβεβαιώνεται από την υπ’ αυτής προσκομιζόμενη από 18.4.2023 έγγραφη «Επιβεβαίωση επίδοσης κλητεύσεων και νομικών εγγράφων ληφθέντων από ξένες χώρες» του Αναπληρωτή Υπεύθυνου Δημοσίων Σχέσεων του Δικαστικού Σώματος της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, από την οποία προκύπτει ότι η Υπηρεσία του επέδωσε στην εκκαλούσα αντίγραφο της εκκαλουμένης συνταγμένου στην αγγλική γλώσσα στις 25.4.2023, οπότε τέθηκε επί του ως άνω εγγράφου η υπογραφή του προστηθέντος της ………….. για την παραλαβή του επιδιδόμενου δικογράφου, απορριπτομένου, επομένως, ως αβάσιμου του ισχυρισμού του εφεσίβλητου ότι η πραγματική επίδοση της εκκαλουμένης στην εκκαλούσα έλαβε χώρα όχι στις 25.4.2023 αλλά στις 18.4.2023, επειδή τότε συντάχθηκε το ως άνω αποδεικτικό έγγραφο. Όμως, η επίκληση της ανυπαίτιας άγνοιας της εκκαλούσας ως προς την πλασματική επίδοση της εκκαλουμένης στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς δεν καθιστά, μόνη αυτή, νόμιμη την αίτησή της, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Για το λόγο αυτό με τις προτάσεις της η εκκαλούσα βελτιώνει τους ισχυρισμούς της, επικαλούμενη πλέον ότι η άγνοιά της ως προς την έναρξη της προθεσμίας της έφεσης οφείλεται στην καθυστερημένη πραγματική επίδοση της εκκαλουμένης από την Εισαγγελία του Πειραιώς και τις διπλωματικές υπηρεσίες της Χώρας, που δεν μερίμνησαν για την ολοκλήρωσή της εντός διμήνου, ώστε να μην απωλέσει η ίδια εξ υπαιτιότητάς τους τη νόμιμη προθεσμία προσβολής της εκκαλουμένης με έφεση. Επικαλείται δηλαδή παράλειψη τρίτων, την οποία δεν μπορούσε να αποτρέψει η ίδια και η οποία την εμπόδιζε να γνωρίζει την δημοσίευση της εκκαλούμενης, την πλασματική επίδοσή της και την κίνηση της προθεσμίας της έφεσης, χωρίς στο ίδιο δικόγραφο να κάνει οποιαδήποτε αναφορά στη γνώση ή στην άγνοιά της ως προς την έγερση και την επαναφορά της αγωγής, επί της οποίας διεξήχθη η δίκη που απέληξε στην έκδοση της εκκαλουμένης. Ανεξαρτήτως του ότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ούτε η καθυστερημένη πραγματική επίδοση της εκκαλουμένης θίγει το κύρος της προηγηθείσας πλασματικής επιδόσεώς της, ο εφεσίβλητος αρνείται την αίτηση και με τις δικές του προτάσεις υποστηρίζει ότι η εκκαλούσα είχε εξαρχής γνώση  της αντιδικίας, διότι ο ίδιος είχε επιχειρήσει επίδοση προς αυτήν τόσον της αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη, όσον και της κλήσης του, με την οποία επαναφέρθηκε προς συζήτηση, των οποίων την παραλαβή όμως αρνήθηκε αδικαιολόγητα η αντίδικός του, η οποία επιπλέον είχε με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προσκληθεί να παραστεί κατά την υποχρεωτική πρώτη συνεδρίαση της διαδικασίας διαμεσολάβησης στις 7.5.2021, χωρίς να ανταποκριθεί και χωρίς, σε κάθε περίπτωση, να απαλλάσσεται από τη δικονομική υποχρέωσή της να παρακολουθεί έκτοτε την εξέλιξη της δικαστικής διαδικασίας. Με την προσθήκη στις προτάσεις της η εκκαλούσα επιχειρεί αντίκρουση των ισχυρισμών του αντιδίκου της και συμπληρώνει (παραλλάσσοντάς τους) για μια ακόμα φορά τους δικούς της, επικαλούμενη πλέον ότι η απόπειρα της προς αυτήν επιδόσεως της αγωγής και της κλήσης ήταν αντίθετη προς το ιρανικό δίκαιο, το οποίο για το κύρος τους έθετε ως προϋπόθεση να συνοδεύονται από μετάφραση του δικογράφου τους στην περσική γλώσσα, για την οποία, όμως, δεν είχε μεριμνήσει ο αντίδικός της.

IV. Από το σύνολο των εγγράφων που προσκομίζονται εκατέρωθεν προκύπτει ότι η ένδικη από 12.1.2021 αγωγή επιδόθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς στις 15.1.2021, οπότε και συντάχθηκε η υπ’ αριθμ. ………../2021 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………., στην οποία δεν γίνεται μνεία περί συγκοινοποιήσεως μεταφράσεως του επιδοθέντος δικογράφου στην περσική ή σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα. Ακολούθως, η αγωγή διαβιβάστηκε από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς στον Υπουργό Εξωτερικών, προκειμένου να επακολουθήσει η πραγματική επίδοσή της στην έδρα της εναγομένης στην ……… του Ιράν. Οι διπλωματικές αρχές της Ελλάδας απέστειλαν πράγματι και οι ομόλογές τους του Ιράν παρέλαβαν και προώθησαν το δικόγραφο της αγωγής στην παραλήπτριά του. Όμως οι προστηθέντες της και, συγκεκριμένα, η υπάλληλος της γραμματείας της ………. και ο υπάλληλος στο Τμήμα Νομικών Υποθέσεων αυτής ……, αρνήθηκαν την παραλαβή του. Αυτά προκύπτουν από την προσκομιζόμενη έγγραφη «Επιστολή επιβεβαίωσης για δήλωση ληφθέντων δικογράφων από χώρες της αλλοδαπής» του Τμήματος Διεθνών Υποθέσεων του Δικαστικού Σώματος της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν. Το έγγραφο αυτό φέρει ημεροχρονολογία εκδόσεώς του την 26η.7.2021 και στο κείμενό του αναφέρεται ότι η εναγόμενη, δια των ως άνω προστηθέντων της, αρνήθηκε την παραλαβή του επίμαχου «δικογράφου» στις 4.8.2021. Ο λόγος της αρνήσεως αυτής δεν διευκρινίζεται στο ίδιο έγγραφο. Όμως, από το υπ’ αριθμ. ΑΠ 59/1.2.2022 έγγραφο του Προξενικού Γραφείου της Πρεσβείας της Ελλάδας στην ……….. και το συνημμένο σ’ αυτό από 3.1.2022 έγγραφο του Υπουργείου Εξωτερικών της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν συνάγεται ότι η άρνηση εκδηλώθηκε επειδή το επιδοτέο δικόγραφο δε συνοδευόταν από επίσημη μετάφρασή του στην περσική γλώσσα. Το δίκαιο του Ιράν φαίνεται ότι πράγματι επιτρέπει την γι’ αυτόν το λόγο άρνηση παραλαβής δικογράφου αγωγής αλλοδαπού στρεφόμενης εναντίον ιρανού υπηκόου (βλ. την από 17.5.2023 νομική γνωμοδότηση του ……….., δικηγόρου του Κεντρικού Ιρανικού Δικηγορικού Συλλόγου). Όμως, το ημεδαπό δίκαιο, το οποίο εφαρμόζεται εν προκειμένω επειδή ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος επέλεξε να επιδώσει την αγωγή του στην εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα όχι κατά το δίκαιο της Χώρας της κατά το άρθρο 137 ΚΠολΔ αλλά κατά το ημεδαπό δίκαιο κατά τα άρθρα 134 και 136 του ιδίου Κώδικα, δεν εξαρτά το κύρος της επιδόσεως αγωγής από την επισύναψη μεταφρασμένου αντιγράφου της στη γλώσσα του κράτους της επιδόσεως. Επομένως, η επίδοση της αγωγής, αν είχε ολοκληρωθεί, θα ήταν κατά πάντα έγκυρη κατά το ελληνικό δίκαιο. Όμως και μόνη η απόπειρα επίδοσης της αγωγής κατέστησε σε κάθε περίπτωση σαφές στην εναγόμενη και νυν εκκαλούσα, ανεξαρτήτως αν αυτή αντιλήφθηκε εξαρχής το περιεχόμενό της, ότι εισάγεται σε ελληνικό δικαστήριο αξίωση εναντίον της και ενεργοποίησε την απορρέουσα από το άρθρο 116 ΚΠολΔ υποχρέωσή της να παρακολουθεί έκτοτε την εξέλιξη της διαδικασίας ακόμα και αν επέλεξε να μη μετάσχει στη δίκη και να ερημοδικαστεί. Με αυτά τα δεδομένα, η εκκαλούσα είχε τη δυνατότητα, επιδεικνύοντας συνετή και απλώς επιμελή δικονομική συμπεριφορά, να παρακολουθήσει την τύχη της αγωγής που ασκήθηκε σε βάρος της στην Ελλάδα και επαναφέρθηκε προς συζήτηση με κλήση, εφόσον γνώριζε την υποβολή της, έστω και αν δεν μερίμνησε να πληροφορηθεί τους λόγους και το αίτημά της, ώστε να καταστεί ενήμερη της εκκλητής αποφάσεως και να ενεργήσει εγκαίρως για να την προσβάλει με έφεση, ακόμα και χωρίς γνώση της επιδόσεώς της, πριν την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας. Προς τούτο αρκούσε ο απλός διορισμός ενός πληρεξουσίου δικηγόρου στην Ελλάδα, που θα μεριμνούσε για τη μετάφραση των δικογράφων της αγωγής και της κλήσης και θα παρακολουθούσε την εν εξελίξει πρωτοβάθμια δίκη. Σε τέτοιον διορισμό προέβη άλλωστε η εκκαλούσα μετά την πραγματική επίδοση της εκκαλουμένης, την εκ μέρους της παραλαβή της οποίας, σημειωτέον, δεν εξηγεί, μολονότι δεν της παραδόθηκε αντίγραφό της συνταγμένο στην περσική αλλά στην αγγλική γλώσσα. Ομοίως δεν εξηγεί η εκκαλούσα το λόγο για τον οποίο δεν ενήργησε όπως και μετά την πραγματική επίδοση της εκκαλουμένης, δηλαδή διορίζοντας πληρεξούσιο δικηγόρο στην Ελλάδα, μετά την άρνηση παραλαβής της από 24.11.2021 κλήσης του αντιδίκου της, μολονότι και αυτή της είχε αποσταλεί συνοδευόμενη από μετάφρασή της στην αγγλική γλώσσα, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. ……../30.11.2021 έκθεση επιδόσεως της κλήσης προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………., την οποία η ίδια επικαλείται και προσκομίζει. Η παράλειψή της αυτή παρέχει την εντύπωση ότι η άρνηση παραλαβής της από κλήσης εκδηλώθηκε με σκοπό να προετοιμαστεί η υποβολή της ένδικης αίτησης επαναφοράς και παρίσταται ως καταχρηστική.

V. Κατά συνέπεια, η μεν αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, η δε κρινόμενη έφεση, που μετά ταύτα ασκήθηκε εκπρόθεσμα, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Επιπλέον, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 § 4 εδαφ. ε ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί η εκκαλούσα λόγω της ήττας της στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας κατόπιν σχετικού αιτήματος του τελευταίου (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63, 68 § 1 και 69 § 1 του ισχύοντος Ν. 4194/2013), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων ως αβάσιμη και την έφεση ως απαράδεκτη.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατόν ενενήντα χιλιάδων ευρώ (190.000 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 15 Φεβρουαρίου 2024 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 29 Μαρτίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ