Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 153/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    153/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Λάζαρο Γιαπαλάκη Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Προϊστάμενο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα  Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία, ως έχει σήμερα: «ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ» (ΔΥΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ), σύμφωνα με το άρθρο 1 ν. 3329/2005, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 27ν. 4771/2021 και ισχύει που εδρεύει στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, Πειραιά, οδός …….., νομίμως εκπροσωπούμενου, με ΑΦΜ ……….. της Δ.Ο.Υ.  το οποίο εκπροσωπήθηκε από την  πληρεξούσια του δικηγόρο Σταυρούλα Αλικάκου, του Δ.Σ.Α. με Α.Μ. …..

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΙ: 1)………. έως και 18)…………., άπαντες κάτοικοι Αθηνών, οδός ………… και οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Χρυσούλας Χασιώτη  του Δ.Σ.Α. με Α.Μ. ……………

Το ανακόπτον άσκησε κατά των καθ’ ων η ανακοπή την με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου ανακοπής ………./2022 η οποία εκδικάστηκε κατά την δικάσιμο της 10-11-2022 κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών(άρθρα 591 και 614 παρ.3 ΚΠΟΛΔ)  και εκδόθηκε η με αριθ. 1130/2023 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν με την με αριθ. εκθ. καταθ. ……../2023 έφεσή του ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ………../2023 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν από τις ως άνω πληρεξούσιες δικηγόρους τους οι οποίες ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ………//2023 έφεση κατά της με αριθμό 1130/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των  περιουσιακών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων επί της από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου  ανακοπής ………/2022 του ανακόπτοντος και ήδη εκκαλούντος κατά των καθ’ ων η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητων. Η ως άνω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον ενάγοντα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 511, 513 § 1 β, 516 και 518 § 1 ΚΠολΔ δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στο εκκαλούν στις 10-4-2023 (βλ. την από 10-4-2023 κοινοποίηση του Δικαστικού Επιμελητή …………), η δε έφεση ασκήθηκε στις 9-5-2023 (βλ. την με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου έφεσης ……../2023 της γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς).  Δεδομένου ότι δεν απαιτείται η καταβολή του νόμιμου παράβολου κατ’ άρθρο 495 ΚΠΟΛΔ καθόσον στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για εφαρμογή του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠΟΛΔ πρέπει να γίνει αυτή τυπικά δεκτή(άρθρο 533 ΚΠΟΛΔ και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της(άρθρο 524 παρ.1 ΚΠΟΛΔ).

Με την με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου ανακοπής ………/2022 το ανακόπτον ζητεί να ακυρωθεί για τους αναφερόμενους στην ανακοπή του λόγους η με αριθμό …………/2022 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκδικάζοντας την ένδικη ανακοπή κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων την απέρριψε και επικύρωσε την με αριθμό …./2022 διαταγή πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής με την από με αριθμ. Εκθ. Καταθ. ………../2023 έφεση του παραπονείται το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν για τους περιεχόμενους στην ανωτέρω έφεση του λόγους οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης έτσι ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή του και να απορριφθεί η με αριθμό ……./2022 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης του το εκκαλούν εκθέτει ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής η οποία του κοινοποιήθηκε στις 28-7-2022 εκδόθηκε μετά την δημοσίευση της με αριθμό 300/2022 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς στην οποία στηρίζεται η οποία του επιδόθηκε στις 5-7-2022. Ότι επομένως η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε κατά την διάρκεια ισχύος της προθεσμίας για την άσκηση εκ μέρους αναίρεσης ακύρως και κατά παράβαση του άρθρου 21 παρ.9 του ν.1715/1951 το οποίο συμπληρώθηκε με το άρθρο 41 παρ.11 του ν.2065/1992 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 περ.18 Εισ.ΚΠΟΛΔ, αλλά και του άρθρου 21 παρ.9 του ν. 1902/1990 που απαγορεύει την εκτέλεση κατά των Ν.Π.Δ.Δ. κατά την διάρκεια της προθεσμίας άσκησης αναίρεσης κατά τελεσίδικης απόφασης. Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης του ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 565 παρ.1 και 2 ΚΠΟΛΔ που όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της εφαρμόστηκε ενώ δεν ήταν εφαρμοστέο και των άρθρων 19 α.ν 1715/1951 και 21 παρ.9 του ν.1902/1990, που αν και ήταν εφαρμοστέο δεν εφαρμόστηκαν.

Εξάλλου, το άρθρο 14 § 1 εδ. α` του ίδιου Συμφώνου ορίζει ότι: “Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεση του να δικαστεί από… δικαστήριο… το οποίο θα αποφασίσει… και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα”. Με τη διάταξη αυτή συμπορεύεται και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, που καθιερώνεται με το άρθρο 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣ-ΔΑ) (η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974), καθώς και με το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος. Οι ως άνω διατάξεις δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ, άρα θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους. Οι διατάξεις αυτές εγγυώνται όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε δικαστήριο, αλλά και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάσθηκε από το δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δραστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητά της (ΟλΑΠ 21/2001). Από τις εκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και εκείνες του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και της ΕΣΔΑ σαφώς συνάγεται ότι, προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτές σκοπού της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, είναι αναγκαίο να συμπεριληφθούν στους τίτλους που μπορούν να εκτελεστούν κατά του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ και οι διαταγές πληρωμής, αφού, ναι μεν αυτές εκδίδονται από δικαστή, χωρίς προηγουμένως να ακουστεί και να αναπτύξει τις απόψεις του ο καθ ‘ ου, μετά από εξέταση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή τους και όχι από συγκροτημένο δικαστήριο, πλην όμως εξομοιώνονται λειτουργικώς με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφ` ενός μεν επιλύουν διαφορές, αφ` ετέρου δε ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθού να ασκήσει ανακοπή και να προβάλει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη μη συνδρομή του προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής, όσο και ως προς την απαίτηση. Από τα παραπάνω παρέπεται ότι η ρύθμιση του άρθρου 20 ν.3301/2004 κατά την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σ `αυτήν εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις ειρημένες διατάξεις του Συντάγματος, και των Διεθνών Συμφώνων (ΑΠ 2347/2009) και επομένως είναι δυνατή η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ., και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή, της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει επί διαφοράς από σύμβαση δημόσιου έργου. (σχ. ΑΕΔ 18/2005, ΑΕΔ 23/90). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 54 του π.δ. 18/1989, “Η άσκηση της αίτησης αναιρέσεως, (ενώπιον του ΣτΕ), δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, εκτός αν ειδικώς ορίζεται διαφορετικά”. Σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ/φων 1-2 του άρθρου 19 του ν.1715/1951, όπως η παρ/φος 2 αυτού συμπληρώθηκε με το άρθρο 41 παρ. 11 του ν.2065/1992, αφού το αρχικό άρθρο 19, (δηλ. μόνο η σημερινή παρ/φος 1), διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθ. 18 του ΕισΝΚΠολΔ., η ασκηθείσα από το Ελληνικό Δημόσιο αίτηση αναίρεσης κατά τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, (καταψηφιστικής), καθώς και η προθεσμία για την άσκησή της. αναστέλλουν τη σε βάρος του εκτέλεση της απόφασης, ακόμη και στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες η τελευταία θα επιτρεπόταν, (=παρ.1), η δε εκτέλεση, ειδικότερα, αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων επί διοικητικών διαφορών ουσίας κατά του Δημοσίου, αναστέλλεται μέχρις ότου αυτές καταστούν αμετάκλητες, (=παρ.2). Εξάλλου, κατά το άρθρο 199 παρ.1 του ν.2717/1999 -Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), όπως ήδη ισχύει, οι τελεσίδικες, οι ανέκκλητες και οι προσωρινά εκτελεστές αποφάσεις, που εν γένει εκδίδονται από τα διοικητικά δικαστήρια, επί διαφορών που άγονται ενώπιον τους με αγωγές, αποτελούν εκτελεστούς τίτλους κατά το άρθρο 904 ΚΠολΔ, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν έχουν καταστεί αμετάκλητες, εφόσον έχουν καταψηφιστικό χαρακτήρα. Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, ως προς το, κατά περίπτωση, επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτέλεσης των κατά την προηγούμενη παράγραφο καταψηφιστικών αποφάσεων και τη διαδικασία της εκτέλεσης τους, εφαρμόζονται αναλόγως οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση των καταψηφιστικών αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων, επομένως και εκείνες (διατάξεις) του άρθρου 19 του ν.1715/1951, η οποία δεν πρέπει να θεωρείται καταργημένη από τον ΚΔΔ. (ΑΠ 199/07). Περαιτέρω, όμως, από τις ίδιες διατάξεις του ν. 1715/1991 και του ΚΔΔ, συνάγεται ότι, η, εκ μέρους του Δημοσίου και των λοιπών νομικών προσώπων, που αναφέρονται στην πρώτη από αυτές, άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως κατά τελεσίδικης καταψηφιστικής αποφάσεως διοικητικού – δικαστηρίου, καθώς και η προς άσκηση αυτής προθεσμία, δεν έχουν, σε καμία περίπτωση, ως συνέπεια, εκτός από την αναστολή της εκτελεστότητας της απόφασης, και την αναστολή επελεύσεως των έννομων συνεπειών του δεδικασμένου, το οποίο απορρέει από την τελεσίδικη αυτή απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 197 παρ. 1 του ν. 2717/1999 – Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας. Εξάλλου, η τελεσίδικη απόφαση, που εκδίδεται από τα ίδια δικαστήρια, (διοικητικά), επί αναγνωριστικής αγωγής για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημιώσεως, τέμνει τη διαφορά, όπως και εκείνη που εκδίδεται επί καταψηφιστικής αγωγής, και παράγει, συνεπώς, δεδικασμένο μεταξύ των ίδιων διαδίκων, το οποίο δεσμεύει το δικαστήριο που θα επιληφθεί επιγενομένως επί αντίστοιχης καταψηφιστικής αγωγής, που θα έχει όμοια πραγματική αιτία με το δικαίωμα, που ήδη κρίθηκε, κατόπιν της αναγνωριστικής αγωγής, και θα στηρίζεται στην ίδια με αυτό νομική βάση. Το εν λόγω δεδικασμένο καταλαμβάνει την ύπαρξη του δικαιώματος και τις απορρέουσες από αυτό έννομες συνέπειες, η δε έκτασή του προσδιορίζεται από το περιεχόμενο του αιτήματος που απευθύνεται στο δικαστήριο. Ο ενδιαφερόμενος διάδικος, που έχει έννομο συμφέρον για την απόκτηση εκτελεστού τίτλου, μπορεί να ασκήσει, κατά του εναγομένου στην προηγούμενη αναγνωριστική δίκη, καταψηφιστικη αγωγή, οπότε, κατά την εκδίκαση της τελευταίας αυτής αγωγής, ως βάση τίθεται το δεδικασμένο, που προκύπτει από την προηγούμενη τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση. Επομένως, το δικαίωμα του ενάγοντος, που πέτυχε την έκδοση τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης υπέρ αυτού και κατά του Δημοσίου, να ασκήσει ακολούθως και καταψηφιστική αγωγή κατά του τελευταίου, στηριζόμενη στην ίδια ιστορική και νομική αιτία, και να επικαλεσθεί το δεδικασμένο, που απορρέει από την τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση, δεν επηρεάζεται από οποιουσδήποτε περιορισμούς τυχόν ισχύουν ως προς την εκτελεστότητα της καταψηφιστικής απόφασης, που πρόκειται να εκδοθεί κατόπιν της δεύτερης (καταψηφιστικής) αγωγής, άρα και από εκείνους που αναφέρονται στο άρθρο 19 του ν.1715/1991, (βλ. ΣτΕ 12/2011 ΣτΕ 1077/2010, ΣτΕ 156/2009). Από όλα τα ανωτέρω, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, προκύπτει ότι, ο διάδικος που επέτυχε να εκδοθεί υπέρ αυτού τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου κατά του Δημοσίου, μπορεί, προκειμένου να αποκτήσει και σχετικό εκτελεστό τίτλο, να ζητήσει να εκδοθεί, με βάση την εν λόγω) απόφαση και το δεδικασμένο που παράγεται από αυτήν για την απαίτηση, διαταγή πληρωμής, από τον δικαστή του αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου. Στην περίπτωση δ` αυτή, η έκδοση διαταγής πληρωμής για την απαίτηση, δεν εμποδίζεται από τις ανωτέρω διατάξεις του ν.1715/1951, με βάση το ότι η επικαλούμενη τελεσίδικη απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, (όπως ακριβώς δεν εμποδίζεται και η έκδοση αντίστοιχης καταψηφιστικής απόφασης), διότι η ενέργεια αυτή ανάγεται στις έννομες συνέπειες του δεδικασμένου της επικαλούμενης αναγνωριστικής απόφασης και όχι στην εκτελεστότητα, στην οποία αναφέρονται οι διατάξεις του ν. 1715/1991και την οποία εξ ορισμού στερούνται οι αναγνωριστικές αποφάσεις. Μετά ταύτα ο σχετικοί λόγοι έφεσης που υποστηρίζουν τα αντίθετα πρέπει να απορριφθούν ως μη νόμιμοι.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης του το εκκαλούν εκθέτει ότι η συμπερίληψη στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής του ότι το ανακόπτον νομικό πρόσωπο κατά τον χρόνο έκδοσης της διαταγής πληρωμής είχε ασκήσει αίτηση αναίρεσης κατά της ανωτέρω τελεσίδικης απόφασης και ότι δεν αιτήθηκε την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης ενώ κατά τον ανωτέρω χρόνο αίτηση αναίρεσης δεν είχε ακόμη ασκηθεί αλλά αυτή ασκήθηκε μεταγενέστερα κατά τα αναφερόμενα στο ένδικο δικόγραφο δημιουργεί περαιτέρω αυτοτελή ακυρότητα στον τίτλο και ως εκ τούτου πρέπει η ένδικη διαταγή πληρωμής να ακυρωθεί. Ο ανωτέρω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος διότι και αληθής υποτιθέμενος ο παραπάνω ισχυρισμός του ανακόπτοντος ότι στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής περιλαμβάνεται η εσφαλμένη παραδοχή ότι το ανακόπτον είχε ασκήσει αίτηση αναίρεσης κατά της τελεσίδικης απόφασης με βάση την οποία αυτή εκδόθηκε χωρίς την υποβολή της αίτησης αναστολής της εκτέλεσης αυτής παρότι κατά τον χρόνο έκδοσης της διαταγής πληρωμής το ανακόπτον δεν είχε ασκήσει ακόμη αίτηση αναίρεσης κατά της παραπάνω απόφασης το γεγονός αυτό δεν επιδρά επί του τίτλου της διαταγής πληρωμής και δεν την καθιστά ακυρωτέα. Αυτό διότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 626, 630 και 631 ΚΠΟΛΔ, προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής, αποτελεί μόνο τίτλο εκτελεστό και δεν είναι δικαστική απόφαση με τη στενή έννοια, αλλά πράξη του δικαστή (οιονεί απόφαση) και επομένως δεν είναι αναγκαίο να έχει πλήρες αιτιολογικό για να είναι έγκυρη. Πρέπει να περιέχει, εκτός από τα άλλα στοιχεία που προβλέπονται στις περιπτώσεις α, β, ε, στ και ζ του άρθρου 630 το ΚΠΟΛΔ, την αιτία της πληρωμής, δηλαδή να προσδιορίζεται σ` αυτήν η σχέση από την οποία απορρέει η απαίτηση των χρημάτων, για την οποία ζητείται η έκδοσή της, έστω και συνοπτικά, αρκεί να μη δημιουργείται αμφιβολία από ολόκληρο το περιεχόμενό της ως προς την αιτία της πληρωμής. Δεν είναι αναγκαίο να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αιτία αυτή (ΑΠ 1094/2006, ΑΠ 1215/1995 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω το ζήτημα αν είχε ασκηθεί ή όχι αίτηση αναίρεσης κατά της με αριθμό 300/2022 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς βάση της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής δεν περιλαμβάνεται στο αναγκαίο περιεχόμενο αυτής, ώστε ακόμη και εσφαλμένη παραδοχή του εν λόγω ζητήματος δεν επιδρά στο κύρος της διαταγής ούτε στην επιδικαζόμενη απαίτηση. Επιπρόσθετα αξίζει να σημειωθεί ότι  όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής σε αυτή αναφέρεται ότι αίτηση αναίρεσης κατά της παραπάνω απόφασης έχουν ασκήσει οι αιτούντες την έκδοση της (οι καθ’ ων η ανακοπή) ενώ αναφέρεται επιπλέον ότι το ανακόπτον δεν έχει ασκήσει αίτηση αναίρεσης κατά της παραπάνω απόφασης μέχρι την έκδοση της. Επομένως και αυτός ο λόγος πρέπει να απορριφθεί όχι μόνο ως μη νόμιμος ως προελέχθη ανωτέρω αλλά και ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος.  Με τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσης το ανακόπτον ισχυρίζεται ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα διότι εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 20 του νόμου 3301/2004, διότι δίνεται η δυνατότητα στους καθ’ ων να του επιδώσουν στη συνέχεια επίσημο αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απόγραφου της διαταγής πληρωμής με επιταγή προς εκτέλεση παρότι το ίδιο εξαιρείται της αναγκαστικής εκτέλεσης κατ’ άρθρο 904 παρ.2 εδ.δ ΚΠΟΛΔ. Ο ανωτέρω λόγος πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος διότι δεν εμποδίζεται η έκδοση διαταγής πληρωμής από την επικαλούμενη από το ανακόπτον διάταξη του άρθρου 20 του ν. 3301/2004 που επίσης αφορά την εκτελεστότητα των αναφερόμενων στην εν λόγω διάταξη εκτελεστών τίτλων. Εξάλλου η εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής δεν αποτελεί αντικείμενο της ένδικης ανακοπής που έχει μόνο ως αντικείμενο την ακύρωση της παραπάνω διαταγής πληρωμής και δεν στρέφεται κατά της επιταγής προς πληρωμή κάτωθι του απογράφου του πρώτου εκτελεστού αντίγραφου αυτής που αποτελεί την πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης.

Επομένως, πρέπει να απορριφθούν οι ανωτέρω λόγοι της ένδικης έφεσης. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την ένδικη ανακοπή και επικύρωσε την με αριθμό ……/2022 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ορθά ερμήνευσε το νόμο τα δε, αντιθέτως υποστηριζόμενα από το εκκαλούν με τους σχετικούς λόγους της έφεσής του, πρέπει να απορριφθούν ως κατ` ουσίαν αβάσιμα, όπως και η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της. Η δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων καθώς η ερμηνεία των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου ήταν ιδιαίτερα δυσχερής(άρθρα 179 ΚΠΟΛΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΓΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ` αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ` ουσίαν την με αριθμό ………/2023 έφεση κατά της με αριθμό 1130/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά( διαδικασία περιουσιακών διαφορών).

Συμψηφίζει εν όλω την δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του στον Πειραιά στις   4.4.2024 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ