Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 154/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    154/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Λάζαρο Γιαπαλάκη Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Προϊστάμενο της Τριμελούς Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα  Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………… και ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευδοκία Σταυρουλάκη του Δ.Σ.Π. με Α.Μ. …….. με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠΟΛΔ.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ- ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: 1)……….. με την ιδιότητα της ως πρώην ομόρρυθμο μέλος της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία ………… και ήδη Ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία …………..με αριθμό ΓΕΜΗ ……… και η οποία ακολούθως λύθηκε και τέθηκε σε εκκαθάριση, που εδρεύει στην Νίκαια Αττικής, εκπροσωπείται νόμιμα με Α.Φ.Μ. …….. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Πουλόπουλο του Δ.Σ.Α. με Α.Μ. ……….

2) ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ΤΗΣ Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρίας με την επωνυμία ……….. με τον διακριτικό τίτλο ……… πρώην ………. κατόπιν εξαγοράς της από τον όμιλο εταιριών …….., που εδρεύει στην Αθήνα με Α.Φ.Μ. …….. της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών η οποία εκπροσωπήθηκε νόμιμα, από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αναστασία Τσακίρη του Δ.Σ.Α. με Α.Μ. ………..

3) ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ:3) Της Ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία ……….. με αριθμό ΓΕΜΗ ……… και η οποία ακολούθως λύθηκε και τέθηκε σε εκκαθάριση, που εδρεύει στην Νίκαια Αττικής, οδός ………, εκπροσωπείται νόμιμα με Α.Φ.Μ. ………… η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από  πληρεξούσιο δικηγόρο.

4) ΤΟΥ …………, με την ιδιότητα του ως πρώην ομόρρυθμου μέλους της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία ………. και ήδη Ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία ………… με αριθμό ΓΕΜΗ ………. και η οποία ακολούθως λύθηκε και τέθηκε σε εκκαθάριση, που εδρεύει στην Νίκαια Αττικής, εκπροσωπείται νόμιμα με Α.Φ.Μ. …………, ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από  πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου αγωγή …/2013, ενώ η εναγόμενη ……… άσκησε ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου την από  με αριθμό έκθεση κατάθεση δικογράφου ……/2013 προσεπίκληση σε βάρος της εταιρίας με την επωνυμία ………… οι οποίες συνεκδικάστηκαν κατά την δικάσιμο της 28-1-2014 ερήμην της πρώτης και του δεύτερου των εναγόμενων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 3436/2014 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου η οποία διέταξε τον χωρισμό της δίκης ως προς την παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης που ενώθηκε με την ανωτέρω προσεπίκληση και παρέπεμψε την ανωτέρω παρεμπίπτουσα αγωγή  στο αρμόδιο καθ’ ύλην Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών για να δικαστεί κατά την τακτική διαδικασία, έκανε εν μέρει δεκτή την με αριθμό έκθεση κατάθεση δικογράφου αγωγής ……./2013 και υποχρέωσε τους εναγόμενους να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα το ποσό των 80.000 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής μέχρι πλήρους εξόφλησης, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 30.000 ευρώ και επέβαλε στους εναγόμενους μέρος της δικαστικής δαπάνης. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη …………. και ήδη εκκαλούσα με την με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου ……../2014 έφεσή της ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και την με αριθμό  έκθεση. κατάθεσης. δικογράφου ………./2015 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε η 2-4-2015 επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 471/2023 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά η οποία κήρυξε απαράδεκτη την συζήτηση της ανωτέρω έφεσης. Δυνάμει της με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου κλήσης ………./2013 επανέρχεται προς συζήτηση η με αριθμό έκθεση κατάθεση δικογράφου …………/2015 έφεση, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του καλούντος-εφεσίβλητου κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις του και παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ., ενώ η καθ’ ης η κλήση- εκκαλούσα ……….. και η καθ’ ης η κλήση-εφεσίβλητη Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρία με την επωνυμία ………….., εκπροσωπήθηκαν από τις ως άνω πληρεξούσιες δικηγόρους τους οι οποίες ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις τους. Η τρίτη καθ’ ης η κλήση εφεσίβλητη και ο τέταρτος καθ’ ου η κλήση εφεσίβλητος δεν παραστάθηκαν στο Δικαστήριο και δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ……./2015 έφεση κατά της με αριθμό 3436/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών ερήμην της πρώτης και του δεύτερου των εναγόμενων και αντιμωλία λοιπών επί της από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου  αγωγής ………../2013 του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου κατά των εναγόμενων και ήδη εφεσίβλητων. Η ως άνω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον ενάγοντα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 511, 513 § 1 β, 516 και 518 § 2 ΚΠολΔ δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύτηκε στις 15-7-2014 η δε έφεση ασκήθηκε στις 8-10-2014 (βλ. την με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου έφεσης ……/2014 της γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς).  Δεδομένου ότι δεν απαιτείται η καταβολή του νόμιμου παράβολου κατ’ άρθρο 495 ΚΠΟΛΔ καθόσον στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για εφαρμογή του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠΟΛΔ πρέπει να γίνει αυτή τυπικά δεκτή (άρθρο 533 ΚΠΟΛΔ και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της (άρθρο 524 παρ.1 ΚΠΟΛΔ).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 271, 272 παρ. 1 524 παρ. 1 ΚΠΟΛΔ, όπως τα άρθρα 271 παρ. 1, 2 και 272 παρ. 1 τροποποιήθηκαν με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 και το άρθρο 524 παρ. 1 με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και ισχύουν από 1-1-2016 σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου προκύπτει ότι, αν ο εφεσίβλητος δεν εμφανιστεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως, αν αυτός κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, η δε διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, εφόσον ο ίδιος επέσπευσε τη συζήτηση, ή κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα να παραστεί σ αυτή. (Εφ Αθ 82/2020, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑΘ 1831/2016 ΤΝΠ ΔΣΑ). Το δε άρθρο 76 παρ. 1 του ΚΠΟΛΔ ορίζει: «Όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση ή η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους ομόδικους ή όταν οι ομόδικοι μόνο από κοινού μπορούν να ασκήσουν αγωγή ή να εναχθούν ή, εξαιτίας των περιστάσεων που συνοδεύουν την υπόθεση, δεν μπορούν να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομόδικους, οι πράξεις του καθενός ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους. Οι ομόδικοι που μετέχουν νόμιμα στη δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται».

Στην προκειμένη περίπτωση από τις υπ’ αριθμόν …………΄/5-2-2024 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά ……….. που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται ο εφεσίβλητος που επισπεύδει την παρούσα συζήτηση, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση από 18-10-2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 925/2014 κλήσης επανάληψης συζήτησης στο παρόν Δικαστήριο με πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην τρίτη και τον τέταρτο  των εφεσίβλητων. Οι τελευταίοι, όμως, δεν εμφανίσθηκαν κατά τη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου. Πρέπει, επομένως, να δικασθούν ερήμην, πλην όμως να θεωρηθεί ότι αντιπροσωπεύονται από τους λοιπούς παρισταμένους των εφεσίβλητων, με τους οποίους τελούν, ως συνεναγόμενοι με αυτούς, σε σχέση αναγκαστικής ομοδικίας, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη αμέσως προηγούμενη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, και η διαδικασία να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρο 76, 528 παρ. 4 εδαφ. α` του ΚΠΟΛΔ).

Με την ένδικη αγωγή όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και επαναλαμβάνεται στις προτάσεις που αυτός κατέθεσε (άρθρο 224 ΚΠΟΛΔ), ο ενάγων εκθέτει ότι στις 14-6-2010 σύναψε άτυπα με την τότε ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία …………….. η οποία εκπροσωπείται νόμιμα και της οποίας ομόρρυθμα μέλη είναι ο δεύτερος και η τρίτη των εναγόμενων στη θέση της οποίας υπεισήλθε η πρώτη εναγόμενη μετά από τροποποίηση του καταστατικού της και μετατροπής της σε ετερόρρυθμη εταιρία σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί ως ελαιοχρωματιστής σε οικοδομή που ανήγειρε η παραπάνω ομόρρυθμη εταιρία η οποία ήταν ιδιοκτήτρια και κυρία του έργου, με το σύστημα της αυτεπιστασίας, υπό την ιδιότητα της ως κατασκευαστική εταιρία στην Νίκαια- Αττικής, έναντι του συμφωνηθέντος ημερομίσθιου. Ότι στις 28-6-2010 κάτω από τις συνθήκες που αναλυτικά εκθέτει στην αγωγή του αυτός υπέστη εργατικό ατύχημα. Ότι το ανωτέρω εργατικό ατύχημα οφείλεται στην αμελή συμπεριφορά της εργοδότριας του και των ομόρρυθμων εταίρων της κατά τον χρόνο του ατυχήματος διότι δεν είχε λάβει τα αναγκαία μέτρα για την ασφάλεια του, κατά την εργασία του. Ότι εξαιτίας του τραυματισμού και την βλάβης της υγείας του που τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με την προαναφερόμενη υπαίτια συμπεριφορά των εναγόμενων υπέστη ηθική βλάβη προς αποκατάσταση της οποίας σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αγωγή προσδιοριστικά της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης του ιδίου και των εναγόμενων η ανάλογη χρηματική ικανοποίηση ανέρχεται στο ποσό των 400.000 ευρώ από τα οποία τα 44 ευρώ επιφυλάσσεται να τα ζητήσει ως πολιτικός ενάγων ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου. Με βάση αυτό το ιστορικό ο ενάγων ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον ο καθένας τους να του καταβάλλουν το ποσό των 399.956 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί σε βάρος του δεύτερου και της τρίτης των εναγόμενων προσωπική κράτηση ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην δικαστική του δαπάνη. Με την με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου προσεπίκλησης ………/2023 η προσεπικαλούσα τρίτη εναγόμενη εκθέτει ότι δυνάμει της με αριθμό ………./26/8/2009 ασφαλιστικής σύμβασης η ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία ……………. αλλά και η ίδια έχουν συνάψει με την προσεπικαλούμενη ασφαλιστική εταιρία η οποία εκπροσωπείται νόμιμα ασφαλιστική σύμβαση αστικής ευθύνης δυνάμει της οποίας η τελευταία πρέπει να υποχρεωθεί σε περίπτωση ήττας της στην συνεκδικαζόμενη ως άνω αγωγή να της καταβάλει το ποσό των 399.656 ευρώ, άλλως όποιο ποσό θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα. Μετά ταύτα ζητεί να υποχρεωθεί η προσεπικαλούμενη ασφαλιστική εταιρία να της καταβάλει το ποσό των 399.656 ευρώ, άλλως οιανδήποτε ποσό υποχρεωθεί η ίδια να καταβάλλει στον ενάγοντα της κύριας δίκης για κεφάλαιο, τόκους, έξοδα και δικαστική δαπάνη και το συνολικό αυτό ποσό με το νόμιμο τόκο από την καταβολή του και μέχρις την εξόφληση καθώς επίσης να καταδικαστεί η προσεπικαλούμενη στην δικαστική της δαπάνη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του συνεκδίκασε την αγωγή και την προσεπίκληση, διέταξε τον χωρισμό της δίκης ως προς την παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης που ενώνεται με την ανωτέρω προσεπίκληση παρέπεμψε αυτή στο καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο και δη στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών για να δικαστεί κατά την τακτική διαδικασία, δέχτηκε εν μέρει την ένδικη αγωγή,  υποχρέωσε τους εναγόμενους να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα το ποσό των 80.000 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής μέχρι πλήρους εξόφλησης, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 30.000 ευρώ και επέβαλε στους εναγόμενους μέρος της δικαστικής δαπάνης. Κατά της απόφασης αυτής με την από με αριθμ. Εκθ. Καταθ. …………./2015 έφεση της παραπονείται η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα για τους περιεχόμενους στην ανωτέρω έφεση της λόγους οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης έτσι ώστε να απορριφθεί η αγωγή του.

Από τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ και 1 και 16 του ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ. (άρθρο 38 παρ. 1 Εισ.Ν. Α.Κ.), προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Οι διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 του κ.ν.551/1915, κατά τις οποίες ο παθών σε εργατικό ατύχημα δικαιούται να εγείρει την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσει πλήρη αποζημίωση μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τηρήσεως των διατάξεων αυτών, αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημιώσεως για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται γι’ αυτή μόνο οι γενικές διατάξεις (Ολ. Α.Π. 1117/1986, Α.Π. 80/2016). Επομένως, για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή, σε περίπτωση θανάτου του, οι συγγενείς του χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν με την έννοια του άρθρου 914 του Α.Κ., δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του κ.ν. 551/1915(Α.Π. 80/2016). Εξ άλλου από τη διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ. σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρεώσεως προς αποζημίωση, είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξεως ή παραλείψεως, γ) υπαιτιότητα και δ) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Στην έννοια της υπαιτιότητας περιλαμβάνεται ο δόλος και η αμέλεια (υπό τις διάφορες μορφές της). Η αμέλεια, ο ορισμός της οποίας δίδεται στο άρθρο 330 εδ. β Α.Κ., (μη καταβολή της επιμέλειας που απαιτείται στις συναλλαγές), είναι παρά ταύτα αόριστη νομική έννοια, της οποίας απαιτείται εκάστοτε εξειδίκευση, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας. Όταν η ζημιογόνος συμπεριφορά συνίσταται σε υπαίτια παράλειψη, αμέλεια και εντεύθεν υποχρέωση αποζημιώσεως υφίσταται, μόνο όταν υπήρχε υποχρέωση του υπαίτιου προς ενέργεια της παραλειφθείσης πράξεως από το νόμο ή δικαιοπραξία ή την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και ιδία προηγούμενη συμπεριφορά του (υπαίτιου) από την οποία δημιουργήθηκε κατάσταση που επέβαλε τη λήψη μέτρων προς αποτροπή του απειλουμένου κινδύνου. Περαιτέρω από τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 16 ν.551/1915, 914 και 932 Α.Κ., σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αριθ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠΟΛΔ προκύπτει ότι για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης από τη θανάτωση προσώπου σε εργατικό ατύχημα, εξαιτίας του οποίου οι ενάγοντες, μέλη της οικογενείας του, υπέστησαν ψυχικό πόνο και στενοχώρια, πρέπει να εκτίθεται σ’ αυτή (αγωγή) ο βαθμός συγγένειας των εναγόντων με το θανατωθέντα εργαζόμενο, η ύπαρξη εργασιακής σχέσεως μεταξύ αυτού και του υπόχρεου, η βλάβη του σώματος ή της υγείας και ο συνεπεία αυτών θάνατος του εργαζόμενου, η επέλευση του ατυχήματος κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, η απόδοση του ατυχήματος σε πταίσμα, ήτοι οποιασδήποτε μορφής αμέλεια του εργοδότη ή των προσώπων που αυτός έχει προστήσει στην υπηρεσία του και, στην περίπτωση της ειδικής αμέλειας, η μη τήρηση των ειδικών διατάξεων των ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφάλειας των εργαζομένων, καθώς και ότι το ατύχημα δεν θα συνέβαινε χωρίς την εργασία και τις περιστάσεις εκτελέσεώς της. Ειδικότεροι προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης του υπαιτίου, η ηλικία του θανόντος και των συγγενών του θανόντος εργαζόμενου κ.λπ. δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεσή τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής ούτε περί αυτών διατάσσεται απόδειξη αλλά το δικαστήριο αποφαίνεται γι’ αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 981/2015, 212/2014). Επομένως σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος το οποίο τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την μη τήρηση των παραπάνω ειδικών διατάξεων υφίσταται πταίσμα του εργοδότη-κυρίου του έργου που εγκαθιδρύει την υποχρέωση του για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του εργαζόμενου συνέπεια του ατυχήματος αυτού(ΑΠ 212/2014,ΑΠ139/2014, 732/2012,ΕΦ.ΛΑΜ. 149/2012, ΕΦ.ΑΘ. 331/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ και ως προς την χρήση του κράνους ΑΠ 1328/2010 ΚΑΙ ΑΠ 324/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Η παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, που ενώνεται με την προσεπίκληση του οικονομικού εγγυητή, ερευνάται ως προς την ουσία της μόνο μετά την παραδοχή της κύριας αγωγής, υπό της αίρεση της ευδοκίμησης της οποίας ασκείται. Όταν όμως η παρεμπίπτουσα αγωγή δεν είναι νόμιμη, και συνεπώς δεν δικαιολογεί ούτε την άσκηση της προσεπίκλησης, τότε τόσο η αγωγή, όσο και η προσεπίκληση απορρίπτονται πριν από οποιαδήποτε ουσιαστική έρευνα της κύριας αγωγής, αφού κι αν ακόμη ευδοκιμήσει η τελευταία, ο προσεπικαλούμενος δεν υποχρεούται από το νόμο σε αποζημίωση του προσεπικαλούντα [ΕφΑΘ 2385/1979 ΝοΒ 28.102, ΠΠΡ ΑΘ 3291/1995 ΝΟΔ/ΣΔΕΜΠΤΕ 1996.64]. Αποτελεί παγιωμένη άποψη στη νομολογία και την επιστήμη ότι, όταν στην προσεπίκληση ενώνεται αγωγή αποζημίωσης, το αντικείμενό της δεν πρέπει να ανήκει σε καθ` ύλην αναρμόδιο Δικαστήριο και δεν επιτρέπεται να υπάγεται σε διάφορη διαδικασία ή δικαιοδοσία. Έτσι, για την άσκηση προσεπίκλησης η έλλειψη ταυτότητας της διαδικασίας δεν ασκεί επιρροή, ενώ για την ενωμένη σ` αυτήν αγωγή, πρέπει το αντικείμενό της να υπάγεται στην καθ’ύλην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου και στην ίδια διαδικασία, διαφορετικά διατάσσεται χωρισμός και παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο [ΕφΑΘ 2230/2010 ΕλλΔνη 2010.1051, ΕφΑΘ 3052/2008 ΕλλΔνη 2008.271, ΕφΑΘ 6652/2004 ΕλλΔνη 2005.276, ΕφΝαυπλ 460/2007 ΕΠΟΛΔ 2008.390, ΕφΚρ 126/2003 ΕΠΙΔΙΚΙΑ 2003.311).

Περαιτέρω κατ’ εκτίμηση του περιεχόμενου της ένδικης προσεπίκλησης η οποία ενώνεται με παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης η οποία δεν αφορά διαφορά εργαζόμενου και εργοδότη (άρθρο 16 παρ.2 ΚΠΟΛΔ), και κατά συνέπεια απαράδεκτα φέρεται προς συζήτηση κατά την παρούσα ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών. Αυτό διότι η ένδικη διαφορά απορρέει από σύμβαση ασφάλισης η οποία υπάγεται στην τακτική διαδικασία και λόγω του ποσού της στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου(άρθρο 14 παρ.2 και 18 ΚΠΟΛΔ), δεδομένου ότι η κατ’ άρθρο 31 παρ.1 ΚΠΟΛΔ αποκλειστική δωσιδικία της συνάφειας δεν λειτουργεί όταν το αντικείμενο της συναφούς αγωγής υπάγεται σε διαφορετική διαδικασία (βλ.Κεραμέας, Κοννδύλης, Νίκας Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ Τόμος1, άρθρο 31 αρ.6, σελ.76.). Συνεπώς πρέπει η ένδικη έφεση ως προς την δεύτερη  εφεσίβλητη …………. να απορριφθεί ως μη νόμιμη κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη της παρούσης και σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της δεύτερης καθ’ ης η κλήση εφεσίβλητης.

Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 42 παρ. 3, 43 και 44 του Ε.Ν. προκύπτει ότι η ομόρρυθμη εταιρεία, που είναι προσωπική εταιρεία και για τη σύσταση της οποίας δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις δημοσιότητας, δεν αποκτά νομική προσωπικότητα. Αν όμως λειτούργησε, θεωρείται αυτή ως “εν τοις πράγμασι” εταιρεία με όλες τις συνέπειες που απορρέουν από το γεγονός αυτό, δηλαδή εφαρμόζεται το δίκαιο της ομόρρυθμης εταιρείας σε όλη του την έκταση, συνεπώς και ως προς τη διαχείριση της εταιρείας, την ευθύνη των εταίρων, τη λύση και τις συνέπειες της λύσεως της εταιρείας. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 22 Ε.Ν., που εφαρμόζεται επί ομόρρυθμης και “εν τοις πράγμασι” εταιρείας, οι εταίροι ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρο για τις υποχρεώσεις της εταιρείας. Ο νέος εταίρος, δηλαδή εκείνος που αποκτά την εταιρική ιδιότητα μετά τη σύσταση της εταιρείας, ευθύνεται για όλα τα χρέη της εταιρείας, συνεπώς και για τα προγενέστερα της εισόδου του χρέη, εκτός αν υπάρχει στο καταστατικό αντίθετη ρήτρα, που έχει δημοσιευθεί νόμιμα. Έτσι, οι δανειστές της εταιρείας μπορούν να στραφούν εναντίον των εκάστοτε εταίρων για την πλήρη ικανοποίησή τους, ανεξάρτητα από το αν συμπίπτει το χρονικό σημείο της αποκτήσεως της εταιρικής ιδιότητας με αυτό της γεννήσεως του εταιρικού χρέους. (ΑΠ794/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ)

Με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι η ένδικη έφεση έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη διότι στην ένδικη αγωγή ο ενάγων παραλείπει να δηλώσει πόσα έτη απασχολείτο στο επάγγελμα ως ελαιοχρωματιστής ήτοι αν ήταν έμπειρος ελαιοχρωματιστής αν ήταν ο μόνο ελαιοχρωματιστής στην παραπάνω οικοδομή, αν είχε αναλάβει παρόμοια καθήκοντα στο παρελθόν και αν εργαζόταν την ημέρα του ατυχήματος στο συγκεκριμένο σημείο μόνος ή με βοηθό του ή υπό την καθοδήγηση άλλου ελαιοχρωματιστή. Ακόμη ότι αυτός παραλείπει να προσδιορίσει το ύψος και τον αριθμό των ορόφων της οικοδομής καθώς και αν από την πλευρά της οικοδομής στην οποία εργαζόταν υπήρχαν παράθυρα και μπαλκόνια καθώς επίσης για τον λόγο ότι δεν περιλαμβάνονται στο διατακτικό οιανδήποτε περιστατικά τα οποία να συνιστούν δεσμευτικές οδηγίες και εντολές του εργοδότη προς τον ενάγοντα σε σχέση με τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του.  Ακόμη ότι η ένδικη αγωγή είναι αόριστη για τον λόγο ότι αναφέρεται σ’ αυτή ότι οι ενάγοντες έχουν μεγάλη οικονομική ευχέρεια δεν περιλαμβάνει κανένα πραγματικό περιστατικό εκ του οποίου να αποδεικνύεται ότι η εκκαλούσα διάγει βίο εύπορων ατόμων. Ο ανωτέρω λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος διότι σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη της παρούσης για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως από εργατικό ατύχημα πρέπει να εκτίθεται σ’ αυτή (αγωγή) η ύπαρξη εργασιακής σχέσεως μεταξύ αυτού και του υπόχρεου, η βλάβη του σώματος ή της υγείας, η επέλευση του ατυχήματος κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, η απόδοση του ατυχήματος σε πταίσμα, ήτοι οποιασδήποτε μορφής αμέλεια του εργοδότη ή των προσώπων που αυτός έχει προστήσει στην υπηρεσία του και, στην περίπτωση της ειδικής αμέλειας, η μη τήρηση των ειδικών διατάξεων των ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφάλειας των εργαζομένων, καθώς και ότι το ατύχημα δεν θα συνέβαινε χωρίς την εργασία και τις περιστάσεις εκτελέσεώς της μη απαιτουμένων λοιπών στοιχείων και δη τα αναφερόμενα στην ένδικη έφεση. Περαιτέρω ειδικότεροι προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης του υπαιτίου, η ηλικία του θανόντος και των συγγενών του θανόντος εργαζόμενου κ.λπ. δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεσή τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής ούτε περί αυτών διατάσσεται απόδειξη αλλά το δικαστήριο αποφαίνεται γι’ αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 981/2015, 212/2014). Τέλος ο λόγος έφεσης ότι εκ του δικογράφου της αγωγής δεν προκύπτουν με τρόπο ορισμένο τα γεγονότα που φέρονται να θεμελιώνουν το αίτημα απαγγελίας προσωπικής κράτησης πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος διότι η εκκαλουμένη απόφαση δεν επέβαλε προσωπική κράτηση σε βάρος κανενός εκ των εναγόμενων και ως εκ τούτου ελλείψει εννόμου συμφέροντος της εκκαλούσης δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο έφεσης της εκκαλούμενης απόφασης.

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από τις προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα με αριθμό …../24-1-2014 και …../24-1-2014 ένορκες βεβαιώσεις δύο μαρτύρων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών που λήφθηκαν νόμιμα κατ’ άρθρο 671 παρ.1 εδ. τελευταίο καθόσον κλητεύθηκαν οι εναγόμενοι να παραστούν κατά την λήψη τους (βλ. τις με αριθμό … Ε΄, … Ε΄. …. Ε΄/20-1-2014 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά ……….) καθώς και από όλα τα προσκομιζόμενα έγγραφα από τους διαδίκους στα οποία δεν περιλαμβάνεται ούτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αφού αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο η προσκομιζόμενη με επίκληση από την τρίτη εναγόμενη της από 1-7-2010 υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 8 του νόμου 1599/1986 του ……… διότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου δόθηκε από τρίτο πρόσωπο εργαζόμενο της πρώτης εναγόμενης ενόψει της μέλλουσας να εγερθεί επίδικης αξίωσης του ενάγοντος από το ατύχημα που του συνέβη προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο για την δίκη που θα ανοιχθεί χωρίς να τηρηθεί η προβλεπόμενη από το άρθρο 270 παρ.2 ΚΠΟΛΔ διαδικασία (ΑΠ 109/2004,ΧΡΙΔ 2004,625, ΑΠ373/2002 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 431/2002 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων προσλήφθηκε από την ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία ………………..  με έδρα την Νίκαια Αττικής, στην οποία ομόρρυθμα μέλη ήταν ο δεύτερος και η τρίτη των εναγόμενων η δε τρίτη και νόμιμη εκπρόσωπος αυτής, στις 14-6-2010 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί για χρονικό διάστημα τριάντα ημερών ως ελαιοχρωματιστής, με συμφωνηθέν ημερομίσθιο σε νεοαναγειρόμενη οικοδομή ιδιοκτησίας της στην Νίκαια -Αττικής στην οδό ………… Η ανωτέρω κατασκευαστική εταιρία ήταν κυρία του έργου ενώ συγχρόνως εκτελούσε η ίδια τις εργασίες κατασκευής της οικοδομής, έχοντας την διεύθυνση και επίβλεψη των εργασιών κατά το σύστημα της αυτεπιστασίας. Η πρόσληψη του ενάγοντος από την εναγόμενη έγινε κατόπιν μεσολάβησης του …………. πρώην εργολάβου ελαιοχρωματισμών και ήδη συνταξιούχου, ο οποίος συνεργαζόταν ατύπως με την παραπάνω εταιρία, επιτηρώντας τις εργασίες της αφού αυτός οργάνωνε τα συνεργεία που απασχολούνταν στην οικοδομή. Στις 28-6-2010 κατόπιν εντολής της ανωτέρω εταιρίας εργοδότριας του ενάγοντος ο τελευταίος έπρεπε να προβεί στον ελαιοχρωματισμό της μεσοτοιχίας με την όμορη προς τον νότο οικοδομή καθώς και τον τοίχο αυτής που βρισκόταν στον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής, σε συνολικό ύψος από το έδαφος πέντε μέτρων, γιατί είχε λερωθεί κατά τις εργασίες ανέγερσης της οικοδομής ιδιοκτησίας της. Προκειμένου να πράξει αυτό ο ενάγων καθ’ υπόδειξη της εργοδότριας του,  χρησιμοποίησε πρόχειρο κινητό ικρίωμα που είχε κατασκευάσει σύμφωνα με τις της αλλοδαποί εργάτες απασχολούμενοι στην οικοδομή, το οποίο αποτελούνταν από μία φορητή πτυσσόμενη κλίμακα, συνολικού ύψους 2,5 μέτρων και ένα ξύλινο μαδέρι μήκους 4 μέτρων, πλάτους 40 εκατοστών και πάχους 5-6 εκατοστών, το οποίο είχαν στηρίξει στην κλίμακα και στην μεσοτοιχίας όπως αυτή απεικονίζεται στην φωτογραφία της από 31-1-2011 έκθεση έρευνας της Τεχνικής Επιθεωρήτριας ………….. Ο ενάγων ανέβηκε στο ικρίωμα και ξεκίνησε την εργασία του, χρησιμοποιώντας βούρτσα βαφής με κοντάρι μήκους 3 περίπου μέτρων, προκειμένου να καλύψει το συνολικό ύψος των 5 μέτρων που έπρεπε να βαφεί. Γεγονός είναι ότι η μάρτυρας της τρίτης εναγόμενης καταθέτει ότι ο ενάγων έπρεπε να βάψει την μεσοτοιχία σε ύψος μόνο 2 μέτρων από το έδαφος πλην όμως η κατάθεση της δεν κρίνονται πειστική, καθόσον λαμβανομένου υπόψη του μέσου ύψους ενός άρρενος εργαζόμενου περί 1.70-1.75 μέτρα δεν θα του ήταν απαραίτητη η χρήση σκάλας ύψους 2,5 μέτρων. Όμως ο ενάγων προκειμένου να εκτελέσει εργασία σε εξωτερικό χώρο σε ύψος μεγαλύτερο των 4 μέτρων η εργοδότρια του έπρεπε να μεριμνήσει να τοποθετηθεί στο σημείο σταθερό ικρίωμα σύμφωνα με το άρθρο 3 π.δ. 778/80 περί των μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών (ΦΕΚ193/Α/26-8-1980), το οποίο να αποτελείται από ορθοστάτες με απόσταση μεταξύ τους 1,30 μέτρα, ενώ θα επεκτείνονται τουλάχιστον κατά ένα μέτρο πάνω από το τελευταίο δάπεδο εργασίας, να διαθέτει δάπεδο αποτελούμενο από τρία μαδέρια τουλάχιστον ελάχιστου πάχους 5 εκατοστών του μέτρου και συνολικού πλάτους τουλάχιστον εξήντα εκατοστών του μέτρου το καθένα και να διαθέτει χειρολισθήρα αποτελούμενο από διπλοσανίδα, αφετέρου να χορηγήσει στον ενάγοντα προστατευτικό κράνος. Όμως η εργοδότρια του ενάγοντος εταιρία δεν έπραξε τίποτα από τα ανωτέρω κυρίως ως προς την χρήση του κράνους, ο δε ισχυρισμός της δεν αποδείχτηκε αφού όπως καταθέτει η μάρτυρας της τρίτης εναγόμενης περί του ότι υπήρχε ανοιχτό ντουλάπι με μέτρα ασφαλείας και είχε γίνει επιθεώρηση του, όμως αυτά δεν ενισχύονται από κάποιο έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο. Ενώ λοιπόν ο ενάγων βρισκόταν στο ύψος αυτό λόγω της αστάθειας του πρόχειρου κινητού ικριώματος , λαμβανομένης και της δυσχέρειας στην κίνηση του, αφού χρησιμοποιούσε κοντάρι μήκους τριών μέτρων, μετακινήθηκε το ξύλινο μαδέρι και η φορητή κλίμακα, ο ενάγων έχασε την ισορροπία του και έπεσε από ύψος 2,5 μέτρων στο έδαφος του ακάλυπτου χώρου χτυπώντας το κεφάλι του καθώς επίσης το ξύλινο μαδέρι μετά την πτώση του τον χτύπησε στο πρόσωπο του. Συνεπεία της πτώσης του αυτής ήταν ο ενάγων να υποστεί σοβαρό τραυματισμό κα ειδικότερα βαρύτατη κρανιοεγκεφαλική κάκωση, θλάση μετωπιαίων και κροταφικών λοβών και εγκεφαλικό οίδημα. Νοσηλεύτηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας Πειραιά ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ από την ημέρα του ατυχήματος μέχρι τις 26-7-2010 δηλαδή επί 28 ημέρες και εξήλθε παρουσιάζοντας ψυχικές διαταραχές συμπεριφοράς κα προσανατολισμού καθώς και κρίσεις επιληψίας ενώ κατά την έξοδο του συστήθηκε η παρουσία μόνιμου συνοδού ασθενούς για τρεις μήνες. Ακολούθως κατά την εξέταση του στο Εξωτερικό Νευροχειρουργικό Ιατρείο του παραπάνω Νοσοκομείου στις 14-7-2011 πέραν των ανωτέρω συνεπειών του τραυματισμού του, διαγνώστηκε πλήρης αποδιοργάνωση των ψυχικών λειτουργιών του, λόγω εκτενούς γλοίωσης αμφοτέρων των μετωπιαίων λοβών, η οποία επεκτείνεται και στους κροταφικούς λοβούς και εν γένει μετατραυματική ατροφία του εγκεφάλου. Η κατάσταση του χαρακτηρίστηκε μόνιμη και ο ίδιος ανίκανος για κάθε εργασία. Στις 15-10-2012 διαπιστώθηκε από γιατρούς του ΙΚΑ ότι η εμμένουσα παραπάνω κατάσταση για την αντιμετώπιση της οποίας λάμβανε ήδη χρόνια φαρμακευτική αγωγή, δεν επιτρέπει στον ενάγοντα να αυτοεξυπηρετηθεί και έχρηζε για τον λόγο αυτό συνεχούς συμπαράστασης. Μέχρι σήμερα η παραπάνω αναλυτικά εκτιθέμενη κατάσταση της υγείας του ενάγοντος δεν έχει βελτιωθεί ενώ ήδη λόγω της προαναφερόμενης σωματικής βλάβης που υπέστη, έχει κριθεί ανίκανος από την Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή του ΙΚΑ Πειραιά ανάπηρος σε ποσοστό 80% για το χρονικό διάστημα από 28-6-2010 έως τις 7-2-2012 και σε ποσοστό 67% για το χρονικό διάστημα από τις 8-2-2012- 31-1-2014, λαμβάνοντας και το οικείο επίδομα ανικανότητας προς εργασία. Αποκλειστικά υπαίτια για την πρόκληση του παραπάνω επίδικου εργατικού ατυχήματος και του συνεπεία αυτού τραυματισμού του ενάγοντος είναι η εργοδότρια του η οποία αν και όφειλε και μπορούσε να το πράξει δεν έλαβε τα προβλεπόμενα από τις οικείες διατάξεις μέτρα ασφάλειας δηλαδή δεν τοποθέτησε σταθερό ικρίωμα και δεν χορήγησε στον ενάγοντα κράνος δεδομένου ότι αυτός έπρεπε να εργαστεί σε ύψος τεσσάρων μέτρων από το έδαφος όπως ειδικότερα εκτέθηκε ανωτέρω. Η αμελής αυτή συμπεριφορά τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τον τραυματισμό του παθόντος αφού αιτία της πτώσης του ήταν η αστάθεια του πρόχειρου κινητού ικριώματος στο οποίο εργαζόταν. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει και η από 31-1-2011 έκθεση έρευνας της τεχνικής επιθεωρήτριας ……… η οποία επισημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση όποια από τις τρεις υποστηριζόμενες εκδοχές ευσταθεί κατά την άποψη της το ατύχημα θα είχε αποφευχθεί αν ο παθών εργαζόταν πάνω σε ικρίωμα σύμφωνα με το άρθρο 3 π.δ. 778/80 περί των μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών (ΦΕΚ193/Α/26-8-1980) το οποίο πληρούσε τις διατάξεις του προαναφερόμενου Π.Δ. Δεν αποδείχτηκε όμως ότι ο ενάγων ενήργησε αυτοβούλως αλλά κατόπιν εντολής της εναγόμενης εργοδότριας του η οποία γνώριζε τις συνθήκες εργασίας του ενώ ο τελευταίος εκ της θέσης του δεν μπορούσε να αρνηθεί την παροχή εργασίας του ακόμη και με έλλειψη μέτρων ασφαλείας (ΑΠ 1328/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΦΑΘ. 3485/2004 ΔΕΕ 2005, 849). Όμως δεν αποδείχτηκε ποιος από τους δεύτερο και τρίτη των εναγόμενων έδωσε την εντολή στον ενάγοντα να εκτελέσει την παραπάνω περιγραφόμενη εργασία και τις οδηγίες στους αλλοδαπούς εργάτες να κατασκευάσουν το πρόχειρο ικρίωμα  με αποτέλεσμα να μην αποδεικνύεται η τέλεση αδικοπραξίας σε βάρος του ενάγοντα από κάποιον από αυτούς. Όμως παρά την μη ύπαρξη αυτοτελούς αδικοπρακτικής ευθύνης του δεύτερου και της τρίτης των εναγόμενων δεν αίρεται και η υποχρέωση τους να αποκαταστήσουν την ηθική βλάβη που υπέστη ο ενάγων από το επίδικο ατύχημα με την εταιρία της οποίας ήταν τον κρίσιμο χρόνο του ατυχήματος ομόρρυθμα μέλη. Ακόμη αποδείχτηκε ότι λίγες ημέρες πριν από το ένδικο ατύχημα στις 23-6-2010 η τρίτη εναγόμενη εργοδότρια του ενάγοντος, κυρία του έργου και ομόρρυθμη εταίρος της εταιρίας με την επωνυμία ……….. τροποποίησε το καταστατικό της χωρίς να λυθεί, η ίδια αποχώρησε από την ανωτέρω εταιρία και μεταβίβασε το εταιρικό της μερίδιο κατά ποσοστό 49% στον ………… και κατά ποσοστό 1% στην μητέρα της ………….. Η προαναφερόμενη εταιρία τροποποίησε το καταστατικό της χωρίς να λυθεί και μετασχηματίστηκε στην πρώτη εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία …………. Η ανωτέρω εταιρία (πρώτη εναγόμενη)έχει υπεισέλθει στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της ομόρρυθμης εταιρίας ως καθολική διάδοχος αυτής ευθυνόμενη για τις κατά τον χρόνο της μετατροπής υφιστάμενες υποχρεώσεις της παλιάς επομένως και για την χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του ενάγοντος. Γεγονός είναι ότι κατά τον χρόνο του ατυχήματος του ενάγοντος δεν αποδεικνύεται αν η πρώτη εναγόμενη εταιρία είχε τηρήσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας που όριζε ο νόμος ή λειτουργούσε άτυπα εν τοις πράγμασι πλην όμως σε κάθε περίπτωση αυτή σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη της παρούσης ευθύνεται και για τα προηγούμενα χρέη της μεταβιβάζουσας εταιρίας και για τα νέα χρέη αυτής. Ακόμη αποδεικνύεται ότι η τρίτη εναγόμενη ………… καίτοι εμφανίζεται η αποχώρηση της στις 23-6-2010 δημοσιεύεται η αποχώρηση της στα βιβλία του Πρωτοδικείου Πειραιά στις 7-7-2010 (βλ. την από 7-7-2010 βεβαίωση της γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά ……….). Συνεπώς σύμφωνα με τα άρθρα 42 έως 44 του ΕμπΝ όπου προβλέπονται οι όροι δημοσιότητας της ομορρύθμου εταιρίας, μεταξύ των οποίων η δημοσίευση περίληψης της εταιρικής σύμβασης (καταστατικού), περιεχούσης μεταξύ των άλλων και τα ονόματα των εταίρων, οι οποίοι διευθύνουν την εταιρία, στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου της έδρας της (βλ. ΕΦ.ΘΕΣΣΑΛ. 669/2009 Τ,Ν,Π, ΝΟΜΟΣ) η τρίτη εναγόμενη ευθύνεται στο χρονικό σημείο του ένδικου ατυχήματος καθότι το ανωτέρω χρονικό διάστημα δεν είχε δημοσιευτεί η αποχώρηση της από την ανωτέρω εταιρία η οποία δημοσιεύτηκε στις 7-7-2010. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ηλικίας 48 ετών κατά το χρόνο του ατυχήματος εξαιτίας του σοβαρού τραυματισμού του που είχε ως συνέπεια να υποστεί βαρύτατη κρανιοεγκεφαλική κάκωση για την οποία χρειάστηκε να νοσηλευτεί επί 28 ημέρες σε νοσηλευτικό ίδρυμα, μετά την νοσηλεία του και λόγω της σοβαρότητας και της έκτασης των βλαβών του εγκεφάλου του πάσχει από μόνιμη ψυχική διαταραχή, συνοδευόμενη από κρίσεις επιληψίας, ώστε να μην δύναται παρά την λήψη χρόνιας φαρμακευτικής αγωγής να αυτοεξυπηρετείται και να εργάζεται έχει υποστεί ηθική βλάβη. Το προς ικανοποίηση εύλογο ποσό πρέπει να καθοριστεί λαμβανόμενων υπόψη των συνθηκών κάτω από τις οποίες έγινε το ατύχημα της αποκλειστικής υπαιτιότητας της πρώτης εναγόμενης, του μεγέθους της βλάβης του ενάγοντος που ήδη περιεγράφηκε και της οικονομική κατάσταση ενάγοντος και πρώτης εναγόμενης. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ενάγων λαμβάνει σύνταξη αναπηρίας από το ΙΚΑ η οποία ανέρχεται στο ποσό των 400 ευρώ μηνιαίως, είχε οφειλή από στεγαστικό δάνειο και διαμένει με την σύζυγο του ενώ η πρώτη εναγόμενη κατασκευαστική εταιρία μέχρι και τις 5-2-2013 δραστηριοποιούνταν στον κατασκευαστικό κλάδο. Συνεπώς πρέπει να επιδικαστεί στον ενάγοντα το ποσό των 80.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη την οποία υπέστη το οποίο με βάση τα παραπάνω κριτήρια θεωρείται εύλογο και δίκαιο. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκανε εν μέρει δεκτή την ένδικη αγωγή και απέρριψε την ένσταση συνυπαιτιότητας του ενάγοντος στο προκληθέν ατύχημα, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις. Τέλος καθόσον έγινε εν μέρει δεκτή η ένδικη αγωγή ορθά κατ’ εφαρμογή του άρθρου 178 ΚΠΟΛΔ η εκκαλουμένη επέβαλε μέρος της δικαστικής δαπάνης σε βάρος των εφεσίβλητων. Συνεπώς με βάση τα παραπάνω πρέπει να απορριφθεί η ένδικη έφεση στο σύνολο της. Τα δικαστικά έξοδα του πρώτου εφεσίβλητου, για την επιδίκαση των οποίων υποβλήθηκε σχετικό αίτημα από την τελευταίο, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, θα επιβληθεί σε βάρος της εκκαλούσης, της τρίτης εφεσίβλητης και του τέταρτου  εφεσίβλητου ευθυνομένων εις ολόκληρον λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠΟΛΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα πλην όμως δεδομένου ότι ο εκκαλών έλαβε νομική βοήθεια πρέπει κατ` εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 12 του Ν. 3226/2004 η ως άνω δικαστική δαπάνη να επιδικασθεί υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.  Η δικαστική δαπάνη της δεύτερης εφεσίβλητης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσης πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ τους κατ’ εφαρμογή του άρθρου 179 ΚΠΟΛΔ. Τέλος, πρέπει να ορισθεί το προβλεπόμενο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης εκ μέρους των απολειπόμενων διαδίκων και δη της τρίτης και του τέταρτου των  εφεσίβλητων (άρθρα 501,502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠΟΛΔ), δεδομένου ότι δικαίωμα άσκησης ανακοπής ερημοδικίας έχει και ο απολειπόμενος αναγκαίος ομόδικος, έστω και αν θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται στη δίκη από τους παριστάμενους αναγκαίους ομοδίκους του (ΑΠ 367/2014, ΑΠ 709/2012, ΑΠ 658/2012, ΤΝΠ Νόμος), όπως επίσης ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της τρίτης και του τέταρτου των εφεσίβλητων, θεωρούμενων ως αντιπροσωπεύονται από την παριστάμενη εκκαλούσα και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΟΡΙΖΕΙ σε διακόσια ενενήντα (290,00) ευρώ το παράβολο ερημοδικίας, το οποίο οφείλει να προκαταβάλει έκαστος εκ των απολιπομένων διαδίκων και δη η τρίτη και ο τέταρτος των εφεσίβλητων στην περίπτωση, που ασκήσουν ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ` ουσίαν την με αριθμό ………./2015 έφεση κατά της με αριθμό 3436/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία περιουσιακές-εργατικές διαφορές). Επιβάλει σε βάρος της εκκαλούσης, της τρίτης  εφεσίβλητης και του τέταρτου εφεσίβλητου την δικαστική δαπάνη του πρώτου εφεσίβλητου αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ την οποία επιδικάζει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, ενώ συμψηφίζει μεταξύ της εκκαλούσης και της δεύτερης εφεσίβλητης την δικαστική τους δαπάνη.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του στον Πειραιά στις  4.4. 2024 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ