Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 159/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αριθμός απόφασης 159/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από τον δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, εφέτη, τον οποίο όρισε ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης του Εφετείου Πειραιά και τη γραμματέα, Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ……….. για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων : 1) ………… και 2) …………. οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Ανδρέα Πηλαβάκη.

Των εφεσιβλήτων : 1) ………. και 2) ……….., οι οποίοι δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την με αρ. κατ. ……../2015 αγωγή, το οποίο με την με αρ. 3027/2023 απόφαση την απέρριψε.

Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλαν οι εκκαλούντες με την με αρ. κατ. ………./2023 έφεσή τους, η οποία ορίστηκε (………./2023 εκθ. κατ. στο Εφετείο Πειραιά) να συζητηθεί ενώπιον του δικαστηρίου τούτου τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτές.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της 3027/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που έκρινε, κατά τη διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, αγωγή προσβολής και αναγνώρισης πατρότητας (ΚΠολΔ 592 παρ. 2), ασκήθηκε νόμιμα, εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 518 παρ. 2) και κατατέθηκε το σχετικό παράβολο έφεσης (βλ το με αρ. …………/2023 ηλεκτρ. παράβολο). Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, σαν να ήταν και οι εφεσίβλητοι παρόντες παρά την ερημοδικία τους, αφού η έφεση και η κλήση για συζήτηση αυτής τους επιδόθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 524 παρ. 4, βλ. τις …./6.12.2023 και …../29.12.2023 εκθέσεις επίδοσης του δικ. επιμ. ………..). Σημειώνεται ότι και στον πρώτο βαθμό οι εφεσίβλητοι ήταν ερήμην και δεν κατέθεσαν προτάσεις, ενώ για το παραδεκτό της συζήτησης προσκομίζονται από τους εκκαλούντες αντίγραφο του εισαγωγικού δικογράφου και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης (ΚΠολΔ 524 παρ. 4).

Με την πρωτοδίκως κριθείσα αγωγή τους οι ενάγοντες, ήδη εκκαλούντες, ζήτησαν να αναγνωρισθεί ότι ο δεύτερος εναγόμενος, ήδη δεύτερος εφεσίβλητος, δεν είναι τέκνο γεννημένο στο γάμο της δεύτερης εκκαλούσας με τον πρώτο εφεσίβλητο, επειδή κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης δεν είχαν σχέσεις και να αναγνωριστεί ότι αυτό έχει πατέρα τον πρώτο εκκαλούντα, με τον οποίο είχε σαρκική συνάφεια κατά το κρίσιμο διάστημα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως προς το αίτημα για αναγνώριση της πατρότητας ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης και ως προς το αίτημα της προσβολής πατρότητας, ως απαράδεκτη λόγω παρέλευσης της αποσβεστικής προθεσμίας (ΑΚ 1470 αρ. 4, 5). Την απόφαση αυτή προσβάλλουν οι εκκαλούντες για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν αυτή να εξαφανιστεί και στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αγωγή τους.

Αρχικά πρέπει να σημειωθεί ότι εν προκειμένω τα ελληνικά δικαστήρια είχαν διεθνή δικαιοδοσία για να εκδικάσουν την υπό κρίση αγωγή (ΚΠολΔ 3 παρ. 1 και 22). Εφαρμοστέο ήταν το αλβανικό δίκαιο, αφού αμφότεροι οι γονείς του ανηλίκου είχαν, κατά το χρόνο λύσης του γάμου, που είχε λυθεί πριν τη γέννησή του, την αλβανική ιθαγένεια (ΑΚ 17, 14 αρ. 1). Σύμφωνα με το δίκαιο αυτό (προσκομίστηκε νομική πληροφορία από το Ελληνικό Ινστιτούτο Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου), δικαίωμα προσβολής της πατρότητας τέκνου είχαν η μητέρα του και ο πατέρας του, ενώ δεν προβλεπόταν αντίστοιχο δικαίωμα στο άνδρα με τον οποίο η μητέρα είχε σαρκική συνάφεια. Η διάταξη αυτή, ως προς το μέρος που αποκλείει τον βιολογικό πατέρα του τέκνου από το δικαίωμα προσβολής της πατρότητας του καταγόμενου από γάμο τέκνου, κρίνεται ότι προσκρούει στη δημόσια τάξη (ΑΚ 33), αφού έτσι προσβάλλεται το δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του ανθρώπου, ως προς την έκφανση της δημιουργίας οικογένειας και δεσμών με τους βιολογικούς απογόνους του (αρ. 5 παρ. 1 του Συντάγματος), γι’ αυτό και ως προς αυτόν θα εφαρμοστεί το ελληνικό δίκαιο. Ως προς την εκκαλούσα μητέρα, η εν λόγω διάταξη του αλβανικού δικαίου συμπορεύεται με την δημόσια τάξη και θα έπρεπε να τύχει εφαρμογής από το δικαστήριο, αφού εν προκειμένω πρόκειται για υποκειμενική σώρευση αγωγών (ενεργητική ομοδικία) και οι προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος για κάθε ενάγοντα διερευνώνται αυτοτελώς (ΚΠολΔ 74, 75).

Ως προς τον λόγο έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται το κεφάλαιο της εκκαλουμένης, με το οποίο απορρίφθηκε η αγωγή για αναγνώριση της πατρότητας, ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης, αυτός πρέπει να απορριφθεί, γιατί κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απορρίφθηκε το σχετικό αίτημα, αφού οι ενάγοντες, ήτοι ο πραγματικός – βιολογικός πατέρας του τέκνου και η μητέρα του, άσκησαν την αγωγή εναντίον του τέκνου και του τεκμαιρόμενου από το γάμο πατέρα και όχι εναντίον αλλήλων, όπως ρητά ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1480 ΑΚ.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα απόδειξης που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι εκκαλούντες, τα οποία εκτιμώνται είτε για άμεση απόδειξη, είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η δεύτερη εκκαλούσα και ο πρώτος των εφεσιβλήτων, αμφότεροι αλβανικής ιθαγένειας, τέλεσαν νόμιμο γάμο, την 18.9.2000, στην Αλβανία και εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα. Ο γάμος αυτός λύθηκε με τη με αρ. 418/24.5.2002 απόφαση του Πρωτοδικείου της Δικαστικής Περιφέρειας Μπερατίου Αλβανίας, η οποία κατέστη αμετάκλητη την 8.6.2002 (βλ. την απόφαση σε μετάφραση με Νο ….. του ΥπΕξ), η δε διακοπή της συμβίωσής τους είχε ήδη λάβει χώρα εντός του έτους 2000. Μάλιστα, η δεύτερη εκκαλούσα, ήδη από τον Νοέμβριο του έτους 2001, σύναψε ερωτικό δεσμό με τον πρώτο εκκαλούντα, ελληνικής ιθαγένειας με τον οποίο, την 2.6.2003, τέλεσε πολιτικό γάμο στον Δήμο Αιγάλεω Αττικής. Ωστόσο, τέσσερις περίπου μήνες μετά την αμετάκλητη λύση του γάμου, ήτοι την 3.10.2002, η δεύτερη εκκαλούσα γέννησε στη Νίκαια Αττικής τον δεύτερο εφεσίβλητο, ο οποίος τεκμαίρεται τέκνο του πρώτου εφεσιβλήτου (ΑΚ 1465 εδφ. α, αλβΟικ.Κ 180 εδφ. β). Ο πρώτος εκκαλών, δυνάμει της με αρ. …………/10.6.2003 πράξης αναγνώρισης της συμβολαιογράφου Αθηνών, ……, αναγνώρισε το ανωτέρω τέκνο ως γνήσιο τέκνο του, με τη συναίνεση και της μητέρας αυτού. Ακολούθησε, την 15.8.2003, η τέλεση βάπτισης, η εγγραφή του στα οικεία βιβλία δημοτών του δήμου Αροανίας Νομού Αχαΐας, όπου ο πρώτος εκκαλών, διατηρεί μερίδα, η έκδοση ελληνικού διαβατηρίου με αρ. ……, στο όνομα …………., ενώ, με βάση τα ανωτέρω έγγραφα, εκδόθηκαν από τις οικείες υπηρεσίες του δήμου, για το ανωτέρω τέκνο, πιστοποιητικά γέννησης και οικογενειακής κατάστασης. Εν συνεχεία, όμως, ήτοι προ τριμήνου, περίπου, από τη σύνταξη της υπό κρίση αγωγής (το Νοέμβριο του 2014), και ενώ το τέκνο διήγαγε το δωδέκατο έτος της ηλικίας του, οι αρμόδιοι υπάλληλοι του δήμου Αροανίας αρνήθηκαν την έκδοση καινούργιου πιστοποιητικού γέννησης για το εν λόγω τέκνο, καθώς τότε αντιλήφθηκαν ότι δεν είχε προηγηθεί σχετική απόφαση προσβολής της τεκμαιρόμενης πατρότητας του πρώτου εφεσιβλήτου, πρώην συζύγου της δεύτερης εκκαλούσας. Στη συνέχεια οι εκκαλούντες προσπάθησαν να ανεύρουν τον πρώην σύζυγο (πρώτο εφεσίβλητο), ώστε να πληροφορηθούν την κατοικία ή τη διαμονή του, προκειμένου να ασκήσουν τη σχετική αγωγή προσβολής πατρότητας ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου που να έχει διεθνή δικαιοδοσία, σύμφωνα με τη κατοικία ή τη διαμονή του. Το Φεβρουάριο του 2015 ανακάλυψαν ότι διέμενε στον Πειραιά, επί της οδού ……… και άσκησαν την υπό κρίση αγωγή τους, την 27.7.2015, ήτοι μετά την παρέλευση της προβλεπόμενης για έκαστο εξ αυτών προθεσμίας (αρ. 1470 περ. 5 ΑΚ και αρ. 185 εδφ. 3 του αλβΟικ.Κ). Πλην όμως, το δικαστήριο κρίνει ότι συνέτρεχε καταρχήν λόγος αναστολής αυτών των προθεσμιών, κατ’ άρθρο 255 εδ. α’ ΑΚ και άρθρο 190 αλβΟικ.Κ, καθότι, από το σύνολο των ανωτέρω γεγονότων, συνάγεται ότι η απώλεια των νομίμων προθεσμιών δεν οφειλόταν σε βαριά αμέλεια, σε απραξία, ολιγωρία ή επιπολαιότητα των ίδιων των εκκαλούντων, αλλά οφειλόταν σε ανωτέρα βία, λόγω της άγνοιάς τους για την πραγματικότητα και, ειδικότερα, στην έλλειψη της αναγκαίας πληροφόρησης αναφορικά αφενός με την καθυστέρηση στην έκδοση του διαζυγίου από τον πρώτο εφεσίβλητο, αφετέρου με την αναγκαιότητα άσκησης της κρινόμενης αγωγής, αφού οι εκκαλούντες αγνοούσαν δικαιολογημένα ότι απαιτούνταν επιπλέον νομικές ενέργειες, πέραν αυτών στις οποίες είχαν ήδη προβεί, για την αναγνώριση του δεύτερου εφεσιβλήτου ως γνήσιου τέκνου του πρώτου εκκαλούντος, άγνοια η οποία ενισχύθηκε και διατηρήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα με τη χορήγηση από τη διοίκηση των σχετικών νόμιμων πιστοποιητικών που αφορούσαν το τέκνο. Επιπλέον ανώτερη βία αποτέλεσε και το γεγονός ότι οι εκκαλούντες δυσκολεύτηκαν να εντοπίσουν την κατοικία ή τη διαμονή του πρώτου εφεσίβλητου, που ήταν απαραίτητο για την επιλογή του δικαστηρίου που θα ήταν αρμόδιο και θα είχε διεθνή δικαιοδοσία για την άσκηση της αγωγής. Επομένως, με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα, συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση, για δεν τον πρώτο εκκαλούντα, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 255 ΑΚ, περί αναστολής της προθεσμίας για λόγους ανώτερης βίας (ΑΚ 279, 280), για δε τη δεύτερη εκκαλούσα, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 190 αλβΟικ.Κ, περί επιμήκυνσης της προθεσμίας εξαιτίας σοβαρού λόγου και, ως εκ τούτου, οι σχετικές προθεσμίες ανεστάλησαν – επιμηκύνθηκαν μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου εκάστης για κάθε εκκαλούντα, έπαψε δε η αναστολή την 25.2.2015, ότε και έπαψε η άγνοια των εκκαλούντων για τα ανωτέρω ζητήματα, και οι προθεσμίες δεν ολοκληρώθηκαν πριν την παρέλευση εξαμήνου από τότε (ΑΚ 257), ήτοι πριν την 25.8.2015 (για δε την εκκαλούσα επιμηκύνθηκε μέχρι τότε), εντός δε του ως άνω εξαμήνου (την 27.7.2015) ασκήθηκε εμπρόθεσμα η αγωγή. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε αυτήν ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της έσφαλε στην εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων αλλά και στην εφαρμογή του νόμου, ως προς την ορθή επιλογή του εφαρμοσθέντος δικαίου για την εκκαλούσα. Πρέπει, επομένως, να γίνει εν μέρει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη μόνο ως προς το κεφάλαιο αυτής που απέρριψε την αγωγή ως προς την προσβολή της πατρότητας, να κρατηθεί η υπόθεση και να γίνει δεκτή η αγωγή ως προς το ως άνω αίτημα, ως ουσιαστικά βάσιμη, να αναγνωριστεί ότι ο δεύτερος εφεσίβλητος δεν είναι τέκνο γεννημένο στον ήδη λυθέντα γάμο της δεύτερης εκκαλούσας και του πρώτου εφεσίβλητου, ούτε είναι τέκνο του τελευταίου, αφού κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψής του (ΑΚ 1468) δεν είχαν καθόλου σχέσεις, βρίσκονταν δε συνεχή διάσταση από το έτος 2000 και προς επίρρωση των ανωτέρω αποτελεί και η από 21.10.2020 ανάλυση αποτελεσμάτων DNA του Κέντρου Ιατρικής Γενετικής και Γενωμικής ………….. βάσει των οποίων διαπιστώθηκε ότι ο δεύτερος εφεσίβλητος είναι βιολογικό τέκνο του πρώτου εκκαλούντος. Τέλος πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον καταθέσαντα αυτό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην των εφεσιβλήτων.

Ορίζει το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των 250 ευρώ.

Δέχεται εν μέρει την έφεση.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον καταθέσαντα αυτό.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη ως προς το κεφάλαιο αυτής που απέρριψε την αγωγή προσβολής πατρότητας.

Δέχεται την αγωγή ως προς το ως άνω κεφάλαιο.

Αναγνωρίζει ότι ο δεύτερος εφεσίβλητος δεν είναι τέκνο γεννημένο στο γάμο της δεύτερης εκκαλούσας και του πρώτου εφεσιβλήτου, που τελέστηκε την 18.9.2000, στην Αλβανία και λύθηκε με τη με αρ. 418/24.5.2002 απόφαση του Πρωτοδικείου της Δικαστικής Περιφέρειας Μπερατίου Αλβανίας, ούτε ο δεύτερος εφεσίβλητος είναι τέκνο του πρώτου εφεσίβλητου.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους, στον Πειραιά στις 4.4.2024.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ