Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 119/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   119/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2°

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Βασίλειο Τζελέπη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, την ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος – ανακόπτοντος: ……………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Αναγνωστόπουλο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠοΛΔ.

Της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «………….» και υπό τον διακριτικό τίτλο «……….», η οποία εδρεύει ………., …….., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο ανακόπτων – εκκαλών ζήτησε να γίνει δεκτή η από 27/9/2019 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2019 ανακοπή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επί τη ανακοπής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αριθμό 3760/2020  απόφαση του άνω Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε αυτήν ως απαράδεκτη λόγω  αοριστίας.

Ο εκκαλών – ανακόπτων προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 5.4.2023 έφεσή του που κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό γενικό …./5.4.2023 και ειδικό …./5.4.2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/21.4.2023 …./21.4.2023 για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος – ανακόπτοντος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από την υπ’ αριθ. …. Δ/29.11.2023 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, ………, την οποία επικαλείται και προσκομίζει νομίμως ο εκκαλών, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την ορισθείσα, με επιμέλεια του εκκαλούντος, δικάσιμο της 11.1.2024 επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην εφεσίβλητη (άρθρα 128 παρ. 1 και 3, 130 παρ. 1 ΚΠολΔ). Κατά την ανωτέρω δικάσιμο η εφεσίβλητη δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και πρέπει επομένως να δικασθεί ερήμην. Η συζήτηση, ωστόσο, θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α’ ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας της, για την περίπτωση άσκησης από αυτήν ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

Η υπό κρίση από 5.4.2023 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………./2023) έφεση  του ηττηθέντος ανακόπτοντος κατά της υπ’ αριθ. 3760/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και αττέρριψε την από ανακοπή του, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), με την επισήμανση ότι στο διαρρεύσαν χρονικό διάστημα των δύο ετών της καταχρηστικής προθεσμίας άσκησης της έφεσης έχουν εμφιλοχωρήσει δύο χρονικά διαστήματα αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω κορονοϊού, οπότε η ένδικη έφεση ασκήθηκε εμπροθέσμως. Ακολούθως παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), ενώ, όπως προκύπτει από την σχετική έκθεση κατάθεσης δικογράφου της Γραμματείας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα το κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. α’ ΚΠολΔ (όπως ήδη ισχύει) προβλεπόμενο παράβολο. Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών – ανακόπτων με την από ……….. και με αριθμό κατάθεσης ………/2019 ανακοπή του ζήτησε : α) να ακυρωθεί η ανακριβής εξομοιούμενη με αρνητική δήλωση της καθ ης η ανακοπή και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της τελευταίας να καταβάλει το χρηματικό ποσό της κατασχεθείσας απαίτησης ποσού 97.066,50 ευρώ, β) να υποχρεωθεί η καθ’ης η ανακοπή με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή να του καταβάλει το άνω χρηματικό ποσό ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά της διότι με τη δόλια ανακριβή δήλωσή της ο ανακόπτων απώλεσε τη δυνατότητα κατάσχεσης περιουσιακών στοιχείων της οφειλέτιδός του από τα οποία θα ικανοποιούνταν πλήρως, νομιμοτόκως από την παρέλευση του οκταημέρου από την επίδοση σε αυτή του από 22.7.2019 κατασχετηρίου , άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως, γ) επικαλούμενος την ύπαρξη εγγράφων που αποδεικνύουν της ύπαρξη εγγράφων που αποδεικνύουν την ύπαρξη της μεταξύ της οφειλέτιδος του και της καθ’ης η ανακοπή έννομη σχέση που βρίσκονται στη κατοχή αυτής υποβάλλει αίτημα επίδειξης με τις προτάσεις της τελευταίας απάντων των τιμολογίων παροχής υπηρεσιών ή έργου συναφούς και υπεργολαβίας που έχουν καταρτισθεί μεταξύ τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 3760/2020 απόφασή του απέρριψε την ανακοπή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και καταδίκασε τον ανακόπτοντα στη δικαστική δαπάνη της καθ’ ης η ανακοπή.

Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονείται ο ανακόπτων – εκκαλών με την κρινόμενη έφεσή του, για τους διαλαμβανόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, προκειμένου να γίνει δεκτή στο σύνολό της η από 27.9.2019 ανακοπή του κατά της αντιδίκου του. Κατόπιν τούτων, πρέπει να ερευνηθεί η έφεση ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 982§1 περ. α’ ΚΠολΔ, μπορεί να κατασχεθεί αναγκαστικά χρηματική απαίτηση του καθ’ ου η εκτέλεση κατά τρίτου, εφόσον δεν εξαρτάται από αντιπαροχή. Κατά την έννοια του ως άνω άρθρου, αντικείμενο της κατάσχεσης στα χέρια τρίτου μπορεί να είναι απαιτήσεις υπό αίρεση ή προθεσμία, αλλά και μέλλουσες απαιτήσεις, υπό την προϋπόθεση όμως ότι υπάρχει η βασική έννομη σχέση, από την οποία ως δικαιοπαραγωγική αιτία, απορρέει η μελλοντική κλ.π. απαίτηση και δεν είναι απλώς προσδοκώμενη. Για να μπορεί να κατασχεθεί μια τέτοια απαίτηση, πρέπει να μπορεί να προσδιορισθεί κατ’ είδος και οφειλέτη, όχι δε απαραιτήτως και κατά ποσό. Στην περίπτωση αυτή, ο τρίτος υποχρεούται σε καταβολή, μετά τη γέννηση της απαίτησης και όχι απλώς μετά την πάροδο της οκταήμερης προθεσμίας του άρθρου 988§1 ΚΠολΔ (ΕφΑΘ 5740/2011ΔΕΕ 2012.131. ΕφΑΘ 5526/2006, ΝοΒ 2007.363, ΕφΑΘ 8540/ 1999 ΔΕΕ 2000. 287 δημ. νόμος). Η κατάσχεση στα χέρια τρίτου γίνεται όπως ορίζει το άρθρο 983 ΚΠολΔ, δηλαδή με επίδοση στον τρίτο και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση εγγράφου, το οποίο μάλιστα στον καθ’ ου η εκτέλεση πρέπει να επιδοθεί το αργότερο μέσα σε οκτώ ημέρες αφότου γίνει η επίδοση στον τρίτο, αλλιώς η κατάσχεση είναι άκυρη, πρέπει δε το κατασχετήριο έγγραφο να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία του άρθρ. 118 ΚΠολΔ, και α) ακριβή περιγραφή του εκτελεστού τίτλου και της απαίτησης βάσει των οποίων γίνεται η κατάσχεση, β) το ποσό για το οποίο επιβάλλεται η κατάσχεση, γ) επιταγή προς τον τρίτο να μην καταβάλει σε εκείνον κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση και δ) διορισμό αντικλήτου που κατοικεί στην περιφέρεια του ίδιου ειρηνοδικείου ή στην έδρα του πρωτοδικείου της κατοικίας του τρίτου, αν εκείνος υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση δεν κατοικεί στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου της κατοικίας του τρίτου. Κατά το άρθρο 985 ΚΠολΔ, ο τρίτος, στα χέρια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση της απαίτησης του καθ’ ου η εκτέλεση, οφείλει μέσα σε οκτώ ημέρες από την επίδοση σ’ αυτόν του κατασχετήριου εγγράφου να δηλώσει στη γραμματεία του ειρηνοδικείου του τόπου της κατοικίας του αν υπάρχει η απαίτηση και αν επιβλήθηκε στα χέρια του άλλη κατάσχεση, αναφέροντας συνάμα ποιος την επέβαλε και για ποιο ποσό, σε περίπτωση δε καταφατικής δήλωσης ως προς την ύπαρξη της απαίτησης οφείλει ακολούθως να ενεργήσει σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο άρθρο 988 ΚΠολΔ, διαφορετικά, αν η απαίτηση δεν υπάρχει ή πρόκειται για απαίτηση ακατάσχετη, πρέπει να προβεί σε αντίστοιχη αρνητική δήλωση, με την οποία εξομοιώνεται και η παράλειψη δήλωσης. Μέσα σε τριάντα ημέρες από την παραπάνω ρητή ή σιωπηρή αρνητική δήλωση δικαιούται αυτός που επέβαλε την κατάσχεση να ασκήσει στο αρμόδιο κατά τις γενικές διατάξεις δικαστήριο ανακοπή κατά το άρθρο 986 ΚΠολΔ, με την οποία μπορεί να επικαλεσθεί ολική ή μερική ανακρίβεια της δήλωσης και να επιδιώξει την αναγνώριση της ύπαρξης της κατασχεθείσας απαίτησης και την καταδίκη του τρίτου στην καταβολή του ποσού για το οποίο έγινε η κατάσχεση, θεωρώντας αυτόν οφειλέτη του κατασχεμένου. Η ανακρίβεια της αρνητικής δήλωσης κρίνεται μόνο αντικειμενικά, δηλαδή ανεξάρτητα από την υποκειμενική αντίληψη του δηλούντος και την καλή ή κακή πίστη του, γίνεται δε δεκτή η κατ’ αυτής ανακοπή και υποχρεούται τότε ο τρίτος να ενεργήσει κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 990 ΚΠολΔ, εφόσον η δήλωση δεν αληθεύει ως προς τα πραγματικά περιστατικά ή αναλόγως ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών. Αντικείμενο έτσι της σχετικής δίκης, που δημιουργείται μεταξύ του ανακόπτοντος και του τρίτου, είναι η εκδίκαση της απαίτησης του καθ’ ου η εκτέλεση κατά του τρίτου, ώστε να διαπιστωθεί αν ο τρίτος είναι ή όχι και με ποιους περιορισμούς οφειλέτης του οφειλέτη του κατασχόντος. Στην ουσία, δηλαδή, εισάγεται προς εκδίκαση η έναντι του τρίτου απαίτηση του καθ’ ου η εκτέλεση, η οποία αποτελεί και το κύριο αντικείμενο της σχετικής δίκης. Από την άποψη αυτή η ανακοπή αποτελεί πλαγιαστική άσκηση των δικαιωμάτων του καθ’ ου η κατάσχεση (ΕφΑΘ 1022/2008, ΕφΑΘ 1930/2007 δημ. νόμος, ΕφΑΘ 1837/2007 ΝοΒ 2007.1143). Επομένως, στο δικόγραφο της ως άνω ανακοπής από το άρθρο 986 ΚΠολΔ, που αποτελεί μορφή της γενικής ανακοπής από το άρθρο 583 ΚΠολΔ, πρέπει να προσδιορίζεται κατά τα ουσιώδη στοιχεία της η απαίτηση, δηλαδή η αιτία της οφειλής του τρίτου προς τον καθ’ ου η εκτέλεση κατά τα πραγματικά περιστατικά που τη στηρίζουν, αφού ο ανακόπτων βαρύνεται με την απόδειξη της κατασχεθείσας απαίτησης (ΑΠ 1065/2009 ΕΠολΔ 2010.60 δημ. νόμος), εκτός αν ο τρίτος δεν αμφισβητεί με τη δήλωση του την ύπαρξη της και απλώς επικαλείται λόγους που εμποδίζουν την ικανοποίηση της. Στην περίπτωση αυτή η ανακοπή περιορίζεται στην αμφισβήτηση των σχετικών λόγων και υποχρεούται πλέον ο τρίτος να αποδείξει την αλήθεια των λόγων που αυτός προβάλλει με τη μορφή ενστάσεων του κατά της απαίτησης (ΑΠ 480/2012 δημ. νόμος). Εξάλλου, το αντικείμενο της ανακοπής και της σχετικής δίκης οριοθετείται από το περιεχόμενο του κατασχετηρίου και το περιεχόμενο της δήλωσης του τρίτου, από το οποίο και εξαρτώνται οι λόγοι της ανακοπής (ΕφΑΘ 1930/2007 δημ. νόμος). Κατά την ορθότερη άποψη το παρεπόμενο αίτημα της ανακοπής για την καταβολή τόκων είτε από την επιβολή της κατασχέσεως είτε από την άσκηση της ανακοπής κατά τη δήλωσης του τρίτου δεν είναι νόμιμο, αφού ο καθού η ανακοπή τρίτος από την επίδοση προς αυτόν του κατασχετήριου εως την έκδοση αποφάσεως που διατάσσει την καταβολή στον κατάσχοντα είναι μεσεγγυούχος του κατασχεθέντος (Κεραμέας Κονδύλης Νίκας Ερμηνεία ΚΠολΔ Έκδοση 2000 τ. II από το άρθρο 986 σελ. 1922 σημ. 11), ενώ το αίτημα του ανακόπτοντος για την κήρυξη της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής δεν είναι νόμιμο, αφού εκχώρηση της κατασχεθείσας απαίτησης στον κατάσχοντα δεν μπορεί να επέλθει πριν από την τελεσίδικη παραδοχή της ανακοπής (Κεραμέας Κονδύλης Νίκας ο.π. σημ. 14). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 986 εδ. α ΚΠολΔ, η ανακοπή ασκείται ενώπιον του κατά τα άρθρα 12 επ.και 23 επ. δικαστηρίου, με κριτήριο το είδος και το ύψος της απαιτήσεως, ενώ η κατά τόπον αρμοδιότητα καθορίζεται με βάση τις γενικές ρυθμίσεις που αφορούν την αγωγή, δηλαδή λαμβάνεται υπ’ όψιν η γενική δωσιδικία του τρίτου (αρθρ. 22 επ. ΚΠολΔ – βλ. ΠΠρΠειρ 3563/2014 και ΠΠρΑΘ 3661/2011 δημ. νόμος) και εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, εκτός αν με βάση τη φύση της κατασχεμένης οφειλής εφαρμοστέα είναι μία από τις ειδικές διαδικασίες (Π. Γέσιου- Φαλτσή, ο.π., σελ. 846). Προσέτι, μολονότι η ανακοπή του άρθρου 986 ΚΠολΔ εμπεριέχει και καταψηφιστικό αίτημα, δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου λόγω της φύσης της ανακοπής, ως παρεμπίπτουσας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως, που αποσκοπεί στην ικανοποίηση απαιτήσεως για την οποία έχει ήδη καταβληθεί δικαστικό ένσημο (Π. Γέσιου – Φαλτσή Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης, Τομ. II, Ειδικό Μέρος, σελ. 833 επ., ΕφΑΘ 4345/1991 ΕλλΔνη 1993.615). Το δικαστήριο με την απόφαση του με την οποία δέχεται την ανακοπή υποχρεώνει τον τρίτο να καταβάλλει το κατασχεμένο ποσό ή να παραδώσει το κατασχεμένο πράγμα, ανεξάρτητα από την υποβολή σχετικού αιτήματος από τον ανακόπτοντα, κατ’ άρθρον 990 ΚΠολΔ (Μπρίνιας ο.π. Σελ. 1466, Β. Μπρακατσούλας Ή Αναγκαστική Εκτέλεση εκδ. Αφοί Π Σάκκουλα 1993, τ. I σελ. 617). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 986 εδ. β’ ΚΠολΔ ορίζεται ότι με την ανακοπή μπορεί να ζητηθεί και αποζημίωση κατά το άρθρο 985§2. Η υποχρέωση αποζημιώσεως του τρίτου νομοθετείται μόνον απέναντι στον επισπεύδοντα δανειστή και επιδιώκεται με αυτοτελή αγωγή, στην οποία εφαρμόζονται οι κοινές δικονομικές διατάξεις (ΜονΕφΙωαν 45/2013,ΕΠολΔ 2013386 δημ. νόμος), παραδεκτά, όμως, σωρεύεται (αντικειμενικά ή επικουρικά) στο δικόγραφο της ανακοπής του άρθρου 986 ΚΠολΔ (ΕφΑΘ 1050/2008 ΕλλΔνη 2008.850, ΕφΑΘ 1022/2008 δημ. νόμος). Η αγωγή αυτή δεν ανοίγει δίκη περί την εκτέλεση, καθόσον δεν προσβάλλει πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας. Η ευθύνη του τρίτου για αποζημίωση απορρέει από μόνο το γεγονός ότι παρέλειψε να υποβάλει τη δήλωση του άρθρου 985 §1 ΚΠολΔ, υποχρέωση που δημιουργείται με μόνη την επιβολή της κατάσχεσης στα χέρια του, ανεξάρτητα αν υπάρχει η κατασχεμένη οφειλή ή υπέβαλε ανακριβή δήλωση. Προϋπόθεση για την ευθύνη του τρίτου είναι το ζημιογόνο γεγονός της παραλείψεως της δηλώσεως ή της ανακρίβειας της υποβληθείσης δηλώσεως, η ζημία του κατασχόντος και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ζημιογόνου τούτου γεγονότος και της ζημίας. Το περιεχόμενο της αποζημιώσεως θα κριθεί κατά το ουσιαστικό δίκαιο, περιλαμβάνει δε η αποζημίωση αυτή κάθε ζημία που είναι απότοκος της συμπεριφοράς του τρίτου. Έτσι, δεν αποκλείεται ο κατασχών να αναζητήσει ολόκληρη την απαίτηση του, προς ικανοποίηση της οποίας επιβλήθηκε η κατάσχεση, όταν επικαλείται και αποδεικνύει ότι συνεπεία της μη εμπρόθεσμης δηλώσεως ή της ανακριβούς δηλώσεως, δεν μπόρεσε να λάβει τα κατάλληλα για την ικανοποίηση της απαιτήσεως του μέτρα ή ότι ο οφειλέτης κατέστη αναξιόχρεος μεταγενέστερα και έτσι επήλθε αδυναμία ικανοποιήσεως της απαιτήσεως του, ή όταν από την παραπλανητική δήλωση ή την παράλειψη του τρίτου απώλεσε τη δυνατότητα κατασχέσεως του ιδίου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτου από το οποίο θα ικανοποιείτο πλήρως, άλλως το δικόγραφο της αγωγής είναι αόριστο (Εφ ΑΘ 1022/2008 δημ. νόμος). Συνήθως, αν ευδοκιμήσει η ανακοπή του άρθρου 986 ΚΠολΔ, ο κατασχών ουδεμία ζημία απότοκη της παραλείψεως ή της ανειλικρινούς δηλώσεως υφίσταται, χωρίς πάντως να αποκλείεται η απόδειξη περαιτέρω ζημίας από την αρνητική συμπεριφορά του τρίτου (ΕφΑΘ 1022/2008 ο.π, I. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, Τομ. 3ος, Β’ έκδοση, 1980, σελ. 1423). Τέλος ο καθου η ανακοπή τρίτος δικαιούται αμυνόμενος κατά της ανακοπής να προβάλλει ενστάσεις και ισχυρισμούς εναντίον του ανακόπτοντος μεταξύ άλλων και όταν η κατάσχεση επιβάλλεται κατά παράβαση διάταξης που τέθηκε χάριν του δημοσίου συμφέροντος (βλ. ΑΠ 1162/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 117/2011 ΕλλΔνη 2011 762, ΕφΑΘ 6239/2010 ΝΟΜΟΣ, 2780/2008 ΕφΑΔ2009 233, ΕφΑΘ 3407/1999 ΕλλΔνη 2001 775).

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης ο εκκαλών – ανακόπτων διατείνεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση κατά ψευδή ερμηνεία και εσφαλμένη εφαρμογή των προαναφερομένων στη μείζονα σκέψη της παρούσας διατάξεων σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ απέρριψε την υπό κρίση ανακοπή του ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, συνιστάμενη κατά την εκκαλουμένη στην έλλειψη του προσδιορισμού στο δικόγραφο της ανακοπής της κατασχεθείσας απαίτησης κατά τα ουσιώδη στοιχεία της. Ειδικότερα από την επισκόπηση του δικογράφου της υπό κρίση ανακοπή ο ανακόπτων για να προσδιορίσει την απαίτηση της τρίτης – καθ’ ης η ανακοπή χαρακτηρίζει τις επιμέρους συμβάσεις που συνδέουν την τελευταία με την οφειλέτρια άλλοτε ως συμβάσεις παροχής υπηρεσιών και έργου συναφούς αντικείμενου άλλοτε συμβάσεις υπεργολαβίας, όπου σε διάφορα σημεία του δικογράφου αναφέρεται σε συμπλεκτική και διαζευκτική αναφορά αυτών από τις οποίες φέρεται να πηγάζει η συνολική απαίτηση της. Μάλιστα ο ανακόπτων για την τεκμηρίωση της εν λόγω απαίτησης αναφέρεται σε συγκεντρωτικές τριμηνιαίες συναλλαγές της τρίτης – καθ’ης η ανακοπή και της οφειλέτριας εταιρείας, χωρίς ωστόσο να γίνεται μνεία των δικαιοπραγωγικών στοιχείων εκάστης των συναλλαγών ώστε να κριθεί το είδος και η ταυτότητα των επικαλούμενων συμβάσεων που συνθέτουν την υπό κατάσχεση απαίτηση της καθ’ η ης ανακοπή. Με βάση τα ανωτέρω εφόσον δεν προκύπτει με σαφήνεια και πληρότητα κατά τα ουσιώδη στοιχεία της η απαίτηση, δηλαδή η αιτία της οφειλής της τρίτης – καθής η ανακοπή προς τον καθ’ ης η εκτέλεση – οφειλέτρια εταιρεία κατά τα πραγματικά περιστατικά που τη στηρίζουν, δεδομένου ότι ο ανακόπτων βαρύνεται με την απόδειξη της κατασχεθείσας απαίτησης, η εκκαλουμένη απόφαση ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προμνησθείσες νομικές διατάξεις σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, οπότε τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται ο εκκαλών με τον πρώτο λόγο της έφεσής του πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 525, 527 και 535 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι, όταν το Εφετείο, μετά από παραδοχή της έφεσης του εναγόμενου ή και αυτεπαγγέλτως, όταν έχει την, προς τούτο, εξουσία, απορρίπτει ολικώς την αγωγή, κατά την κύρια βάση ή αίτησή της, πρέπει να ερευνήσει, χωρίς ειδικό παράπονο, τις επικουρικές βάσεις ή αιτήσεις της αγωγής εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να τις εξετάσει, μη έχοντας, άλλωστε, δικαίωμα να το πράξει, όταν αυτές είχαν σωρευτεί στο ίδιο δικόγραφο, κατά το άρθρο 219 ΚΠολΔ, επικουρικά, δηλαδή με την αίρεση της απορρίψεως της πρώτης (κύριας) βάσης της αγωγής. Διαφορετικά, εφόσον, δηλαδή, δεν εξεταστεί η επικουρική βάση ή αίτηση, ιδρύεται ο, από το άρθρο 559 αριθ. 9 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης (ΑΠ 628/2001 ΝοΒ 50. 694, ΕΕργΔ 2002 σελ. 774, ΑΠ 1408/1999 ΕλλΔνη 41 (2000) σελ. 737, ΕφΘες 735/2021, ΝΟΜΟΣ, περισσότερα βλ. σε Πάρι Αρβανιτάκη, Η κατ’ ουσίαν έρευνα της διαφοράς, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, κατά τον ΚΠολΔ, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2001 σελ. 74-76). Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της έφεσης εκκλών ο εκκαλών – ανακόπτων διατείνεται ότι η εκκαλουμένη παρέλειψε να εξετάσει, ως όφειλε, την επικουρικώς σωρευθείσα βάση της υπό κρίση ανακοπής που αφορούσε την επιδίκαση αποζημίωσης αυτού ως επισπεύδοντος δανειστού έναντι του της τρίτης – καθής η ανακοπή, ερειδόμενη στη διάταξη του άρθρου 985 παρ.3 ΚΠολΔ, η οποία νομίμως σωρεύθηκε στο δικόγραφο της ανακοπής. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι νόμιμος και ερείδεται στις νομικές διατάξεις που αναφέρονται στην άνω νομική σκέψη και από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση, αφού απέρριψε την κύρια νομική βάση της ανακοπής, παρέλειψε ακολούθως να εξετάσει την επικουρική βάση αυτής, οπότε και πρέπει αφού γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος της έφεσης ως βάσιμος κατ’ ουσίαν, να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, να κρατήσει και να δικάσει περαιτέρω την επικουρική βάση της ανακοπής που ερείδεται στη διάταξη του άρθρου 985 παρ.3 ΚΠολΔ, ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της. Κατόπιν τούτων η αγωγή, η οποία είναι πλήρως ορισμένη και ερείδεται στις διατάξεις των άρθρων 985 παρ.3 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με 914 ΑΚ , πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που προσκομίζει και επικαλείται ο παριστάμενος εκκαλών, των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά, καθώς και όσα παραδεκτά προσκομίζονται στο δεύτερο βαθμό, κατ’ άρθρο 529§1 ΚΠολΔ, αποδεικνύονται τα εξής : Ο εκκαλών – ανακόπτων διατηρεί απαίτηση κατά της οφειλέτριας εταιρείας με την επωνυμία «……..» και ήδη «………..» υπό τον διακριτικό τίτλο «……..» δυνάμει της με αριθμό 688/20214 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας εξυγίανσης του άρθρου 99 Ν. 3588/2007, όπου η οφειλέτρια εταιρεία κατόπιν συμφωνίας με τον ανακόπτοντα αναγνώρισε την έναντι αυτού οφειλή της ποσού 76.476,52 ευρώ, η οποία θα καταβαλλόταν σε 36 ισόποσες μηνιαίες δόσεις με πρώτη δόση καταβλητέα την 17.7.2014. Ωστόσο η οφειλέτρια εταιρεία ουδέποτε συμμορφώθηκε στο περιεχόμενο της ανωτέρω συμφωνίας με συνέπεια ο ανακόπτων να επισπεύσει διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης με την κοινοποίηση της από 15.7.2019 επιταγής προς πληρωμή με την οποία η οφειλέτρια ως άνω εταιρεία επιτάχθηκε να καταβάλει στον άνω δανειστή της το ποσό των 96.526,30 ευρώ. Μετά την επίδοση της επιταγής η οφειλέτρία εταιρεία δεν κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό στον επισπεύδοντα δανειστή της, ο οποίος προέβη στην κοινοποίηση του από 2.7.2019 κατασχετηρίου εναντίον εις χείρας της εφεσίβλητης – καθ’ης η ανακοπή ως τρίτης τα πόσης φύσεως χρηματικά ποσά που οφείλει ή πρόκειται να οφείλει στο μέλλον η πρωτοφειλέτρια εταιρεία. Περαιτέρω, ο ανακόπτων διατείνεται ότι το ύψος της συνολικής οφειλής της πρωτοφειλέτριας εταιρείας έναντι της καθής η ανακοπή ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 1.112.820,25 ευρώ και αφορούν ανεξόφλητα τιμολόγια που εκδόθηκαν από την τελευταία κατά το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο 2014 έως Δεκέμβριο 2018. Προς απόδειξη του σχετικού ισχυρισμού ο ανακόπτων προσκομίζει καταστάσεις Πελατών Προμηθευτών και ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ (ΜΥΦ) που είναι κατατατεθειμένες στην αρμόδια Δ.Ο.Υ ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ, κατόπιν της από 26.9.2019 Εισαγγελικής παραγγελίας που έλαβε για τη λήψη σχετικών αντιγράφων, όπου εμφαίνονται οι σχετικές συναλλαγές. Ακολούθως ο εναγόμενος με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις του ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες επαναπροσκομίσθηκαν στο παρόν Δικαστήριο με επιμέλεια του παριστάμενου εκκαλούντος συνομολογεί την ύπαρξη συνεργασίας μεταξύ των δύο εταιρειών στο πλαίσιο της οποίας εκδίδονταν εκατέρωθεν τιμολόγια, ότι οι εν λόγω συναλλαγές τους έφεραν χαρακτήρα αλληλόχρεου λογαριασμού, όπου σε καθεμία από αυτές φαινόταν άλλοτε ως δανείστρια και άλλοτε ως οφειλέτρια και ότι το χρονικό διάστημα από 31.12.2013 έως 26.9.2019 έκλεισε με συνολικές πληρωμές της ιδίας προς την πρωτοφειλέτρια ποσού 360.855,15 ευρώ, η δε τελευταία με οφειλή ποσού 8.827,34 ευρώ. Επιπλέον η τρίτη ουδέποτε αμφισβήτησε τις εγγραφές των τιμολογίων που έχουν καταχωρηθεί στις προσκομιζόμενες καταστάσεις Πελατών Προμηθευτών και ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ (ΜΥΦ) που έχουν κατατεθεί στην αρμόδια Δ.Ο.Υ ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ, πλην όμως επικαλείται αποσβεστικό της εν λόγω οφειλής λόγο ερειδόμενο στην ΑΚ 414. Επί του ισχυρισμού αυτού πρέπει να λεχθούν τα εξής: α) παραδεκτά και νόμιμα προβάλλεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο εν λόγω ισχυρισμός, αφού, σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η καθ’ης η ανακοπή νομιμοποιείται να προβάλλει εναντίον του ανακόπτοντος κάθε ισχυρισμό που αφορά την εσωτερική σχέση της πρωτοφειλέτριας με την τρίτη και β) ο

προβληθείς περί αποσβέσεως της οφειλής ισχυρισμός φέρει τον χαρακτήρα ένστασης, η οποία σύμφωνα με την Κ 262 Παρ.1 Κ.Πολ.Δ. πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν. Κατά συνέπεια στην προκειμένη περίπτωση η καθ’ης η ανακοπή, εφόσον επικαλείται απόσβεση με καταβολή του χρέους οφείλει να αποδείξει τη γενόμενη καταβολή του επίδικου χρέους. Πλην όμως ως εκ της ερημοδικίας της ουδέν αποδεικτικό μέσο προσκομίζεται για την απόδειξη του ισχυρισμού της και πρέπει ως εκ τούτου να απορριφθεί ο εν λόγω ισχυρισμός ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν. Επιπλέον προέκυψε ότι η πρωτοφειλέτρια εταιρεία η οποία αρχικώς υπήχθη στις ρυθμίσεις του άρθρου 99ΠτΚ ενόψει του οικονομικού αδιεξόδου στο οποίο είχε περιέλθει με σωρευμενα χρέη 117.161.788,08 ευρώ (βλ. 688/2014 απόφαση Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), δεν μπόρεσε να τηρήσει τις συμφωνίες της με τους πιστωτές της και ήδη έχει κατατεθεί από ομάδα πιστωτών της η από 28.11.2019 αίτηση πτώχευσής της (βλ. προσκομιζόμενη ανακοίνωση καταχώρισης στο ΓΕΜΗ της ανωτέρω αίτησης Πειραιάς 8.1.2020/αριθ. Πρωτ. …..). Με βάση τα ανωτέρω πλήρως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά πρέπει να λεχθούν τα εξής σε σχέση με την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής: Η ευθύνη της καθ’ ης η ανακοπή – εφεσίβλητης έναντι του ανακόπτοντος εκκαλούντος γεννάται κατ’ αρχήν με μόνη την παράλειψη της να υποβάλει τη δήλωση του άρθρου 985 §1 ΚΠολΔ, εντός της νόμιμης προθεσμίας των 8 ημερών από την επιβολή της κατασχέσεως στα χέρια της, ανεξαρτήτως εάν υπάρχει η κατασχεμένη οφειλή της. Ακολούθως ο ανακόπτων διατείνεται ότι η ζημία του από την παράνομη συμπεριφορά της καθ’ης που απορρέει από την μη υποβολή της σχετικής δήλωσης αντιστοιχεί στο ισόποσο της απαίτησης προς ικανοποίηση της οποίας επιβλήθηκε η κατάσχεση σε βάρος της πρωτοφειλέτριας. Ωστόσο, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν αποδείχθηκε ότι εξαιτίας της παράλειψης υποβολής της σχετικής δηλώσεως από την καθ’ης η ανακοπή ο ανακόπτων δεν μπόρεσε να λάβει τα κατάλληλα για την ικανοποίηση της απαιτήσεως του μέτρα ή ότι ο οφειλέτης κατέστη αναξιόχρεος μεταγενέστερα και έτσι επήλθε αδυναμία ικανοποιήσεως της απαιτήσεως του, ή απώλεσε τη δυνατότητα κατασχέσεως του ιδίου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτου από το οποίο θα ικανοποιείτο πλήρως. Ειδικότερα από τις ίδιες ως άνω αποδείξεις προέκυψε ότι η πρωτοφειλέτρια εταιρεία αποτελούσε ήδη από το χρόνο της υπαγωγής της στη διάταξη του άρθρου 99 ΠτΚ μια αναξιόχρεη εταιρεία, η οποία μέχρι και την υποβολή της προαναφερόμενης αίτησης πτωχεύσεως δεν μπόρεσε να εξυγιανθεί ώστε να καταβάλει στους πιστωτές της τα χρηματικά ποσό που επικυρώθηκαν με την 688/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Εξάλλου και ο ίδιος ο ανακόπτων γνώριζε την αφερεγγυότητα της πρωτοφειλέτριας εταιρείας δεδομένου ότι η κατασχεθείσα απαίτησή του εδράζεται στην απόφαση αυτή, ενώ ήδη από την 8.1.2020, οπότε αιτήθηκε και έλαβε βεβαίωση του ΓΕΜΗ περί καταχωρίσεως στο τελευταίο αιτήσεως πτωχεύσεως από ομάδα πιστωτών που είχε συμμετάσχει στη διαδικασία εξυγίανσης, γνώριζε και εξ αυτού του λόγου την αφερεγγυότητα της πρωτοφειλέτριας, η οποία αποδείχθηκε ότι χρονικά εκτείνεται ήδη από την έναρξη της διαδικασίας υπαγωγής αυτής στη διάταξη του άρθρου 99 ΠτΚ και σε καμία περίπτωση μετά την πάροδο της προθεσμίας υποβολής της δηλώσεως της τρίτης ενώπιον του αρμόδιου Ειρηνοδικείου, ούτως ώστε να θεωρηθεί ότι η παράλειψη αυτή συνδέεται αιτιωδώς με την επικαλούμενη ζημία του ανακόπτοντος. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι ο ανακόπτων σε κάθε περίπτωση από το χρόνο της επιβολής της κατασχέσεως δεν θα μπορούσε να λάβει οποιοδήποτε άλλοτε μέτρο για την ικανοποίηση της απαιτήσεώς του, δεδομένου ότι αφενός η πρωτοφειλέτρια εταιρεία ήταν ήδη αφερέγγυα, αφετέρου το μεγαλύτερο μέρος των πιστωτών της από τους οποίους θα μπορούσε να ικανοποιηθεί μέσα από τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης στα χέρια τρίτου είχε συμμετάσχει στη διαδικασία της εξυγίανσης. Περαιτέρω από την επισκόπηση της από 21.6.2019 αιτήσεως του ανακόπτοντος την οποία υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς προκειμένου να αιτηθεί τη χορήγηση αντιγράφων των καταστάσεων προμηθευτών από τη Δ.Ο.Υ. της πρωτοφειλέτριας εταιρείας προκύπτει ότι γνώριζε την ύπαρξη δύο ενδεχόμενων πιστωτών σε βάρος των οποίων είχε επιβάλλει κατάσχεση στα χέρια τρίτου και δη της καθ’ ης η ανακοπή και της ανώνυμης , εταιρείας με την επωνυμία «…………», οπότε και τεκμαίρεται ότι είχε γνώση της περιορισμένης δυνατότητας ικανοποίησης της απαίτησης μέσω της επισπευδόμενης διαδικασίας την οποία επέβαλε και στους προαναφερόμενους δύο πιστωτές. Κατ ακολουθία των ανωτέρω προκύπτει ότι η παράλειψη υποβολής της σχετικής δηλώσεως δεν συνετέλεσε αιτιωδώς στην επικαλούμενη ζημία του ανακόπτοντος αφού σε κάθε περίπτωση υπήρχε αντικειμενική αδυναμία ικανοποίησης του ανακόπτοτνος από τους πιστωτές της πρωτοφειλέτριας αφερέγγυας εταιρείας έναντι των οποίων η τελευταία όφειλε σημαντικά ποσά, οπότε και η επικουρικώς σωρευόμενη με την ανακοπή αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Επιπλέον μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης στο σύνολό της παρέλκει η εξέταση του τρίτου λόγου της έφεσης που άπτεται των δικαστικών εξόδων της πρωτοβάθμιας δίκης, ενώ μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η έφεση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας δεν θα επιβληθούν, αφού ως εκ της ερημοδικίας της εφεσίβλητης – καθ’ης η ανακοπή δεν έχει υποβληθεί τέτοιο αίτημα (άρθρα 106, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση που η εφεσίβλητη – καθ’ης η ανακοπή ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εφεσίβλητης – καθής η ανακοπή.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 3760/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση.

Δικάζει την από 27.9.2019 και με αριθμό κατάθεσης …………../2019 ανακοπή ως προς την σωρευόμενη επικουρική βάση αυτής.

Απορρίπτει αυτή.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του παράβολου που κατατέθηκε στην Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου υπ’ αριθ. ………………

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, την 15.3.2024, χωρίς την παρουσία του εκκαλούντος και του πληρεξουσίου του δικηγόρου.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ