Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 517/2018

Αριθμός     517/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα    Δ.Π

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 21.9.2015  κλήση της  ………,  ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η από 13-2-2015, με ΓΑΚ …….. και αριθμ. κατ. ……., έφεση του ηττηθέντος εναγομένου κατά της υπ΄ αριθμ. 4862/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρ. 663 επ. ΚΠολΔ (Εργατικών διαφορών), μετά την ματαίωση της συζήτησής της, κατά τη δικάσιμο της 17-9-2015, λόγω των βουλευτικών εκλογών. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ.,652 παρ.1 ΚΠολΔ), εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα της δικογραφίας επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης και, επιπλέον, δεν έχει παρέλθει τριετία από τη δημοσίευσή της, την 27-11-2014.Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένη η αγωγή, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 117-118 του ίδιου Κώδικα, α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα, για να είναι ορισμένη η αγωγή του μισθωτού, που απασχολείται με σύμβαση εργασίας, με την οποία ζητείται να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το υπόλοιπο της αμοιβής, που του οφείλεται από παντός είδους εργατικές απαιτήσεις του, όπως από δεδουλευμένες αποδοχές, αποζημίωση απόλυσης, επιδόματα, αποδοχές και επιδόματα αδείας και επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, υπερωριακή απασχόληση, εργασία κατά τη διάρκεια της νύχτας και εργασία κατά τις Κυριακές, για να είναι ορισμένη, πρέπει να αναφέρει τα χρηματικά ποσά που έχουν καταβληθεί σε αυτόν (ενάγοντα) μέχρι τη συζήτηση της αγωγής, για καθένα από τα επίδικα κεφάλαια, χωριστά και όχι συγκεντρωτικά, στο σύνολό τους, ώστε όχι μόνο ο εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της τυχόν αξίωσης μη δεδουλευμένων, μη δικαιουμένων ή υπέρογκων για κάθε ένα είδος εργασίας ποσών, αλλά και από την απόφαση του Δικαστηρίου, που θα αποτελέσει δεδικασμένο, να μπορεί ευχερώς να συναχθεί ποια ακριβώς, κατ` είδος και ποσό, διαφορά κατήχθη ενώπιον του και σε ποια έκταση αυτή έγινε αποδεκτή, ώστε, εξαιτίας του δεδικασμένου, να μην μπορεί αυτή να αποτελέσει αντικείμενο νέας δίκης (ΕφΘεσ 219/2016 (Μον), ΕφΠειρ 221/2015 (Μον), ΕφΠειρ 691/2014 (Μον), Τ.Ν.Π. Νόμος, ΕφΠατρ 731/2004, ΑχαΝομ 2005.304, ΕφΑθ 3136/2002 ΔΕΕ 2003. 88). Επειδή ως υπερωρία θεωρείται η εργασία εκείνη, η οποία παρέχεται πέρα από τα χρονικά όρια της ημερήσιας εργασίας που καθορίζεται εκάστοτε από τη νομοθεσία, για κάθε κατηγορία μισθωτών και για κάθε είδους επιχείρηση. Πάντως η υπέρβαση του ημερήσιου ωραρίου εργασίας που έχει καθορισθεί με ατομική σύμβαση εργασία ή συλλογική σύμβαση, διαιτητική απόφαση ή κανονισμό εργασίας δεν θεωρείται υπερωριακή απασχόληση. Επισημαίνεται ότι και μετά την ισχύ του Ν.3385/2005 (3863/2010), ως ανώτατο νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας, εξακολουθεί να είναι το 8ωρο επί 6ήμερης εβδομαδιαίας εργασίας και το 9ωρο επί 5θήμερης. ΄Ετσι, ως υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, καθώς και του ποσού αμοιβής, θεωρείται για όσους μεν εργαζόμενους απασχολούνται με σύστημα 6ήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, η εργασία πέραν των 8 ωρών ημερησίως, ενώ για όσους απασχολούνται με σύστημα 5θήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, η απασχόληση πέραν των 9 ωρών ημερησίων (ΑΠ6/2012, 1223/2013, 893/2015ΔΕΝ2016,116). Ως προς τη συνδρομή υπερωριακής εργασίας, λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία αλλά η ημερήσια εργασία υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία όταν ο μισθωτός απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως(ή πέραν των εννέα ωρών υπό τους όρους του άρθρου 6 της από 26-2-1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.-5θήμερη εργασία), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του από το νόμο ανώτατου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της ημερήσιας υπερωρίας με τις λιγότερες ώρες εργασίας ή με την πραγματοποιηθείσα εργασία σε άλλη εργάσιμη ημέρα της ίδιας εβδομαδιαίας περιόδου (ΑΠ1223/2013, 893/2015 ό.π.). Η υπερωριακή απασχόληση προκειμένου για προσωπικό μη βιομηχανικών-βιοτεχνικών επιχειρήσεων κλπ, θεσμοθετήθηκε  με τους Ν.4093/2012 και 4111/2013, από τις διατάξεις των οποίων προβλέπεται ότι “Η υπέρβαση του ωραρίου εργασίας, για περιπτώσεις που δεν υπάγονται στα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του Ν.Δ.515/1970, επιτρέπεται για δύο (2) ώρες ημερησίως και έως εκατόν είκοσι (120) ώρες το έτος (άρθρ.1 παρ.ΙΑ.13, περ.2 Ν.4093/2012 και 35 παρ.9 Ν.4111/2013).Το ποσό της πρόσθετης αμοιβής που καταβάλλεται στους μισθωτούς γενικά, οι οποίοι παρέχουν υπερωριακή εργασία, καθορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ.10 του Ν.3863/2010, οι οποίες έχουν ως εξής: “Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά σαράντα τοις εκατό (40/οο). Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά εξήντα τοις εκατό (60/οο). Για κάθε ώρα  κατ’ εξαίρεση (παράνομης) υπερωρίας, ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το  καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά ογδόντα τοις εκατό (80/οο). Νόμιμες θεωρούνται οι υπερωρίες όταν για την πραγματοποίησή τους έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις του νόμου, που είναι βασικά, η προηγούμενη καταχώριση (εγγραφή) της υπερωρίας στο τηρούμενο από τον εργοδότη Ειδικό Βιβλίο Υπερωριών και η μη υπέρβαση των χρονικών ορίων που καθορίζονται κάθε 6μηνο με σχετική απόφαση του Υπουργού Εργασίας-Κοιν. Ασφάλισης ή με άλλη κανονιστικού χαρακτήρα διάταξη. Παράνομες θεωρούνται οι υπερωρίες, όταν οι μισθωτοί απασχολούνται επί χρόνο περισσότερο από τα επιτρεπόμενα όρια της υπερωριακής εργασίας για κάθε κατηγορία μισθωτών (επιχειρήσεων), τα οποία καθορίζονται κάθε 6μηνο με Υπουργική απόφαση ή άλλη κανονιστικού χαρακτήρα διάταξη. Καθώς επίσης και εκείνες που πραγματοποιούνται  χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις του νόμου, δηλαδή όταν δεν τηρείται το Ειδικό Βιβλίο Υπερωριών, ή χωρίς την προηγούμενη εγγραφή της υπερωρίας σ’αυτό (άρθρα 1 Ν.Δ.515/1970 και 80 Ν.4144/2013)(βλ.και Κων/νου Λαναρά, Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική, έκδ.2018, σελ. 540 επ.).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 7-2-2014 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, ιστορούσε  ότι προσλήφθηκε από την εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα ανώνυμη εταιρία, με την επωνυμία “………”, στις 29-6-2009, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, σύμφωνα με την οποία θα παρείχε τις υπηρεσίες της, σ’αυτήν, ως υπάλληλος, με αντικείμενο εργασίας, νοσηλεύτρια – πρακτική βοηθός νοσηλευτικού προσωπικού. ΄Οτι η συμφωνία μεταξύ αυτής και της εναγόμενης ήταν να παρέχει την εργασία της επί σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, με βάση το ημερήσιο πρόγραμμα και την κατάσταση προσωπικού που είχε καταθέσει στην  εργασία της συμφωνήθηκε ότι οι μηνιαίες αποδοχές της θα είναι 936,26 ευρώ, πλέον των υπερωριών  που θα πραγματοποιούσε. ΄Οτι η εναγόμενη σχεδόν για όλο το χρονικό διάστημα από την πρόσληψη της ενάγουσας μέχρι και την ημέρα της αποχώρησής της είχε καταστεί υπερήμερη σε σχέση με τις καταβολές  των περισσότερων από τις μηνιαίες αποδοχές της, τις οποίες είχε εισπράξει μετά από μήνες και πάντα τμηματικά με καταβολές “έναντι” και της οφείλει ακόμη μηνιαίες δεδουλευμένες αποδοχές για τα έτη 2010, 2011, 2012 και 2013.΄Οτι ειδικότερα,  της οφείλει η εναγόμενη α)για το έτος 2010, για τον μήνα Σεπτέμβριο 1.000,27 ευρώ, για τον μήνα Νοέμβριο 23,90 ευρώ και για το μήνα Δεκέμβριο 1.050,69 ευρώ και συνολικά, 2.074,86 ευρώ, β) για το έτος 2011, για τον μήνα Μάιο 2011, 987,38 ευρώ, για τον μήνα Ιούνιο 133,57 ευρώ, για τον μήνα Ιούλιο 188,88 ευρώ, για τον μήνα Αύγουστο 380,04 ευρώ, για τον μήνα Σεπτέμβριο 876 ευρώ, για τον μήνα Οκτώβριο 1.067,59 ευρώ, για τον μήνα Νοέμβριο 1.049,45 ευρώ και για το μήνα Δεκέμβριο 993,30 ευρώ και συνολικά 5.676,21 ευρώ, γ) για το έτος 2012, για τον μήνα Ιανουάριο 1.010,04 ευρώ, για τον μήνα Φεβρουάριο 946,77 ευρώ, για τον μήνα Μάρτιο 846,74 ευρώ, για τον μήνα Απρίλιο 995,26 ευρώ, για τον μήνα Μάιο 668,50 ευρώ, για τον μήνα Ιούνιο 987,89 ευρώ, για τον μήνα Νοέμβριο 691,26 ευρώ και για τον μήνα Δεκέμβριο 481,65 ευρώ και για επίδομα άδειας 481,65 ευρώ και συνολικά, 7.360,91 ευρώ και δ) για το έτος 2013, για τον μήνα Μάρτιο 793,55 ευρώ, για τον μήνα Απρίλιο 775,90 ευρώ και για τον μήνα Αύγουστο 185,48 ευρώ και συνολικά, 1.754,93 ευρώ και συνολικά για όλο το ως άνω χρονικό διάστημα της οφείλει το ποσό των 16.866,91 ευρώ. ΄Οτι η ως άνω αντισυμβατική συμπεριφορά της εναγόμενης οδήγησε την ενάγουσα στην οικειοθελή αποχώρησή της, στις 13-8-2013, εξαναγκάστηκε, δε, να αποχωρήσει από την εργασία της, λόγω μονομερούς, βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας της, με την δόλια καθυστέρηση των μισθών της, κατά τα ειδικότερον αναφερόμενα στην αγωγή, ώστε να εξαναγκασθεί σε παραίτηση. ΄Οτι οι μηνιαίες ακαθάριστες αποδοχές της κατά την 13-8-2013, ημέρα εξαναγκασμού της σε αποχώρηση, ανέρχονταν σε 810,50 ευρώ. ΄Οτι λόγω της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας της θεωρείται ότι επήλθε άτακτη καταγγελία της εργασιακής της σύμβασης από την εναγόμενη, κατά την ανωτέρω ημερομηνία αποχώρησής της από την εργασία της, ώστε να δικαιούται αυτή αποζημίωσης απόλυσης. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα, μετά από παραδεκτό και νόμιμο (άρθρα 223, 295 παρ. 1 και 297 ΚΠολΔ) και κατά τρόπο ορισμένο τροπή του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό, ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ποσό των 16.866,91 ευρώ, για τις οφειλόμενες μηνιαίες αποδοχές, καθώς και να αναγνωριστεί ότι της οφείλει το ποσό των 1.891,18 ευρώ, για αποζημίωση απόλυσης και το ποσό των 10.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με τον νόμιμο τόκο για όλα τα ανωτέρω ποσά, από τότε που το κάθε επί μέρους ποσό κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής.

Με το πιο πάνω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή με την οποία ζητείται να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα  οφειλόμενους συμφωνημένους μισθούς της, πλέον απαιτήσεών της από υπερωριακή απασχόληση δεν παρίσταται ως  ορισμένη και δεκτική δικαστικής εκτίμησης, καθώς δεν εξειδικεύει τι ποσό αφορά σε οφειλόμενους μισθούς και τι σε αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση, ούτε προσδιορίζει για όλο το αιτούμενο χρονικό διάστημα, πόσες ώρες εργαζόταν ημερησίως, πάνω από το νόμιμο ωράριο των 9 ωρών,  ενόψει  της ισχύουσας  πενθήμερης απασχόλησής της στην εναγόμενη, ώστε να καταστεί δυνατό να εκτιμηθεί από το Δικαστήριο αν πρόκειται για νόμιμη ή για παράνομη υπερωριακή απασχόλησή της και να υπολογιστεί, ακολούθως, η υπερωριακή αμοιβή της με τη νόμιμη κατά περίπτωση προσαύξηση επί του καταβαλλόμενου ωρομισθίου,  με δεδομένο ότι η ενάγουσα επικαλούμενη υπερωριακή της απασχόληση, αναφέρει ως οφειλόμενα ποσά, τόσον υπόλοιπα μηνιαίων αποδοχών της, μετά από καταβολές “έναντι” εκ μέρους της εναγόμενης,, όσο και ποσά μεγαλύτερα του συμφωνημένου μισθού, χωρίς έστω να προσδιορίζει το συνολικά οφειλόμενο ποσό των μηνιαίων αποδοχών της (μισθό και υπερωριακή αμοιβή) και το ποσό της έναντι αυτού μερικής καταβολής, ώστε όχι μόνο ο εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της τυχόν αξίωσης μη δεδουλευμένων, μη δικαιουμένων ή υπέρογκων για κάθε είδος εργασίας ποσών, αλλά και από την απόφαση του Δικαστηρίου, που θα αποτελέσει δεδικασμένο, να μπορεί ευχερώς να συναχθεί ποια ακριβώς, κατ` είδος και ποσό, διαφορά κατήχθη ενώπιον του και σε ποια έκταση αυτή έγινε αποδεκτή, ώστε, εξαιτίας του δεδικασμένου, να μην μπορεί αυτή να αποτελέσει αντικείμενο νέας δίκης. Κρίνεται, επομένως, η αγωγή λόγω της αοριστίας της, ως απαράδεκτη και απορριπτέα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε την αγωγή ως επαρκώς ορισμένη εσφαλμένα το νόμο εφάρμοσε, γενομένου δεκτού, ως κατ’ουσίαν βάσιμου, του σχετικού πρώτου λόγου της έφεσης και της έφεσης στο σύνολό της. Μετά ταύτα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της και, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), πρέπει, ως απαράδεκτη να απορριφθεί η αγωγή και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος της εφεσίβλητης-ενάγουσας, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 183 και 176 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 13-2-2015 έφεση  κατά της υπ΄ αριθμ. 4862/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την από 7-2-2014 αγωγή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα  δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας,  σε βάρος της εφεσίβλητης- ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων ευρώ(600€).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  21 Αυγούστου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ