Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 124/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 124/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2°

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Βασίλειο Τζελέπη, Εφέτη και από την Γραμματέα K.Σ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, την ……………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος εναγόμενου: …………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Χαβιάρα.

Της εφεσίβλητης – ενάγουσας: Μονοπρόσωπης Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «……………» η οποία εδρεύει στον …….. Αττικής (……..) με ΑΦΜ …………., νόμιμα εκπροσωπούμενη , η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Ανδριανό.

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 15.5.2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2020 και ειδικό …./2020 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2814/2022 οριστική απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Ο εκκαλών – εναγόμενος, ο οποίος δικάσθηκε ερήμην πρωτοβαθμίως, προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 10.4.2023 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../10.4.2023 και ειδικό …./104.2023, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/10.4.2023 και ειδικό …../10.4.2023 για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρισταμένων διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 528 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, αφού η ένδικη έφεση ασκήθηκε μετά την έναρξη της ισχύος του, «αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αν ασκηθεί έφεση κατά ερήμην απόφασης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ1906/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 94/2011 ΝΟΜΟΣ) και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει με το δικόγραφο αυτής και τις προτάσεις του, όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία, δεδομένου ότι αυτός δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ακουστεί και προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως επανορθώνοντας, με την έφεσή του, τις συνέπειες που η απουσία του επέφερε. Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον αυτή εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος διαδίκου, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει, προηγουμένως, κάποιος λόγος της έφεσης, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας (ΑΠ 1075/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 829/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 884/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1015/2005 ΕλλΔνη 45.1100, ΜονΕφΠειρ 433/2016 ΝΟΜΟΣ). Αν ο εκκαλών αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και εξαφανίζεται, ως προς όλες τις διατάξεις της, μετά την τακτική παραδοχή της έφεσης χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ 2150/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 907/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 121/2014 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠατρ 307/2018 ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, αν με το εφετήριο προβάλλει ο εναγόμενος μόνο ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής, όπως εξόφλησης, παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνον κατά το διατακτικό της (ΜονΕφΠειρ 23/2017 ΝΟΜΟΣ). Τέλος αν με την έφεση ο εναγόμενος που δικάστηκε πρωτοδίκως σαν να ήταν παρών, προβάλλει ότι η αγωγή είναι νόμω αβάσιμη, αόριστη ή απαράδεκτη, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ερευνά τις ως άνω ελλείψεις χωρίς να εξαφανίσει προηγουμένως την προσβαλλόμενη απόφαση, Η έφεση, έκδ. 2003, σελ. 100 επ.).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 15.5.2020 και με αριθμούς κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2020 αντιστοίχως, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2814/2022 απόφασή του, αφού δίκασε ερήμην του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη, με εφαρμογή του τεκμηρίου ερημοδικίας κατ’ άρθρο 271 παρ. 3 του ΚΠολΔ, διότι, λόγω της ερημοδικίας του, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας θεωρήθηκαν ομολογημένοι, πλην του ύψους της αιτούμενης από την ενάγουσα χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής της βλάβης, το οποίο προσδιορίσθηκε στο εύλογο ποσό των 2.000,00 ευρώ αναφορικά με την αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου, και υποχρέωσε τον αυτόν να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 70.000 ευρώ, κατά το αιτούμενο κεφάλαιο, τα ποσά δε αυτά με το νόμιμο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Την απόφαση αυτή προσβάλλει ο εναγόμενος με την προαναφερόμενη έφεσή του, που στρέφεται κατά της εφεσίβλητης – ενάγουσας και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να απορριφθεί η εναντίον του αγωγή στο σύνολό της. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2,498,511,513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), λαμβανομένου υπόψη ότι η μεν εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα εναγόμενο την 20.3.2023 (βλ. τη σχετική από 20.3.2023 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……….. επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της εκκαλούμενης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), η δε κρινόμενη από 10.4.2023 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ήτοι την 10.4.2023, ημέρα Δευτέρα, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό………./10.4.2023/και ειδικό ………/10.4.2023 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Ωστόσο το Δικαστήριο, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν θα προχωρήσει άμεσα στην εξαφάνιση αυτής δεδομένου ότι ο μοναδικός λόγος της υπό κρίση έφεσης αναφέρεται στη νομική αβασιμότητα της αγωγής, οπότε και θα ακολουθήσει η εξέταση αυτής σε σχέση με την έλλειψη αυτή.

Κατά τη ρύθμιση του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημίωσε άλλον παρανόμως και υπαιτίως έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, σύμφωνα με τα ειδικότερα προβλεπόμενα από τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 ΑΚ, ενώ, δυνάμει της ρυθμίσεως του άρθρου 932 ΑΚ, ανεξάρτητα από την αποζημίωση ως προς την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί επί αδικοπραξίας να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση. Από τις προμνημονευθείσες διατάξεις σε συνδυασμό προς αυτές των άρθρων 330 ΑΚ και 15 ΠΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης προς καταβολή αποζημιώσεως ή/και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης και άρα στοιχεία της σχετικής αγωγής, προκειμένου αυτή να είναι κατ’ άρθρο 216§1 ΚΠολΔ ορισμένη, συνιστούν η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, αναγόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, η πρόκληση ζημίας ή/και ηθικής βλάβης και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς και της ζημίας και της ηθικής βλάβης που επήλθαν. Παράνομη τυγχάνει η συμπεριφορά, διά της οποίας προσβάλλονται τα προστατευόμενα από το νόμο δικαιώματα ή συμφέροντα ετέρου προσώπου και δύναται να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψη, εφόσον υφίστατο στην τελευταία περίπτωση ιδιαίτερη νομική υποχρέωση διαφυλάξεως του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος, όπως συμβαίνει, όταν υπάρχει εκ του νόμου, δικαιοπραξίας ή της καλής πίστεως (ΑΚ 288) σύμφωνα με την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και το γενικό πνεύμα του δικαίου υποχρέωση προστασίας. Υπαίτια είναι η συμπεριφορά που επιτρέπει την απόδοση στο δράστη προσωπικής μομφής, ήτοι στηρίζεται στον ψυχικό δεσμό του δράστη με την αδικοπραξία. Έτσι, αν η ζημία οφείλεται σε υπαιτιότητα του ίδιου του παθόντος, δε δικαιούται αποζημίωση, ενώ, σε περίπτωση συντρέχοντος πταίσματός του, το δικαστήριο μπορεί, δυνάμει της ρυθμίσεως του άρθρου 300 ΑΚ, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της κατά ποσοστό. Πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στην παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη και τη ζημία ή/και την ηθική βλάβη που προκλήθηκαν υπάρχει εξάλλου, όταν η προειρημένη συμπεριφορά ήταν, κατά το χρόνο και τις συνθήκες που έλαβε χώρα και επί τη βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας, ικανή να επιφέρει, σύμφωνα με τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και δίχως τη μεσολάβηση έτερου περιστατικού, τη συγκεκριμένη ζημία ή/και         ηθική βλάβη. Αδικοπρακτική συμπεριφορά, υπό την προεκτεθείσα έννοια του άρθρου 914 ΑΚ σε συνδυασμό προς τα άρθρα 147,149 ΑΚ και 386 ΠΚ, συνιστά μάλιστα η απάτη εις βάρος του ζημιωθέντος, η οποία στοιχειοθετείται, όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί, με οποιοδήποτε μέσο ή τέχνασμα, σφαλερή αντίληψη σε άλλον ως προς τα γεγονότα, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βοολήσεως ή επιχείρηση πράξεως, υφιστάμενος εντεύθεν ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη δήλωση της βουλήσεως ή την επιχείρηση της πράξεως. Αποβαίνει ως εκ τούτου άνευ έννομης επιρροής το εάν οι παραπλανητικές ενέργειες ήταν η μοναδική αιτία της πλάνης, ενώ δεν αποκλείει τον μεταξύ τους αιτιώδη σύνδεσμο το γεγονός ότι σ’ αυτή συνέβαλε η αμέλεια ή η ελαφρότητα του εξαπατηθέντος, υπό την έννοια ότι η πλάνη δε θα προκαλείτο σ’ ένα προσεκτικότερο πρόσωπο. Η ψευδής παράσταση που αποτελεί την απάτη μπορεί να αφορά και μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με την απόκρυψη ή την αποσιώπηση κρίσιμων γεγονότων αναγόμενων στο παρόν, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε. Δεν είναι πάντως αναγκαίο η προκληθείσα εκ της απάτης ζημία να συνδέεται με αντίστοιχη ωφέλεια γι’ αυτόν που την προκάλεσε, αφού αυτή δύναται να αφορά και τρίτο πρόσωπο, εφόσον υφίστατο σχετικός δόλος του δράστη. Η έννοια του δόλου προκύπτει εκ του άρθρου 27 ΠΚ και δε συντρέχει μόνο στην περίπτωση που ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση ζημίας, αλλά και όταν αποδέχεται αυτήν ως αναγκαία ή ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του (βλ. ΑΠ 709/2017, ΑΠ 1215/2014, ΑΠ 932/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 683/2013, ΧρΙΔ 2013,  683, ΑΠ 359/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΠατρ 98/2016, ΤΝΠ ΔΣΑ). Μόνη η αθέτηση προΰφιστάμενης ενοχής αποτελεί άλλωστε συμπεριφορά παράνομη, αλλά δε συνιστά αδικοπραξία υπό την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ. Είναι ωστόσο δυνατό ζημιογόνος πράξη, διά της οποίας παραβιάζεται σύμβαση να άγει συγχρόνως στη θεμελίωση ευθύνης εξ αδικοπραξίας. Τούτο συμβαίνει, όταν η περί ης ο λόγος συμπεριφορά θα ήταν καθ’ εαυτήν, ακόμη δηλαδή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, παράνομη υπό την προπαρατεθείσα έννοια του άρθρου 914 ΑΚ (βλ. ΟλΑΠ 967/1973, ΝοΒ 22, 505, ΑΠ 506/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 87/2000, ΕλλΔνη 41, 967, ΑΠ 25/1998, ΝοΒ 47, 390, ΕφΑΟ 1873/2008, Αρμ. 2008, 1840, ΕφΑΘ 302/2006, ΔΕΕ 2006, 513, ΠΠρΠατρ 578/2015, ΔΕΕ 2016, 714). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 197 του A.K, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη της σύμβασης, τα μέρη οφείλουν αμοιβαία να τηρούν τη συμπεριφορά που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Κατά δε το άρθρο 198 παρ 1 του Α.Κ. όποιος κατά τις διαπραγματεύσεις από πταίσμα του προξενήσει στον άλλον ζημία υποχρεούται να την ανορθώσει και αν η σύμβαση δεν καταρτίστηκε. Προϋποθέσεις της προσυμβατικής ευθύνης είναι η ύπαρξη σταδίου διαπραγματεύσεων, η αντισυμβατική συμπεριφορά του αντισυμβαλλόμενου, η υπαιτιότητα, η επέλευση ζημίας και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στον νόμιμο λόγο ευθύνης, δηλαδή στην υπαιτιότητα και τη ζημία. Ειδικότερα, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών διαπραγματεύσεις νοούνται οι προφορικές ή έγγραφες ανταλλαγές απόψεων των ενδιαφερομένων για τη σύναψη ορισμένης συμβάσεως με τις οποίες επιδιώκεται η βαθμιαία προσέγγιση των διαφορετικών αρχικών θέσεων τους σχετικά με τους όρους της υπό συζήτηση σύμβασης μέχρι την τελική σύμπτωση τους ή την αδυναμία τέτοιας σύμπτωσης. Το στάδιο των διαπραγματεύσεων διαρκεί μέχρι την διακοπή τους και ματαίωση της σύμβασης ή την κατάρτιση της. Κατά το στάδιο αυτό επιβάλλεται η παροχή διασαφητικών πληροφοριών και εξηγήσεων σε σχέση με το αντικείμενο της σύμβασης και μάλιστα τέτοιων που θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην απόφαση του άλλου, δηλαδή η λεγάμενη υποχρέωση διαφώτισης και προστασίας. Πάντως, η υποχρέωση αυτή της διαφώτισης και προστασίας δεν φτάνει μέχρι το σημείο να επεκτείνεται και σε όσα θέματα το άλλο μέρος θα όφειλε και θα μπορούσε να πληροφορηθεί με δική του επιμελή έρευνα. Η ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις που διαφέρει από την ευθύνη από την αδικοπραξία έχει εφαρμογή και στην περίπτωση ματαίωσης της σύμβασης ή της ακυρότητας αυτής όταν ο υπαίτιος της ματαίωσης έδωσε διαβεβαιώσεις για την κατάρτιση της σύμβασης ή απέκρυψε τους λόγους της ακυρότητας αυτής, οπότε έχει υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας του άλλου που πίστεψε στην κατάρτιση έγκυρης σύμβασης. Εξάλλου ως πταίσμα κατά την έννοια των διατάξεων αυτών νοείται η μη τήρηση της συμπεριφοράς που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Το πταίσμα κρίνεται κατά το άρθρο 330 του Α.Κ και έτσι αρκεί και αμέλεια. Η ζημία πρέπει να βρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο προς την αθέμιτη ή την αντίθετη συμπεριφορά του άλλου προς τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και η υπαίτια συμπεριφορά που προκάλεσε τη ζημία να εκδηλώνεται κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων. Η αποζημίωση περιλαμβάνει το αρνητικό διαφέρον της σύβασης, δηλαδή τη ζημία που υπέστη ο διαπραγματευόμενος επειδή πίστεψε στην κατάρτιση της σύμβασης και την οποία θα απέφευγε αν από την αρχή τηρούσε αρνητική στάση. Το αρνητικό αυτό διαφέρον εκτός των άλλων περιλαμβάνει την περιουσιακή μείωση, όπως τις δαπάνες για τη σύναψη της σύμβασης και την προκαταβολή, εφόσον αυτή είναι επακόλουθο του προσυμβατικού πταίσματος. Αντίθετα, όταν υπαίτιος για τη ματαίωση της σύμβασης είναι αυτός που έδωσε την προκαταβολή ο αντισυμβαλλόμενος δεν υπέχει ευθύνη από τα άρθρα 197 και 198 Α.Κ. Αν ο συμβαλλόμενος κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων επιδείξει συμπεριφορά αντίθετη με τα χρηστά ήθη αποκρύπτοντας με πρόθεση από τον αντισυμβαλλόμενο περιστατικά τα οποία αν γνώριζε ο τελευταίος θα μπορούσαν να τον επηρεάσουν στην κατάρτιση της συμβάσεως τότε παράλληλα με την ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις θεμελιώνεται και αξίωση από αδικοπραξία, εφόσον συντρέχουν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 919 και 914 επ Κ.Πολ.Δ. (Ολ. ΑΠ10/91).

Στη προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα, η οποία δραστηριοποιείται στο χώρο της ανακύκλωσης και εμπορίας παλαιοσιδήρου και μετάλλου, με την υπό κρίση αγωγή της εκθέτει ότι περί τα τέλη Δεκεμβρίου 2018 ξεκίνησε τη συνεργασία της με τον εναγόμενο, ο οποίος δραστηριοποιείται στον ίδιο χώρο προκειμένου η πρώτη να αγοράζει από τον δεύτερο εμπορεύματα παλαιοσιδήρου. Ότι στην αρχή της συνεργασίας τους οι εκάστοτε πωλήσεις εμπορευμάτων γινόταν με την παράδοση αυτών στην ενάγουσα και την καταβολή του συμφωνηθέντος τιμήματος, πλην όμως από το Μάιο 2019 λόγω οικονομικής στενότητας του εναγομένου η ενάγουσα άρχισε να προκαταβάλλει μέρος της αξίας των εμπορευμάτων που θα πωλούσε ο εναγόμενος σε αυτήν. Ότι στις 23.11.2019 ο εναγόμενος ενημέρωσε την ενάγουσα για μεγάλη ευκαιρία αγοράς τέτοιων εμπορευμάτων από τη νήσο …, αξίας 100.000 ευρώ, πλην όμως ο πρώτος δε διέθετε αυτό το χρηματικό ποσό και ζήτησε να καταβάλει αυτή το εν λόγω ποσό ώστε να το μεταπωλήσει στην ενάγουσα αποκομίζοντας ο εναγόμενος το ανάλογο κέρδος. Οτι η ενάγουσα δεν ήταν αρνητική στη πρότασή του αυτή, αλλά ζήτησε να λάβει κάποιες εγγυήσεις για την ύπαρξη των εμπορευμάτων αυτών, οπότε και ο εναγόμενος απέστειλε φωτογραφίες των εμπορευμάτων που ευρίσκονταν στην …. Ότι στις 25.7.2019 ο εναγόμενος μετέβη στη ….. και κάλεσε τηλεφωνικώς τον νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας προκειμένου να του γνωστοποιήσει ότι είχε ελέγξει το εμπόρευμα και ότι είχε μεριμνήσει για τη μεταφορά του στην Αθήνα μισθώνοντας τρεις νταλίκες. Ότι η ενάγουσα ζήτησε και έλαβε φωτογραφίες του εμπορεύματος από την ….. και επιπλέον, όπως συνήθιζαν, του ανέφερε ότι μετά τη ζύγιση αυτού θα του κατέβαλε το τίμημα, χωρίς όμως αυτή τη φορά να το αποδεχθεί ο εναγόμενος, ο οποίος για να δικαιολογηθεί ανέφερε ότι δεν το αποδέχεται ο πωλητής του εμπορεύματος ονόματι …… και για να πείσει το νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας σκηνοθέτησε ένα διάλογο με άγνωστο πρόσωπο το οποίο εμφάνισε ως …… που ευρίσκονταν δήθεν εντός της Τράπεζας στη ….., τον οποίο άκουσε ο άνω νόμιμος εκπρόσωπος σε ανοικτή ακρόαση από το τηλέφωνο να απαιτεί την προηγούμενη καταβολή των 95.000 ευρώ για να φορτώσει στις νταλίκες το εμπόρευμα. Ότι ο εναγόμενος λόγω της εμμονής αυτής του πωλητή ζήτησε να της πιστώσει άμεσα το ποσό των 70.000 ευρώ στο οποίο θα προστίθετο και επιπλέον ποσό 25.000 ευρώ που της όφειλε από προηγουμένη εμπορική συναλλαγή από εμπορεύματα που δεν της είχε παραδώσει απαιτώντας τη την άμεση κατάθεση του ποσού αυτού γιατί είχε ήδη αρχίσει η φόρτωση των δύο πρώτων νταλικών φοβούμενος ότι θα έμενε το βράδυ τη ….. χωρίς να έχει λάβει ακόμη τα χρήματα. Ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας πεισθείς από τα λεγάμενα και τις διαβεβαιώσεις του εναγόμενου σε συνδυασμό με τις φωτογραφίες που του είχε αποστείλει στις οποίες εμφαίνονταν τα εμπορεύματα να φορτώνονται στις νταλίκες τελικά κατέβαλε στον τραπεζικό λογαριασμό του τελευταίου το ποσό των 70.000 ευρώ και αυτός με τη σειρά του απέστειλε γραπτό μήνυμα επιβεβαίωσης της συναλλαγής στο κινητό τηλέφωνο σύμφωνα με το οποίο όλα ήταν εντάξει και ότι την επόμενη ημέρα είχε καράβι για Πειραιά το οποίο θα μετέφερε και τις τρεις νταλίκες. ‘Οτι μολονότι εύλογα η ενάγουσα ανέμενε την άφιξη των εμπορευμάτων, εντούτοις ο εναγόμενος μέσω γραπτών μηνυμάτων άρχισε να διαπλάθει μια φανταστική ιστορία ότι δήθεν οι οδηγοί των τριών νταλικών είχαν μεταφέρει το εμπόρευμα σε άλλους αγοραστές εν αγνοία του πωλητή ……, ότι δήθεν έπρεπε να ανεύρει άλλες νταλίκες για να τις φορτώσει με άλλα εμπορεύματα. Ότι στις 28.7 του ίδιου έτους απέστειλε στο νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας γραπτό μήνυμα ότι όλα είχαν τακτοποιηθεί και ότι μέσα στις επόμενες δύο ημέρες θα παραλάβει το εμπόρευμα, κάτι το οποίο όμως ουδέποτε συνέβη. Ότι λίγες ημέρες αργότερα ο εναγόμενος κατόπιν των συνεχών οχλήσεων του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας παραδέχθηκε ότι όλα τα ανωτέρω ήταν ψευδή, του ζητούσε συγγνώμη και ότι θα του επέστρεφε τα χρήματα. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά η ενάγουσα επικαλούμενη τις διατάξεις περί αδικοπραξίας λόγω απάτης και επικουρικά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει ως αποζημίωση το ποσό των 70.000 ευρώ πλέον 5.000 ευρώ που αντιστοιχεί στην ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου και συνολικά το ποσό των 75.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από 25.7.2019 για το μεν ποσό των 70.000 ευρώ για το δε ποσό των 5.000 ευρώ από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως, να απαγγελθεί σε βάρος του εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας 6 μηνών ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης τη απόφασης και να καταδικασθεί στη δικαστική της δαπάνη. Η εκκαλουμένη απόφαση κατά το μέρος που αφορά τη νομική βασιμότητα της αγωγής έκρινε ότι αυτή είναι νόμιμη ως προς την αδικοπρακτική της βάση ως ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 147-149 ΑΚ, 297,298, 340,341,345, 346,361, 914,932 ΑΚ σε συνδυασμό με 386 ΠΚ. Ακολούθως ο εκκαλών – εναγόμενος με το μοναδικό λόγο της έφεσης διατείνεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς τη νομική εκτίμηση αυτής για το λόγο ότι υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά η προκαταβολή των 70.000 ευρώ δόθηκε στην ενάγουσα κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων των διαδίκων και τελούσε υπό τη νομική αίρεση της δημιουργίας στο μέλλον της ενοχής πώλησης παλαιών σιδήρων τα οποία θα αγόραζε πρώτα στη ….. και θα πωλούσε ακολούθως στην ενάγουσα, ισχυριζόμενη ότι η ευθύνη του εναγόμενου εντοπίζεται στο στάδιο των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη της επίδικης σύμβασης πώλησης ως ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 197 επ. ΑΚ., ενώ επιπλέον διατείνεται ότι σε κάθε περίπτωση η αθέτηση της μεταξύ τους συμβάσεως πώλησης δεν συνιστά αδικοπραξία αλλά παράβαση προϋφιστάμενης ενοχικής υποχρέωσης του εναγόμενου και έναντι μελλούμενης ενοχής δηλαδή της προκαταβολής που δόθηκε κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων και σε εγγύηση αυτή της παροχής, δηλαδή ως προς την σκοπούμενη σύναψη της οριστικής συμβάσεως της παροχής, οπότε η συμπεριφορά του εναγόμενου που έλαβε χώρα στο πλαίσιο της μελλούμενης κατάρτισης της συμβάσεως δεν είναι νοητή η συμπεριφορά του χωρίς την συμβατική σχέση και συνεπώς δεν υπάρχει αδικοπραξία. Τα ανωτέρω εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, αληθή υποτιθέμενα, είναι ικανά και αρκετά για να θεμελιώσουν συγκροτούν τους βασικούς κανόνες δικαίου που εφαρμόσθηκαν από την εκκαλούμενη, η οποία ορθά από υπήγαγε την ιστορική βάση της αγωγής στις επικαλούμενες από την ενάγουσα διατάξεις των άρθρων 914 ΑΚ και ΠΚ 386, σύμφωνα και με τα όσα εκτέθηκαν στην άνω μείζονα σκέψη της παρούσας. Περαιτέρω η παραβίαση της ενοχικής υποχρέωσης του τελευταίου να μεταβιβάσει την κυριότητα των εμπορευμάτων που υποσχέθηκε στην ενάγουσα, η οποία συνιστά περίπτωση αρχικής αδυναμίας παροχής, αφού ουδέποτε είχε στην κυριότητά του τα προς πώληση εμπορεύματα, αποτελεί ζημιογόνο πράξη, διά της οποίας παραβιάζεται η σύμβαση και άγει παράλληλα στη θεμελίωση ευθύνης εξ αδικοπραξίας, καθώς η παράσταση περί ύπαρξης κυριότητας επί των εμπορευμάτων στο όνομα του εναγόμενου ήταν ψευδής. ‘Οπότε, ακόμη και αν θεωρήσουμε ως ελλείπον το νομικό υπόβαθρο της πώλησης, η προπεριγραφείσα συμπεριφορά του εναγόμενου συνιστά αδικοπραξία αφού με τη χρήση απατηλών παραστάσεων κατέτεινε στη βλάβη της περιουσίας της ενάγουσας. Ακολούθως οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος ως αυτοί περιγράφονται στο μοναδικό λόγο της έφεσης τυγχάνουν απορριπτέοι καθώς ερείδονται επί της εσφαλμένης προϋπόθεσης ότι η προπεριγραφείσα συναλλακτική συμπεριφορά έλαβε χώρα εντός του πλαισίου της ευθύνης που απορρέει από τις διαπραγματεύσεις, το οποίο όμως δεν συντρέχει εν προκειμένω, αφού η ένδικη σύμβαση ολοκληρώθηκε, οπότε και έπαυσε το στάδιο των διαπραγματεύσεων. Πλέον συγκεκριμένα σύμφωνα με την ΑΚ 513 κύρια υποχρέωση που πωλητή αποτελεί εν προκειμένω η μεταβίβαση της κυριότητας του εμπορεύματος και η παράδοση αυτού ενώ ο αγοραστής έχει την υποχρέωση να καταβάλει το συμφωνηθέν τίμημα. Στην υπό κρίση περίπτωση κρίσιμο στοιχείο για την κατάρτιση της ένδικης πώλησης είναι η καταβολή του συμφωνηθέντος τιμήματος, όπου στη προκειμένη περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή είχε διπλή σημασία, καθώς ταυτόχρονα καταρτίστηκαν δύο συμβάσεις πώλησης αφενός η εκτιθέμενη ως απατηλή σύμβαση πώλησης του εκκαλούντος με τον έμπορο ……, αφετέρου η μεταξύ των διαδίκων ένδικη σύμβαση πώλησης. Ειδικότερα το ενοχικό υπόβαθρο της τελευταίας είχε ολοκληρωθεί, αφού ο μεν εκκαλών πωλητής συμφώνησε στη μεταβίβαση της κυριότητας των εμπορευμάτων, η δε ενάγουσα αγοράστρια εκπλήρωσε τη μοναδική υποχρέωση που είχε από τη σύμβαση πωλήσεως δηλαδή τη καταβολή του τιμήματος, οπότε και ελλείπει η εκπλήρωση της υποχρεώσεως του πωλητή να παραδώσει το εμπόρευμα. Κατά συνέπεια εφόσον έχει ολοκληρωθεί το ενοχικό μέρος της σύμβασης αυτής εκλείπει πλέον το στάδιο των διαπραγματεύσεων, οπότε και δεν μπορεί να γίνει λόγος για εφαρμογή των διατάξεων περί ευθύνης από τις διαπραγματεύσεις. Ούτε βέβαια υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή δύνανται να γίνει λόγος για τη σύναψη μελλοντικής σύμβασης πώλησης ως διατείνεται ο εκκαλών, αφού αυτή έχει ήδη συντελεστεί. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί ο μοναδικός λόγος της έφεσης, η οποία, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς εξέταση πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και να καταδικαστεί ο εκκαλών λόγω της ήττας του στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, κατόπιν του σχετικού αιτήματος της (άρθρα 176,183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παράβολου.

ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την έφεση.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παράβολου, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 21 Μαρτίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ