Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 161/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   161/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……………., τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του Ειρήνη Κοντοσέα, μέλος της δικηγορικής εταιρίας «ΔΕ Γ. ΚΟΝΤΟΣΕΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: μονοπρόσωπης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «……..», που εδρεύει στην ……. Αττικής, επί της συμβολής των οδών ………….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευαγγελία Παπαντωνοπούλου.

Ο εκκαλών – εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 13.4.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../13.4.2021 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1450/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που τη δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερες οι αντίδικες πλευρές και, συγκεκριμένα, ο ενάγων με την από 30.8.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./31.8.2022 έφεση και η εναγόμενη ναυτιλιακή εταιρία με την από 25.7.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./27.7.2023 έφεση, δικάσιμος για την εκδίκαση αμφοτέρων των οποίων ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από τον Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες εφέσεις και, συγκεκριμένα, α) η από 30.8.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/31.8.2022 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./31.8.2022 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος [Α΄ έφεση] και β) η από 25.7.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/27.7.2023 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./27.7.2023 έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης [Β΄ έφεση], που στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 1450/2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 13.4.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 818/13.4.2021 αγωγή του πρώτου κατά της δεύτερης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 §§ 1, 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, η μεν πρώτη στις 31.8.2022, δηλαδή πριν από την επίδοση της εκκαλουμένης, που επακολούθησε στις 27.6.2023 (βλ. την υπ’ αριθμ. ………./27.6.2023 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……………) και εντός της νόμιμης καταχρηστικής προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης στις 6.5.2022, η δε δεύτερη στις 27.7.2023, δηλαδή εντός της γνήσιας προθεσμίας των τριάντα [30] ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α΄ και 591 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ.

ΙΙ. Με την αγωγή του ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι ναυτολογήθηκε διαδοχικά τέσσερις [4] φορές με την ειδικότητα του δεύτερου και του τρίτου μηχανικού και απασχολήθηκε κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα εντός της χρονικής περιόδου από 9.11.2018 έως και 9.9.2020 στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό [Ε/Γ – Ο/Γ] πλοίο ΕΠ, ολικής χωρητικότητας τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα τριών κόρων και σαράντα έξι εκατοστών (4.863,46 κ.ο.χ.), της πλοιοκτησίας της εναγόμενης ναυτιλιακής εταιρίας, αντί των προβλεπόμενων από τις εκάστοτε ισχύουσες και οικείες Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, παρείχε δε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο, που εκτελούσε καθημερινά δρομολόγια μεταξύ, κυρίως, του Πειραιώς και λιμένων του βορείου Αιγαίου Πελάγους, στα οποία περιλαμβάνονταν και τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια εξπρές, εργαζόμενος ημερησίως επί δώδεκα [12] ώρες εν πλω και στο λιμένα και επί εννέα [9] ώρες κατά την επισκευή του πλοίου το μήνα Μάρτιο του έτους 2020, μέχρι τη λύση της τελευταίας συμβάσεώς του με την εναγόμενη, που επήλθε εξαιτίας ανικανότητας του πλοίου προς πλου και χωρίς καταβολή προς αυτόν της νόμιμης αποζημίωσής του, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή του. Προσθέτως επικαλέστηκε ότι μετά τη λήξη της μηνιαίας αδείας αναπαύσεως που του χορηγήθηκε ενδιαμέσως, στις 31.3.2020, η εναγομένη αρνήθηκε την επαναπρόσληψή του και ότι, ως εκ τούτου, η προηγούμενη αποναυτολόγησή του συνιστά λύση της συμβάσεώς του με μονομερή καταγγελία εκ μέρους του πλοιάρχου, χωρίς να έχει συντρέξει δικό του παράπτωμα. Με βάση τα περιστατικά αυτά και υποστηρίζοντας περαιτέρω ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των αποδοχών του που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες και χωρίς να συνυπολογιστούν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2019 και 2020, τα οποία δικαιούται ούτε τη νόμιμη αποζημίωση διανυκτέρευσης ούτε πλήρη την πρόσθετη αμοιβή του για την εκτέλεση των δρομολογίων εξπρές, που πραγματοποίησε το πλοίο κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα, ζητούσε ο ενάγων, με την επίκληση των εργασιακών του συμβάσεων και όπως το αρχικώς συνολικά καταψηφιστικό αίτημά του παραδεκτώς περιορίστηκε πρωτοδίκως σε εν μέρει αναγνωριστικό, να του επιδικαστεί το συνολικό χρηματικό ποσό των τριάντα έξι χιλιάδων εκατόν σαράντα τεσσάρων ευρώ και τριάντα εννέα λεπτών (36.144,39 €) και, συγκεκριμένα, α] να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το χρηματικό ποσό των είκοσι χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα επτά ευρώ και τριάντα ενός λεπτών (20.857,31 €) για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του άλλως από την επίδοση της αγωγής και β] να αναγνωριστεί η υποχρέωση της ιδίας στην καταβολή του χρηματικού ποσού των δεκαπέντε χιλιάδων διακοσίων ογδόντα επτά ευρώ και οκτώ λεπτών (15.287,08 €) για διαφορές επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές και αποζημίωσης διανυκτερεύσεων και ως αποζημιώσεις απολύσεων με το νόμιμο τόκο από τα ίδια ως άνω αφετήρια χρονικά σημεία. Με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή αυτή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη και, ακολούθως, με την παραδοχή, μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος εν πλω και κατά τις επισκευές του πλοίου ανερχόταν σε δέκα [10] και σε εννέα [9] ώρες αντιστοίχως, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και, συγκεκριμένα, αφενός, υποχρεώθηκε η εναγόμενη, με διάταξη που κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή για το σύνολο του καταψηφιστικά επιδικασθέντος ποσού, στην καταβολή δύο χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα ενός ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών (2.681,28 €), ως υπόλοιπο αμοιβής για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος και, αφετέρου, αναγνωρίστηκε η υποχρέωσή της στην προς αυτόν καταβολή εννέα χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (9.370,32 €), ως υπόλοιπο δώρων εορτών και πρόσθετης αμοιβής για τα δρομολόγια εξπρές του πλοίου, ως και για αποζημιώσεις απολύσεως, με το νόμιμο τόκο από τις 10.9.2020 και μέχρι την εξόφληση, πλην των κονδυλίων του δώρου Χριστουγέννων 2020 και της αποζημίωσης για τις απολύσεις του ενάγοντος, που κρίθηκαν τοκοφόρα από την επίδοση της αγωγής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντιστοίχως.

ΙΙΙ. Από την επανεκτίμηση των από 22.10.2021 και 25.10.2021 δύο [2] ενόρκων βεβαιώσεων και, συγκεκριμένα, της πρώτης του ………, ναυτικού, που απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο και με την ίδια ειδικότητα με τον ενάγοντα μέχρι τις 16.12.2019 και της δεύτερης του ………., που ως προϊστάμενος του ενάγοντος και με την ειδικότητα του Α΄ μηχανικού, συνυπηρέτησε μ’ αυτόν στο ίδιο πλοίο ανά διαστήματα κατά τα έτη 2019 και 2020, οι οποίες με την επιμέλεια η πρώτη του ενάγοντος και η δεύτερη της εναγόμενης, που κλήτευσαν προς τούτο τον αντίδικό του έκαστος (βλ. αντιστοίχως τη με αριθμό ……./19.10.2021 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς . ……….. και την υπ’ αριθμ. ………/20.10.2021 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….), δόθηκαν η πρώτη στη δικηγόρο Βόλου …….. και η δεύτερη στο δικηγόρο Πειραιώς ……… και έλαβαν, αντιστοίχως, τις υπ’ αριθμ. ΔΣΒολ – ΕΒ – ……. – 2021 και ΔΣΠ – ΕΒ – ……… – 2021 ηλεκτρονικές αποδείξεις λήψης τους από τους Δικηγορικούς Συλλόγους του Βόλου και του Πειραιώς, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 421 ΚΠολΔ, οι οποίες αμφότερες εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι ο μάρτυρας αποδείξεως τυγχάνει αντίδικος της εναγομένης, επειδή έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο, να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΕφΑθ. 3879/2012, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 698/2003, ΑχΝομ. 2004/266), καθώς και του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β΄, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στο Λαύριο Αττικής η πρώτη και η τρίτη, στην Καβάλα η δεύτερη και στον Πειραιά η τέταρτη, μεταξύ του ενάγοντος ……………, που γεννήθηκε στις 2.1.1960, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του με αριθμό ………… ναυτικού φυλλαδίου της ΑΑ ναυτικής περιφέρειας και των νομίμων εκπροσώπων της εναγόμενης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) ακτοπλοϊκού πλοίου ΕΠ, νηολογημένου στο λιμένα του Πειραιώς με αύξοντα αριθμό εγγραφής ……….., ολικής χωρητικότητας τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα τριών κόρων και σαράντα έξι εκατοστών [4.863,46 κ.ο.χ.], υπό το διεθνές διακριτικό σήμα ………., με αριθμό ΙΜΟ ……., ο έχων με την ειδικότητα του Γ΄ μηχανικού πολυετή, όπως δεν αμφισβητείται, προϋπηρεσία και σε άλλα πλοία της εναγόμενης, όπως και στο ΕΠ, ενάγων ναυτολογήθηκε εκ νέου σ’ αυτό με την ίδια ειδικότητα. Η πρώτη από τις ένδικες συμβάσεις καταρτίστηκε στις 9.11.2018 και δυνάμει αυτής ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο μέχρι την 22α.7.2019, οπότε και αποναυτολογήθηκε στο Λαύριο Αττικής λαμβάνοντας άδεια μηνιαίας διάρκειας. Επαναπροσλήφθηκε δε στις 30.8.2019 με την ίδια ειδικότητα για έναν [1] πλου, μέχρι το Λαύριο, όπου, την επομένη, ναυτολογήθηκε εκ νέου με την ειδικότητα του Β΄ μηχανικού και απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο έως την 31η.3.2020, οπότε έλαβε άδεια μηνιαίας και πάλι διάρκειας (μέχρι τις 30.4.2020, όπως αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο). Ακολούθησε μία [1] ακόμα ναυτολόγηση του ενάγοντος στις 16.7.2020 στο ίδιο πλοίο με την ειδικότητα του Γ΄ μηχανικού, που διήρκεσε μέχρι τις 9.9.2020, οπότε απολύθηκε στο λιμένα του Πειραιώς «λόγω μεταθέσεως», κατά τη σχετική εγγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο. Για τις ένδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας τηρήθηκε έγγραφος τύπος και από τα αντίγραφά τους, τα οποία προσκομίζει η εναγόμενη, προκύπτει ότι ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος συνομολογήθηκε κλειστός, ανερχόμενος στο συνολικό [μικτό] χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων εξακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών (3.668,72 €) σύμφωνα με την πρώτη, των τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων δεκαοκτώ ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών (4.218,97 €) σύμφωνα με την δεύτερη (που καταρτίστηκε την 1η.9.2019) και των τριών χιλιάδων πεντακοσίων πέντε ευρώ και πενήντα ενός λεπτών (3.505,51 €) σύμφωνα με την τρίτη (την από 16.7.2020) σύμβαση ναυτικής εργασίας. Στις ίδιες συμβάσεις περιελήφθησαν και όροι κατά τους οποίους «Ο βασικός μισθός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το Πλοίο», «…στον εν λόγω κλειστό μηνιαίο μισθό συμπεριλαμβάνονται: βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα άδειας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας. Ο Ναυτικός δεν θα δικαιούται οποιαδήποτε άλλη πληρωμή πέραν του κατά του ως άνω ποσού του κλειστού μισθού του» και «Εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών επιβατηγών Πλοίων». Κατά το χρονικό διάστημα (1.1.2019 έως 9.9.2020) που είναι επίδικο, αφού ο ενάγων δεν προβάλει απαιτήσεις από την εργασία του γεννηθείσες προγενεστέρως, ίσχυσε η από 8.7.2019 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, με έναρξη ισχύος από 1.1.2019, που κυρώθηκε αρμοδίως και, έτσι, κατέστη γενικά υποχρεωτική με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 3170/12.8.2019), οι ρυθμίσεις της οποίας, ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής των ναυτικών, κατέλαβαν και τους διαδίκους, οι οποίοι και την επικαλούνται. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της εν λόγω ΣΣΝΕ οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού. Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, Δνη 2015/508), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΕφΠειρ. 735/2006, ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες, δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου, όπως προκύπτει από το σχετικό άρθρο 18 της ως άνω ΣΣΝΕ. Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β΄ και γ΄ της ιδίας ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2). Με βάση όσα προαναφέρθηκαν και σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 1, 3, 6, 8 §§ 2, 13, 14, 10 § 4, 13 και 15 §§ 1, 2 της ΣΣΝΕ, οι ελάχιστες (νόμιμες) αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν: Α] για τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του με την ειδικότητα του Γ΄ μηχανικού, δηλαδή κατά τις περιόδους από 1.1.2019 έως 22.7.2019, την 30η.8.2019 και από 16.7.2020 έως 9.9.2020, σε τρεις χιλιάδες εκατόν εξήντα επτά ευρώ και τριάντα ένα λεπτά (3.167,31 €) συνολικά, καθώς ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του Γ΄ μηχανικού ορίστηκε σε χίλια πεντακόσια τριάντα ένα ευρώ και εξήντα εννέα λεπτά (1.531,69 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε τριακόσια τριάντα έξι ευρώ και ενενήντα επτά λεπτά (336,97 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτά (19,18 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια ενενήντα εννέα ευρώ και σαράντα λεπτά (19,18 € Χ 30 ημέρες = 599,40 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα έξι ευρώ και εξήντα τέσσερα λεπτά (36,64 €), οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε πεντακόσια είκοσι τέσσερα ευρώ και εξήντα λεπτά {[(1.531,69 € + 336,97 € : 22) = 84,93 € + 19,98 € =] 104,91 € Χ 5 ημέρες = 524,60 €}, το ειδικό μηνιαίο επίδομα Γ΄ μηχανικού σε τριάντα ευρώ και εβδομήντα εννέα λεπτά (30,79 €) και το ειδικό μηνιαίο επίδομα εκ ποσοστού 7% επί του μισθού ενέργειας για τη συντήρηση του ξενοδοχειακού και υδραυλικού εξοπλισμού και την εκτέλεση σωληνουργικών εργασιών σε εκατόν επτά ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (1.531,69 € Χ 7% = 107,22 €), το δε ωρομίσθιο της εν λόγω ειδικότητας καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των οκτώ ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτών (8,85 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε ένδεκα ευρώ και έξι λεπτά (11,06 €) και σε δεκατρία ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτά (13,28 €) αντίστοιχα, και Β] για το χρονικό διάστημα της ναυτολογήσεώς του με την ειδικότητα του Β΄ μηχανικού, δηλαδή κατά την περίοδο από 31.8.2019 έως 31.3.2020, σε τρεις χιλιάδες πεντακόσια είκοσι επτά ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (3.527,22 €) συνολικά, καθώς ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του Β΄ μηχανικού ορίστηκε σε χίλια επτακόσια πενήντα έξι ευρώ και εξήντα έξι λεπτά (1.756,66 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε τριακόσια ογδόντα έξι ευρώ και εξήντα εννέα λεπτά (386,69 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτά (19,98 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια ενενήντα εννέα ευρώ και σαράντα λεπτά (19,98 € Χ 30 ημέρες = 599,40 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα έξι ευρώ και εξήντα τέσσερα λεπτά (36,64 €), οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε πεντακόσια ογδόντα επτά ευρώ και είκοσι πέντε λεπτά {[(1.756,66 € + 386,69 € : 22) = 97,47 € + 19,98 € =] 117,45 € Χ 5 ημέρες = 587,25 €}, το ειδικό μηνιαίο επίδομα Β΄ μηχανικού σε τριάντα έξι ευρώ και εξήντα ένα λεπτά (36,61 €) και το ειδικό μηνιαίο επίδομα εκ ποσοστού 7% επί του μισθού ενέργειας για τη συντήρηση του ξενοδοχειακού και υδραυλικού εξοπλισμού και την εκτέλεση σωληνουργικών εργασιών σε εκατόν είκοσι δύο ευρώ και ενενήντα επτά λεπτά (1.756,66 € Χ 7% = 122,97 €), το δε ωρομίσθιο της εν λόγω ειδικότητας καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των δέκα ευρώ και δεκαέξι λεπτών (10,16 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε δώδεκα ευρώ και εβδομήντα λεπτά (12,70 €) και σε δεκαπέντε ευρώ και είκοσι τέσσερα λεπτά (15,24 €) αντίστοιχα. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο συμβατικός μισθός του ενάγοντος, που αναφέρεται στις ως άνω ατομικές του συμβάσεις, υπερτερούσε των νομίμων αποδοχών που καθόριζε η ΣΣΝΕ του έτους 2019 και, υπό την έννοια αυτή, ήταν πράγματι «κλειστός» μισθός, όπως υποστηρίζει η εναγόμενη, συνομολογήθηκε δε εγκύρως (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 2003/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 48/2021, ΜονΕφΠειρ. 202/2021, ΜονΕφΠειρ. 464/2021, ΜονΕφΠειρ. 218/2020, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69), ανεξαρτήτως του ότι ο ενάγων δεν επιδιώκει την καταβολή του υπολοίπου των συμβατικών αποδοχών του αλλά ενάγει με βάση τη ΣΣΝΕ. Περαιτέρω, όσον αφορά τη μισθολογική μεταχείριση του προσωπικού που απασχολείται στο μηχανοστάσιο ακτοπλοϊκού πλοίου, η ως άνω εφαρμοστέα ΣΣΝΕ διακρίνει με σαφήνεια το πλήρωμα σε ανώτερο και κατώτερο. Στο πρώτο περιλαμβάνονται οι αξιωματικοί μηχανής, δηλαδή οι μηχανικοί με τους βαθμούς Α΄, Α΄/Β΄, Β΄, Γ΄ και ο ηλεκτρολόγος του πλοίου και στο δεύτερο οι μηχανοδηγοί με τους βαθμούς Α΄ και Β΄, ο αρχιθερμαστής, ο λιπαντής, ο θερμαστής, οι καθαριστές (με άδεια θερμαστή και χωρίς αυτήν) και ο βοηθός ηλεκτρολόγου. Κατά δε το άρθρο 138 του ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α΄ 158/1960), όταν το πλοίο ταξιδεύει («εν πλω») το προσωπικό μηχανής κατανέμεται σε φυλακές (βάρδιες) με τη μέριμνα του Α΄ μηχανικού, ο οποίος, στην εξαιρετική περίπτωση, κατά την οποία στο πλοίο υπηρετούν τρεις [3] ακόμη αξιωματικοί μηχανής, κατώτεροι από αυτόν σε βαθμό, δεν μετέχει σ’ αυτές, όπως το ίδιο προβλέπεται και για τον Β΄ μηχανικό υπό τις αυτές περιστάσεις. Καθεμία από τις φυλακές, που κατά κανόνα δεν μπορεί να είναι συνολικά λιγότερες από τρεις [3] ανά εικοσιτετράωρο ούτε να διαρκούν περισσότερο από τέσσερις [4] ώρες εκάστη, απαρτίζει κατά το νόμο ένας [1] από τους (λοιπούς) αξιωματικούς μηχανής και ένα [1] μέλος του κατώτερου πληρώματος και, συγκεκριμένα, μηχανοδηγός (άρθρο 140 § 4), θερμαστής ή καθαριστής. Τα γενικά καθήκοντα του αξιωματικού φυλακής μηχανής καθορίζονται στο άρθρο 139 του ιδίου ΒΔ, όπου προβλέπεται ότι αυτός τελεί υπό τον έλεγχο και τις διαταγές του Α΄ μηχανικού και είναι επιφορτισμένος με τη φροντίδα εν γένει των μηχανών και της κανονικής λειτουργίας τους. Ως προς τα ειδικότερα καθήκοντά του ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι « … β) … αφ’ ης … παραλάβει [την φυλακήν] απαγορεύεται απολύτως εις τούτον να απομακρυνθή του μηχανοστασίου διαρκούσης της φυλακής του, είτε εν ημέρα είτε εν νυκτί, εκτός εάν αναπληρωθή αδεία του Α΄ Μηχανικού ή αντικατασταθή κανονικώς, γ) παρακολουθεί με εντεταμένην προσοχήν την λειτουργίαν των μηχανών και λοιπών μηχανημάτων και των λεβήτων, επιμελείται της λιπάνσεως αυτών, μεριμνά περί της διατηρήσεως της οριζομένης ατμοθλίψεως και του αριθμού των διατασσομένων στροφών, εκτελεί αμέσως τα εκ της γεφύρας μεταβιβαζόμενα παραγγέλματα χειρισμού των μηχανών και εποπτεύει την μεταφοράν της καυσίμου ύλης, δ) εκτελεί πάσαν σχετικήν προς τα καθήκοντά του εντολήν διδομένην εκ της γεφύρας και ειδοποιεί πάραυτα περί τούτου ως και εν περιπτώσει ανωμαλίας τινός τον Α΄ Μηχανικόν και διά τούτου τον Αξιωματικόν φυλακής γεφύρας, απαγορευομένης εις αυτόν αυστηρώς της μετατροπής του χειρισμού της μηχανής άνευ προηγουμένης συγκαταθέσεως του Πλοιάρχου ή του Αξιωματικού φυλακής γεφύρας, εκτός εις περιπτώσεις κατεπειγούσης ανάγκης….». Ως αντιστάθμισμα της εντάσεως της προσοχής που απαιτείται να επιδεικνύουν οι αξιωματικοί μηχανής κατά τη διάρκεια της βάρδιας τους ορίζεται στο άρθρο 138 § 4 ότι μετά το πέρας της φυλακής τους « … δεν διατίθενται εις άλλας εργασίας, αλλ’ αναπαύονται…».  Τούτο σημαίνει ότι η εντολή του Α΄ Μηχανικού, που κατά το άρθρο 138 § 6 εποπτεύει τις φυλακές, στον υφιστάμενό του αξιωματικό μηχανής να μετάσχει εν πλω σε άλλες εργασίες μετά τη λήξη της τετράωρης βάρδιας του είναι παράνομη. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι τα υπηρεσιακά καθήκοντα του κατώτερου σε βαθμό αξιωματικού μηχανής (Β΄ και Γ΄ μηχανικού) εξαντλούνται στη συμμετοχή στις φυλακές του μηχανοστασίου εν πλω. Αντιθέτως, αφορούν και ειδικές εργασίες, όπως η συντήρηση του ξενοδοχειακού και υδραυλικού εξοπλισμού του πλοίου αλλά και η εκτέλεση άλλων εργασιών, που του ανατίθενται λόγω της ειδικότητάς του και για τις οποίες παγίως στις ΣΣΝΕ της ακτοπλοΐας προβλέπεται είτε ειδικό επίδομα σε ποσοστό επί του μισθού ενέργειας, όπως συμβαίνει με τις πρώτες (κατ’ άρθρο 8 § 14 της ως άνω ΣΣΝΕ του έτους 2019) είτε ιδιαίτερη αμοιβή, όπως συμβαίνει με τις δεύτερες. Ως προς αυτές το άρθρο 29 § 1 της ιδίας ΣΣΝΕ προβλέπει ειδικότερα ότι στους αξιωματικούς μηχανής και στο κατώτερο προσωπικό του μηχανοστασίου καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, εφόσον τους ανατίθεται η εκτέλεση «έξτρα εργασιών μηχανοστασίου». Μάλιστα, κατά μεν την έκτη παρατήρηση του πίνακα που παρατίθεται στη διάταξη αυτή, η εκτέλεση των εν λόγω εργασιών είναι για τους αξιωματικούς της μηχανής υποχρεωτική, κατά δε την έβδομη, ορισμένες εργασίες (καθαρισμοί σχετικοί με την εκτέλεση των έξτρα εργασιών) γίνονται αποκλειστικά από το κατώτερο πλήρωμα της μηχανής. Επιπλέον, στη ΣΣΝΕ εξειδικεύονται οι έξτρα εργασίες μηχανοστασίου με λεπτομερείς αναφορές (εξαρμόσεις και καθαρισμοί εμβόλων, χιτωνίων, κυλίνδρων, βαλβίδων κινητήρα, βάκτρων, παρεμβυσμάτων, στροφάλων, τριβέων, διωστήρων, εδράνων, επιστομίων, λεβήτων, αεροσυμπιεστών, αντλιών κλπ) και καθορίζεται η αμοιβή για την εκτέλεσή τους, για δε τον τρόπο κατανομής της σε όλο το προσωπικό του μηχανοστασίου (αξιωματικούς και κατώτερο πλήρωμα) ορίζεται ότι γίνεται «κατά δικαία κρίση του Α΄ μηχανικού» και ότι στους συμμετέχοντες στους καθαρισμούς διανέμεται ποσοστό 15% της συνολικής ιδιαίτερης αμοιβής των έξτρα εργασιών. Με τις ρυθμίσεις αυτές, που πρέπει να ερμηνευθούν σε αρμονία προς τις διατάξεις α] του ΒΔ 683/1960, που προπαρατέθηκαν και στις οποίες δεν γίνεται μνεία της υποχρέωσης των κάθε βαθμού αξιωματικών μηχανοστασίου να εκτελούν εργασίες συντήρησης και επισκευής των μηχανών είτε κατά τους πλόες είτε καθ’ ον χρόνο το πλοίο παραμένει ελλιμενισμένο, β] του άρθρου 57 § 2 ΚΙΝΔ, που ορίζει ότι ο πλοίαρχος μπορεί κατά τη διάρκεια του πλου, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να αναθέτει προσωρινά στο ναυτικό υπηρεσία διαφορετική ή επιπλέον από εκείνη την οποία ανέλαβε με τη σύμβαση, εφόσον δεν είναι ασυμβίβαστη με το βαθμό του, γ] του άρθρου 659 ΑΚ, κατά το οποίο, αν παραστεί ανάγκη εργασίας πέρα από τη συνηθισμένη, ο εργοδότης μπορεί να ζητήσει την εκτέλεσή της και ο εργαζόμενος υποχρεούται να την παράσχει, εάν είναι σε θέση να την εκτελέσει και η άρνησή του θα προσέκρουε στην καλή πίστη και δ] των άρθρων 96, 97 και 98 § 1α ΚΔΝΔ, κατά τα οποία επιτρέπεται η υπέρβαση των ανώτατων ορίων κανονικού χρόνου εργασίας και των ανώτατων ορίων πρόσθετης εργασίας (βλ. σχετ. Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο, 1990, αρ. 216, ΙΙΙ, σελ. 130), η συλλογική αυτονομία επιχειρεί να αντιμετωπίσει τις πραγματικές ανάγκες που μπορεί να προκύψουν σε ακτοπλοϊκό πλοίο κατά τη διάρκεια του πλου ή στο λιμένα, σε περίπτωση επελθούσας ή απειλούμενης βλάβης των μηχανών, σε χρόνο κατά τον οποίο δεν είναι εφικτή η επέμβαση εξωτερικού συνεργείου επισκευής τους, απαρτιζόμενου από εξειδικευμένους μηχανικούς πλοίων, που δεν είναι μέλη του πληρώματός του, κατά τρόπον ώστε να εξακολουθήσει απρόσκοπτα και αδιάλειπτα το μεταφορικό έργο, χωρίς ζημία της επιχείρησης του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή αλλά και χωρίς βλάβη των οικονομικών συμφερόντων των εργαζομένων, που, επειδή παρέχουν πρόσθετη εργασία, πρέπει να δικαιούται και πρόσθετης, προκαθορισμένης, αμοιβής. Επομένως, κατά την έννοια των ιδίων ρυθμίσεων, ο εργοδότης του αξιωματικού μηχανής μπορεί να αξιώσει από αυτόν, που είναι ως εκ της εκπαιδεύσεώς του γνώστης της συνδεσμολογίας των μηχανών του πλοίου και εξοικειωμένος με τη λειτουργία τους, να εκτελέσει κάθε συναφή εργασία, καταβάλλοντάς του την προβλεπόμενη αμοιβή, η οποία χαρακτηρίζεται ως ιδιαίτερη, ακριβώς επειδή δεν περιλαμβάνεται στα νόμιμα ή στα συμβατικά καθήκοντά του. Οι εργασίες αυτές μπορούν να εκτελεστούν από τους αξιωματικούς μηχανής είτε εν πλω είτε κατά την ακινησία του πλοίου, καθώς η ΣΣΝΕ δεν διακρίνει, στην πρώτη όμως περίπτωση σ’ αυτές δεν επιτρέπεται από το νόμο να μετάσχει ο αξιωματικός φυλακής μηχανής αμέσως μετά τη λήξη της βάρδιας του. Η νομοθετική απαγόρευση είναι δυνατό να περιαγάγει σε δυσμενέστερη θέση, από οικονομική άποψη τους μηχανικούς του πλοίου που μετέχουν στις φυλακές μηχανής εν πλω, των οποίων η συμμετοχή στις έξτρα εργασίες (και στην αντίστοιχη προς αυτές ιδιαίτερη αμοιβή) πρέπει να περιοριστεί μόνον στο μέρος τους που αυτές εκτελούνται (και εκείνη καταβάλλεται) κατά την ακινησία του πλοίου ή σε ωράριο που δεν ακολουθεί τη λήξη της βάρδιας τους. Από την άποψη αυτή για το σχηματισμό της «δίκαιης κρίσης» του Α΄ μηχανικού ως προς την κατανομή της ιδιαίτερης αμοιβής του άρθρου 29 της ΣΣΝΕ, που αντιστοιχεί στους αξιωματικούς μηχανής του πλοίου, είναι εύλογο να λαμβάνεται υπόψη και η ως άνω νομοθετική απαγόρευση μεταξύ άλλων κριτηρίων, όπως ο βαθμός εκάστου μηχανικού και ο χρόνος προϋπηρεσίας του, από τον οποίο εξαρτάται συνήθως η εργασιακή εμπειρία και η επαγγελματική αποτελεσματικότητά του, που (πρέπει να) αποτελούν ομοίως παράγοντες προσδιορισμού του αναλογούντος σ’ αυτόν μέρους της ιδιαίτερης αμοιβής των έξτρα εργασιών, της οποίας, σημειωτέον, το ύψος δεν συναρτάται με τον αριθμό των μηχανικών που τις εκτελούν αλλά μόνον προς το είδος των έξτρα εργασιών, αφού η αμοιβή για καθεμία από αυτές προβλέπεται κατ’ αποκοπή. Πάντως, η εκτέλεση των έξτρα εργασιών δεν προϋποθέτει αναγκαίως ούτε συνεπάγεται άνευ ετέρου υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος μηχανής, καθώς η ιδιαίτερη αμοιβή οφείλεται επειδή παρέχεται εργασία όχι καθ’ υπέρβαση του ημερήσιου ωραρίου απασχόλησης των ναυτικών αλλά εκτός των νόμιμων και συμβατικών καθηκόντων του. Από την άλλη, η καταβολή αμοιβής για υπερωριακή εργασία σε αξιωματικό μηχανής που μετέχει στις φυλακές όταν το πλοίο ταξιδεύει, ενδεικνύει ότι αυτός απασχολήθηκε κατά την εκτέλεση έξτρα εργασιών σε χρόνο πριν την έναρξη του νομίμου ωραρίου του, αφού μετά από τη συμπλήρωσή του δεν μπορούν να του ανατεθούν συννόμως τέτοια καθήκοντα. Επομένως, για έξτρα εργασίες που εκτελούνται συννόμως μεν αλλά πέραν των κανονικών εργάσιμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται παγίως στα άρθρα 11 και 12 των ΣΣΝΕ της ακτοπλοΐας, οφείλεται, εκτός της αντίστοιχης ιδιαίτερης αμοιβής του άρθρου 29, και η πρόσθετη αμοιβή της υπερωριακής εργασίας του άρθρου 13. Αμφότερες οι αμοιβές καταβάλλονται ως αντάλλαγμα των εργασιών που εκτελέστηκαν, το οποίο όμως, καθορίζεται με αναφορά για μεν την πρώτη στο είδος της εργασίας, για δε την δεύτερη στο χρόνο της παροχής της. Παρέπεται λογικώς ότι το ύψος της ιδιαίτερης αμοιβής ανά μήνα δεν συνεπάγεται, μόνον αυτό, αυξημένο χρόνο ημερήσιας εργασίας αλλά και ότι η καταβολή ιδιαίτερης αμοιβής για έξτρα εργασίες εν πλω σημαίνει χρονική υπέρβαση του ημερήσιου ωραρίου απασχόλησης. Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο ΕΠ διενεργούσε πολύωρους τακτικούς ακτοπλοϊκούς πλόες, οι οποίοι επεκτείνονταν και κατά τις νυκτερινές ώρες, με αφετηρία κατά βάση τον λιμένα του Λαυρίου και προορισμό την Καβάλα, δια μέσου νήσων του Βορείου Αιγαίου και επιστροφή μέσω των ίδιων ενδιάμεσων λιμένων στο Λαύριο. Για τμήμα μάλιστα της ακτοπλοϊκής γραμμής στην οποία ήταν εκάστοτε δρομολογημένο το πλοίο είχαν συναφθεί αντίστοιχες συμβάσεις δημόσιας υπηρεσίας για την πραγματοποίηση επιδοτούμενων καθημερινών δρομολογίων. Συγκεκριμένα, τα δρομολόγια του πλοίου είχαν ως εξής: Α] Κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2019 έως και το πρωί της 3ης.4.2019, από 10.5.2019 έως και 11.6.2019 και από 8.9.2019 έως και 31.10.2019 το πλοίο αναχωρούσε από το Λαύριο κάθε Δευτέρα και Τετάρτη στις 21:00, για να προσεγγίσει διαδοχικά στον Άγιο Ευστράτιο στις 04:30, όπου παρέμενε επί δεκάλεπτο της ώρας και στη Μύρινα της Λήμνου στις 06:00 της Τρίτης και της Πέμπτης, όπου ελλιμενιζόταν επί δίωρο, και να καταπλεύσει τελικά στην Καβάλα στις 12:30 της επομένης από την αναχώρησή του ημέρας και κάθε Παρασκευή στις 14:30, για να προσεγγίσει διαδοχικά στον Άγιο Ευστράτιο στις 22:00, όπου παρέμενε επί δεκάλεπτο της ώρας και στη Μύρινα στις 23:40 της ιδίας ημέρας, από όπου αναχωρούσε μετά μία [1] ώρα, προκειμένου να αφιχθεί στην Καβάλα στις 05:15 του Σαββάτου. Από την Καβάλα αναχωρούσε κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή στις 16:00 και κατέπλεε στο Λαύριο στις 06:40 της Δευτέρας, της Τετάρτης και της Παρασκευής, αντίστοιχα, έχοντας ενδιαμέσως πραγματοποιήσει αποεπιβιβάσεις επιβατών στο λιμένα της Μύρινας στις 20:30, όπου παρέμενε επί εξήντα [60] πρώτα λεπτά της ώρας και του Αγίου Ευστρατίου στις 23:00, από όπου αναχωρούσε στις 23:10. Σημειώνεται ότι μετά την άφιξή του στην Καβάλα κάθε Σάββατο στις 05:15 το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο εκεί, όπου και διανυκτέρευε, το δε επόμενο δρομολόγιό του αναχωρούσε μετά από τριάντα πέντε [35] περίπου ώρες στις 16:00 της Κυριακής, ενώ μεταξύ των ωρών 06:40 και 21:00 εκάστης Δευτέρας και Τετάρτης το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια αλλά ακινητούσε στο λιμένα του Λαυρίου. Τα ίδια δρομολόγια σε εβδομαδιαία βάση εκτέλεσε το πλοίο και κατά το χρονικό διάστημα από 1.11.2019 έως και 29.2.2020 με τη διαφορά ότι στον πλου της επιστροφής από την Καβάλα, πρώτον, προσέγγιζε στον Άγιο Ευστράτιο στις 22:50, από όπου αναχωρούσε στις 23:00 και, δεύτερον, κατέπλεε στο Λαύριο στις 06:30. Κατά τα χρονικά διαστήματα από 12.6.2019 έως και 13.7.2019 και από 2.9.2019 έως και 7.9.2019, λόγω της θερινής περιόδου, το πλοίο πύκνωσε τα δρομολόγιά του και αύξησε τους προορισμούς του. Συγκεκριμένα, αναχωρούσε από το Λαύριο κάθε Τρίτη στις 08:30, με προορισμούς κατά σειρά τον Άγιο Ευστράτιο (άφιξη 16:00 – αναχώρηση 16:10), τη Μύρινα (άφιξη 17:30 – αναχώρηση 18:00) και την Καβάλα (άφιξη 22:30), κάθε Τετάρτη στις 15:00 για Άγιο Ευστράτιο (άφιξη 22:30 – αναχώρηση 22:40), Μύρινα (άφιξη 23:50 – αναχώρηση 00:30 της Πέμπτης) και Καβάλα (άφιξη 05:00), κάθε Πέμπτη στις 23:00 για Άγιο Ευστράτιο (άφιξη 06:30 της Παρασκευής – αναχώρηση 06:40), Μύρινα (άφιξη 08:00 – αναχώρηση 09:00) και Καβάλα (άφιξη 13:30) και κάθε Σάββατο στις 12:00 για Άγιο Ευστράτιο (άφιξη 23:20 – αναχώρηση 23:30), Μύρινα (άφιξη 00:50 της Κυριακής – αναχώρηση 09:00) και Καβάλα (άφιξη 13:30). Στο δρομολόγιο αυτό το πλοίο πριν τον Άγιο Ευστράτιο προσέγγιζε και στα Μεστά της Χίου (άφιξη 17:50 – αναχώρηση 18:10 του Σαββάτου). Για το ταξίδι της επιστροφής από την Καβάλα το πλοίο αναχωρούσε: κάθε Δευτέρα στις 09:00 και αφού προσέγγιζε διαδοχικά στη Μύρινα (άφιξη 13:30 – αναχώρηση 14:00) και στον Άγιο Ευστράτιο (άφιξη 15:20 – αναχώρηση 15:30), κατέπλεε στο Λαύριο στις 23:00, όπου διανυκτέρευε, κάθε Τρίτη στις 23:59, οπότε, αφού προσέγγιζε διαδοχικά στη Μύρινα (άφιξη 04:30 – αναχώρηση 05:00) και στον Άγιο Ευστράτιο (άφιξη 06:20 – αναχώρηση 06:30), κατέφθανε στο Λαύριο στις 14:00 της Τετάρτης, κάθε Πέμπτη στις 07:00, οπότε κατέπλεε διαδοχικά στη Μύρινα στις 11:30, από όπου απέπλεε στις 12:00, στον Άγιο Ευστράτιο στις 13:20, από όπου απέπλεε στις 13:30 και στο Λαύριο στις 21:00 της ιδίας ημέρας και κάθε Παρασκευή στις 16:00, οπότε κατέπλεε διαδοχικά στη Μύρινα στις 20:30 (αναχώρηση στις 21:00), στον Άγιο Ευστράτιο στις 22:20 (αναχώρηση στις 22:30), στα Μεστά στις 03:40 (αναχώρηση στις 04:00) και στο Λαύριο στις 09:50. Το ίδιο πρόγραμμα δρομολογίων ακολουθούσε το πλοίο και κατά το χρονικό διάστημα από 14.7.2019 έως και 1.9.2019, με τη διαφορά ότι μετά τον κατάπλου του στην Καβάλα κάθε Κυριακή στις 13:30 πραγματοποιούσε έναν [1] ακόμα, ενδιάμεσο, πλου προς τη Λήμνο με αναχώρηση στις 14:30, άφιξη στον προορισμό στις 19:00, αναχώρηση από τη Λήμνο στις 23:55 και κατάπλου στην Καβάλα στις 04:45 της Δευτέρας, πριν τον επόμενο απόπλου για το Λαύριο (στις 09:00 το πρωί της ιδίας ημέρας). Εξάλλου, κατά το χρονικό διάστημα από 5.8.2020 έως και 24.8.2020 το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο ΕΠ πραγματοποιούσε ημερινούς πλόες στη γραμμή Σητεία Κρήτης – Ρόδος Δωδεκανήσου και, συγκεκριμένα, εκτελούσε έξι [6] δρομολόγια σε εβδομαδιαία βάση με επιστροφή και προσεγγίσεις στους ενδιάμεσους λιμένες της Κάσου και της Καρπάθου. Ειδικότερα, από τη Σητεία αναχωρούσε κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή στις 10:00, για να καταπλεύσει διαδοχικά στην Κάσο στις 13:00 (αναχώρηση στις 13:20), στην Κάρπαθο στις 15:10 (αναχώρηση στις 15:30) και να αφιχθεί στη Ρόδο στις 21:20, όπου διανυκτέρευε μετά από κάθε κατάπλου του. Το αντίστροφο δρομολόγιο εκτελούσε κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή, οπότε απέπλεε από τη Ρόδο στις 11:00 και κατέπλεε διαδοχικά στην Κάρπαθο στις 16:50 (αναχώρηση στις 17:10) και στην Κάσο στις 19:00 (αναχώρηση στις 19:20), για να αφιχθεί στη Σητεία στις 22:20, όπου και διανυκτέρευε, ενώ κάθε Σάββατο το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγιο. Τα ανωτέρω προκύπτουν από τους ενσωματωμένους στο αγωγικό δικόγραφο πίνακες δρομολογίων και δεν αμφισβητούνται από την εναγόμενη, επιβεβαιώνονται άλλωστε από τις προσκομιζόμενες διοικητικές πράξεις δρομολόγησης του πλοίου. Στις 24.8.2020 το πλοίο προσέκρουσε σε βραχονησίδα έξω από το λιμένα της Κάσου και για το λόγο αυτό διέκοψε τα δρομολόγιά του, προκειμένου να εκτελεστούν εκτεταμένες εργασίες επισκευής. Τα δρομολόγιά του το πλοίο είχε διακόψει και κατά το χρονικό διάστημα από 4.4.2019 έως και 9.5.2019, οπότε τελούσε υπό δεξαμενισμό στο Νέο Μώλο Δραπετσώνας, για να εκτελεστούν εργασίες επισκευής και συντήρησής του, προκειμένου να υποβληθεί στην ετήσια επιθεώρησή του. Επισκευαστικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν, τέλος, και κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.3.2020 έως και 31.3.2020 και από 20.7.2020 έως και 4.8.2020, κατά τα οποία το πλοίο παρέμενε ομοίως ακινητοποιημένο. Περαιτέρω, κατά τις ένδικες χρονικές περιόδους στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο ΕΠ και στην υπηρεσία μηχανοστασίου αυτού απασχολούταν προσωπικό που, όπως δεν αμφισβητείται, αριθμούσε δεκατέσσερις [14] συνολικά αξιωματικούς και μέλη κατώτερου πληρώματος και, συγκεκριμένα, δύο [2] Β΄ μηχανικούς, δύο [2] Γ΄ μηχανικούς, δύο [2] δόκιμους μηχανικούς, έναν [1] Α΄ μηχανοδηγό, τρεις [3] Β΄ μηχανοδηγούς, έναν [1] ηλεκτρολόγο, έναν [1] βοηθό ηλεκτρολόγο και έναν [1] καθαριστή μηχανής, των οποίων απάντων προΐστατο ο μοναδικός Α΄ μηχανικός, τη θέση του οποίου κατείχε ανά διαστήματα κατά τα έτη 2019 και 2020, όχι πάντως και κατά την περίοδο από 4.4.2019 έως 9.5.2019 ο μάρτυρας ανταποδείξεως ……… Ο μάρτυρας αυτός, αρμόδιος για την κατανομή των εργασιών στο μηχανοστάσιο του πλοίου, βεβαιώνει ότι όταν το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια η λειτουργία του ήταν οργανωμένη σε βάρδιες (φυλακές) και κάθε μηχανικός έπρεπε να εκτελεί δύο [2] βάρδιες τετράωρης διάρκειας ανά εικοσιτετράωρο. Σε κάθε βάρδια υπηρετούσε ένα [1] ζεύγος ναυτικών και, συγκεκριμένα, ένας [1] μηχανικός και ένας [1] μηχανοδηγός. Η πρώτη βάρδια διαρκούσε από 08:00 έως 12:00, η δεύτερη από 12:00 έως 16:00 και η τρίτη από 16:00 έως 20:00, οπότε αναλάμβανε καθήκοντα ξανά η πρώτη βάρδια, που την αντικαθιστούσε στις 00:00 η δεύτερη και στις 04:00 η τρίτη, ώστε να καλύπτεται το εικοσιτετράωρο. Σε κάθε βάρδια ο αξιωματικός που μετείχε σ’ αυτήν έπρεπε να βρίσκεται στο control room του μηχανοστασίου, για να παρακολουθεί τις ηλεκτρονικές ενδείξεις λειτουργίας των μηχανών (τα monitors και τα alarms), ενώ ο μηχανοδηγός παρακολουθούσε εκ του σύνεγγυς τη λειτουργία των μηχανών, χωρίς να αποκλείεται κατά τη διάρκεια της φυλακής εναλλαγή των καθηκόντων των μελών της. Πάντως, ο αξιωματικός φυλακής ήταν υποχρεωμένος να αναφέρεται για κάθε πρόβλημα ή δυσλειτουργία των μηχανών σε εκείνον από τους Β΄ μηχανικούς που εκτελούσε χρέη Α΄/Β΄ μηχανικού ή στον Α΄ μηχανικό, οι οποίοι δεν μετείχαν στις φυλακές και ήσαν επιφορτισμένοι με το συντονισμό των εργασιών στο μηχανοστάσιο. Με το σύστημα αυτό, στις φυλακές μηχανής όταν το πλοίο ταξίδευε μετείχαν ο έτερος Β΄ μηχανικός, που δεν εκτελούσε χρέη Α΄/Β΄ μηχανικού, οι δύο [2] Γ΄ μηχανικοί και οι τρεις [3] Β΄ μηχανοδηγοί, ενώ απέμεναν άλλα έξι [6] μέλη του πληρώματος της μηχανής, που δεν εκτελούσαν φυλακές αλλά εργάζονταν ως πλήρωμα γενικών καθηκόντων σε εργασίας επισκευών και συντήρησης των μηχανών υπό τις οδηγίες και εντολές του Α΄ μηχανικού, απασχολούμενοι επί οκτάωρο κάθε ημέρα και, συγκεκριμένα, από 08:00 έως 17:00 με διαλείμματα συνολικής διάρκειας μιας [1] ώρας για ανάπαυση και γεύμα. Ο ίδιος μάρτυρας βεβαιώνει ότι μετά την άφιξη του πλοίου στους λιμένες διανυκτέρευσής του οι φυλακές διαλύονταν και το πλήρωμα του μηχανοστασίου απασχολούταν σε εργασίες καθαρισμού και συντήρησης των μηχανών. Με τον τρόπο αυτό κάθε μέλος της επιστασίας του εργαζόταν επί οκτάωρο ημερησίως και υπέρβαση του νομίμου ωραρίου υπήρχε μόνον σε περίπτωση έκτακτης βλάβης στο μηχανοστάσιο, που έπρεπε να αντιμετωπιστεί άμεσα. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι καθ’ άπαντα τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα κατά τα οποία το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια εργαζόταν επί δώδεκα [12] ώρες ημερησίως εκτελώντας δύο [2] τετράωρες βάρδιες ανά εικοσιτετράωρο και, συγκεκριμένα, μετέχοντας στις βάρδιες 08:00 – 12:00 και 20:00 – 24:00 ή 12:00 – 16:00 και 00:00 – 04:00 και απασχολούμενος προσθέτως σε εργασίες επισκευής και συντήρησης των μηχανών, είτε στην πρώτη περίπτωση μετά τη λήξη της πρωινής βάρδιας του (από 13:00 έως 17:00) είτε στη δεύτερη περίπτωση πριν την έναρξή της (από 08:00 έως 12:00, οπότε άρχιζε η τετράωρη φυλακή του). Η εναγομένη, αντιθέτως, υποστηρίζει ότι η πραγματική απασχόληση του αντιδίκου της δεν υπερέβαινε σε ημερήσια βάση τις οκτώ [8] ώρες, αφού εκτελούσε μόνον τις δύο [2] τετράωρες βάρδιες του, ενώ το ωράριό του επεκτεινόταν και πέραν του οκταώρου μόνον κατ’ εξαίρεση, όταν, παρίστατο ανάγκη υπερωριακής εργασίας του, για την οποία, όμως, έχει πλήρως εξοφληθεί. Προς επιβεβαίωση των ισχυρισμών του ο ενάγων επικαλείται την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα αποδείξεως, τις αποδείξεις της μισθοδοσίας του και ένα [1] έγγραφο «φύλλο κατανομής» των έξτρα εργασιών του μηχανοστασίου, που φέρει την υπογραφή του προϊσταμένου του Α΄ μηχανικού και αφορά το δίμηνο Απριλίου – Μαΐου του έτους 2019. Ο μάρτυρας …….., απασχοληθείς και αυτός στο ίδιο πλοίο με την ίδια, όπως και ο ενάγων, ειδικότητα (Γ΄ μηχανικός) κατά το χρονικό διάστημα μέχρι τις 16.12.2019, καταθέτει ότι ο ενάγων απασχολούταν πράγματι στις φυλακές που επικαλείται, όπως άλλωστε επιβεβαιώνει και ο μάρτυρας ανταποδείξεως, προσθέτει δε ότι κατά τη διάρκεια κάθε βάρδιας του ο ενάγων παρακολουθούσε τη λειτουργία των μηχανημάτων του μηχανοστασίου και «παράλληλα έκανε συντηρήσεις και επισκευές των μηχανημάτων και των εγκαταστάσεων, όποτε χρειαζόταν». Επιπλέον, μαρτυρεί ότι όταν εκτελούσε τη βάρδια 12:00 – 16:00 ξεκινούσε την εργασία του στις 08:00 και όταν εκτελούσε τη βάρδια 08:00 – 12:00 παρέτεινε αυτήν, πάντοτε με εντολές του Α΄ μηχανικού, μέχρι τις 17:00, με ένα [1] ωριαίο διάλειμμα για γεύμα (12:00 – 13:00), απασχολούμενος, εκτός του οκταώρου των φυλακών του, σε εργασίες όπως «εξαρμόσεις και καθαρισμούς μηχανών, γεννητριών, ψυγείων, ντελαβάλ, επισκευές και αντικαταστάσεις αντλιών νερού, καθαρισμούς αυλών, σωληνώσεων κάθε φύσεως κλπ». Οι ισχυρισμοί του ενάγοντος και οι αναφορές του μάρτυρα αποδείξεως αποδίδουν μια πραγματική κατάσταση που δεν συνάδει με τις προβλέψεις του νόμου. Πράγματι, όπως προαναφέρθηκε, μετά τη λήξη της βάρδιας 08:00 – 12:00 ο ενάγων δεν μπορούσε να απασχοληθεί σε άλλες εργασίες, αφού έπρεπε να αναπαύεται, ενώ και κατά τη διάρκειά της δεν μπορούσε να εκτελεί άλλες εργασίες, αφού όφειλε να παρακολουθεί «με εντεταμένην προσοχήν» τη λειτουργία των μηχανών είτε από το control room του μηχανοστασίου είτε εκ του σύνεγγυς. Αλλά και πέραν αυτών, οι αγωγικοί ισχυρισμοί και η κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως δεν μπορούν να γίνουν πιστευτοί, επειδή δεν εξηγούν το λόγο για τον οποίο ήταν αναγκαίο να απασχολείται ο ενάγων είτε μετά τη βάρδια του (13:00 – 17:00) είτε πριν την έναρξή της (08:00 – 12:00) σε εργασίες επισκευής και συντήρησης των μηχανών στον ίδιο χρόνο (08:00 – 17:00) κατά τον οποίο υπήρχαν διαθέσιμα άλλα έξι [6] μέλη του πληρώματος μηχανής, που δεν μετείχαν σε φυλακές και το μόνο καθήκον τους ήταν να εκτελούν εργασίες επισκευής και συντήρησης, ακόμα και εν πλω. Και τούτο ανεξαρτήτως, πρώτον, του ότι για σειρά εργασιών από αυτές που ο μάρτυρας μνημονεύει ως πραγματοποιούμενες από τον ενάγοντα, όπως οι καθαρισμοί μηχανών, αυλών, σωληνώσεων και φυγοκεντρικών διαχωριστήρων πετρελαίου και λαδιού (DE LAVAL), η ΣΣΝΕ προβλέπει ότι εκτελούνται αποκλειστικά από το κατώτερο πλήρωμα του μηχανοστασίου, στο οποίο όμως εκείνος δεν ανήκε και, δεύτερον, του ότι άλλες έξτρα εργασίες, όπως οι εξαρμόσεις μηχανών δεν μπορούν να γίνουν εν πλω, διότι απαιτούν αποσυναρμολόγησή τους, η οποία αυτονόητα προϋποθέτει διακοπή της λειτουργίας τους. Βέβαια, από τις αποδείξεις πληρωμής της μηνιαίας μισθοδοσίας του ενάγοντος προκύπτει ότι σ’ αυτόν η εναγόμενη κατέβαλε σε τακτική βάση χρηματικά ποσά (υπό την ένδειξη εκεί «έκτακτες αμοιβές»), για τα οποία δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αντιστοιχούν σε ιδιαίτερες αμοιβές του άρθρου 29 ΣΣΝΕ. Συγκεκριμένα, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων έλαβε για την αιτία αυτή κατά μεν το έτος 2019 τριακόσια πενήντα ευρώ (350 €) τον Ιανουάριο, τριακόσια τριάντα ευρώ (330 €) τον Φεβρουάριο, διακόσια πενήντα ευρώ (250 €) το Μάρτιο, διακόσια ευρώ (200 €) τον Απρίλιο, πεντακόσια ευρώ (500 €) το Μάιο, διακόσια ενενήντα ευρώ (290 €) τον Ιούνιο, τριακόσια ογδόντα ευρώ (380 €) τον Οκτώβριο και τετρακόσια εβδομήντα δύο ευρώ (472 €) το Νοέμβριο, κατά δε το έτος 2020 οκτακόσια εβδομήντα ευρώ (870 €) τον Ιανουάριο, εξακόσια είκοσι επτά ευρώ (627 €) τον Φεβρουάριο, πεντακόσια δεκαπέντε ευρώ (515 €) το Μάρτιο, διακόσια εξήντα έξι ευρώ και τριάντα εννέα λεπτά (266,39 €) τον Ιούλιο και εξακόσια πενήντα ευρώ (650 €) τον Σεπτέμβριο, δηλαδή ότι συνολικά κατά τις περιόδους των ναυτολογήσεών του έλαβε δύο χιλιάδες επτακόσια εβδομήντα δύο ευρώ (2.772 €) το έτος 2019 και δύο χιλιάδες εννιακόσια είκοσι οκτώ ευρώ και τριάντα εννέα λεπτά (2.928,39 €) το έτος 2020. Με βάση τις αμοιβές αυτές, που του καταβλήθηκαν για χρονικά διαστήματα κατά τα οποία εκτελούνταν από μεν το πλοίο δρομολόγια, από δε τον ίδιο οκτάωρες φυλακές, ο ενάγων διατυπώνει επιχείρημα περί της υπερωριακής απασχόλησής του, υποστηρίζοντας ότι εργάστηκε πριν και μετά τις οκτάωρες βάρδιες του, δηλαδή και εκτός του νομίμου ωραρίου του. Ανεξαρτήτως, όμως, του ότι ο μάρτυρας αποδείξεως έκανε αναφορά σε απασχόληση του ενάγοντος με έξτρα εργασίες ακόμα και κατά τη διάρκεια της βάρδιας του, το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί, δεδομένου ότι, όπως ήδη σημειώθηκε, η υπερωριακή απασχόληση δεν είναι αναγκαία συνεπαγωγή της λήψης ιδιαίτερης αμοιβής, αφού οι έξτρα εργασίες μπορούν να εκτελεστούν σε χρόνο μεταξύ των δρομολογίων του, κατά τον οποίο το πλοίο ακινητεί σε λιμένα και μάλιστα ασχέτως αν οι φυλακές του διατηρούνται ή έχουν διαλυθεί, αφού όταν δεν βρίσκεται εν πλω η συνεχής και αδιάλειπτη παρακολούθηση της λειτουργίας των μηχανών από τον αξιωματικό φυλακής μηχανοστασίου δεν είναι αναγκαία. Εν προκειμένω, τέτοια διαστήματα μεταξύ δρομολογίων ανέκυπταν κατά μεν τις χειμερινές περιόδους (1.1.2019 – 11.6.2019, 8.9.2019 – 31.10.2019 και 1.11.2019 – 29.2.2020) στους λιμένες του Λαυρίου κάθε Δευτέρα και Τετάρτη από 06:40 έως 21:00 και της Καβάλας από τις 05:15 το πρωί κάθε Σαββάτου μέχρι τις 16:00 της Κυριακής και κατά τη θερινή περίοδο του έτους 2020 (από 5.8.2020 έως 24.8.2020) κάθε Σάββατο, οπότε δεν εκτελούνταν δρομολόγια και το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο στη Ρόδο. Άλλωστε, το Δικαστήριο, πρώτον, δεν παρορά ότι ο ενάγων επικαλείται ότι απασχολήθηκε στην εκτέλεση έξτρα εργασιών μόνον σε χρόνο που εμπίπτει στο ωράριο του προσωπικού γενικών καθηκόντων του μηχανοστασίου (δηλαδή των εκτός φυλακών ως άνω έξι [6] μελών του πληρώματός του), γεγονός που επιβεβαιώνει ότι οι έξτρα εργασίες δεν εκτελούνταν οποτεδήποτε ούτε εκτάκτως αλλά σε προκαθορισμένα χρονικά όρια εργασίας (08:00 – 17:00), ώστε να μη γίνεται υπέρβαση του νομίμου οκταώρου ούτε και του προσωπικού αυτού και, δεύτερον, διαπιστώνει ότι η εναγόμενη κατέβαλε στον ενάγοντα «έκτακτες αμοιβές» ακόμα και σε χρονικά διαστήματα που εκείνος δεν ήταν ναυτολογημένος, όπως συνέβη 1] κατά τα χρονικά διαστήματα από 23.7.2019 έως 20.8.2019 και από 1.8.2019 έως 31.8.2019, για τα οποία, μολονότι αποναυτολογημένος και εκτός πλοίου σε άδεια ευρισκόμενος, όπως ο ίδιος συνομολογεί, προκύπτει άλλωστε και από τις εγγραφές στο ναυτικό του φυλλάδιο, εντούτοις φέρεται να έχει εισπράξει για την αιτία αυτή ποσά εννιακοσίων δέκα ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (910,83 €) και τριακοσίων δέκα ευρώ (310 €) αντίστοιχα, σύμφωνα με τις αποδείξεις πληρωμής που εκδόθηκαν στο όνομά του για τις περιόδους αυτές, χωρίς στο σώμα τους να γίνεται μνεία ότι οι καταβολές αφορούν σε αναδρομική εξόφληση προηγούμενων οφειλών της εργοδότριας, ενώ το ίδιο συνέβη και 2] κατά το χρονικό διάστημα από 1.4.2020 έως 30.4.2020, για το οποίο φέρεται να λαμβάνει εξακόσια πενήντα ευρώ (650 €) ως «έκτακτες αμοιβές» για «0,00» ημέρες εργασίας, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι για τη λήψη των ιδιαίτερων αμοιβών του άρθρου 29 της ΣΣΝΕ δεν ήταν αναγκαία η πραγματική απασχόληση του ενάγοντος στην εκτέλεση έξτρα εργασιών μηχανοστασίου αλλά ότι, στο συγκεκριμένο πλοίο, αυτές κατανέμονταν στους αξιωματικούς και το κατώτερο πλήρωμα της μηχανής του με βάση μόνον το βαθμό εκάστου και όχι το χρόνο εργασίας του. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από το «φύλλο κατανομής» που επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων. Από αυτό αποδεικνύεται ότι ο μάρτυρας ανταποδείξεως, τότε Α΄ μηχανικός του πλοίου, διένειμε στα μέλη της επιστασίας του ιδιαίτερες αμοιβές για το δίμηνο Απριλίου – Μαΐου του έτους 2019, συνολικού ύψους έξι χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα δύο ευρώ και σαράντα λεπτών (6.542,40 €), κατανέμοντας στον Α΄/Β΄ μηχανικό επτακόσια ογδόντα τέσσερα ευρώ και σαράντα λεπτά (784,40 €), στον Β΄ μηχανικό πεντακόσια εξήντα ευρώ (560 €), σε καθέναν των Γ΄ μηχανικών (ενάγοντα και μάρτυρα αποδείξεως) από πεντακόσια ευρώ (500 €), στον Α΄ μηχανοδηγό πεντακόσια είκοσι ευρώ (520 €), σε καθέναν από τους τρεις [3] Β΄ μηχανοδηγούς τριακόσια ενενήντα ευρώ (390 €) και σε καθέναν από τα λοιπά μέλη του κατώτερου πληρώματος μηχανής μικρότερα χρηματικά ποσά, ίσα όμως για όσους από τους λήπτες τους κατείχαν την ίδια ειδικότητα και έφεραν τον ίδιο βαθμό. Μάλιστα, το ποσό που εισέπραξε κατά το δίμηνο αυτό ο ενάγων ήταν, σύμφωνα με τις αποδείξεις πληρωμής του, αυξημένο κατά διακόσια ευρώ (200 €) σε σχέση με εκείνο που καθόρισε κατά «δικαία κρίση» ο αρμόδιος κατά τη ΣΣΝΕ για την κατανομή των ιδιαίτερων αμοιβών Α΄ μηχανικός του πλοίου και μάρτυρας ανταποδείξεως …………. Από αυτά αποδεικνύεται ότι ιδιαίτερες αμοιβές δεν λάμβαναν μόνον τα μέλη της επιστασίας του μηχανοστασίου που ήταν επιφορτισμένα με γενικά καθήκοντα και δεν εκτελούσαν βάρδιες αλλά ολόκληρο το προσωπικό του μηχανοστασίου, όπως και ο ενάγων υποστηρίζει. Δεν επιβεβαιώνεται, όμως, ο περαιτέρω ισχυρισμός του τελευταίου ότι η λήψη εκ μέρους του των αμοιβών αυτών αποδεικνύει και ότι παρείχε υπερωριακή εργασία, επειδή απασχολούταν και εκτός των δύο [2] φυλακών του επί ένα [1] επιπλέον τετράωρο. Και τούτο όχι μόνον επειδή δεν μπορούσε συννόμως να απασχοληθεί μετά τη λήξη της βάρδιας του, όπως υποστηρίζει αλλά και επειδή δεν προκύπτει πραγματική ανάγκη τέτοιας απασχόλησης στα συγκεκριμένα αγωγικά χρονικά διαστήματα κάθε ημέρας (08:00 – 17:00), οπότε στο πλοίο ήσαν διαθέσιμοι εκτός από τα μέλη των υπόλοιπων φυλακών που αναπαύονταν μετά τη δική τους βάρδια και το προσωπικό γενικών καθηκόντων, που δεν μετείχε σε καμία βάρδια. Εκ τούτων, βέβαια, δεν έπεται ότι ο ενάγων δεν παρείχε και υπερωριακώς την εργασία του κατά τις επίδικες ναυτολογήσεις του. Άλλωστε, στις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του εμφανίζεται να λαμβάνει κάθε μήνα πλήρους απασχόλησης, αφενός, ένα σταθερό ποσό (πεντακόσια ενενήντα τέσσερα ευρώ και πενήντα λεπτά [594,50 €] κατά τις περιόδους που απασχολήθηκε με την ειδικότητα του Γ΄ μηχανικού και εξακόσια ενενήντα πέντε ευρώ και ογδόντα έξι λεπτά (695,86 €) κατά τις περιόδους που απασχολήθηκε με την ειδικότητα του Β΄ μηχανικού ή αναλογία τους για μικρότερα του μήνα διαστήματα ναυτολόγησης), που αντιστοιχούσε στην αμοιβή της εργασίας του επί τριάντα πέντε (35) ώρες κατά τα Σάββατα και επί 10,67 ώρες κατά τις αργίες εκάστου μηνός (άρθρο 18 § 2 της ΣΣΝΕ) και συμποσούται σε δέκα χιλιάδες ογδόντα πέντε ευρώ και ενενήντα έξι λεπτά (10.085,96 €) και, αφετέρου, άλλο χρηματικό ποσό, κυμαινόμενο ανά μήνα, υπό την ένδειξη «αμοιβή υπερωριών». Για την τελευταία αυτή αιτία έλαβε συνολικά τρεις χιλιάδες εξήντα έξι ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτά (3.066,75 €) και, συγκεκριμένα, από διακόσια έξι ευρώ και δεκαπέντε λεπτά (206,15 €) για καθέναν των τριών [3] πρώτων μηνών του έτους 2019, όπως και το μήνα Ιούνιο του ιδίου έτους, εξήντα ένα ευρώ και σαράντα εννέα λεπτά (61,49 €) τον Απρίλιο 2019, εκατόν πενήντα τέσσερα ευρώ και οκτώ λεπτά (154,08 €) τον Μάιο 2019, εκατόν πενήντα ένα ευρώ και δεκαεννέα λεπτά (151,19 €) τον Ιούνιο του αυτού έτους, από διακόσια εξήντα έξι ευρώ και εβδομήντα λεπτά (266,70 €) για καθέναν των μηνών από Σεπτέμβριο 2019 έως και Ιανουάριο 2020, διακόσια πενήντα ένα ευρώ και σαράντα έξι λεπτά (251,46 €) τον Φεβρουάριο 2020, τριάντα οκτώ ευρώ και δέκα λεπτά (38,10 €) το Μάρτιο 2020, εκατόν ογδόντα εννέα ευρώ και είκοσι πέντε λεπτά (189,25 €) τον Αύγουστο 2020 και εξήντα τρία ευρώ και οκτώ λεπτά (63,08 €) το Σεπτέμβριο 2020. Η διαίρεση των ανά μήνα καταβαλλόμενων αυτών αμοιβών με το ωρομίσθιο του Γ΄ και του Β΄ μηχανικού με την απλή προσαύξηση, αποδίδει υπόλοιπο είκοσι [20] περίπου ωρών υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος σε μηνιαία βάση, δηλαδή περίπου σαράντα πέντε [45] πρώτων λεπτών της ώρας σε ημερήσια. Ο χρόνος αυτός είναι εύλογος, αν ληφθούν υπόψη η προετοιμασία αναλήψεως καθηκόντων αξιωματικού φυλακής μηχανής και οι καθυστερήσεις στις αλλαγές των φυλακών περί των οποίων γίνεται λόγος και στα άρθρα 138 και 139 του ΒΔ 683/1960. Επομένως, κατά τα χρονικά διαστήματα που το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια δεν αποδεικνύεται υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος πέραν των ωρών αυτών για τις οποίες και έχει ήδη εξοφληθεί. Όσον αφορά τα διαστήματα της ακινησίας του πλοίου, οπότε οι φυλακές είχαν διαλυθεί, ο ενάγων υποστηρίζει ότι η απασχόλησή του και τότε διαρκούσε επί δώδεκα [12] ώρες ημερησίως, πλην της περιόδου 1.3.2020–31.3.2020, οπότε εργαζόταν επί εννέα [9] ώρες. Όμως, από το ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου προκύπτει ότι κατά την περίοδο από 4.4.2019 έως και 9.5.2019 οι επισκευαστικές εργασίες στο πλοίο δεν εκτελούνταν μόνον από τα μέλη του πληρώματός του αλλά και από εξωτερικά συνεργεία, καθώς και ότι οι εργασίας του πληρώματος εκκινούσαν στις 08:00 και περατώνονταν στις 17:00, με ενδιάμεσο διάλειμμα για ανάπαυση και γεύμα. Επομένως, κατά την περίοδο αυτή η εργασία του ενάγοντος δεν παρασχέθηκε υπερωριακώς. Περαιτέρω, για την υπερωριακή απασχόλησή του κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.3.2020 έως 31.3.2020, από 20.7.2020 έως 4.8.2020, οπότε εκτελέστηκαν εργασίες επισκευής και συντήρησης επικειμένης της δρομολόγησης του πλοίου στη γραμμή Σητεία–Ρόδος και από 5.8.2020 έως 24.8.2020, οπότε ακινητούσε λόγω βλάβης κατόπιν πρόσκρουσής του σε βραχονησίδα, που είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή των δρομολογίων του, δεν υφίσταται ασφαλής απόδειξη των ισχυρισμών του ενάγοντος, όχι μόνο διότι ότι κατά τις συγκεκριμένες χρονικές περιόδους ο υπέρ αυτού ενόρκως βεβαιών δεν ήταν ναυτολογημένος στο πλοίο και μεταφέρει μόνον όσα πληροφορήθηκε από τον ενάγοντα αλλά και επειδή οι αγωγικοί ισχυρισμοί αντικρούονται από τον μάρτυρα ανταποδείξεως, που βεβαιώνει ότι η εργασία του πρώτου δεν υπερέβη το οκτάωρο, μη παραλείποντας να επισημάνει και ότι κατά την πρόσκρουση της 24ης.8.2020 δεν προκλήθηκαν ζημίες στο μηχανοστάσιο του πλοίου και η μόνη απασχόληση του ενάγοντος ήταν η συμμετοχή του στις φυλακές, που διατηρήθηκαν για λόγους ασφαλείας. Οι αναφορές του αυτές επιβεβαιώνονται από το υπό του ενάγοντος προσκομιζόμενο δημοσίευμα τοπικής εφημερίδας της Δωδεκανήσου, στο οποίο γίνεται λόγος για ασφαλή πρόσδεση του πλοίου λίγες ώρες μετά το ατύχημα στο λιμένα της Κάσου, μολονότι από αυτό προκλήθηκε ρήγμα στην πλώρη του, εξαιτίας του οποίου απειλήθηκε ρύπανση του θαλάσσιου περιβάλλοντος από διαρροή πετρελαιοειδών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την παραδοχή ότι ο ενάγων απασχολήθηκε στη συντήρηση και την επισκευή των μηχανημάτων του μηχανοστασίου σε ώρες εκτός της οκτάωρης φυλακής του, χωρίς ταυτόχρονα να διευκρινίζει το χρονικό σημείο έναρξης και λήξης τους κάθε ημέρα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι παρείχε υπερωριακή εργασία μέσης διάρκειας δύο [2] ωρών όταν το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια αλλά και μετά την πρόσκρουσή του στη βραχονησίδα και μίας [1] ώρας κατά την περίοδο των επισκευών του από 1.3.2020 έως 31.3.2020, απορρίπτοντας σιγή τις συναφείς αξιώσεις του ενάγοντος για το χρονικό διάστημα των επισκευών ενόψει της ετήσιας επιθεώρησης του πλοίου για το έτος 2019 (4.4.2019 – 5.9.2019), έσφαλε κατά την εξαγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος. Το σφάλμα αυτό οδήγησε, αντί της συνολικής απορρίψεως της αγωγής κατά το αντίστοιχο κεφάλαιό της, στη μερική παραδοχή της κατά το ποσό των δύο χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα ενός ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών (2.681,28 €) που, σημειωτέον, προέκυψε από εσφαλμένο αριθμητικό υπολογισμό και το οποίο εσφαλμένα επιδικάστηκε καταψηφιστικώς στον ενάγοντα ως υπόλοιπο οφειλόμενης υπερωριακής αμοιβής του. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ως και ουσιαστικά βάσιμος ο συναφής πρώτος λόγος της Β΄ έφεσης και να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τα αντίθετα υποστηρίζων ταυτάριθμος λόγος της Α΄ έφεσης.

IV. Εξάλλου, σε σχέση προς το κεφάλαιο της αγωγής με το οποίο επιδιώχθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 33 της ως άνω ΣΣΝΕ, η καταβολή στον ενάγοντα υπολοίπου πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές κατά το έτος 2019, συνολικού ύψους χιλίων εξακοσίων δώδεκα ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (1,612,74 €), το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θεώρησε συνομολογημένους (και ορθώς, αφού δεν αμφισβητήθηκαν) τους αγωγικούς ισχυρισμούς περί εκτελέσεως 8,997 και 2,08 δρομολογίων εξπρές κατά τα χρονικά διαστήματα από 12.6.2019 έως 22.7.2019 και από 31.8.2019 έως 7.9.2019, κατά τα οποία ο ενάγων είχε, αντιστοίχως, την ειδικότητα του Γ΄ και του Β΄ μηχανικού και του επιδίκασε αναγνωριστικώς το συνολικό χρηματικό ποσόν των οκτακοσίων ενός ευρώ και εξήντα πέντε λεπτών (801,65 €) για την αιτία αυτήν. Το κεφάλαιο αυτό της εκκαλουμένης πλήττουν ήδη οι εκκαλούντες με τον τρίτο λόγο της έφεσής του ο καθένας, επικαλούμενοι, αφενός αμφότεροι, εσφαλμένο υπολογισμό των ωρών της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος και, αφετέρου, ο μεν ενάγων εσφαλμένο μη συνυπολογισμό στο ποσό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του της μέσης αναλογίας του δώρου εορτών, η δε εναγόμενη εσφαλμένο συνυπολογισμό «υπερβολικής κατά μέσο όρο αμοιβής για έξτρα εργασίες μηχανοστασίου». Ο αμέσως ανωτέρω ισχυρισμός του ενάγοντος, όπως και ο συναφής λόγος της Α΄ έφεσής του, κατά το αντίστοιχο σκέλος του, είναι νομικά αβάσιμος και απορριπτέος, δεδομένου ότι για τον προσδιορισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ναυτικού που δικαιούται πρόσθετης αμοιβής για την ερευνώμενη αιτία δεν συνυπολογίζεται η μηνιαία αναλογία των εορταστικών επιδομάτων του, καθόσον αυτά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των τακτικών μηνιαίων αποδοχών, αφού κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ δεν καταβάλλονται τακτικά κάθε μήνα αλλά «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα» (ΜονΕφΠειρ. 423/2021, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, βλ., όμως, αντιθέτως, ΜονΕφΠειρ. 435/2022, διαθέσιμη στον ίδιο διαδικτυακό ιστότοπο). Απορριπτέος, ως αόριστος αυτός και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως, τυγχάνει και ο αμέσως ανωτέρω ισχυρισμός της εναγόμενης, όπως και ο λόγος της Β΄ έφεσής της κατά το αντίστοιχο σκέλος του, περί συνυπολογισμού «υπερβολικών» ιδιαίτερων αμοιβών για έξτρα εργασίες μηχανοστασίου, δεδομένου ότι η μέση αναλογία τους, την οποία δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, προέκυπτε από τα ποσά που και η ίδια υποστήριξε ότι είχε καταβάλει στον αντίδικό της για την αιτία αυτή, χωρίς με την εκκαλουμένη να διαφοροποιηθούν στο παραμικρό, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται αντιληπτό σε τι συνίσταται το επικαλούμενο σφάλμα της. Με τα δεδομένα αυτά και με συνυπολογισμό Α] για το χρονικό διάστημα των διακοσίων τριών [203] ημερών από 1.1.2019 έως 22.7.2019, που ο ενάγων είχε την ειδικότητα του Γ΄ μηχανικού, στις νόμιμες αποδοχές του, που ανέρχονταν κατά τα ανωτέρω υπό στοιχ. ΙΙΙ της παρούσας σε τρεις χιλιάδες εκατόν εξήντα επτά ευρώ και τριάντα ένα λεπτά (3.167,31 €) α] της μέσης αναλογίας του κατ’ άρθρο 7 της ΣΣΝΕ επιδόματος άγονης γραμμής, που ανέρχεται σε ογδόντα ευρώ και εβδομήντα λεπτά (80,70 €), όπως ο ενάγων υποστήριξε και έγινε δεκτό πρωτοδίκως χωρίς να αμφισβητηθεί, β] του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του για τους μήνες του ερευνώμενου χρονικού διαστήματος, που ανήλθαν σε εκατόν εβδομήντα έξι ευρώ και έξι λεπτά (1.191,34 €/203 ημέρες Χ 30 ημέρες = 176,06 €) μηνιαίως, όπως προκύπτει από τις μισθοδοτικές του καταστάσεις και γ] του μέσου όρου των ιδιαίτερων αμοιβών του για την εκτέλεση σε μόνιμη βάση έξτρα εργασιών μηχανοστασίου, που προσδιορίζονται σε διακόσια ογδόντα δύο ευρώ και πενήντα λεπτά (282,50 €), όπως ζητεί ο ενάγων [αντί του ορθού ποσού των τριακοσίων δεκαεπτά ευρώ και δεκατεσσάρων λεπτών (317,14 €)] και Β] για το χρονικό διάστημα από 31.8.2019 έως και 8.9.2019, κατά το οποίο ο ενάγων συμμετείχε σε δρομολόγια εξπρές με την ειδικότητα του Β΄ μηχανικού, στις νόμιμες αποδοχές του, που ανέρχονταν κατά τα ανωτέρω υπό στοιχ. ΙΙΙ της παρούσας αναφερθέντα σε τρεις χιλιάδες πεντακόσια είκοσι επτά ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (3.527,22 €), α] της μέσης αναλογίας του κατ’ άρθρο 7 της ΣΣΝΕ επιδόματος άγονης γραμμής, που ανέρχεται σε εκατόν πέντε ευρώ και εξήντα λεπτά (105,60 €), όπως ο ενάγων υποστήριξε χωρίς να αμφισβητηθεί και β] του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του για το ερευνώμενο χρονικό διάστημα, που ανήλθε σε εβδομήντα ένα ευρώ και δώδεκα λεπτά [266,70 € καταβληθείσες υπερωρίες για το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2019/30 ημέρες Χ 8 ημέρες = 71,12 €], καθώς, όπως προκύπτει από τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του, κατά τον ίδιο μήνα ο ενάγων δεν έλαβε ιδιαίτερη αμοιβή για την εκτέλεση έξτρα εργασιών μηχανοστασίου, οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανήλθαν, αντιστοίχως, Α] για το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 22.7.2019, εντός του οποίου εκτελέστηκαν τα επίμαχα δρομολόγια εξπρές, σε τρεις χιλιάδες επτακόσια έξι ευρώ και πενήντα επτά λεπτά (3.706,57 €) και Β] για το χρονικό διάστημα από 31.8.2019 έως και 8.9.2019 σε τρεις χιλιάδες επτακόσια τρία ευρώ και ενενήντα τέσσερα λεπτά (3.703,94 €). Επομένως, ο ενάγων δικαιούται ως πρόσθετη αμοιβή του για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές Α] κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2019 έως και 22.7.2019 το χρηματικό ποσό των χιλίων εκατόν ένδεκα ευρώ και εξήντα λεπτών [(3.706,57 € Χ 1/30 =) 123,55 € Χ 8,997 = 1.111,60 €], έναντι του οποίου έχει εισπράξει, κατά την ίδια χρονική περίοδο, όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις της πληρωμής του, επτακόσια πενήντα ευρώ και δεκατρία λεπτά (750,13 €), με αποτέλεσμα να εξακολουθεί οφειλόμενο για την αιτία αυτή το χρηματικό ποσόν των τριακοσίων εξήντα ενός ευρώ και σαράντα επτά λεπτών (1.111,60 €-750,13 €=361,47 €) και Β] κατά το χρονικό διάστημα από 31.8.2019 έως και 8.9.2019 το χρηματικό ποσόν των διακοσίων πενήντα έξι ευρώ και ογδόντα λεπτών (256,80 €), έναντι του οποίου έχει εισπράξει, όπως αποδεικνύεται από την απόδειξη πληρωμής της μισθοδοσίας του για το μήνα Σεπτέμβριο 2019, διακόσια σαράντα τρία ευρώ και τριάντα πέντε λεπτά (243,35 €), με αποτέλεσμα να εξακολουθεί οφειλόμενο για την αιτία αυτή το χρηματικό ποσόν των δεκατριών ευρώ και σαράντα πέντε λεπτών (256,80 €-243,35 € = 13,45  €). Συνολικώς δε για πρόσθετη αμοιβή του κατά το έτος 2019 ο ενάγων δικαιούται τριακόσια εβδομήντα τέσσερα ευρώ και ενενήντα δύο λεπτά (361,47 € + 13,45 € = 374,92 €) και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε διαφορετικά, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή του τρίτου λόγου της Β΄ έφεσης κατά το οικείο σκέλος του.

V. Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί, τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των οποίων αυτή διέπει, δικαιούνται επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 403/2021, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΜονΕφΠειρ. 55/2017, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.) αλλά και οι ιδιαίτερες αμοιβές του άρθρου 29, εφόσον δεν είναι έκτακτες αλλά καταβάλλονται σε μόνιμη βάση. Αντιθέτως, δεν είναι καταρχήν συνυπολογιστέα η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.).

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον, επί σκοπώ καθορισμού των επιδομάτων δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων, προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών του παρέλειψε να συναθροίσει μαζί με τα άλλα επιδόματα και το επίδομα δρομολογίων άγονης γραμμής, όπως και τις ιδιαίτερες αμοιβές για την εκτέλεση έξτρα εργασιών μηχανοστασίου, που κατά τα ανωτέρω λάμβανε σε μόνιμη βάση, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, κατά παραδοχή των συναφών αιτιάσεων του δεύτερου λόγου της Α΄ έφεσης. Αντιθέτως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, επειδή στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, ο δεύτερος λόγος της Β΄ έφεσης, κατά το σκέλος του με το οποίο αποδίδεται μομφή στην εκκαλουμένη, επειδή συνυπολόγισε «υπερβολική αμοιβή για έξτρα εργασίες μηχανοστασίου». Σφάλμα της εκκαλουμένης αποτελεί, ομοίως, κατά παραδοχή της βασιμότητας του ίδιου λόγου της Β΄ έφεσης, κατά το συναφές σκέλος του, η για τον ίδιο σκοπό παραδοχή λανθασμένου μέσου όρου αμοιβών του ενάγοντος για την παροχή υπερωριακής εργασίας. Η παραδοχή του λόγου αυτού οδηγεί ταυτόχρονα σε απόρριψη, ως αβάσιμης, της αντίστοιχης αντίθετης αιτίασης της Α΄ έφεσης. Μετά ταύτα και σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ο ενάγων δικαιούται: Α] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Πάσχα του έτους 2019 το ποσόν των χιλίων οκτακοσίων πενήντα ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών [(3.167,31 € οι νόμιμες αποδοχές + {206,15 € + 206,15 € + 206,15 € + 61,49 € = 679,94 € ÷ 4 μήνες =} 169,98 € ο μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής του + {350 € + 330 € + 250 € + 200 € = 1.130 € ÷ 4 μήνες =} 282,50 € η μηνιαία αναλογία των ιδιαίτερων αμοιβών για έξτρα εργασίες μηχανοστασίου + 80,70 € η αναλογία του επιδόματος άγονης γραμμής =) 3.700,49 € οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές του ÷ 2 = 1.850,25 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει καταβάλει χίλια τριακόσια ογδόντα τρία ευρώ και ενενήντα τέσσερα λεπτά (1.383,94 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των τετρακοσίων εξήντα έξι ευρώ και τριάντα ενός λεπτών (1.850,25 € – 1.383,94 € = 466,31 €), Β] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2019 και, ειδικότερα, για το χρονικό διάστημα από 1.5.2019 έως 22.7.2019, κατά το οποίο απασχολήθηκε με την ειδικότητα του Γ΄ μηχανικού, το ποσόν των χιλίων τριακοσίων τριάντα επτά ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτών [(3.167,31 € οι νόμιμες αποδοχές + {154,08 € + 206,15 € + 151,19 € = 511,42 € ÷ 83 ημέρες Χ 30 ημέρες =} 184,85 € ο μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής του + {500 € + 290 € + 300 € = 1.090 € ÷ 83 ημέρες Χ 30 ημέρες =} 393,87 € η μηνιαία αναλογία των ιδιαίτερων αμοιβών για έξτρα εργασίες μηχανοστασίου + 80,70 € η αναλογία του επιδόματος άγονης γραμμής =) 3.826,84 € οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές του Χ 2/25 Χ 4,37 δεκαεννεαήμερα (83 ημέρες εργασίας ÷ 19) = 1.337,38 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει καταβάλει εννιακόσια πενήντα τρία ευρώ και τριάντα πέντε λεπτά (953,35 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των τριακοσίων ογδόντα τεσσάρων ευρώ και τριών λεπτών (1.337,38 € – 953,35 € = 384,03 €), Γ] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2019 και, ειδικότερα, για το χρονικό διάστημα από 31.8.2019 έως 31.12.2019, κατά το οποίο απασχολήθηκε με την ειδικότητα του Β΄ μηχανικού, το ποσόν των δύο χιλιάδων εκατόν είκοσι τριών ευρώ και σαράντα πέντε λεπτών [(3.527,22 € οι νόμιμες αποδοχές + {266,70 € + 266,70 € + 266,70 € + 266,70 € + 6,87 € = 1.073,67 € ÷ 123 ημέρες Χ 30 ημέρες =} 261,87 € ο μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής του + {380 € + 472 € = 852 € ÷ 123 ημέρες Χ 30 ημέρες =} 207,80 € η μηνιαία αναλογία των ιδιαίτερων αμοιβών για έξτρα εργασίες μηχανοστασίου + 105,60 € η αναλογία του επιδόματος άγονης γραμμής =) 4.102,50 € οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές του Χ 2/25 Χ 6,47 δεκαεννεαήμερα (123 ημέρες εργασίας ÷ 19) = 2.123,45 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει καταβάλει χίλια εξακόσια εξήντα τρία ευρώ και εξήντα τέσσερα λεπτά (1.663,64 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των τετρακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (2.123,45 € – 1.663,64 € = 459,81 €), Δ] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Πάσχα του έτους 2020 το ποσόν των χιλίων εξακοσίων ογδόντα τριών ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών [3.527,22 € οι νόμιμες αποδοχές + {266,70 € + 251,46 € + 38,10 € = 556,26 € ÷ 3 μήνες =} 185,42 € ο μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής του + {870 € + 627 € + 515 € = 2012 € ÷ 3 μήνες =} 670,67 € η μηνιαία αναλογία των ιδιαίτερων αμοιβών για έξτρα εργασίες μηχανοστασίου + 105,60 € η αναλογία του επιδόματος άγονης γραμμής =) 4.488,91 € οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές του ÷ 2 Χ 1/15 Χ 11,25 οκταήμερα (όπως ο ενάγων υποστηρίζει αντί του ορθού 11,37 [91 ημέρες ÷ 8]) = 1.683,34 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει καταβάλει χίλια διακόσια οκτώ ευρώ και είκοσι έξι λεπτά (1.208,26 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των τετρακοσίων εβδομήντα πέντε ευρώ και οκτώ (1.683,34 € – 1.208,26 € = 475,08 €) και Ε] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2020 το ποσόν των εννιακοσίων δεκατριών ευρώ και πενήντα λεπτών [(3.167,31 οι νόμιμες αποδοχές + {189,25 € + 63,08 € = 252,33 € ÷ 56 ημέρες Χ 30 ημέρες =} 135,30 € ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του + {266,39 € + 650 € = 916,39 € ÷ 56 ημέρες Χ 30 ημέρες =} 490,92 € η μηνιαία αναλογία των ιδιαίτερων αμοιβών για έξτρα εργασίες μηχανοστασίου + 80,70 € η αναλογία του επιδόματος άγονης γραμμής =) 3.874,23 € οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές του Χ 2/25 Χ  2,95 δεκαεννεαήμερα (56 ημέρες εργασίας ÷ 19) = 913,50 €], έναντι του οποίου η εναγόμενη του έχει καταβάλει εξακόσια σαράντα ένα ευρώ και ένδεκα λεπτά (641,11 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των διακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και τριάντα εννέα λεπτών (913,50 € – 641,11 € = 272,39 €). Συνολικώς δε για την αιτία αυτή οφείλεται στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των δύο χιλιάδων πενήντα επτά ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (466,31 € + 384,03 € + 459,81 € + 475,08 € + 272,39 € = 2.057,62 €).

VI. Εξάλλου, στο υπό τον τίτλο «Διανυκτέρευση εις λιμένα» άρθρο 16 της ως άνω ΣΣΝΕ ορίζεται ότι «Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους λοιπούς μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν (§ 1). Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (§ 2). Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή (§ 3)». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο νόμιμος λόγος παραγωγής ευθύνης του πλοιοκτήτη προς αποζημίωση του ναυτικού που στερήθηκε της δυνατότητας διανυκτέρευσης εκτός του πλοίου συνίσταται μόνον στο ότι αυτός δεν έχει ρυθμίσει τα της υπηρεσίας του πλοίου του κατά τρόπο που να εξασφαλίζει την παροχή τέτοιας δυνατότητας. Αντιθέτως, η αποζημίωση αυτή δεν οφείλεται όταν η μη διανυκτέρευση του ναυτικού στο λιμένα αφετηρίας ή προορισμού του δρομολογίου του πλοίου δεν προκαλείται από γεγονός αναγόμενο στη σφαίρα ευθύνης του πλοιοκτήτη αλλά συνιστά επιλογή του ίδιου του ναυτικού. Πράγματι, κατά την έννοια των ιδίων διατάξεων ο τελευταίος δεν έχει δικαίωμα επιλογής (επιθυμία την ονομάζει η ΣΣΝΕ) μόνον του λιμένα στον οποίο θα διανυκτερεύσει, από τους δύο εκάστου δρομολογίου (αφετηρίας ή προορισμού) κατά το συμφέρον του (χωρική εγγύτητα του τόπου διανυκτέρευσης με τον τόπο της μόνιμης κατοικίας του) αλλά και του αν θα διανυκτερεύσει εκτός του πλοίου ή όχι. Αν, μολονότι ελεύθερος υπηρεσίας σε οποιοδήποτε λιμάνι, δεν επιθυμεί να υποβληθεί σε δαπάνες για την ανεύρεση νυκτερινού καταλύματος, δεν μπορεί να υποχρεωθεί σε παραμονή εκτός πλοίου από τον πλοιοκτήτη, προκειμένου αυτός να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως, επειδή ο ναυτικός δεν άσκησε το δικαίωμά του να διανυκτερεύσει εκτός πλοίου. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου δεν μπορεί, αντιστοίχως, ο πλοιοκτήτης να υποχρεωθεί σε καταβολή αποζημιώσεως, επειδή ο ναυτικός δεν ζήτησε τη χορήγηση διανυκτερεύσεως, μολονότι οι υπηρεσίες στο πλοίο είχαν ρυθμιστεί με τέτοιον τρόπο, ώστε να έχει αυτή την δυνατότητα (ΜονΕφΠειρ. 259/2022, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο).

Εν προκειμένω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι το πλοίο ΕΠ, στο οποίο απασχολήθηκε ο ενάγων, διανυκτέρευε α] κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2019 έως 3.4.2019, από 10.5.2019 έως 11.6.2019, από 8.9.2019 έως 31.10.2019 και από 1.11.2019 έως 29.2.2020 κάθε Σάββατο στην Καβάλα και β] κατά το χρονικό διάστημα από 5.8.2020 έως και 24.8.2020, οπότε εκτελούσε ημερινούς πλόες, κάθε βράδυ είτε στη Σητεία είτε στη Ρόδο, καθώς και ότι ο ενάγων ουδέποτε ζήτησε να διανυκτερεύσει εκτός πλοίου σε οποιοδήποτε από τα λιμάνια αυτά, από τα οποία κανένα δεν εμφανίζει εγγύτητα με τον τόπο της μόνιμης κατοικίας του, δηλαδή την Νίκαια Αττικής. Σχετικό αίτημα ούτε ο ίδιος δεν επικαλείται. Μόνον ο υπέρ του ενόρκως βεβαιών καταθέτει ότι «δεν μας έδιναν ούτε και άδειες διανυκτέρευσης», όμως και αυτός δεν διευκρινίζει το λόγο της μη χορηγήσεως, αφού δεν αναφέρει ότι ο ενάγων ήταν κάθε ημέρα υποχρεωμένος να παραμένει στο πλοίο ως προσωπικό ασφαλείας ή για άλλη αιτία αναγόμενη στη σφαίρα ευθύνης του πλοιοκτήτη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με τις ίδιες παραδοχές απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το αίτημα αποζημιώσεως του ενάγοντος για την αιτία αυτή, ορθώς έκρινε και, αφού συμπληρωθούν οι συνοπτικές απορριπτικές αιτιολογίες της εκκαλουμένης με αυτές της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ο συναφής πέμπτος λόγος της ένδικης Α΄ έφεσης θα απορριφθεί ως αβάσιμος.

VII. Εξάλλου, στις διατάξεις των άρθρων 68 – 81 του Ν. 3816/1958 «Περί Κυρώσεως Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α 32/28.2.1958, ΚΙΝΔ) καταστρώνονται οι προβλεπόμενοι από αυτόν λόγοι λύσεως της σύμβασης ναυτικής εργασίας, εφαρμοζομένων παραλλήλως των ρυθμίσεων του κοινού δικαίου επί των μη ρυθμιζόμενων περιπτώσεων. Οι λόγοι αυτοί διαρθρώνονται σε δύο [2] κατηγορίες και, συγκεκριμένα, αφενός μεν σ’ εκείνους που επιφέρουν αυτόματα τη λύση της σύμβασης με τη συνδρομή ορισμένων γεγονότων (άρθρα 68, 70, 71) και, αφετέρου, σ’ εκείνους που ανάγονται στη βούληση των συμβαλλομένων (άρθρα 69 και 72 – 74), οι οποίοι λειτουργούν ύστερα από ενέργεια ενός μόνον από αυτούς (Ι. Ρόκας – Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 148, σελ. 80, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2003, § 55, σελ. 253). Τέτοιο λόγο λύσης της σύμβασης ναυτικής εργασίας συνιστά η υπαναχώρηση του πλοιάρχου σε περίπτωση, μεταξύ άλλων και, ανικανότητας του πλοίου προς πλουν, σύμφωνα με το άρθρο 69 περ. β΄ ΚΙΝΔ. Ο όρος υπαναχώρηση έχει εδώ την έννοια της καταγγελίας και, σε κάθε περίπτωση, της λύσης της σύμβασης όχι αυτοδικαίως αλλά κατόπιν ασκήσεως διαπλαστικού δικαιώματος του πλοιάρχου, ενώ ως ανικανότητα θεωρείται η πρόσκαιρη αδυναμία του πλοίου να εκπληρώσει το ναυτιλιακό του προορισμό, χωρίς το συγκεκριμένο κώλυμά του να έχει τέτοια διάρκεια ώστε να χαρακτηριστεί ως απώλεια του πλοίου κατά την έννοια του άρθρου 68 ΚΙΝΔ (βλ. σχετ. Ι. Κοροτζής, ο.π., αρ. 502, σελ. 243, Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, άρθρο 69, § 2, σελ. 246). Πέραν, όμως, αυτών, είναι δυνατή η λύση της σύμβασης ναυτολογήσεως και με τη θέληση αμφοτέρων των συμβαλλομένων (Α. Κιάντου – Παμπούκη, οπ. § 57, σελ. 258, Γ. Μικρούδης, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, σε ΕΕΔ 66/449 επομ. [454, υποσ. 49], Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ. 57), στα πλαίσια των συνταγματικών αρχών της συμβατικής ελευθερίας και της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης, που σε νομοθετικό επίπεδο θεμελιώνονται στην διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ. Η λύση αυτή της σύμβασης ναυτικής εργασίας με κοινή συναίνεση δεν προβλέπεται στον ΚΙΝΔ, ο οποίος προνοεί μόνον για τη λύση της με τη θέληση του ενός συμβαλλομένου, προς την οποία και συνάπτει έννομες συνέπειες. Τέτοια συνέπεια προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 76, από το συνδυασμό της οποίας προς εκείνες των άρθρων 72 και 75 εδαφ. δ΄ του ιδίου Κώδικα προκύπτει ότι ο απολυόμενος ναυτικός δικαιούται αποζημιώσεως, εκτός άλλων, στην περίπτωση κατά την οποία, χωρίς τούτο να δικαιολογείται εξαιτίας παραπτώματός του, ο πλοίαρχος καταγγέλλει τη σύμβαση της ναυτολογήσεώς του. Οι διατάξεις περί αποζημιώσεως του ναυτικού λόγω καταγγελίας της σύμβασης αντισταθμίζουν την εξουσία του πλοιάρχου να τον απολύει οποτεδήποτε και χωρίς λόγο και αποσκοπούν στην προστασία του απολυομένου, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συντήρησή του για ορισμένο χρονικό διάστημα και να διευκολυνθεί αυτός στην ανεύρεση νέας εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 161/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περίπτωση λύσεως της συμβάσεως με κοινή συναίνεση ανακύπτει και όταν κατ’ εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ ο ναυτικός λαμβάνει την προβλεπόμενη από αυτήν άδεια αναπαύσεως, οπότε η σύμβασή του λύνεται με την αποδοχή εκ μέρους του πλοιάρχου σχετικής αιτήσεώς του, δηλαδή με τη σύμπτωση των δηλώσεων βουλήσεώς τους κατ’ άρθρα 185, 189 και 192 ΑΚ (πρβλ ΟλΑΠ 25/1998, Δνη 1998/798 = ΔΕΝ 2000/382 = ΕΕμπΔ 1998/610 = ΕΕΝ 1998/634 = ΕΕΔ 1999/86 = ΕΝαυτΔ 1998/263 = ΝοΒ 1999/231, ΟλΑΠ 32/1997, Δνη 1997/1528 = ΕΕΝ 1997/431 = ΕΝαυτΔ 1998/369 = ΝοΒ 1998/198). Πράγματι, όπως [και] από τις διατάξεις του άρθρου 15 της ως άνω ΣΣΝΕ προκύπτει, η άδεια του ναυτικού, σε αντίθεση προς ό,τι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται κατ’ αίτησή του μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν την χορήγησή της και σε περίπτωση μη χορήγησής της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται νόμιμα (ΜονΕφΠειρ. 83/2014, ο.π., Δ. Καμβύσης, ο.π., άρθρο 60, σελ. 192). Στην ίδια αυτή περίπτωση, της με κοινή συναίνεση λύσεως της σύμβασης ναυτολόγησης, δεν οφείλεται στον απολυόμενο λόγω λήψεως αδείας ναυτικό η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ (ΤριμΕφΠειρ. 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Ι, 2004, άρθρο 75, σελ. 385), αφού για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής προϋποτίθεται μονομερής λύση της σύμβασης επερχόμενη με καταγγελία της εκ μέρους του πλοιάρχου (ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ο.π, ΕφΠειρ. 288/2011, ΠειρΝομ. 2012/173, ΕφΠειρ. 111/2007, ΕΝαυτΔ 2007/406). Άλλως έχει το πράγμα και η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ εξακολουθεί οφειλόμενη, όταν η λήψη της άδειας αναπαύσεως του ναυτικού εμφανίζεται ως προσχηματικός (τυπικός) λόγος της απολύσεώς του, ο οποίος υποκρύπτει σιωπηρή μονομερή καταγγελία της συμβάσεώς του. Στην περίπτωση αυτή τον προσχηματικό χαρακτήρα του εμφανιζόμενου λόγου απολύσεως οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο ναυτικός που ενάγει για την λήψη της αποζημίωσής του, το δε γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τη μη επαναυτολόγησή του μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος διάρκειας της άδειάς του, παρά τις οχλήσεις του ναυτικού για την επαναπρόσληψή του (ΜονΕφΠειρ. 443/2015, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 741/2005, ΕΝαυτΔ 2005/444). Τέλος, σε περίπτωση απολύσεως ναυτικού που λαμβάνει χώρα σε λιμένα του εσωτερικού συνεπεία καταγγελίας της συμβάσεώς του από τον πλοίαρχο (και λόγω ανικανότητα του πλοίου προς πλουν), η αποζημίωσή του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 75 εδαφ. δ΄ και 76 εδαφ. α΄ ΚΙΝΔ ισούται με τις πάσης φύσεως πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του και για τον υπολογισμό της λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης (μισθός ενέργειας), το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, το αντίτιμο τροφής, η αποζημίωση άδειας, η υπερωριακή αμοιβή του, τα επιδόματα εορτών και κάθε άλλη παροχή καταβαλλομένη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του τακτικώς καθ’ έκαστο μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΑΠ 1224/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 254/2022, 423/2021, 422/2021, 120/2019, όλες προσβάσιμες στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΜονΕφΠειρ. 351/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΕφΠειρ. 172/2008, ΕΝαυτΔ 36/100, ΕφΠειρ. 719/2006, ΕΝαυτΔ 34/355, βλ. και Δ. Καμβύση, ο.α.π., άρθρο 76, σελ. 266), το άθροισμα των οποίων διαιρείται  δια δύο [2] (ΜονΕφΠειρ. 71/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 231/2013, ΕΝαυτΔ 2013/220). Η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ δεν θεωρείται μισθός και δεν υφίσταται ως προς αυτή δήλη ημέρα καταβολής. Για το λόγο αυτό η νόμιμη τοκοφορία της σχετικής απαίτησης αρχίζει από την όχληση του οφειλέτη και, αν τέτοια δεν έχει προηγηθεί, από την επίδοση της αγωγής (ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ο.π., ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 676/2010, ΕΝαυτΔ 2011/105).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο ενάγων στις 31.3.2020 έλαβε άδεια αναπαύσεως διάρκειας ενός [1] μηνός, δηλαδή μέχρι την 30η.4.2020, όπως αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο. Ωστόσο, κατά τη λήξη της άδειας αυτής, όταν ζήτησε να επαναπροσληφθεί, η εναγόμενη αρνήθηκε τη ναυτολόγησή του, η οποία, τελικώς πραγματοποιήθηκε αργότερα, στις 16.7.2020, με αποτέλεσμα με τον τρόπο αυτό ο ενάγων, χωρίς να βαρύνεται με οποιοδήποτε παράπτωμα, να παραμείνει κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα άνεργος. Σημειωτέον ότι η εναγόμενη δεν του χορήγησε νέα άδεια ίσης προς το διάστημα αυτό διάρκειας και έτσι εκδήλωσε τη βούλησή της να μην τον ναυτολογήσει στις 30.4.2020, ακολουθώντας την πλέον συμφέρουσα οικονομικώς για την ίδια οδό, αφού, αν του χορηγούσε νέα άδεια, ο ενάγων θα διατηρούσε δικαίωμα λήψης πλήρων των αποδοχών του για το χρονικό διάστημα αυτής (ΜονΕφΠειρ. 366/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π.). Επομένως, ο τελευταίος έχει δικαίωμα λήψεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 76 ΚΙΝΔ αποζημίωσης. Εξάλλου, στις 9.9.2020, μετά την πρόσκρουση του Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου ΕΠ σε βραχονησίδα έξω από το λιμένα της Κάσου, που είχε συμβεί στις 24.8.2020, η εναγόμενη δια του πλοιάρχου προέβη σε λύση της σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος. Ως αιτία της λύσης της στο ναυτικό φυλλάδιο του τελευταίου αναγράφηκε η μετάθεσή του σε άλλο πλοίο της πλοιοκτήτριας, η οποία δεν δικαιολογεί αποζημίωση απολύσεως. Τέτοια μετάθεση επακολούθησε βέβαια, αργότερα όμως, συγκεκριμένα δε στις 21.9.2020, οπότε ο ενάγων ναυτολογήθηκε στο πλοίο MS. Όμως, δεν αποτέλεσε την αληθή αιτία της απολύσεως του ενάγοντος, αφού αυτή συνίστατο στην προσωρινή ανικανότητα του πλοίου προς πλουν, δηλαδή στην αδυναμία του να επαναπλεύσει με ασφάλεια πριν την  επισκευή του, η οποία (ανικανότητα) απέβη εν τέλει μόνιμη, όπως δεν αμφισβητείται. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε στο ίδιο αποδεικτικό πόρισμα ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε, απορριπτομένου ως αβάσιμου του τέταρτου λόγου της Β΄ έφεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Ακολούθως η εκκαλουμένη υπολόγισε το ποσό της αποζημιώσεως που δικαιούται ο ενάγων για κάθε απόλυσή του, με βάση το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του κατά το τελευταίο πριν από εκάστη απόλυσή του μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, το οποίο προσδιόρισε σε δύο χιλιάδες οκτακόσια τριάντα επτά ευρώ και πενήντα έξι λεπτά (2.837,56 €) και σε δύο χιλιάδες τριακόσια ενενήντα ευρώ και ενενήντα λεπτά (2.390,90 €) αντίστοιχα. Το πόρισμα αυτό πλήττουν και οι δύο διάδικοι, επικαλούμενοι αμφότεροι εσφαλμένο υπολογισμό των ωρών της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος και, επιπλέον, ο τελευταίος εσφαλμένο μη συνυπολογισμό της αναλογίας των επιδομάτων δώρων εορτών. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν οι αιτιάσεις αυτές είναι βάσιμες. Σύμφωνα δε με όσα προαναφέρθηκαν πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο ενάγων δικαιούται ως αποζημίωσή του για εκάστη απόλυσή του, σύμφωνα με το άρθρο 76 ΚΙΝΔ, α] για την απόλυσή του στις 31.3.2020 το χρηματικό ποσόν των δύο χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών [(3.527,22 € ο νόμιμες αποδοχές + 228,50 ο μέσος όρος της μηνιαίας υπερωριακής αμοιβής για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης που έληξε με την απόλυση στις 31.3.2020 + 401,50 η μέση μηνιαία αμοιβή των έξτρα εργασιών + 105,60 το μέσο μηνιαίο επίδομα άγονης γραμμής + 533,66 η αναλογία δώρων εορτών =) 4.796,48 € ÷ 2 = 2.398,24 €] και β] για την απόλυσή του στις 9.9.2020 το χρηματικό ποσόν των δύο χιλιάδων εκατόν ογδόντα ενός ευρώ και ογδόντα λεπτών [(3.167,31 € ο νόμιμες αποδοχές + 135,30 ο μέσος όρος της μηνιαίας υπερωριακής αμοιβής για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης που έληξε με την απόλυση στις 9.9.2020 + 490,92 η μέση μηνιαία αμοιβή των έξτρα εργασιών + 80,70 το μέσο μηνιαίο επίδομα άγονης γραμμής + 489,37 η αναλογία δώρων εορτών =) 4.363,60 € ÷ 2 = 2.181,80 €]. Συνολικώς δε για την αιτία αυτή ο ενάγων δικαιούται τέσσερις χιλιάδες πεντακόσια ογδόντα ευρώ και τέσσερα λεπτά (2.398,24 € + 2.181,80 € = 4.580,04 €).

VIΙI. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι ένδικες εφέσεις ως και ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν ή ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης στην καταβολή προς τον ενάγοντα επτά χιλιάδων δώδεκα ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (374,92 € + 2.057,62 € + 4.580,04 € = 7.012,58 €) συνολικά, ως διαφορές επιδομάτων δώρων εορτών και πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές και για αποζημίωση απολύσεων, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσεως της τελευταίας συμβάσεως ναυτολόγησης του ενάγοντος (10.9.2020), που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα και μέχρι την πλήρη εξόφληση, εκτός από το χρηματικό ποσό α] των διακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και τριάντα εννέα λεπτών (272,39 €),  που αντιστοιχεί στο επίδομα δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2020 και είναι τοκοφόρο από 1.1.2021 (περί του ότι για την πληρωμή του επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων ως δήλη ημέρα καταβολής ορίζεται από το νόμο η 31η Δεκεμβρίου του έτους για το οποίο οφείλεται και, συνεπώς, η τοκοφορία του δεν άρχεται σε προγενέστερο χρονικό σημείο βλ. ΜονΕφΠειρ. 48/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 265/2020, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου τούτου στο διαδίκτυο, όπου και περαιτέρω παραπομπές) και β] των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα ευρώ και τεσσάρων ευρώ (4.580,04 €), που αντιστοιχεί στις αποζημιώσεις απολύσεως του ενάγοντος και είναι τοκοφόρο από την επίδοση της αγωγής.

ΙΧ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις.

Δέχεται αυτές τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.

Δέχεται αυτήν κατά ένα μέρος.

Αναγνωρίζει ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των επτά χιλιάδων δώδεκα ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (7.012,58 €), νομιμοτόκως κατά τις αναφερόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις.

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει σε επτακόσια ευρώ (700 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Απριλίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

     Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ