Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 160/2024

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ                                               

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Περίληψη

Επί απομάκρυνσης συγκεκριμένου μισθωτού από τη θέση Προϊσταμένου τμήματος της επιχείρησης που κατέχει, της ανάθεσης σ` αυτόν υποδεέστερης ειδικότητας καθηκόντων και της τοποθέτησης στην θέση του άλλου μισθωτού, για να είναι καταχρηστική η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, αρκεί η συνδρομή οποιωνδήποτε περιστάσεων, που καθιστούν την μεταβολή αυτή προφανώς αντίθετη προς την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε αυτή η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος αποτελεί και μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης του μισθωτού (άρθρο 7 Ν. 2112/1920), που παρέχει σ` αυτόν το δικαίωμα να ζητήσει την δια της επαναφοράς του στην θέση αυτή, άρση της παρανομίας και εφόσον με την μετακίνηση αυτή προσβάλλεται η προσωπικότητά του ως προς την επαγγελματική του αξία και εκτίθεται στους συναδέλφους του και γενικά στο κοινωνικό του περιβάλλον, χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τον υποβιβασμό του κατά τα άρθρα 57, 59, 914 και 932 ΑΚ.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    160/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυµης εταιρίας µε την επωνυµία  «………..» και τον διακριτικό τίτλο «……..», που εδρεύει στον ………. Αττικής (………) με Α.Φ.Μ. ………, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Μπούρλο (Δ.Ε. « ΜΠΟΥΡΛΟΣ – ΚΟΥΤΑΒΑ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ»), με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Του ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………….ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ρήγα Μπαρμπούρη, με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Ο ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΣ – ΕΝΑΓΩΝ άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της εναγόμενης – εκκαλούσας την από 24-3-2022, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης, αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………/4-4-2022, αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αρ. 545/16-2-2023 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ΄αρ.2388/2023 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου),  που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.

Ήδη την απόφαση αυτή προσβάλλει η εναγόμενη – εκκαλούσα με την κρινόμενη από 12-7-2023 έφεσή της, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……./12-7-2023, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.)  ………/12-7-2023. Η συζήτηση της ως άνω έφεσης προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 7ης-12-2023, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. ………..

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 545/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 591, 614 περ. 3, 621, 622 ΚΠολΔ), όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ΄αρ. 2388/2023 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), καθώς δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης και, από τη δημοσίευσή της έως την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει διετία. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω  από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 533 παρ.1,2, 522 ΚΠολΔ), ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση εκ μέρους της εκκαλούσας του προβλεπόμενου, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 εδ.α του ΚΠολΔ, παραβόλου, καθώς, σύμφωνα με το εδ.στ της παρ.3 του ίδιου άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται οι εργατικές διαφορές, όπως εν προκειμένω.

Σύμφωνα με το άρθρο 7 εδ. α του Ν. 2112/1920 ‘’Πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως, βλάπτουσα του υπάλληλου θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι` ην ισχύουσιν οι διατάξεις του παρόντος νόμου’’. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, μονομερής μεταβολή θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη που γίνεται κατ` αθέτηση της εργασιακής σύμβασης, ανεξάρτητα αν αυτή είναι επωφελής ή βλαπτική για τον εργαζόμενο. Για την εφαρμογή όμως της εν λόγω διάταξης απαιτείται η μονομερής μεταβολή των όρων εργασίας να είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σ` αυτόν άμεση ή έμμεση υλική ή ηθική ζημία. Σε περίπτωση που η ανωτέρω μονομερής μεταβολή δεν είναι αντίθετη προς τον νόμο και τους όρους της σύμβασης και γίνεται κατ` ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, ο εργαζόμενος προστατεύεται μόνο από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία απαγορεύει την κατάχρηση δικαιώματος. Ειδικότερα, ο μονομερής προσδιορισμός των όρων εργασίας που επιχειρεί ο εργοδότης με βάση το διευθυντικό δικαίωμά του, πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματος αυτού, δηλαδή την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησης. Αν ο μονομερής προσδιορισμός της παροχής εργασίας δεν αποβλέπει στην πραγματοποίηση των παραπάνω σκοπών, αλλά άλλων, άσχετων με αυτούς, επιδιώξεων του εργοδότη, τότε δεν υπάρχει χρήση αλλά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος, τούτο δε διότι η καλή πίστη επιβάλλει στον φορέα του δικαιώματος να λαμβάνει υπόψη κατά την άσκησή του και κατά το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, τα δικαιολογημένα συμφέροντα και τις δικαιολογημένες προσδοκίες του άλλου μέρους. Αυτό επιβάλλεται ιδίως σε σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, καθόσον το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη για προσδιορισμό των όρων εκπλήρωσης της παροχής από το μισθωτό αποτελεί εξουσία αυτού, η άσκηση της οποίας υπόκειται στους περιορισμούς που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, έστω και αν η εξουσία αυτού στηρίζεται στο νόμο ή στη συμφωνία των μερών (…). Τέτοια καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη και βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης, αποτελεί η εκ μέρους του ανάθεση στον μισθωτό καθηκόντων υποδεέστερης ειδικότητας ή θέσης, κατά τρόπο που συνεπάγεται δυσμενείς υλικές ή ηθικές ως προς το κύρος και την προσωπικότητα του συνέπειες (ΑΠ 1122/2021, ΑΠ 418/2021, ΑΠ 216/2017, ΑΠ 132/2016, ΑΠ 447/2015, ΑΠ 791/2014, ΑΠ 24/2014 ΤΝΠ

ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, δεν είναι καταχρηστική, κατά την έννοια της διάταξης αυτής (281 ΑΚ), η άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη να τοποθετεί συγκεκριμένο εργαζόμενο ως προϊστάμενο ενός τμήματος η ενός καταστήματος της επιχείρησής του κατά παράλειψη άλλου μισθωτού, ο οποίος υπερέχει, έστω και καταφανώς, σε τυπικά και ουσιαστικά προσόντα έναντι του τοποθετηθέντος. Και τούτο διότι δεν πρόκειται για απλή βαθμολογική ή μισθολογική προαγωγή, που εντάσσεται στα εκ της εργασίας δικαιώματα του μισθωτού, τα οποία εύλογα συνδέονται με τις αντικειμενικά εκτιμώμενες ικανότητες αυτού, αλλά για επιλογή του έχοντος την εκμετάλλευση εργοδότη που αφορά αποφασιστικά την οργάνωση και διεύθυνση της επιχείρησης. Για να είναι καταχρηστική, στη περίπτωση αυτή, η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, απαιτείται η συνδρομή και άλλων πραγματικών περιστατικών, τα οποία, σε συνδυασμό με την καταφανή υπεροχή του παραλειφθέντος, να θεμελιώνουν προφανή υπέρβαση από μέρους του εργοδότη των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (Ολ.ΑΠ 25/2003, ΑΠ 1/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Προκειμένου, όμως, περί απομάκρυνσης συγκεκριμένου μισθωτού από την θέση προϊσταμένου τμήματος της επιχείρησης που κατέχει, της ανάθεσης σ` αυτόν υποδεέστερης ειδικότητας καθηκόντων και της τοποθέτησης στη θέση του άλλου μισθωτού, για να είναι καταχρηστική η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, αρκεί η συνδρομή οποιωνδήποτε περιστάσεων, που καθιστούν την μεταβολή αυτή προφανώς αντίθετη προς την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε αυτή η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος αποτελεί και μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης του μισθωτού (άρθρο 7 Ν. 2112/1920), που παρέχει σ` αυτόν το δικαίωμα να ζητήσει την δια της επαναφοράς του στη θέση αυτή (ΑΠ 798/2018, ΑΠ 589/2012, ΑΠ 48/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, από την προαναφερόμενη δε διάταξη του άρθρου 7 του Ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 288, 648, 652 και 656 ΑΚ προκύπτει, ότι στην περίπτωση της σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, εάν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για το μισθωτό μεταβολή των όρων εργασίας ή, κατά την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του, προβεί, κατά κατάχρηση αυτού, στον προσδιορισμό της παροχής εργασίας, ο μισθωτός έχει διαζευκτικά τα δικαιώματα: α) να αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση, τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη, εφόσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη, β) να θεωρήσει την πράξη αυτή του εργοδότη καταγγελία, εκ μέρους του, της εργασιακής σύμβασης και να απαιτήσει την καταβολή της αποζημίωσης, που προβλέπεται από το Ν. 2112/1920, και γ) να εμείνει στη τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του, σύμφωνα με τους όρους προς της μεταβολής, οπότε, εάν ο εργοδότης δεν αποδεχθεί, καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας ή, εκφράζοντας την αντίθεσή του, να παράσχει τη νέα εργασία του και να προσφύγει στο δικαστήριο, ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους. Επίσης, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 281, 288, 648, 652, 914, 932 ΑΚ 2 παρ. 2 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει ότι, αν η ως άνω βλαπτική μεταβολή, υπό τις περιστάσεις, υπό τις οποίες επιχειρείται, είναι αντίθετη προς την καλή πίστη και ενέχει καταχρηστική ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, με αποτέλεσμα την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του μισθωτή, μπορεί ο τελευταίος να αξιώσει από τον υπαίτιο, εκτός των άλλων, και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τον υποβιβασμό και την ανεπίτρεπτη επαγγελματική του μείωση (ΑΠ 798/2018 ο.π. ΑΠ 130/2016, ΑΠ 904/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εάν ο εργαζόμενος επιθυμεί να διατηρήσει τη θέση εργασίας, χωρίς όμως να υποκύψει στη δυσμενέστερη μεταβολή των όρων της, από τις τρεις παραπάνω εναλλακτικές δυνατότητες θα επιλέξει την τρίτη. Η επιλογή όμως αυτή δεν τον απαλλάσσει από τους κινδύνους, που συνεπάγεται μία ενδεχόμενη πλάνη ως προς τα όρια του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη. Αν αργότερα, επί της αγωγής του για καταβολή των οφειλόμενων μισθών, κριθεί από το δικαστήριο ότι η συγκεκριμένη μεταβολή των όρων εργασίας ήταν εντός των ορίων του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, όπως αυτά καθορίζονται από το περιεχόμενο της σύμβασης και την ΑΚ 281, τότε η αποχή του εργαζομένου από την εργασία δεν του στερεί μόνο τις αποδοχές του, για όσο διάστημα δεν παρείχε τις υπηρεσίες του, αλλά είναι δυνατό να θεωρηθεί και ως σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τη δική του πλευρά. Για να αποφύγει ακριβώς τους εν λόγω κινδύνους ο εργαζόμενος έχει τη δυνατότητα να συνεχίζει να εργάζεται προσωρινά με τους νέους όρους εργασίας, επιφυλασσόμενος για τα δικαιώματά του από τη σύμβαση. Τέτοια επιφύλαξη συνιστά, εκτός των άλλων, και η ρηματική διαμαρτυρία του εργαζόμενου. Η επιφύλαξη αυτή επιτρέπει στον εργαζόμενο να διεξαγάγει ένα δικαστικό αγώνα για το νόμιμο ή παράνομο χαρακτήρα της μεταβολής, χωρίς να θεωρείται η συνέχιση της απασχόλησης του με τους νέους όρους εργασίας ως σιωπηρή αποδοχή. Έτσι επιτυγχάνεται ο δικαστικός έλεγχος της μονομερούς μεταβολής χωρίς τον κίνδυνο όχι μόνο απώλειας του μισθού, αλλά και της θέσης εργασίας (ΑΠ 1252/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων – ήδη εφεσίβλητος εξέθετε στην προαναφερθείσα από 24-3-2022 αγωγή του, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι στις 20-12-1983 προσλήφθηκε από την ‘………….’’, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειµένου να απασχοληθεί ως ηλεκτροτεχνίτης, όπου εργάστηκε έως τις 5-7-2011, ενώ έκτοτε (από τις 6-7-2011) εργάζεται με την ίδια ειδικότητα στην εναγόμενη εταιρία, η οποία υπεισήλθε στη θέση της ως άνω εταιρίας ‘…………’’ καθώς και της εταιρίας ‘……..’’, κατόπιν συχώνευσής τους.  Ότι, από τις 4-10-2013 του είχαν ανατεθεί καθήκοντα Προϊσταµένου Τµήµατος Συντήρησης & Επισκευών στο Α/Σ ………., ενώ στις 17-7-2020, µε απόφαση του Διευθύνοντος Συµβούλου της εναγόµενης, του ανατέθηκαν καθήκοντα υποδεέστερης θέσης και δη αυτά του Υπευθύνου Συνεργείου Επισκευών της Υποδιεύθυνσης Α/Σ …….. στο Α/Σ ηλεκτροκίνητων λεωφορείων ……., συνεπεία δε της µεταβολής αυτής, επήλθε και µείωση των αποδοχών του. Ότι, η ως άνω ενέργεια της εναγόμενης, συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του, η οποία είναι παράνομη και καταχρηστική, διότι δεν δικαιολογείται από λόγους που ανάγονται στην καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας εντός της επιχείρησης της εναγόµενης, ο ίδιος δε όλα τα χρόνια της υπηρεσίας του παρείχε την εργασία του με ευσυνειδησία και αποτελεσματικότητα. Ότι, εξαιτίας της υποβάθμισής του αυτής από την εργοδότριά του – εναγόμενη, υπέστη και ηθική βλάβη, καθώς επήλθε προσβολή της προσωπικότητας του ως εργαζόμενου και επαγγελματική του μείωση, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογης χρηµατικής ικανοποίησης. Ζητούσε δε ακολούθως ο ενάγων, να αναγνωριστεί ότι η ως άνω παράνομη και καταχρηστική  συμπεριφορά της της εναγόμενης συνιστά ανεπίτρεπτη µονοµερή βλαπτική µεταβολή των όρων εργασίας του και να υποχρεωθεί αυτή να αποδέχεται τις πραγµατικά και προσηκόντως προσφερόµενες υπηρεσίες του µε τους ισχύοντες πριν την ένδικη µεταβολή όρους εργασίας, καθώς επίσης να του καταβάλει το ποσό των 15.000 ευρώ ως χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, µε τον νόµιµο τόκο από την επίδοση της αγωγής µέχρι την εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, εξέδωσε την υπ΄αρ. 545/2023 οριστική απόφασή του, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ΄αρ. 2388/2023 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, με την οποία, αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή, ορισμένη και νομικά βάσιμη (όσον αφορά στο παρεπόμενο αίτημά της περί κήρυξης προσωρινώς εκτελεστής της απόφασης, μόνο σχετικά με το καταψηφιστικό αίτημά της), στη συνέχεια την έκανε εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη. Ειδικότερα αναγνώρισε ότι, η από 17-7-2020 μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του ενάγοντος είναι καταχρηστική, υποχρέωσε την εναγόμενη να απασχολεί τον ενάγοντα με όρους απασχόλησης και καθήκοντα, όπως αυτά ίσχυαν πριν την εν λόγω μονομερή μεταβολή αυτών και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τέλος, κήρυξε προσωρινώς εκτελεστή την απόφαση ως προς τις καταψηφιστικές της διατάξεις και επέβαλε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, εις βάρος της εναγόμενης, κατά τον λόγο της ήττας της, τα οποία όρισε στο ποσό των 200 ευρώ.

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται η εναγόμενη – εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεσή της, για τους δύο λόγους που εκθέτει σ΄ αυτή, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί συνολικά η ανωτέρω αγωγή του αντιδίκου της.

Με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής της η εναγόμενη επαναφέρει τον προταθέντα και πρωτοδίκως ισχυρισμό της περί αοριστίας της αγωγής, ο οποίος εσφαλμένα, όπως υποστηρίζει, απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη. Ο λόγος ωστόσο αυτός της έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος. Κι αυτό διότι, στην ένδικη αγωγή περιέχονται όλα τα πραγματικά περιστατικά, που απαιτούνται από το νόμο, για τη θεμελίωση των αξιώσεων του ενάγοντος από την επικαλούμενη μεταβολή των όρων της εργασίας του. Ειδικότερα, γίνεται μνεία στο αγωγικό δικόγραφο, της μεταβολής της θέσης του στην ιεραρχία των υπαλλήλων της εναγόμενης, με απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου, την οποία χαρακτηρίζει ως υποβιβασμό του, καθώς και των συνεπειών της, τόσο υλικών (μείωση των μηνιαίων αποδοχών του κατά το αναφερόμενο σε αυτό χρηματικό ποσό), όσο και ηθικών, που αφορούν στην προσβολή της προσωπικότητάς του, καθώς επλήγη η επαγγελματική, αλλά και η κοινωνική τιμή κι υπόληψή του. Τα στοιχεία αυτά αρκούν για τη γένεση των αγωγικών αξιώσεων που ασκούνται με την αγωγή, αφού, αν θεωρηθούν αληθή, συνιστούν καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της εναγόμενης και βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του ενάγοντος, χωρίς να είναι απαραίτητη, για το ορισμένο της αγωγής η αναφορά σ’ αυτήν και άλλων περιστατικών για τη θεμελίωση της αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης του ενάγοντος ή της βλαπτικής μεταβολής των όρων της εργασίας του, ούτε και η ειδικότερη περιγραφή των καθηκόντων του σε καθεμία από τις δύο θέσεις εργασίας του, πριν και μετά τη μεταβολή, ώστε να κριθεί αν τα νεότερα είναι υποδεέστερα των προηγούμενων, δεδομένου, ότι η μεταβολή των όρων της εργασίας του επί το δυσμενέστερο προκύπτει από μόνη την απαλλαγή του ενάγοντος από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου Τμήματος, και την ανάθεση σ’ αυτόν, καθηκόντων Υπεύθυνου Συνεργείου, κατώτερης δηλαδή ιεραρχικής βαθμίδας με βάση το οργανόγραμμα της εναγόμενης, το οποίο αναφέρει στην αγωγή (ΑΠ 798/2018 ο.π. ΑΠ 746/2010, Εφ.Πειρ.(Μον.) 638/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων του μάρτυρα απόδειξης ……….. και της μάρτυρα ανταπόδειξης …………, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, που λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μερικά από τα οποία μνημονεύονται στη συνέχεια και λαμβάνονται υπόψη στο σύνολό τους, χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν δεν γίνεται μνεία σε καθένα από αυτά χωριστά, καθώς και της από 5-3-2024 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα ………, που προσκομίζει παραδεκτά στην κατ΄ έφεση δίκη (άρθρο 529 παρ. 1ΚΠολΔ) η εκκαλούσα, και η οποία ελήφθη, με επιμέλεια της τελευταίας, ενώπιον της δικηγόρου Αθηνών ………, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντίδικου μέρους (όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. …….΄/29-2-2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……..), και της υπ΄αρ. ……./13-3-2024 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα ….., η οποία ελήφθη με επιμέλεια του εφεσίβλητου, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………….., μετά τη συζήτηση της έφεσης, αλλά εντός της προθεσμίας προσθήκης – αντίκρουσης, εντός της οποίας επίσης προσκομίστηκε από αυτόν, προς αντίκρουση των προτάσεων της εκκαλούσας και των αναφερομένων στην προαναφερθείσα, προσκομισθείσα από αυτήν ένορκη βεβαίωση, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της αντιδίκου του, όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. ……../8-3-2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …………….), απoδεικvύoνται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Ο ενάγων προσλήφθηκε αρχικά στις 20-12-1983, από την εταιρία ‘………….’’ με την ιδιότητα του μαθητευόμενου ηλεκτροτεχνίτη, ενώ από τις 11-9-1986 εγκρίθηκε η αλλαγή της ιδιότητάς του σε έκτακτο ηλεκτροτεχνίτη και η χορήγηση σε αυτόν του βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου (όπως προβλεπόταν από την από 7-5-1985 ΣΣΕ Εργατοτεχνιτών ……..), καθώς και των επιδομάτων από 1-9-1986, κατά τα οριζόμενα στο αρ. 16 παρ. 2 του Γ.Κ.Π. ……… Στις 13-12-1992 εγκρίθηκε η μετάταξή του στο δόκιµο προσωπικό του κλάδου των ηλεκτροτεχνιτών, η νοµιµοποίησή του στον κλάδο αυτό και η προβλεπόµενη µε τα τυπικά προσόντα του κατάταξή του σε αντίστοιχο µισθολογικό κλιµάκιο. Με την υπ’ αρ. 316/3-2-2004 απόφαση του Διευθύνοντος Συµβούλου της ‘…………..’’, ο ενάγων τοποθετήθηκε στη θέση του Προϊσταµένου Διοικητικής Ενότητας στην ιεραρχική βαθµίδα Οµαδάρχη συντήρησης – υποδιεύθυνσης συντήρησης τροχαίου υλικού και τεχνικού εξοπλισµού. Η τελευταία ως άνω άσκηση καθηκόντων του ενάγοντος παρατάθηκε µε την υπ’αρ. 566/10-9-2010 απόφαση του Διευθύνοντος Συµβούλου της παραπάνω εταιρίας. Το έτος 2011, στη θέση της εργοδότριας ‘……….’’. υπεισήλθε η εναγόµενη εταιρία (‘………….’’), συσταθείσα µε τις διατάξεις του Ν. 3920/2011, μετά από συγχώνευση της εταιρίας ‘………..’’ µε την ‘…………’’, με απορρόφηση της δεύτερης από την πρώτη ως άνω εταιρία (ΦΕΚ Β 1454/17-6-2011). Ακολούθως, ο ενάγων, από τις 4-10-2013, όπως προκύπτει από την υπ’ αρ. πρωτ. ………/14-1-2015 έγγραφη βεβαίωση υπηρεσιακών µεταβολών της εναγόµενης, εκτελούσε, κατόπιν απόφασης του Διευθύνοντος Συµβούλου της εναγόµενης, καθήκοντα Προϊσταµένου Τμήματος Συντήρησης & Επισκευών στο Α/Σ ……… Στη θέση αυτή ο ενάγων παρέµεινε µέχρι και την 17-7-2020, οπότε, µε την υπ΄αρ. 35189/2020 απόφαση του Δ/ντος Συµβούλου της εναγόµενης µεταβλήθηκαν τα καθήκοντά του και ο τόπος εργασίας του και συγκεκριμένα τοποθετήθηκε ως Υπεύθυνος Συνεργείου Επισκευών της Υποδιεύθυνσης Α/Σ …….. στο Α/Σ Ηλεκτροκίνητων Λεωφορείων ………….. Ο ενάγων δεν αποδέχθηκε την ως άνω µεταβολή ως προς τα εργασιακά του καθήκοντα, θεωρώντας την ως παράνομα και καταχρηστικά ασκηθείσα μονομερή βλαπτική μεταβολή, διαµαρτυρήθηκε δε στην εναγόµενη µε την από 3-8-2020 εξώδικη δήλωσή του, που κοινοποιήθηκε σε αυτήν στις 5-8-2020. Πράγματι  δε, σύμφωνα τα παραπάνω και με όσα θα αναλυθούν παρακάτω, η μετακίνηση του ενάγοντος από τη θέση εργασίας του (ως Προϊσταµένου Τμήματος Συντήρησης & Επισκευών στο Α/Σ ………) στην προαναφερθείσα θέση εργασίας του Υπεύθυνου του ως άνω Συνεργείου, αποτελεί υποβιβασμό του, καθώς η τελευταία αυτή θέση είναι ιεραρχικά κατώτερη της προηγούμενης που κατείχε, όπως συνάγεται από το άρθρο 8 του Οργανογράμματος της εναγόμενης, πράγμα που αναφέρει και η ίδια η μάρτυράς της – Διευθύντρια ανθρώπινου  δυναμικού της εναγόμενης. Συνοδευόταν δε, η μετακίνηση αυτή, και από μείωση των αποδοχών του. Ειδικότερα, προέκυψαν τα εξής: Ο ενάγων έχει πτυχίο τεχνικής επαγγελματικής σχολής …………, ειδικότητα ηλεκτροτεχνίτη, από τις 3-7-1985 κατέχει άδεια ηλεκτροτεχνίτη Στ΄ σταθμών, Στ΄ υπόγειων δικτύων Στ΄ εναέριων δικτύων καθώς και άδεια ηλεκτροτεχνίτη Γ΄ ειδικότητας και Α΄ ειδικότητας, από τις 25-6-1990 πτυχίο τεχνικού επαγγελματικού λυκείου, τομέας ηλεκτρολογικός – Τμήμα ηλεκτρικών εγκαταστάσεων και από τις 16-12-1996 άδεια αρχιτεχνίτη Α΄ ειδικότητας και Δ΄ ειδικότητας, ενώ επίσης έχει παρακολουθήσει επιμορφωτικά προγράμματα σχετικά με το αντικείμενό του. Αποδεικνύεται δε ότι, πράγμα που συνομολογείται άλλωστε από τους διαδίκους, ότι, ο ενάγων, τόσο όταν ορίστηκε Προϊστάµενος Τμήματος Συντήρησης και Επισκευών, όσο και όταν ορίστηκε Υπεύθυνος Συνεργείου Επισκευών Υποδιεύθυνσης, ανέλαβε τα καθήκοντα του βάσει ανάθεσης με απόφαση του εκάστοτε Δ/ντος Συμβούλου της εναγόμενης, και όχι µε απόφαση Υπηρεσιακού Συµβουλίου, καθώς η τελευταία φορά που συγκλήθηκαν υπηρεσιακά συμβούλια για τη διενέργεια κρίσεων των υπαλλήλων ήταν το έτος 2001 και για τις τοποθετήσεις και μετακινήσεις των διοικητικών ενοτήτων της εταιρίας ακολουθήθηκε η διαδικασία της ανάθεσης. Περαιτέρω προέκυψε ότι, καθόλη τη διάρκεια της εργασίας του ενάγοντος στη θέση του Προϊσταμένου του ως άνω Τμήματος, ήτοι επί 16 έτη, ασκούσε τα καθήκοντα που αντιστοιχούσαν στη θέση αυτή με επάρκεια, αποτελεσματικότητα και ευσυνειδησία, λαμβάνοντας θετικές αξιολογήσεις, χωρίς να υποπέσει σε κάποιο παράπτωμα ή να διατυπωθούν παράπονα στο πρόσωπό του εκ μέρους της εργοδότριάς του, σχετικά με τον τρόπο εκτέλεσης της εργασίας του (βλ. σχετικά και κατάθεση μάρτυρα απόδειξης – εργαζόμενου στην εναγόμενη), γεγονός που δεν αμφισβητείται και από την αντίδικό του. Σε αυτό άλλωστε συνηγορεί και το ότι ο ενάγων παρέμεινε στην εν λόγω θέση επί όλα αυτά τα έτη, και υπό διαφορετικές Διευθύνσεις της εναγόμενης. Δεν συνέτρεξε δε κάποιο περιστατικό σχετικό με την εκτέλεση της εργασίας του, που να δικαιολογεί την εν λόγω μετακίνησή του. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι, η εν λόγω δυσμενής μετακίνηση του ενάγοντος, έλαβε χώρα για την καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησης, όπως υποστηρίζει η εναγόμενη στον δεύτερο λόγο της έφεσής της, δεδομένου ότι ο ενάγων, ακόµη και µετά τη µετακίνησή του, συνέχιζε για χρονικό διάστηµα τριών και πλέον µηνών να απασχολείται µε τα καθήκοντα της θέσης του Προϊσταµένου Τµήµατος Συντήρησης και Επισκευών, ήτοι της προγενέστερης θέσης του, λόγω της πολυετούς εµπειρίας του και της εξειδίκευσής του στη θέση αυτή. Η ενασχόλησή του µε τα καθήκοντα αυτά έπαψε µόνο όταν προσέφυγε στο Σώµα Επιθεώρησης Εργασίας, το οποίο αποφάνθηκε μεν ότι η μετακίνηση αυτή του ενάγοντος δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του, (χωρίς ωστόσο συγκεκριμένη περί αυτού αιτιολογία), αλλά επίσης αποφάνθηκε υπέρ της λήψης του συναρτώµενου µε τη θέση αυτή επιδόµατος καθ’ό χρονικό διάστηµα ο ενάγων εκτελεί πράγµατι τα καθήκοντα αυτά. Επίσης, πρέπει να σηµειωθεί ότι, οι εργαζόµενοι που επιλέχθηκαν για την πλήρωση της θέσης του ενάγοντος, δεν πληρούσαν τα τυπικά προσόντα για τη λήψη των καθηκόντων αυτών, και ειδικότερα τον χρόνο προϋπηρεσίας που απαιτούνταν κατά τα οριζόμενα στο Οργανόγραμμα, της ‘………..’’ (ΦΕΚ Β 1342/3-6-2013). Το γεγονός αυτό, αν και από µόνο του δεν καθιστά καταχρηστική τη µεταβολή των εργασιακών όρων του ενάγοντος, εντούτοις, συνεκτιμώμενο, αναιρεί την επικαλούµενη από την εναγόµενη ανάγκη για εσωτερική αναδιάρθρωση ως αιτία της δυσµενούς µονοµερούς µεταβολής των όρων εργασίας του ενάγοντος, όπως ορθά επισημαίνεται και στην εκκαλουμένη. Πιο συγκεκριμένα, στη θέση Προϊσταµένου που κατείχε ο ενάγων πριν την ένδικη µετακίνηση, τοποθετήθηκαν εργαζόµενοι µε προϋπηρεσία οδηγού ήτοι ο ……., ο οποίος δεν είχε προϋπηρεσία τεχνίτη για 4 έτη, ούτε Προϊσταµένου Συνεργείου για τρία έτη, καθώς και ο …….. και ……….., οι οποίοι επίσης δεν είχαν προϋπηρεσία Προϊσταµένου συνεργείου για τρία έτη, όπως απαιτείται από άρθρο 8 του ως άνω Οργανογράµµατος. Η εκκαλούσα,  ισχυρίζεται, προκειμένου να ενισχύσει τον ισχυρισμό της ότι η μετακίνηση του ενάγοντος ήταν σύμφωνη με τον σκοπό του διευθυντικού δικαιώματος και έγινε στο πλαίσιο αναδιάρθρωσής της για την αποδοτικότερη λειτουργία των υπηρεσιών της, ότι με την επίμαχη απόφαση (υπ΄αρ. 35189/2020) του Δ/ντος Συμβούλου της, ανατέθηκαν καθήκοντα Προϊσταμένων σε 70 στελέχη. Ωστόσο, όπως προκύπτει από την ως άνω απόφαση σχετικά με τις τοποθετήσεις Προϊσταμένων οργανικών μονάδων, όλες αφορούν αναθέσεις σε Προϊσταμένους Τμημάτων και Υποδιευθύνσεων και μόνο αυτή του ενάγοντος αφορά υποβάθμισή του με ανάθεση στον τελευταίο της θέσης του Υπεύθυνου Συνεργείου, χωρίς μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, να έχει προηγηθεί, καθ΄όλη της διάρκεια που εργαζόταν στην προηγούμενη θέση, κάποια επίπληξη ή σύσταση σε αυτόν από την εργοδότριά του σχετικά με τον τρόπο άσκησης των καθηκόντων του. Ακόμη, η εναγόμενη αναφέρεται στον ως άνω (δεύτερο) λόγο της έφεσής της, στο άρθρο 11 παρ.3 του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού της εναγόμενης, σύμφωνα με το οποίο ‘’ …Η τοποθέτηση και θητεία εργαζομένου σε ορισμένη θέση εργασίας δεν δημιουργεί δικαίωμα κατοχής της υπέρ αυτού’’, αλλά και στο άρθρο 12 του ως άνω Κανονισμού όπου ορίζεται ότι ‘’… η αλλαγή θέσης εργασίας είναι νόμιμη και δικαιολογείται εφόσον οι λειτουργικές ανάγκες της εταιρίας το επιβάλλουν…’’. Εντούτοις, αφενός μεν δεν προέκυψε στην προκείμενη περίπτωση, κατά τα προεκτεθέντα, ότι υφίστατο τέτοιες ανάγκες της εταιρίας που επέβαλαν την επίμαχη αλλαγή (όπως αόριστα αναφέρεται στη σχετική απόφαση του Δ/ντος Συμβούλου της εναγόμενης), αφετέρου δε, όπως ορίζεται στο άρθρο 15 παρ.5 του εν λόγω Κανονισμού, το οποίο η ίδια η εκκαλούσα επίσης επικαλείται, ‘’Η προσωρινή ανάθεση καθηκόντων θα πρέπει επίσης κατά προτίμηση να γίνεται σε εργαζόμενο της αυτής ιεραρχικής θέσης και μόνο εάν αυτό καθίσταται αντικειμενικά αδύνατο, μπορεί τα εν λόγω καθήκοντα να ανατεθούν και σε εργαζόμενο ανώτερης θέσης, χωρίς η ανάθεση αυτή να μπορεί να θεωρηθεί ως θεωρηθεί ως βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας’’.  Στην ένδικη περίπτωση, όμως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, ανατέθηκαν στον ενάγοντα καθήκοντα κατώτερης θέσης, ανεξάρτητα αν αυτά ήταν σχετικά με την ειδικότητά του, όπως υποστηρίζει η εναγόμενη, χωρίς να συντρέχει η ως άνω προϋπόθεση που θέτει ο Γ.Κ.Π., ήτοι η αντικειμενική αδυναμία να ανατεθούν σε άλλο εργαζόμενο της αυτής ιεραρχικής θέσης.  Θα μπορούσε δε να επιτευχθεί η επικαλούµενη από την εναγόµενη αναδιοργάνωση της εταιρίας, με τοποθέτηση του ενάγοντος σε έτερη ομοιόβαθμη με αυτήν που κατείχε θέση, που να συνάδει με την εργασιακή του εξειδίκευση και πολυετή εμπειρία του και δεν θα αποτελούσε εργασιακή και οικονομική υποβάθμισή του, µετά μάλιστα την επί 40 περίπου ετών ευδόκιμη και ανελικτική εργασιακή του πορεία στην εναγόμενη. Το ότι αναφέρεται στην απόφαση του Δ/ντος Συμβούλου με την οποία ανατέθηκε στον ενάγοντα η υποδεέστερη σε σχέση με αυτήν που κατείχε μέχρι τότε θέση του Υπεύθυνου Συνεργείου, ότι είναι προσωρινή η τοποθέτηση, δεν αναιρεί το γεγονός ότι η μονομερής αυτή μεταβολή είναι, υπό τις προπεριγραφείσες συνθήκες, καταχρηστική. Άλλωστε και στην προηγούμενη θέση που κατείχε, ενώ του είχε ανατεθεί, όπως προαναφέρθηκε με απόφαση επίσης του Δ/ντος Συμβούλου, παρέμεινε για 16 ολόκληρα έτη. Ούτε το γεγονός ότι, όπως επίσης προεκτέθηκε, έχουν να διενεργηθούν υπηρεσιακά συμβούλια στην εναγόμενη πάνω από 20 έτη, μπορεί να αποβεί εις βάρος των νόμιμων και δικαιολογημένων συμφερόντων των εργαζόμενων σε αυτήν και εν προκειμένω του ενάγοντος. Περαιτέρω, ο ενάγων, πέραν της αδικαιολόγητης, σύμφωνα με όσα αναλυτικά αναφέρθηκαν, εργασιακής του υποβάθμισης, υπέστη και μείωση των αποδοχών του κατά 150 ευρώ, καθώς αποστερήθηκε το ισόποσο επίδομα ευθύνης, που ελάμβανε στην προηγούμενη αυτής (υποβάθμισης), θέσης του. Και ναι μεν, όπως υποστηρίζει η εκκαλούσα στην έφεσή της, η περικοπή ορισμένου επιδόματος, που χορηγείται ως μισθολογική προσαύξηση για ορισμένη ειδική αιτία σχετιζόμενη με το είδος της εργασίας του μισθωτού ή τη θέση του στην επιχείρηση, δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, εφόσον το επίδομα αυτό οφείλεται μόνο για τον χρόνο που συντρέχει η αιτία για την οποία χορηγείται, ωστόσο τα παραπάνω, προϋποθέτουν, η αλλαγή της θέσης εργασίας του εργαζόμενου, που δεν δικαιολογεί πλέον το επίδομα αυτό, να μην έγινε κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, όπως συνέβη στην ένδικη περίπτωση, σύμφωνα με όσα δέχθηκε ως αποδειχθέντα το παρόν Δικαστήριο. Αντίθετα, το ότι, μετά την επίμαχη μετακίνηση του ενάγοντος, η απόσταση μεταξύ της οικία του και του τόπου εργασίας του είναι μεγαλύτερη κατά 12 περίπου χιλιόμετρα, δεν αποτελεί, όπως κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθεαυτή δυσµένεια στην άσκηση των καθηκόντων του, ενόψει της υποχρέωσης παροχής εργασίας εντός του νοµού Αττικής και της µικρής σχετικά χιλιοµετρικής διαφοράς. Περαιτέρω, το ότι, όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν αποδείχθηκε ότι η επικαλούμενη από τον ενάγοντα στην αγωγή συνδικαλιστική ιδιότητα και δράση του, συνέτεινε στην υπηρεσιακή του µετακίνηση – υποβάθμιση, καθώς και ότι αυτή έγινε από εμπάθεια της εναγόμενης προς το πρόσωπο του ενάγοντος λόγω της ως άνω δράσης, δεν αναιρεί τα προαναφερθέντα στοιχεία, που κατά την κρίση του Δικαστηρίου, καθιστούν την εν λόγω υπηρεσιακή μετακίνηση του ενάγοντος αδικαιολόγητη και καταχρηστική.

Από όλα τα ανωτέρω συνάγεται ότι, η ενέργεια της εναγόμενης να μετακινήσει τον ενάγοντα από την τελευταία θέση του στην προαναφερθείσα θέση εργασίας του, πέραν του ότι έρχεται σε αντίθεση με τα ως άνω άρθρα του Γ.Κ.Π. και του Οργανογράμματος της εναγόμενης, έλαβε χώρα εκτός των ορίων νόμιμης άσκησης του διευθυντικού δικαιώματός της, κατά κατάχρηση αυτού, καθώς δεν εξυπηρετούσε τους σκοπούς αυτού, ήτοι την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας του ενάγοντος και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησης, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην οικεία μείζονα σκέψη. Συνιστά δε (η μετακίνηση αυτή) περίπτωση βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας του ενάγοντος, διότι, σύμφωνα με τα αναλυτικά ανωτέρω αναφερθέντα: α) δεν προέκυψε ότι δικαιολογούνταν από οργανωτικές και λειτουργικές ανάγκες της εναγόμενης και επιβαλλόταν από το πραγματικό συμφέρον της εταιρίας, τέτοιες δε συγκεκριμένες ανάγκες δεν γνωστοποιήθηκαν στον ενάγοντα κατά τη μετακίνησή του, β) είχε ως επακόλουθο την ιεραρχική υποβάθμιση του ενάγοντος που δεν δικαιολογείτο από την εργασιακή του απόδοση, εμπειρία και προσόντα και γ) με την μεταβολή αυτή επήλθαν δυσμενείς ηθικές, ως προς το κύρος, την επαγγελματική πορεία και την προσωπικότητα του ενάγοντος, αλλά και υλικές, ως προς το μισθό του, συνέπειες. Εξάλλου, ναι μεν, όπως υποστηρίζει η εκκαλούσα, δεν είναι καταχρηστική, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη να τοποθετεί συγκεκριμένο εργαζόμενο ως Προϊστάμενο ενός τμήματος η ενός καταστήματος της επιχείρησής του κατά παράλειψη άλλου μισθωτού, ο οποίος υπερέχει, έστω και καταφανώς, σε τυπικά και ουσιαστικά προσόντα έναντι του τοποθετηθέντος. Για να είναι δε καταχρηστική, στη περίπτωση αυτή, η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, απαιτείται η συνδρομή και άλλων πραγματικών περιστατικών, τα οποία, σε συνδυασμό με την καταφανή υπεροχή του παραλειφθέντος, να θεμελιώνουν προφανή υπέρβαση από μέρους του εργοδότη των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Προκειμένου, όμως, περί απομάκρυνσης συγκεκριμένου μισθωτού από την θέση προϊσταμένου τμήματος της επιχείρησης που κατέχει, της ανάθεσης σ` αυτόν υποδεέστερης ειδικότητας καθηκόντων και της τοποθέτησης στη θέση του άλλου μισθωτού, για να είναι καταχρηστική η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, αρκεί, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην οικεία μείζονα σκέψη, η συνδρομή οποιωνδήποτε περιστάσεων, όπως εν προκειμένω περιγράφηκαν παραπάνω, που καθιστούν την μεταβολή αυτή προφανώς αντίθετη προς την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε αυτή η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος αποτελεί και μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης του μισθωτού (άρθρο 7 Ν. 2112/1920), που παρέχει σ` αυτόν το δικαίωμα να ζητήσει την δια της επαναφοράς του στη θέση αυτή (ΑΠ 798/2018, ΑΠ 589/2012 ο.π.). Συνεπώς, βάσει των παραπάνω, η εναγόμενη μη αποδεχόμενη τις προσφερόμενες υπηρεσίες του ενάγοντος με όρους απασχόλησης και καθήκοντα όπως αυτά ίσχυαν πριν την επίμαχη μεταβολή αυτών, κατέστη υπερήμερη. Επιπλέον, προέκυψε ότι, από την παραπάνω συμπεριφορά της εναγόμενης, ήτοι τη μονομερή εκ μέρους της ως άνω βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του ενάγοντος, κατά κατάχρηση του διευθυντικού της δικαιώματος ως εργοδότριας, υπό τις προπεριγραφείσες περιστάσεις, ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, διότι η συμπεριφορά αυτή είχε ως αποτέλεσμα να προσβληθεί η προσωπικότητά του, καθώς αμφισβητήθηκε η εργασιακή του επάρκεια, μετά από 40 περίπου έτη ευδόκιμης υπηρεσίας στην εναγόμενη, ενώπιον όλων των συναδέλφων του και να πληγεί η τιμή και η υπόληψή του στο επαγγελματικό και κοινωνικό του περιβάλλον, παρά των περί του αντιθέτου αβάσιμων ισχυρισμών της εναγόμενης – εκκαλούσας. Λαμβάνοντας δε υπόψη το είδος, την ένταση, και τις συνθήκες της ως άνω προσβολής, όπως ανωτέρω αναφέρθηκαν, την ταλαιπωρία και τη στεναχώρια που δοκίμασε ένεκα αυτής ο ενάγων και την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των μερών, το παρόν Δικαστήριο, όπως και το πρωτοβάθμιο, κρίνει, με βάση τα διδάγματα της ανθρώπινης εμπειρίας και της λογικής, ότι πρέπει να επιδικασθεί σε αυτόν, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 1.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο με βάση τα ως άνω ληφθέντα υπόψη γεγονότα και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 Σ, όπως αυτή εξειδικεύεται με τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ).

Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά τα προεκτεθέντα, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Επομένως, η κρινόμενη έφεση, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της κατ΄ ουσία. Η δε δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, θα επιβληθεί, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, εις βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας (άρθρα 183,176 ΚΠολΔ), όπως προσδιορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ     

Δικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, την από 12-7-2023 έφεση κατά της υπ’αρ. 545/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ΄αρ. 2388/2023 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου.

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση την 4η Απριλίου 2024, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                 Η  ΓPAMMATEAΣ