Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 146/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

3ο ΤΜΗΜΑ

Αριθμός αποφάσεως   146/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Παπιγκιώτη, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και από τη Γραμματέα Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος: ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΔΙΟΙΚΗΣΗ 2ης  ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΕΡΕΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ – 2η ΔΥΠΕ», το οποίο εδρεύει στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη Αττικής, και εκπροσωπείται νόμιμα, ΑΦΜ ………, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αγγελική Σκουτέρη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ).

Των εφεσιβλήτων:

1 ……. Έως και 177……… οι  οποίοι εκπροσωπήθηκαν  από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο  Δημήτριο – Ελευθέριο Τάγαρη (ΔΕ Δικηγορική Εταιρεία Τάγαρης), με δήλωση κατ’  άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Οι ενάγοντες (και ήδη εφεσίβλητοι) άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 22-9-2020 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2020 αγωγή τους, ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 1254/2022 απόφασή του, με την οποία, αφού θεωρήθηκε καταργημένη η δίκη ως προς τους 24ο, 42η, 43η, 50ο, 51ο, 71ο, 92η, 114ο, 146ο και 147ο των εναγόντων, αναβλήθηκε κατά τα λοιπά η συζήτηση της υπόθεσης, εωσότου εκδοθεί απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για το ζήτημα, που παραπέμφθηκε σε αυτήν με την υπ’ αριθμ. 535/2020 απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος. Εν συνεχεία, με την από 27-5-2022 κλήση, με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2022, οι ενάγοντες επανάφεραν προς συζήτηση την πιο πάνω αγωγή, που συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 11-10-2022, εκδόθηκε δε η υπ’ αριθμ. 1689/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε το εκκαλούν με την από 5-7-2023 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά ………../2023 έφεσή του (ΓΑΚ/ΕΑΚ, προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, ………./2023), δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις, με τις οποίες ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 517 ΚΠολΔ, η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Διάδικοι δε είναι εκείνοι οι οποίοι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι δικάσθηκαν μ’ αυτήν (Ολ. Α.Π. 11/1992 Ελ.Δ. 33,759). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 294 § 1, 295 § 1 α’ και 297 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, η οποία μπορεί να γίνει είτε από τον ενάγοντα, είτε από το δικηγόρο που τον εκπροσωπεί στη δίκη και έχει γενική μόνο πληρεξουσιότητα (Ολ. Α.Π. 1408/1984 Ελ.Δ. 26,198), με δήλωσή τους, που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο, που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου και χωρίς τη συναίνεση του εναγομένου, πριν αυτός προχωρήσει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, έχει ως αποτέλεσμα ότι η αγωγή θεωρείται πως δεν ασκήθηκε, επερχομένης κατάργησης της σχετικής δίκης (Ολ. Α.Π. 626/1980 ΝοΒ 28,1981, Α.Π. 684/1985 Ελ. Δ. 27,89). Επιπλέον, η έφεση, που απευθύνεται κατά διαδίκου στην πρωτόδικη δίκη, η οποία όμως δίκη ως προς αυτόν καταργήθηκε, μετά από παραδεκτή παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής και ως εκ τούτου θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε κατ` αυτού, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, αφού μετά την κατά τα άνω παραίτηση, έπαυσε στην πρωτόδικη δίκη να έχει την ιδιότητα του διαδίκου, κατά του οποίου και μόνο απευθύνεται η έφεση κατά τη διάταξη του άρθρου 517 ΚΠολΔ (Α.Π. 36/1970 ΝοΒ 18,694, Εφ. Αθ. 5287/1991 Ελ. Δ. 34,1122, Εφ. Αθ. 381/1986 Αρχ. Ν. 37,232). Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση που η έφεση στρέφεται εναντίον διαδίκου αποθανόντος, πριν τη συζήτηση της πρωτόδικης δίκης, γιατί ο αποθανών στερείται την ικανότητα να  είναι  διάδικος (ΕφΠειρ 413/2005, ΕφΑθ 5382/1990, ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη έφεση του εναγόμενου, που απευθύνεται κατά των εναγόντων της από 22-9-2020 αγωγής, στρέφεται και κατά των 24ου ………, 42ης, ………., 43ης ………., 50ου, ………., 51ου ………., 71ου ………., 92ης ………., 114ου ……….., 146ου, ……….. και 147ου, ………., οι οποίοι είχαν περιληφθεί στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής αλλά παραιτήθηκαν νομότυπα και έτσι ως προς αυτούς η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα και αυτοί δεν κατέστησαν διάδικοι. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση έφεση, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, είναι απαράδεκτη ως προς τους πιο πάνω αναφερόμενους. Επιπλέον, πριν τη συζήτηση της ένδικης αγωγής η πληρεξούσια δικηγόρος των εναγόντων, ………., με δήλωσή της, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, γνωστοποίησε τη βίαιη διακοπή της δίκης, που ανοίχθηκε με την άσκηση αυτής, λόγω θανάτου: 1) της 4ης ενάγουσας, ……, και τη συνέχιση της δίκης από τον νόμιμο εξ αδιαθέτου κληρονόμο της, ……. ……, 2) του 9ου ενάγοντος, ………, και τη συνέχιση της δίκης από τους νόμιμους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, ……….., 3) του 95ου ενάγοντος, ……, και τη συνέχιση της δίκης από τους νόμιμους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, ………. και ……….., 4) του 172ου ενάγοντος, …………….., και τη συνέχιση της δίκης από τους νόμιμους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, ……. ……..και …….., 5) του 173ου ενάγοντος, ….., και τη συνέχιση της δίκης από τους νόμιμους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, ………… και ……………, οι οποίοι παραστάθηκαν και συνέχισαν εκουσίως τη δίκη. Πλην όμως η παρούσα έφεση δεν απευθύνεται κατά των παραπάνω νόμιμων κληρονόμων, που συνέχισαν τη δίκη και κατέστησαν διάδικοι, αλλά κατά των αρχικών εναγόντων και ήδη αποβιωσάντων και, συνεπώς, είναι απαράδεκτη ως προς τους αμέσως ανωτέρω αναφερόμενους ενάγοντες  – εφεσίβλητους.

Περαιτέρω, η φερόμενη προς συζήτηση και κρίση ενώπιον του παρόντος, αρμοδίου, καθ’ ύλην και κατά τόπο, Δικαστηρίου (άρθρα 16 § 2, 19, 25 § 2), από 5-7-2023 έφεση, ασκήθηκε από το πρωτοδίκως ηττηθέν εναγόμενο, νομίμως και εμπροθέσμως με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 6-7-2023 και εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 9-6-2023 [(βλ. υπ’ αριθμ. …………/9-6-2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………..) (άρθρα 495 – 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 1 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 § 1 εδαφ. α΄ και § 7 εδαφ. α΄ του ΚΠολΔ, ως αυτές ισχύουν μετά την – κατά περίπτωση – αντικατάσταση και τροποποίησή τους από τις διατάξεις του ν. 4335/2015)]. Πρέπει, επομένως, η έφεση, πλην των αναφερόμενων ανωτέρω, για τους οποίους κηρύσσεται απαράδεκτη, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά το παραδεκτό και βάσιμο των επιμέρους λόγων της, κατά την αυτή διαδικασία που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 614 § 3 και 621 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου για το παραδεκτό της άσκησής της (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ), διότι εξαιρούνται από την καταβολή του παραβόλου τα εκκαλούντα ΝΠΔΔ, όπως εν προκειμένω το εκκαλούν [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (Πανταζόπουλος) ΚΠολΔ, άρθ. 495 αριθ. 8].

Στην υπό κρίση περίπτωση, οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι με την από 22-9-2020 αγωγή τους, εκθέτουν ότι είναι ιατροί, που εργάζονται με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου αρχικά στο Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ., στη συνέχεια στον Ε.Ο.Π.Π.Υ και τέλος στο εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ., μετά τη μετάταξη – μεταφορά τους σε αυτό και την ένταξη τους σε θέσεις κλάδου ιατρών του Ε.Σ.Υ. Ότι οι αποδοχές τους υπολογίζονταν μετά τη μετάταξη – μεταφορά τους σε αυτό και την ένταξη τους σε θέσεις κλάδου ιατρών του Ε.Σ.Υ., με βάση τις διατάξεις των άρθρων 43 επ. του ν. 3205/2003 «Περί Ειδικού Μισθολογίου Ιατρών και Οδοντιάτρων Ε.Σ.Υ.» Ότι δυνάμει της διάταξης του άρθρου πρώτου § Γ υποπαράγραφος Γ1 αριθ. 27 εδ. α, β και γ του ν. 4093/2012 επιβλήθηκαν περικοπές στις αποδοχές τους, όπως αυτές υπολογίζονταν με βάση τις διατάξεις των άρθρων 43 επ. του ν. 3205/2003. Ότι, ακολούθως, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 136 επ. του ν. 4472/2017, θεσπίστηκε ενιαίο μισθολόγιο για τους ιατρούς του Ε.Σ.Υ., οι οποίες διατάξεις ισχύουν αναδρομικά από την 1η-1-2017, ημερομηνία από την οποία θωρούνται καταργηθείσες οι διατάξεις των άρθρων 43, 44, 45 του ν. 3205/2003. Ότι ως βάση υπολογισμού των αποδοχών τους με βάση τις διατάξεις άρθρων 136 επ. του ν. 4472/2017 λαμβάνονταν υπόψη οι αποδοχές που λάμβαναν οι ιατροί του Ε.Σ.Υ. την 31-12-2016, όπως δηλαδή αυτές είχαν διαμορφωθεί μετά τις περικοπές που έλαβαν χώρα με βάση τις διατάξεις του Ν. 4093/2012. Ότι οι διατάξεις του άρθρου πρώτου παράγραφος Γ υποπαράγραφος Γ1 αριθ. 27 εδ. α, β και γ του ν. 4093/2012 είναι αντισυνταγματικές και ανίσχυρες ως αντικείμενες στις διατάξεις των άρθρων 4 § 5 και 25 § 4 του Συντάγματος, καθώς και προς τις αρχές της ισότητας στα δημόσια βάρη και της αναλογικότητας. Ότι και οι διατάξεις άρθρων 136 επ. του ν. 4472/2017 είναι αντισυνταγματικές, και συνεπώς ανίσχυρες, κατά το μέρος που ισχύουν αναδρομικά για το χρονικό διάστημα από 1-1-2017 έως 19-5-2017, για το οποίο αναβιώνουν οι διατάξεις των άρθρων 43, 44, 45 του ν. 3205/2003, καθώς αντίκεινται στην αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των ιατρών ου Ε.Σ.Υ., που απορρέει εμμέσως από τη διάταξη του άρθρου 21 § 3 του Συντάγματος, καθώς και προς τις αρχές της ισότητας στα δημόσια βάρη και της αναλογικότητας. Ότι, συνεπώς, οι κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 155 του ν. 4472/2017 αποδοχές τους θα πρέπει να υπολογίζονται με βάση τις αποδοχές τους όπως είχαν διαμορφωθεί με τις διατάξεις των άρθρων 43, 44, 45 του ν. 3205/2003 πριν την τροποποίησή τους με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου παράγραφος Γ υποπαράγραφος Γ1 αριθ. 27 εδ. α, β και γ του ν. 4093/2012. Με βάση τα ανωτέρω, ζήτησαν να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους καταβάλει, τα αναλυτικά αναφερόμενα για κάθε έναν από αυτούς ποσά, ως διαφορές αποδοχών του χρονικού διαστήματος από 1-1-2017 έως και 31-8-2020, όπως οι διαφορές αυτές προέκυπταν μεταξύ των λαμβανομένων αποδοχών τους, υπολογιζομένων πριν τις περικοπές που επιβλήθηκαν με το άρθρο πρώτο § Γ υποπαράγραφος Γ1 αριθ. 27 εδ. α, β και γ του ν. 4093/2012 και των καταβαλλόμενων σε αυτούς από το εναγόμενο, υπολογιζόμενες μετά τις ανωτέρω περικοπές. Επί της αγωγής αυτής, που συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 § 3 και 621 ΚΠολΔ), εκδόθηκε αρχικά η υπ’ αριθμ. 1254/2022 απόφασή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία, αφού θεωρήθηκε καταργημένη η δίκη ως προς τους 24ο, 42η, 43η, 50ο, 51ο, 71ο, 92η, 114ο, 146ο και 147ο των εναγόντων, αναβλήθηκε κατά τα λοιπά η συζήτηση της υπόθεσης, εωσότου εκδοθεί απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για το ζήτημα που παραπέμφθηκε σε αυτήν με την υπ΄ αριθμ. 535/2020 απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος. Εν συνεχεία, με την από 27-5-2022 κλήση, οι ενάγοντες επανέφεραν προς συζήτηση την πιο πάνω αγωγή, που συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 11-10-2022, εκδόθηκε δε η υπ’ αριθμ. 1689/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή, απορρίφθηκε δε το αίτημα περί κήρυξης της απόφασης ως προσωρινά εκτελεστής, λόγω μετατροπής κατά τη συζήτηση της υπόθεσης του αιτήματός της από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό. Κατά της ως άνω απόφασης, άσκησε έφεση το ηττηθέν εναγόμενο, επικαλούμενο εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, προκειμένου να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί η προαναφερόμενη αγωγή.

Το εναγόμενο αποτελεί ν.π.δ.δ., και για τις κατ’ αυτών απαιτήσεις των εναγόντων για διαφορές αποδοχών, δεν εφαρμόζονται οι περί παραγραφής διατάξεις του άρθρου 90 § 3 του ν. 2362/1995 «περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις», [που ίσχυε έως τις 28-6-2014 και ακολούθως η ταυτοσήμου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 140 § 3 του ν. 4270/2014 (ΦΕΚ Α` 143/28-6-2014) που την αντικατέστησε], αλλά οι ειδικότερες περί παραγραφής διατάξεις του ν.δ. 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου», οι οποίες δεν έχουν θιγεί με την τροποποίησή του, με το άρθρο 11 § 1 του ν. 4337/2015. Οι ως άνω διατάξεις του ν. 4270/2014 και οι προϊσχύσασες του ν. 2362/1995, ρυθμίζουν τα της παραγραφής μισθολογικών αξιώσεων των υπαλλήλων έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, όπου δεν περιλαμβάνονται αξιώσεις υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΑΠ 308/2020, ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, το άρθρο 48 του ν.δ. 496/1974 ορίζει ότι: «1. Ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του ν.π.δ.δ. είναι πέντε ετών, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλως υπό του παρόντος. 2. … . 3. Ο χρόνος παραγραφής των κατά του νομικού προσώπου αξιώσεων των υπαλλήλων τούτου των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου μετ’ αυτού συνδεομένων, εκ καθυστερουμένων αποδοχών ή άλλων πάσης φύσεως απολαυών ή αποζημιώσεων εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι δύο ετών. 4. … », το άρθρο 49 ότι: «Η παραγραφή άρχεται από του τέλους του οικονομικού έτους καθ’ ο εγεννήθη η αξίωσις και είναι δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξις» και το άρθρο 52 ότι: « … Η παραγραφή λαμβάνεται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως υπό των δικαστηρίων». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι οι αξιώσεις των εργαζομένων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, από καθυστερούμενες αποδοχές ή απολαβές οποιασδήποτε φύσεως ή αποζημιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό, οι οποίες ορίζονται και οφείλονται απευθείας από το νόμο και των οποίων την πληρωμή αρνείται ή καθυστερεί το νομικό πρόσωπο για οποιονδήποτε λόγο, σύμφωνα με την έννοια την οποία προσδίδουν τα όργανά του στο νόμο, από την οποία, όμως, άρνηση ή καθυστέρηση δεν παρακωλύεται η δικαστική επιδίωξη της αξίωσης, υπόκεινται σε διετή παραγραφή, που αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη (βλ. Α.Ε.Δ. 9/2009, Α.Π. 972/2009 ΤΝΠ Νόμος). Αντιθέτως, όταν για τη θεμελίωση του σχετικού δικαιώματος για τις αποδοχές αυτές, απαιτείται η έκδοση διοικητικής πράξης, την έκδοση της οποίας υπαιτίως παρέλειψαν τα αρμόδια όργανα του ν.π.δ.δ., στις περιπτώσεις δηλαδή που πρόκειται για την αποκαλούμενη αποζημιωτική αγωγή, τότε για τις αξιώσεις αυτές των υπαλλήλων των ν.π.δ.δ. ισχύει η οριζόμενη από την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου 48 του ν.δ. 496/1974 πενταετής παραγραφή (Α.Π. 763/2012 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, κατά το μεν άρθρο 51 του ως άνω νομοθετικού διατάγματος, η παραγραφή των χρηματικών αξιώσεων κατά του ν.π.δ.δ. διακόπτεται μόνον: α) δια της υποβολής της υποθέσεως στο αρμόδιο δικαστήριο, β) δια της υποβολής προς το ν.π.δ.δ. αιτήσεως περί πληρωμής της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή άρχεται εκ νέου από τη χρονολογία της έγγραφης απάντησης της αρμοδίας αρχής, σε περίπτωση δε μη απάντησης η παραγραφή άρχεται μετά πάροδο έξι μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αίτησης και γ) δια της εκδόσεως τίτλου πληρωμής, κατά το δε άρθρο 52 αυτού, η παραγραφή λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια (βλ. ΣτΕ 3520/2015). Κατά την έννοια δε της διάταξης του άρθρου 51 περ. α΄ του ν.δ. 496/1974, η διακοπή της παραγραφής επέρχεται και όταν το δικαστήριο, κρίνοντας για διαφορετικό αντικείμενο, επιλύει αρμοδίως ζήτημα, που αποτελεί τη βάση ή προϋπόθεση της αξίωσης ή η παρεμπίπτουσα έρευνα του οποίου θα ήταν αναγκαία για να επιλυθεί η διαφορά που αναφέρεται στην αξίωση (πρβλ. ΣτΕ 4034/2010, 295/2011, ΑΠ 1674/2002, ΑΠ 972/2009, Ολ. ΑΠ 1327/1986). Εν προκειμένω, το εναγόμενο ΝΠΔΔ προέβαλε πρωτοδίκως, και επαναφέρει παραδεκτά με τον πρώτο λόγο της έφεσή του, ένσταση παραγραφής των ως άνω ένδικων αξιώσεων των εναγόντων για το χρονικό διάστημα από 1-1-2017 έως 29-12-2018, υποστηρίζοντας ειδικότερα, ότι έχουν υποπέσει στην διετή παραγραφή του άρθρου 90 § 3 και 91 εδ. α’ του ν. 2362/1995, 48 § 3  και 49 του ν.δ. 496/1974 και 140 § 3 του ν. 4270/2014. Με αυτό το περιεχόμενο η ένσταση του εκκαλούντος είναι μη νόμιμη, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην αμέσως παραπάνω νομική σκέψη, αναφορικά με τις επικαλούμενες διατάξεις των ν. 2362/1995 και 4270/2014, καθώς οι ένδικες αξιώσεις των εφεσιβλήτων έναντι του εκκαλούντος ν.π.δ.δ., δεν υπόκεινται στην διετή παραγραφή από την γένεσή τους, σύμφωνα με τις ανωτέρω επικαλούμενες διατάξεις, αλλά στην ειδικότερη διετή παραγραφή από το τέλος του έτους που γεννήθηκαν, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 48 §§ 1 και 3 και 49 του ν.δ. 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου». Εν προκειμένω, αναφορικά με τις αξιώσεις των ετών 2017 και 2018, δεν έχουν υποπέσει στη διετή παραγραφή του άρθρου 48 § 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 49 του ν.δ. 496/1974, καθώς, όπως βάσιμα αντέτειναν οι εφεσίβλητοι, αυτοί υπέβαλαν την υπ’ αριθμ. ………../30-12-2019 αίτηση πληρωμής των ένδικων απαιτήσεων στο εκκαλούν, με τον τρόπο δε αυτό διακόπηκε η παραγραφή, η όποια άρχισε και πάλι μετά την πάροδο εξαμήνου από την υποβολή της αίτησης, δοθέντος ότι το εκκαλούν δεν εξέδωσε απάντηση στην παραπάνω αίτηση των εφεσίβλητων (άρθρο 51 περ. β΄ του ν.δ. 496/1974), η δε αγωγή επιδόθηκε στο εναγόμενο στις 30-12-2020 (βλ. υπ΄ αριθμ. …. Β/30-12-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….) και κατά συνέπεια δεν παρήλθε η διετία. Το Πρωτοβάθμιο, επομένως, Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την ένσταση παραγραφής του εκκαλούντος, αν και με εσφαλμένη αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε, και, συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος της έφεσης ως νόμω και ουσία αβάσιμος κατά τα προεκτεθέντα.

To Σύνταγμα στο άρθρο 4 § 5 ορίζει ότι: «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους» στο άρθρο 25 §§ 1 και 4 ότι: «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους […]. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας […]. 4. Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης»,  στο άρθρο 79 § 1 ότι: «Η Βουλή κατά την τακτική ετήσια συνοδό της ψηφίζει τον προϋπολογισμό των εσόδων και εξόδων του Κράτους για το επόμενο έτος […]» και στο άρθρο 106 § 1 ότι: «Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας […]». Από το συνδυασμό των συνταγματικών αυτών διατάξεων, συνάγεται ότι σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών, που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού και, ιδίως, όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο, λόγω της άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλομένων σε βάρος τους μέτρων για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος. Η δυνατότητα, όμως, αυτή δεν μπορεί να είναι απεριόριστη, αλλά έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οι οποίες επιτάσσουν όπως το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής, κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων, τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, όπως επίσης και στους ασκούντες ελευθέριο επάγγελμα, δεδομένου μάλιστα ότι η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών είναι προς όφελος όλων. Και τούτο διότι, ενόψει και της καθιερουμένης στο άρθρο 25 § 4 του Συντάγματος αξιώσεως του Κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας, να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, ώστε η σωρευτική επιβάρυνση αυτών να είναι ιδιαίτερα μεγάλη και να είναι πλέον εμφανής η υπέρβαση των ορίων της αναλογικότητας και της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών, αντί της προωθήσεως διαρθρωτικών μέτρων και της εισπράξεως των φορολογικών εσόδων, από την μη εφαρμογή των οποίων ευνοούνται κυρίως άλλες κατηγορίες πολιτών, από την ασυνέπεια των οποίων, κυρίως στο πεδίο της εκπλήρωσης των φορολογικών τους υποχρεώσεων προκαλείται σε μεγάλο βαθμό η δυσμενής οικονομική συγκυρία (βλ. ΣτΕ Ολομ. 431/2018, 3372-3373/2015, 2193/2014, 668/2012, Ε.Σ.Ολομ. 7412/2015, 4327/2014).

Επιπλέον, το Σύνταγμα στο άρθρο 5 § 5, η οποία προστέθηκε κατά την αναθεώρηση του 2001 με το Ψήφισμα της 6-4-2001 της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής (Α` 84), ορίζει ότι «Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας […]» στο άρθρο 21 § 3 ότι «Το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών […]» και στο άρθρο 22 § 5, όπως αυτή αναριθμήθηκε με την αναθεώρηση του 2001 ότι «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει». Από τις διατάξεις αυτές του Συντάγματος συνάγεται, ότι γεννάται ευθεία υποχρέωση του Κράτους και των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως για την προστασία της υγείας των πολιτών, εργαζομένων και συνταξιούχων, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η παροχή υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου (ΣΕ 3802/2014 Ολομ. σκ. 15, 9/2016 7μ. σκ. 4, 2381/2016 σκ. 7), οι οποίες πρέπει να καλύπτουν πλήρως τις ανάγκες διαγνώσεως και θεραπείας των σχετικών παθήσεων, τις χειρουργικές επεμβάσεις, εφ` όσον απαιτούνται, ως και γενικώς τις ανάγκες νοσηλείας των πολιτών. Η υποχρέωση αυτή υπόκειται σε νομοθετικούς περιορισμούς, υπό τον όρο ότι οι περιορισμοί αυτοί δεν οδηγούν στην ανατροπή του δικαιώματος στην προστασία της υγείας (βλ. ΣΕ 3962/2014 Ολομ., 1812/2013). Ενόψει των ανωτέρω επιταγών του Συντάγματος, η άσκηση κάθε επαγγελματικής δραστηριότητας, η οποία συνίσταται στην παροχή υπηρεσιών σχετικών με την υγεία, επιτρέπεται μόνον σε εκείνα τα πρόσωπα που έχουν τα προσόντα, τα οποία ο νομοθέτης κρίνει αναγκαία προκειμένου να εξασφαλίζεται η παροχή στους πολίτες υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου. Προς εκπλήρωση της παραπάνω συνταγματικής επιταγής για τη λήψη μέτρων προστασίας της υγείας, εκδόθηκε ο ν. 1397/1983 «Εθνικό Σύστημα Υγείας», με τον οποίο οργανώθηκε η παροχή υπηρεσιών υγείας προς τους πολίτες με τη δημιουργία δημόσιου τομέα υγείας και ρυθμίστηκαν, μεταξύ άλλων, τα ζητήματα της υπηρεσιακής καταστάσεως και του μισθολογικού καθεστώτος των ιατρών του Ε.Σ.Υ. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 30 του ως άνω ν. 1397/1983, και ακολούθως τις διατάξεις των άρθρων 43, 44 και 45 του ν. 3205/2003, ρυθμίστηκε το μισθολογικό καθεστώς των γιατρών του Ε.Σ.Υ. και καθορίστηκε ειδικό μισθολόγιο, με τη χρήση γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων συναφών προς το αντικείμενο των εν λόγω ρυθμίσεων. Κατά την εισηγητική έκθεση (σελ.29), η θέσπιση ειδικού μισθολογίου και η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείρισή τους από το νομοθέτη υπαγορεύθηκε, από την ανάγκη να εξασφαλιστεί στο γιατρό του Ε.Σ.Υ. ένα εισόδημα που να τον απαλλάσσει από τις βιοποριστικές ανάγκες, ώστε να αφήνεται απερίσπαστος στην επιτέλεση του έργου του, ως κριτήρια δε για τη διαμόρφωση των συνολικών αποδοχών των ιατρών ελήφθησαν υπόψη, (α) οι ειδικότερες συνθήκες άσκησης του ιατρικού έργου, (β) οι ιδιαίτερες ευθύνες που δημιουργεί στο γιατρό, η άσκηση του λειτουργήματός του και η σημασία του έργου του για το κοινωνικό σύνολο και το συγκεκριμένο άτομο που του εμπιστεύεται την υγεία του, την ίδια του τη ζωή, (γ) η ανάγκη και η υποχρέωση του γιατρού για διαρκή εκπαίδευση στην επιστήμη του, (δ) η συνεχής ενημέρωση, συμπλήρωση και ανανέωση των γνώσεων του γιατρού πάνω στις εξελίξεις της ιατρικής επιστήμης, αλλά και της ιατρικής τεχνολογίας και η ευθύνη του για την αξιοποίηση των επιτευγμάτων των εξελίξεων αυτών προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, (ε) τα περισσότερα χρόνια σε σύγκριση με τις περισσότερες άλλες επιστήμες πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, (στ) η πολύχρονη πανεπιστημιακή μετεκπαίδευση για ειδίκευση και λήψη τίτλου ειδικότητας, (ζ) ο περισσότερος συγκριτικά με άλλους κλάδους δημόσιας διοίκησης, χρόνος εργασίας, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του Νόμου, αλλά κύρια, η υποχρέωση του γιατρού να εργάζεται και πέραν από το κανονικό ωράριο εργασίας του και η υποχρεωτική εφημερία ετοιμότητας που αποτελεί ισχυρή δέσμευση της ιδιωτικής ζωής του γιατρού, (η) οι πάγιες ανάγκες του γιατρού για την απόκτηση επιστημονικών συγγραμμάτων και περιοδικών που είναι απαραίτητα για την ενημέρωσή του πάνω στη διεθνή και εσωτερική βιβλιογραφία που αφορά σε ιατρικά θέματα, (θ) η δεοντολογική υποχρέωση του γιατρού να παρέχει τις υπηρεσίες του σε οποιονδήποτε έχει την ανάγκη του και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, (ι) η απαγόρευση του γιατρού ν’ ασκεί οποιοδήποτε ιδιωτικό έργο και η αποκλειστική του απασχόληση στο εθνικό σύστημα, περιορισμός που δεν ισχύει για κανένα κλάδο. Το ειδικό αυτό μισθολόγιο αποτελείται από το βασικό μισθό, κλιμακούμενο ανάλογα με το βαθμό και τα χρόνια υπηρεσίας, και από διάφορες αποζημιώσεις, επιδόματα και προσαυξήσεις. Ειδικότερα, ο μηνιαίος βασικός μισθός όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου των γιατρών Ε.Σ.Υ. καθορίζεται με βάση το βασικό μισθό του βαθμού του Επιμελητή Β`, ο οποίος πολλαπλασιάζεται με τους προβλεπόμενους στη διάταξη του άρθρου 43 του ν. 3205/2003  συντελεστές, για Διευθυντή, Επιμελητή Α` 1,20, Επιμελητή Β` και Επιμελητή Γ` και ειδικευόμενο 0,70. Ο βασικός μισθός του Επιμελητή Β` ορίστηκε αρχικά σε 1.042 ευρώ, σε 1.080 ευρώ από 1-1-2005 με το άρθρο 2 του ν. 3336/2005 (Α`, 96), σε 1.112 ευρώ από 1-1-2006 με το άρθρο 11 του ν. 3453/2006  (Α`, 74) και σε 1.151 ευρώ από 1-1-2007 με το άρθρο 1 περ. ιδ του ν. 3354/2007  (Α`, 80). Ακολούθως, από 1-1-2009 με το άρθρο 6 του ν. 3754/2009, ορίστηκαν οι μηνιαίοι βασικοί μισθοί όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου γιατρών του Ε.Σ.Υ. ως ακολούθως: του Διευθυντή σε 2.054 ευρώ, του Επιμελητή Α`, σε 1.759 ευρώ, του Επιμελητή Β` σε 1.468 ευρώ και του ειδικευόμενου σε 1.027 ευρώ. Οι εν λόγω βασικοί μηνιαίοι μισθοί διατηρήθηκαν ίδιοι και με τη διάταξη του άρθρου 55 του ν. 3918/2011, με την οποία προστέθηκε και ο βασικός μηνιαίος μισθός του Συντονιστή Διευθυντή, ο οποίος ορίστηκε σε 2.055 ευρώ. Εξάλλου, πέραν του βασικού μισθού καταβάλλονται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 44 του ν. 3205/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 του ν. 3754/2009: (α) επίδομα χρόνου υπηρεσίας, (β) επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών, (γ) επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης του ιατρικού έργου, το οποίο οριζόταν για το Διευθυντή σε 450 ευρώ, τον Επιμελητή Α` σε 389 ευρώ, τον Επιμελητή Β` σε 327 ευρώ και τον ειδικευόμενο σε 355 ευρώ, (δ) πάγια αποζημίωση για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης, η οποία οριζόταν για το Διευθυντή σε 339 ευρώ, τον Επιμελητή Α` σε 293 ευρώ, τον Επιμελητή Β` σε 247 ευρώ και τον ειδικευόμενο σε 185 ευρώ, (στ) οικογενειακή παροχή, (ζ) επίδομα θέσεως ευθύνης για τους Διευθυντές 235 ευρώ και τους Επιμελητές Α`, εφόσον τους απονέμεται ο τίτλος του Αναπληρωτή Διευθυντή (40% ευρώ). Ακολούθως, οι ιατροί του Ε.Σ.Υ, υπέστησαν διαδοχικώς τις παρακάτω μειώσεις στις αποδοχές τους: Ι. Με το άρθρο 1 §§  2 και 3 του Κεφαλαίου Α` με τίτλο «Μέτρα για τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και εισοδηματική πολιτική έτους 2010» του ν. 3833/2010 «Προστασία της Εθνικής Οικονομίας – Επείγοντα Μέτρα για την Αντιμετώπιση της Δημοσιονομικής Κρίσης» (Α`, 40/15-3-2010) ορίστηκε ότι: «2. Τα πάσης φύσεως επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη προβλεπόμενα των λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως (Ο.Τ.Α.), των μόνιμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, καθώς και του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος μειώνονται κατά ποσοστό δώδεκα τοις εκατό (12%). […] και τα επιδόματα των Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας μειώνονται κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) αντίστοιχα. […] 3. (όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με τις §§ 3 και 4 του άρθρου 90 του ν. 3842/2010). Από τη μείωση της προηγούμενης παραγράφου εξαιρούνται τα επιδόματα που προβλέπονται στις παρακάτω διατάξεις, όπως ισχύουν κάθε φορά: (α) οικογενειακής παροχής (άρθρο 44 §§ Α5), (β) χρόνου υπηρεσίας (άρθρο 44 παρ. Α1), (γ) …, (ι) μεταπτυχιακών σπουδών (άρθρο 44 § 2), (ια) …». Οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3833/2010, άρχισαν να ισχύουν από 1-1-2010, σύμφωνα με το άρθρο 20 § 1 του εν λόγω νόμου. Ενόψει δε τούτου ορίστηκε με την § 9 του ίδιου άρθρου 1 ότι «Τα ποσά που προκύπτουν από τη μείωση που προβλέπεται στο άρθρο αυτό και αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από 1-1-2010 μέχρι την εφαρμογή του νόμου αυτού παρακρατούνται από τη μισθοδοσία των επόμενων της ψήφισης του νόμου αυτού μηνών ως εξής: […]». Περαιτέρω, με το άρθρο τρίτο, με τίτλο «Μέτρα για τη Μείωση των Δημόσιων Δαπανών» του ν. 3845/2010  «Μέτρα για την Εφαρμογή του Μηχανισμού Στήριξης της Ελληνικής Οικονομίας από τα Κράτη – Μέλη της Ζώνης του Ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο», ορίστηκε ότι: «1. Τα πάσης φύσεως επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη προβλεπόμενα των λειτουργών και υπαλλήλων των φορέων της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 3833/2010  μειώνονται κατά ποσοστό οκτώ τοις εκατό (8%). 2. Από τη μείωση της προηγούμενης παραγράφου εξαιρούνται τα επιδόματα που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 1 του ν.3833/2010, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει. 3. … 6. Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία, για λειτουργούς, υπάλληλους και μισθωτούς που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των παραγράφων 1 έως και 4 … καθορίζονται ως εξής: (α) Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων σε πεντακόσια (500) ευρώ. (β) Το επίδομα εορτών Πάσχα σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. (γ) Το επίδομα αδείας σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Τα επιδόματα του προηγουμένου εδαφίου καταβάλλονται εφόσον οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων του προηγούμενου εδαφίου, δεν υπερβαίνουν κατά μήνα, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, τις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Αν με την καταβολή των επιδομάτων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής, οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές υπερβαίνουν το ύψος αυτό, τα επιδόματα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής καταβάλλονται μέχρι του ορίου των τριών χιλιάδων (3.000 ευρώ), με ανάλογη μείωση τους. 7. … 8. … 9. …». Στη συνέχεια, με το άρθρο 38 § 5 του ν. 3986/2011 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015», ορίστηκε ότι: «Αναστέλλονται από 1-7-2011 και μέχρι τη θέσπιση νέου ενιαίου μισθολογίου: α) Οι διατάξεις … της παραγράφου Α.1 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003 (που προβλέπουν το επίδομα χρόνου υπηρεσίας των ιατρών του Ε.Σ.Υ.) … β) …», οι διατάξεις δε του ανωτέρω άρθρου διατηρήθηκαν σε ισχύ με την § 2 του άρθρου 27 του ν. 4024/2011, στην οποία, με το εδάφιο β` της περίπτωσης 38 της υποπαραγράφου Γ1 της § Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, προστέθηκαν οι λέξεις «και μέχρι την τροποποίηση των διατάξεων του Β` Μέρους του ν. 3205/2003 με τις οποίες επέρχονται μειώσεις στα ειδικά μισθολόγια». Επιπλέον, με το άρθρο 55 § 23 ε’ του ν. 4002/2011 «Τροποποίηση της Συνταξιοδοτικής Νομοθεσίας του Δημοσίου – Ρυθμίσεις για την Ανάπτυξη και τη Δημοσιονομική Εξυγίανση – κ.λπ.» μειώθηκε από 1-7-2011 περαιτέρω κατά ποσοστό 20% το προβλεπόμενο από την § Α.3 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003 επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου, όπως είχε διαμορφωθεί. Σύμφωνα δε με την αιτιολογική έκθεση της σχετικής τροπολογίας «κρίνεται αναγκαία η μείωση των επιδομάτων που λειτουργούν ως κίνητρο απόδοσης ή ταχύτερης διεκπεραίωσης ή ειδικής απασχόλησης του έργου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της δημοσιονομικής κρίσης και του περιορισμού του μισθολογικού κόστους, με τελικό στόχο τη μείωση των δημοσίων δαπανών». Εξάλλου, με το άρθρο 6 § 9 του ν. 4052/2012 μειώθηκε, από 1-1-2012, ο συντελεστής βάσει του οποίου υπολογίζεται το ωρομίσθιο των εφημεριών από 0,0059 σε 0,0052 επί του βασικού μισθού, ενώ με την ίδια διάταξη μειώθηκε, από 1-1-2012, και το μηνιαίο ποσό που καταβάλλεται ως αποζημίωση εφημεριών στους Διευθυντές που υπηρετούν σε Νοσοκομεία της Α` Ζώνης από 55% σε 49% του εκάστοτε ισχύοντος βασικού μισθού του Διευθυντή Ε.Σ.Υ, στρογγυλοποιούμενο στην πλησιέστερη μονάδα ευρώ.

Ακολούθως, με τις διατάξεις των περιπτώσεων 13 – 36 της υποπαραγράφου Γ.1. (με τίτλο «ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ») της παραγράφου Γ (με τίτλο «ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ») του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, επήλθαν μειώσεις σε όλα τα χαρακτηρισθέντα από το νομοθέτη ως «ειδικά μισθολόγια», με βάση τα οποία αμείβονται διάφορες κατηγορίες λειτουργών και υπαλλήλων. Ειδικότερα, με την περίπτωση 1 της ανωτέρω υποπαραγράφου (Γ1) ορίστηκε ότι «Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη για λειτουργούς καταργούνται από 1-1-2013», ενώ με την περίπτωση 27 της ως άνω υποπαραγράφου, αντικαταστάθηκαν από 1-8-2012 οι διατάξεις του άρθρου 43 § 1 του ν. 3205/2003 και επήλθαν περαιτέρω μειώσεις στις αποδοχές των γιατρών του Ε.Σ.Υ., με τη μείωση του βασικού μισθού όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου γ (περ. 27.α), τη μείωση των προβλεπομένων στις παραγράφους 3, 4, και 6 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003 επιδομάτων και αποζημιώσεων (επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου, πάγια αποζημίωση για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης και επίδομα θέσεως ευθύνης, αντίστοιχα) (περίπτ. 27.β. και 27.γ.), τη μείωση του συντελεστή βάσει του οποίου υπολογίζεται το ωρομίσθιο των εφημεριών, τη μείωση της προσαύξησης ενεργού εφημερίας που καταβάλλεται στους Διευθυντές του Ε.Σ.Υ. και τον καθορισμό προσαύξησης ενεργού εφημερίας 30 ευρώ αδιακρίτως για όλους τους βαθμούς της ιεραρχίας (περίπτ. 27.δ.), τη μείωση της αποζημίωσης εφημεριών που καταβάλλεται στους Συντονιστές Διευθυντές των Νοσοκομείων της Α` Ζώνης και στους Διευθυντές των πανεπιστημιακών κλινικών εργαστηρίων και μονάδων (περίπτ. 27.ε.) και, τέλος, την, συνεπεία των ανωτέρω ρυθμίσεων, μείωση της αμοιβής της μικτής εφημερίας (περ. 27. στ.). Ειδικότερα, στην εν λόγω περίπτωση 27 ορίζονται τα εξής: «α. Η παράγραφος 1 του άρθρου 43 του ν. 3205/2003, αντικαθίσταται από 1-8-2012 ως εξής: 1. Οι μηνιαίοι βασικοί μισθοί όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου των ιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) ορίζονται στα παρακάτω ποσά: (α) Συντονιστής Διευθυντής 1.665 € (β) Διευθυντής 1.580 € (γ) Επιμελητής Α` 1.513 € (δ) Επιμελητής Β` 1.321 € (ε) Ειδικευόμενος 1.007 €. β. Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003, αντικαθίστανται από 1-8-2012 ως εξής: «3. Νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου οριζόμενο κατά βαθμό, ως εξής: (α) Συντονιστής Διευθυντής, Διευθυντής 238 € (β) Επιμελητής Α` 205 € (γ) Επιμελητής Β` 174 € (δ) Ειδικευόμενος 190 €. 4. Πάγια αποζημίωση για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης, οριζόμενη κατά βαθμό, ως εξής: (α) Συντονιστής Διευθυντής, Διευθυντής 225 € (β) Επιμελητής Α` 195 € (γ) Επιμελητής Β` 164 € (δ) Ειδικευόμενος 123 €». γ. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003, αντικαθίσταται, από 1-8-2012, ως εξής: «6. θέσης – Ευθύνης στους Συντονιστές Διευθυντές και σε όσους Διευθυντές ασκούν χρέη Συντονιστή, για όσο χρόνο ασκούν τα καθήκοντα των βαθμών τους, οριζόμενο σε εκατόν πενήντα έξι (156) ευρώ …».

Από τα εκτεθέντα στις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι με τις διατάξεις των περιπτώσεων 13 – 37 της υποπαραγράφου Γ.1. της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, οι οποίες θεσπίστηκαν από τη Βουλή των Ελλήνων κυριαρχικώς (ΣτΕ Ολομ. 2192/2014, Ε.Σ. Ολομ. 4327/2014, πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 668/2012, 1116/2014), ο νομοθέτης, αφού διαπίστωσε ότι η οικονομική ύφεση συνεχίζεται και ότι η χώρα εξακολουθεί να έχει «συνεχή προβλήματα με τη φορολογική συμμόρφωση», την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών και την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αποφάσισε να λάβει και πάλι, μεταξύ άλλων, ως άμεσο μέτρο, για την αντιμετώπιση της συνεχιζόμενης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, την περαιτέρω μείωση των αποδοχών μισθοδοτούμενων από το Δημόσιο υπαλλήλων και λειτουργών με βάση «ειδικά μισθολόγια» – οι πρώτες περικοπές των οποίων είχαν επιβληθεί με τους ν. 3833 και 3845/2010, κατ’ επίκληση, τότε, του κίνδυνου χρεωκοπίας της χώρας – ενόψει, προφανώς, του ότι το μέτρο αυτό, εν αντιθέσει με την είσπραξη των φορολογικών εσόδων, μπορεί να εφαρμοστεί αμέσως και έχει άμεσα αποτελέσματα, αφού με την ψήφιση του προβλέποντος τη μείωση νόμου καταβάλλονται αμέσως μειωμένες οι αποδοχές. Εξάλλου, αν και καθένα από τα μισθολόγια αυτά αφορούσε διαφορετική κατηγορία λειτουργών ή υπαλλήλων, με διαφορετικά καθήκοντα και αποστολή, μεταξύ δε αυτών περιλαμβανόταν και το μισθολόγιο των γιατρών του Ε.Σ.Υ., ο νομοθέτης αντιμετώπισε όλα αυτά τα μισθολόγια συλλήβδην ως ένα ενιαίο οικονομικό μέγεθος, το οποίο έπρεπε, ως σύνολο λαμβανόμενο, να μειωθεί κατά ποσοστό 10% στο πλαίσιο της προσπάθειας μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους. Από τα δεδομένα αυτά, τα οποία επιβεβαιώνονται, άλλωστε, και από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης του ν. 4093/2012 συνάγεται, περαιτέρω, ότι ο νομοθέτης, χωρίς να λάβει υπόψη του τους λόγους, για τους οποίους είχε θεσπισθεί ιδιαίτερο μισθολόγιο για καθεμία από τις κατηγορίες λειτουργών ή υπαλλήλων, στους οποίους αφορούσαν τα ανωτέρω «ειδικά μισθολόγια», προέβη σε μείωση αυτών, αποδίδοντας σημασία, για τον καθορισμό του ύψους της μείωσης σε κάθε μισθολόγιο και σε κάθε βαθμό εντός του αυτού μισθολογίου, στο μαθηματικό ύψος των έως τότε χορηγούμενων αποδοχών. Με βάση το κριτήριο αυτό συνάγεται ότι ο νομοθέτης θέσπισε μεγαλύτερο ποσοστό μείωσης (άνω δηλαδή του 10%, το οποίο εξελήφθη ως μέσος όρος για τις μειώσεις σε όλα τα μισθολόγια) στα μισθολόγια, στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν γενικώς μαθηματικώς υψηλότερο, και μικρότερο σε εκείνα, στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν μαθηματικώς μικρότερο, εντός δε του ίδιου μισθολογίου μείωσε κατά μεγαλύτερο ποσοστό τις αποδοχές των κατεχόντων τους ανώτερους και ανώτατους βαθμούς λειτουργούς και υπαλλήλους (βλ. και την αναφορά, στο προσαρτώμενο ως Παράρτημα V1 στο ν. 4046/12 Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, ότι θα προστατευθούν όσοι «είναι στις χαμηλότερες μισθολογικές κλίμακες» Ε.Σ. Ολομ. 4327/2014). Με βάση αυτό το καθαρώς αριθμητικό κριτήριο ο νομοθέτης καθόρισε τις μειώσεις που επέφερε και στο μισθολόγιο των γιατρών του Ε.Σ.Υ., και ειδικότερα στο ύψος του βασικού μισθού όλων των κλάδων της ιεραρχίας τους, καθώς και στο ύψος του επιδόματος νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου και της πάγιας αποζημίωσης για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης. Στις μειώσεις αυτές πρέπει να συνυπολογιστεί η αναστολή, κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-2011 έως 1-8-2012, της χορήγησης των αυξήσεων του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, καθώς και η επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας, η οποία υπολογίζεται σε ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) επί των τακτικών αποδοχών και πρόσθετων αμοιβών και αποζημιώσεων (άρθρο 38 §§ 2 και 5 του ν. 3986/2011) και, τέλος, η κατάργηση, με την περίπτωση 1 της υποπαραγράφου Γ.1. της § Γ. του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012, των επιδομάτων εορτών και αδείας για όσους εξακολουθούσαν να τα λαμβάνουν. Παράλληλα, οι γιατροί του Ε.Σ.Υ. υπεβλήθησαν, και στο σύνολο των γενικής φύσης οικονομικών και φορολογικών μέτρων που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας, τέτοια δε μέτρα ήταν, μεταξύ άλλων, η σταδιακή μείωση του αφορολογήτου ορίου, ο περιορισμός των κλιμακίων και η αύξηση των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος (άρθρα 27 του ν. 3986/2011, 1 επ. του ν. 3842/2010, 38 του ν. 4024/2011 κ.ά.), η επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης (άρθρο 29 του ν. 3986/2011), η διαδοχική αύξηση των συντελεστών του φόρου προστιθέμενης αξίας, η υπαγωγή στους αυξημένους συντελεστές αγαθών και υπηρεσιών που υπάγονταν σε κατώτερη κλίμακα και η αύξηση των ειδικών φόρων κατανάλωσης (άρθρα 12 επ. του ν. 3833/2010, 34 του ν. 3986/2011 κ.ά.), η εξίσωση του φόρου πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης (άρθρο 36 του ν. 3986/2011), καθώς και η σταδιακή αύξηση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων και η επιβολή του ειδικού φόρου ηλεκτροδοτουμένων δομημένων επιφανειών (άρθρα 33 του ν. 3986/2011, 53 του ν. 4021/2011), κ.ά. Εξάλλου, ούτε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης του ν. 4093/2012, ούτε από το κείμενο του εγκριθέντος με το νόμο αυτό Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016, ούτε, τέλος, από το κείμενο του εγκριθέντος με το ν. 4046/2012 Μνημονίου Συνεννόησης προκύπτει ότι, κατά τον προσδιορισμό του ύψους των περικοπών στα «ειδικά μισθολόγια» μεταξύ των οποίων το μισθολόγιο των γιατρών του Ε.Σ.Υ., ελήφθησαν υπόψη και άλλα κριτήρια, πέραν του καθαρώς αριθμητικού και, ως εκ τούτου, πρόδηλα απρόσφορου κριτηρίου, της επίτευξης δηλαδή συγκεκριμένης μεσοσταθμικής μείωσης του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου. Ούτε προκύπτει ότι έγιναν ειδικές εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις από τις εν λόγω μειώσεις στους αμειβόμενους με τα μισθολόγια αυτά, ούτε αν οι εκ των μειώσεων προερχόμενες επιπτώσεις είναι μικρότερες ή μεγαλύτερες από το οικονομικό όφελος που θα προκύψει, ούτε, τέλος, αν θα μπορούσαν να ληφθούν άλλα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, με μικρότερο κόστος για αυτούς και ειδικότερα για τους γιατρούς του Ε.Σ.Υ.. Δεν εξετάστηκε, επίσης, αν οι αποδοχές των γιατρών του Ε.Σ.Υ. παραμένουν, και μετά τις νέες μειώσεις, επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσής τους και ανάλογες της αποστολής τους (πρβλ. Ε.Σ. Ολομ. 4327/2014, ΣτΕ Ολομ. 4741/2014). Αντιθέτως, όπως συνάγεται από τα αναφερόμενα στο προσαρτημένο στο ν. 4046/2012 «Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής», ένας εκ των λόγων, για τους οποίους είναι αναγκαία η λήψη νέων μέτρων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι νέες μειώσεις στις αποδοχές των γιατρών του Ε.Σ.Υ., είναι και το γεγονός ότι δεν έχει επιτευχθεί η είσπραξη των φορολογικών εσόδων («συνεχή προβλήματα της Ελλάδας με τη φορολογική συμμόρφωση», «χαμηλή είσπραξη φόρων σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες»). Περαιτέρω, με τα δεδομένα που ίσχυαν κατά το χρόνο δημοσίευσης του ν. 4093/2012, οι συγκεκριμένες μειώσεις των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., που επήλθαν με το νόμο αυτό αποκλειστικά με βάση το καθαρώς αριθμητικό κριτήριο, συνυπολογιζόμενες με την πλήρη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, τις προηγούμενες μειώσεις που, κατά τα ανωτέρω, επιβλήθηκαν διαδοχικά στις αποδοχές αυτών και τις αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις, υπερβαίνουν, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της εκτάσεώς τους το όριο που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, δεδομένης άλλωστε και της χρονίζουσας αδυναμίας προωθήσεως των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και είσπραξης των ληξιπροθέσμων φορολογικών οφειλών που απετέλεσαν, κατά τα προεκτεθέντα, έναν από τους λόγους για τους οποίους κρίθηκαν και πάλι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι νέες μειώσεις στις αποδοχές των αμειβόμενων με τα «ειδικά μισθολόγια», μεταξύ των οποίων και των γιατρών του Ε.Σ.Υ. (πρβλ. ΣτΕ 431/2018, Ε.Σ. Ολομ. 4327/2014, 7412/2015). Κατά συνέπεια, ενόψει των προεκτεθέντων στις προηγούμενες σκέψεις, οι κρίσιμες διατάξεις της περιπτ. 27 της υποπαραγράφου Γ.1 της § Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες θεσπίσθηκαν οι επίδικες μειώσεις των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., καθώς και οι διατάξεις της αποφάσεως οικ. 2/83408/022/14-11-2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με τις οποίες οι μειώσεις αυτές επιβλήθηκαν αναδρομικώς από 1-8-2012, αντίκεινται στις συνταγματικές διατάξεις 4 § 5, 21 § 3 και 25 § 4 και τις απορρέουσες από αυτές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη και καθίστανται ως εκ τούτου ανίσχυρες (βλ. ΣτΕ. 431/2018 Ολομ., ΕλΣυν. 7412/2015 Ολομ.). Επομένως, οι εν ενεργεία ιατροί του Ε.Σ.Υ. δικαιούνται την διαφορά μεταξύ των αποδοχών, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί έως 31-7-2012 (μετά τις αρχικές μειώσεις των ν. 3833/2010, 3845/2010 κ.λ.π.) και των αποδοχών μετά τη μείωση του άρθρου 27 του ν. 4093/2012. Άλλωστε, με το άρθρο 11 § 1 του ν. 4575/2018, όπως η §1 συμπληρώθηκε με το άρθρο 82 § 1 του ν. 4589/2019 «Στους Ιατρούς του Ε.Σ.Υ., Ιατρούς Δημόσιας Υγείας Ε.Σ.Υ., Επικουρικούς Ιατρούς και Ειδικευόμενους Ιατρούς και στο σύνολο των Ιατρών του Γενικού Νοσοκομείου Παπαγεωργίου και για όσο χρόνο αυτοί ήταν εν ενεργεία κατά το χρονικό διάστημα από 13-11-2014 έως και 31-12-2016 καταβάλλεται, πλην της αποζημίωσης εφημέριων, εφάπαξ χρηματικό ποσό, που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ των μηνιαίων αποδοχών που θα δικαιούνταν να λάβουν με βάση τις ισχύουσες κατά την 31-7-2012 μισθολογικές διατάξεις και των μηνιαίων αποδοχών, που πράγματι τους καταβλήθηκαν με βάση τις διατάξεις του ν. 4093/2012 (Ά 222). Το χρηματικό ποσό του προηγούμενου εδαφίου υπολογίζεται με αναφορά στο χρονικό διάστημα από 13-11-2014 έως και 31-12-2016». Με το παραπάνω άρθρο II του ν. 4575/2018, δηλαδή, οι μηνιαίες αποδοχές των Ιατρών του Ε.Σ.Υ. αποκαταστάθηκαν, για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα στα επίπεδα, που καταβάλλονταν πριν τις μειώσεις που επήλθαν με το ν. 4093/2012 (ΟλΑΠ 3/2022).

Περαιτέρω, στις 19-5-2017 δημοσιεύτηκε ο ν.4472/2017, ο οποίος φέρει τον τίτλο «Συνταξιοδοτικές διατάξεις Δημοσίου και τροποποίηση διατάξεων του ν. 4387/2016, Μέτρα Εφαρμογής των Δημοσιονομικών Στόχων και Μεταρρυθμίσεων, Μέτρα Κοινωνικής Στήριξης και Εργασιακές Ρυθμίσεις, Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021 και Λοιπές Διατάξεις» και απαρτίζεται από επτά μέρη περιέχοντα, μεταξύ άλλων, συνταξιοδοτικές, μισθολογικές και λοιπές εργασιακές ρυθμίσεις. Ειδικότερα, με τις διατάξεις του Μέρους ΣΤ΄ του νόμου αυτού, υπό τον τίτλο «Μισθολογικές ρυθμίσεις ειδικών κατηγοριών λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ν.Π.Ι.Δ., καθώς και των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντίστοιχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής», θεσπίζονται νέες ειδικές μισθολογικές ρυθμίσεις ειδικών κατηγοριών λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου (αναδιάρθρωση των «ειδικών μισθολογίων»), μεταξύ δε άλλων, στο Κεφάλαιο Ε΄ του μέρους αυτού, θεσπίζεται νέο μισθολόγιο και για τους Ιατρούς και Οδοντιάτρους του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.), τους Ιατρούς και Οδοντιάτρους Δημόσιας Υγείας Ε.Σ.Υ., τους έμμισθους ειδικευόμενους ιατρούς, τους Επικουρικούς Ιατρούς, τους μόνιμους αγροτικούς ιατρούς και ιατρούς υπηρεσίας υπαίθρου, τους Ιατρούς Γενικής Ιατρικής και Βιοπαθολογίας που υπηρετούν στη Διεύθυνση Κ.Ε.Δ.Υ. του Υπουργείου Υγείας ή στις Διευθύνσεις Υγείας των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων και Περιφερειών και τους Ιατροδικαστές του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Οι διατάξεις αυτές ισχύουν αναδρομικά από 1-1-2017 (άρθρο 162). Ειδικότερα, στο Κεφάλαιο Ε΄ του Μέρους ΣΤ΄ ορίζονται τα κάτωθι (ως οι διατάξεις αυτές ίσχυαν κατά τη δημοσίευση του νόμου): Στο άρθρο 136, υπό τον τίτλο «Μισθολογική κατάταξη», ορίζεται ότι «Για τη μισθολογική κατάταξη των υπαγόμενων στο παρόν κεφάλαιο, πλην των ιατρών υπηρεσίας υπαίθρου, ορίζονται δεκαέξι (16) μισθολογικά κλιμάκια (Μ.Κ.) για κάθε βαθμίδα με εισαγωγικό το Μ.Κ. 1 και καταληκτικό το Μ.Κ. 16», ενώ στο άρθρο 137 περιγράφεται ο χρόνος και τρόπος μισθολογικής εξέλιξης των υπαγομένων στο εν λόγω Ε Κεφάλαιο ως ακολούθως: «1. Για τη μισθολογική εξέλιξη απαιτείται υπηρεσία ενός (1) έτους στο πρώτο μισθολογικό κλιμάκιο (Μ.Κ.1) και δύο (2) έτη για κάθε επόμενο. 2. Για τη μισθολογική εξέλιξη των υπαγόμενων στο παρόν κεφάλαιο, πλην των ιατρών υπηρεσίας υπαίθρου, από το κατώτερο μισθολογικό κλιμάκιο στο αμέσως ανώτερο απαιτείται να έχει συμπληρωθεί ο καθορισμένος χρόνος υπηρεσίας στο κατώτερο μισθολογικό κλιμάκιο. 3. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο εξέλιξη των ανωτέρω συντελείται με πράξη του αρμόδιου για το διορισμό οργάνου, που δεν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 4. Ως υπηρεσία για τη μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη υπολογίζεται η αναφερόμενη στις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 11 του ν. 4354/2015, όπως κάθε φορά ισχύει, καθώς και ο χρόνος απόκτησης ιατρικής ειδικότητας. Επιπλέον, για τους ειδικευμένους ιατρούς και οδοντίατρους του Ε.Σ.Υ. υπολογίζεται και η αναφερόμενη στις διατάξεις του άρθρου 27 του ν. 4461/2017 (Α΄ 38) προϋπηρεσία. Η αναγνώριση των ανωτέρω υπηρεσιών πραγματοποιείται με απόφαση του αρμόδιου οργάνου και τα οικονομικά αποτελέσματα ισχύουν από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης και όλων των απαραίτητων δικαιολογητικών». Με το άρθρο 138 καθορίζονται οι μηνιαίοι βασικοί μισθοί των μισθολογικών κλιμακίων όλων των βαθμίδων των ιατρών, με το βασικό μισθό του Συντονιστή Διευθυντή να αποτελεί τη βάση για τον καθορισμό του βασικού μισθού και όλων των υπολοίπων βαθμών των ιατρών και ιατροδικαστών. Ειδικότερα, δε, προβλέπονται τα εξής: «Βασικός μισθός. 1. Ο μηνιαίος βασικός μισθός του Μ.Κ.1 του Συντονιστή Διευθυντή ορίζεται στο ποσό των χιλίων εννιακοσίων τριών ευρώ (1.903 €). Ο βασικός μισθός των επόμενων μισθολογικών κλιμακίων μέχρι το Μ.Κ. 16 διαμορφώνεται με πρόσθεση στο αμέσως προηγούμενο Μ.Κ. του ποσού των εξήντα επτά ευρώ (67 €). 2. Ο μηνιαίος βασικός μισθός των λοιπών βαθμίδων των ιατρών διαμορφώνεται σε ποσοστό επί του αντίστοιχου Μ.Κ. του Συντονιστή Διευθυντή, ως εξής: α. Διευθυντής και αντίστοιχοι 95%. β. Επιμελητής  και αντίστοιχοι 90%. γ. Επιμελητής Β? και αντίστοιχοι, εβδομήντα οκτώ τοις εκατό (78%). δ. Ειδικευόμενος 63%. ε. Μόνιμοι αγροτικοί ιατροί 61%. 3. Ο μηνιαίος βασικός μισθός των Ιατρών υπηρεσίας υπαίθρου διαμορφώνεται σε ποσοστό 61% του ΜΚ1 του Συντονιστή Διευθυντή, χωρίς περαιτέρω μισθολογική εξέλιξη. 4…..5. Όλοι οι ως άνω βασικοί μισθοί στρογγυλοποιούνται στην πλησιέστερη μονάδα ευρώ». Περαιτέρω, στο άρθρο 139 ορίζονται τα προβλεπόμενα πέραν από το βασικό μισθό του προηγούμενου άρθρου παρεχόμενα επιδόματα, παροχές και αποζημιώσεις κατά μήνα, ειδικότερα δε προβλέπονται τα ακόλουθα: «Επιδόματα. 1. Πέρα από το βασικό μισθό του προηγούμενου άρθρου, στους υπαγόμενους στο παρόν κεφάλαιο παρέχονται και τα εξής επιδόματα, παροχές και αποζημιώσεις κατά μήνα: Α. Στους Ιατρούς και Οδοντιάτρους του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.), στους έμμισθους ειδικευόμενους ιατρούς και στους Επικουρικούς Ιατρούς, επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, οριζόμενο ως εξής: α. Συντονιστής Διευθυντής και Διευθυντής τριακόσια σαράντα (340) ευρώ. β. Επιμελητής Α διακόσια ενενήντα πέντε (295) ευρώ. γ. Επιμελητής Β διακόσια ογδόντα (280) ευρώ. δ. Ειδικευόμενος διακόσια τριάντα (230) ευρώ… Τα ως άνω επιδόματα καταβάλλονται με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι οι δικαιούχοι τους προσφέρουν υπηρεσία με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στους χώρους που δικαιολογείται η καταβολή τους. Σε περίπτωση απομάκρυνσης των λειτουργών ή υπαλλήλων, με απόσπαση, μετακίνηση, διάθεση ή εκπαιδευτική άδεια μεγαλύτερη των δύο (2) μηνών από τα καθήκοντα, τις θέσεις, τους χώρους και τις συνθήκες, οι οποίες δικαιολογούν τη χορήγηση των επιδομάτων αυτών, διακόπτεται ισοχρόνως και η καταβολή τους με βεβαίωση του οικείου προϊσταμένου. Γ. Οικογενειακή παροχή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 4354/2015, όπως κάθε φορά ισχύει. Δ. Επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών, οριζόμενο ως εξής: α. Για κατόχους διδακτορικού διπλώματος σε εβδομήντα πέντε (75) ευρώ. β. Για κατόχους μεταπτυχιακού διπλώματος ετήσιας, τουλάχιστον, φοίτησης σε σαράντα πέντε (45) ευρώ. Το επίδομα αυτό παρέχεται για τίτλους που έχουν χορηγηθεί με ξεχωριστές σπουδές, μετά τη λήψη του πτυχίου ανώτατης εκπαίδευσης. […]. Ε. Επίδομα θέσης ευθύνης, στους προϊσταμένους οργανικών μονάδων, για όσο χρόνο ασκούν τα καθήκοντά τους, οριζόμενο κατά βαθμίδα θέσης, ως εξής: α) Προϊστάμενοι της Ιατρικής Υπηρεσίας των Νοσοκομείων και Προϊστάμενοι Γενικών Διευθύνσεων Διοίκησης εκατόν πενήντα ευρώ (150 €). β) Προϊστάμενοι Τομέων της Ιατρικής Υπηρεσίας των Νοσοκομείων και Προϊστάμενοι Διευθύνσεων Διοίκησης εκατόν είκοσι ευρώ (120 €). γ) Προϊστάμενοι Τμημάτων της Ιατρικής Υπηρεσίας των Νοσοκομείων-επιστημονικά υπεύθυνοι, Υπεύθυνοι για το συντονισμό της επιστημονικής λειτουργίας των Κέντρων Υγείας και λοιπών Μονάδων Υγείας του ΠΕΔΥ, καθώς και Προϊστάμενοι Τμημάτων Διοίκησης εκατό (100) ευρώ. Οι προϋποθέσεις χορήγησης είναι ίδιες με αυτές που προβλέπονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του άρθρου 16 του ν. 4354/2015. ΣΤ. α) Στους ειδικευμένους ιατρούς και οδοντιάτρους του Ε.Σ.Υ. χορηγείται αποζημίωση ως κίνητρο προσέλκυσης και παραμονής σε προβληματικές και άγονες περιοχές, καθώς και σε άγονες ειδικότητες, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του π.δ. 131/1987 (Α΄ 73) και του ν. 1397/1983 (Α΄ 143). β) […] γ) […] 2. Στους Οδοντίατρους και στους Ιατρούς Γενικής Ιατρικής και Βιοπαθολογίας που υπηρετούν στη Διεύθυνση Κ.Ε.Δ.Υ. του Υπουργείου Υγείας ή στις Διευθύνσεις Υγείας των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων ή Περιφερειών καταβάλλονται μόνο τα επιδόματα των περιπτώσεων Γ΄, Δ΄ και Ε΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Στους Ιατρούς Δημόσιας Υγείας Ε.Σ.Υ., που υπηρετούν στη Διεύθυνση Κ.Ε.Δ.Υ. του Υπουργείου Υγείας ή στις Διευθύνσεις Υγείας των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων ή Περιφερειών, καταβάλλονται τα επιδόματα των περιπτώσεων Γ΄, Δ΄ και Ε΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, καθώς και το επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης της περίπτωσης Α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου οριζόμενο ως εξής: α. Συντονιστής Διευθυντής και Διευθυντής διακόσια πενήντα (250) ευρώ β. Επιμελητής Α΄ διακόσια δέκα (210) ευρώ γ. Επιμελητής Β1 διακόσια (200) ευρώ. […]. 3. […]. 4. […]. 5. Από την έναρξη της ισχύος του παρόντος και εφεξής, πέραν των παροχών και αποζημιώσεων του παρόντος και του επόμενου άρθρου δεν δικαιολογείται η χορήγηση άλλων μισθολογικών παροχών με οποιαδήποτε ονομασία και από οποιαδήποτε πηγή». Εξ άλλου, στο Κεφάλαιο Θ΄ («ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ») του ίδιου ΣΤ΄ Μέρους προβλέπεται στο άρθρο 153 («Γενικές ρυθμίσεις για θέματα αποδοχών») ότι «1. […] 10. Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές αποτελούνται από το βασικό μισθό, τα επιδόματα και τις παροχές που καθορίζονται από τις διατάξεις του νόμου αυτού καθώς και την προσωπική διαφορά του άρθρου 155 […]. Δεν αποτελούν τακτικές αποδοχές οι εφημερίες του άρθρου 140 […]». Περαιτέρω, στο άρθρο 154 του ίδιου νόμου («Μεταβατική διάταξη-Μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη των υπηρετούντων λειτουργών και υπαλλήλων») ορίζεται ότι «Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος, η μισθολογική κατάταξη των λειτουργών και υπαλλήλων στα μισθολογικά κλιμάκια που προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος Μέρους πραγματοποιείται σύμφωνα με το χρόνο υπηρεσίας στο φορέα που υπηρετούν, καθώς και το χρόνο υπηρεσίας, που έχει αναγνωριστεί για μισθολογική εξέλιξη από το φορέα αυτόν μέχρι και τις 31-12-2016», ενώ στο άρθρο 155, υπό τον τίτλο «Διασφάλιση αποδοχών», ορίζονται τα εξής: «1. Αν από τις ρυθμίσεις των διατάξεων του νόμου αυτού προκύπτουν τακτικές μηνιαίες αποδοχές χαμηλότερες από αυτές που δικαιούνταν ο λειτουργός ή υπάλληλος στις 31-12-2016, η διαφορά διατηρείται ως προσωπική. Για τον υπολογισμό της προσωπικής διαφοράς δεν λαμβάνεται υπόψη η οικογενειακή παροχή. Επίσης, δεν λαμβάνονται υπόψη: α) […] δ) Για τους υπαγόμενους στο Κεφάλαιο Ε΄, τα επιδόματα και οι αποζημιώσεις της περίπτωσης Ε΄ και ΣΤ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 139 [αποζημίωση χορηγούμενη ως κίνητρο προσέλκυσης και παραμονής σε προβληματικές και άγονες περιοχές και σε άγονες ειδικότητες]. Το επίδομα της περίπτωσης Ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 139 λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της προσωπικής διαφοράς μόνο στην περίπτωση που καταβάλλεται στις αποδοχές του υπαλλήλου τον τελευταίο μήνα πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος, αλλά δεν προβλέπεται η εκ νέου χορήγησή του με την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος. ε) […] Η εν λόγω προσωπική διαφορά μειώνεται από οποιαδήποτε μελλοντική αύξηση των αποδοχών του υπαλλήλου, πλην της χορήγησης παροχών και επιδομάτων που εξαιρούνται της ανωτέρω σύγκρισης. 2. Σε περίπτωση που από τις ρυθμίσεις των διατάξεων του νόμου αυτού προκύπτουν τακτικές μηνιαίες αποδοχές υψηλότερες από αυτές που ελάμβανε ο λειτουργός ή υπάλληλος στις 31-12-2016, η προκαλούμενη αύξηση καταβάλλεται ως εξής: α) Εφόσον η μηνιαία αύξηση δεν υπερβαίνει το ποσό των είκοσι (20) ευρώ, αυτή καταβάλλεται άμεσα και σε μία δόση. β) Εφόσον η μηνιαία αύξηση υπερβαίνει το ποσό των είκοσι (20) ευρώ, αυτή καταβάλλεται σε ισόποσες δόσεις σε χρονικό διάστημα τεσσάρων (4) ετών. Για τη σύγκριση των αποδοχών εφαρμόζονται οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου». Στο άρθρο 156 («Ανώτατο όριο αποδοχών») ορίζεται ότι «Για τον καθορισμό του ανωτάτου ορίου αποδοχών του προσωπικού που υπάγεται στις διατάξεις του παρόντος, εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 4354/2015, με την επιφύλαξη της περίπτωσης Ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 131 του παρόντος νόμου». Τέλος, στο άρθρο 160 του ίδιου νόμου (ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) προβλέπεται ότι από την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος νόμου καταργούνται μεταξύ άλλων οι διατάξεις των άρθρων 15, 34 έως 44 και 46 έως 54 του ν. 3205/2003, όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν (περίπτωση α΄), ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 162 αυτού (ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ), η ισχύς των διατάξεων του Μέρους ΣΤ΄ αρχίζει από 1-1-2017, εκτός αν διαφορετικά ορίζεται στις επιμέρους διατάξεις του.

Εξάλλου, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4472/2017, με τον οποίο εισήχθησαν οι επίμαχες ρυθμίσεις, αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Ι. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ. Στο παρόν νομοσχέδιο περιλαμβάνεται σειρά ρυθμίσεων για ζητήματα που συναρτώνται άμεσα με την εφαρμογή του τρέχοντος προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και την ολοκλήρωση της β΄ αξιολόγησης αυτού. Η επιτυχής ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής διαμορφώνει το αναγκαίο περιβάλλον σταθερότητας για την ελληνική οικονομία, διαγράφοντας έτσι έναν καθαρό δημοσιονομικό διάδρομο για την ολοκλήρωση του προγράμματος, ενώ συνιστά την αναγκαία προϋπόθεση για τον προσδιορισμό ουσιαστικών μέτρων ρύθμισης του ελληνικού δημόσιου χρέους. Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής συνιστά έτσι το αναγκαίο συστατικό στοιχείο μιας συνολικής συμφωνίας, η οποία μπορεί να δώσει στην ελληνική οικονομία το χώρο και το χρόνο για να εμπεδώσει την ανάκαμψη που σημειώνει το τελευταίο διάστημα, διαμορφώνοντας παράλληλα τις προϋποθέσεις για την οριστική έξοδο από τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής. Η έξοδος αυτή, ωστόσο, οφείλει να λάβει χώρα στο πλαίσιο μια δίκαιης, βιώσιμης και σταθερής ανάπτυξης εντός της οποίας οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες θα πρέπει να βαίνουν διαρκώς μειούμενες. Στο πλαίσιο αυτό, μέσα από το σύνολο των διατάξεων του παρόντος νομοσχεδίου επιχειρείται όχι μόνο να διασφαλισθεί η τήρηση των διεθνών υποχρεώσεων της χώρας και κατά συνέπεια η τακτική χρηματοδότησή της, μέσω της εκταμίευσης των συμφωνηθέντων πόρων, αλλά και να υπάρξει μέριμνα για την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους μέσω της θέσπισης μίας σειράς μέτρων στήριξης της κοινωνικής πλειονότητας, καθώς και να τεθούν τα βασικά θεμέλια για την επαναφορά της θεσμικής κανονικότητας στην αγορά εργασίας. ΜΕΡΟΣ ΣΤ. ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΕΙΔΙΚΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΚΑΙ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ, Ν.Π.Δ.Δ. ΚΑΙ Ν.Π.Ι.Δ., ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΤΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, ΤΟΥ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΛΙΜΕΝΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ-ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΚΤΟΦΥΛΑΚΗΣ. Άρθρα 123-162. Με τις διατάξεις του ν. 4336/2015 (Α΄ 94), στο πλαίσιο δέσμευσης της Ελληνικής Κυβέρνησης έναντι των εταίρων της για τον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση της δημόσιας διοίκησης, προβλέπεται η ανάγκη αναμόρφωσης και εξορθολογισμού των ειδικών μισθολογίων (στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας, διπλωματικών υπαλλήλων, ιατρών Ε.Σ.Υ., κ.λπ.). Στο πλαίσιο της αναμόρφωσης των ειδικών μισθολογίων, υιοθετήθηκαν δύο κύριες κατευθύνσεις: αφενός η ανάγκη περιορισμού του σημερινού αριθμού τους (από 20 περίπου που είναι σήμερα σε 7) και αφετέρου η προσπάθεια εξορθολογισμού των αποδοχών του προσωπικού που αμείβεται με αυτά, είτε με τη συγχώνευση ορισμένων επιδομάτων από αυτά που καταβάλλονται σήμερα είτε με την κατάργηση ορισμένων άλλων που στερούνται στην πραγματικότητα δικαιολογητικού λόγου χορήγησης. Επιπλέον, κατά την παρούσα αναμόρφωση θεωρήθηκε απαραίτητη η εξασφάλιση της κατ’ αρχήν σταθερότητας των αποδοχών όλων των λειτουργών ή υπαλλήλων που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος, και η αποφυγή της ανατροπής του επιπέδου των αποδοχών τους, προκειμένου να εξασφαλισθεί η, χωρίς περισπασμούς, ομαλή εκτέλεση των καθηκόντων τους. Ειδικότερα, οι αρχές και οι κανόνες, κοινοί για όλα τα ειδικά μισθολόγια, στους οποίους στηρίχτηκε η εκπόνηση των σχετικών προτάσεων και οι οποίοι είναι ανάλογοι με αυτούς που υιοθετήθηκαν κατά την επεξεργασία του ενιαίου μισθολογίου, είναι οι εξής: Συνένωση ειδικών μισθολογίων με ομοειδές αντικείμενο απασχόλησης… Στις περισσότερες των περιπτώσεων, ως βάση για τον υπολογισμό των αποδοχών των λειτουργών ή υπαλλήλων λαμβάνεται ο ανώτερος βαθμός της εκάστοτε κατηγορίας με σύνδεση των αποδοχών όλων των υπόλοιπων βαθμών σε ποσοστό επί των αποδοχών αναφοράς με τα αντίστοιχα έτη υπηρεσίας […] Για τον υπολογισμό των νέων αποδοχών του λειτουργού ή υπαλλήλου που αποτελεί τον όρο αναφοράς για τους υπόλοιπους λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές στις 31-12-2016, οι οποίες προκύπτουν από τo συγκερασμό του βασικού μισθού, του χρονοεπιδόματος, καθώς και ορισμένων επιδομάτων. Πέραν των ως άνω νέων αποδοχών, που θα αποτελούν τις κύριες αποδοχές του λειτουργού ή υπαλλήλου, προβλέπεται η διατήρηση ενός τουλάχιστον επιδόματος, το οποίο θα συνδέεται με τα ειδικά καθήκοντα κάθε κατηγορίας και θα συνδέεται σε κάθε περίπτωση με την ενεργό άσκηση των προβλεπόμενων καθηκόντων του […], το οποίο όμως θα καταβάλλεται με την προϋπόθεση πραγματικής άσκησης των συγκεκριμένων καθηκόντων.

Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, ο νομοθέτης, με τον ν. 4472/2017, επεδίωξε, στο πλαίσιο των δημοσιονομικών δυνατοτήτων της χώρας, ενόψει, άλλωστε, και της σχετικής υποχρεώσεως που είχε αναλάβει η Ελληνική Κυβέρνηση με το ν. 4336/2015 «Για τον Εκσυγχρονισμό και την Ενίσχυση της Δημόσιας Διοίκησης», να αναμορφώσει τα ειδικά μισθολόγια, αφενός μεν περιορίζοντάς τα σε αριθμό, αφετέρου δε εξορθολογίζοντας τις αποδοχές που χορηγούνται με αυτά, με κυριότερο εργαλείο την συγχώνευση ή κατάργηση επιδομάτων και την δημιουργία μισθολογικών κλιμακίων. Ο νομοθέτης επεδίωξε τον αριθμητικό περιορισμό των ειδικών μισθολογίων, όχι καταργώντας κάποια από αυτά, αλλά συνενώνοντας τα υφιστάμενα ειδικά μισθολόγια που, κατά την κρίση του [όπως ρητώς αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση (ανωτέρω σκέψη 21)], είχαν «ομοειδές αντικείμενο». Έτσι, συγκεκριμένα, ως προς το ειδικό μισθολόγιο των ιατρών του Ε.Σ.Υ., περιέλαβε σε αυτό και τους Ιατρούς και Οδοντιάτρους Δημόσιας Υγείας Ε.Σ.Υ., τους έμμισθους ειδικευόμενους ιατρούς, τους Επικουρικούς Ιατρούς, τους μόνιμους αγροτικούς ιατρούς και ιατρούς υπηρεσίας υπαίθρου, τους Ιατρούς Γενικής Ιατρικής και Βιοπαθολογίας που υπηρετούν στη Διεύθυνση Κ.Ε.Δ.Υ. του Υπουργείου Υγείας ή στις Διευθύνσεις Υγείας των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων και Περιφερειών καθώς και τους Ιατροδικαστές του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Εξάλλου, προκειμένου να επιτύχει τον εξορθολογισμό των αποδοχών, που χορηγούνται με τα ειδικά αυτά μισθολόγια, ο νομοθέτης χρησιμοποίησε (όπως ρητώς αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου) αρχές και κανόνες, όχι προσιδιάζοντες ειδικώς στις ιδιαιτερότητες κάθε μισθολογίου αλλά κοινούς για όλα τα ειδικά μισθολόγια, συνισταμένους κυρίως στην διατήρηση ενός τουλάχιστον επιδόματος, συνδεομένου με τα ειδικά καθήκοντα κάθε κατηγορίας και με την ενεργό άσκησή τους, καθώς και στην κατάργηση του χρονοεπιδόματος και στη δημιουργία μισθολογικής κλίμακας ανά βαθμίδα, με μισθολογικά κλιμάκια (Μ.Κ.). Έτσι, συγκεκριμένα, ως προς το ειδικό μισθολόγιο των ιατρών του Ε.Σ.Υ., πέραν του επιδόματος μεταπτυχιακών σπουδών και των ειδικοτέρων επιδομάτων των περιπτώσεων Ε και ΣΤ της § 1 του άρθρου 139 αυτού, ο ν. 4472/2017, διατήρησε ως βασικό επίδομα, συνδεόμενο με τα ειδικά καθήκοντα των ιατρών, το επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, κατήργησε δε την πάγια αποζημίωση για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης, χωρίς να προκύπτει ειδικότερα για ποιόν λόγο η αποζημίωση αυτή έπρεπε να καταργηθεί ή ενδεχομένως να συγχωνευθεί με το ως άνω επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης. Προέβη δε σε καθορισμό της προσαύξησης ενεργού εφημερίας στο ίδιο ποσό (31,80 ευρώ) και πάλι αδιακρίτως για όλους τους βαθμούς, όπως είχε πράξει με τις σχετικές διατάξεις του ν. 4093/2012. Περαιτέρω, και όπως ρητώς αναφέρεται τόσο στην αιτιολογική έκθεση του νόμου όσο και στην, κατ’ άρθρο 75 § 1 του Συντάγματος, έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους αλλά και στις προπαρασκευαστικές εργασίες ψηφίσεως του νόμου στη Βουλή, ως βάση για τον επαναπροσδιορισμό των αποδοχών και του ως άνω ειδικού μισθολογίου, αλλά και ως μέτρο συγκρίσεως προκειμένου να διαπιστωθεί αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 155 του νόμου, περί προσωπικής διαφοράς, χρησιμοποιήθηκε το ύψος των αποδοχών που ελάμβαναν οι ιατροί του Ε.Σ.Υ., βάσει των σχετικών διατάξεων του ν. 4093/2012, κατά την 31-12-2016. Εξάλλου, όπως ομοίως προκύπτει από το σύνολο των προεκτεθεισών προπαρασκευαστικών εργασιών του ν. 4472/2017, ιδίως δε από τις εκτιμήσεις του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους αλλά και από τα οριζόμενα στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής για τα έτη 2018-2021, κρίσιμο και βασικό στοιχείο για τον εξ υπαρχής προσδιορισμό των αποδοχών, μεταξύ άλλων, και των ιατρών του Ε.Σ.Υ., στο πλαίσιο ενός νέου μισθολογίου, αποτέλεσε για τον νομοθέτη, προεχόντως, η διατήρηση του μισθολογίου αυτού ως δημοσιονομικά ουδετέρου, εν όψει της ανάγκης να επιτευχθούν οι τεθέντες δημοσιονομικοί στόχοι για πρωτογενές πλεόνασμα ύψους πλέον του 3,5% του ΑΕΠ για καθένα από τα έτη 2018-2021. Δηλαδή, αν και καθένα από τα ως άνω «ειδικά μισθολόγια» αφορούσε σε διαφορετική κατηγορία λειτουργών ή υπαλλήλων, με απολύτως διακεκριμένα καθήκοντα και αποστολή καθώς και με διαφορετικά τυπικά και ουσιαστικά προσόντα (για ορισμένες δε από τις κατηγορίες αυτές συνδεόταν με την άσκηση της εκ του Συντάγματος κρατικής τους αποστολής), ο νομοθέτης αφενός μεν τα ρύθμισε στηριζόμενος σε κοινές αρχές και κοινούς κανόνες, αφετέρου δε τα αντιμετώπισε συλλήβδην ως ένα ενιαίο οικονομικό μέγεθος, το οποίο έπρεπε, υπολογιζόμενο ως σύνολο, να παραμείνει δημοσιονομικά ουδέτερο, στο πλαίσιο της προαναφερθείσας ανάγκης για επίτευξη των τεθέντων δημοσιονομικών στόχων για πρωτογενές πλεόνασμα. Μάλιστα η προέχουσα μέριμνα για «δημοσιονομική ουδετερότητα» γίνεται έκδηλη, όπως, άλλωστε, επισημαίνεται και στην έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής των Ελλήνων, στη ρύθμιση του άρθρου 155 (περί προσωπικής διαφοράς) του επιμάχου νόμου, δυνάμει της οποίας και τυχόν προκύπτουσα επιπλέον διαφορά αποδοχών υπέρ των μισθοδοτουμένων δεν καταβάλλεται αμέσως, αλλά μετακυλίεται χρονικώς σε βάθος τετραετίας. Ωστόσο, ο νομοθέτης έχει μεν διακριτική ευχέρεια για την εισαγωγή νέων ρυθμίσεων και ευρύ περιθώριο εκτίμησης για τη διαμόρφωση των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., πλην όμως τα δικαστήρια δύνανται και οφείλουν, χωρίς να υπεισέλθουν στην έρευνα της σκοπιμότητας των επιλογών του, να ερευνήσουν το αμιγώς νομικό ζήτημα, αν ελήφθη υπόψιν η υποχρέωση για ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των ιατρών αυτών, η οποία απορρέει εμμέσως από το άρθρο 21 § 3 του Συντάγματος, καθώς και η συνταγματική αρχή της ισότητας υπό την δεύτερη όψη της, δηλαδή της υποχρεώσεως του νομοθέτη να μεταχειρίζεται κατά διαφορετικό τρόπο τις καταστάσεις που δεν είναι όμοιες μεταξύ τους. Η τεκμηρίωση αυτή θα έπρεπε να αναφέρεται στην εξέλιξη των οικονομικών εν γένει συνθηκών και του γενικού κόστους διαβιώσεως, στην ανάγκη διαφυλάξεως του κύρους του δημοσίου λειτουργήματος των ιατρών του Ε.Σ.Υ. λόγω της φύσης των καθηκόντων τους και της σημασίας της αποστολής τους, λαμβάνοντας υπόψιν τις ειδικές συνθήκες άσκησης του εν λόγω λειτουργήματος, τις ιδιαίτερες απαιτήσεις του ιατρικού επαγγέλματος όσον αφορά τον χρόνο απασχολήσεως, την ένταση και την ποιότητα της εργασίας, τις ιδιαίτερες ευθύνες που απορρέουν από την άσκησή του, το καθεστώς πλήρους και αποκλειστικής απασχολήσεως υπό το οποίο παρέχουν τις υπηρεσίες τους, τον μεγαλύτερο χρόνο γενικής εκπαιδεύσεως των ιατρών σε σχέση προς άλλους επιστήμονες, την πολυετή μεταπανεπιστημιακή μετεκπαίδευσή τους για ειδίκευση αλλά και την ανάγκη για διαρκή εκπαίδευση στην επιστήμη τους, καθώς και το γεγονός ότι, εν όψει των ανωτέρω, αυτοί εισέρχονται στη δημόσια υπηρεσία σε μεγαλύτερη ηλικία σε σχέση με τους λοιπούς υπαλλήλους και λειτουργούς. Επιπλέον, έπρεπε να ληφθούν υπόψη και οι δυσμενείς επιπτώσεις επί της λειτουργίας του Ε.Σ.Υ., της ποιότητας των παρεχόμενων από το Κράτος υπηρεσιών υγείας και του επιπέδου της ιατρικής στη χώρα, η, λόγω της αδυναμίας εξασφαλίσεως ικανοποιητικών αποδοχών συνεχιζόμενη, κατά τα κοινώς γνωστά, διαρροή έμπειρων επιστημόνων στο εξωτερικό, για την εκπαίδευση των οποίων διατέθηκαν σημαντικοί πόροι τόσο εξ ιδίων όσο και από το Κράτος (πανεπιστημιακές και νοσοκομειακές υποδομές, συγγράμματα, εκπαιδευτικό προσωπικό υψηλού επιπέδου κλπ), η οποία (διαρροή), εξάλλου, σε συνδυασμό με τον θεσπισθέντα ήδη από το έτος 2010 περιορισμό προσλήψεων και διορισμών στο δημόσιο τομέα [βλ. άρθρο 11 § 1 του προαναφερθέντος ν. 3833/2010, που, όπως ίσχυε για τα έτη 2017 και 2018, όριζε ότι ο αριθμός των ετήσιων προσλήψεων και διορισμών του μόνιμου προσωπικού και του προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στους φορείς της § 1 του άρθρου 1 του ν. 3812/2009, δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος συνολικά από το λόγο ένα προς τέσσερα (μια πρόσληψη ανά τέσσερις αποχωρήσεις) και για το έτος 2018 δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος συνολικά από το λόγο ένα προς τρία (μια πρόσληψη ανά τρεις αποχωρήσεις), στο σύνολο των φορέων, βλ. και Μ.Π.Δ.Σ. 2018-2021, που προέβλεψε για το έτος 2019 λόγο ένα προς ένα], συνέτεινε στην υποστελέχωση των νοσοκομείων (η οποία, άλλωστε, αναδείχθηκε, μεταγενεστέρως, με τον πλέον έντονο τρόπο, ιδίως στην περίοδο της πανδημίας του COVID 19, που, πάντως, αποτέλεσε όλως εξαιρετική κατάσταση, αναγκάζοντας τον νομοθέτη να προβεί σε έκτακτη νομοθέτηση για την κάλυψη των αναγκών του Ε.Σ.Υ. σε ανθρώπινο δυναμικό και δη συνάπτοντας συμβάσεις τόσο με ιδιώτες ιατρούς και καταβάλλοντάς τους αφορολόγητες αμοιβές (άρθρο δέκατο τέταρτο της ΠΝΠ/13-4-2020, που κυρώθηκε με το ν. 4690/2020, του οποίου η ισχύς παρατάθηκε μέχρι 30-6-2021 με το άρθρο 16 του ν. 4790/2021), όσο και με συνταξιούχους ιατρούς, χωρίς μάλιστα περικοπή των συντάξεών τους, εφόσον αυτοί υπηρετούν αποκλειστικά στις Μ.Ε.Θ. (άρθρο 46 ν. 4753/2020), και φτάνοντας ακόμη και σε αυτή τη λήψη του μέτρου της επιτάξεως προσωπικών υπηρεσιών ιδιωτών ιατρών [βλ. ενδεικτικά Υ.Α. υπ’ αριθμ. 26046/2021, (Β΄ 1659/23-4-2021)]. Όμως, ούτε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ν. 4472/2017, ούτε από το κείμενο του εγκριθέντος με τον νόμο αυτό Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής, προκύπτει ότι κατά τον επαναπροσδιορισμό των αποδοχών του μισθολογίου των ιατρών του Ε.Σ.Υ. με τις κρίσιμες διατάξεις, ελήφθησαν υπόψιν, πέραν του ανωτέρω καθαρώς αριθμητικού και, ως εκ τούτου, προδήλως απροσφόρου κριτηρίου, της δημιουργίας δηλαδή ενός δημοσιονομικά ουδετέρου μισθολογίου, τα παρατεθέντα ανωτέρω στοιχεία, ενόψει των οποίων θεσπίσθηκε ιδιαίτερο μισθολόγιο για την εν λόγω κατηγορία δημοσίων λειτουργών. Ειδικότερα, δεν προκύπτει ότι εκτιμήθηκαν ειδικώς οι επιπτώσεις από τον, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, επαναπροσδιορισμό των αποδοχών των ιατρών στη λειτουργία του Ε.Σ.Υ., ούτε αν οι εκ του, κατά τα ως άνω, επαναπροσδιορισμού του μισθολογίου επιπτώσεις στη λειτουργία του Ε.Σ.Υ. είναι μικρότερες ή μεγαλύτερες από το επιδιωκόμενο όφελος, ήτοι την διατήρηση του μισθολογίου ως δημοσιονομικώς ουδετέρου, ούτε αν θα μπορούσαν να αναζητηθούν άλλα μέτρα, πέραν της δημιουργίας ενός δημοσιονομικώς ουδετέρου ειδικού μισθολογίου, έχοντα ως στόχο την επίτευξη του επιδιωκομένου πρωτογενούς πλεονάσματος, με μικρότερη επιβάρυνση για το ιατρικό προσωπικό του Ε.Σ.Υ. (πρβλ. Ε.Σ. 7412/2015 Ολομ., ΣτΕ 431/2018 Ολομ.). Επίσης δεν εξετάσθηκε αν οι αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ. παραμένουν, και μετά τον ως άνω επαναπροσδιορισμό τους, επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβιώσεώς τους και ανάλογες της αποστολής τους (πρβλ. Ε.Σ. 7412/2015 Ολομ., ΣτΕ 431/2018 Ολομ.). Εξάλλου, ούτε το γεγονός ότι με το άρθρο 156 του ν. 4472/2017 καθορίστηκε ότι το σύνολο των αποδοχών της οργανικής θέσεως των ιατρών του Ε.Σ.Υ. και των πρόσθετων αμοιβών τους κατά μήνα δεν μπορεί να υπερβεί τις μηνιαίες αποδοχές που αντιστοιχούν σε Εφέτη με 19 χρόνια υπηρεσίας (σε αντίθεση με τους δημοσίους υπαλλήλους, όπου ως ανώτατο όριο τίθεται αυτό του Γενικού Γραμματέα Υπουργείου) αποδεικνύει αυτό και μόνο ότι διασφαλίζεται ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των ιατρών του Ε.Σ.Υ., δεδομένου ότι η ρύθμιση αυτή, πάντως, δεν προβλέφθηκε το πρώτον με τις διατάξεις του ν. 4472/2017, αλλά συνιστά επανάληψη της κατ’ άρθρο 6 § 1 του ν. 3808/2009 ρυθμίσεως. Περαιτέρω, με τα δεδομένα που ίσχυαν κατά το χρόνο δημοσιεύσεως του ν. 4472/2017, ο δι’ αυτού, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, επαναπροσδιορισμός των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., λαμβανόμενος αθροιστικώς με την πλήρη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, καθώς και με τις προηγηθείσες μειώσεις του εισοδήματος των ιατρών με παράπλευρα νομοθετήματα της προηγηθείσας περιόδου της κρίσεως (επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης με το άρθρο 29 του ν. 3986/2011, επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας με το άρθρο 38 § 2 περ. α΄ του ν. 3986/2011, επιβολή ειδικής εισφοράς υπέρ του Τ.Π.Δ.Υ. με το άρθρο 38 § 2 περ. β΄ του ν. 3986/2011 και αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις), έχει ως αποτέλεσμα, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της εκτάσεώς τους, την υπέρβαση του ορίου που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη. Κατόπιν τούτων, οι κρίσιμες διατάξεις των άρθρων 138 – 140 του ν. 4472/2017, με τις οποίες καθορίστηκε ο βασικός μισθός, τα επιδόματα και τα ωρομίσθια εφημεριών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., στο πλαίσιο θεσμοθετήσεως εξ υπαρχής νέου ειδικού μισθολογίου για τους ανωτέρω, και των οποίων αυτών διατάξεων η εφαρμογή εξειδικεύεται στα άρθρα 154 και 155 του ως άνω νόμου, σε συνδυασμό με τα άρθρα 136 και 137 αυτού, αντίκεινται στο άρθρο 21 § 3 του Συντάγματος και την απορρέουσα από αυτό αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των ιατρών του Ε.Σ.Υ., καθώς και προς την αρχή της αναλογικότητος και της ισότητος στα δημόσια βάρη (πρβλ. ΣτΕ 431/2018 Ολομ., Ε.Σ. 7412/2015 Ολομ.). Η πλημμέλεια αυτή δεν αίρεται από την δυνατότητα συμμετοχής των ιατρών του Ε.Σ.Υ. στην ολοήμερη λειτουργία των μονάδων του Ε.Σ.Υ. και της λήψεως αμοιβής για τις διενεργούμενες πέραν του τακτικού ωραρίου πράξεις. Και τούτο διότι αφ’ ενός η συμμετοχή των ιατρών στην ολοήμερη λειτουργία των μονάδων του Ε.Σ.Υ. είναι προαιρετική, αφ’ ετέρου δε, όπως έχει γίνει δεκτό, η αμοιβή για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών αποτελεί αντιστάθμισμα για μία επί πλέον παροχή υπηρεσίας υγείας προς τους πολίτες, εν πάση δε περιπτώσει, πρόκειται για επιτρεπόμενη επαγγελματική δραστηριότητα εντός των δημόσιων νοσοκομείων, εντελώς ανεξάρτητη από την εργασία που παρέχουν οι ιατροί ως δημόσιοι λειτουργοί κατά τη διάρκεια του τακτικού ωραρίου λειτουργίας των νοσοκομείων και η οποία δεν θίγει το υφιστάμενο σύστημα των γενικών εφημεριών τους (βλ. ΣτΕ 431/2018, 2113/2014 Ολομ., σκ. 7 και 11). Άλλωστε, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 14, τα έσοδα από την, πέραν του τακτικού ωραρίου λειτουργία των μονάδων του Ε.Σ.Υ., δεν περιέρχονται στο σύνολό τους ή κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στους παρέχοντες τις σχετικές υπηρεσίες ιατρούς, αλλά τίθενται στο ταμείο του νοσοκομείου και διατίθενται κατά προτεραιότητα για την κάλυψη των αναγκών του νοσηλευτικού ιδρύματος. Δεδομένου δε ότι και οι διατάξεις του ν. 4093/2012, οι οποίες ίσχυαν πριν τον ν. 4472/2017 και με τις οποίες είχαν μειωθεί οι αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ., αντίκεινται, κατά τα ανωτέρω, στις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις και αρχές και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να εφαρμοστούν για τον προσδιορισμό των αποδοχών των ανωτέρω δημοσίων λειτουργών, η, κατά τα ανωτέρω, δε διάγνωση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του ν. 4472/2017, έχει ως συνέπεια την αναβίωση των ειδικών μισθολογικών ρυθμίσεων για τους ιατρούς του Ε.Σ.Υ., όπως αυτές ίσχυαν πριν από την τροποποίησή τους με τις αντισυνταγματικές διατάξεις του ν. 4093/2012, δηλαδή πριν την 1-8-2012 (βλ. άρθρα 43-45 του ν. 3205/2003, όπως, μετά από τροποποιήσεις, ίσχυαν πριν την 1-8-2012 και ΟλΣτΕ 1408/2022, ΟλΣτΕ ΣτΕ 1126/2016).

Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 16 §§ 1 εδ. α – δ του ν. 4238/2014 «Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ.), αλλαγή σκοπού Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και λοιπές διατάξεις» (ΦΕΚ Α 38) ορίσθηκε ότι «Το σύνολο του μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (Ι.Δ.Α.Χ.) ιατρικού, οδοντιατρικού, νοσηλευτικού, επιστημονικού, παραϊατρικού, τεχνικού, διοικητικού προσωπικού των Μονάδων Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. τίθεται αυτοδικαίως, από την ισχύ του παρόντος, σε καθεστώς διαθεσιμότητας με ταυτόχρονη κατάργηση των θέσεων που κατέχει. Οι ανωτέρω υπάλληλοι παραμένουν σε καθεστώς διαθεσιμότητας επί έναν (1) μήνα και εν συνεχεία, μετατάσσονται/μεταφέρονται, μετά από αίτησή τους, με τους όρους και τις προϋποθέσεις του επόμενου άρθρου, σε οργανικές θέσεις που συνιστώνται για το σκοπό αυτόν στις Διοικήσεις των αντίστοιχων, χωροταξικά, Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε.), όπως προβλέπεται με την § 4 του άρθρου 17 του ν. 4224/2013. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας καθορίζεται η χωροταξική κατανομή, ανά Υγειονομική Περιφέρεια, των υφιστάμενων Μονάδων Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. Στους υπαλλήλους που τίθενται σε καθεστώς διαθεσιμότητας καταβάλλονται τα τρία τέταρτα (3/4) των αποδοχών τους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις…», ενώ με την παρ. 3 του ιδίου άρθρου ορίσθηκε ότι «οι διαπιστωτικές πράξεις για τη θέση σε καθεστώς διαθεσιμότητας των ανωτέρω υπαλλήλων εκδίδονται από το όργανο διοίκησης του φορέα προέλευσης». Κατ’ εξουσιοδότηση της διάταξης αυτής, εκδόθηκε η με αριθ. Γ.Π./οικ 18936/26-2-2014 Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΦΕΚ Β’ 485) των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Υγείας, με την οποία συστήθηκαν και κατανεμήθηκαν ανά ειδικότητα (ιατροί) ή κλάδο (λοιπό προσωπικό) 9.930 οργανικές θέσεις, μόνιμου και με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού, ιατρικού, νοσηλευτικού, παραϊατρικού και λοιπού προσωπικού στις επτά Διοικήσεις των Υγειονομικών Περιφερειών της χώρας. Εξ άλλου με τη διάταξη του άρθρου 17 του ιδίου νόμου και υπό τον παράτιτλο «Κινητικότητα υπαλλήλων Ε.Ο.Π.Υ.Υ. προς Δ.Υ.Πε», όπως τα δύο πρώτα εδάφια της παρ.1 αντικαταστάθηκαν με το άρθρο πρώτο υποπαρ. Ι5 του ν. 4254/2014, ορίσθηκε ότι, εκ των υπαλλήλων των §§ 1 και 2 του προηγούμενου άρθρου, που έχουν τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας, οι ιατροί / οδοντίατροι, μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ., μετατάσσονται/ μεταφέρονται αναδρομικά από την ημερομηνία λήξης του χρόνου διαθεσιμότητας, με την ίδια εργασιακή σχέση, σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, που συνιστώνται για το σκοπό αυτόν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου, κατόπιν αιτήσεώς τους περί αποδοχής της εν λόγω θέσης, λαμβανομένων υπόψη και των ρυθμίσεων της § 18 του άρθρου 32 του ν. 2190/1994, όπως ισχύει [….]». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι ιατροί/ οδοντίατροι που υπηρετούσαν στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (όπως και οι μόνιμοι ιατροί), οι οποίοι αρχικά είχαν μεταφερθεί αυτοδικαίως στον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) από την ημερομηνία ένταξης σε αυτόν του κλάδου υγείας του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ (άρθρα 17 §§1 και 2 και 26 § 9 του ν.3918/2011, όπως η τελευταία αυτή παράγραφος προστέθηκε με την παρ.21 του άρθρου 72 του ν. 3984/2011), στη συνέχεια μετατάχθηκαν / μεταφέρθηκαν με την ίδια εργασιακή σχέση και κατόπιν αίτησής τους στις κατά τόπους Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε) και σε αντίστοιχες οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, που συστήθηκαν για τον σκοπό αυτό, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στα ως άνω άρθρα 16 § 1 και 17 § 1 του ν. 4238/2014. Επίσης με το άρθρο 18 του ιδίου νόμου και υπό τον παράτιτλο «Ένταξη και κατάταξη ιατρικού/οδοντιατρικού προσωπικού στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (Ε.Σ.Υ.)», ορίστηκε ότι εντός οκταμήνου από την ολοκλήρωση της μετάταξης/ μεταφοράς, το ως άνω ιατρικό προσωπικό αξιολογείται και κατατάσσεται σε θέσεις κλάδου ιατρών/οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ. που θα ενταχθούν στο Π.Ε.Δ.Υ., ενώ με το άρθρο 21 § 2 του ιδίου νόμου (Μισθοδοσία Προσωπικού, Οικονομική Διαχείριση και Μεταβίβαση Κινητής και Ακίνητης Περιουσίας), ορίσθηκε ότι το πάσης φύσης ιατρικό/οδοντιατρικό, νοσηλευτικό και λοιπό προσωπικό, που μετατάσσεται ή μεταφέρεται, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 17 του παρόντος νόμου, σε θέσεις που συστήνονται για το σκοπό αυτόν, σε κάθε Διοικητική Υγειονομική Περιφέρεια (Δ.Υ.Πε.), σε εφαρμογή του άρθρου 17 § 4 του ν. 4224/2013, μετά την έκδοση της αναφερόμενης κοινής υπουργικής απόφασης, ως ορίζεται στη διάταξη, μισθοδοτείται από τους Φορείς αυτούς και οι σχετικές πιστώσεις εγγράφονται στους οικείους Κ.Α.Ε. του ειδικού φορέα 210 του προϋπολογισμού του Υπουργείου Υγείας. Για τη μισθοδοσία του προσωπικού αυτού έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 16 της § 3 του ν.2592/1998 και του π.δ. 412/1998, όπως ισχύουν. Η εκκαθάριση των τακτικών αποδοχών του ανωτέρω προσωπικού διενεργείται από τις αρμόδιες υπηρεσίες της οικείας Δ.Υ.Πε.. Για τις πρόσθετες αμοιβές, εφημερίες, νυχτερινά και εξαιρέσιμα, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 45 του ν. 4071/2012 (Α` 85). Το ιατρικό/οδοντιατρικό προσωπικό της ανωτέρω § 1, μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ., διατηρεί το σύνολο των τακτικών αποδοχών που λαμβάνουν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, σύμφωνα με το άρθρο 17 § 3 του του ν. 4224/2013  (Α` 288) και μέχρι την ολοκλήρωση των διαδικασιών αξιολόγησης και κατάταξης αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του παρόντος. Μετά την ένταξή τους σε θέσεις κλάδου ιατρών/οδοντιάτρων Ε.Σ.Υ. λαμβάνουν τις αποδοχές που προβλέπονται από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις. Κατά συνέπεια, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ένταξης (κατόπιν αξιολόγησης) σε θέσεις κλάδου ιατρών/οδοντιάτρων του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.), των απασχολουμένων με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που είχαν ήδη μεταταχθεί/μεταφερθεί σε οργανικές θέσεις των κατά τόπους, Διοικήσεων Υγειονομικής Περιφέρειας, οι αποδοχές αυτών  από το ειδικό μισθολόγιο των ιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.) που προβλέπει η ισχύουσα εκάστοτε νομοθεσία (ΟλΑΠ 3/2022)

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, το εκκαλούν  ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κατ΄ εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δέχτηκε πως οι επικληθείσες στις αμοιβές των ιατρών Ε.Σ.Υ. περικοπές δυνάμει του άρθρου πρώτου, παράγραφος Γ΄ υποπαράγραφος αρ. 27 εδ. α΄, β΄ και γ΄ του ν. 4093/2012 αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 4 § 5, 21 § 3 και 25 § 4 του Συντάγματος, καθώς και ότι οι διατάξεις των άρθρων 136 – 140 και 154 – 155 του ν. 4472/2017, αντίκεινται στο άρθρο 21 § 3 του Συντάγματος και την απορρέουσα από αυτό αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των ιατρών του Ε.Σ.Υ., όπως ο λόγος αυτός ειδικότερα εξειδικεύεται στο δικόγραφο της έφεσης. Από την επανεκτίμηση όλων των νόμιμα με επίκληση προσκομιζόμενων εγγράφων, καθώς και από τις ομολογίες του εναγόμενου που συνάγονται από τις προτάσεις του, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες τυγχάνουν ιατροί ΠΕ ΙΔΑΧ του εναγομένου (Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης – Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου) για το διάστημα από 1-4-2014 έως 18-12-2014 και ήδη Κλάδου Ειδικευμένων Ιατρών ΕΣΥ και Οδοντιάτρων ΕΣΥ με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου για το διάστημα από 19-12-2014 και εφεξής. Ειδικότερα, προσλήφθηκαν από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ με ειδική σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του άρθρου 10 ν.δ. 1204/1972, προκειμένου να παράσχουν περίθαλψη της ειδικότητας εκάστου εξ’ αυτών στους ασφαλισμένους του ως άνω Ιδρύματος έναντι των προβλεπόμενων από το εκάστοτε ενιαίο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων αποδοχών και υπηρετούσαν σε υγειονομικούς σχηματισμούς αυτού – Νομαρχιακές Μονάδες Υγείας (Ν.Μ.Υ) και Τοπικές Μονάδες Υγείας (Τ.Μ.Υ.). Από 1-1-2012 μεταφερθήκαν στον ΕΟΠΥΥ, δυνάμει των σχετικών διατάξεων του ν. 3918/2011, και ακολούθως, δυνάμει των διατάξεων του ν. 4238/2014, μεταφέρθηκαν στη 2η Διοίκηση Πειραιώς και Αιγαίου, σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης ιατρών Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου, ενώ από 19-12-2014 εντάχθηκαν σε οργανικές θέσεις ειδικευμένων ιατρών Ε.Σ.Υ. με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του ν. 4238/2014, καθεστώς με το οποίο υπηρετούν μέχρι σήμερα. Συγκεκριμένα, τέθηκαν σε διαθεσιμότητα από τον ΕΟΠΥΥ από 18-2-2014, μεταφέρθηκαν από 1-4-2014 στην 2η ΔΥΠε, και αιτήθηκαν να ενταχθούν ως ιατροί ΕΣΥ σύμφωνα με τον ν. 4238/2014. Δυνάμει δε της υπ’ αριθμ. 40697/17-12-2014 απόφασης ένταξης ιατρών/οδοντιάτρων σε θέσεις κλάδου ΕΣΥ (…. Β’/19-12-2014), Διαπιστωτικής Πράξης του Διοικητή της 1ης ΔΥΠε και της επακολουθήσασας υπ’ αριθμ. πρωτ. ……/25-7-2016 (ΑΔΑ: ……….) Διαπιστωτικής Πράξης Επανακατάταξης σε βαθμό, ιατρών/οδοντιάτρων κλάδου ιατρών Ε.Σ.Υ της 1ης Υ.Πε. Αττικής, κατόπιν θετικής τους αξιολόγησης από το οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο, από 19-12-2014 ενταχθήκαν στον Κλάδο Ειδικευμένων Ιατρών ΕΣΥ. Κατόπιν τούτων, δικαιούνταν τις προβλεπόμενες από τα άρθρο 43 επ. ν. 3205/2003 αποδοχές του ειδικού μισθολογίου ιατρών και οδοντιάτρων ΕΣΥ. Ακολούθως, δυνάμει των διατάξεων της περίπτωσης 27, της υποπαραγράφου Γ.1, της § Γ, του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 και της υπ’ αριθμ. οικ.2/83408/022/14.11.2012 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, εχώρησαν περικοπές επί των ως άνω αποδοχών τους, ενώ με τα άρθρα 136 επ. ν.4472/2017 τους καταβλήθηκαν αναδρομικά από 1-1-2017 οι αναφερόμενες στην αγωγή και μη αμφισβητούμενες από το εναγόμενο αποδοχές του νέου ειδικού μισθολογίου, οι οποίες όμως, εξακολουθούσαν να είναι μικρότερες σε σχέση με τις αποδοχές τους, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί με τις διατάξεις των άρθρ. 43, 44 και 45 του ν. 3205/2003, όπως οι τελευταίες ίσχυαν στις 31-7-2012, πριν τον ν. 4093/2012, οι οποίες αποδοχές αναφέρονται ειδικότερα για έκαστο εξ αυτών στο δικόγραφο της αγωγής και δεν αμφισβητούνται από το εναγόμενο, ούτε αποτελούν λόγο έφεσης. Εξάλλου, ως στην ανωτέρω νομική σκέψη εκτέθηκε, οι κρίσιμες διατάξεις της περιπτ. 27 της υποπαραγράφου Γ.1 της § Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες θεσπίσθηκαν οι επίδικες μειώσεις των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., καθώς και οι διατάξεις της αποφάσεως οικ. 2/83408/022/14-11-2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών με τις οποίες οι μειώσεις αυτές επιβλήθηκαν αναδρομικώς από 1-8-2012, αντίκεινται στις συνταγματικές διατάξεις 4 παρ.5, 21 παρ.3 και 25 παρ.4 και τις απορρέουσες από αυτές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη και καθίστανται ως εκ τούτου ανίσχυρες. Επομένως, οι εν ενεργεία ιατροί του Ε.Σ.Υ. δικαιούνται την διαφορά μεταξύ των αποδοχών, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί έως 31-7-2012 (μετά τις αρχικές μειώσεις των ν. 3833/2010, 3845/2010 κ,λ.π.) και των αποδοχών μετά τη μείωση του άρθρου 27 του ν. 4093/2012. Περαιτέρω, κατά τα επίσης διαλαμβανόμενα ειδικότερα στη σχετική νομική σκέψη, οι κρίσιμες διατάξεις των άρθρων 138-140 του ν. 4472/2017, με τις οποίες καθορίστηκε ο βασικός μισθός, τα επιδόματα και τα ωρομίσθια εφημεριών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., στο πλαίσιο θεσμοθετήσεως εξυπαρχής νέου ειδικού μισθολογίου και των οποίων αυτών διατάξεων η εφαρμογή εξειδικεύεται στα άρθρα 154 και 155 του ως άνω νόμου, σε συνδυασμό με τα άρθρα 136 και 137 αυτού, αντίκεινται στο άρθρο 21 § 3 του Συντάγματος και την απορρέουσα από αυτό αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των ιατρών του Ε.Σ.Υ., καθώς και προς την αρχή της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη. Δεδομένου δε ότι και οι διατάξεις του ν. 4093/2012, οι οποίες ίσχυαν πριν τον ν. 4472/2017 και με τις οποίες είχαν μειωθεί οι αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ., αντίκεινται, κατά τα ανωτέρω, στις αναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις και αρχές, για τον προσδιορισμό των αποδοχών των ανωτέρω αναβιώνουν οι ειδικές μισθολογικές ρυθμίσεις για τους ιατρούς του Ε.Σ.Υ., όπως αυτές ίσχυαν πριν από την τροποποίησή τους με τις αντισυνταγματικές διατάξεις του ν. 4093/2012, δηλαδή πριν την 1-8-2012.

Περαιτέρω, οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επικαλείται το εκαλούν προς δικαιολόγηση των επίμαχων περικοπών, οι οποίοι συνίστανται στην επίτευξη των στόχων του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος, στην εκπλήρωση, δηλαδή, των προϋποθέσεων που τίθενται, υπό μορφή προαπαιτούμενων, για τη συνέχιση της χρηματοδότησης του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας, αν και δικαιολογούν καταρχήν τη λήψη μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών, περιοριζόμενοι στην ανάγκη μείωσης του μισθολογικού κόστους του προσωπικού του Δημοσίου για την κάλυψη τμήματος του δημοσιονομικού κενού του προγράμματος προσαρμογής, το οποίο προέκυψε, κυρίως, λόγω της αποτυχίας είσπραξης των προβλεπόμενων φορολογικών εσόδων και των ανείσπρακτων οφειλών παρελθόντων ετών και της αδυναμίας προώθησης των διαρθρωτικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεων του προγράμματος προσαρμογής, δεν αρκούν για να καταστήσουν συνταγματικά ανεκτές τις συγκεκριμένες περικοπές. Και τούτο διότι, ανεξαρτήτως του ότι το δημόσιο συμφέρον, για την εξυπηρέτηση του οποίου επιβλήθηκαν οι νέες μειώσεις, δεν ήταν τόσο έντονο όσο εκείνο που δικαιολογούσε την υιοθέτηση των αρχικών μέτρων των ν. 3833/2010 και 3845/2012 που λήφθηκαν, κατά τις διαπιστώσεις του νομοθέτη, προ του κινδύνου άμεσης χρεωκοπίας και εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη, οι επίμαχες περικοπές συνιστούν μέτρα, που λαμβάνονται μεν για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, επιβαρύνουν, όμως, και πάλι, κατά παράβαση της κατ’ άρθρο 25 § 4 του Συντάγματος υποχρέωσης όλων των πολιτών για εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, την ίδια κατηγορία πολιτών. Επιπλέον, οι περικοπές αυτές δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ούτε εκ του λόγου ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που περιέχει δέσμη μέτρων για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, προϋπόθεση, η οποία αποτελεί αναγκαίο όχι όμως και επαρκή όρο για τη συνταγματικότητα των εν λόγω περικοπών. Επίσης, η συνταγματικότητα των μέτρων αυτών δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε στη μεγαλύτερη της αναμενόμενης ύφεση της ελληνικής οικονομίας, η οποία κατέστησε μεν επιβεβλημένη τη λήψη νέων μέτρων, όχι όμως και αναγκαίως την εκ νέου περιστολή του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, ούτε στην αυξημένη αποτελεσματικότητα των εν λόγω μέτρων, η οποία, ωστόσο, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κατ’ επανάληψη επιβάρυνση των ίδιων προσώπων. Περαιτέρω, η 2012/211/ΕΕ απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 13-3-2012, με την οποία προβλέφθηκε μείωση κατά 12% κατά μέσο όρο των ειδικών μισθών του δημόσιου τομέα για τους οποίους δεν ισχύει το νέο μισθολόγιο, δεν έχει πάντως την έννοια ότι απαλλάσσει τον εθνικό νομοθέτη, κατά την άσκηση της εθνικής δημοσιονομικής πολιτικής στο πλαίσιο εκπληρώσεως των διεθνών υποχρεώσεων της Χώρας, από την τήρηση των προαναφερόμενων συνταγματικών διατάξεων και αρχών (Σ.τ.Ε. 4741/2014 Ολομ., 2192/2014, ΟλΕ.Σ. 4327/2014). Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι προβαλλόμενος ισχυρισμός του εκκαλούντος, ότι σε εκτέλεση της εκδοθείσας, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 11 § 2 του ν. 4575/2018, υπ’ αριθμ. οικ./2/88420/ ΔΕΠ/4-12-2018 Κοινής Υπουργικής Απόφασης των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Οικονομικών και Υγείας (ΦΕΚ Β`5435), καταβλήθηκε στον καθένα των εναγόντων, ιατρό του Ε.Σ.Υ. εφάπαξ χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ των μηνιαίων αποδοχών που θα δικαιούνταν να λάβουν με βάση τις ισχύουσες κατά την 31-7-2012 μισθολογικές διατάξεις και των μηνιαίων αποδοχών που θα δικαιούνταν να λάβουν με βάση τις διατάξεις του ν. 4093/2012, με αναφορά στο χρονικό διάστημα από 13-11-2014 έως 31-12-2016 και κατά συνέπεια οι προκύπτουσες διαφορές περιορίζονται πλέον στο χρονικό διάστημα από 1-1-2017 έως 30-6-2017, αλυσιτελώς προβάλλεται, καθότι η υπό κρίση αγωγή αφορά στο χρονικό διάστημα από 1-1-2017 έως 31-8-2020. Τέλος, ο ισχυρισμός ότι ο ν. 4093/2012 και ο ν. 4472/2017 είναι αντισυνταγματικοί ως προς τους λοιπούς ιατρούς του Ε.Σ.Υ., συνταγματικοί δε ως προς τους ενάγοντες, που μισθοδοτήθηκαν ως ιατροί Ε.Σ.Υ. από την ένταξή τους σε αυτό το 2015 και εφεξής αλυσιτελώς προβάλλεται, καθώς για το διάστημα 2015 – 2016 τους καταβλήθηκαν, δυνάμει του ν. 4578/2018 οι διάφορες αποδοχές λόγω των μνημονιακών περικοπών, όπως και στους λοιπούς ιατρούς του Ε.Σ.Υ (βλ. και ΟλΑΠ 3/2022, 4/2022). Κατόπιν τούτων και ο δεύτερος λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος.

Το Πρωτοβάθμιο, συνεπώς, Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση και δέχθηκε την αγωγή, δεν έσφαλε και ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο. Ακολούθως, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της και να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 176, 179 β’ και 183 ΚΠολΔ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 5-7-2023 έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση ως απαράδεκτη για τους 4η, 9ο,  24ο, 42η, 43η, 50ο, 51ο, 71ο, 92η, 95ο , 114ο, 146ο, 147ο,  172ο και 173ο των εφεσιβλήτων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση, για τους λοιπούς εφεσιβλήτους, και απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στον Πειραιά, στις   1.4.2024

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                      H ΓPAMMATEAΣ