Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 148/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ τμήμα 2°

Αριθμός απόφασης: 148/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Βασίλειο Τζελέπη Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : ………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο, Αλέξανδρο Τσαπέλη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 ΚΠολΔ).

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ, 1) ………… 2) ………… οι οποίοι αμφότεροι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο, Ιωάννη Βούτα.

Ο εκκαλών – ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από την από 13.1.2020 και με αρ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2020 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η με αρ. 1270/2023 απόφαση του άνω Δικαστηρίου.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 25.5.2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2023 έφεσή του, η συζήτηση της
οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν όπως προαναφέρθηκε, και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που είχαν προκαταθέσει.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 25.5.2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2023 Εφετείου Πειραιώς, κατά της με αριθμό 1270/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία δικάσθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 26.4.2023, (κατά δήλωση του εκκαλούντος που εμπεριέχεται στο δικόγραφο της έφεσης και δεν αντικρούεται από τους εφεσίβλητους δεδομένου ότι κανείς από τους διαδίκους δεν προσεκόμισε ούτε και επικαλέστηκε σχετική έκθεση επίδοσης της απόφασης από δικαστικό επιμελητή), η δε κρινόμενη έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 25.5.2023 (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), ενώ, επίσης, έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ, …………. e – παράβολο, το οποίο εξοφλήθηκε). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό, το νόμιμο και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με το άρθρο 873 του ΑΚ ορίζεται ότι “η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης, που δεν αναφέρει την αιτία του χρέους, λογίζεται σε περίπτωση αμφιβολίας ότι έγινε με τέτοιο σκοπό”. Από την διάταξη αυτή συνάγεται, ότι η αναφερόμενη σ’ αυτήν αυτοτελής και ετεροβαρής ενοχή από έγγραφη αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους γεννιέται, όταν τα μέρη είχαν πρόθεση να δημιουργήσουν ενοχή ανεξάρτητη από την αιτία, πράγμα που εξακριβώνεται από την ίδια την δήλωση και τις συντρέχουσες περιστάσεις, γι’ αυτό και δεν βλάπτει απλή αναφορά της αιτίας, όταν αυτή γίνεται διηγηματικώς ή αορίστως (Ολ. ΑΠ 2088/1989), διότι άλλως η μνεία της αιτίας καθιστά τη σύμβαση αιτιώδη, σύμφωνα με τον ερμηνευτικό κανόνα της παραγράφου 2 της πιο πάνω διάταξης, εκτός αν προκύπτει από το περιεχόμενο του εγγράφου ή και από άλλα στοιχεία σαφής και αναμφισβήτητη βούληση των δικαιοπρακτούντων προς δημιουργία αυτοτελούς ενοχής ανεξάρτητης από την αιτία του χρέους. Εξάλλου, η σύμβαση με την οποία αναγνωρίζεται η υποχρέωση που κάποιος έχει από ορισμένη αιτία δεν προβλέπεται μεν ρητά   στον Αστικό Κώδικα, ισχύει

όμως με βάση το άρθρο 361 αυτού, που καθιερώνει την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων. Αυτή η σύμβαση διαφέρει από εκείνη της αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους, ιδρύει νέα, αυτοτελή και ανεξάρτητη από την αιτία βάση υποχρέωσης, με συνέπεια εκείνος που αναγνωρίζει την από ορισμένη αιτία οφειλή του να μην μπορεί πλέον να προτείνει τις ενστάσεις, τις οποίες είχε από την κύρια αιτία, η οποία κατά τούτο δεν εξετάζεται πλέον, διασφαλιζόμενη από ενδεχόμενα ελαττώματά της με την αναγνωριστική σύμβαση, εφόσον αυτή έχει καταρτισθεί εγγράφως, εκτός αν προκύπτει από το περιεχόμενό της διαφορετική βούληση των συμβαλλομένων. Ως δημιουργική νέου λόγου υποχρέωσης για τον οφειλέτη και νέας βάσης αγωγής για τον δανειστή η αιτιώδης αναγνώρισης χρέους διακρίνεται από τις επιβεβαιωτικές υφισταμένων ενοχών δηλώσεις, που αποβλέπουν στην παροχή απλού αποδεικτικού μέσου προς τον δανειστή για την ύπαρξη του χρέους. Η αιτιώδης αναγνώριση χρέους, σε αντίθεση με την αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, δεν υπόκειται σε τύπο, εκτός αν με τη σύμβαση αναγνωρίζεται υποχρέωση, για την ανάληψη της οποίας ο νόμος απαιτεί την τήρηση τύπου, οπότε πρέπει να τηρηθεί ο τόπος αυτός και για τη σύμβαση αναγνώρισης (άρθρο 875 του ΑΚ). Είναι ζήτημα πραγματικό, αν αναφορικώς με κάποια έννομη σχέση αναλαμβάνεται νέα αυτοτελής υποχρέωση και ο χαρακτήρας που δόθηκε σ’ αυτή με τη δήλωση βουλήσεως των μερών ή αν ομολογούνται απλώς ορισμένα γεγονότα για την παροχή αποδεικτικού μέσου στον δανειστή. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522,524,525,526 και 536 ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει, ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους τυχόν πρόσθετους λόγους και έχει ως προς την αγωγή (το δευτεροβάθμιο δικαστήριο) την αυτή όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξουσία, δυνάμενο και χωρίς υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει οίκοθεν το νόμω βάσιμο αυτής και να την απορρίψει, αν ελλείπουν τα κατά νόμο απαιτούμενα για τη θεμελίωσή της στοιχεία. Ειδικότερα, εάν νόμω αβάσιμη ή αόριστη ή απαράδεκτη αγωγή έγινε πρωτοδίκως δεκτή κατ’ ουσίαν εν όλω ή εν μέρει, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οφείλει και αυτεπαγγέλτως να εξετάσει το νόμω βάσιμο, ορισμένο ή παραδεκτό αυτής και να την απορρίψει για τις τυπικές αυτές πλημμέλειες, αρκεί ο εκκαλών να ζητεί την απόρριψή της έστω και για άλλους λόγους (ΑΠ 419/2004 ΕΑΔ 47,146, ΑΠ 7/2001 ΕλΔ 42.925, ΑΠ 1216/1997 ΕλΔ 39,573, ΕφΑΘ 1778/2011 ΝοΒ 59, 982, ΕφΠατρ 440/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία που έχει και το πρωτοβάθμιο και μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή είναι νόμιμη, ορισμένη ή παραδεκτή και να την απορρίψει αν δεν στηρίζεται στο νόμο, ή αν δεν περιέχει τα απαιτούμενα στοιχεία για τη θεμελίωσή της ή αν ασκήθηκε απαραδέκτως, με τις διακρίσεις που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (322 ΚΠολΔ) και την αρχή της απαγόρευσης της έκδοσης επιβλαβέστερης απόφασης για τον εκκαλούντα (536 παρ. 1 ΚΠολΔ). Έτσι επί εφέσεως του εναγομένου, αν η αγωγή είναι αβάσιμη, κατά το νόμο, αόριστη ή απαράδεκτη και έγινε πρωτοδίκως δεκτή κατ’ ουσία, ολικά ή κατά ένα μέρος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, να εξετάσει αυτεπάγγελτα τις άνω ελλείψεις και να την απορρίψει ως αόριστη ή ως αβάσιμη κατά νόμο κλπ., αρκεί ο εκκαλών να ζητεί την απόρριψή της έστω και για άλλους λόγους και να μην εκδοθεί επιβλαβέστερη απόφαση γι’ αυτόν, χωρίς αντέφεση του ενάγοντα (ΕφΠατρ 279/2018, ΕφΑΘ 4924/2012 δημ. ΝΟΜΟΣ).

Στη προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι τα πλαίσια της από το 2002 ενασχόλησής του με τη ναυτιλία συνέστησε διάφορες εξωχώριες εταιρείες δικών του συμφερόντων, μεταξύ των οποίων και την εταιρεία με την επωνυμία «……….. («…………..»), η οποία, εκπροσωπούμενη τυπικά και μόνο από τον αδερφό του, ………, αγόρασε στις 2-5-2002 δυνάμει του υπ’ αριθμόν ……../2-5-2002 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών, …………., τις αναλυτικά αναφερόμενες σε αυτή (αγωγή) και κείμενες στον Πειραιά δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες από τον ……….. (μη διάδικο), αντί του ποσού των 105.258,14 ευρώ, το οποίο, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, κατέβαλε ο ίδιος (ενάγων), ως πραγματικός ιδιοκτήτης και διαχειριστής της ως άνω εταιρείας με την επωνυμία «………….» («…………..») που είχε αποκτήσει μεγάλη οικονομική επιφάνεια από την ενασχόλησή του με τη ναυτιλία. Ότι το 2010, ο αδερφός του, ….. ., εξέφρασε την επιθυμία να αγοράσει τις στην πραγματικότητα ανήκουσες στον ίδιο (ενάγοντα) επίδικες οριζόντιες ιδιοκτησίες, πλην, όμως, επειδή αυτός δεν είχε τη σχετική οικονομική δυνατότητα ούτε μπορούσε να δικαιολογήσει φορολογικά μία τέτοια αγορά, συμφωνήθηκε μεταξύ τους (ήτοι, του ενάγοντος και του αδερφού του) να γίνει η πώληση με πίστωση του τιμήματος για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών, προκειμένου ο αδερφός του, …………. να λάβει δάνειο με το οποίο θα εξοφλούσε το τίμημα τυπικά μεν προς την πωλήτρια ως άνω εταιρεία «…………» («………….»), ουσιαστικά, δε, προς τον ίδιο (ενάγοντα), άλλως θα έπρεπε να του επαναμεταβιβαστούν τα επίδικα ακίνητα. Ότι, τελικά, για τους ίδιους λόγους (οικονομικούς και φορολογικούς) κατόπιν συμφωνίας του ενάγοντος, του αδερφού του ……….., αλλά και των εδώ εναγομένων – γονέων της συζύγου του αδερφού του, ……….., έλαβε χώρα η πώληση των επίδικων ακινήτων, ιδιοκτησίας, τύποις, της ως άνω εξωχώριας εταιρείας με την επωνυμία «…………..» («…………..») έγινε προς τους τελευταίους (εναγομένους), και δη κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου σε έκαστο εξ αυτών, δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος στο βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά υπ’ αρ. …./21-6-2010 συμβολαίου αγοραπωλησίας οριζοντίων ιδιοκτησιών της συμβολαιογράφου Πειραιά (πρώην Αθηνών), ……….. Ότι το τίμημα, δε, της εν λόγω αγοραπωλησίας ύψους 162.307,80 ευρώ, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ του ενάγοντος, των εναγομένων και του ……….., ορίστηκε να καταβληθεί στον ίδιο (ενάγοντα), ως, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, πραγματικό ιδιοκτήτη και διαχειριστή της ως άνω πωλήτριας εταιρείας με την επωνυμία «………» («………..») και επομένως πραγματικό κύριο των πωληθέντων οριζόντιων ιδιοκτησιών, από τους εναγομένους και τον αδερφό του, ……….., εντός προθεσμίας δύο (2) ετών από την ημερομηνία κατάρτισης του συμβολαίου αυτού, στο οποίο, ωστόσο, είχε εικονικά αναγραφεί ότι αυτό (τίμημα) είχε εξοφληθεί ολοσχερώς. Ότι οι εναγόμενοι όμως, στις 21-6-2010 (ημέρα υπογραφής του ως άνω αγοραπωλητηρίου συμβολαίου) προφορικά αναγνώρισαν, παράλληλα με την υφιστάμενη εκ της ως άνω συμβάσεως πώλησης ενοχή ότι οφείλουν να καταβάλλουν στον ενάγοντα ως κατά τα προαναφερθέντα, φορέα των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της ως άνω πωλήτριας εταιρείας με την επωνυμία «………» («………….») το ως άνω ποσό των 162.307,80 ευρώ εντός προθεσμίας δύο (2) ετών. Ότι, αν και έχει παρέλθει η συμφωνηθείσα προθεσμία καταβολής του άνω ποσού, οι εναγόμενοι δεν του το έχουν καταβάλει και αρνούνται να το πράξουν. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζητεί: α) να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγόμενων να του καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 162.307,80 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση με βάση την αιτιώδη αναγνώριση χρέους εκ μέρους τους, άλλως με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθόσον αυτοί έγιναν αδικαιολογήτως πλουσιότεροι κατά το ως άνω ποσό, αποκτώντας ακίνητη περιουσία τέτοιας αξίας άνευ καταβολής οιουδήποτε τμήματος και β) να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Ωστόσο, η αγωγή με το περιεχόμενο αυτό δεν έχει, σύμφωνα με τις νομικές διατάξεις που αναλύθηκαν στην άνω μείζονα σκέψη, έρεισμα στο νόμο. Και τούτο διότι η επικαλούμενη συμφωνία περί αιτιώδους αναγνωρίσεως οφειλής εκ μέρους των εναγόμενων, εφόσον, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, καταρτίστηκε προφορικά προκειμένου να εξασφαλισθεί το τίμημα από την αγορά των δύο προαναφερόμενων οριζόντιων ιδιοκτησιών, έπρεπε να περιβληθεί με τον έγγραφο τύπο, εφόσον η φερόμενη αναγνώριση υποχρέωσης καταβολής του τιμήματος από αγοραπωλησία ακινήτων με βάση τη διάταξη του άρθρου 1033 ΑΚ επιβάλλει τη τήρηση του εγγράφου τύπου, οπότε και έπρεπε να τηρηθεί ο τύπος αυτό και για τη σύμβαση αναγνώρισης. Να σημειωθεί ότι ο έγγραφος τύπος που τηρήθηκε για τη μεταβίβαση των ένδικων δύο οριζόντιων ιδιοκτησιών δεν μπορεί να αναπληρώσει την έλλειψη τύπου της συμφωνίας αναγνώρισης αφού στα σχετικά συμβολαιογραφικά έγγραφα έχει καταχωρηθεί η εικονική δήλωση περί καταβολής και εξόφλησης του τιμήματος της πώλησης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η αγωγή έχει έρεισμα στο νόμο εσφαλμένα ερμήνευσε το νόμο και συνεπώς , ύστερα από αυτεπάγγελτο έλεγχο του Δικαστηρίου για τη νομική βασιμότητα της αγωγής, πρέπει να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση (και ως προς την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της, αφού μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως τα δικαστικά έξοδα θα επιδικαστούν ενιαίως για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας – ΑΠ 192/1998, ΕφΑΘ 407/2018, ΕφΠατρ 279/2018, ΕφΠειρ 326/2016, ΕφΠειρ 101/2016 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ), να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο που δικάζοντας επί της από 13.1.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2020 αγωγής να την απορρίψει ως μη νόμιμη κατά την κύρια βάση της. Ακολούθως των ανωτέρω αφού γίνει δεκτή στην ουσία της η κρινόμενη έφεση θα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μερών τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας αφού κατ’εκτίμηση των περιστάσεων υπήρχε εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρο 179 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παράβολου που κατέθεσε ο εκκαλών αυτής (άρθρο 495 παρ.3 εδ.εΚΠοΛΔ).

ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 25.5.2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2023 Εφετειου Πειραιώς, κατά της με αριθμό 1270/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία δικάσθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται την έφεση

Εξαφανίζει τη με αριθμό 1270/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

Κρατεί την υπόθεση και αναδικάζει επί της από 13.1.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2020 αγωγής.

Απορρίπτει την αγωγή.

Διατάσσει την επιστροφή του παράβολου άσκησης της έφεσης στον εκκαλούντα.

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων μερών τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 2-4-2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ