Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 169/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός    169/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Δ.Π.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α. ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στον Πειραιά, ………. και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Εταιρίας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην …….. Αττικής, οδός ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Αρβανίτη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Άννα Κοντοσέα, μέλος της δικηγορικής εταιρίας «Γ. Κοντοσέας & Συνεργάτες Δικηγορική εταιρεία», με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.            

Β. ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Άννα Κοντοσέα, μέλος της δικηγορικής εταιρίας «Γ. Κοντοσέας & Συνεργάτες Δικηγορική εταιρεία», με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.            

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στον Πειραιά, ………. και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Εταιρίας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στην …….. Αττικής, οδός ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Αρβανίτη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.           

Ο εκκαλών στη Β έφεση – εφεσίβλητος στην Α έφεση άσκησε την από 28-12-2021 και με ΓΑΚ .. και ΕΑΚ …./30-12-2021 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, απευθυνόμενη κατά των εκκαλουσών στην Α έφεση – εφεσίβλητων στη Β έφεση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθ. 634/2023 οριστική απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται: α) οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες με την κρινόμενη από 10-5-2023 και με ΓΑΚ/ΑΚ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ……./10-5-2023 και ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ……/15-5-2023 έφεση (υπό στοιχείο Α) και β) ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την κρινόμενη από 22-1-2024 και με ΓΑΚ/ΑΚ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ……/22-1-2024 και ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ……/1-2-2024 έφεση (υπό στοιχείο Β), οι οποίες ορίσθηκαν να συζητηθούν για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Οι υπό κρίση: α) από 10-5-2023 και με ΓΑΚ/ΑΚ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ……./10-5-2023 και ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ……/15-5-2023 έφεση των εταιριών 1) «………» και 2) «……..», κατά του ………. (στο εξής: Α έφεση) και β) από 22-1-2024 και με ΓΑΚ/ΑΚ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ………/22-1-2024 και ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ………/1-2-2024 έφεση του εφεσίβλητου στην Α έφεση κατά των εκκαλουσών στην ίδια έφεση (στο εξής: Β έφεση), οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης (και δη κατά της με αριθ. 634/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, επί της από 28-12-2021 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../30-12-2021  αγωγής του εκκαλούντος στη Β έφεση κατά των εκκαλουσών στην Α έφεση) είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ). Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι, αν και οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση του παραβόλου της παρ. 3 του άρθρου 495 Κ.Πολ.Δ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, όπως αντικαταστάθηκε εκ νέου το άνω άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α’ 87/23.7.2015),  λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Πειρ. 447/2023, Εφ.Πειρ. 386/2023, www.efeteio-peir.gr).

2. Ο ενάγων και ήδη εκκαλών–εφεσίβλητος, με την προαναφερθείσα από 28-12-2021 αγωγή του εξέθεσε ότι δυνάμει συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που κατάρτισε με την δεύτερη εναγόμενη, η οποία έχει τον εφοπλισμό, την οικονομική διαχείριση και εμπορική εκμετάλλευση του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «BG», αριθ. νηολ. Πειραιά ….., κ.ο.χ. 15.150, κυριότητας της πρώτης εναγόμενης, ναυτολογήθηκε στο ως άνω πλοίο με την ειδικότητα του ναύτη κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα εντός των ετών 2020 και 2021. Ότι από τις άνω ναυτολογήσεις του, οι οποίες διέπονταν κατά συμφωνία των διαδίκων από την ΣΣΝΕ πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2019, διατηρεί αξιώσεις συνολικού ποσού 27.704,56 ευρώ για πρόσθετη αμοιβή λόγω υπερωριακής απασχόλησης, επιδόματα εορτών και πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον έκαστη, η  πρώτη αυτών δια του άνω πλοίου της, να του καταβάλουν για τις ως άνω αιτίες το άνω συνολικό ποσό, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας απόλυσής του, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης, ζητεί να καταδικαστούν οι εναγόμενες στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων.

3. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε την αγωγή ως ορισμένη, νόμιμη και εν μέρει βάσιμη κατ’ ουσία, υποχρέωσε τις εναγόμενες εις ολόκληρο, την πρώτη, κυρία του πλοίου, μόνο δια του άνω πλοίου και μέχρι την αξία του,  να καταβάλουν στον ενάγοντα για τις άνω αιτίες το συνολικό ποσό των 10.174,91 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λήξης της τελευταίας εργασιακής σχέσης του (29-9-2021), πλην του κονδυλίου που αφορά στη διαφορά επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2021, το οποίο επιδίκασε με το νόμιμο τόκο από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους. Επίσης, κήρυξε την απόφαση, κατά την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη, προσωρινά εκτελεστή για ποσό 5.000,00 ευρώ και καταδίκασε τις εναγόμενες σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, ποσού 450,00 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται τόσο ο ενάγων όσο και οι εναγόμενες με τους λόγους των εφέσεών τους, που συνιστούν παράπονα για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να αναδικαστεί η αγωγή από το Δικαστήριο τούτο και να γίνει δεκτή εν όλω ή να απορριφθεί στο σύνολό της αντιστοίχως.

4. Από την εισαγωγή του εν προκειμένου εφαρμοστέου προϊσχύσαντος Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ–ν. 3816/1958), όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 84, 105 και 106 αυτού, γίνεται διάκριση μεταξύ των εννοιών της πλοιοκτησίας, της κυριότητας πλοίου και του εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει κυριότητα και εφοπλισμό, έτσι ώστε, όταν τα τελευταία αυτά στοιχεία αποχωρίζονται, να υπάρχει αφενός κυριότητα του πλοίου και αφετέρου εφοπλισμός. Ειδικότερα, κατά την έννοια των άρθρων 105-106 του ΚΙΝΔ, εφοπλιστής είναι αυτός που εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο, το οποίο ανήκει κατά κυριότητα σε άλλο πρόσωπο. Η εκμετάλλευση αυτή μπορεί να στηρίζεται σε έννομη σχέση εμπράγματη ή ενοχική (επικαρπία, μίσθωση κ.λπ.), είτε σε απλή πραγματική κατάσταση. Βασική, πάντως, προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκεί και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και, εκτός από την απόλαυση των κερδών, επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του. Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των ως άνω άρθρων 84, 105, 106 του άνω ΚΙΝΔ συνάγεται ότι, όταν υπάρχει απαίτηση από την εκμετάλλευση του πλοίου κατά του εφοπλιστή, δηλαδή εναντίον εκείνου που εκμεταλλεύεται ξένο πλοίο, μπορεί ο δανειστής να στραφεί κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει, κατά νομική κυριολεξία, παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 Α.Κ.), διότι οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται εκ του νόμου για την απαίτηση αυτή μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και των παραρτημάτων αυτού. Δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του κυρίου του πλοίου είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή, για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ’ αυτού και είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων. Ενάγεται δε και αυτός (ο κύριος) απλώς και μόνο για να υπάρχει τίτλος εκτελεστός και κατ’ αυτού (Α.Π. 776/2010, Α.Π. 1549/2006, Α.Π. 799/2001, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 590/2023, Εφ.Πειρ. 402/2023, www.efeteio-peir.gr).  Περαιτέρω, ο απλός κύριος του πλοίου, για τις απαιτήσεις τρίτων που απορρέουν από τον εφοπλισμό, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι απαιτήσεις που απορρέουν από συμβάσεις ναυτολόγησης των μελών του πληρώματος, δηλαδή αξιώσεις από σύμβαση παροχής ναυτικής εργασίας, ευθύνεται με το πλοίο, δηλαδή μέχρι της αξίας του πλοίου, νομιμοποιούμενος παθητικά στη δίκη, ενώ ο εφοπλιστής ευθύνεται απεριόριστα με όλη την περιουσία του και μάλιστα σε ολόκληρο με τον κύριο του πλοίου (Α.Π. 991/1991, Ε.Εργ.Δ. 51, 1092, Α.Π. 48/1988, Ε.Εργ.Δ. 48, 315, Εφ.Πειρ. 590/2023, ό.α.).

5. Απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 Κ.Πολ.Δ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται στη συνέχεια, χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς (Α.Π. 983/2021, www.areiospagos.gr, Α.Π. 139/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), την υπ’ αριθ. ……/6-4-2022 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ………. ενώπιον της συμβολαιογράφου Ληξουρίου Κεφαλληνίας ……… και την υπ’ αριθ. ……../4-4-2022 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος …….. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ξάνθης ………., οι οποίες λήφθηκαν με πρωτοβουλία του ενάγοντος, μετά από νομότυπη (άρθρα 421, 422 Κ.Πολ.Δ.) κλήτευση των εναγόμενων (βλ. τις υπ’ αριθ. …../30-3-2022 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά,  ……….), καθώς και την υπ’ αριθ. ……./21-10-2022 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ………. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, η οποία λήφθηκε με πρωτοβουλία των εναγόμενων μετά από νομότυπη (άρθρα 421, 422 Κ.Πολ.Δ.) κλήτευση του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθ. ……./18-10-2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά,  …. . – .) [χωρίς το γεγονός ότι οι προαναφερθέντες μάρτυρες του ενάγοντος τυγχάνουν αντίδικοι των εναγόμενων επειδή έχουν ασκήσει εναντίον τους άλλη, δική τους, αγωγή με παρόμοιο αντικείμενο, να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (Εφ.Πειρ. 356/2023, Εφ.Πειρ. 543/2022, Εφ.Πειρ. 509/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 149/2022, www.efeteio-peir.gr), καθόσον άλλωστε έχει καταργηθεί η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 400 Κ.Πολ.Δ. περί εξαίρεσης εκείνων των μαρτύρων που μπορεί να έχουν συμφέρον από την έκβαση της δίκης, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενες με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους κατά το σχετικό μέρος του, οι οποίες άλλωστε προσκομίζουν ένορκη βεβαίωση ναυτικού που βρίσκεται σε σχέση (εργασιακής) εξάρτησης από τη δεύτερη απ’ αυτές], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν  στον Πειραιά μεταξύ του νόμιμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγόμενης μονοπρόσωπης ναυτιλιακής ανώνυμης εταιρίας, που ασκεί τον εφοπλισμό, την οικονομική διαχείριση και εμπορική εκμετάλλευση του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ–Ο/Γ πλοίου «BG», με αριθ. νηολογίου Πειραιά ….., κ.ο.χ. 15.150, κυριότητας της πρώτης εναγόμενης ναυτικής εταιρίας και του ενάγοντος, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του με αριθμό …… ναυτικού φυλλαδίου, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε στο ως άνω πλοίο με την ειδικότητα του ναύτη α) από 2-1-2020 έως 23-9-2020, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας μέχρι την 23-10-2020, β) από 15-10-2020 έως 12-3-2021, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας μέχρι 12-4-2021, γ) από 12-4-2021 έως 31-5-2021 οπότε απολύθηκε την 31-5-2021 λόγω αδείας μέχρι την 19-6-2021, δ) από 18-6-2021 έως 28-9-2021 οπότε απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει αυτού και του πλοιάρχου. Κατά τα ένδικα αυτά χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του ενάγοντος τις αποδοχές του ρύθμιζε η Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (Φ.Ε.Κ. Β’ 3170/12-8-2019), όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται. Το πλοίο «BG», ήταν κατά τα παραπάνω χρονικά διαστήματα ενταγμένο στην ακτοπλοϊκή γραμμή Πειραιάς – Χανιά Κρήτης – Πειραιάς και εκτελούσε τα ακόλουθα δρομολόγια: Α1) Κατά τα χρονικά διαστήματα από 2.1.2020 έως και 2.3.2020, από 23.3.2020 έως και 12.4.2020, από 2.6.2020 έως και 3.7.2020, από 7.9.2020 έως και 23.9.2020, από 15.10.2020 έως και 16.1.2021, από 19.4.2021 έως και 31.5.2021, από 18.6.2021 έως και 27.6.2021, από 6.9.2021 έως και 23.9.2021, ανά δύο ημέρες, αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 21.00’ μ.μ, με προορισμό τα Χανιά της Κρήτης, όπου έφτανε στις 06.00’ π.μ. της επομένης. Στη συνέχεια, αναχωρούσε από τα Χανιά την 22.00’ μ.μ. της ίδιας ημέρας, και επέστρεφε στον Πειραιά την 06.30’ π.μ. της επομένης, κ.ο.κ. Κατά το χρονικό διάστημα από 4.7.2020 έως και 22.7.2020, ανά δύο ημέρες αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 22.00’ μ.μ, με προορισμό τα Χανιά της Κρήτης, όπου έφτανε στις 07.00’ π.μ. της επομένης. Στη συνέχεια, αναχωρούσε από τα Χανιά την 22.00’ μ.μ. της ίδιας ημέρας, και επέστρεφε στον Πειραιά την 07.00’ π.μ. της επομένης, κ.ο.κ. Κατά το χρονικό διάστημα από 23.7.2020 έως και 6.9.2020, ανά δύο ημέρες αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 22.00’ μ.μ, με προορισμό τα Χανιά της Κρήτης, όπου έφτανε στις 06.00’ π.μ. της επομένης. Στη συνέχεια, αναχωρούσε από τα Χανιά την 22.00’ μ.μ. της ίδιας ημέρας, και επέστρεφε στον Πειραιά την 06.00’ π.μ. της επομένης, κ.ο.κ. Κατά το χρονικό διάστημα από 17.1.2021 έως και 12.3.2021 και από 14.4.2021 έως και 18.4.2021, ανά δύο ημέρες, αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 21.00’ μ.μ, με προορισμό τα Χανιά της Κρήτης, όπου έφτανε στις 06.00’ π.μ. της επομένης. Στη συνέχεια, αναχωρούσε από τα Χανιά την 22.00’ μ.μ. της ίδιας ημέρας, και επέστρεφε στον Πειραιά την 06.30′ π.μ. της επομένης. Κάθε Σάββατο, το πλοίο μετά την άφιξή του στο λιμάνι των Χανιών στις 06.00’ π.μ, παρέμενε σε αυτό και αναχωρούσε εκ νέου για τον Πειραιά την επομένη, Κυριακή στις 22.00’ μμ. Κατά το χρονικό διάστημα από 28.6.2021 έως και 5.9.2021, ανά δύο ημέρες αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 22.00’ μ.μ, με προορισμό τα Χανιά της Κρήτης, όπου έφτανε στις 06.30’ π.μ. της επομένης. Στη συνέχεια, αναχωρούσε από τα Χανιά την 22.00’ μ.μ. της ίδιας ημέρας, και επέστρεφε στον Πειραιά την 06.30’ π.μ. της επομένης, κ.ο.κ. Κατά το χρονικό διάστημα από 24-9-2021 έως και 28-9-2021, ανά δυο ημέρες αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 21:00’ μ.μ, με προορισμό τα Χανιά της Κρήτης, όπου έφθανε στις 05:30’ π.μ. της επομένης. Στη συνέχεια, αναχωρούσε από τα Χανιά την 22.00’ μ.μ. της ίδιας ημέρας, και επέστρεφε στον Πειραιά την 06.00’ π.μ. της επομένης, κ.ο.κ. Α2) Επιπλέον, τις πιο κάτω ημερομηνίες το ανωτέρω πλοίο εκτέλεσε και πρόσθετα (εμβόλιμα) δρομολόγια ως εξής: Τις 25.7.2020, 26.7.2020, 29.7.2020, 14.8.2020, 29.8.2020 και 30.8.2020, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι των Χανιών την 06.00’ π.μ, εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο ως εξής: Χανιά (αν. 10.00) – Πειραιάς (αφ. 18.00’ – αν. 22.00’). Τις 31.7.2020, 1.8.2020, 2.8.2020, 7.8.2020, 8.8.2020, 9.8.2020, 11.8.2020, 16.8.2020, 19.8.2020, 20.8.2020, 21.8.2020, 22.8.2020, 23.8.2020, 27.8.2020, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά την 06.00’ π.μ, εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο ως εξής: Πειραιάς (αν. 10.00) – Χανιά (αφ. 18.00). Τις 17.7.2021, 18.7.2021, 21.7.2021, 22.7.2021, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι των Χανιών την 06.30’ π.μ, εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο ως εξής: Χανιά (αν. 10.00) – Πειραιάς (αφ. 19.00-αν. 22.00). – Τις 23.7.2021, 24.7.2021,25.7.2021, 28.7.2021, 29.7.2021, 30.7.2021, 31.7.2021, 1.8.2021, 4.8.2021, 5.8.2021, 6.8.2021, 7.8.2021, 8.8.2021, 28.8.2021, 29.8.2021, 1.9.2021, 4.9.2021, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι των Χανιών την 06.30’ π.μ, εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο ως εξής: Χανιά (αν. 10.00) – Πειραιάς (αφ. 18.00 – αν. 22.00). Τις 31.12.2020, 10.8.2021, 13.8.2021, 14.8.2021, 15.8.2021, 18.8.2021, 19.8.2021, 20.8.2021, 21.8.2021, 22.8.2021, 25.8.2021 και 26.8.2021, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά την 06.30’ π.μ, εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο ως εξής: Πειραιάς (αν. 10.00) – Χανιά (άφ. 18.00). Β) Κατά τα χρονικά διαστήματα από 3.3.2020 έως και 22.3.2020 και από 12-4-2021 έως και 13-4-2021 το πλοίο διέκοψε τα δρομολόγιά του και διενεργήθηκαν σ’ αυτό εργασίες συντήρησης και επισκευών και Γ) Κατά το χρονικό διάστημα από 13.4.2020 έως την 1.6.2020 το πλοίο διέκοψε τα δρομολόγιά του και το πλήρωμα εντάχθηκε στις διατάξεις της υπ’ αριθ. 2242/21372/2020 κοινής υπουργικής απόφασης περί αναστολής της σύμβασης ναυτολογήσεώς του, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.10/32718/2020 όμοια απόφαση (αναστολή δρομολογίων λόγω covid-19). Τα παραπάνω αναφερόμενα (υπό στοιχ. 5Α1, Α2, Β και Γ) δρομολόγια έγιναν δεκτά και πρωτόδικα και δεν αμφισβητούνται.

6. Mε τα άρθρα 11, 12 παρ. 1, 13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ. 1 της ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (Φ.Ε.Κ. Β’ 3170/12.8.2019) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2019», του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ορίζονται τα ακόλουθα: « …Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς. …Ειδικά για το προσωπικό γενικών υπηρεσιών εν γένει, πλην των Ραδιοτηλεγραφητών, η οκτάωρη εργασία κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι της 22.00 ώρας με μία  ώρα διακοπή. … Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανόμενων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσόν του μηνιαίου μισθού ενεργείας της παρ. 1 του άρθρου 1 (αφορά το βασικό μισθό) διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173)… Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Σεπτεμβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων…. ». Εξάλλου, από τον περιλαμβανόμενο στην  ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα αμοιβών κατά βαθμό και ειδικότητα και τις σχετικές διατάξεις περί των αποδοχών των ναυτικών προκύπτει ότι με τη ΣΣΝΕ του έτους 2019 οι αποδοχές του ναύτη αναπροσαρμόστηκαν ως ακολούθως: 1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας, 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών, 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, 599,40 ευρώ αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,98 ευρώ Χ 30), 433,95 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών = 1.469,82 ευρώ Χ 1/22 = 66,81 ευρώ Χ 5 ημέρες = 334,05 ευρώ + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,98 Χ 5) = 99,9  ευρώ]. Ακόμη, από τον περιλαμβανόμενο στην ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα υπερωριακής αμοιβής κατά βαθμό και ειδικότητα με βάση το ωρομίσθιο του άρθρου 13 παρ. 6 προκύπτει ότι, προκειμένου περί ναύτη, η υπερωριακή αμοιβή ορίστηκε αντίστοιχα σε 8,54 ευρώ (με προσαύξηση 25%) για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και 10,25 ευρώ (με προσαύξηση 50%) για κάθε ώρα εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες και για το έτος 2019 σε 8,70 ευρώ  και 10,44 ευρώ αντίστοιχα. Επισημαίνεται, περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, ότι η ως άνω Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας προβλέπει στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ. 1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής, αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (Εφ.Πειρ. 132/2023, Εφ.Πειρ. 481/2023, Εφ.Πειρ. 300/2023, www.efeteio-peir.gr).

7. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 136 παρ. 1, 137 και 146 παρ. 2 του Κανονισμού Εργασίας των ναυτικών στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω (β.δ. 683/1960, Φ.Ε.Κ. Α’ 158/4.10.1960) «Οι διηρημένοι εις τας γενικάς εργασίας καταστρώματος άνδρες εργάζονται υπό την επίβλεψιν του Ναυκλήρου και του Υπαναυκλήρου ένδον εις καθαρισμούς, αποσκωρίασιν ελασμάτων, χρωματισμούς, καθαρισμόν των υδροσυλλεκτών και δεξαμενών πρωραίας και πρυμναίας ζυγοσταθμίσεως, προετοιμασίαν των κυτών διά φόρτωσιν ή εκφόρτωσιν, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, εις πρωρατικά έργα, ευθέτισιν των αποθηκών υλικών συντηρήσεως σκάφους και των κυτών προς πρόληψιν μετατοπίσεως, αναμίξεως, βλάβης, φθοράς ή κλοπής του φορτίου πυρκαϊάς, τοποθέτησιν παραφραγμάτων φορτίου και εις πάσαν άλλην εργασίαν της ειδικότητός των, διατασσομένην υπό του Υπάρχου» (άρθρο 136 παρ. 1), «Το προσωπικόν καταστρώματος κατανέμεται κατά τον κατάπλουν, την αγκυροβολίαν, την άπαρσιν και τον απόπλουν επί τη βάσει του οικείου πίνακος διαιρέσεως προσωπικού ως εξής: α) ο Πλοίαρχος επί της γεφύρας, β) ο Ύπαρχος όπου θεωρείται αναγκαίον, γ) ο Υποπλοίαρχος εις το πρόστεγον μετά του Ναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος, δ) ο Ανθυποπλοίαρχος εις το επίστεγον μετά του Υποναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος…, ε) ο Δόκιμος αξιωματικός επί της γεφύρας διά την διαβίβασιν των παραγγελμάτων, στ) ο Πηδαλιούχος εις το πηδάλιον. 2. Κατά τον κατάπλουν και την αγκυροβολίαν, την μεθόρμισιν ως και την άπαρσιν και τον απόπλουν, δεν τηρούνται αι συνήθεις ώραι εργασίας, αλλά πάντες εργάζονται διά την κανονικήν και ασφαλή αγκυροβολίαν και όρμισιν του πλοίου ή διά την κανονικήν άπαρσιν αυτού και πέραν έτι των ωρών εργασίας, χωρίς τούτο να θεωρήται υπερωρία. Εάν το πλοίον είναι ηγκυροβολημένον εις ανοικτόν όρμον ή εις άλλο αγκυροβόλιον ουχί ασφαλές δύναται κατά την κρίσιν του Πλοιάρχου να εξακολουθήση η εργασία κατά φυλακάς ως εν πλώ» (άρθρο 137 παρ. 1) και «εν όρμω το προσωπικόν καταστρώματος υπό την εποπτείαν και τον έλεγχον του Υπάρχου και υπό την διεύθυνσιν του Ναυκλήρου, ασχολείται εις καθαρισμούς, υποσκωρίασιν ελασμάτων χρωματισμούς, καθαρισμόν υδροσυλλεκτών και δεξαμενών, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, πρωρατικά έργα και εις πάσαν άλλην εργασίαν σκάφους, διατασσομένην υπό του Υπάρχου, συμφώνως προς το ωρολόγιον πρόγραμμα ημερησίας εργασίας εν όρμω, χειμερινόν ή θερινόν, αναλόγως της εποχής του έτους» (άρθρο 146 παρ. 2). Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, μεταξύ άλλων, πρώτον, ότι οι εργασίες αποσκοριώσεως (ματσακόνι) και χρωματισμού των εξωτερικών ελασμάτων του πλοίου δεν επιτρέπεται να εκτελούνται εν πλω, δεύτερον, ότι στα λιμάνια προσεγγίσεως του πλοίου το προσωπικό καταστρώματος μετέχει σύσσωμο στις εργασίες κατάπλου (πρόσδεση και αγκυροβολία) και απόπλου (απόδεση και άπαρση) και, τρίτων, ότι η εργασία αυτή, ακόμα και αν εκτείνεται πέραν του οκταώρου της καθημερινής απασχόλησης των ναυτών, δεν θεωρείται υπερωριακή. Όμως, η τελευταία αυτή ρύθμιση υποχωρεί, καθόσον στη (μεταγενέστερη και ειδικότερη) διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 της ως άνω ΣΣΝΕ, που έχει ισχύ νόμου, ορίζεται αντιθέτως ότι για όλες τις εργασίες που εκτελούνται στο λιμάνι πέραν των κανονικών εργασίμων ωρών, ο ναυτικός δικαιούται πρόσθετη αμοιβή, επειδή οι εργασίες αυτές, στις οποίες ρητά συμπεριλαμβάνονται και αυτές κατά τον κατάπλου και τον απόπλου, θεωρούνται υπερωριακές (Εφ.Πειρ. 677/2023, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 602/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

8. Περαιτέρω, από τα ίδια άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι το άνω πλοίο στο οποίο ο ενάγων ήταν ναυτολογημένος, διατηρούσε κατά τα επίδικα άνω χρονικά διαστήματα πλήρη την ανά περίοδο αναγκαία κατά νόμο σύνθεση πληρώματος καταστρώματος, έχοντας ναυτολογημένους ως τέτοιο προσωπικό ένα ναύκληρο, δύο υποναύκληρους, δώδεκα ναύτες και δύο ναυτόπαιδες. Ο ενάγων παρείχε με την ειδικότητα του ναύτη τις υπηρεσίες του στο πλοίο αυτό, είτε εκτελώντας μαζί με άλλο ναύτη κυκλικές βάρδιες (φυλακές γέφυρας), είτε εργαζόμενος ως ημερεργάτης (dayman), συμμετέχοντας, υπό την επίβλεψη του ναύκληρου και του υποναύκληρου, στις εργασίες συντήρησης, καθαρισμών, κατάπλου ή απόπλου, φορτοεκφόρτωσης και έχμασης οχημάτων, συνεπικουρούμενος από τους λοιπούς ναύτες που εργάζονταν ως ημερεργάτες, τους ναυτόπαιδες, το ναύκληρο και τους υποναύκληρους. Ειδικότερα, κατά το χρόνο που το πλοίο ταξίδευε, ο ενάγων εργαζόταν σε δυο τετράωρες βάρδιες, είτε παρέμενε στη γέφυρα του πλοίου, είτε πραγματοποιούσε περιπολίες σε όλα τα μέρη του πλοίου, ελέγχοντας τους χώρους αυτού και κουρδίζοντας τα ρολόγια πυρασφάλειας, ενώ, όταν το πλοίο προσέγγιζε σε λιμάνι, συμμετείχε στις εργασίες κατάπλου του πλοίου. Επιπλέον, εάν ένα δίωρο μετά την έναρξη της βάρδιάς του ή ένα δίωρο μετά τη λήξη αυτής εκτελούνταν φόρτωση ή εκφόρτωση του πλοίου ή το πλοίο προσέγγιζε σε λιμάνι, η εργασία του άρχιζε αντίστοιχα νωρίτερα ένα δίωρο πριν τον ορισθέντα χρόνο έναρξης της βάρδιάς του και συνέχιζε να εργάζεται αντίστοιχα για ένα δίωρο μετά τη λήξη της βάρδιάς του σε εργασίες φόρτωσης, εκφόρτωσης και έχμασης των οχημάτων, καθώς επίσης και στις εργασίες απόπλου του πλοίου. Οι άνω βάρδιες διατηρούνταν όλο το 24ωρο, όταν δε το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι και ο ενάγων βρισκόταν σε βάρδια, απασχολούνταν με τις φορτοεκφορτώσεις αλλά και με τις εργασίες καθαριότητας και συντήρησης του πλοίου, τις οποίες εκτελούσε μαζί με τους ντεημάνιδες. Όταν εργαζόταν ως ντεημάνης, ξεκινούσε την εργασία του μία ώρα πριν την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι και ασχολούνταν με τις εργασίες προετοιμασίας του κατάπλου και το λύσιμο των φορτηγών, ενώ μετείχε και στις εργασίες κατάπλου και στην εκφόρτωση του πλοίου και ακολούθως και στις εργασίες συντήρησης και καθαριότητας των καταστρωμάτων και των γκαράζ. Επιπλέον, μετά τη φόρτωση και έχμαση των φορτηγών, μετείχε στις εργασίες απόπλου το πλοίου και στο μάζεμα των μέσων πρόσδεσης. Προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών που πρόκυπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ανωτέρω πολύωρων δρομολογίων του, όπως ανωτέρω αναλύονται, ο ενάγων απασχολούνταν με τις προαναφερθείσες εργασίες της ειδικότητός του, καθημερινά, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών και μάλιστα πέραν της προβλεπόμενης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης και της διάρκειας των δρομολογίων που διενεργούσε το άνω πλοίο, ιδίως κατά τους θερινούς μήνες, οπότε εκτελούσε και πρόσθετο (ημερήσιο) δρομολόγιο. Έτσι, πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του νόμιμου οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησης του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του που αφορούν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών, ενόψει της συνάρτησής τους με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, οι οποίοι συνδέονταν με την διαρκή εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών γραμμών και δεν απασχολούνταν κατά κανόνα μόνο εντός των χρονικών  ορίων της βάρδιας του. Η ανάγκη παροχής εργασίας, πέραν των νόμιμων, κατά τα άνω, χρονικών ορίων, αποδεικνύεται άλλωστε και από το γεγονός ότι η δεύτερη εναγόμενη του κατέβαλε κάθε μήνα αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση. Μάλιστα, οι εναγόμενες με την έφεσή τους, αλλά και με τις προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αναφέρουν ότι η ημερήσια εργασία του ενάγοντος δεν υπερέβαινε σε κάθε περίπτωση τις 9 – 10 ώρες ημερησίως. Με την αγωγή του ο ενάγων ισχυρίζεται ότι εργαζόταν επί 14 ώρες τις καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες, πλην των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων οπότε το πλοίο εκτελούσε επιπλέον ημερήσιους πλόες, κατά τα οποία ισχυρίζεται ότι εργαζόταν επί 16 ώρες ημερησίως, καθώς και των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων που διενεργούνταν επισκευές στο πλοίο, κατά τα οποία ισχυρίζεται ότι εργαζόταν καθημερινά επί 10 ώρες. Τα ίδια αναφέρουν στις ένορκες βεβαιώσεις τους και οι άνω μάρτυρες απόδειξης …………. και ………., οι οποίοι συνυπηρέτησαν με τον ενάγοντα με την ίδια ειδικότητα και τα ίδια περίπου χρονικά διαστήματα και δη ο πρώτος από 2-10-2019 έως 1-3-2020, από 14-6-2020 έως 4-11-2020, από 24-11-2020 έως 23-4-2021 και από 13-5-2021 έως 28-9-2021 και ο δεύτερος από 2-10-2019 έως 2-2-2020, από 1-3-2020 έως 14-8-2020 και από 3-9-2020 έως 24-11-2020. Από την άλλη πλευρά, ο μάρτυρας ανταπόδειξης Μιχαήλ, ο οποίος υπηρέτησε στο άνω πλοίο από τον Οκτώβριο του 2020 έως τις 28-9-2021, αναφέρει στην ένορκη βεβαίωσή του ότι η ημερήσια εργασία του ενάγοντος αντιστοιχούσε στις δυο τετράωρες βάρδιές του και ότι οι ώρες εργασίες του ήταν οι ίδιες και δεν αυξάνονταν όταν εκτελούσε καθήκοντα ντεημάνη, προσθέτει όμως ότι στο τέλος κάθε μήνα η δεύτερη εναγόμενη του πλήρωνε ένα έξτρα ποσό μαζί με το μισθό του. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, λαμβανομένων επίσης υπόψη των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος στο άνω πλοίο, το οποίο ήταν δρομολογημένο στην ως άνω ακτοπλοϊκή γραμμή και εκτελούσε τα δρομολόγια που προαναφέρθηκαν, της αυξομείωσης της επιβατικής κίνησης αναλόγως των περιόδων του έτους (μειωμένη τη χειμερινή, σημαντικά μεγαλύτερη κατά τη θερινή), της χωρητικότητας του άνω πλοίου και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του (μεταφορική ικανότητα 1.790 επιβατών και 780 οχημάτων, εννέα καταστρώματα εκ των οποίων τα τρία γκαράζ), της συνολικής διάρκειας εκάστου δρομολογίου από την αναχώρηση του πλοίου από το λιμένα της αφετηρίας του μέχρι τον κατάπλου του στον ίδιο λιμένα, της οργανικής σύνθεσης του πληρώματος καταστρώματος, της σταθερής καταβολής στον ενάγοντα από την δεύτερη εναγόμενη, εργοδότριά του, παγίως κάθε μήνα χρηματικών ποσών, ως αμοιβή για υπερωριακή του απασχόληση, γεγονός που εκ των πραγμάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτή αναγνώριζε στην πράξη την ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης των μελών του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος του πλοίου της για την εύρυθμη λειτουργία του, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του ενάγοντος και των καθηκόντων της ειδικότητός του, όπως αυτά αναλυτικά περιγράφηκαν ανωτέρω και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, ενόψει και του ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητάς του στο πλοίο δεν θα μπορούσαν, εξ ορισμού, να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών, υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρο 57 παρ. 1 του Κ.Ι.Ν.Δ. (Εφ.Πειρ. 356/2023, ό.α.), με αποτέλεσμα ο χρόνος παραμονής αυτού στο πλοίο, να μην ταυτίζεται αναγκαία με τον χρόνο πραγματικής απασχόλησής του σ’ αυτό, το Δικαστήριο τούτο οδηγείται στην κρίση ότι ο μέσος όρος της συνολικής, όχι εξαιρετικής αλλά καθημερινής ημερήσιας απασχόλησής του (συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών) κατά τα επίδικα άνω χρονικά διαστήματα από 2-1-2020 και έως την οριστική αποναυτολόγησή του την 28-9-2021, ανέρχονταν σε 12 ώρες, και όχι σε 14 ώρες, όπως ισχυρίσθηκε αυτός με την αγωγή του, πλην των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων κατά τα οποία το πλοίο εκτελούσε και πρόσθετο ημερήσιο δρομολόγιο, οπότε ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος ανέρχονταν σε 14 ώρες και όχι σε 16 ώρες, όπως ισχυρίσθηκε αυτός με την αγωγή του, καθώς επίσης σε 10 ώρες κατά τα χρονικά διαστήματα από 3-3-2020 έως και 22-3-2020 και από 12-4-2021 έως και 13-4-2021, οπότε κατά τα άνω αποδειχθέντα, δεν διενεργούνταν πλόες από το άνω πλοίο, αλλά εργασίες γενικής επισκευής και συντήρησης αυτού, στις οποίες συμμετείχε καθημερινά και ο ενάγων. Κατά συνέπεια, ο τελευταίος παρείχε, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. i) κατά το χρόνο που το πλοίο εκτελούσε ένα δρομολόγιο, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, κατά τις καθημερινές και Κυριακές 4 ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και αργίες 12 ώρες τέτοιας εργασίας, ii) κατά το χρόνο που το πλοίο εκτελούσε ένα επιπλέον ημερήσιο δρομολόγιο, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, κατά τις καθημερινές και Κυριακές 6 ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και αργίες 14 ώρες τέτοιας εργασίας και iii) κατά το χρονικό διάστημα από 3-3-2020 έως και 22.3.2020 και από 12-4-2021 έως και 13-4-2021, οπότε, κατά τα άνω αποδειχθέντα, ο ενάγων μετείχε σε εργασίες γενικής επισκευής και συντήρησης του πλοίου, κατά τις καθημερινές και Κυριακές 2 ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και αργίες του ιδίου χρονικού διαστήματος, υπερωριακή εργασία 10 ωρών. Σημειώνεται ότι ο ενάγων δεν αξιώνει αμοιβή για υπερωριακή εργασία για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια λόγω αναστολής της σύμβασης ναυτολόγησής του συνεπεία του κορονοϊού. Ο  ισχυρισμός του ενάγοντος ότι απασχολούνταν επί 14 ώρες καθημερινά καθ’ όλες τις άλλες περιόδους, πλην του εκείνων που το πλοίο εκτελούσε ένα επιπλέον ημερήσιο δρομολόγιο, οπότε η απασχόλησή του καθημερινά έφθανε τις 16 ώρες, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσής του κατά το σχετικό μέρος του, δεν κρίνεται πειστικός για το, πέραν των άνω διαπιστωμένων ωρών καθημερινής απασχόλησης, μέρος του, ενόψει όσων προαναφέρθηκαν. Ομοίως, μη πειστικός κρίνεται ο ισχυρισμός των εναγόμενων, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, κατά τον οποίο η πραγματική εργασία του ενάγοντος δεν υπερέβαινε κατά κανόνα σε ημερήσια βάση τις 8 ώρες, καθώς δεν βρίσκεται σε λογική ακολουθία με τα ανωτέρω αποδειχθέντα, ήτοι την εκτέλεση συνεχών πλόων (ενίοτε και διπλών) καθ’ όλη τη διάρκεια της εβδομάδας και τα καθήκοντα του ενάγοντος, που δεν ήταν εφικτό να εκτελούνται μέσα στο νόμιμο οκτάωρο. Το γεγονός ότι το πλοίο είχε πλήρη την οργανική σύνθεση πληρώματος κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς το μέσον όρο της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος που πραγματοποιούνταν καθημερινά, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του Ν.Δ. 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (Κ.Δ.Ν.Δ, Φ.Ε.Κ. Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλοών του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (Εφ.Πειρ. 677/2023, Εφ.Πειρ. 655/2022, Εφ.Πειρ. 569/2022, Εφ.Πειρ. 423/2021, www.efeteio-peir.gr), ενώ το γεγονός ότι η άνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν πλήρως στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος και στο αρχείο ωρών ανάπαυσης ναυτικών, τα οποία τηρούσε ανά μήνα η δεύτερη εναγόμενη, διά του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 157 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της των ως άνω ΣΣΝΕ, καθώς και το ότι ο ενάγων υπέγραφε στα εν λόγω βιβλία, καθώς και στις αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (Εφ.Πειρ. 590/2023, Εφ.Πειρ. 155/2023, Εφ.Πειρ. 677/2023, Εφ.Πειρ. 577/2022, Εφ.Πειρ. 304/2020, Εφ.Πειρ. 274/2019, www.efeteio-peir.gr), επιπλέον δε, είναι κοινώς γνωστό ότι δεν είναι σύνηθες οι ναυτικοί που υπηρετούν σε ένα πλοίο να διατυπώνουν επιφυλάξεις στις σχετικές καταστάσεις, προφανώς από φόβο ότι μπορεί να δυσαρεστήσουν τον εργοδότη και να διακινδυνεύσουν τη θέση εργασίας τους. Εξάλλου, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, η οποία συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 Α.Κ, 8 ν. 2112/1920 και 8 παρ. 4 Ν. 4020/1959, κάθε παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (Α.Π. 587/2006, Εφ.Πειρ. 18/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 677/2023, Εφ.Πειρ. 304/2020, www.efeteio-peir.gr). Περαιτέρω, οι αιτιάσεις των εναγόμενων, που περιέχονται στον πρώτο λόγο της έφεσής τους, ότι η επιβατική κίνηση κατά την επίδικη περίοδο, ακόμα και τους θερινούς μήνες, ήταν μειωμένη λόγω της οικονομικής κρίσης, πολύ δε περισσότερο όλο το έτος 2020 λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, ως επιχείρημα υπέρ των ισχυρισμών τους ότι δεν ήταν αναγκαία η εκτέλεση υπό του ενάγοντος υπερωριακής εργασίας, ανατρέπεται από το γεγονός ότι η εργοδότρια δεύτερη απ’ αυτές κατέβαλε στον ενάγοντα αμοιβή για υπερωριακή εργασία και κατά το έτος 2020. Όμοια, απορριπτέες ως αβάσιμες κατ’ ουσία, ενόψει των πειστικών σχετικά αντιθέτων ενόρκων βεβαιώσεων των άνω μαρτύρων απόδειξης, τυγχάνουν οι περαιτέρω αιτιάσεις των εναγόμενων με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, ότι η διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος δεν υπερέβη το οκτάωρο κατά τα άνω χρονικά διαστήματα γενικής επισκευής και συντήρησης του πλοίου. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε ότι ο ενάγων εργάζονταν στο άνω πλοίο καθημερινά επί 11 και όχι επί 12 ώρες, καθ’ ο χρόνο αυτό εκτελούσε μονό δρομολόγιο ημερησίως, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό μέρος του πρώτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος, που κρίνεται εν μέρει βάσιμος κατ’ ουσία, όπως επίσης έσφαλε, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, δεχόμενο ότι ο ενάγων εργάζονταν στο εν λόγω πλοίο καθημερινά επί 15 και όχι επί 14 ώρες καθ’ ο χρόνο αυτό εκτελούσε διπλό δρομολόγιο ημερησίως, κατά το συναφή πρώτο λόγο της έφεσης των εναγόμενων, που επίσης κρίνεται εν μέρει βάσιμος κατ’ ουσία. Αντίθετα, απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσία κρίνεται ο πρώτος λόγος έφεσης του ενάγοντος καθ’ ο μέρος κάνει λόγο για καθημερινή εργασία του μεγαλύτερη των 12 ωρών κατά το χρόνο που το πλοίο εκτελούσε ένα δρομολόγιο και μεγαλύτερη των 14 ωρών κατά το χρόνο που το πλοίο εκτελούσε ένα επιπλέον ημερήσιο δρομολόγιο. Όμοια, απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσία τυγχάνει ο πρώτος λόγος της έφεσης των εναγόμενων, καθ’ ο μέρος κάνει λόγο για καθημερινή εργασία του ενάγοντος μόνον έως 9-10 ώρες τις καθημερινές και έως 8 ώρες τις ημέρες που διενεργούνταν επισκευές. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα και το οικείο αγωγικό αίτημα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην προαναφερόμενη Σ.Σ.Ν.Ε, για τα επίδικα χρονικά διαστήματα από 2.1.2020 έως και 2.3.2020, από 23.3.2020 έως και 12.4.2020, από 1.6.2020 έως και 23.9.2020, από 15.10.2020 έως και 12.3.2021, από 12.4.2021 έως και 31.5.2021 και από 18.6.2021 έως και 28.9.2021, ο ενάγων δικαιούνταν τα ακόλουθα ποσά ως αμοιβή της υπερωριακής εργασίας του με την ειδικότητα του ναύτη στο πλοίο «BG»: Α) για 55 Σάββατα και 15 αργίες (ως δεν αμφισβητείται) που πραγματοποιήθηκε μονό δρομολόγιο εργάσθηκε υπερωριακά 12 ώρες ημερησίως, με συνέπεια να δικαιούται εξ αυτού του λόγου ως αμοιβή το ποσό των [70 ημέρες Χ 12 ώρες Χ 10,04 ευρώ/ώρα (απλή υπερωρία, προσαυξημένη με 50%)] 8.433,60 ευρώ. Επίσης, για 3 Σάββατα που εκτελέστηκαν επισκευές (ως δεν αμφισβητείται), εργάσθηκε υπερωριακά 10 ώρες ημερησίως, με συνέπεια να δικαιούται εξ αυτού του λόγου ως αμοιβή το ποσό των 313,20 ευρώ  (3 ημέρες X 10 ώρες X 10,44 ευρώ ανά ώρα). Ακόμη, για 13 Σάββατα και μία αργία (15/8) (ως δεν αμφισβητείται) που πραγματοποιήθηκε διπλό δρομολόγιο, εργάστηκε υπερωριακά 14 ώρες την ημέρα, αιτία για την οποία δικαιούται ως αμοιβή το συνολικό ποσό των 1.967,84 ευρώ. Ήτοι, συνολικά για την υπερωριακή απασχόλησή του κατά τα Σάββατα και τις αργίες των ένδικων χρονικών περιόδων ο ενάγων δικαιούταν το συνολικό ποσό των (8.433,60 + 313,20 + 1.967,84) 10.714,64 ευρώ. Από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τις εναγόμενες αναλυτικές καταστάσεις μισθοδοσίας των ετών 2020 και 2021 αποδεικνύεται ότι για την ως άνω αιτία ο ενάγων έλαβε ποσό 8.187,84 ευρώ (4.658,32 ευρώ για το έτος 2020 και 3.529,52 ευρώ για το έτος 2021), όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται και ως εκ τούτου του οφείλεται υπόλοιπο ποσό 2.526,80 ευρώ, κατά παραδοχή ως βάσιμης κατ’ ουσία της ένστασης μερικής εξόφλησης που προέβαλαν οι εναγόμενες. Και Β) για 39 καθημερινές και Κυριακές (ως δεν αμφισβητείται) που πραγματοποιήθηκε διπλό δρομολόγιο εργάσθηκε υπερωριακά 6 ώρες ημερησίως, με συνέπεια να δικαιούται εξ αυτού του λόγου ως αμοιβή το ποσό των (39 ημέρες Χ 6 ώρες Χ 8,70 ευρώ/ώρα) 2.035,80 ευρώ. Επίσης, για 19 καθημερινές και Κυριακές (ως δεν αμφισβητείται) που πραγματοποιήθηκαν επισκευές εργάσθηκε υπερωριακά 2 ώρες ημερησίως, με συνέπεια να δικαιούται εξ αυτού του λόγου ως αμοιβή το ποσό των (19 ημέρες Χ 2 ώρες Χ 8,70 ευρώ/ώρα) 330,60 ευρώ. Ακόμη, για 373 καθημερινές και Κυριακές (ως δεν αμφισβητείται) που πραγματοποιήθηκε μονό δρομολόγιο, εργάσθηκε υπερωριακά 4 ώρες  ημερησίως, με συνέπεια να δικαιούται εκ του λόγου αυτού ως αμοιβή το ποσό των (373 Χ 4 ώρες Χ 8,70 ευρώ/ώρα) 12.980,04 ευρώ. Ήτοι, συνολικά για την υπερωριακή απασχόλησή του κατά τις καθημερινές και Κυριακές των  ένδικων χρονικών περιόδων ο ενάγων δικαιούταν το συνολικό ποσό των (2.035,80 + 330,60 + 12.980,04) 15.346,44 ευρώ. Από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τις εναγόμενες αναλυτικές καταστάσεις μισθοδοσίας των ετών 2020 και 2021 αποδεικνύεται ότι για την ως άνω αιτία ο ενάγων έλαβε ποσό 8.844,28 ευρώ (4.990,86 ευρώ για το έτος 2020 και 3.853,42 ευρώ για το έτος 2021), όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται και ως εκ τούτου του οφείλεται υπόλοιπο ποσό 2.648,74 ευρώ, δεκτής γενομένης ως βάσιμης κατ’ ουσία της ένστασης μερικής εξόφλησης που προέβαλαν οι εναγόμενες. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του επιδίκασε στον ενάγοντα συνολικά μεγαλύτερο ποσό για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές, Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, αφού υπολόγισε εσφαλμένα στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του λιγότερες ώρες υπερωριακής εργασίας του (11 αντί 12) κατά τις ημέρες των μονών δρομολογίων του πλοίου και περισσότερες ώρες τέτοιας εργασίας του (15 αντί 14) τις ημέρες των διπλών δρομολογίων, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτού γενομένου του σχετικού μέρους του πρώτου λόγου εκάστης έφεσης.

9. Από τη διάταξη του άρθρου 14 της εφαρμοστέας άνω ΣΣΝΕ σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 2, 3 και 7 της με  αριθμό 70109/8008/14-12-1982 απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς του δικαιούμενους ναυτικούς» (Φ.Ε.Κ. B’ 1/07-01-1982), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντίστοιχα, εφόσον  η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου και από την 1η Ιανουαρίου μέχρι την 30η Απριλίου αντίστοιχα, ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, τα 2/25 του μηνιαίου μισθού για κάθε δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του μισού (μηνιαίου) μισθού για κάθε  οκταήμερο χρονικό διάστημα αντίστοιχα ή ανάλογο κλάσμα σε περίπτωση χρονικού διαστήματος μικρότερο του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου. Για τον υπολογισμό των επιδομάτων  λαμβάνεται υπόψη ο πράγματι καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα προ του Πάσχα αντίστοιχα, ενώ ως καταβαλλόμενος μισθός νοείται το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της άνω Υπουργικής Απόφασης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος πάγια και τακτικά ανά  μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικά, γ) οι λοιπές, τακτικά και πάγια, καταβαλλόμενες  παροχές, στις οποίες, για τον υπολογισμό των δώρων εορτών, συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 18/2016, Εφ.Πειρ. 19/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), η τροφοδοσία, είτε καταβάλλεται αυτούσια είτε σε χρήμα  (Εφ.Πειρ. 463/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 496/2015, αδημ, Εφ.Πειρ. 861/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ο μέσος όρος του επιδόματος έχμασης, που αποτελεί πρόσθετη αμοιβή, προβλεπόμενη από την ανωτέρω ΣΣΝΕ (στο άρθρο 30) ειδικά για το κατώτερο προσωπικό του καταστρώματος που απασχολείται στη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των οχημάτων, το οποίο υπολογίζεται και καταβάλλεται στους δικαιούχους αναλογικά κατά μήνα ως νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας τους (Εφ.Πειρ. 3/2024, Εφ.Πειρ. 356/2023, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 117/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (Εφ.Πειρ. 463/2022, Εφ.Πειρ. 220/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 164/2014, Εφ.Πειρ. 328/2014, Εφ.Πειρ. 177/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ωστόσο συνυπολογίζεται και η εν λόγω αμοιβή στην περίπτωση που πραγματοποιούνται τακτικά τέτοια δρομολόγια και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (Εφ.Πειρ. 463/2022, ό.α, Εφ.Πειρ. 544/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 590/2014, Εφ.Πειρ. 66/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).  Επίσης, συνυπολογιστέα δεν είναι η αμοιβή για εκτέλεση έξτρα εργασιών, εκτός εάν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα (Εφ.Πειρ. 237/2016, Εφ.Πειρ. 164/2014, Εφ.Πειρ. 434/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, π.ρ.β.λ. και Εφ.Πειρ. 207/2023, Εφ.Πειρ. 569/2022, Εφ.Πειρ. 543/2022, www.efeteio-peir.gr). Με βάση τα παραπάνω, στις νόμιμες τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ναυτικού θα συνυπολογιστούν, όπως και πρωτόδικα, εκτός άλλων, ο μέσος όρος της αμοιβής του για υπερωριακή εργασία, η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας και ο μέσος όρος της αμοιβής του για την εκτέλεση καθηκόντων πυρασφάλειας (ρολόγια ναυτών), ενόψει του ότι, από τις προσκομιζόμενες και μη αμφισβητούμενες από τους διαδίκους μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του ενάγοντος προκύπτει η κατά τρόπο σταθερό, τακτική, κάθε μήνα καταβολή ποσών γι’ αυτές τις αιτίες, ως άλλωστε δεν αμφισβητείται από τις εναγόμενες – εκκαλούσες. Δεν θα συνυπολογιστεί όμως, όπως και πρωτόδικα, η πρόσθετη αμοιβή του για δρομολόγια εξπρές, επειδή δεν αποδεικνύεται ότι την ελάμβανε αδιαλείπτως και ότι τα δρομολόγια εξπρές πραγματοποιούνταν τακτικά, ενώ και ο ίδιος, στο δικόγραφο της αγωγής του, δεν τη συνυπολογίζει στις τακτικές αποδοχές του. Επίσης, δεν θα συνυπολογιστούν στις τακτικές αποδοχές του, όπως και πρωτόδικα, οι έκτακτες αμοιβές που του καταβλήθηκαν, διότι δεν αποδεικνύεται ο ισχυρισμός του ότι είχε συμφωνηθεί ότι θα του καταβάλλονταν και ότι του καταβάλλονταν πράγματι τακτικά τέτοιες αμοιβές, οι οποίες, σημειωτέον, δεν προσδιορίζεται αλλά ούτε και προκύπτει με σαφήνεια το είδος των εργασιών που αφορούσαν. Μετά ταύτα οι νόμιμες τακτικές μηνιαίες αποδοχές του για τον υπολογισμό των δώρων εορτών ανέρχονται  σε 4.564,64 ευρώ [1.204,77 ευρώ μισθός ενέργειας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής (παρά το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε επαρκής τροφοδοσία του πληρώματος – άρθρο 18 παρ. 2 της άνω ΣΣΝΕ) + 499,95 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας + 1.509,33 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας (26.061,08 ευρώ η συνολική αμοιβή / 518 ημέρες απασχόλησης = 50,31 ευρώ Χ 30 = 1.509,32 ευρώ) + 326,69 ευρώ επικαλούμενος στην αγωγή μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής έχμασης οχημάτων  (κατ’ άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ, καθόσον από τις αποδείξεις μισθοδοσίας προκύπτει ποσό 395,00 ευρώ) + 122,81 ευρώ μέσος όρος για την εκτέλεση καθηκόντων πυρασφάλειας (κούρδισμα ρολογιών) (2.120,58 ευρώ η συνολική αμοιβή / 518 ημέρες εργασίας Χ 30)=4.564,64 ευρώ]. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται: Α) Για αναλογία δώρου Πάσχα 2020 (για το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του από 1-1-2020 έως 12-4-2020) (103 ημέρες), ποσό ίσο με το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε 8 ημέρες εργασίας και δη το ποσό των 1.958,99 ευρώ (4.564,64 ευρώ / 2 / 15  Χ 12,875 οκταήμερα) και μετά την αφαίρεση του ποσού 1.062,03 ευρώ που αποδεικνύεται από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του ότι έλαβε για την αιτία αυτή, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 896,96 ευρώ, δεκτής γενομένης ως βάσιμης κατ’ ουσία της ένστασης μερικής εξόφλησης που προέβαλαν οι εναγόμενες. Β) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2020 (για το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του από 1-6-2020 έως 23-9-2020 και από 15-10-2020 έως 31-12-2020) (193 ημέρες), ποσό ίσο με τα 2/25 του μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες εργασίας και δη το ποσό των  ευρώ 3.709,04 ευρώ (4.564,64 ευρώ Χ 2 / 25 Χ 10,157 δεκαεννιαήμερα) και μετά την αφαίρεση του ποσού 1.984,60 ευρώ που αποδεικνύεται από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του ότι έλαβε για την αιτία αυτή, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 1.724,44 ευρώ, δεκτής γενομένης ως βάσιμης κατ’ ουσία της ένστασης μερικής εξόφλησης που προέβαλαν οι εναγόμενες. Γ) Για αναλογία δώρου Πάσχα 2021 (για το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του από 1-1-2021 έως 12-3-2021 και από 12-4-2021 έως και 30-4-2021 (90 ημέρες), ποσό ίσο με το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε 8 ημέρες εργασίας και δη το ποσό των 1.711,74 ευρώ (4.564,64 ευρώ / 2 / 15  Χ 11,25 οκταήμερα) και μετά την αφαίρεση του ποσού 949,10 ευρώ που αποδεικνύεται από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του ότι έλαβε για την αιτία αυτή, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 762,64 ευρώ, δεκτής γενομένης ως βάσιμης κατ’ ουσία της ένστασης μερικής εξόφλησης που προέβαλαν οι εναγόμενες. Και Δ) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2021 (για το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του από 1-5-2021 έως 31-5-2021 και από 18-6-2021 έως και 28-9-2021) (134 ημέρες), ποσό ίσο με τα 2/25 του μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες εργασίας και δη το ποσό των  2.574,45 ευρώ (4.564,64 ευρώ Χ 2 / 25 Χ 7,05 δεκαεννιαήμερα) και μετά την αφαίρεση του ποσού 1.368,18 ευρώ που αποδεικνύεται από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του ότι έλαβε για την αιτία αυτή, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 1.206,27 ευρώ, δεκτής γενομένης ως βάσιμης κατ’ ουσία της ένστασης μερικής εξόφλησης που προέβαλαν οι εναγόμενες. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του επιδίκασε στον ενάγοντα διαφορετικά ποσά για αναλογία δώρων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων ετών 2020 και 2021, αφού εσφαλμένα συνυπολόγισε στις τακτικές αποδοχές του λιγότερες ώρες υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος (11 αντί 12) τις ημέρες που το πλοίο πραγματοποιούσε μονά δρομολόγια και περισσότερες ώρες τέτοιας εργασίας του (15 αντί 14) τις ημέρες που το πλοίο πραγματοποιούσε διπλά δρομολόγια, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα παραπονούνται αντίστοιχα οι εναγόμενες και ο ενάγων με το δεύτερο λόγο της έφεσής τους έκαστος, κατά το σχετικό μέρος του, ενώ πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσία ο πρώτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος, κατά το μέρος με το οποίο αυτός παραπονείται ότι εσφαλμένα δεν συνυπολογίστηκε στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ο μέσος όρος της αμοιβής που του καταβλήθηκε για έκτακτες εργασίες.

10. Με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του ο ενάγων παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου επειδή η εκκαλουμένη όρισε την 1-1-2022 ως ημερομηνία έναρξης τοκοφορίας του κονδυλίου που του επιδίκασε για διαφορά επί της αναλογίας δώρου Χριστουγέννων 2021, καίτοι η εφαρμοζόμενη ΣΣΝΕ πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων 2019 (άρθρο 14 παρ. 3) όριζε ως δήλη ημέρα καταβολής των δώρων εορτών την επομένη της τελευταίας απόλυσης του ναυτικού από το πλοίο (εν προκειμένω την 28-9-2021). Επί του άνω λόγου έφεσης πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Κατά το άρθρο 655 Α.Κ, επί συμβάσεως εργασίας, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της συμβάσεως, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά. Σε κάθε περίπτωση, μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός, που αντιστοιχεί στον χρόνο έως τη λήξη. Εξάλλου, μισθός κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648 και 649 του Α.Κ. και 1 της 95 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας, που κυρώθηκε με τον Ν. 3248/1955, είναι κάθε παροχή την οποία οφείλει ο εργοδότης κατά τον νόμο ή τη σύμβαση στον μισθωτό ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία του. Άρα, μισθό, υπό την έννοια των ως άνω διατάξεων, αποτελούν και οι αμοιβές που οφείλονται κατά νόμο στον μισθωτό ως αντάλλαγμα υπερεργασίας του, νόμιμης υπερωριακής εργασίας του και επιτρεπόμενης απασχολήσεώς του σε ημέρα αργίας, αφού συνιστούν νόμιμα ανταλλάγματα εργασίας του μισθωτού. Επομένως, και για τις αμοιβές αυτές τάσσεται από το άρθρο 655 Α.Κ. κατά τα ανωτέρω δήλη ημέρα καταβολής, εις τρόπον ώστε, με μόνη την πάροδο αυτής, να καθίσταται ο εργοδότης υπερήμερος κατά το άρθρο 341 παρ. 1 Α.Κ. και να οφείλει έκτοτε επί χρηματικού χρέους τόκους υπερημερίας κατά το άρθρο 345 εδάφ. α’ Α.Κ. Εξάλλου, ασχέτως του άρθρου 655 Α.Κ, για τα επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και το επίδομα αδείας τάσσεται από το νόμο (άρθρα 10 της ΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Ν. 1082/1980, 4 παρ. 1 του Α.Ν. 539/1945, του Ν. 4504/1961 και 1 παρ. 3 του Ν.Δ. 4547/1966) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου, η 30ή Απριλίου και η λήξη το αργότερο του οικείου έτους, αντιστοίχως), ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες. Ειδικότερα, ο νόμος δεν διακρίνει μεταξύ μισθού υπό στενή και υπό ευρεία έννοια, με περιορισμό της εφαρμογής των ως άνω κανόνων μόνο στον πρώτο, τα δε από τον νόμο απαιτούμενα περαιτέρω περιστατικά για τον προσδιορισμό των ως άνω αξιώσεων του μισθωτού δεν ανάγονται στον καθορισμό της ημέρας καταβολής τους, που είναι επακριβώς βάσει των ορισμών του νόμου καθορισμένη, αλλά στη γένεση και στο ύψος των αξιώσεων αυτών, ήτοι σε περιστατικά πάντοτε ερευνητέα και μη αποκλείοντα την έννοια της δήλης ημέρας. Το εκκαθαρισμένο της απαίτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση της υπερημερίας του οφειλέτη. Απλώς το ανεκκαθάριστο της απαίτησης θα μπορούσε κατά περίπτωση να στηρίξει ένσταση καταλυτική, κατά το άρθρο 342 Α.Κ. της υπερημερίας του οφειλέτη για έλλειψη υπαιτιότητάς του, λόγω εύλογων αμφιβολιών του περί την ύπαρξη ή την έκταση του χρέους. Τα ανωτέρω επιρρωνύονται και από το ότι ο νόμος (άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 1082/1980) επιβάλλει στον εργοδότη τη χορήγηση στον μισθωτό, κατά την εξόφληση, σημειώματος αναλυτικού των πάσης φύσεως αποδοχών του και όχι μόνο του υπό στενή έννοια μισθού του (Ολ. Α.Π. 39/2002, Α.Π. 1649/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 της εφαρμοστέας εν προκειμένω Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατικών Πλοίων έτους 2019, υπό τον τίτλο «Δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα», «Κατά την απόλυσή του ο ναυτικός δικαιούται και την καταβολή της αναλογίας δώρων εορτών».

11. Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλουμένη, ορίζοντας την 1-1-2022 ως ημερομηνία έναρξης τοκοφορίας του κονδυλίου που επιδίκασε στον ενάγοντα για διαφορά επί της αναλογίας του δώρου Χριστουγέννων 2021, εφάρμοσε εσφαλμένα την άνω διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 της εφαρμοστέας Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατικών Πλοίων έτους 2019 και τις διατάξεις των άρθρων 341, 345, 648 και 655 Α.Κ., εφόσον δέχθηκε ότι τόκοι υπερημερίας επί του επιδόματος (δώρου) αυτού οφείλονται από την λήξη του οικείου έτους (1-1-2022) και όχι, όπως έπρεπε, βάσει των άνω διατάξεων και του σχετικού αιτήματος του ενάγοντος, από την δήλη ημέρα της απόλυσής του (29-9-2021) (Α.Π. 1649/2012, Α.Π. 1134/2010, Α.Π. 40/2002, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και επομένως πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο σχετικός τέταρτος λόγος της έφεσής του.

12. Από τις διατάξεις του άρθρου 33 της Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατικών Πλοίων έτους 2019, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προκύπτει ότι: α) σε κάθε περίπτωση, κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον 6 ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο, εάν δε αυτό, κατ’ εξαίρεση, δεν καθίσταται δυνατό, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως αυτή καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους του άρθρου αυτού, β) ως δρομολόγια, για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα η πρόσθετη αυτή αμοιβή θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον 6 ώρες από τον κατάπλου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, γ) η πρόσθετη αυτή αμοιβή προβλέπεται για όλα τα «εξπρές» δρομολόγια, με την ως άνω έννοια, που αναφέρονται σε ακτοπλοϊκά- επιβατηγά πλοία που δεν έχουν τακτικές καθημερινές, τουλάχιστον έξι αναχωρήσεις (δρομολόγια) την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας, και υπολογίζεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 7 του ως άνω άρθρου, βάσει των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου εβδομαδιαίως, τακτικά δε θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη κάθε ημέρα ώρα, έστω και αν η ώρα απόπλου δεν είναι η ίδια κάθε ημέρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, δ) ειδικώς, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, η πρόσθετη αυτή αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολόγια την εβδομάδα (παρ. 5, που αποτελεί διάταξη ειδικότερη εκείνης της παρ. 3), ε) τέλος, κατ’ εξαίρεση, που εισάγεται με την παράγραφο 6 του αυτού άρθρου, οι διατάξεις του δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται, έτσι, οι ναυτικοί δεν δικαιούνται την πρόσθετη αυτή αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές» σε ημερόπλοια, δηλαδή σε πλοία που εκτελούν πλόες κατά τις ώρες από 07.00 έως 23.00, και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, δηλαδή της εξαίρεσης αυτής (επάνοδο στον κανόνα), τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας. Ειδικότερα, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., δικαιούνται πρόσθετης αμοιβής για εξπρές δρομολόγια. Για τον υπολογισμό της αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή (παρ. 4). Ακολούθως, η πρόσθετη αυτή αμοιβή υπολογίζεται ως εξής (παρ. 7): Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στο λιμένα ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών. Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών, είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης αμέσως παραπάνω αμοιβής. Εάν είναι μικρότερη των 6 ωρών η αμοιβή είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης από το παραπάνω εδάφιο. Στις αποδοχές αυτές συμπεριλαμβάνεται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, όπως π.χ. το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής, το επίδομα άδειας (Εφ.Πειρ. 149/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 216/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), το επίδομα άγονης γραμμής και η αναλογία επί των δώρων εορτών (Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 557/2022, Εφ.Πειρ. 422/2021, Εφ.Πειρ. 120/2019, www.efeteio-peir.gr).

13. Με τον τρίτο λόγο της έφεσής του ο ενάγων παραπονείται για τον υπολογισμό από την εκκαλουμένη της πρόσθετης αμοιβής που του επιδίκασε για δρομολόγια εξπρές και συγκεκριμένα α) για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων επειδή συνυπολογίστηκε μικρότερος μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας του και δεν συνυπολογίστηκε ο μέσος όρος της αμοιβής του για την εκτέλεση έκτακτων εργασιών και β) για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, επειδή δεν συνυπολογίστηκε στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές η μηνιαία αναλογία των δώρων εορτών Πάσχα, Χριστουγέννων και Νέου Έτους. Αντίστοιχα, με τον τρίτο λόγο της έφεσής τους οι εναγόμενες παραπονούνται για τον υπολογισμό από την εκκαλουμένη της πρόσθετης αμοιβής που του επιδίκασε για δρομολόγια εξπρές και συγκεκριμένα για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων επειδή συνυπολογίστηκε μεγαλύτερος μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας του, η οποία, κατ’ αυτές, σε καμία περίπτωση δεν ξεπερνούσε τις 9-10 ώρες ημερησίως. Οι ανωτέρω λόγοι έφεσης α) καθ’ ο μέρος επικαλούνται διαφορετικό μέσο όρο αμοιβής υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος από αυτόν που έκρινε η εκκαλουμένη, είναι βάσιμοι κατ’ ουσία, κατά το μέρος που αναφέρθηκε ανωτέρω (παρ. 8), ενώ είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι κατ’ ουσία κατά τα λοιπά, β) καθ’ ο μέρος επικαλούνται ανεπίτρεπτο μη συνυπολογισμό του μέσου όρου των καταβληθέντων έκτακτων αμοιβών του ενάγοντος είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι κατ’ ουσία, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω (παρ. 9) και γ) καθ’ ο μέρος αναφέρονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, επειδή δεν συνυπολογίστηκε στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές η μηνιαία αναλογία των δώρων εορτών ετών 2020 και 2021, είναι βάσιμοι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην αμέσως ανωτέρω νομική σκέψη (παρ. 12). Κατόπιν τούτων, οι πάγια και σταθερά καταβαλλόμενες αποδοχές του ενάγοντος για τον υπολογισμό της αμοιβής του για δρομολόγια εξπρές ανέρχονται στο ποσό των 5.141,14 ευρώ [1.204,77 ευρώ μισθός ενέργειας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής (παρά το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε επαρκής τροφοδοσία του πληρώματος – άρθρο 18 παρ. 2 της άνω ΣΣΝΕ) + 499,95 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας + 1.509,33 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας (26.061,08 ευρώ η συνολική αμοιβή / 518 ημέρες απασχόλησης = 50,31 ευρώ Χ 30 = 1.509,32 ευρώ) + 326,69 ευρώ επικαλούμενος στην αγωγή μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής έχμασης οχημάτων  (κατ’ άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ, καθόσον από τις αποδείξεις μισθοδοσίας προκύπτει ποσό 395,00 ευρώ) + 122,81 ευρώ μέσος όρος για την εκτέλεση καθηκόντων πυρασφάλειας (κούρδισμα ρολογιών) (2.120,58 ευρώ η συνολική αμοιβή / 518 ημέρες εργασίας Χ 30) + 576,50 ευρώ μηνιαία αναλογία δώρων εορτών (9.954,22 ευρώ το σύνολο των δώρων εορτών / 518 ημέρες = 576,50 ευρώ Χ 30 ημέρες) =5.141,14 ευρώ]. Συνολικά, ο ενάγων δικαιούται ως πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές (5.141,14 ευρώ πάγιες τακτικές αποδοχές / 30  = 171, 37 ευρώ Χ 14,5 εξπρές δρομολόγια (όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται) 2.484,86 ευρώ και μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος ποσού των 1.248,72 ευρώ (όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται), απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 1.236,14 ευρώ. Μετά ταύτα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι, για την ως άνω αιτία, οφείλεται στον ενάγοντα το ποσό των (2.120,48 – 1.248,72) 871,76 ευρώ αντί του μεγαλύτερου άνω ποσού των (2.484,86 – 1.248,72) 1.236,14 ευρώ που πράγματι του οφείλεται και ακολούθως παρέλειψε να επιδικάσει έστω το άνω μικρότερο ποσό των 871,76 ευρώ που έκρινε οφειλόμενο ως υπόλοιπο πρόσθετης αμοιβής για εξπρές δρομολόγια, έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων κατά τον υπολογισμό του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος, καθώς και κατά την εφαρμογή του νόμου, μη συνυπολογίζοντας την αναλογία δώρων εορτών στις τακτικά καταβαλλόμενες μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη (παρ. 12), κατά το βάσιμο (μερικώς) σχετικό τρίτο  λόγο της έφεσης του ενάγοντος, απορριπτομένου του ιδίου λόγου έφεσης κατά τα λοιπά ως αβάσιμου.  Αντίστοιχα, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος ελλείψει εννόμου συμφέροντος ο τρίτος λόγος της έφεσης των εναγόμενων, με τον οποίο παραπονούνται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κατά το συνυπολογισμό του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος στην πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές, καθώς αμοιβή για τέτοια αιτία δεν επιδικάστηκε με την εκκαλουμένη.

14. Κατόπιν όλων αυτών, το σύνολο των αξιώσεων του ενάγοντος για τα επίδικα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησής του στο πλοίο «BG» ανέρχεται στο ποσό των (2.526,80 + 2.648,74 + 896,96 + 1.724,44 + 762,64 + 1.206,77 + 1.236,14) 11.001,99 ευρώ. Ακολούθως, μη υπάρχοντος προς εξέταση άλλου λόγου των συνεκδικαζόμενων Α και Β εφέσεων, πρέπει να γίνουν αυτές δεκτές ως ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω λόγους τους που ευδοκίμησαν και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτέλεσης (Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 700/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 238/2023, www.efeteio-peir.gr), συμπεριλαμβανομένης και της διάταξής της περί δικαστικής δαπάνης που θα καθοριστεί εξαρχής. Στη συνέχεια, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση κατ’ ουσία στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), να γίνει εν μέρει δεκτή η από 28-12-2021 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …/30-12-2021 αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσία κατά τη μόνη βάση της από έγκυρες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος [κατά την οποία είναι αρκούντος ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρθηκαν στις ανωτέρω νομικές σκέψεις, καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648, 652, 653, 655 ΑΚ, 68, 70, 74, 176, 907 και 908 παρ. 1 περ. ε’ Κ.Πολ.Δ, άρθρα 1, 2, 53, 54, 60, 82, 84, 105 και 106 του προϊσχύσαντος Κ.Ι.Ν.Δ (ν. 3816/1958), άρθρο μόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82. «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς» (Φ.Ε.Κ. Β’  1/1982), της ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων έτους 2019, που κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (Φ.Ε.Κ. Β’  3170/12-8-2019)] και, με βάση το αίτημα του ενάγοντος, πρέπει να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστη, η πρώτη απ’ αυτές, κυρία του πλοίου «BG», μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία του, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 11.001,99 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 29-9-2021 και έως την ολοσχερή εξόφληση. Τέλος, οι εναγόμενες, λόγω της ήττας τους και ανάλογα με την έκταση αυτής, πρέπει να καταδικασθούν σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατ’ αποδοχή του βάσιμου σχετικού αιτήματός του (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει τις Α και Β εφέσεις αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται αυτές τυπικά και κατ’ ουσία.

Εξαφανίζει τη με αριθ. 634/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση που αφορά την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 28-12-2021 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …../30-12-2021 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτή.

Υποχρεώνει τις εναγόμενες, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστη, την πρώτη απ’ αυτές, κυρία του πλοίου «BG», μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία του, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των έντεκα χιλιάδων ενός ευρώ και ενενήντα εννιά λεπτών (11.001,99), με το νόμιμο τόκο από την 29-9-2021 έως την ολοσχερή εξόφληση.

Καταδικάζει τις εναγόμενες στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στις 154-2024, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

          Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ