Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 170/2024

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Περίληψη:

Ο εργοδότης, όταν η σύµβαση είναι αορίστου χρόνου, οφείλει για την καταγγελία να τηρήσει τον έγγραφο τύπο και να καταβάλει τη νόµιµη αποζηµίωση, διαφορετικά η απόλυση του συνδικαλιστικού στελέχους είναι άκυρη, εκτός εάν ο σπουδαίος λόγος συνιστά ποινικό αδίκηµα και ο εργοδότης έχει υποβάλει, πριν την καταγγελία µήνυση, οπότε απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής αποζηµίωσης. Απαραίτητη, ωστόσο, προϋπόθεση για το κύρος της ως άνω καταγγελίας, είναι η αξιόποινη πράξη για την οποία υποβλήθηκε µήνυση να έχει σχέση µε την εκτέλεση της υπηρεσίας του εργαζόμενου και η υποβολή της μήνυσης να έχει γίνει πριν την καταγγελία ή, στην περίπτωση που είναι άσχετη με την εκτέλεση της υπηρεσίας του, πρέπει αυτή να έχει το χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος και να έχει απαγγελθεί κατά του εργαζόμενου κατηγορία, επίσης, πριν την καταγγελία (άρθρο 331 του Π.Δ. 80/2022).

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ   170/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α. ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΑΣΚΟΥΝΤΟΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ: Αστικού Συνεταιρισµού Φαρµακοποιών Περιορισµένης Ευθύνης µε την επωνυµία «…………..» (……….), που εδρεύει στον ………. Πειραιώς, µε ΑΦΜ …….., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Χρυσηίδα Πουλάκου (Δ.Ε. Δηµήτριος Πουλάκος & Χρυσηίς Πουλάκου Δικηγορική Εταιρεία) και Δηµήτριο Βερβεσό (Δ.Ε. Δηµήτριος Βερβεσός Δικηγορική Εταιρεία).

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΚΑΘ΄ΟΥ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ: …………. ο οποίος παραστάθηκε µετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Παναγιώτη Σαπουντζάκη.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ (Η ΕΦΕΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΗΣ) ΠΡΟΣ ΤΙΣ: 1) Δευτεροβάθµια συνδικαλιστική οργάνωση µε την επωνυµία «………..», που εδρεύει στον Πειραιά, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Σαπουντζάκη, 2) δευτεροβάθµια συνδικαλιστική οργάνωση µε την επωνυµία «…………….», που εδρεύει στην Αθήνα, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Καψόπουλο (µε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Β. ΤΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Δευτεροβάθµιας συνδικαλιστικής οργάνωσης που εδρεύει στον Πειραιά µε την επωνυµία «………..» µε ΑΦΜ ………., όπως νόµιµα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Σαπουντζάκη.

ΥΠΕΡ ΌΥ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: ………….. µε ΑΦΜ …….., κατοίκου Κορυδαλλού, ο οποίος παραστάθηκε µετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Παναγιώτη Σαπουντζάκη.

ΚΑΘ΄ΟΥ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Αστικού Συνεταιρισµού Φαρµακοποιών Περιορισµένης Ευθύνης µε την επωνυµία «……………..» (………), που εδρεύει στον …….. Πειραιώς, µε ΑΦΜ ………., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Χρυσηίδα Πουλάκου (Δ.Ε. Δηµήτριος Πουλάκος & Χρυσηίς Πουλάκου Δικηγορική Εταιρεία) και Δηµήτριο Βερβεσό (Δ.Ε. Δηµήτριος Βερβεσός Δικηγορική Εταιρεία).

ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ: Δευτεροβάθµια συνδικαλιστική οργάνωση µε την επωνυµία «………..», που εδρεύει στην Αθήνα, όπως νοµίµως εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Καψόπουλο, (µε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Ο ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΣ – ΚΑΘ΄ΟΥ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ – ΥΠΕΡ΄ΟΥ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά του εναγόμενου – εκκαλούντος – ασκούντος τους πρόσθετους λόγους της έφεσης – καθ΄ού η πρόσθετη παρέμβαση, την από 14-12-2023 και με αριθμό εκθ. κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../2023 αγωγή του, κατά τη συζήτηση της οποίας, στις 20-12-2023 ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου, άσκησαν προφορικά πρόσθετες παρεμβάσεις υπέρ του ενάγοντος, οι ως άνω δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις, στις οποίες κοινοποιήθηκε η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι της. Επί της αγωγής αυτής και των πρόσθετων παρεμβάσεων εκδόθηκε η υπ’αρ. 306/2024 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και συνεπώς και τις πρόσθετες παρεμβάσεις.

Ήδη την απόφαση αυτή προσβάλλει ο εναγόμενος – εκκαλών με την κρινόμενη από 5-2-2024 έφεσή του, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό εκθ. κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………./5-2-2024, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό εκθ. κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./5-2-2024, καθώς επίσης με τους από 26-2-2024 πρόσθετους λόγους της ως άνω έφεσης, που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../27-2-2024. Περαιτέρω, η ανωτέρω προσθέτως παρεμβαίνουσα, άσκησε την από 21-2-2024 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του εφεσίβλητου, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό εκθ. κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../21-2-2024. Η συζήτηση των ως άνω δικογράφων προσδιορίστηκε κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο με αρ. … (η έφεση), … (η πρόσθετη παρέμβαση) και …. (οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης).

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από τα ως άνω πινάκια, ο μεν πληρεξούσιος δικηγόρος της δευτεροβάθµιας συνδικαλιστικής οργάνωσης µε την επωνυµία «…………», προς την οποία κοινοποιήθηκε η έφεση, οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και η πρόσθετη παρέμβαση, ύστερα από δήλωσή του, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις, οι δε πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων, παραστάθηκαν ως ανωτέρω και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς εκδίκαση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: Α) η από 5-2-2024 και με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης (Ε.Α.Κ.) …./2024 έφεση, Β) η από 21-2-2024 και με Ε.Α.Κ. …/2024 πρόσθετη παρέμβαση και Γ) οι από 26-2-2024 και με Ε.Α.Κ. …./2024 πρόσθετοι λόγοι της ως άνω έφεσης. Τα παραπάνω δικόγραφα πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθώς αφορούν στην ίδια απόφαση (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ).

Η ανωτέρω υπό κρίση έφεση κατά της υπ΄αρ. 306/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 591, 614 περ. 3, 621- 622 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 591 παρ.1  ΚΠολΔ) και εντός της νόμιμης προσθεσμίας των 3 ημερών που θέτει το άρθρο 14 παρ.10 σε συνδ. με το άρθρο 22 παρ.4 του Ν. 1262/1984, δεδομένου ότι η επίδοση της ως άνω απόφασης έλαβε χώρα στις 31-1-2024, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση επί αντιγράφου αυτής του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ……………, η δε έφεση κατατέθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα έκθεση κατάθεσης αυτής, στις 5-2-2024 ημέρα Δευτέρα, δεδομένου ότι η 3η-2-2024, ημερομηνία λήξης της προθεσμίας, ήταν Σάββατο, ήτοι εξαιρετέα (άρθρο 144 παρ.1,3 ΚΠολΔ), όπως κι η επόμενη ημέρα (Κυριακή). Δεν απαιτείται δε η κατάθεση από τον εκκαλούντα, του προβλεπόμενου, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 εδ.α ΚΠολΔ, παραβόλου, καθώς, σύμφωνα με το εδ.στ της παρ.3 του ως άνω άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, οι διαφορές του άρθρου 614 παρ.3 (εργατικές), όπως η προκείμενη.

Επίσης, νομότυπα και εμπρόθεσμα ασκήθηκαν από τον εκκαλούντα της έφεσης, οι προαναφερθέντες πρόσθετοι λόγοι αυτής (άρθρο 591 παρ.1 περ.ζ ΚΠολΔ), καθώς αντίγραφό τους επιδόθηκε στον καθ΄ού οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης – εφεσίβλητο και στις προσθέτως παρεμβαίνουσες στις 27-2-2024, ήτοι τουλάχιστον προ 8 ημερών από τη συζήτησή τους (όπως προκύπτει από τις υπ΄αρ. …/27-2-2024, …../27-2-2024 και …./27-2-2024 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……..).

Τέλος, παραδεκτά ασκήθηκε με ιδιαίτερο δικόγραφο, κατά τα προεκτεθέντα και η προαναφερθείσα πρόσθετη παρέμβαση, ενώ παραστάθηκε ως ανωτέρω και η έτερη πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβαίνουσα (δευτεροβάθµια συνδικαλιστική οργάνωση µε την επωνυµία «…………..»),  η οποία με τις προτάσεις της ζήτησε την απόρριψη της έφεσης. Σημειωτέον ότι, δεν απαιτείται η έφεση να στρέφεται και κατά της τελευταίας, όπως αυτή υποστηρίζει, καθώς τέτοια υποχρέωση υφίσταται όσον αφορά στους ασκήσαντες πρωτοδίκως αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση και όχι απλή πρόσθετη παρέμβαση, όπως εν προκειμένω, στους οποίους αρκεί η κοινοποίηση της έφεσης (άρθρο 517 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρα 81, 82 ΚΠολΔ).

Πρέπει, επομένως, τόσο η ανωτέρω έφεση, οι πρόσθετοι λόγοι της και η παρέμβαση να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία τους, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ).

Με το άρθρο 88 του Ν. 4808/2021, το οποίο τροποποίησε το άρθρο 14 του Ν. 1264/82, επήλθε ουσιαστική µεταβολή στην ειδική προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών. Ο Ν. 4808/2021 θεώρησε ότι η αποκλειστική απαρίθµηση της προγενέστερης ρύθµισης των λόγων απόλυσης ήταν ιδιαίτερα περιοριστική, αφού δεν συµπεριλαµβάνονταν µεταξύ των λόγων αυτών σηµαντικά ποινικά αδικήµατα και άλλοι αντικειµενικοί λόγοι. Για τον λόγο αυτό η νέα ρύθµιση προτίµησε τη γενική διατύπωση ότι η καταγγελία της σχέσης εργασίας των προστατευοµένων συνδικαλιστικών στελεχών επιτρέπεται για σπουδαίο λόγο, όπως ισχύει και στην περίπτωση της καταγγελίας των προστατευοµένων λόγω µητρότητας/πατρότητας. Σύµφωνα µε τη νέα διατύπωση της παρ. 10 εδ. α’ του άρθρου 14 Ν.1264/1982 ‘’Η καταγγελία της σχέσης εργασίας των προσώπων που προστατεύονται σύµφωνα µε το παρόν άρθρο, επιτρέπεται υπό τους όρους της παρ. 1 του άρθρο 15 του Ν. 1483/1984 (Α’ 153)’’. Η παρ. 1 του άρθρο 15 Ν. 1483/1984 προβλέπει ότι ‘’1. Απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σύµβασης ή σχέσης εργασίας εργαζοµένης από τον εργοδότη της τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυµοσύνης της όσο και για χρονικό διάστηµα 18 µηνών µετά τον τοκετό … εκτός εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος για την καταγγελία της σύµβασης εργασίας…’’. Η νέα ρύθµιση του άρθρου 14 παρ. 10 Ν. 1264/1982 δεν αντικατέστησε µόνο την αποκλειστική απαρίθµηση των λόγων απόλυσης µε τη γενική διατύπωση ότι η καταγγελία της σχέσης εργασίας των συνδικαλιστικών στελεχών επιτρέπεται για σπουδαίο λόγο, αλλά κατήργησε επί πλέον τον υφιστάµενο προληπτικό έλεγχο που ασκούσε η Επιτροπή Προστασίας των Συνδικαλιστικών Στελεχών, τον οποίο και αντικατέστησε µε ένα ταχύτατο εκ των υστέρων δικαστικό έλεγχο της νοµιµότητας της καταγγελίας. Στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4808/2021, άρθρο 88, αναφέρεται ότι ‘’Αναδιαµορφώνεται στην παρ. 10 (του άρθρου 14 Ν. 1264/1982) η διατύπωση των λόγων απόλυσης συνδικαλιστικών στελεχών, καθώς είχαν µια περιοριστική αναφορά χωρίς ρητή πρόβλεψη ακόµη και για ιδιαιτέρως σοβαρά ποινικά αδικήµατα, προβλέποντας αντί αυτού την προστασία που παρέχει η διάταξη του άρθρου 15 του Ν. 1483/1984, που αφορά τις εγκύους και νέες µητέρες. Τα συνδικαλιστικά στελέχη θα µπορούν να απολύονται µόνο για σπουδαίο λόγο, που σε συνδυασµό µε την υποχρέωση του εργοδότη να αποδεικνύει τον σπουδαίο λόγο διασφαλίζεται ότι η τυχόν απόλυση δεν µπορεί να έχει ως απώτερη αφορµή τη συνδικαλιστική ιδιότητα» (Γ. Λεβέντης, Συλλογικό εργατικό δίκαιο, 3η έκδ., 2023. § 18, σ. 246 επ.). Ως σπουδαίος λόγος θεωρούνται, σύµφωνα µε τη νοµολογία, πραγµατικά περιστατικά τα οποία, κατ’ αντικειµενική κρίση, καθιστούν στη συγκεκριµένη περίπτωση, σύµφωνα µε την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, µη ανεκτή για τον καταγγέλλοντα τη συνέχιση της σύµβασης εργασίας. Εννοείται ότι η ανάπτυξη από το συνδικαλιστικό στέλεχος συνδικαλιστικής δράσης δεν µπορεί να θεωρηθεί σπουδαίος λόγος για τη λύση της σύµβασης. Σπουδαίο λόγο µπορούν να αποτελέσουν σοβαρές παραβάσεις των συµβατικών υποχρεώσεων του συνδικαλιστικού στελέχους, για την αντιµετώπιση των οποίων δεν επαρκεί η λήψη ηπιότερων από την απόλυση µέτρων. Η αρχή της u1tima ratio αποτελεί και εδώ κατευθυντήρια γραµµή για την εξειδίκευση της έννοιας του σπουδαίου λόγου, όπως συµβαίνει και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις που για το κύρος της καταγγελίας απαιτείται η συνδροµή σπουδαίου λόγου (Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο, 5η έκδ., 2022, παρ. 32, σελ. 1605 επ.), Ήδη, µέσω της υφιστάµενης προ του Ν. 4808/2021 νοµολογίας, η σύµφωνη µε το Σύνταγµα (άρθρο 22 παρ. 2 και 23 παρ. 1) προστασία της δράσης των συνδικαλιστικών στελεχών έπαυσε να είναι απόλυτη, αφού η αποκλειστική απαρίθµηση των λόγων που δικαιολογούσαν την απόλυσή τους διευρύνθηκε µε την υιοθέτηση της αόριστης έννοιας του σπουδαίου λόγου που προκάλεσε την καταγγελία, αρκεί να προτεινόταν κατ’ ένσταση και να αποδεικνυόταν από τον εργοδότη ότι η προστασία του εργαζοµένου από την καταγγελία ήταν καταχρηστική (ΑΠ 498/2022, ΑΠ 390/2021, ΑΠ 443/2016, ΑΠ 860/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατ’ αποτέλεσµα, κάθε γεγονός που καθιστούσε αφόρητη για τον εργοδότη τη συνέχιση της σύµβασης εργασίας αποτελούσε εν δυνάµει νόµιµο λόγο καταγγελίας. Επιπλέον, στη νέα διάταξη του άρθρου 66 του Ν. 4808/2021 που κωδικοποιήθηκε στο άρθρο 339 του Π.Δ. 80/2022, και φέρει τον τίτλο «Προστασία από τις απολύσεις», αναφέρεται ότι η καταγγελία της σύµβασης εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου από τον εργοδότη είναι άκυρη, εφόσον αντίκειται σε άλλη ειδική διάταξη νόµου (περ. γ’ της διάταξης), ιδίως, όταν πρόκειται για απόλυση: ‘’ιγ) των συνδικαλιστικών στελεχών … κατά το χρονικό διάστηµα που ορίζεται στο άρθρο 14 του Ν. 1264/1982, όταν δεν συντρέχει σπουδαίος λόγος’’. Με τις παραπάνω διατάξεις ο νοµοθέτης αποδέχθηκε, εν τέλει, τη µακρόχρονη και σταθερή διαµόρφωση του δικαίου της καταγγελίας της σύµβασης εργασίας των συνδικαλιστικών στελεχών από τη νοµολογία, αναγνωρίζοντας ότι οι ανελαστικές προϋποθέσεις που είχε θέσει για την απόλυσή τους όφειλαν να υποχωρήσουν µπροστά στην ύπαρξη σπουδαίου λόγου, η πρόταξη του οποίου γινόταν υπό την επίκληση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώµατος, επίκληση η οποία κατέστη πλέον περιττή. Πρόκειται πλέον για αιτιώδη καταγγελία, για την εγκυρότητα της οποίας πρέπει να συντρέχει σπουδαίος λόγος, όπως αυτός διατυπώνεται στο άρθρο 672 του ΑΚ για τη σύµβαση εργασίας ορισµένου χρόνου, που επιβάλλει ταυτόχρονα την εφαρµογή της αρχής της αναλογικότητας, δηλαδή την επιλογή του µέτρου της απόλυσης µόνο όταν αυτή δεν µπορεί να αποφευχθεί µε ηπιότερα µέσα (αρχή της ultima ratio) [βλ. παρατηρήσεις Μ. Χασιρτζόγλου στην ΑΠ 498/2022, σε sakkoulas-online.gr].

Περαιτέρω, µε το άρθρο 331 του Π.Δ. 80/2022 που κωδικοποίησε τις διατάξεις των άρθρο 6 παρ. 2 του Β.Δ. της 16/18 Ιουλίου 1920 και 5 παρ. 1 του Ν. 2112/1920, ορίζεται ότι ‘’1. Ο εργοδότης δύναται να καταγγείλει τη σύµβαση χωρίς την τήρηση κάποιας προθεσµίας, εάν έχει υποβληθεί εναντίον του εργαζοµένου µήνυση για αξιόποινη πράξη που διαπράχθηκε στην ενάσκηση της εργασίας του ή απαγγέλθηκε εναντίον του κατηγορία για αδίκηµα εν γένει, το οποίο έχει χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος. 2. Αν ο εργαζόµενος απαλλαγεί µε βούλευµα ή δικαστική απόφαση από τις ως άνω κατηγορίες, δικαιούται να ζητήσει την αποζηµίωση του άρθρου 323’’. Απαραίτητη προϋπόθεση για το κύρος της ως άνω καταγγελίας είναι η υποβολή της µήνυσης ή η απαγγελία της κατηγορίας να έχει ήδη γίνει πριν από την καταγγελία. Η αξιόποινη πράξη για την οποία υποβλήθηκε µήνυση πρέπει να έχει σχέση µε την εκτέλεση της υπηρεσίας, διότι αν είναι άσχετη και απαγγέλθηκε κατά του εργαζόµενου κατηγορία, πρέπει να έχει το χαρακτήρα τουλάχιστον πληµµελήµατος. Εάν επακολουθήσει απαλλαγή µε βούλευµα ή δικαστική απόφαση, το κύρος της καταγγελίας κατ’ αρχήν δεν επηρεάζεται, αλλά ο εργαζόµενος αποκτά δικαίωµα να απαιτήσει την αποζηµίωση για τη λύση της σύμβασης. Και µόνο εάν ο εργοδότης παραλείψει την καταβολή της αποζηµίωσης µέσα σε εύλογο χρόνο από την προς αυτόν κοινοποίηση του απαλλακτικού βουλεύµατος ή της δικαστικής απόφασης, επέρχεται εκ των υστέρων ακυρότητα της καταγγελίας και αυτός καθίσταται υπερήµερος ως εργοδότης (ΑΠ 390/2021, ΑΠ 725/2020, ΑΠ 1230/2018, ΑΠ 930/2017, ΑΠ 444/2016, ΑΠ 991/2015, ΑΠ 2234/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η ρύθµιση της παρ. 10 του άρθρου 14 Ν. 1264/1982 δεν αποκλείει την εφαρµογή των διατάξεων του γενικού δικαίου της καταγγελίας, οι οποίες εφαρµόζονται παράλληλα και σωρευτικά µε τις διατάξεις του Ν. 1264/1982. Έτσι, ο εργοδότης, όταν η σύµβαση είναι αορίστου χρόνου, οφείλει για την καταγγελία να τηρήσει τον έγγραφο τύπο και να καταβάλει τη νόµιµη αποζηµίωση, διαφορετικά η απόλυση του συνδικαλιστικού στελέχους είναι άκυρη (άρθρο 330 Π.Δ.80/2022), εκτός εάν ο σπουδαίος λόγος συνιστά ποινικό αδίκηµα και ο εργοδότης έχει υποβάλει, πριν την καταγγελία µήνυση, οπότε απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής αποζηµίωσης, κατ’ εφαρµογή των ανωτέρω διατάξεων (Δ. Ιερδελής, Εργατικό Δίκαιο, Ατοµικές Εργατικές Σχέσεις, Γ’ έκδοση, σελ. 1162). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 299, 932, 914, 281, 648, 672 ΑΚ, 5 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του Συντάγµατος προκύπτει, ότι αν η καταγγελία της σύµβασης εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνοµης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζοµένου, µείωση της υπόληψης αυτού ως εργαζοµένου, καθώς και της επαγγελµατικής του δραστηριότητας, ενόψει του  είδους της εργασίας και του ιδιαίτερου έντονου συµφέροντος αυτού για πραγµατική απασχόληση ή που συνιστούν αδικοπραξία (καταχρηστική καταγγελία), ο εργοδότης µπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόµενό του και χρηµατική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, το ποσό της οποίας καθορίζεται από το δικαστήριο κατ’ εύλογη κρίση (ΑΠ 1122/2021, ΑΠ 90/2018, ΑΠ 1148/2017, ΑΠ 1289/2013, ΑΠ 254/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων – ήδη εφεσίβλητος, εξέθετε στην ως άνω από 14-12-2023 (με Ε.Α.Κ. ………/2023) αγωγή του, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι προσλήφθηκε από τον εναγόµενο φαρµακευτικό συνεταιρισµό αρχικά µε σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, στις 15-6-2000, ως φαρµακοϋπάλληλος, απασχολούµενος µέχρι τις 5-4-2007, οπότε αποχώρησε οικειοθελώς, ενώ, ακολούθως, στις 13-10-2008, προσλήφθηκε εκ νέου, δυνάµει σύµβασης ορισµένου χρόνου, διάρκειας µέχρι τις 13-2-2009, προκειµένου να παρέχει τις υπηρεσίες του µε την ίδια ως άνω ειδικότητα, αντί µεικτών µηνιαίων αποδοχών 1.100 ευρώ, για πενθήµερη απασχόληση, από Δευτέρα έως Παρασκευή και ωράριο εργασίας από 8.30 έως 16.30. Ότι, στις 14-2-2009, η σύµβαση εργασίας του µετατράπηκε σε αορίστου χρόνου και το έτος 2016, προήχθη σε προϊστάµενο του χειροκίνητου τµήµατος αποθήκης του εναγόµενου συνεταιρισµού, οι δε µεικτές µηνιαίες αποδοχές του από τον Μάρτιο του 2020, διαµορφώθηκαν στο ποσό των 2.490 ευρώ. Ότι, µε την ανωτέρω ειδικότητα και αποδοχές εργάσθηκε στον εναγόµενο µέχρι τις 11-12-2023, οπότε ο τελευταίος κατήγγειλε µονοµερώς τη σύµβαση εργασίας του. Ότι, η καταγγελία αυτή είναι παράνοµη και άκυρη, πρωτίστως, κατ’ άρθρο 14 παρ. 5 του ν. 1264/1982, διότι ο ίδιος τυγχάνει προστατευόµενος από απόλυση συνδικαλιστής και συγκεκριµένα Πρόεδρος του επιχειρησιακού σωµατείου του εναγόµενου συνεταιρισµού µε την επωνυµία «  ………..», στο οποίο εξελέγη µε τριετή θητεία στις 5-12-2021 και αναδείχθηκε ως Πρόεδρος στις 12-12-2021. Ότι, επιπλέον, η ανωτέρω καταγγελία είναι άκυρη, διότι δεν του καταβλήθηκε η νόµιµη αποζηµίωση απόλυσης, κατά παράβαση του άρθρου 331 Π.Δ. 80/2022. Ότι, εξάλλου, ο εναγόµενος συνεταιρισµός δεν επικαλέστηκε σπουδαίο λόγο για την καταγγελία της σύµβασης εργασίας του, παρά µόνο ανέφερε τη διάταξη του άρθρο 331 του ως άνω Π.Δ., η οποία όµως δεν εφαρµόζεται σε περίπτωση απόλυσης συνδικαλιστικού στελέχους, οπότε έπρεπε να καταβληθεί η αποζηµίωση απόλυσης για την εγκυρότητα της καταγγελίας. Ότι σε κάθε περίπτωση, ο εναγόµενος συνεταιρισµός έχει υποβάλει εναντίον του δύο (2) µηνύσεις, µία για το αδίκηµα της συκοφαντικής δυσφήµησης και µία για το αδίκηµα της ψευδούς κατάθεσης, πλην όµως, καµία εξ΄αυτών δεν έχει σχέση µε την ενάσκηση των καθηκόντων του και για καµία δεν έχει ασκηθεί κατηγορία κατ΄ αυτού, και συνεπώς, η καταγγελία της σύµβασης εργασίας του είναι άκυρη. Ότι, επιπλέον, η ανωτέρω καταγγελία τυγχάνει άκυρη και ως καταχρηστική, καθώς ο εναγόμενος συνεταιρισμός προέβη σε αυτή αντεκδικητικά προς το πρόσωπό του εξαιτίας της περιγραφόμενης στην αγωγή συνδικαλιστικής του δράσης, της προκήρυξης και συμμετοχής του σε όλες τις απεργίες, της διεκδίκησης για τη σύναψη ΣΣΕ, της αντιπαράθεσής του ως μέλους του Δ.Σ. του εναγόμενου συνεταιρισμού, ως εργασιακού εκπροσώπου, της προγενέστερης από μέρους του άσκησης εργατικής αγωγής και αγωγής αποζημίωσης σε βάρος του εναγόμενου, καθώς και της καταγγελίας του στην Επιθεώρηση Εργασίας, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι, από την άκυρη και καταχρηστική απόλυσή του, διότι δήθεν υπέπεσε σε ποινικά αδικήματα, ενώ στην πραγματικότητα αυτή έλαβε χώρα για τους ανωτέρω λόγους, προσβλήθηκε η προσωπικότητά του και υπέστη ηθική βλάβη. Ζητούσε δε ακολούθως, όπως παραδεκτά περιόρισε (με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά αυτού, αλλά και με τις πρωτόδικες προτάσεις του) τα αγωγικά αιτήματα των μισθών υπερημερίας, και της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης: α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 11-12-2023 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του εκ μέρους του εναγόμενου, β) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να αποδέχεται τις προσφερόμενες υπηρεσίες του, γ) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 796,80 ευρώ, για μισθούς υπερημερίας 8 ημερών από την απόλυσή του μέχρι την ημερομηνία συζήτησης της αγωγής (20-12-2023), καθώς και το ποσό των 19.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής του βλάβης, τα ποσά δε αυτά με τον νόμιμο τόκο, από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Επίσης, κατά τη συζήτηση της ως άνω αγωγής ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, άσκησαν προφορικά με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, πρόσθετες παρεμβάσεις υπέρ του ενάγοντος οι κάτωθι συνδικαλιστικές οργανώσεις: α) η δευτεροβάθµια συνδικαλιστική οργάνωση µε την επωνυµία «………….» – ήδη προσθέτως παρεμβαίνουσα και β) η δευτεροβάθµια συνδικαλιστική οργάνωση µε την επωνυµία «……….» (…………), στις οποίες κοινοποιήθηκε η έφεση και οι οποίες παραστάθηκαν ως ανωτέρω, επικαλούµενες έννοµο συµφέρον συνιστάµενο στο ότι ο ενάγων τυγχάνει εκλεγµένος αντιπρόσωπος του επιχειρησιακού σωµατείου µε την επωνυµία «………..», που είναι µέλος της πρώτης και µέλος της διοίκησης της δεύτερης εξ΄αυτών, της οποίας το ως άνω επιχειρησιακό σωµατείο µε Πρόεδρο τον ενάγοντα τυγχάνει επίσης µέλος.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 306/2024), το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συνεκδικάζοντας, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, την αγωγή και τις παρεμβάσεις, έκρινε την αγωγή παραδεκτή (καθώς, σχετικά με την αναγνώριση της ακυρότητας της ως άνω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, και την, συνεπεία αυτής, επιδίκαση σε αυτόν μισθών υπερημερίας, ασκήθηκε εντός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1955) και νόμιμη (όσον αφορά στο αίτημά της περί κήρυξης της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστής, μόνο ως προς τα καταψηφιστικά αιτήματά της). Ακόμη, ορθά έκρινε ως παραδεκτώς ασκηθείσες και νόμιμες τις πρόσθετες παρεμβάσεις από τις ως άνω νομιμοποιούμενες συνδικαλιστικές οργανώσεις, παρά τους αβάσιμους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του εναγόμενου – εκκαλούντος που επαναλαμβάνει στην έφεση και στον δεύτερο πρόσθετο λόγο αυτής, καθώς εν προκειμένω, κατισχύει της γενικότερης διάταξης του ΚΠολΔ, η ειδικότερη διάταξη της παρ. 10 του άρθρου 14 του Ν. 1262/1984, σύμφωνα με την οποία, πρόσθετες παρεμβάσεις μπορούν να ασκηθούν και προφορικά ενώπιον του ακροατηρίου του δικαστηρίου πριν τη συζήτηση της αγωγής. Στη συνέχεια, έκανε εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή, συνακόλουθα δε και τις πρόσθετες παρεμβάσεις υπέρ του ενάγοντος, όπως σαφώς συνάγεται από τα αναφερόμενα στην εκκαλουμένη, αν και παρέλειψε ωστόσο, προφανώς εκ παραδρομής, να αποφανθεί ρητά επ΄αυτών επί της ουσίας. Συγκεκριμένα, αναγνώρισε την ακυρότητα της ως άνω (από 11-12-2023) καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος εκ μέρους του εναγόμενου, υποχρέωσε τον τελευταίο να αποδέχεται τις προσφερόμενες υπηρεσίες του ενάγοντος, απειλουμένης σε βάρος του χρηματικής ποινής 100 ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσής του με την  υποχρέωση αυτή. Υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 796,80 ευρώ, για μισθούς υπερημερίας, με τον νόμιμο τόκο από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα από αυτόν που αφορούν (ήτοι από 1-1-2024 και όχι σε προγενέστερο χρόνο ήτοι αυτόν της επίδοσης της αγωγής, που έλαβε χώρα στις 15-12-2023, όπως ζητούσε ο ενάγων), καθώς και το ποσό των 1.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης, με τον νόμιμο τόκο, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κήρυξε, τέλος, την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή ως προς την τελευταία αυτή διάταξή της και καταδίκασε τον εναγόμενο στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, ύψους 350 ευρώ.

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται ο εναγόμενος – εκκαλών, με την κρινόμενη έφεσή του για  τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτή και τους πρόσθετους λόγους της, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί συνολικά η ανωτέρω αγωγή του αντιδίκου του, ενώ η ως άνω υπέρ του εφεσίβλητου προσθέτως παρεμβαίνουσα ζητεί την απόρριψη της έφεσης.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άµεση απόδειξη είτε προς έµµεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκµηρίων, καθώς επίσης των υπ’αρ. …, …. και …../19-12-2023 ένορκων βεβαιώσεων των µαρτύρων …………., αντίστοιχα, τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει ο εναγόμενος, με επιμέλεια του οποίου λήφθηκαν, ενώπιον της Συµβολαιογράφου Αθηνών ………., κατόπιν νόµιµης κλήτευσης του ενάγοντος, δυνάμει της υπ΄αρ. ………./18-12-2023 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……….., στην οποία έκθεση περιέχεται και η συνεπιδοθείσα σε αυτόν από 18-12-2023 Πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών Πειραιώς περί σύντμησης της προθεσμίας επίδοσης κλήτευσης (άρθρ. 14 παρ. 10, 22 παρ. 4 εδ. β’ Ν. 1264/1982, 150, 422 παρ. 1 ΚΠολΔ), για τη λήψη των οποίων τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 421 επ. ΚΠολΔ, αλλά και των υπ΄αρ. …, … και ……/6-3-2024 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ……………., αντίστοιχα, τις οποίες επίσης επικαλείται και προσκομίζει ο εναγόμενος – εκκαλών, με επιμέλεια του οποίου λήφθηκαν, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των αντιδίκων του (ενάγοντος – εκκαλούντος και προσθέτως παρεμβάντων), όπως προκύπτει από τις υπ΄αρ. ……../1-3-2024,   ……./1-3-2024 και ……../1-3-2024 εκθέσεις επίδοσης του ως άνω δικαστικού επιμελητή …….., οι οποίες παραδεκτώς προσκομίζονται, ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά:

Ο ενάγων, προσλήφθηκε από τον εναγόµενο φαρµακευτικό συνεταιρισµό µε σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, το πρώτον στις 15-6-2000, προκειµένου να απασχοληθεί ως φαρµακοϋπάλληλος και εργάσθηκε µέχρι τις 5-4-2007, οπότε αποχώρησε οικειοθελώς. Ακολούθως, στις 13-10-2008, προσλήφθηκε εκ νέου, δυνάµει σύµβασης εξηρτηµένης εργασίας ορισµένου χρόνου, διάρκειας µέχρι τις 13-2-2009, προκειµένου να παρέχει τις υπηρεσίες του µε την ίδια ως άνω ειδικότητα, αντί µεικτών µηνιαίων αποδοχών 1.100 ευρώ, µε καθεστώς πενθήµερης απασχόλησης, από Δευτέρα έως Παρασκευή, και ωράριο εργασίας από 8:30 έως 16:30, ενώ στις 14-2-2009 η σύµβαση εργασίας του µετατράπηκε σε αορίστου χρόνου, ισχυόντων των λοιπών όρων εργασίας του. Το έτος 2016, ο ενάγων προήχθη σε Προϊστάµενο του χειροκίνητου τµήµατος αποθήκης του εναγόµενου συνεταιρισµού, οι δε µεικτές µηνιαίες αποδοχές του διαµορφώθηκαν από τον Μάρτιο του 2020 στο ποσό των 2.490 ευρώ. Εξάλλου, ο ενάγων τυγχάνει Πρόεδρος του επιχειρησιακού σωµατείου του εναγόµενου συνεταιρισµού µε την επωνυµία «…………», στο οποίο εξελέγη µε τριετή θητεία στις 5-12-2021 και αναδείχθηκε ως Πρόεδρος στις 12-12-2021. Η συνδικαλιστική δράση του ενάγοντος ξεκίνησε δε το έτος 2012, οπότε εκλέχθηκε γραμματέας της πενταµελούς επιτροπής εργαζοµένων του εναγόμενου, ενώ τυγχάνει ιδρυτικό µέλος του ανωτέρω επαγγελµατικού – επιχειρησιακού σωµατείου που ιδρύθηκε το έτος 2013 και αναγνωρίσθηκε µε την υπ’ αρ. ……/30-10-2013 διάταξη του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, υπό την τότε επωνυµία «…………….». Επίσης, κατά το έτος 2014, ο ενάγων εκλέχθηκε αντιπρόσωπος του ως άνω σωµατείου στην ως άνω δευτεροβάθµια συνδικαλιστική οργάνωση µε την επωνυµία «……….» (………….), της Διοίκησης της οποίας είναι ήδη µέλος, ενώ, από το έτος 2015, τυγχάνει αντιπρόσωπος του ως άνω σωµατείου και στην προσθέτως παρεµβαίνουσα δευτεροβάθµια συνδικαλιστική οργάνωση µε την επωνυµία «…………..». Περαιτέρω, στις 11-12-2023, κοινοποιήθηκε στο ενάγοντα η από 11-12-2023 εξώδικη δήλωση του εναγόµενου συνεταιρισµού, µε την οποία ο τελευταίος, δυνάµει της από 9-12-2023 απόφασης του Δ.Σ. του, κατήγγειλε την από 13-10-2008 σύµβαση εργασίας του ενάγοντος, επικαλούµενος σπουδαίο λόγο «συνιστάµενο στην υποβολή των εγκλήσεων µε ΑΒΜ: α) ΑΒΜ ………./11-10-23 για τα αδικήµατα 362-363 ΠΚ, και β) ΑΒΜ . ……../21-11-2023 για το αδίκηµα του άρθρου 224 παρ. 1 ΠΚ», κατά τα αναφερόµενα στην εν λόγω δήλωση, χωρίς την καταβολή αποζηµίωσης απόλυσης, κατ’ επίκληση του άρθρου 331 του Π.Δ. 80/2022. Ο εναγόµενος συνεταιρισµός – ήδη εκκαλών ισχυρίστηκε  με τις πρωτόδικες προτάσεις του, τους δε ισχυρισμούς του αυτούς επαναφέρει στην κρινόμενη έφεσή του, τους πρόσθετους λόγους της και τις προτάσεις του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ότι η απόλυση του ενάγοντος οφείλεται σε σπουδαίο λόγο και ειδικότερα: α) στην από µέρους του τέλεση αξιόποινων συµπεριφορών, για τις οποίες υποβλήθηκαν οι ανωτέρω εγκλήσεις – µηνύσεις, καθώς και η από 7-3-2023 µήνυση µε ΑΒΜ ………. για το ειδικό ποινικό αδίκηµα της παρ. 4 στ. β του άρθρου 15 Ν. 1667/1986 περί αστικών συνεταιρισµών, β) στη συστηµατική και επαναλαµβανόµενη βία που ασκούσε στους υφισταµένους του που είχε δηµιουργήσει κατάσταση αυθαιρεσίας και τροµοκρατίας στο χώρο εργασίας, γ) στην εργασιακή του απόδοση και συµπεριφορά που δηµιουργούσε σοβαρά προβλήµατα στη λειτουργία της επιχείρησης, δια της χορήγησης αδειών, της λανθασµένης αξιολόγησης του προσωπικού και της αδικαιολόγητης απουσίας του από την εργασία, χωρίς προηγούµενη ενηµέρωση, µε συνδικαλιστική άδεια ή για άλλους λόγους. Σηµειωτέον δε ότι, ο καταγγέλων µπορεί να επικαλεσθεί στη δίκη για το κύρος της καταγγελίας για πρώτη φορά νέους λόγους, οι οποίοι προϋπήρχαν αυτής και είτε ήταν ήδη γνωστοί σε αυτόν είτε περιήλθαν σε γνώση του µετά την καταγγελία. Ο ενάγων – εφεσίβλητος υποστηρίζει, όπως αναφέρεται και στο αγωγικό δικόγραφο κατά τα προαναφερθέντα, ότι η καταγγελία αυτή είναι άκυρη, πρωτίστως, διότι, λόγω της ως άνω συνδικαλιστικής του ιδιότητας, χαίρει προστασίας από απόλυση κατ΄ άρθρο 14 παρ. 5 του Ν. 1264/1982. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι βάσιμος, καθώς, όπως αναλυτικά αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, η προστασία που παρέχεται από τον νόμο στον συνδικαλιστή εργαζόμενο έναντι της απόλυσής του από τον εργοδότη του από το ως άνω άρθρο 14 του Ν.1264/1982, μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 88 του Ν. 4808/2021, δεν είναι πλέον απόλυτη, αλλά σύμφωνα με την παρ. 10 εδ.α΄ του άρθρου αυτού (14 Ν.1264/1982), σε συνδυασμό με την παρ.1 του άρθρου 15 του Ν.1483/1984, μπορεί να λάβει εγκύρως χώρα, αν ο εργοδότης επικαλεστεί και αποδείξει σπουδαίο λόγο για τον οποίο προέβη σε αυτήν, μεταξύ των οποίων και σημαντικά ποινικά αδικήματα. Περαιτέρω, όπως επίσης αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, η εν λόγω ρύθµιση της παρ. 10 του άρθρου 14 Ν. 1264/1982 δεν αποκλείει την εφαρµογή των διατάξεων του γενικού δικαίου της καταγγελίας, οι οποίες εφαρµόζονται παράλληλα και σωρευτικά µε τις διατάξεις του Ν. 1264/1982, παρά του περί του αντιθέτου αβάσιμο ισχυρισμό του ενάγοντος. Ενόψει των παραπάνω, ο εργοδότης, όταν η σύµβαση είναι αορίστου χρόνου, οφείλει για την καταγγελία να τηρήσει τον έγγραφο τύπο και να καταβάλει τη νόµιµη αποζηµίωση, διαφορετικά η απόλυση του συνδικαλιστικού στελέχους είναι άκυρη, εκτός εάν ο σπουδαίος λόγος συνιστά ποινικό αδίκηµα και ο εργοδότης έχει υποβάλει πριν την καταγγελία µήνυση, οπότε απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής αποζηµίωσης. Απαραίτητη προϋπόθεση για το κύρος της ως άνω καταγγελίας ωστόσο, όπως προεκτέθηκε, είναι, η αξιόποινη πράξη για την οποία υποβλήθηκε µήνυση να έχει σχέση µε την εκτέλεση της υπηρεσίας του εργαζόμενου και η υποβολή της μήνυσης να έχει γίνει πριν την καταγγελία ή, στην περίπτωση που είναι άσχετη με την εκτέλεση της υπηρεσίας του, πρέπει αυτή να έχει το χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος και να έχει απαγγελθεί κατά του εργαζόμενου κατηγορία επίσης πριν την καταγγελία (άρθρο 331 του Π.Δ. 80/2022). Στην ένδικη υπόθεση, ο εναγόμενος είχε καταθέσει τρεις μηνύσεις – εγκλήσεις εναντίον του ενάγοντος, πριν προβεί στην επίμαχη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του τελευταίου, εκ των οποίων επικαλείται τις δύο στην καταγγελία αυτή, ως σπουδαίο λόγο, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, παρά μόνο την αναφορά της άσκησής τους και τα άρθρα του Π.Κ. στα οποία προβλέπονται τα περιεχόμενα σε αυτές αδικήματα. Ειδικότερα: Η πρώτη χρονικά ασκηθείσα εκ των ως άνω μηνύσεων, ήτοι η από 7-3-2023 µήνυση (µε ΑΒΜ …………), που δεν αναφέρεται στην έγγραφη ως άνω καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, αφορά στο ειδικό ποινικό αδίκηµα της παρ. 4 στ.β΄ του άρθρου 15 Ν. 1667/1986 περί αστικών συνεταιρισµών, σχετικά με παρατυπίες κατά τη διαδικασία εκλογής του ενάγοντος στη θέση του εκπροσώπου των εργαζομένων – μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου κατά τις αρχαιρεσίες της 18ης-11-2022 της ειδικής Γενικής Συνέλευσης των εργαζομένων του εναγόμενου, κατόπιν της οποίας οι 124 των εργαζόμενοι υπέβαλαν προς την εφορευτική επιτροπή της ως άνω Γ.Σ., την Επιτροπή των εργαζομένων και τον ενάγοντα, την από 24-11-2022 επιστολή διαμαρτυρίας – καταγγελία. Η δεύτερη χρονικά ως άνω από 11-10-2023 (με ΑΒΜ ………) έγκληση – μήνυση και πρώτη από τις επικαλούμενες στην επίμαχη καταγγελία, η οποία υποβλήθηκε από τον εναγόμενο (τα μέλη του Δ.Σ. αυτού) κατά: 1) του ενάγοντος …………., ατομικά και ως Προέδρου του Σωματείου Εργαζομένων του Συνεταιρισμού (………..ΠΕ.) 2) των μελών της Διοίκησης του ως άνω Σωματείου Εργαζομένων και 3) του …………., εργαζόμενου στον Συναιτερισμό, αφορά στα αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρ. 363 ΠΚ), σχετικά με τα αναφερόμενα στην από  4-7-2023 επιστολή – ανακοίνωση του Σωματείου Εργαζομένων του ……….., απευθυνόμενη προς τα μέλη του Συνεταιρισμού, η οποία διαμοιράστηκε από τον ενάγοντα – εργαζόμενο του ……….. και Πρόεδρο του Σωματείου Εργαζομένων αυτού, σε ώρες εκτός του ωραρίου εργασίας του, όπως αναφέρεται στη μήνυση, καθώς και από έτερο εργαζόμενο στον Συνεταιρισμό (……..), κατά τη διάρκεια προγραμματισμένης διανομής φαρμάκων από τον εναγόμενο Συνεταιρισμό προς τα φαρμακεία – μέλη του. Στην επιστολή αυτή, συνοπτικά, αναφερόταν ότι ο εναγόμενος, υποκινεί δικαστικές ενέργειες 8 εργαζομένων σχετικά με την ακύρωση των προαναφερθέντων αρχαιρεσιών, ότι περαιτέρω, εργαζόμενοι του εναγόμενου αντιμετωπίζουν καθημερινά περιστατικά εργασιακού εκφοβισµού, ψυχολογικής πίεσης και άνισης µεταχείρισης από προστηθέντα στελέχη του ………..ΠΕ., με συνέπεια την προσφυγή των εργαζοµένων ενώπιον του αρµοδίου ΣΕΠΕ, αλλά και την παραίτηση από τον ………..ΠΕ. Κατόπιν της ανωτέρω επιστολής του Σωµατείου, τα µέλη του Δ.Σ. του εναγόµενου συνεταιρισµού, άσκησαν την προαναφερθείσα έγκληση – μήνυση, αναφέροντας σε αυτήν ότι, τα ανωτέρω αναγραφόμενα στην επίμαχη ανακοίνωση γεγονότα εις βάρος τους, είναι ψευδή και προσβλητικά για την προσωπικότητά τους κι ως σκοπό είχαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή τους, καθώς ποτέ δεν υποκίνησαν τις παραπάνω νομικές ενέργειες των 8 εργαζομένων, ούτε έλαβε χώρα εκ μέρους τους ως στελέχη του Συνεταιρισμού κάποιο περιστατικό εργασιακού εκφοβισμού κ.λπ. εις βάρος εργαζομένων αυτού, ουδέποτε δε έχει υποβληθεί ενώπιον του ΣΕΠΕ ή άλλης αρμόδιας αρχής προσφυγή από κάποιον εργαζόμενο, πλην των ……… και του ………., οι οποίοι δεν παραιτήθηκαν, κατά τα αναλυτικότερα εκτιθέμενα στην εν λόγω μήνυση – έγκληση. Τέλος, η τρίτη χρονικά ως άνω από 21-11-2023 (με ………..) μήνυση και δεύτερη από τις επικαλούμενες στην επίμαχη καταγγελία, σχετικά με το αδίκηµα του άρθρου 224 παρ. 1 ΠΚ (ψευδούς κατάθεσης), αφορούσε εξέταση του ενάγοντος ως διαδίκου, στο πλαίσιο προσφυγής του ενώπιον αρχής (και συγκεκριμένα του ΣΕΠΕ), που τυγχάνει αρµόδια να ενεργεί εξέταση για διαφορές εργατικού δικαίου αναφορικά µε την παραβίαση της πολιτικής κατά της βίας και της κακοποίησης, κατά την οποία, σύμφωνα με τα υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο στην ως άνω μήνυση,  «…κατάθεσε εν γνώσει του ψευδή στοιχεία ως αληθή για την ανωτέρω υπόθεση, ήτοι, ενώ γνώριζε ότι ουδέποτε απέστειλε εµπρόθεσµα ως όφειλε µήvυµα προς τov κύριο ….. (Προϊστάμενο αποθήκης) για να δηλώσει το κώλυµά του να προσέλθει κατά την έναρξη του ωραρίου στην εργασία του, εκείνος προσκόµισε και κατέθεσε ενώπιον του ΣΕΠΕ φωτοτυπίες ανταλλαγής γραπτών µηνυµάτων µε τον κ. …., όπου ‘’δήθεν’’ τον ενηµέρωνε για την επικείµενη αργοπορία του, τα οποία µηνύµατα ωστόσο ουδέποτε απεστάλησαν ή παρελήφθησαν από τον κ. ……, όπως βεβαιώvεται και από τoν προσκοµιζόµεvο στην παρούσα κατάλογο τηλεφωvικών επαφών του αριθµού (…) του κ. …». Σύμφωνα με τα αναλυτικά εκτεθέντα, καμία από τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις που αποδίδονται στον ενάγοντα με τις ανωτέρω μηνύσεις και ειδικά αυτές που επικαλείται ο εναγόμενος στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας του τελευταίου, δεν έλαβαν χώρα κατά την ενάσκηση των εργασιακών καθηκόντων του ενάγοντος. Εξάλλου, για τα αδικήματα που αναφέρονται στις ως άνω μηνύσεις (που έχουν το χαρακτήρα πλημμελήματος),  δεν είχε ασκηθεί ποινική δίωξη κατά το χρόνο που έλαβε χώρα η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, ενώ, μέχρι και σήμερα, έχει ασκηθεί ποινική δίωξη κατ΄ αυτού, μόνο σχετικά με το αδίκημα που περιέχεται στην από 11-10-2023 μήνυση, η οποία (δίωξη) ασκήθηκε μετά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από τον εναγόμενο – εκκαλούντα έγγραφο πληροφόρησης για στάδιο δικογραφίας από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά, όσον αφορά στην πρώτη ως άνω επικαλούμενη από τον εναγόμενο στην επίμαχη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος μήνυση, με …………/11-10-2023, έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για τα με αυτήν αποδιδόμενα στον ενάγοντα αδικήµατα της συκοφαντικής δυσφήμησης κατά συρροή από κοινού (άρθρ. 363 ΠΚ), εκκρεμούσης πλέον της εκδίκασης της ως άνω ποινικής υπόθεσης, προς προσδιορισμό ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Συνεπώς, με βάση τα παραπάνω, δεν μπορεί να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 331 Π.Δ. 80/2022, την οποία επικαλείται ο εναγόμενος στην ένδικη καταγγελία, περί απόλυσης του ενάγοντος χωρίς την καταβολή αποζημίωσης, διότι δεν συντρέχουν οι αναλυτικά προαναφερθείσες νόμιμες προϋποθέσεις, ήτοι οι ασκηθείσες εναντίον του ενάγοντος – εργαζόμενου μηνύσεις να αφορούν σε αδικήματα που έχουν σχέση με την εκτέλεση της υπηρεσίας του, ή να έχει ασκηθεί, ήδη κατά το χρόνο της καταγγελίας, ποινική δίωξη. Οπότε, εφόσον δεν καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση, η ένδικη καταγγελία είναι άκυρη εξ αυτού του λόγου, σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, όπως βάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων στην αγωγή του, χωρίς να ασκεί επιρροή αν υφίστατο σπουδαίος λόγος καταγγελίας, γεγονός στην έρευνα του οποίου αλυσιτελώς αναλώθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο σκεπτικό της εκκαλουμένης απόφασης, καταλήγοντας ότι δεν υφίσταται. Ο εναγόμενος υποστηρίζει στην έφεσή του και ειδικά στον πρώτο πρόσθετο λόγο αυτής, ότι, μόνο η άσκηση των εν λόγω μηνύσεων -μη ψευδών κατά περιεχόμενο- συνιστούν σπουδαίο λόγο για την καταγγελία και μάλιστα χωρίς την καταβολή αποζημίωσης και συνεπώς έπρεπε να απορριφθεί η αγωγή. Εντούτοις, όπως  προαναφέρθηκε, ο ισχυρισμός του αυτός θα ήταν βάσιμος, μόνο αν οι πράξεις για τις οποίες καταμηνύθηκε ο ενάγων, αφορούσαν στην ενάσκηση των εργασιακών του καθηκόντων ή είχε ασκηθεί, κατά το χρόνο της επίμαχης καταγγελίας, ποινική δίωξη για κάποια από τις εν λόγω πράξεις, πράγμα, όμως, που δεν ισχύει, αλλά ασκήθηκε πολύ μεταγενέστερα, ήτοι μετά την έκδοση της εκκαλουμένης, για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σχετικά με την από 11-10-2023 ως άνω μήνυση που αναφέρεται στην καταγγελία, ενώ για τις λοιπές δεν έχει ασκηθεί, μέχρι σήμερα, δίωξη. Εξάλλου, το παράπονο του εναγόμενου στον δεύτερο λόγο της έφεσης, ότι κακώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε σχετικό αίτημά του περί εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 250 ΚΠολΔ για αναστολή της δίκης µέχρι την αµετάκλητη περάτωση της ως άνω ποινικής διαδικασίας, πέραν του ότι η μη εφαρμογή του άρθρου αυτού από το Δικαστήριο, η οποία είναι δυνητική, δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο έφεσης, σε κάθε περίπτωση και ως αίτημα, αλυσιτελώς προβάλλεται, διότι, όποια και να είναι η έκβαση της διαδικασίας αυτής, δεν αναιρείται η ακυρότητα της επίδικης καταγγελίας, εφόσον δεν καταβλήθηκε αποζημίωση. Προκειμένου δηλ. η καταγγελία να ήταν καταρχήν έγκυρη, ο εναγόμενος θα έπρεπε να επικαλεστεί σπουδαίο λόγο συνιστάμενο στα αποδιδόμενα, με τις μηνύσεις του, στον ενάγοντα αδικήματα (ή στις ανωτέρω αναφερθείσες αιτιάσεις εναντίον του) και να του καταβάλει την νόμιμη αποζημίωση, εφόσον τα αδικήματα αυτά δεν έγιναν κατά την ενάσκηση της εργασίας του ενάγοντος, ώστε να δικαιολογείται η μη καταβολή αποζημίωσης, τουλάχιστον μέχρι την τυχόν απαλλαγή του κατά την ποινική διαδικασία. Ακολούθως βέβαια, επί προσβολής της καταγγελίας αυτής από τον ενάγοντα, θα είχε νόημα η έρευνα του ζητήματος αν πράγματι οι επικαλούμενοι από τον εναγόμενο σπουδαίοι λόγοι ήταν βάσιμοι. Στο παρόν όμως στάδιο, ακόμη κι αν καταδικαστεί ο ενάγων για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις που περιέχονται στις παραπάνω μηνύσεις και αποδειχθεί ότι υφίστατο σπουδαίος λόγος της συγκεκριμένης καταγγελίας, δεν θεραπεύεται η ακυρότητα της τελευταίας, λόγω της μη καταβολής σε αυτόν της νόμιμης αποζημίωσης κατά τα προαναφερθέντα, οπότε παρέλκει η εξέταση της ύπαρξης ή μη σπουδαίου λόγου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αλυσιτελώς, όπως προεκτέθηκε, ασχολήθηκε στο αιτιολογικό της εκκαλουμένης απόφασης με την έρευνα συνδρομής σπουδαίου λόγου, καταλήγοντας σε αρνητική κρίση περί αυτού, ανεξάρτητα αν, κατ΄ αποτέλεσμα, ήταν ορθή η κρίση του, που διατυπώνεται στο διατακτικό, περί ακυρότητας της επίδικης καταγγελίας, με εσφαλμένες ωστόσο αιτιολογίες, τις οποίες το Δικαστήριο τούτο παραδεκτά δύναται να αντικαταστήσει, κατ΄ άρθρο 534 ΚΠολΔ. Ας σημειωθεί δε ότι, το παρόν Δικαστήριο, εφόσον παρέλκει η έρευνα της ύπαρξης η μη σπουδαίου λόγου για την επίμαχη καταγγελία, καθώς αυτή είναι άκυρη προεχόντως λόγω μη καταβολής αποζημίωσης, δεν υπεισέρχεται στην εξέταση της ορθότητας η μη των επιχειρημάτων που αναπτύσσονται από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στο σκεπτικό της εκκαλουμένης απόφασης, προκειμένου να οδηγηθεί στην κρίση ότι δεν υφίσταται τέτοιος λόγος. Δεδομένου δε αυτού, καθώς και του ότι οι λόγοι της έφεσης προσβάλλουν τις εσφαλμένες αιτιολογίες της εκκαλουμένης, ήτοι αφορούν στην εκτίμηση από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο των αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τη βασιμότητα των ως άνω μηνύσεων και τη συνδρομή των περιστατικών που συνιστούν σπουδαίο λόγο καταγγελίας, το παρόν Δικαστήριο, ενόψει ότι αντικαθιστά τις εν λόγω αιτιολογίες, δεν είναι απαραίτητο να απαντήσει σε αυτούς (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη Ερμ. ΚΠολΔ, άρθρο 534 αρ. 12).

Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, η επίμαχη από 11-12-2023 καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος εκ μέρους του εναγόμενου, είναι άκυρη, λόγω μη καταβολής της αποζημίωσης απόλυσής του, εκ μέρους του καταγγέλοντος εναγόμενου. Ως εκ τούτου, ο τελευταίος, μη αποδεχόμενος τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες  του ενάγοντος, έχει καταστεί υπερήμερος εργοδότης, οπότε οφείλει να καταβάλει σε αυτόν μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από τις 11-12-2023, που έλαβε χώρα η καταγγελία, έως τις 20-12-2023, ήτοι το ποσό των (2.490 ευρώ μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος/25=99,60 ευρώ χ 8 ημερομίσθια=) 796,80 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της πρώτης ημέρας του επόμενου μήνα από αυτόν που αφορούν. Επιπλέον, προέκυψε ότι, από την παραπάνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου, ήτοι την εκ μέρους του άκυρη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, υπό τις προπεριγραφείσες περιστάσεις, χωρίς να του καταβληθεί η προβλεπόμενη από τον νόμο χρηματική αποζημίωση, παρά το ότι δεν συνέτρεχαν οι εξαιρετικές προϋποθέσεις που προβλέπονται επίσης από τον νόμο, όπως παραπάνω αναλύθηκαν, προκειμένου η καταγγελία να επιτρέπεται να γίνει αζημίως, τη μη συνδρομή των οποίων ο εναγόμενος ευκόλως μπορούσε και όφειλε να αντιληφθεί, ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, καθώς η συμπεριφορά αυτή είχε ως αποτέλεσμα να προσβληθεί η προσωπικότητά του, διότι εθίγη η εργασιακή του επάρκεια και η συνδικαλιστική του ιδιότητα, ενώπιον όλων των συναδέλφων του και επλήγη η τιμή και η υπόληψή του στο επαγγελματικό και κοινωνικό του περιβάλλον, παρά των περί του αντιθέτου αβάσιμων ισχυρισμών του εναγόμενου- εκκαλούντος. Λαμβάνοντας δε υπόψη το είδος, την ένταση, και τις συνθήκες της ως άνω προσβολής, όπως ανωτέρω αναφέρθηκαν, την ταλαιπωρία και τη στεναχώρια που δοκίμασε ένεκα αυτής ο ενάγων και την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των μερών, το παρόν Δικαστήριο, κρίνει, με βάση τα διδάγματα της ανθρώπινης εμπειρίας και της λογικής, ότι πρέπει να επιδικασθεί σε αυτόν, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 1.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο με βάση τα ως άνω ληφθέντα υπόψη γεγονότα και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 Σ, όπως αυτή εξειδικεύεται με την διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ), με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση.

Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στο διατακτικό της στην ίδια κρίση με το παρόν, έστω με εντελώς διαφορετική αιτιολογία, την οποία το παρόν Δικαστήριο, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, παραδεκτά αντικαθιστά (άρθρο 534 ΚΠολΔ) και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και συνακόλουθα και τις πρόσθετες παρεμβάσεις, κατ΄ αποτέλεσμα δεν έσφαλε. Επομένως, η κρινόμενη έφεση καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, γενομένης δεκτής και της πρόσθετης παρέμβασης, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους κατ΄ ουσία. Η δε δικαστική δαπάνη για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, θα επιβληθεί, κατόπιν σχετικού αιτήματος του εφεσίβλητου, εις βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος (άρθρα 183, 176 ΚΠολΔ), όπως προσδιορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ     

Συνεκδικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων: Α) την από 5-2-2024 και με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης (Ε.Α.Κ.) …./2024 έφεση κατά της υπ’αρ. 306/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, Β) την από 21-2-2024 και με Ε.Α.Κ. …/2024 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του εφεσίβλητου και Γ) τους από 26-2-2024 και με Ε.Α.Κ. …./2024 πρόσθετους λόγους της ως άνω έφεσης,

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Αντικαθιστά τις αιτιολογίες της εκκαλουμένης απόφασης.

Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος του εκκαλούντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 15 Απριλίου 2024, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                Η  ΓPAMMATEAΣ