Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 173/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ  173 /2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Λάζαρο Γιαπαλάκη Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Προϊστάμενο της Τριμελούς Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα  Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΗΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Της Δικηγορικής εταιρίας με την επωνυμία ………., όπως μετονομάστηκε με τροποποίηση του καταστατικού η ……….. που εδρεύει στον Πειραιά, οδός ……., με αριθμό ειδικού μητρώου Δ.Σ.Π…. και Α.Φ.Μ. ……., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Ληξουριώτη του Δ.Σ.Α. με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠΟΛΔ.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως, ως δικηγόρος με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠΟΛΔ και από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δαμιανό Δημητρούλια του Δ.Σ.Α. με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠΟΛΔ.

Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 4-11-2019 αγωγή του και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου αγωγής ………../2019 η οποία εκδικάστηκε κατά την δικάσιμο της 19-9-2022 κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών-διαφορών από αμοιβές και εκδόθηκε η με αριθμό 1790/2023 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την με αριθ. εκθ. καταθ. δικ. ……./2023 έφεσή της ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ……../2023 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την με αριθ. εκθ. καταθ. δικ. ……./2023 έφεσή του ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με αριθμό εκθ. κατ. δικ.  …………/2023 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εκκρεμούν: α) η από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………/2023 έφεση και β) η από με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ………../2023 έφεση οι οποίες αφορούν τους ίδιους διαδίκους εκδικάζονται κατά την ίδια διαδικασία και είναι συναφείς μεταξύ τους και για το λόγο αυτό θα πρέπει να συνεκδικαστούν επειδή με τη συνεκδίκασή τους διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρο 246ΚΠΟΛΔ).

Στην προκειμένη περίπτωση φέρονται προς συζήτηση οι με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……./2023 και ……../2023 εφέσεις κατά της με αριθμό 1790/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών- διαφορών από αμοιβές αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου αγωγής ……../2019 του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος-εφεσίβλητου.

Η με αριθμό ……./2023 έφεση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα από την εκκαλούσα  σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 511, 513 § 1 β, 516 και 518 § 1 ΚΠολΔ δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε από τον ενάγοντα προς τον εναγόμενη αυτής στις 20-9-2023 (βλ. την με αριθμό ……./20/9/2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …… .) και η έφεση της ασκήθηκε στις 3-10-2023(βλ. την με αριθμό ……./2023 έκθεση κατάθεσης ένδικου μέσου στο Πρωτοδικείο Πειραιά). Για το παραδεκτό της δεν απαιτείται η καταβολή παράβολου, λόγω του ότι πρόκειται για διαφορά από αμοιβές (άρθ. 495 παρ. 4 εδαφ. τελευταίο και 614 § 5 ΚΠΟΛΔ. ως αυτά ισχύουν μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015 – Κ. Ρίζος σε Ν. Δεοντή. Ειδικές Διαδικασίες κατά τον ΚΠΟΛΔ, έκδ. 2018, σσ. 23).Η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……./2023 έφεση  έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον εκκαλούντα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 511, 513 § 1 β, 516 και 518 § 1 ΚΠολΔ δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση ως προελέχθη ανωτέρω επιδόθηκε από τον ίδιο(ενάγοντα) προς την εναγόμενη στις 20-9-2023 και η έφεση του ασκήθηκε στις 17-10-2023(βλ. την με αριθμό ……../2023 έκθεση κατάθεσης ένδικου μέσου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς). Περαιτέρω κατατέθηκε το με αριθμό …….. e-παράβολο βεβαιώθηκε η πληρωμή του στις 17-10-2023 ασχέτως του ότι δεν απαιτείται η καταβολή του νόμιμου παράβολου λόγω του ότι πρόκειται για διαφορά από αμοιβές (άρθ. 495 παρ. 4 εδαφ. τελευταίο και 614 § 5 ΚΠΟΛΔ. ως αυτά ισχύουν μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015 – Κ. Ρίζος σε Ν. Δεοντή. Ειδικές Διαδικασίες κατά τον ΚΠΟΛΔ, έκδ. 2018, σσ. 23.

Πρέπει συνεπώς αυτές να γίνουν τυπικά δεκτές (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους και δη κατά τα εκκληθέντα με τις εν λόγω εφέσεις κεφάλαια (άρθρο 524§1 ΚΠολΔ).

Με την με αριθμό έκθεση κατάθεσης αγωγή ………./2019 όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις και με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου του δικηγόρου που καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στις 6-10-2020 ο ενάγων δικηγόρος εκθέτει ότι σε εκτέλεση έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου με πάγια αντιμισθία, ανερχόμενη στο μικτό ποσό των 120.000 ευρώ ετησίως, καταβαλλόμενη σε 14 ισόποσες δόσεις κατά τους αναφερόμενους στην αγωγή του χρόνους, παρείχε στην εναγόμενη δικηγορική εταιρία τις περιγραφόμενες νομικές συμβουλές του. Ότι ως προς τον τρόπο λύσης της σύμβασης του προβλέφθηκε ρητά ότι αυτή δύναται να επέλθει μεταξύ άλλων δια καταγγελίας η οποία θα είναι έγγραφη και θα γίνεται μόνο για σπουδαίο λόγο από πλευράς του εντολέα, κοινοποιούμενη στον ίδιο με προμήνυση τριών μηνών. Ότι η εναγόμενη του παρείχε οικειοθελώς μόνιμη ασφάλιση υγείας, εισοδήματος και θανάτου μέσω της αναφερόμενης ασφαλιστικής εταιρίας. Ότι λόγω προβλημάτων υγείας που αυτός αντιμετώπιζε από το έτος 2014, στις 21-3-2016 τροποποιήθηκε η σύμβαση του, ώστε η πάγια αντιμισθία του ανήλθε στο ποσό των 85.00 ευρώ ετησίως, το οποίο εισέπραττε η εναγόμενη από την ανωτέρω ασφαλιστική εταιρία ως αποζημίωση για απώλεια εισοδήματος εξαιτίας μερικής ανικανότητας εκείνου προς εργασία λόγω της κατάστασης της υγείας του και το οποίο του απέδιδε σε τέσσερις τρίμηνες δόσεις κάθε έτος. Ότι επομένως η πάγια αντιμισθία του εξακολουθούσε να ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 120.000 ευρώ(85.000 ευρώ+35000 ευρώ) ετησίως. Ότι την 8-5-2019 η εναγόμενη κατήγγειλε εγγράφως την μεταξύ τους σύμβαση με χρόνο λύσης αυτής στις 8-8-2019, ήτοι μετά την πάροδο τρίμηνης προθεσμίας, αναγνωρίζοντας του ως χρόνο προϋπηρεσίας του και το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 έως τις 1-4-2011 κατά το οποίο παρείχε τις υπηρεσίες του στην εναγόμενη, λειτουργούσα τότε με άλλη επωνυμία. Ότι η καταγγελία αυτή είναι άκυρη διότι αυτή αντιβαίνει στην σύμβαση του και στην διάταξη του άρθρου 46 του ν. 4194/2013 Κώδικας περί Δικηγόρων επειδή α) δεν υφίσταται νόμιμη αιτία που να την αιτιολογεί, β) δεν αναγράφηκε η αιτία της καταγγελίας στο έγγραφο αυτής και γ) το σχετικό έγγραφο δεν του κοινοποιήθηκε με δικαστικό επιμελητή. Ότι επικουρικά αυτή είναι άκυρη διότι οφείλεται σε εμπάθεια προς το πρόσωπο του εξαιτίας της μακρόχρονης συνεργασίας του και των διαπροσωπικών και κοινωνικών σχέσεων που διατηρούσε με τους εταίρους που αποχώρησαν από την εναγόμενη και προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε ανταγωνιστική εταιρία. Ότι στις 8-8-2019 ο λογιστής της εναγόμενης του παρέδωσε εκ νέου έγγραφο καταγγελίας της σύμβασης του στο οποίο αναφερόταν ως λόγος της καταγγελίας η ανεπαρκής απόδοση του στην εκτέλεση των καθηκόντων του και σειρά ενεργειών του που υπονομεύει το γόητρο της εταιρίας, ισχυρισμοί που είναι απαξιωτικοί, συκοφαντικοί και αναληθείς και προσβάλουν την προσωπικότητα του. Ότι και αυτή η καταγγελία είναι άκυρη επειδή α) η αναφερόμενη αιτία είναι αναληθής, β) το σχετικό έγγραφο δεν επιδόθηκε με δικαστικό επιμελητή και γ) δεν τηρήθηκε η συμβατική τρίμηνη προθεσμία προειδοποίησης. Με βάση αυτά και κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος σε εν μέρει αναγνωριστικό ο ενάγων ζητεί να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 8-5-2019 καταγγελίας, άλλως της από 8-8-2019 καταγγελίας, β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να του καταβάλει το ποσό των 17.142,86 ευρώ ως αποδοχές υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από την επόμενη της καταγγελίας(9-8-2019) έως την 9-10-2019, με τον νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους μισθολογική παροχή κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι πλήρους εξόφλησης, β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να του καταβάλει το ποσό των 109.678,11 ευρώ που αφορά τις αποδοχές υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 9-10-2019  έως τον πιθανό χρόνο συζήτησης της αγωγής (9-8-2020), συμπεριλαμβανομένων των κονδηλίων που αφορούν το υπόλοιπο της αναλογίας του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων έτους 2.019, το επίδομα εορτών Πάσχα 2020, το επίδομα αδείας έτους 2020 και την αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας 2020 επιφυλασσόμενου για αξιώσεις περαιτέρω χρονικού διαστήματος, με τον νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους μισθολογική παροχή κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι πλήρη εξόφληση, γ) το ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που αυτός υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητας του που του προκάλεσε η εναγόμενη  με την αποστέρηση της επαγγελματικής του ανέλιξης, την σταδιακή αποψίλωση των καθηκόντων του και τους διαλαμβανόμενους στην από 8-8-2019 καταγγελία της σύμβασης εργασίας του συκοφαντικούς ισχυρισμούς, το ποσό αυτό με τον νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι πλήρη εξόφληση. Τέλος ζητεί την καταδίκη της εναγόμενης στην δικαστική του δαπάνη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκδικάζοντας την υπόθεση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών-διαφορών από αμοιβές αντιμωλία των διαδίκων αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και εν μέρει νόμιμη την έκανε εν μέρει δεκτή και αναγνώρισε την ακυρότητα της από 8-5-2019 καταγγελίας της σύμβασης έμμισθης εντολής του ενάγοντος από την εναγόμενη και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 40.975,77 ευρώ με τον νόμιμο τόκο κατά τις εκτιθέμενες στο σκεπτικό της διακρίσεις και μέχρις πλήρους εξόφλησης. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονούνται οι εκκαλούντες των με αριθμό ………/2023 και ……./2023 εφέσεων για τους περιεχόμενους στην ανωτέρω έφεση της λόγους οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και ζητεί η εκκαλούσα της με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου ……./2023 την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης ώστε να απορριφθεί η ένδικη αγωγή, ενώ ο εκκαλών της με αριθμό ………../2023 έφεσης την εξαφάνιση της εκκαλουμένης προκειμένου να γίνει δεκτή εν όλω η αγωγή του.

Από τις διατάξεις του εφαρμοζόμενου ως εκ του κρίσιμου χρόνου κατάρτισης της σύμβασης άρθρου 63 παρ.4 και 5 του κυρωθέντος με το ν.δ. 3026/1954 Κώδικα Δικηγόρων όπως η περίπτωση δ. της παρ. 5 είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 22 του ν.723/1977 παρόμοια είναι και η ρύθμιση στο νέο Κώδικα Δικηγόρων με το άρθρο 46 παρ.2 εδ.β του ν.4194/2013) σε συνδυασμό με τα διατάξεις των άρθρων 349 και 350 Α.Κ., συνάγεται ότι η παροχή από δικηγόρο νομικών υπηρεσιών με πάγια περιοδική αμοιβή θεωρείται ως σχέση απόλυτα προσωπικής εμπιστοσύνης και συνάπτεται με σύμβαση ιδιόμορφης έμμισθης εντολής η οποία λογίζεται πάντα ως σύμβαση αορίστου χρόνου. Η σύμβαση αυτή λύνεται εκτός άλλων και με καταγγελία του εντολέα που συνιστά κατ’ αρχήν μονομερή αναιτιώδη δικαιοπραξία. Όταν όμως για το προσωπικό του εντολέα ισχύει κανονισμός που προβλέπει μόνιμη υπηρεσία (ανεξάρτητα αν ο έμμισθος δικηγόρος υπάγεται ή όχι στον κανονισμό αυτό) η καταγγελία εκ μέρους του εντολέα δεν μπορεί να γίνει οποτεδήποτε, αλλά μόνο όταν υπάρχει σπουδαίος λόγος, δηλαδή καθίσταται αιτιώδης. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι για την έγκυρη λύση με καταγγελία εκ μέρους του εντολέως της έμμισθης εντολής δικηγόρου απαιτείται η συνδρομή σπουδαίου λόγου αν ισχύει κανονισμός που προβλέπει μονιμότητα προσωπικού το εντολέως (ΑΠ941/1992, 928/1990). Αν δεν υπάρχει τέτοιος κανονισμός η καταγγελία αποτελεί δικαίωμα του εντολέως και είναι αναιτιώδης(ΑΚ167), δεν είναι απαραίτητο να δικαιολογείται και μπορεί να γίνει οποτεδήποτε. (ΑΠ1249/2022, ΑΠ 919/2022, ΑΠ 1246/2022,ΑΠ 440/2023 Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Ακόμη στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του ίδιου ως άνω άρθρου ορίζεται ότι: Η καταγγελία της σύμβασης έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία είναι έγγραφη και σ’ αυτή αναφέρεται ο λόγος της απόλυσης επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία είναι τυπική δικαιοπραξία αφού αυτή επί ποινή ακυρότητας, πρέπει να γίνει εγγράφως δηλαδή η δήλωση βούλησης του εντολέα περί καταγγελίας της σύμβασης έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου και το τελευταίο να επιδοθεί με δικαστικό επιμελητή στον εντολοδόχο(ΑΠ 382/2022Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Η καταγγελία αυτή, η οποία είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία, είναι άκυρη, αν δεν περιβληθεί τον έγγραφο τύπο και κοινοποιείται στον εντολοδόχο ή τον εντολέα (άρθρ. 63 παρ. 5ε` του Ν.Δ. 3026/1954 και 174 Α.Κ.). Εξ αυτών παρέπεται ότι ο όρος στη σύμβαση έμμισθης εντολής, κατά τον οποίο λύεται αυτή για σπουδαίο και μόνο λόγο, είναι, κατά τη σαφή έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ανεπίτρεπτος και αν τεθεί δεν λαμβάνεται υπόψη, ενώ η σύμβαση παραμένει ισχυρή, διότι ένας τέτοιος όρος θα καθιστούσε τη θέση του συνδεομένου με σύμβαση έμμισθης εντολής δικηγόρου ισχυρότερη και από εκείνη που ο ίδιος θα είχε αν συνδεόταν με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, δηλαδή με σύμβαση υπό προθεσμία, την οποία ρητά αποκλείει το άρθρο 63 παρ. 5 α του Κώδικα Δικηγόρων, αφού και η τελευταία αυτή σύμβαση μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 672 ΑΚ να καταγγελθεί για σπουδαίο λόγο, γεγονός που δεν μπορεί να αποκλεισθεί με αντίθετη συμφωνία, παρέχει δε το πλεονέκτημα ότι λύεται οπωσδήποτε με την πάροδο του συμφωνηθέντος χρόνου, ενώ η σύμβαση, έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου δεν θα μπορούσε να λυθεί ποτέ από τον εντολέα χωρίς τη συνδρομή σπουδαίου λόγου. (ΑΠ1047/2008Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, η άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, της μη υπέρβασης, δηλαδή, των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Όταν η υπέρβαση των ορίων αυτών είναι προφανής, η καταγγελία καθίσταται απαγορευμένη και, κατά συνέπεια, άκυρη, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εργασίας και, κατ` αναλογία, της σύμβασης παροχής δικηγορικών υπηρεσιών με πάγια αντιμισθία, καθίσταται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος της μονομερούς λύσης της σύμβασης. Αυτό συμβαίνει σε περιπτώσεις, που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εντολέα, συμπεριφοράς του δικηγόρου. Αντιθέτως, δεν συντρέχει περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας όταν, απλώς, λείπει κάποια εμφανής αιτία, διότι, λόγω του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας, με μόνο περιορισμό τη μη άσκηση αυτής καθ` υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη, ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που, ως εκ περισσού, επικαλέσθηκε γι` αυτήν ο εντολέας ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρξε εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, τους οποίους πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο δικηγόρος και εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εντολέα υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ (ΑΠ 1420/2006). Παρομοίως, η καταγγελία δεν θεωρείται καταχρηστική, όταν έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του εργαζομένου ή την από πλευράς αυτού παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η με υπαιτιότητα αυτού σοβαρή διαταραχή του κλίματος εμπιστοσύνης και καλής συνεργασίας που πρέπει να επικρατεί γενικώς στο χώρο της επιχείρησης και ειδικότερα μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου. Ο εντολέας που κατήγγειλε ακύρως τη σύμβαση έμμισθης εντολής είτε λόγω μη τήρησης των προϋποθέσεων που θέτει η διάταξη του άρθρου 46 παρ.2 εδ. τελ. Του ν. 4194/2013, είτε κατά κατάχρηση δικαιώματος και έπαυσε να αποδέχεται τις νομικές υπηρεσίες του εντολοδόχου δικηγόρου, περιέρχεται σε υπερημερία ως εργοδότης(ΑΠ 140/2020 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ο υπερήμερος εντολέας, περί την αποδοχή των υπηρεσιών του εντολοδόχου δικηγόρου, οφείλει να καταβάλει στο δικηγόρο τη μετέπειτα και κατά τη διάρκεια της υπερημερίας του αμοιβή υπερημερίας («μισθούς υπερημερίας»), ήτοι, τη νόμιμη ή τη συμφωνημένη, ανώτερη της νόμιμης, αμοιβή, μετά των επιδομάτων αδείας, καθώς και εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα [άρθρα 69 παρ. 1 περ. α` ΚΠΟΛΔ, 648, 656 ΑΚ, 1 ν.1082/1980, 3 παρ. 16 ν.4506/1966, 1, 4, 5 α.ν. 539/1945,1 ν.1346/1983,3 ν.δ.3755/1957, 1 ν.δ. 4547/1966, 6 ν. 3144/2003(ΦΕΚ A΄ 111/8-5-2003), 1 ν. 3302/2004 (ΦΕΚ A΄ 267/28-12-2004), 6 της από 26-1-1977 ΕΓΣΣΕ – απόφαση Υπ. Εργασίας 4943/1971 (ΦΕΚ Β΄ 60), 8 ν. 549/1977, Κοινές Αποφάσεις Υπ. Οικονομικών και Εργασίας, 19040/1981 (ΦΕΚ Β΄ 742), 12921/1981 (ΦΕΚ Β΄ 212)]. Η συμφωνημένη αμοιβή (άρθρο 361 ΑΚ) περιλαμβάνει την πάγια μηνιαία αμοιβή, καθώς και τυχόν επιδόματα θέσης, έξοδα κίνησης και την αναλογία ετήσιων ασφαλιστικών εισφορών του εντολοδόχου δικηγόρου προς Ταμεία. Υπερημερία του εντολέα, η οποία τον υποχρεώνει να καταβάλει τη χρηματική αμοιβή του δικηγόρου, ως άνω, με τον, επί αυτής, νόμιμο τόκο υπερημερίας, ανακύπτει και ύστερα από άκυρη, εκ μέρους του εντολέα, καταγγελία της έννομης σχέσης (άρθρα 340, 341, 345, 349, 350, 293 ΑΚ). Ο δικηγόρος δικαιούται να εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας και να ζητήσει την αμοιβή, μέχρι την άρση της υπερημερίας του εντολέα (ΑΠ 921/2008 δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1379/2007 ΕλλΔνη 48. 1387).

Από την επανεκτίμηση της χωρίς όρκου εξέτασης του ενάγοντος ως διαδίκου και της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος  ……….., που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που εξετάστηκε με την επιμέλεια της εναγόμενης και οι καταθέσεις των οποίων περιέχονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου της δικασίμου της 6-10-2020 η οποία δεν έχει την ιδιότητα του διαδίκου, καθώς συμμετέχει στην εναγόμενη ως συνέταιρος χωρίς να την διοικεί και να την εκπροσωπεί δικαστικά ή εξώδικα, μη έχουσα την ιδιότητα της διαχειρίστριας της εναγόμενης (άρθρα 54 παρ.4 ν.4194/2013) τον κρίσιμο χρόνο της μαρτυρίας της στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στις 6-10-2020 διότι αυτή σύμφωνα με το με αριθμό ………/25/5/2023 πιστοποιητικό του Δ.Σ.Π. που προσκομίζει ο ενάγων  κατέστη διαχειρίστρια της εναγόμενης στις 8-12-2022, δηλαδή σε μεταγενέστερο χρόνο της μαρτυρικής της κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, των με αριθμό ……/8/10/2020 και …/8/10/2020 ενόρκων βεβαιώσεων δύο μαρτύρων ενώπιον της συμβολαιογράφου Παλαιού Φαλήρου ………. που λήφθησαν με επιμέλεια της εναγόμενης κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. την με αριθμό ……/2/10/2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ……….), και προσκομίζονται με την προσθήκη στις προτάσεις της λαμβανομένων υπόψη κατά το μέρος που αφορούν αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν, των με αριθμό ……..,………/5/3/2024, ενόρκων βεβαιώσεων δύο μαρτύρων που λήφθησαν με επιμέλεια του ενάγοντος ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …….., της με αριθμό ……./5/3/2024 ένορκης βεβαίωσης ενός μάρτυρα ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά . ……. που λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγόμενης (βλ. την με αριθμό … δ/29/2/2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …….) λαμβανομένων υπόψη ως νέων αποδεικτικών μέσων κατ’ άρθρο 529 ΚΠΟΛΔ αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν λαμβάνονται υπόψη οι προσκομισθείσες με επίκληση από τον ενάγοντα ένορκες βεβαιώσεις με αριθμό …/5/10/2020……/5/10/2020  ένορκες βεβαιώσεις δύο μαρτύρων ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά ………… και η με αριθμό …/5/10/2020 ένορκη βεβαίωση ενός μάρτυρα ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………, που λήφθησαν με επιμέλεια του χωρίς την παρουσία της εναγόμενης καθόσον στη σχετική κλήση δεν ορίζεται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο ο χρόνος της εξετάσεως τους διότι σε αυτήν περιέχονται πολλές και διαφορετικές ώρες εξέτασης τους ενώπιον των αναφερόμενων σ΄ αυτή συμβολαιογράφων, και έτσι ο προσδιορισμός αυτός δεν είναι σαφής και συγκεκριμένος ώστε να παρέχεται στην αντίδικό του η δυνατότητα να παρασταθεί κατά την εξέταση και συνακόλουθα δεν πληρούται στη προκειμένη περίπτωση η απαιτούμενη από το άρθ. 422 ΚΠολΔ προϋπόθεση της προηγούμενης κλήτευσης του αντιδίκου, ως εκ τούτου δε οι δοθείσες, παρά την έλλειψη αυτή, ως άνω ένορκες βεβαιώσεις, κατά τις οποίες και δεν παραστάθηκε η εναγόμενη, είναι ανύπαρκτες ως αποδεικτικό μέσο και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη (ΕΦ.ΑΘ. 608/2022, ΕΦ.ΘΕΣΣΑΛ. 1302/2021 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Το αυτό ισχύει για τις προσκομισθείεσες με επίκληση από την εναγόμενη με αριθμό ../2/10/2020, …/5/10/2020 και …./5/10/2020 ένορκες βεβαιώσεις τριών μαρτύρων ενώπιον της συμβολαιογράφου Παλαιού Φαλήρου Αττικής …….. καθόσον στην με αριθμό ……./5/10/2020 ένορκη βεβαίωση αναφέρεται ότι προσήλθε στην προαναφερόμενη συμβολαιογράφο η …….. στις 5/10/2020 και ώρα 12.00 ενώ στην σχετική κλήση χρόνος εμφάνισης της αναφέρεται η 8-10-2020 και ώρα 15.00, στην με αριθμό …./2/10/2020 ένορκη βεβαίωση της ανωτέρω συμβολαιογράφου αναφέρεται ότι ο μάρτυρας …….. προσήλθε σ΄ αυτήν στις 2-10-2020 και ώρα 15.00 ενώ στην σχετική κλήση αναφέρεται ως χρόνος εμφάνισης η 9-10-2020 και ώρα 9.00, στην με αριθμό …./5/10/2020 ένορκη βεβαίωση  αναφέρεται ότι προσήλθε στην προαναφερόμενη συμβολαιογράφο η ……… στις 5-10-2020 και ώρα 14.00 ενώ στην σχετική κλήση αναφέρεται ως χρόνος εμφάνισης η 8-10-2020 και ώρα 14.00  και έτσι ο προσδιορισμός αυτός δεν είναι σαφής και συγκεκριμένος ώστε να παρέχεται στον αντίδικό της η δυνατότητα να παρασταθεί κατά την εξέταση και συνακόλουθα δεν πληρούται στη προκειμένη περίπτωση η απαιτούμενη από το άρθ. 422 ΚΠολΔ προϋπόθεση της προηγούμενης κλήτευσης του αντιδίκου, ως εκ τούτου δε οι δοθείσες, παρά την έλλειψη αυτή, ως άνω ένορκες βεβαιώσεις κατά τις οποίες και δεν παραστάθηκε ο ενάγων, είναι ανύπαρκτες ως αποδεικτικό μέσο και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη (ΕΦ.ΑΘ. 608/2022, ΕΦ.ΘΕΣΣΑΛ. 1302/2021 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).Η εναγόμενη είναι δικηγορική εταιρία που ανήκει στην εδρεύουσα στο Λονδίνο διεθνή δικηγορική εταιρία με την επωνυμία …….. που είναι εγκατεστημένη στην Ελλάδα από το έτος 1993. Από την 1-4-2011 η εναγόμενη λειτουργεί στον Πειραιά, αρχικά με την επωνυμία …….. και στην συνέχεια με την επωνυμία ……….. δραστηριοποιούμενη στους τομείς του ναυτικού και εμπορικού δικαίου. Η ανωτέρω εταιρία κατά την ίδρυση της στελεχώθηκε από τον …….. ως επικεφαλής εταίρο (Managing Partner), του Ελληνικού Τμήματος, τον ……… ως Εταίρο (Partner), τον ενάγοντα ως συνεργάτη δικηγόρο κατ’ αρχαιότητα (Senior Assosiate), τον ……… ως Συνεργάτη Δικηγόρο (Assosiate) και τον ……… ως νέο Συνεργάτη Δικηγόρο (Junior Assosiate). Tην 1-5-2011 μεταξύ της εναγόμενης και του ενάγοντος ο οποίος είναι δικηγόρος μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών με Αριθμό Μητρώου …. συνήφθη σύμβαση έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου με πάγια αντιμισθία η οποία κατατέθηκε στο Δ.Σ.Α. στις 3-5-2011 και στις 12-5-2011 στο Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιώς. Ο ενάγων παρείχε στην εναγόμενη τις νομικές του υπηρεσίες σε δικαστικές και εξώδικες υποθέσεις αυτής και των πελατών-εντολέων της. Ειδικότερα τα καθήκοντα του συνίσταντο στην παροχή εγγράφων απαντήσεων επί ερωτημάτων που υποβάλλονταν στο τμήμα ελληνικού δικαίου της εταιρίας, στην παροχή νομικών συμβουλών για οιανδήποτε ζήτημα ανέκυπτε στην εταιρία με τους πελάτες της, στην διενέργεια όλων των απαραίτητων πράξεων με σκοπό την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των πελατών της της εταιρίας ενώπιον των αρμοδίων αρχών , στην παροχή οδηγιών και στον συντονισμό των άλλων δικηγόρων που απασχολούνταν στην εταιρία, στην παράσταση για λογαριασμό της εταιρίας κατόπιν εντολής των πελατών της ενώπιον κάθε δικαστηρίου ή δικαστικής ή διοικητικής αρχής και στην συνεργασία με τους υπόλοιπους συναδέλφους του στην εταιρία αναφορικά με την πορεία που η εταιρία αναλάμβανε και των υπηρεσιών που αυτή προσέφερε. Για τις προσφερθείσες από αυτόν προς την εταιρία νομικών υπηρεσιών του συμφωνήθηκε η καταβολή πάγιας αντιμισθίας συνολικού μικτού ποσού 120.000 ευρώ ετησίως, καταβαλλόμενο σε 14 ισόποσες δόσεις ως εξής: Δώδεκα δόσεις θα καταβάλλονταν την τελευταία εργάσιμη ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα, μία δόση θα καταβάλλεται τμηματικά κατά το ήμισυ αυτής τον Απρίλιο κάθε έτους ως επίδομα εορτών Πάσχα, κατά δε τι υπόλοιπο ποσό της τον Ιούνιο κάθε έτους ως επίδομα αδείας και μία δόση θα καταβάλλεται τον Δεκέμβριο κάθε έτους ως επίδομα εορτών Χριστουγέννων. Επιπλέον συμφωνήθηκε η καταβολή εκ μέρους της εναγόμενης του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών του ενάγοντος προς τα ασφαλιστικά του ταμεία, καθώς και η κάλυψη όλων των εξόδων εξαιτίας επαγγελματικών μετακινήσεων και ταξιδιών, στα οποία αυτός θα μετέβαινε και των εξόδων χρήσης κινητού τηλεφώνου για την εκτέλεση των καθηκόντων του. Επιπρόσθετα σύμφωνα με τα οριζόμενα στην σύμβαση του ο ενάγων υπήχθη και στην ασφαλιστική κάλυψη για ιατροφαρμακευτικές και νοσοκομειακές δαπάνες αλλά και για την  απώλεια εισοδήματος λόγω ασθένειας ή τραυματισμού που παρείχε η εναγόμενη σε όλους τους δικηγόρους της μετά την λήξη της δοκιμαστικής περιόδου μέσω των ασφαλιστικών εταιριών ……..  για τις παραπάνω δαπάνες και ………….. για την απώλεια εισοδήματος. Σύμφωνα με το άρθρο 9 αυτής συμφωνήθηκε η ανωτέρω σύμβαση να λύνεται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων και των αναφερόμενων στο εδάφιο γ της παραγράφου 5 του άρθρου 63 του Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) ο οποίος ίσχυε κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης με καταγγελία του εντολέα(άρθρο 63 παράγραφο 5 εδάφιο γ περίπτωση 4) για σπουδαίο λόγο. Η καταγγελία αυτή συμφωνήθηκε να γίνεται εγγράφως και να κοινοποιείται στον δικηγόρο το λιγότερο πριν από τρεις μήνες από την επέλευση των αποτελεσμάτων της καταγγελίας με υποχρέωση της εταιρίας να καταβάλει την καθοριζόμενη από τις διατάξεις του Κώδικα Περί Δικηγόρων αποζημίωση. Ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 μέχρι τις 1-4-2011 παρείχε τις υπηρεσίες του με σύμβαση έμμισθης εντολής στην λειτουργούσα στην Ελλάδα εταιρία ….. προϋπηρεσία που του αναγνωρίστηκε πλήρως από την εναγόμενη κατά την κατάρτιση της από 1-5-2011, σύμβασης έμμισθης εντολής. Σε εκτέλεση της ένδικης σύμβασης ο ενάγων παρείχε προσηκόντως τις νομικές του υπηρεσίες στην εναγόμενη με τον τίτλο του Συνεργάτη Δικηγόρου κατ’ αρχαιότητα σύμφωνα με την ιεραρχική διαβάθμιση που τηρούσε η εναγόμενη. ΤΟ 2014 ο ενάγων διαγνώστηκε με όγκο στο μέσο εγκεφαλικό βολβό για την αντιμετώπιση του υποβλήθηκε σε μερική χειρουργική εκτομή του ακουστικού νευρώματος στις 6-2-2014 στην Γερμανία, με κάλυψη των εξόδων μετάβασης, χειρουργικής επέμβασης και νοσηλείας από την ασφαλιστική εταιρία, στην οποία ήταν ασφαλισμένος δυνάμει του ασφαλιστήριου συμβολαίου, που είχε συνάψει η εναγόμενη για τους εργαζόμενους της. Ο ενάγων έκτοτε υποβαλλόταν σε περιοδικό έλεγχο του γνωστικού υπολειμματικού όγκου, με διαδοχικές μαγνητικές τομογραφίες (MRI) για πιθανή διενέργεια νέας χειρουργικής επέμβασης ή ακτινοχειρουργικής γ-knife. Τους πρώτους έξι μήνες μετά την εγχείρηση του ο ενάγων εμφάνισε παράλυση προσωπικού νεύρου δεξιά πλήρη κώφωση και βαριά αστάθεια βαδίσεως διότι αυτός βάδιζε υποβασταζόμενος με παρέκκλιση δεξιά και συνοδό ζάλη-ίλιγγο. Συνεπεία της προπεριγραφόμενης κατάστασης της υγείας του που απέκλειε την εκ μέρους του παροχή εργασίας δεν προσέφερε τις υπηρεσίες του στην εναγόμενη για τουλάχιστον έξι μήνες μετά την εγχείρηση του. Την πενταετία που ακολούθησε την επέμβαση ήτοι μέχρι το έτος 2019, η κλινική του εικόνα παρουσίασε βελτίωση, η οποία όμως παρέμεινε στάσιμη, χωρίς να αναφέρεται μελλοντική βελτίωση των συμπτωμάτων. Η αντικειμενική νευρολογική εξέταση στις 3-12-2019 έδειξε πλήρη κώφωση δεξιά, παρεγκεφαλική αταξία με ασυνέργεια-δυσμετρία-δυσδιαδοχοκινησία δεξιών άκρων και διαταραχή γραφής(δεξιόχειρας), που επιδεινώνεται σε κατάσταση άγχους, παρέκκλιση βαδίσεως προς τα δεξιά, ωστόσο βαδίζει χωρίς την βοήθεια άλλου ατόμου ή την χρήση βακτηρίας, ήπια υπολειμματική πάρεση προσωπικού νεύρου δεξιά, συνεχόμενο αίσθημα ζάλης και ιλίγγους με αποτέλεσμα να εμφανίζει διαταραχή στην συγκέντρωση και στην εκτέλεση καθηκόντων που απαιτούν πλήρη ενεργοποίηση των γνωστικών λειτουργιών. Επερχόμενος στα καθήκοντα του μετά την προαναφερόμενη δικαιολογημένη απουσία του συμφώνησε με την εναγόμενη να παρέχει τις υπηρεσίες του με μερική απασχόληση και κατά το μέτρο του δυνατού, δεδομένης της επιβαρυμένης κατάσταση της υγεία του και των συμπτωμάτων που παρουσίαζε. Στις 19-5-2015, σε περίοδο έντονου εργασιακού στρες ο ενάγων παρουσίασε οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου και στις 25-9-2015 και 18-11-2015 υποβλήθηκε σε αγγειοπλαστική τοποθέτηση στέντ. Λόγω των παραπάνω προβλημάτων υγείας του ο ενάγων κρίθηκε ανίκανος να συνεχίσει την εργασία του σε πλήρη απασχόληση, πλην όμως κρίθηκε ικανός για μερική απασχόληση σε ποσοστό 50% και του συστήθηκε να αποφεύγει υποθέσεις που προκαλούν έντονο στρες. Συνεπεία των προαναφερόμενων προβλημάτων υγείας του ενάγοντος τα οποία τον εμπόδιζαν να ανταποκριθεί πλήρως στα καθήκοντα του συνέχισε να προσφέρει  τις υπηρεσίες του στην εναγόμενη απασχολούμενος ήδη μερικώς σ’ αυτή ενώ στις 21-3-2016 τροποποιήθηκε και εγγράφως η σύμβαση έμμισθης εντολής που είχε καταρτίσει με την εναγόμενη αφενός προς τις παρεχόμενες ώρες εργασίας, οι οποίες περιορίστηκαν χωρίς ειδικότερη αναφορά στην σύμβαση ως προς τον ποσοτικό περιορισμό τους αφετέρου ως προς το ύψος της ετήσιας πάγιας αντιμισθίας του που μειώθηκε στο συνολικό μικτό ποσό των 85.000 ευρώ. Με την τροποποίηση της ένδικης σύμβασης περιορίστηκαν και οι χρεώσιμες ώρες ετησίως από τον αρχικό στόχο των 1.200 ωρών ετησίως, που του έθεσε ως στόχο ατύπως η εναγόμενη. Περαιτέρω με άτυπη συμφωνία της εναγόμενης εταιρίας και των απασχολούμενων σ’ αυτή δικηγόρων κατά την έναρξη της μεταξύ τους συνεργασίας και επομένως και με τον ενάγοντα ο χρόνος εργασίας που παρέχει έκαστος εξ’ αυτών ανέρχεται σε 1.200 χρεώσιμες ώρες ετησίως. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι δεν υπήρχε άτυπη συμφωνία για την παραπάνω συμφωνία πλην όμως ο ισχυρισμός του αυτός δεν κρίνεται αληθής διότι κατά την συνήθη πρακτική των οργανωμένων δικηγορικών εταιριών όπως η εναγόμενη η χρονοχρέωση αποτελεί το πιο αποτελεσματικό τρόπο υπολογισμού αμοιβής των εταιριών με σκοπό την αποκόμιση εσόδων. Συνεπώς η απαίτηση των δικηγορικών εταιριών για επίτευξη συγκεκριμένου αριθμού χρεώσιμων ωρών που άλλοτε χαρακτηρίζεται ως στόχος άλλοτε ως μέσος όρος και άλλοτε ως ελάχιστο όριο, είναι επιβεβλημένη διότι αυτή εξυπηρετεί την μέθοδο της  χρονοχρέωσης και τελικά την είσπραξη εσόδων της εταιρίας. Στην περίπτωση του ενάγοντος η μείωση των χρεώσιμων ωρών κατά το ήμισυ δικαιολογείται απόλυτα λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης υγείας του η οποία όπως προαναφέρθηκε ανωτέρω αυτός κρίθηκε ικανός για μερική απασχόληση σε ποσοστό 50% (βλ. το με αριθμό πρωτοκόλλου …./3-12-2019 ιατρικής γνωμάτευσης του διευθυντή του Ε.Σ.Υ. νευρολόγου του Γ.Ν. Αττικής ΚΑΤ …………..) που έκρινε τον ενάγοντα ικανό για μερική απασχόληση σε ποσοστό 50%. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ιατρική αυτή γνωμάτευση συντάχθηκε μετά από εξέταση του ενάγοντος τα τέλη του 2019. Επομένως το έτος 2016 που τροποποιήθηκε η σύμβαση του οπότε και η κατάσταση της υγείας του ήταν επιβαρυμένη λόγω των διαφορετικών σοβαρών παθήσεων που αυτός είχε εμφανίσει διαδοχικά σε σχετικά πρόσφατο χρόνο και των χειρουργικών επεμβάσεων που αυτός είχε υποβληθεί τότε η ανικανότητα του να εργαστεί πλήρως ήταν δεδομένη και προσέγγιζε το ποσοστό 50% όπως άλλωστε διαπιστώθηκε το έτος 2.019. Ο ενάγων από τις 21-3-2016 εξακολουθούσε να παρέχει τις υπηρεσίες του στην εναγόμενη σύμφωνα με τον παραπάνω αναφερόμενο περιορισμό των χρεώσιμων ωρών του, λαμβάνοντας ως πάγια ετήσια αντιμισθία το ποσό των 85.000 ευρώ. Όμως αυτός παράλληλα εισέπραττε το χρηματικό ποσό των 35.000 ευρώ  ετησίως από την ασφαλιστική εταιρία …………., ως δικαιούχος της ασφάλισης λόγω της επέλευσης της ασφαλιστικού συμβάντος και δη της μερικής ανικανότητας του να εργαστεί και της συνέπειας αυτής απώλειας εισοδήματος κατά τα προβλεπόμενα στην ασφαλιστική σύμβαση. Το ποσό αυτό το κατέβαλλε η ασφαλιστική εταιρία σε τραπεζικό λογαριασμό της εναγόμενης και αυτή το απέδιδε στον ενάγοντα ως αποκλειστικό δικαιούχο της ασφάλισης. Το έτος 2017 η εναγόμενη εισήγαγε ένα νέο μοντέλο στην δομή της για τους δικηγόρους ου απασχολούσε προβαίνοντας σε διαφορετική ιεραρχική διαβάθμιση, μεταβάλλοντας τους τίτλους που κατείχε κάθε δικηγόρος χωρίς όμως οιανδήποτε άλλη μεταβολή στις αποδοχές ή τα καθήκοντα του. Ο ενάγων μέχρι τότε κατείχε τον τίτλο του Συνεργάτη Δικηγόρου κατ’ αρχαιότητα στις 22-12-2017 σύμφωνα με την νέα δομή του αποδόθηκε ο τίτλος του Διευθυντή Συνεργάτη. Όμως η μεταβολή αυτή αφορούσε μόνο τον τίτλο και δεν μετέβαλλε καθόλου τα καθήκοντα του, τις αποδοχές του ή κάποιους άλλους όρους και συνθήκες απασχόλησης του. Συνεπώς επρόκειτο για απλή μεταβολή τίτλου και σε καμία περίπτωση δεν επρόκειτο για προαγωγή αυτού. Μετέπειτα τον Δεκέμβριο του έτους 2017 ο επικεφαλής Εταίρος …………… στέλεχος της εναγόμενης από την ίδρυση της ανακοίνωσε ότι θα αποχωρήσει από την εταιρία. Μαζί του παραιτήθηκε οικειοθελώς και ο Δικηγόρος Εταίρος …… οι οποίοι εξακολούθησαν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στην εναγόμενη και μετά την δήλωση παραίτηση τους. Τον Ιανουάριο του 2018 την θέση του επικεφαλής εταίρου την ανέλαβε ο ………… Τον Μάιο του 2018 ο ………… Συνεργάτης δικηγόρος της εναγόμενη αναβαθμίστηκε στην θέση του μισθωτού εταίρου. Ο ενάγων έχοντας την πεποίθηση ότι θα έπρεπε να έχει και ο ίδιος τουλάχιστον αναβάθμισης διότι ο παραπάνω συνάδελφος του ήταν νεότερος σε ηλικία και υπολειπόταν σε γενική αρχαιότητα σε σχέση με τον ενάγοντα που είχε υπέρτερη θέση στην ιεραρχία της εναγόμενης και δεν υστερούσε κατά τους ισχυρισμούς του σε ουσιαστικά και τυπικά προσόντα υπέβαλε τον Ιούλιο του 2018 στον ……… ως νέο προϊστάμενο της εναγόμενης έγγραφη αίτηση για την προαγωγή του σε μισθωτό εταίρο του τμήματος της εναγόμενης. Τον Νοέμβριο του 2018 οι παραιτηθέντες εταίροι ….. και ……… αποχώρησαν από την εναγόμενη και συνεργάστηκαν με άλλη ανταγωνιστική εταιρία. Ταυτόχρονα με την αποχώρηση τους και δη τον Νοέμβριο του 2018 υπέβαλλε την παραίτηση του και ο επικεφαλής εταίρος του Ελληνικού τμήματος της εναγόμενης ……. Που αποχώρησε στα τέλη του 2019 και συνεργάστηκε με την εταιρία στην οποία απασχολούνταν οι προαναφερθέντες παραιτηθέντες δικηγόροι. Τον Μάιο του 2019 ανέλαβε επικεφαλής του Ελληνικού τμήματος ο ………. Την άνοιξη του 2018 ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις για την συγχώνευση του πολυεθνικού ομίλου με την σημερινή επωνυμία ……… …… μέλους του οποίου είναι η εναγόμενη με την εισηγμένη στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου εταιρία …………. που έληξαν με την εξαγορά του Ομίλου από την ανωτέρω εταιρία στις 31-12-2018. Οι παραπάνω εξελίξεις στην εναγόμενη οι οποίες αφορούσαν την οικονομική βιωσιμότητα της και κατά συνέπεια και την επαγγελματική εξέλιξη του ενάγοντος και οι οποίες ήταν γνωστές στους ασχολούμενους με την ναυτική δικηγορία δημιούργησαν μια δυσπιστία στον ίδιο για τους επικεφαλής της εναγόμενης την οποία και εξέφραζε στο επαγγελματικό του περιβάλλον. Χαρακτηριστική είναι η ένορκος κατάθεση του Διευθυντή του Ναυτικού Τμήματος της εναγόμενης ο οποίος …… στην με αριθμό ………./8/10/2020 ένορκη βεβαίωση του στην συμβολαιογράφο Παλαιού Φαλήρου …….., ο οποίος αναφέρει ότι ο ενάγων διέδιδε φήμες στους νεαρούς δικηγόρους και γραμματείς του γραφείου ότι ο όμιλος θα πτωχεύσει, δεν θα έχει χρήματα να καταβάλλει τους μισθούς και τα ενοίκια καθώς επίσης ότι θα μετακομίσει σε μικρότερα γραφεία. Περαιτέρω ο ίδιος καταθέτει ότι δεν συμπεριφερόταν καλά προς τους λοιπούς συναδέλφους του, προς τον διευθύνοντα εταίρο κ……….. και προς τον ………. μισθωτό εταίρο που ανέλαβε επικεφαλής του ελληνικού τμήματος της εταιρίας, ότι δεν τους εμπιστευόταν, ούτε και τους σεβόταν. Ακόμη ότι αυτός δήλωσε ρητά ότι δεν θα συνεργαστεί με τον νέο προϊστάμενο και δεν θα ακολουθεί τις υποδείξεις του, δεν του μιλούσε καν. Στην ανωτέρω συμβολαιογράφο η …………. στην με αριθμό ………./8/10/2020 ένορκη βεβαίωση της αναφέρει ότι ο ενάγων της δήλωσε όταν ο ………. ανέλαβε επικεφαλής υπεύθυνος του Ελληνικού Τμήματος της εναγόμενης της τα ακόλουθα: Το ελληνικό τμήμα μένει ακέφαλο ο άλλος (………) δεν θα μπορέσει να το κρατήσει γιατί οι πελάτες θα ακολουθήσουν τον ………. Γεγονός είναι ότι οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ………. ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ……., καθώς επίσης και του ……. ενώπιον του συμβολαιογράφου …………. αναφέρονται θετικά για την προσωπικότητα του ενάγοντος και την θετική προσφορά του στην εναγόμενη κατά το διάστημα της εργασίας του σ’ αυτή, πλην όμως δεν γνωρίζουν την συμπεριφορά του στην εναγόμενη το κρίσιμο διάστημα προ της καταγγελίας της εργασιακής τους σύμβασης από την εναγόμενη διότι ο δεύτερος και ο τρίτος των μαρτύρων δεν έχουν σαφή γνώση των συμβάντων στην εναγόμενη καθόσον δεν ήταν το κρίσιμο χρονικό διάστημα εργαζόμενοι της εναγόμενης, ο δε πρώτος μάρτυρας καίτοι εταίρος της εναγόμενης, είχε παραιτηθεί από την εναγόμενη από τα τέλη του έτους 2017, αποχώρησε από αυτήν ήδη από τον Νοέμβριο του 2018 με αποτέλεσμα να μην έχει σαφή γνώση των συμβάντων στην εναγόμενη και της συμπεριφοράς του ενάγοντος σ’ αυτή το κρίσιμο χρονικό διάστημα προ της καταγγελίας της εργασιακής του σχέσης. Η αβεβαιότητα του ενάγοντος ως προς την θέση του ενισχυόταν και από τα δημοσιεύματα στον τύπο σχετικά με την κατάρρευση του Ομίλου ……….  στον οποίο ανήκε η εναγόμενη και ήταν πράγματι αντικείμενο συζήτησης των εργαζόμενων της εναγόμενης διότι αφορούσε το επαγγελματικό τους μέλλον. Περαιτέρω μετά την δήλωση της παραίτησης του …….. και την ανάληψη των καθηκόντων επικεφαλής εταίρου από τον ………. πρόσωπο εντελώς άγνωστο στον ίδιο δημιούργησαν περισσότερες αμφιβολίες σ’ αυτόν ως προς την διατήρηση της εργασιακής του θέσης στην εταιρία ενώ η ανακοίνωση της αναβάθμισης του νεότερου και ιεραρχικά κατώτερου συναδέλφου του στην θέση του μισθωτού εταίρου θέση την οποία επιθυμούσε ο ενάγων του προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια η οποία μετατράπηκε σε αγανάκτηση και πικρία όταν αρχικά δεν έλαβε καμία απάντηση ως προς το αίτημα του περί προαγωγής στην θέση του μισθωτού εταίρου από τον επικεφαλής ……. ……. και στην συνέχεια με την απόρριψη του σχετικού του αιτήματος στις αρχές του 2019. Τα παραπάνω γεγονότα και κυρίως η μη προαγωγή του προκάλεσαν πλήρη απογοήτευση και δυσφορία του απέναντι στην εναγόμενη αλλά και προσωπικά προς τον ……….ο οποίος μόλις ανέλαβε τα καθήκοντα του προέβη σε αναβάθμιση του ……. ο οποίος κατά την άποψη του ενάγοντος δεν ήταν κατάλληλος για την συγκεκριμένη θέση. Γεγονός είναι ότι ο ίδιος ο διευθυντής του Ναυτικού Τμήματος της εναγόμενης ……. τον επέπληξε για την συμπεριφορά του αυτή. Από τον Μάιο του 2018 όταν ανακοινώθηκε η προαγωγή του ………. που θα ήταν ο νέος προϊστάμενος του ενάγοντος αρνείτο να συνεργαστεί μαζί του και δεν διεκπεραίωνε  όσες εργασίες του ανέθετε εκείνος και ισχυριζόταν μεταξύ συναδέλφων του μεταξύ των οποίων και η προσωπική γραμματέας του ……. ότι ο …….. ήταν ανεπαρκής καθώς επίσης ότι αυτός δεν είχε την ικανότητα να ανταπεξέλθει στα καθήκοντα της νέας του θέσης. Επίσης αυτός παρότρυνε τις γραμματείς της εναγόμενης … και …… να αναζητήσουν αλλού εργασία(βλ. την σχετική ένορκη κατάθεση της ……. προς την συμβολαιογράφο Παλαιού Φαλήρου ……….). Ακόμη διατύπωνε αρνητικά σχόλια ενώπιον λοιπών εργαζόμενων της εναγόμενης τόσο για την διοίκηση της αλλοδαπής εταιρίας όσο και της εναγόμενης δηλώνοντας ότι αυτή είναι ανεπαρκής, ότι η εταιρία επρόκειτο να καταρρεύσει και ότι θα αδυνατούσε να καταβάλλει τις αποζημιώσεις των εργαζόμενων σ’ αυτή, φήμες οι οποίες ενισχύονταν πράγματι και από τα δημοσιεύματα του νομικού τύπου περί της οικονομικής κατάστασης της εναγόμενης. Ο ενάγων ήδη από τα μέσα του έτους 2018 συνεπεία της δυσαρέσκειας του προς την διοίκηση της εναγόμενης δεν παρείχε τις υπηρεσίες του προσηκόντως. Πιο συγκεκριμένα καθυστερούσε να ενημερώσει τις χρεώσιμες ώρες κάθε υπόθεσης, σε ορισμένες περιπτώσεις χρέωνε περισσότερες ώρες από όσες εργαζόταν πραγματικά και ήδη από το έτος 2017 με βάση την παρουσία του και τις ώρες εργασίας δεν επιτύγχανε τον ετήσιο στόχο των χρεώσιμων ωρών που απαιτούνταν από την εναγόμενη. Η ανωτέρω προπεριγραφόμενη συμπεριφορά του ενάγοντα ήταν αντιδεοντολογική και αντιεπαγγελματική ως προς τα μέλη και τους εργαζόμενους της εναγόμενης και υπονόμευσε το γόητρο της τόσο στις εσωτερικές σχέσεις με τους υπαλλήλους της όσο και με τους τρίτους πελάτες της. Για τον λόγο αυτό στα μέσα Απριλίου 2019 ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγόμενης ……… κάλεσε τον ενάγοντα στο γραφείο του και του ανακοίνωσε ότι η διοίκηση της εναγόμενης αποφάσισε να σταματήσει την συνεργασία μαζί του συνεπεία της μη προσήκουσας εκτέλεσης των καθηκόντων του και της επιζήμιας αντιεπαγγελματικής συμπεριφοράς του. Του ζήτησε να υπογράψει ένα ιδιωτικό συμφωνητικό λύσης της συνεργασίας τους με ταυτόχρονη καταβολή αποζημίωσης που θα δικαιούτο σε περίπτωση μονομερούς καταγγελίας της σύμβασης του το οποίο προσδιόρισε στο ποσό των 42.500, 01 ευρώ, υπολογιζόμενο επί την βάση της ετησίας αντιμισθίας του ποσού 85.000 ευρώ, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί σύμφωνα με την από 21-3-2016 τροποποιητική του σύμβαση. Ο ενάγων δεν εναντιώθηκε στην προτεινόμενη λύση της σύμβασης του ούτε και στον λόγο της λύσης που του γνωστοποιήθηκε τότε αμφισβήτησε το ύψος της καταβλητέας αποζημίωσης, υποστηρίζοντας ότι αυτή έπρεπε να υπολογιστεί στο ποσό βάσει του ποσού των 120.000 ευρώ συνυπολογίζοντας και την ασφαλιστική παροχή των 35.000 ευρώ που του καταβαλλόταν από την ασφαλιστική εταιρία λόγω της μερικής ανικανότητας του προς εργασία. Όμως η εναγόμενη αρνήθηκε να συνυπολογίσει το παραπάνω ποσό ισχυριζόμενη ότι αυτό δεν αποτελεί αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του. Η άρνηση της εναγόμενης ήταν απολύτως δικαιολογημένη διότι στην έννοια του τακτικού μισθού βάση του οποίου υπολογίζεται η αποζημίωση απόλυσης περιλαμβάνεται ότι καταβάλλεται ως αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας σταθερά και μόνιμα ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα των παρεχόμενων υπηρεσιών(βλ. ΑΠ.821/2022 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α., ΑΠ278/2022 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α, ΑΠ 23/2018 Τ.Ν.Π.Δ.Σ.Α, ΑΠ. 506/2018 Τ.Ν.Π.Δ.Σ.Α,). Όμως η αποζημίωση που κατέβαλλε η εναγόμενη από την ασφαλιστική εταιρία στην οποία ήταν ασφαλισμένη στον ενάγοντα ως δικαιούχο της ασφάλισης αποτελεί ασφάλισμα καθόσον αυτός το λάμβανε ως αποτέλεσμα της μερικής του ανικανότητας να εργαστεί και εξ’ αυτής της απώλειας εισοδήματος και σε καμία περίπτωση δεν συνιστά αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας του θα συνέχιζε να την λάμβανε για όσο χρόνο αποδεικνύει την ανικανότητα του προς εργασία. Συνεπώς ορθά η εναγόμενη υπολόγισε την καταβλητέα αποζημίωση χωρίς να υπολογίσει στην έννοια του τακτικού του μισθού το ποσό των 35.000 ευρώ ετησίως που ο ενάγων λάμβανε από αυτή ως ασφάλισμα. Ο ενάγων αρνήθηκε να υπογράψει το συμφωνητικό λύσης που του πρότεινε η εναγόμενη και επέμεινε στην απαίτηση του να υπολογιστεί η αποζημίωση του με βάση το ποσό των 120.000 ευρώ. Η εναγόμενη ενέδωσε στο αίτημα του ενάγοντος πλην όμως δέχτηκε να συνυπολογιστούν στις αποδοχές του ως βάση της εριζόμενης αποζημίωσης ορισμένες πάγια καταβαλλόμενες οικειοθελείς παροχές με αποτέλεσμα το ποσό της αποζημίωσης να καθοριστεί στο ποσό των 45.484,92 ευρώ. Ο ενάγων αρνήθηκε και πάλι να υπογράψει το συμφωνητικό λύσης εμμένοντας στον ανωτέρω ισχυρισμό του. Για τον λόγο αυτό στις 8-5-2019 ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγόμενης ……… του εγχείρισε την καταγγελία της ένδικης σύμβασης του με προειδοποίηση τριών μηνών κατά τα οριζόμενα σ’ αυτή, γνωστοποιώντας του ειδικά ότι η λύση της θα επέλθει στις 8-8-2019 και ότι η καταβαλλόμενη αποζημίωση ανέρχεται σε 42.500 ευρώ. Ακολούθησαν επανειλημμένες οχλήσεις από την πλευρά της εναγόμενης προς τον ενάγοντα για υπογραφή ιδιωτικού συμφωνητικού λύσης της σύμβασης του πριν από την επέλευση των αποτελεσμάτων της καταγγελίας και συγκεκριμένα στις αρχές Αυγούστου 2019, ωστόσο ο ενάγων δεν ανταποκρινόταν εμμένοντας στον ισχυρισμό του ότι η προσφερόμενη αποζημίωση δεν ήταν η προσήκουσα. Παρά τις επανειλημμένες παρακλήσεις του νόμιμου εκπροσώπου της εναγόμενης ………, προς τον ενάγοντα προκειμένου αυτός να δώσει γραπτώς τις προτάσεις του και τις παρατηρήσεις του σε σχέση με το κείμενο του προτεινόμενου ιδιωτικού συμφωνητικού γνωστοποιώντας του ότι βάση των γνωμοδοτήσεων που του είχαν δώσει ειδικοί επί του εργατικού δικαίου το ποσό των 35.000 ευρώ εξαιρούνταν από τον υπολογισμό της αποζημίωσης πλην όμως αυτός πρότεινε το αντίθετο. Κατόπιν τούτων στις 7-8-2019 ήτοι μία ημέρα πριν την λύση της σύμβασης του λόγω της γενόμενης καταγγελίας ο ενάγων δήλωσε ότι αμφισβητεί την καταγγελία για πρώτη φορά ως προς το τεχνικό της μέρος και όπως αυτός είχε ήδη δηλώσει ως προς το ύψος της νόμιμης αποζημίωσης. Λόγω της ρητής αμφισβήτησης του ενάγοντος ως προς το κύρος της καταγγελίας της σύμβασης του χωρίς να εξειδικεύει για ποιόν ακριβώς λόγο αυτός θεωρεί ότι αυτή είναι άκυρη, περιοριζόμενος στην αόριστη αναφορά της αμφισβήτησης του κύρους της ως προς το τεχνικό μέρος της την 8-8-2019 η εναγόμενη δια εξωτερικού συνεργάτη λογιστή της του εγχείρισε για δεύτερη φορά το έγγραφο της καταγγελία χωρίς τήρηση προθεσμίας με ταυτόχρονη καταβολή αποζημίωσης απόλυσης ποσού 42.500,01 ευρώ αναφέροντας ως λόγο της καταγγελίας την ανεπαρκή απόδοση στην εκτέλεση των καθηκόντων του και επιπρόσθετα και σειρά ενεργειών από την  πλευρά του που υπονομεύει το κύρος της εταιρίας και των συναδέλφων του και δημιουργεί προβλήματα στην εργασία. Ο ενάγων εισέπραξε την αποζημίωση και αποχώρησε από την εναγόμενη. Με βάση τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι η καταγγελία της ένδικης σύμβασης είναι αναιτιώδη διότι στην επιχείρηση της εναγόμενης δεν ισχύει κανονισμός εργασίας και όπως αναλύεται στην μείζονα σκέψη της παρούσης κοινοποιήθηκε στον ενάγοντα στις 8-5-2019 με τρίμηνη προειδοποίηση πλην όμως αυτή δεν επιδόθηκε στον ενάγοντα με δικαστικό επιμελητή όπως απαιτεί ο νόμος (άρθρο 46 παρ.2 εδ. τελευταίο του νόμου 4194/2013 αλλά το σχετικό έγγραφο εγχειρίστηκε στον ενάγοντα από τον νόμιμο εκπρόσωπο της εναγόμενης. Επομένως από τις 8-8-2019 που η εναγόμενη έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες του ενάγοντος περιήλθε σε υπερημερία εργοδότη. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι η υπερημερία της αυτή δεν έχει αρθεί ούτε με την από 8-8-2019 καταγγελία διότι και πάλι το σχετικό έγγραφο δεν επιδόθηκε στον ενάγοντα με δικαστικό επιμελητή αλλά ούτε και με την από 8-8-2019 καταγγελίας με δικαστικό επιμελητή συνημμένης σε εξώδικη δήλωση της εναγόμενης προς τον ενάγοντα αφού αυτή επιδόθηκε στον δικηγόρο ………… ως πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντα και όχι στον ίδιο τον ενάγοντα όπως θα έπρεπε. Επομένως η εναγόμενη ως υπερήμερη εργοδότρια υποχρεούται να καταβάλλει στον ενάγοντα α) για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από την επόμενη της άκυρης καταγγελίας και δη από την 9-8-2019 έως την 9-8-2020 ως πιθανό χρόνο συζήτησης της αγωγής το ποσό των 72.704,03 ευρώ (4.704,13+66.785,62 +1.214,28) και ειδικότερα α) το ποσό των 4.704,13 ευρώ για υπόλοιπο μισθό μηνός Αυγούστου 2019, ήτοι από την 9-8-2019 έως την 31-8-2019 (85.000ευρώ: 14 μήνες=6.071,42 ευρώ μηνιαίος μισθός-1.367,29 ευρώ για καταβληθέν για χρονικό διάστημα από 1-8-2019-8-8-2019=4.704,13 ευρώ), β) το ποσό των 6.071,42 ευρώ για καθένα από τους μήνες Σεπτέμβριο 2019-Δεκέμβριο 2019, Ιανουάριο 2020-Ιούλιο 2020 και συνολικά το ποσό των 66.785,62 ευρώ (6.071,42 ευρώ* 11 μήνες), γ) το ποσό των 1.214,28 ευρώ για μέρος του μισθού Αυγούστου 2020 ήτοι από την 1-8-2020-9-8-2020, δ) για υπόλοιπο αναλογίας επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2019 το ποσό των 4.573,86 ευρώ(6.071,42 ευρώ* 0,04166 συντελεστή προσαύξησης επιδόματος=6.324,34 ευρώ-1.750,49 ευρώ που του καταβλήθηκε κατά την λύση της σύμβασης του, ε) για επίδομα Πάσχα 2020 το ποσό των 3.162,18 ευρώ (6.071,42:2=3.035,71*0,04166 συντελεστή προσαύξησης επιδόματος), δ) για επίδομα άδειας 2020 το ποσό των 3.035,71 ευρώ και συνολικά το ποσό των 83.475,78 ευρώ. Από το ποσό αυτό πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 42.500,01 ευρώ  που καταβλήθηκε στον ενάγοντα ως αποζημίωση απόλυσης κατά παραδοχή της σχετικής κατ’ άρθρο 5 παρ.3 εδάφιο 4 του ν.3198/1955 ένστασης της εναγόμενης. Το αφαιρούμενο ποσό θα πρέπει να καταλογιστεί  στα αρχαιότερα χρέη ως εξής: Ποσό 4.704,13 ευρώ στο υπόλοιπο μισθού Αυγούστου 2019, 6.071,42 ευρώ στο μισθό Σεπτεμβρίου2019, 6.071,42 ευρώ στο μισθό Οκτωβρίου 2019, 6.071,42 ευρώ στο μισθό Νοεμβρίου 2019, 6.071,42 ευρώ στο μισθό Δεκεμβρίου 2019, 4.573,86 ευρώ 4.573,86 ευρώ στο υπόλοιπο αναλογίας επιδόματος Χριστουγέννων 2019, 6.071,42 στο μισθό Ιανουαρίου 2020 και 2.864,92 ευρώ στο μισθό Φεβρουαρίου 2020. Μετά ταύτα η εναγόμενη πρέπει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 3.206,50 ευρώ για το υπόλοιπο μισθού υπερημερίας Φεβρουαρίου 2020, το ποσό των 6.071,42 ευρώ για καθένα από τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο, Ιούνιο, Ιούλιο 2020, ήτοι συνολικά ποσό 30.357,10 ευρώ, το ποσό των 1.214,28 για μέρος του μισθού Αυγούστου 2020 και δη από την 1-8-2020-9-8-2020, το ποσό των 3.162,18 ευρώ για επίδομα Πάσχα 2020, το ποσό των 3.035,71 ευρώ για επίδομα αδείας έτους 2020, και συνολικά το ποσό των 40.975,77 ευρώ. Επομένως με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα αποδείχτηκε ότι ο λόγος που επικαλέστηκε η ενάγουσα για την καταγγελία της ένδικης σύμβασης και διατυπώθηκε στο από 8-8-2019 έγγραφο καταγγελίας στο οποίο αναγράφηκε επί λέξει ότι καταγγέλλουμε την σύμβαση πάγιας αντιμισθίας …λόγω ανεπαρκούς απόδοσης στην εκτέλεση των καθηκόντων σας και επί σειρά ενεργειών σας που υπονομεύει το κύρος της εταιρίας και των συναδέλφων σας και δημιουργεί προβλήματα στην εργασία ήταν αληθής. Πιο συγκεκριμένα από τα μέσα του έτους 2018 ο ενάγων δεν εκτελούσε προσηκόντως τα καθήκοντα του και δεν διεκπεραίωνε όσες εργασίες του ανέθετε ο Προϊστάμενος του ………., αρνούμενος να συνεργαστεί μαζί του για τους προαναφερόμενους λόγους, καθυστερούσε να ενημερώσει το σύστημα της εναγόμενης ως προς τις χρεώσιμες ώρες κάθε υπόθεσης, χρέωνε περισσότερες ώρες από όσες εργαζόταν πραγματικά, με αποτέλεσμα την δυσαρέσκεια πελατών της εναγόμενης από το έτος 2017, με βάση την περιορισμένη παρουσία του και τις καταγραφόμενες  ώρες εργασίας του, δεν επιτύγχανε τον ετήσιο στόχο των χρεώσιμων ωρών που απαιτούνταν από την εναγόμενη. Επιπρόσθετα διατύπωνε αρνητικά σχόλια για τον προϊστάμενο του και την διοίκηση της εταιρίας, ισχυριζόμενος ότι ο . ….. ήταν ανεπαρκής και δεν είχε την ικανότητα να ανταπεξέρθει στα καθήκοντα της νέας θέσης του ως μισθωτός εταίρος και Προϊστάμενος του ελληνικού τμήματος της εναγόμενης, ότι οι διοικούντες την εναγόμενη ήταν ανεπαρκείς και θα οδηγούσαν την εταιρία σε κατάρρευση. Ακόμη παρότρυνε ορισμένους εργαζόμενους να αναζητήσουν αλλού εργασία επειδή η εναγόμενη ως μέλος του ομίλου ………..  επρόκειτο να πτωχεύσει. Με τις παραπάνω ενέργειες του ο ενάγων διατάρασσε την ομαλή λειτουργία της εταιρίας και υπονόμευε το κύρος της ως νομικού προσώπου αλλά και το κύρος προσώπων της διοίκηση αυτής όπως ο ……. και ο Προϊστάμενος του …….. Δεν αποδείχτηκε ότι η εναγόμενη προέβη στην σταδιακή αποψίλωση των καθηκόντων του. Αποδείχτηκε ότι η μείωση των χρεώσιμων ωρών απασχόλησης του έγινε συνεπεία της επιβαρυμένης κατάστασης της υγείας του και της ιατρικά διαπιστωμένης μερικής ανικανότητας του να εργαστεί. Ακόμη η μη προαγωγή του ενάγοντος οφειλόταν αποκλειστικά και μόνο στην αρνητική αξιολόγηση του από τα αρμόδια στελέχη της εναγόμενης. Ειδικότερα κατά την 6-3-2015 που η αξιολόγηση γινόταν γραπτώς και αφορούσε την περίοδο από 24-11-2013 έως 23-11-2014, ο ενάγων θεωρήθηκε ότι δεν είχε τα προσόντα για να γίνει εταίρος όπως επίσης και στις επόμενες αξιολογήσεις που διενεργούνταν μεταξύ ατύπως μεταξύ των συνεταίρων της εναγόμενης οι αξιολογήσεις του ήταν αρνητικές λόγω της μειωμένης του απόδοσης και της εν γένει συμπεριφοράς του προς την εναγόμενη και τα στελέχη της. Αξίζει να σημειωθεί ότι η προαγωγή του ενάγοντος δεν ήταν δεσμευτική για την εναγόμενη με την έννοια ότι δεν υπήρχε κανονισμός στην εταιρία που να την υποχρεώνει να προάγει τους αιτούμενους την προαγωγή τους δικηγόρους αυτόματα με την πάροδο ορισμένου χρόνου ή με την κατοχή ορισμένου βαθμού   αλλά η επιλογή στην θέση του έμμισθου εταίρου, την οποία επιδίωκε ο ενάγων ήταν συνάρτηση πολλών παραγόντων, όπως της αποδοτικότητας στην εργασία, της σχέσης του δικηγόρου με τους πελάτες και την οικονομική διαχείριση ενώ η κάθε αίτηση για την προαγωγή συνοδεύεται απαραίτητα από επιχειρηματικό πλάνο του αιτούντος όπου πρέπει να εκθέτει μεταξύ άλλων τον τρόπο χρέωσης των πελατών και τον τρόπο που προτίθεται να προωθεί τα συμφέροντα της εταιρίας. Επίσης η τελική απόφαση για την προαγωγή του δικηγόρου σε έμμισθο εταίρο λαμβάνεται από τους συνεταίρους της εναγόμενης με συνεκτίμηση των παραπάνω παραμέτρων και του επιχειρηματικού πλάνου του αιτούντος. Συνεπώς η απόρριψη της αίτησης του ενάγοντος για προαγωγή οφειλόταν αποκλειστικά και μόνο στην μειωμένη απόδοση του εξαιτίας της κατάστασης της υγείας του όσο και κυρίως στην πλημμελή άσκηση των καθηκόντων του όπως άλλωστε και αναφέρθηκε ανωτέρω λεπτομερώς. Μετά ταύτα δεν υπήρξε αδικαιολόγητος επαγγελματικός του ενάγοντος εκ μέρους της εναγόμενης ούτε ψευδείς ισχυρισμοί σε σχέση με την εργασιακή του απόδοση και την συμπεριφορά του απέναντι στην εναγόμενη και του συναδέλφους του, αφού όσα ανέφερε η εναγόμενη στο από 8-8-2019 έγγραφο καταγγελίας της σύμβασης του ενάγοντος ήταν απολύτως αληθή. Σε κάθε περίπτωση η εναγόμενη η εναγόμενη υποχρεώθηκε να διαλάβει στο σχετικό έγγραφο τους λόγους της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης προκειμένου να αιτιολογήσει τους λόγους της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης του, εξαιτίας της προηγούμενης στάσης που είχε επιδείξει ο ενάγων ο οποίος ρητά πλην όμως αόριστα αμφισβητούσε το κύρος της ένδικης καταγγελίας μεμφόμενος το τεχνικό μέρος αυτής χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση ως προς την τυχόν παράλειψη τήρησης συγκεκριμένων διατυπώσεων παρά τος συνεχείς προς αυτόν εκκλήσεις των αρμοδίων οργάνων της εναγόμενης για παροχή διευκρινήσεων σε σχέση με τις αιτιάσεις του για το κύρος της καταγγελίας. Η αναγραφή των λόγων καταγγελίας της ένδικης σύμβασης υπαγορεύτηκε και από το ισχύον κατά το χρόνο επέλευσης των αποτελεσμάτων της από 8-5-2019 καταγγελίας και δη την 8-8-2019, νομικό καθεστώς, που απαιτούσε για την εγκυρότητα της καταγγελίας την ύπαρξη βάσιμου λόγου (άρθρο 48  νόμου 4611/2019 ΦΕΚ Α΄73/17/5/2019 με έναρξη ισχύος την 17-5-2019) ρύθμιση που καταργήθηκε αναδρομικά με το άρθρο 117 παρ.2 νόμου 4623/2019 ΦΕΚ Α134/9/8/2019 στις 9-8-2019 μία ημέρα μετά την κοινοποίηση στον ενάγοντα του επίμαχου από 8-8-2019 εγγράφου καταγγελίας. Μετά ταύτα η εναγόμενη περιέλαβε τα παραπάνω που συνιστούν αληθή και βάσιμο λόγο καταγγελίας της σύμβασης του ενάγοντος  προκειμένου να περισώσει το κύρος αυτής , αντικρούοντας τις γενικότερες αιτιάσεις του ενάγοντος περί ακυρότητας της καταγγελίας του και εφαρμόζοντας τον ισχύοντα νόμο. Επομένως δεν αποδείχτηκε ότι προσβλήθηκε η προσωπικότητα του ενάγοντος από την εναγόμενη ούτε τελέστηκε εις βάρος του οιανδήποτε μορφή αδικοπραξίας. Η εκκαλούσα με τις προτάσεις της επανέφερε την ελλιπώς προβληθείσα ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος του ενάγοντος ισχυριζόμενη ότι συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 527 παράγραφο 6 του ΚΠΟΛΔ. Ειδικότερα υποστηρίζει ότι ο ενάγων αδράνησε να προβάλλει τους λόγους που καθιστούν άκυρη την καταγγελίας της έμμισθης σύμβασης εντολής του με την εναγόμενη, το γεγονός δε αυτό αυτός το ομολόγησε κατά την ανωμοτί εξέταση του κατά την δικάσιμο της 6-10-2020 στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Ως προς αυτήν την ένσταση λεκτέα είναι τα ακόλουθα:  Από τις διατάξεις των άρθρων 269, 527 αριθμ. 3 και 529 ΗΠΟΛΔ, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 442 ΑΚ, συνάγεται ότι στη δευτεροβάθμια δίκη, επιτρέπεται, κατ` εξαίρεση, η προβολή για πρώτη φορά, με ειδικό λόγο έφεσης, από τον εναγόμενο, η εναντίον του οποίου αγωγή έγινε δεκτή με την εκκαλούμενη απόφαση, νέων πραγματικών ισχυρισμών, που δεν είχαν προβληθεί πρωτοδίκως ή είχαν προβληθεί απαραδέκτως (αόριστοι) και αποτελούν ενστάσεις ή αντενστάσεις, εφόσον μπορούν να προταθούν παραδεκτά σε κάθε στάση της δίκης, όπως είναι και η ένσταση συμψηφισμού, αν η ανταπαίτηση αποδεικνύεται αμέσως (άρθρ. 442 ΑΚ), υπό την έννοια, ότι πρέπει η άμεση (παραχρήμα) απόδειξη να περιλαμβάνει το σύνολο των προβαλλομένων ουσιωδών περιστατικών του αντιστοίχου περί συμψηφισμού ισχυρισμού του εκκαλούντος, έτσι ώστε να καταλείπεται μόνο η υπαγωγή αυτών καταφατικά ή αποφατικά στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, χωρίς οποιαδήποτε ανάγκη άλλης περαιτέρω ουσιαστικής έρευνας ΑΠ. 460/2020,Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1337/2014 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).Με βάση τα παραπάνω εκτεθέντα η ανωτέρω ένσταση της εκκαλούσης δεν αποδεικνύεται παραχρήμα (άμεσα) παρά του αντιθέτως υποστηριζόμενου από αυτή διότι η εκκαλούσα δεν αποδεικνύει τον ισχυρισμό της με δημόσια έγγραφα αλλά ούτε και με δικαστική ομολογία του ενάγοντος. Πιο συγκεκριμένα στον ισχυρισμό της εκκαλούσης ότι υπάρχει δικαστική ομολογία του ενάγοντος κατά την ανωμοτί εξέταση του ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στην δικάσιμο της 6-10-2020 διότι στο ανωτέρω Δικαστήριο όπως το κείμενο των ερωταπαντήσεων παρατίθεται από την εκκαλούσα ο ενάγων εκθέτει καταθέτοντας τα όσα διαδραματίστηκαν κατά το χρονικό διάστημα της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης του. Συνεπώς από το ανωτέρω κείμενο δεν συνάγεται καμία δικαστική ομολογία αυτού σε κάθε δε περίπτωση η απαίτηση του νόμου είναι να περιλαμβάνει το σύνολο των προβαλλομένων ουσιωδών περιστατικών του αντιστοίχου περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος γεγονός που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση με τα γεγονότα που κατά την εκκαλούσα αποτελούν δικαστική ομολογία του ενάγοντος διότι και αληθής υποτιθέστω ο ισχυρισμός αυτός δεν περιλαμβάνει το σύνολο των γεγονότων που συνιστούν την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος αυτού.

Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κάνοντας εν μέρει δεκτή την ένδικη αγωγή  αναγνωρίζοντας την ακυρότητα της από 8-5-2019 καταγγελίας της σύμβασης έμμισθης εντολής του ενάγοντος από την εναγόμενη, η οποία είναι αναιτιώδης και δεν απαιτεί σπουδαίο λόγο για την εγκυρότητα αυτής, καθόσον αυτή δεν του επιδόθηκε με δικαστικό επιμελητή, απορρίπτοντας ως μη νομίμως προταθείσα από την εναγόμενη την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος, υπολογίζοντας τις συμφωνηθείσες ετήσιες απολαβές του στο ποσό των 85.000 ευρώ ετησίως, αναγνωρίζοντας ότι ο λόγος της καταγγελίας που επικαλέστηκε η εναγόμενη είναι αληθής και ως εκ του τούτου δεν επήλθε προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος και αναγνωρίζοντας την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 40.957,77 ευρώ με τον νόμιμο τόκο κατά τις εκτιθέμενες στο σκεπτικό της διακρίσεις και μέχρις πλήρους εξόφλησης ορθά ερμήνευσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς με βάση τα παραπάνω πρέπει να απορριφθούν οι σχετικοί λόγοι εφέσεων που συνίστανται στην εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και η ένδικες εφέσεις στο σύνολο τους. Ακόμη πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………./2023 έφεση το με αριθμό ……… e-παράβολο δεδομένου ότι για το παραδεκτό της άσκησης της έφεσης του δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού παράβολου λόγω του ότι πρόκειται για διαφορά από αμοιβές (άρθ. 495 παρ. 4 εδαφ. τελευταίο και 614 § 5 ΚΠΟΛΔ). Η δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 910/547/2023 έφεσης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εκκαλούσης λόγω της ήττας της στην παρούσα δίκη (άρθρα 106, 176, 189 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσης, ενώ η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………./2023 έφεσης του παρόντος βαθμού  δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του στην παρούσα δίκη (άρθρα 106, 176, 189 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την με αριθμό έκθεση κατάθεση δικογράφου ……./2023 έφεση και την με αριθμό έκθεση κατάθεση δικογράφου …………/2023 έφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ` ουσίαν την με αριθμό ……./2023 έφεση κατά της με αριθμό 1790/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά( διαδικασία περιουσιακές διαφορές-διαφορές από αμοιβές).

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσης την δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ` ουσίαν την με αριθμό ………/2023 έφεση κατά της με αριθμό 1790/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία περιουσιακές διαφορές-διαφορές από αμοιβές).

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παράβολου της έφεσης με αριθμό …………. e-παράβολο) στον καταθέσαντα εκκαλούντα.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσης την δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού  δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων(500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του στον Πειραιά στις 16 Απριλίου 2024 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ