Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 175/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός    175/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: εδρεύουσας στον Πειραιά, επί της ………..και νομίμως εκπροσωπούμενης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………….» και το διακριτικό τίτλο ………, με αριθμό φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) ………., την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Κίμωνας Γκιουλιστάνης, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…………» («……….»), που εδρεύει κατά μεν το καταστατικό της στο ………. πραγματικά δε στη …… Αττικής, επί της οδού ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία στο ακροατήριο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 25.6.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/25.6.2021 ανακοπή της, με την οποία έβαλε κατά της κατατάξεως της εκεί καθ’ ης και νυν εφεσίβλητης στον προσβληθέντα υπ’ αριθμ. ………/2021 πίνακα κατατάξεως του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 3386/2022 οριστική απόφαση του Ναυτικού Τμήματος του παραπάνω Δικαστηρίου, που την απέρριψε.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 14.3.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./15.3.2023 έφεσή της, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε αυτή που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, οπότε εκφωνήθηκε αυτή με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την ένδικη από 14.3.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/15.3.2023 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./4.4.2023 έφεση πλήττεται η με αριθμό 3387/2022 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που συνεκδίκασε τρεις [3] ανακοπές κατά του με αριθμό ……./15.6.2021 συμπληρωματικού πίνακα κατάταξης δανειστών του Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….. και, εκδοθείσα στις 9.11.2022 κατ’ αντιμωλία των εδώ διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, με τις αποκλίσεις των ειδικών κανόνων που διέπουν τις δίκες περί την εκτέλεση, έκρινε και επί της από 25.6.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../25.6.2021 ανακοπής της ήδη εκκαλούσας ανώνυμης εταιρίας, με την οποία προσβλήθηκε η κατάταξη στον παραπάνω πίνακα της ήδη εφεσίβλητης και, κατά το ενδιαφέρον την παρούσα διαδικασία της κατ’ έφεση δίκης μέρος της, απέρριψε την πιο πάνω ανακοπή ως απαράδεκτη. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 500, 511, 513 § 1 στοιχ. β΄ εδαφ. α΄, 516 § 1, 517 και 518 § 2 ΚΠολΔ, εντός της νόμιμης καταχρηστικής προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε η εκκαλούσα επικαλείται προηγούμενη επίδοσή της. Εφόσον, επομένως, παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25.7.2011), Δικαστηρίου, έχει δε κατατεθεί και το προβλεπόμενο παράβολο (βλ. το με αριθμό ….. .ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και τη συνημμένη σ’ αυτό από 14.3.2023 έγγραφη απόδειξη ταχυδρομικής αποστολής της πληρωτέας αξίας), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως ειδική διαδικασία, με τις αποκλίσεις των άρθρων 933 §§ 4, 5 και 937 § 1 ΚΠολΔ, ερήμην μάλιστα της εφεσίβλητης, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στο ακροατήριο από τη σειρά του οικείου πινακίου, μολονότι κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ. ……../10.4.2023 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……., με την οποία πιστοποιείται ότι ακριβές αντί­γραφο της υπό κρίση έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για τη συζήτησή της κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, παρελήφθη από την πληρεξούσια της εφεσίβλητης δικηγόρο Αθηνών ………, που την είχε εκπροσωπήσει στην πρωτοβάθμια δίκη. Το Δικαστήριο, ωστόσο, θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρα 143 § 1 και 524 § 4 ΚΠολΔ, βλ. σχετικά ΜονΕφΠειρ. 4/2023, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι η εκκαλούσα, καθ’ υπόδειξη του Δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 227 ΚΠολΔ (Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, § 114, αρ. 23, σελ. 711 επομ., ο ίδιος, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 114, αρ. 23, σελ. 233, Κ. Παναγόπουλος, σε Κ. Οικονόμου [επιμ.] Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 524, αρ. 37, σελ. 232), Μ. Μαργαρίτη – Α. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2012, άρθρο 524, αρ. 39, σελ. 940, Ε. Μπαλογιάννη, σε Χ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος πρώτος, 2016, άρθρο 524, αρ. 9, σελ. 1319), Α. – Ο. Μήτσου, σε Π. Κολοτούρου [επιμ.], Ένδικα Μέσα και Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, 2013, [2], αρ. 366, σελ. 178), προσκόμισε εντός της ταχθείσας προθεσμίας (βλ. την επισημείωση της Γραμματέως του Δικαστηρίου στο φάκελο της δικογραφίας) τις προτάσεις που η αντίδικός της είχε καταθέσει στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως καθ’ ης η ανακοπή, καθώς και τα πρακτικά της συνεδρίασής του μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

ΙΙ. Στο πλαίσιο της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, η εμφάνιση νέου (συμπληρωματικού) πλειστηριάσματος μετά τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης των δανειστών οδηγεί, κατά την, παρά την έλλειψη  σχετικής ρυθμίσεως στον ΚΠολΔ, πάγια παραδοχή της νομολογίας και της δικονομικής θεωρίας, στη σύνταξη από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού συμπληρωματικού πίνακα διανομής, ο οποίος δεν τροποποιεί τον αρχικό αλλά αποτελεί συνέχειά του. Η αντίληψη αυτή έχει ως αποτέλεσμα την προσαρμογή της δικονομικής αρχής κατά την οποία, μετά τη σύνταξη του αρχικού πίνακα κατάταξης, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού απεκδύεται κάθε περαιτέρω εξουσία και δεν μπορεί αυτεπαγγέλτως να τον ανακαλέσει, να τον τροποποιήσει ή να τον διορθώσει αλλά ούτε και να συντάξει νέο, προκειμένου να κατατάξει ορθότερα, κατά την κρίση του, τους δανειστές που έχουν αναγγελθεί, στην πρακτική ανάγκη το πρόσθετο πλειστηρίασμα να διανεμηθεί στους ήδη αναγγελθέντες δανειστές που δεν ικανοποιήθηκαν εξαιτίας της ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος που αρχικά διανεμήθηκε, αφού το νέο χρηματικό ποσό δεν είναι δυνατόν να περιέλθει στον οφειλέτη – καθ’ ου η εκτέλεση, αν υφίστανται ανεξόφλητα χρέη του (ΑΠ 399/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμος δεύτερος, ανατύπωση δεύτερης έκδοσης, άρθρο 978, § 424, σελ. 1158 επομ., Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, ΙΙ, Ειδικό Μέρος, 2018, § 55, αρ. 17, σελ. 556). Κατά την ίδια αντίληψη, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού μετά τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης μπορεί να επανέλθει σε διανομή μόνο στην εξαιρετική περίπτωση κατά την οποία είτε προκύπτει νέο πλειστηρίασμα, όπως λ.χ. μπορεί να συμβεί επί αναπλειστηριασμού είτε απελευθερώνεται μέρος του ήδη διανεμηθέντος, όπως λ.χ. μπορεί να συμβεί επί ματαιώσεως της γενομένης τυχαίας κατατάξεως κάποιου πιστωτή του καθ’ ου η εκτέλεση, χωρίς να έχει ληφθεί μέριμνα επικουρικής κατάταξης στον αρχικό πίνακα (άρθρο 978 § 2 ΚΠολΔ) ή εξαιτίας ικανοποιήσεως καταταγέντος δανειστή είτε από τον καθ’ ου η εκτέλεση είτε από τρίτον συνοφειλέτη, ενεχόμενο μαζί του εις ολόκληρον (ΤριμΕφΑθ. 4233/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΛαρ. 166/2017, Δικογραφία 2018/321, ΕφΠατρ.977/2008, ΑχΝομ 2009/396, ΕφΑθ. 638/1997, Δνη 1997/1627). Η συμπληρωματική κατάταξη είναι συνέπεια της αυξήσεως του πλειστηριάσματος και όχι απότοκος της παραδοχής ανακοπής που τυχόν ασκήθηκε κατά του αρχικού πίνακα (ΑΠ 931/2018, ΧρΙΔ 2019/114), ο οποίος άλλωστε θα έχει καταστεί πλέον απρόσβλητος, αν παραλήφθηκε, με την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας του άρθρου 979 § 2 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ ή αν απέβη ανεπιτυχής, μετά την απόρριψη των ανακοπών που ασκήθηκαν, η προσβολή του από τους δικαιούμενους στην ανατροπή ή τη μεταρρύθμισή του. Βέβαια, προϋπόθεση για τη σύνταξη (αρχικού ή συμπληρωματικού) πίνακα κατάταξης είναι η πλειονότητα των αναγγελθέντων δανειστών και η ανεπάρκεια του (αρχικού ή συμπληρωματικού) πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση όλων, αφού όταν το πλειστηρίασμα επαρκεί για την εξόφληση του επισπεύδοντος και κάθε αναγγελθέντος δανειστή ο υπάλληλος του πλειστηριασμού προχωρεί αμέσως στην πληρωμή τους (άρθρο 971 § 1 ΚΠολΔ). Σε περίπτωση ανεπάρκειας και του συμπληρωματικού πλειστηριάσματος, η κατάταξη στο συμπληρωματικό πίνακα θα γίνει μόνο μεταξύ των δανειστών που δεν ικανοποιήθηκαν αν και είχαν αναγγείλει εξαρχής τις απαιτήσεις τους, εφόσον πάντως είναι περισσότεροι του ενός και θα αφορά τις ήδη αναγγελθείσες απαιτήσεις, οι οποίες και μόνον θα ληφθούν υπόψη για τη σύνταξή του, αφού δεν είναι δυνατόν ούτε να επαναληφθούν οι αρχικές, ώστε να συμπεριλάβουν νέες απαιτήσεις των ιδίων αναγγελθέντων ούτε να χωρήσουν νέες αναγγελίες αυτών ή άλλων δανειστών (ΕφΔωδ. 372/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ. 184/1995, Δνη 1998/162, Ι. Μπρίνιας, ο.π., Β. Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση [κατ’ άρθρο], τόμος Ε΄, 1997, άρθρο 978, αρ. 10, σελ. 965). Δικαίωμα κατατάξεως έχουν οι δανειστές που δεν κατετάγησαν στον αρχικό πίνακα, εφόσον είτε δεν άσκησαν ανακοπή κατ’ αυτού είτε η ασκηθείσα ανακοπή τους δεν έγινε δεκτή, αφού, στην αντίθετη περίπτωση, η επ’ αυτής απόφαση επέχει θέση συμπληρωματικού πίνακα (ΜονΕφΑθ. 2374/2016, ΕφΑΔ 2017/575), δεδομένου ότι, επί παραδοχής της ανακοπής, η υπόθεση δεν αναπέμπεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (Ι. Μπρίνιας, ο.π., άρθρο 979, § 434α, σελ. 1198). Κριτήριο, βέβαια, της νομιμότητας της συμμετοχής στη συμπληρωματική κατάταξη του αναγγελθέντος δανειστή, του οποίου η ανακοπή κατά του αρχικού πίνακα δεν έγινε δεκτή, αποτελεί ο λόγος της (τελεσίδικης) απορρίψεως της ανακοπής του εκείνης, σε συνδυασμό τόσο προς τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου της, που θα δεσμεύει τους τότε αντιδίκους του, δηλαδή μόνον τους καταταγέντες δανειστές, κατά των οποίων στράφηκε με αίτημα αποβολής τους, όσο και την αιτία της μη συμπεριλήψεως της απαιτήσεως του ανακόπτοντος στον προσβληθέντα πίνακα. Συγκεκριμένα, αν η ανακοπή κατά του αρχικού πίνακα απορρίφθηκε επειδή η απαίτηση του ανακόπτοντος κρίθηκε μη προνομιακή και ως εκ τούτου ορθώς μη καταταγείσα αντί άλλων επικρατέστερων, η κατάταξή της στο συμπληρωματικό πίνακα δεν εμποδίζεται, εφόσον το πρόσθετο πλειστηρίασμα επαρκεί για την εξ ολοκλήρου ή τη μερική ικανοποίησή του, συμμέτρως προς τους λοιπούς αναγγελθέντες και μη εξοφληθέντες με βάση τον αρχικό πίνακα εγχειρόγραφους, όπως ο ίδιος, δανειστές. Αντιθέτως, αν η απορριπτική απόφαση έκρινε την αναγγελθείσα απαίτησή του ανυπόστατη, η ίδια αυτή απαίτηση δεν μπορεί να συμπεριληφθεί ούτε στο συμπληρωματικό πίνακα, καθώς τούτο επιβάλει η λογική του δικαίου, που αποτρέπει την ικανοποίηση από την περιουσία του οφειλέτη – καθ’ ου η εκτέλεση απαίτησης ανύπαρκτης έναντι αυτού, έστω και αν το ανυπόστατο διαγνώστηκε αυθεντικά σε δίκη έναντι άλλου δανειστή (Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 29, IV, 1, σελ. 593). Το ίδιο ισχύει και αν η δικαστική απόφαση επιβεβαίωσε την κρίση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού που θεώρησε την αναγγελία απαράδεκτη (λ.χ. εξαιτίας της ελλιπούς περιγραφής της απαίτησης ή του προνομίου της) και για το λόγο αυτό δεν συμπεριέλαβε την απαίτηση του ανακόπτοντος δανειστή στον αρχικό πίνακα, δεδομένου ότι η απαράδεκτη αναγγελία δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε στη συμπληρωματική κατάταξη. Άλλως, βέβαια, έχει το πράγμα αν στην δίκη της ανακοπής κατά του αρχικού πίνακα δεν κρίθηκε το ουσιαστικό ζήτημα του κύρους της αναγγελίας του ανακόπτοντος από την άποψη της πληρότητας του περιεχομένου της αλλά η απόρριψή της έγινε για τυπικούς (δικονομικούς) λόγους. Στην περίπτωση αυτή το κύρος της αναγγελίας μπορεί να κριθεί στη δίκη της νέας ανακοπής που είναι αναμενόμενο να ασκήσει ο φερόμενος ως απαραδέκτως αναγγελθείς δανειστής κατά του συμπληρωματικού πίνακα, που είναι δεκτικός αυτοτελούς προσβολής του (ΑΠ 542/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), στον οποίο δεν θα τον έχει συμπεριλάβει ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εμμένοντας εύλογα στην όμοια κρίση που διατύπωσε ήδη κατά τη σύνταξη του αρχικού. Προϋπόθεση, βέβαια, της δυνατότητας του δικαστηρίου της (νέας) ανακοπής να κρίνει επί του απαραδέκτου της αναγγελίας του ανακόπτοντος, που προκάλεσε την παράλειψή του [και] από το συμπληρωματικό πίνακα είναι η προβολή λόγου ανακοπής αντίστοιχου προς το λόγο της παραλείψεως, δηλαδή ισχυρισμού ως προς το κύρος και την πληρότητα της αναγγελίας. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η ανακοπή θα είναι απρόσφορη να επιφέρει το σκοπούμενο αποτέλεσμα, δηλαδή την ανατροπή της περί απαραδέκτου της αναγγελίας κρίσης του υπαλλήλου του πλειστηριασμού και τη μεταρρύθμιση του συμπληρωματικού πίνακα δια της συμπεριλήψεως σ’ αυτόν της απαίτησης του ανακόπτοντος, του οποίου η ανακοπή θα απορριφθεί και πάλι ως απαράδεκτη για δικονομικούς λόγους. Είναι, τέλος, ενδεχόμενο κατά το χρόνο διανομής του συμπληρωματικού πλειστηριάσματος να έχει απορριφθεί η ανακοπή που άσκησε κατά του αρχικού πίνακα καθένας από τους αναγγελθέντες δανειστές που δεν μετείχαν στην αρχική διανομή, με αποτέλεσμα το προς νέα διανομή πλειστηρίασμα να συνιστά στην ουσία περίσσευμα, δηλαδή υπόλοιπο πλειστηριάσματος προοριζόμενο προς απόδοση στον καθ’ ου η εκτέλεση (εφόσον αυτός είναι και κύριος του πράγματος που πλειστηριάστηκε). Είναι, όμως, μολονότι δεν υπάρχουν κατατακτέοι δανειστές, και στην περίπτωση αυτή σκόπιμη η σύνταξη συμπληρωματικού πίνακα και η κατάταξη σ’ αυτόν του δικαιούχου του περισσεύματος (Ι. Μπρίνιας, ο.π., άρθρο 977, § 423β, σελ. 1142 επομ.), προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα ανακοπής στους αναγγελθέντες δανειστές που δεν περιλαμβάνονται ούτε σ’ αυτόν.

ΙΙΙ. Η ανακόπτουσα στην ένδικη από 25.6.2021 ανακοπή της, όπως το περιεχόμενο αυτής εκτιμά το Δικαστήριο, αναφέρθηκε α] στην αναγκαστική εκτέλεση που επέσπευσαν κατά της καθ’ ης (η εκτέλεση και η ανακοπή) αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «……..», πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Τόγκο φορτηγού πλοίου γενικού ξηρού φορτίου C, οι κατονομαζόμενοι έξι [6] αλλοδαποί δανειστές της για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεών τους από την παροχή εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, β] στον πλειστηριασμό του πλοίου αυτού ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού …….., Συμβολαιογράφου Πειραιώς, που απέληξε στην εκποίησή του αντί πλειστηριάσματος διακοσίων πενήντα πέντε χιλιάδων ενός δολαρίων ΗΠΑ (255.001 $), γ] στην αναγγελία των κατά της πλοιοκτήτριας και συνολικού ύψους τριάντα δύο χιλιάδων ενός ευρώ και πενήντα έξι λεπτών (32.001,56 €) απαιτήσεών της, που αφορούσαν σε τέλη βαρύνοντα το πλοίο που εκποιήθηκε για την πρυμνοδέτησή του κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2016 έως 31.1.2018 σε ιδιωτικά ναυπηγεία ευρισκόμενα εντός της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης Πειραιώς, των οποίων ζήτησε την κατάταξη, δ] στη σύνταξη από τον ως άνω Συμβολαιογράφο του υπ’ αριθμ. ……../25.6.2018 πίνακα για την διανομή του εναπομείναντος μετά την προαφαίρεση των εξόδων της εκτελέσεως, ανεπαρκούς όμως για την ικανοποίηση απάντων των αναγγελθέντων πιστωτών της καθ’ ης πλειστηριάσματος, στον οποίον περιελήφθησαν αποκλειστικά οι απαιτήσεις των επισπευσάντων την εκτέλεση δανειστών της καθ’ ης, χωρίς να καταταγεί η νυν ανακόπτουσα ……., ε] στην εκ μέρους της προσβολή του πίνακα εκείνου με ανακοπή, την οποία υπέβαλε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ζητώντας την προνομιακή, κατά την πρώτη τάξη των προνομίων του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, ικανοποίησή της από το πλειστηρίασμα και η οποία απορρίφθηκε σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, στ] στη σύνταξη, μετά την είσπραξη εκ μέρους των αρχικώς καταταγέντων μέρους μόνον των απαιτήσεών τους, του υπ’ αριθμ. …………./15.6.2021 συμπληρωματικού πίνακα κατάταξης από τον ίδιο υπάλληλο του πλειστηριασμού για την διανομή του απελευθερωθέντος ποσού του πλειστηριάσματος, ύψους, μετά την προαφαίρεση των αντιστοίχων εξόδων, εξήντα επτά χιλιάδων οκτακοσίων οκτώ δολαρίων ΗΠΑ και δεκατεσσάρων σεντς (67.868,14 $) και ζ] στην κατάταξη στον πίνακα αυτόν μόνον της καθ’ ης, πλοιοκτήτριας του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, κατ’ αποκλεισμό της ιδίας (ανακόπτουσας). Με βάση τα περιστατικά αυτά και επικαλούμενη, αφενός, σφάλμα όσον αφορά τη μη κατάταξη της απαιτήσεώς της, έστω ως εγχειρόγραφης, στον προσβαλλόμενο συμπληρωματικό πίνακα, μολονότι αυτή «είχε κριθεί τελεσιδίκως ως μη προνομιακή» και, αφετέρου, έλλειψη αναφοράς στον προσβαλλόμενο πίνακα των λόγων για τους οποίους η αντίδικός της κατετάγη και η ίδια τέθηκε εκτός κατατάξεως, ζήτησε η ανακόπτουσα τη μερική μεταρρύθμιση του πίνακα, προκειμένου να καταταγεί οριστικά η ίδια στη θέση της καθ’ ης κατά το χρηματικό ποσόν της αναγγελίας της «σύμφωνα με το άρθρο 977 ΚΠολΔ». Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ανακοπή αυτή ως απαράδεκτη με αιτιολογίες που παρατίθενται αυτούσιες στο εφετήριο. Σύμφωνα με αυτές, η εκκαλουμένη διαπίστωσε ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν κατάταξε τις αξιώσεις της ανακόπτουσας «ούτε ως εγχειρόγραφες» στο μεν αρχικό πίνακα «λόγω της αοριστίας της αναγγελίας του», που συνίστατο στην έλλειψη αναφοράς, αφενός, του επικαλούμενου ναυτικού προνομίου και της διάταξης στην οποία στηριζόταν αυτό, που δε μπορούσε να συναχθεί ούτε από τα συνοδευτικά της αναγγελίας έγγραφα και, αφετέρου, της φύσης της ίδιας της αναγγελθείσας απαίτησης και των πραγματικών περιστατικών από τα οποία απέρρεε, στον δε (προσβαλλόμενο) συμπληρωματικό, επειδή η ανακοπή της ………………. κατά του αρχικού πίνακα είχε δυνάμει της υπ’ αριθμ. 540/2020 αποφάσεως αυτού του Δικαστηρίου απορριφθεί τελεσιδίκως, όπως, ομοίως τελεσιδίκως, είχαν απορριφθεί οι ανακοπές και των λοιπών αναγγελθέντων δανειστών, που δεν είχαν καταταγεί στον αρχικό πίνακα, γεγονός που, κατά το συντάκτη του προσβαλλόμενου συμπληρωματικού πίνακα, είχε ως αποτέλεσμα την κατάταξη σ’ αυτόν μόνης της καθ’ ης (η εκτέλεση και η ανακοπή), πλοιοκτήτριας του πλοίου, του οποίου η δημόσια εκποίηση απέφερε το προς διανομή πλειστηρίασμα. Ακολούθως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο [ορθώς] διέγνωσε ότι το δεδικασμένο από τη δικαστική κρίση επί της πρώτης ανακοπής της ανακόπτουσας, που είχε στραφεί κατά των καταταγέντων στον αρχικό πίνακα πιστωτών της καθ’ ης και όχι κατ’ αυτής, δεν δέσμευε τους διαδίκους της ενώπιόν του αντιδικίας και ότι, ως εκ τούτου, το κύρος της αναγγελίας της ανακόπτουσας θα μπορούσε να κριθεί από το ίδιο, δεδομένου μάλιστα και του ότι το ζήτημα αυτό δεν είχε αντιμετωπιστεί στη δίκη της ανακοπής κατά του αρχικού πίνακα, αφού τότε δεν είχε προσβληθεί με λόγο ανακοπής η αιτία της μη κατάταξης της απαιτήσεώς της, δηλαδή η αοριστία της αναγγελίας της, όπως δεν είχε κριθεί ούτε το ζήτημα της ύπαρξης της απαίτησης της ανακόπτουσας ή του προνομίου της. Μετά δε ταύτα δέχθηκε η εκκαλουμένη ότι με την ένδικη ανακοπή δεν είχε πληγεί ως εσφαλμένη η αιτία της μη κατάταξης της απαίτησης της ανακόπτουσας στο συμπληρωματικό πίνακα, δηλαδή η αοριστία της αναγγελλίας της και ότι το γεγονός αυτό κατέστησε, αφενός, τον προβληθέντα ισχυρισμό της, περί εσφαλμένης μη κατατάξεώς της σ’ αυτόν έστω ως εγχειρόγραφης δανείστριας, αλυσιτελή και, αφετέρου, απαράδεκτη την ανακοπή της κατά την κύρια αιτίασή της. Ως προς δε την πρόσθετη τοιαύτη της ανακόπτουσας, περί του ότι στον προσβαλλόμενο πίνακα δεν έγινε αναφορά στους λόγους για τους οποίους κατετάγη η καθ’ ης και τέθηκε εκτός κατατάξεως η ίδια (ανακόπτουσα), η εκκαλουμένη εξέφερε απορριπτική [και αυτής] κρίση, κυρίως μεν επειδή προβλήθηκε ελλείψει εννόμου συμφέροντος και, επαλλήλως, επειδή δεν είχε νόμιμη βάση, δεδομένου ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, ως απλό όργανο της εκτέλεσης δεν δικαιοδοτεί. Κατά της αποφάσεως αυτής διαμαρτύρεται ήδη η ανακόπτουσα και με την ένδικη έφεσή της ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνει δεκτή η ανακοπή της και να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος συμπληρωματικός πίνακας, ώστε να καταταγεί η ίδια οριστικά για το ποσόν της αναγγελίας της στη θέση της καθ’ ης.

ΙV. Κατά την έννοια της διατάξεως της § 1 του άρθρου 520 ΚΠολΔ, λόγο έφεσης συνιστά κάθε αιτίαση κατά της εκκαλουμένης, η οποία, αν κριθεί βάσιμη, επιφέρει κατ’ άρθρο 535 του ιδίου Κώδικα την εξαφάνισή της και την αναδίκαση της υπόθεσης από το εφετείο. Το πότε ο λόγος έχει αυτό το αποτέλεσμα κρίνεται κατά περίπτωση με γνώμονα τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου και τη λογική ακολουθία της διαδικασίας (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, 2009, αρ. 542, σελ. 231, Α. Μπακόπουλος, Ζητήματα από την κατ’ έφεση δίκη, σε Δνη 1992/1137 επομ. [1138]). Λόγο έφεσης αποτελεί ειδικότερα κάθε παράπονο του εκκαλούντος κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, που αναφέρεται είτε σε παραδρομές δικές του (ΑΠ 574/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) είτε σε σφάλματα του δικαστηρίου, δηλαδή σε πλημμέλειες ή ελλείψεις της δικαστικής κρίσης (ΑΠ 208/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), που επηρέασαν το διατακτικό της εκκαλουμένης, η οποία, αν τελεσιδικήσει, θα παράξει δυσμενές για τον εκκαλούντα δεδικασμένο (ΕφΠειρ. 278/2002, Αρμ. 2003/1478). Περαιτέρω, από την ίδια διάταξη συνάγεται, επιπλέον, ότι οι λόγοι έφεσης δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλά πρέπει να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητάς τους να επέρχεται ως αποτέλεσμα η εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως (ΕφΑθ. 1396/2012, Δνη 2012/1076, ΕφΑιγ. 148/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 435/2010, Αρμ. 2011/472, ΕφΙωαν. 172/2006, Αρμ. 2007, 419, ΕφΙωαν. 37/2005, Αρμ. 2005/1774, ΕφΔωδ. 313/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και να βελτιώνεται η νομική θέση του εκκαλούντος (Α. – Ο. Μήτσου, σε Ν. Λεοντή, Ένδικα Μέσα και Βοηθήματα στην Πολιτική Δίκη, 2018, [2], αρ. 208, σελ. 108 επομ., Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 112, αρ. 72, σελ. 168 επομ., Χ. Τριανταφυλλίδης, σε Κ. Οικονόμου, Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 520, αρ. 5, σελ. 158, Α. – Ο. Μήτσου, σε Π. Κολοτούρου, Ένδικα Μέσα & Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, 2013, [2], αρ. 171, σελ. 113, Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, 2015, αρ. 1054 – 1056, σελ. 278 – 279, Ι. Πετρόπουλος, Αόριστοι, αλυσιτελείς και ανεπίτρεπτοι λόγοι εφέσεως, ΝοΒ 2018/1619 επομ. [1621]). Λόγος, όμως, εφέσεως, ο οποίος και αληθής υποτιθέμενος δεν ασκεί έννομη επιρροή και, επομένως, δεν δύναται να οδηγήσει κατά νόμο στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης, είναι αλυσιτελής και, επομένως, απορριπτέος ως απαράδεκτος (ΑΠ 122/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 558/1990, ΕΕΝ 1991/121 = ΕΣυγκΔ 1991/36, ΜονΕφΠειρ. 311/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει και όταν ο λόγος έφεσης δεν αποδίδει στην πραγματικότητα σφάλμα στην προσβαλλόμενη απόφαση, επειδή περιορίζεται στην προβολή ενός ισχυρισμού αντίθετου προς τις κρίσεις της εκκαλουμένης, χωρίς ταυτόχρονα να αμφισβητεί ως προς την ορθότητά τους τις νομικές και πραγματικές παραδοχές της που στήριξαν το συμπέρασμά της ή, όπερ το αυτό, όταν ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως. Έτσι, είναι απαράδεκτος ο λόγος της έφεσης που υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ισχυρισμό, ο οποίος, όμως, δεν έγινε δεκτός (ΑΠ 1254/2010, Δνη 2011/999) ή όταν προκύπτει ότι η εκκαλουμένη δέχθηκε άλλο από αυτό που υποστηρίζει ο λόγος (ΑΠ 1208/2008, ΧρΙΔ 2009/216) ή όταν, στην ειδικότερη περίπτωση της απορρίψεως ενδίκου βοηθήματος ως απαράδεκτου, χωρίς έρευνα του δικαιώματος που κατήχθη στη δίκη, ο λόγος της έφεσης δεν πλήττει τη (δικονομική) αιτία της απορρίψεως, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να ανατρέψει το δεδικασμένο που θα παράξει η εκκαλουμένη επί (μόνου) του δικονομικού ζητήματος κατά την έννοια του άρθρου 322 § 1 εδαφ. β΄ ΚΠολΔ.

V. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, οι τρεις [3] λόγοι της ένδικης έφεσης, με τους οποίους γίνεται αναφορά, πρώτον, στην προνομιακή κατ’ άρθρο 205 περ. α΄ ΚΙΝΔ κατάταξη των λιμενικών τελών και δικαιωμάτων, που συνδέεται αποκλειστικά με την παροχή υπηρεσιών σε πλοία και πλωτά μέσα από τους οργανισμούς λιμένων ανεξαρτήτως του ιδιοκτησιακού καθεστώτος τους, δεύτερον, στη ρητή πρόβλεψη στην εθνική και την ενωσιακή νομοθεσία της επιβολής λιμενικών τελών από την ανακόπτουσα για την παροχή από αυτήν λιμενικών υπηρεσιών και, τρίτον, στον κοινόχρηστο χαρακτήρα που η …………… διατηρεί και μετά την ιδιωτικοποίησή της με το Ν. 4404/2016, είναι προφανές ότι δεν πλήττουν την παραδοχή στην οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στήριξε την απορριπτική ως απαράδεκτης της ανακοπής κρίση του, ότι δηλαδή με το δικόγραφό της δεν είχε προσβληθεί ως εσφαλμένη η αιτία της μη κατάταξης της απαίτησης της ανακόπτουσας στο συμπληρωματικό πίνακα, δηλαδή η αοριστία της αναγγελίας της. Αντιθέτως, εστιάζουν στη νομική βάση των απαιτήσεων που η ανακόπτουσα ανήγγειλε στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και στο προνόμιό τους. Όμως, στην παράλειψη της κατατάξεώς τους [και] στο συμπληρωματικό πίνακα δεν οδήγησε το ανυπόστατο ή ο μη προνομιακός χαρακτήρας τους αλλά η μη εξειδικευμένη, όπως κρίθηκε, αναγγελία τους και ως προς αυτήν η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα δεν προβάλλει αντίθετο ισχυρισμό, που να υποστηρίζει το κύρος της. Με τον τρόπο αυτό οι ισχυρισμοί της δεν αρκούν (και αληθείς ακόμα υποτιθέμενοι) για να ανατραπεί η απορριπτική κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο δεν περιέλαβε στην εκκαλούμενη απόφασή του παραδοχή περί της ανυπαρξίας των επίδικων απαιτήσεων ή του προνομίου τους, όπως φαίνεται να υπολαμβάνει η εκκαλούσα αλλά μόνο περί της αλυσιτέλειας της προβολής του ισχυρισμού περί εσφαλμένης μη κατατάξεως των απαιτήσεών της έστω ως εγχειρόγραφων, ο οποίος περιελήφθη πράγματι στην ανακοπή και επαναφέρεται και στην έκκλητη δίκη, κατά τρόπο, βέβαια, αντιφατικό προς τους λόγους της έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζεται ο προνομιούχος χαρακτήρας τους.

VΙ. Μετά από αυτά πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί κατ’ ουσίαν. Το κατατεθέν κατά την άσκησή της παράβολο, λόγω της ήττας της εκκαλούσας, πρέπει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 § 4 ΚΠολΔ, κατά τα στο διατακτικό. Δικαστικά έξοδα, όμως, δεν θα επιδικαστούν με την παρούσα, δεδομένου ότι λόγω της ερημοδικίας της η εφεσίβλητη ούτε σε δικαστικά δαπανήματα υποβλήθηκε ούτε σχετικό αίτημα υπέβαλε (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ). Ούτε παράβολο ερημοδικίας θα οριστεί, επειδή στις δίκες τις σχετικές με την εκτέλεση δεν επιτρέπεται η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας (άρθρο 937 § 1 στοιχ. β΄ ΚΠολΔ).  

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας ερήμην της εφεσίβλητης

Δέχεται τυπικά την έφεση κατά της με αριθμό 3387/2022 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 18 Απριλίου 2024 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ