Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 176/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   176/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στο …….. Κρήτης, επί της οδού ……. και εκπροσωπείται νόμιμα, με αριθμό φορολογικού μητρώου [ΑΦΜ] ……….., την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Ευαγγελία Μηλολιδάκη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……….., ο οποίος στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Λύρα με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Ο εκκαλών – εφεσίβλητος …….. άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../21.12.2021 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 596/2023 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερες οι αντίδικες πλευρές και, συγκεκριμένα, η εναγόμενη ναυτιλιακή εταιρία με την από 26.4.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/26.4.2023 έφεση και ο ενάγων με την από 16.6.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./6.7.2023 έφεση, δικάσιμος για την εκδίκαση αμφοτέρων των οποίων ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες εφέσεις και, συγκεκριμένα, α) η από 26.4.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/26.4.2023 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./28.4.2023 έφεση της εκκαλούσας – εναγόμενης [Α΄ έφεση] και β) η από 16.6.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/6.7.2023 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …/6.7.2023 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος [Β΄ έφεση], που στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 596/2023 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 20.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../21.12.2021 αγωγή του δεύτερου κατά της πρώτης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α΄, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 23.2.2023, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το ανωτέρω νομοθέτημα, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α΄ και 591 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ.

ΙΙ. Με την αγωγή του, όπως αυτή παραδεκτώς κατ’ άρθρο 224 εδαφ. β΄ ΚΠολΔ συμπληρώθηκε και διορθώθηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις του, ο ενάγων ……… ισχυρίστηκε ότι με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε με την εναγόμενη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία, πλοιοκτήτρια των υπό ελληνική σημαία τριών [3] επιβατηγών – οχηματαγωγών (Ε/Γ – 0/Γ) ακτοπλοϊκών πλοίων Φ, ΚΝ και Κ, ολικής χωρητικότητας είκοσι μιας χιλιάδων ενενήντα τεσσάρων κόρων και πενήντα δύο εκατοστών (21.094,52 κ.ο.χ.), είκοσι τεσσάρων χιλιάδων τριών κόρων και ενενήντα δύο εκατοστών (24.003,92 κ.ο.χ.) και είκοσι έξι χιλιάδων εκατόν εβδομήντα δύο κόρων και είκοσι εκατοστών (26.172,20 κ.ο.χ.), αντίστοιχα, ναυτολογήθηκε σε καθένα από αυτά κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, αντί των προβλεπόμενων από την συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων του έτους 2019 μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, παρείχε δε έκτοτε τις υπηρεσίες του στα ίδια πλοία, που εκτελούσαν καθημερινώς ακτοπλοϊκά δρομολόγια, μεταξύ των οποίων και τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια εξπρές, εργαζόμενος ημερησίως, ανά διαστήματα, επί δέκα (10), δεκατρείς (13), δεκαέξι (16) και δεκαεπτά (17) ώρες κατά τις διαδοχικές ναυτολογήσεις του εντός του ενδίκου χρονικού διαστήματος από 17.2.2020 έως 16.12.2021, οπότε και λύθηκε η τελευταία σύμβασή του με την εναγόμενη. Προσθέτως ισχυρίστηκε ότι, ενδιαμέσως, μετά τη λύση της από 9.12.2020 σύμβασής του στις 7.1.2021, που επήλθε εξαιτίας της διακοπής των δρομολογίων του πλοίου Φ, η εργοδότρια δεν του κατέβαλε τη νόμιμη αποζημίωσή του, την οποία του όφειλε επειδή η αποναυτολόγησή του τότε συνιστούσε λύση της συμβάσεώς του με μονομερή καταγγελία εκ μέρους του πλοιάρχου, χωρίς να έχει συντρέξει δικό του παράπτωμα. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος περαιτέρω ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των αποδοχών του που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες του ενδίκου χρονικού διαστήματος και χωρίς να συνυπολογιστούν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2020 και 2021, τα οποία δικαιούται ούτε πλήρη την πρόσθετη αμοιβή του για την εκτέλεση των αναφερόμενων δρομολογίων εξπρές, ζητούσε ο ενάγων, με την επίκληση των εργασιακών του συμβάσεων και όπως το αρχικώς συνολικά καταψηφιστικό αίτημά του παραδεκτώς περιορίστηκε πρωτοδίκως σε εν μέρει αναγνωριστικό, να του επιδικαστεί το συνολικό χρηματικό ποσό των πενήντα δύο χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα ευρώ και είκοσι λεπτών (52.850,20 €) για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, για αποζημίωση λόγω διακοπής δρομολογίων και για διαφορές επιδομάτων εορτών, ως και πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του άλλως από την επίδοση της αγωγής. Με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή αυτή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως δε, με την παραδοχή, μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος ανερχόταν σε δέκα (10) και δώδεκα (12) ώρες κατά μέσο όρο, κατά τα επίδικα επιμέρους χρονικά διαστήματα, έγινε  κατά ένα μέρος δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και, συγκεκριμένα, μετά από καταλογισμό των αποδοχών που είχε λάβει ο ενάγων κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ως «προμήθειες θαλαμηπόλων» στις αξιώσεις του από την υπερωριακή του απασχόληση, κατά παραδοχή σχετικής ενστάσεως, υποχρεώθηκε η εναγόμενη, με διάταξη που κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή για μέρος του συνολικώς καταψηφιστικά επιδικασθέντος ποσού, στην καταβολή πέντε χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα επτά ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (5.937,23 €) και αναγνωρίστηκε η υποχρέωσή της στην καταβολή εννέα χιλιάδων τριακοσίων εξήντα ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτών (9.360,38 €), ως υπόλοιπο αμοιβής για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος, ως υπόλοιπο εορταστικών επιδομάτων και πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές, με το νόμιμο τόκο κατά τις αναφερόμενες στο διατακτικό της εκκαλουμένης διακρίσεις, ενώ απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν το αίτημα καταβολής αποζημίωσης για την λύση της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος συνεπεία της διακοπής των δρομολογίων του ως άνω πλοίου. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντιστοίχως, ενώ η εκκαλούσα της Α΄ έφεσης υποβάλλει με τις προτάσεις της και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 €) που η εκκαλουμένη του επιδίκασε προσωρινά.

ΙΙΙ. Από την επανεκτίμηση των από 17.10.2022 δύο [2] ενόρκων βεβαιώσεων του …….. και του ………….., ήδη συνταξιούχων ναυτικών, που με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου συνυπηρέτησαν αμφότεροι με τον ενάγοντα στα πλοία της εναγομένης κατά διαστήματα εντός τα επίδικης χρονικής περιόδου, οι οποίες με την επιμέλεια του ενάγοντος, που κλήτευσε προς τούτο την αντίδικό του (βλ. τη με αριθμό ……..΄/12.10.2022 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης με έδρα στο Πρωτοδικείο Ηρακλείου ………), δόθηκαν στη δικηγόρο Ηρακλείου …….. και έλαβαν τις υπ’ αριθμ. ΔΣΗ – ΕΒ – …… – 2022 και ΔΣΗ – ΕΒ – ……… – 2022 ηλεκτρονικές αποδείξεις λήψης τους από τον Δικηγορικό Σύλλογο Ηρακλείου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 421 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το Ν. 4842/2021, των με αριθμούς ……/5.4.2022 και …../6.4.2022 ισάριθμων [2] ένορκων ενώπιον του Συμβολαιογράφου Ηρακλείου Κρήτης ………… βεβαιώσεων του ………., κατοίκου ….. Ηρακλείου, που ως προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στα ίδια πλοίο κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2020 και 2021 και του ……………., διευθυντή λογιστηρίου της εναγόμενης, απασχολούμενου στα κεντρικά της γραφεία από το έτος 2011, οι οποίες ελήφθησαν με την επιμέλεια της τελευταίας και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλητεύσεως του αντιδίκου της (βλ. την υπ’ αριθμ. ……/30.3.2022 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης με έδρα στο Πρωτοδικείο Ηρακλείου ………….), οι οποίες όλες εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι οι μάρτυρες αποδείξεως τυγχάνουν αντίδικοι της εναγομένης, επειδή καθένας τους έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο, να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΕφΑθ. 3879/2012, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 698/2003, ΑχΝομ. 2004/266), καθώς και του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β΄, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν μεταξύ του ενάγοντος ……….., Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, γεννηθέντος την 1η.3.1969, κατόχου του με αριθμό ……. ναυτικού φυλλαδίου της Β ναυτικής περιφέρειας, ήδη συνταξιούχου και των νομίμων εκπροσώπων της εναγόμενης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, πλοιοκτήτριας των πιο κάτω τριών [3] υπό ελληνική σημαία επιβατηγών – οχηματαγωγών (Ε/Γ – Ο/Γ) ακτοπλοϊκών πλοίων, ο ενάγων απασχολήθηκε με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου στα πλοία αυτά κατά τη χρονική περίοδο από 17.2.2020 έως και 16.12.2021. Η πρώτη των ενδίκων σύμβαση καταρτίστηκε στον Πειραιά στις 17.2.2020 και δυνάμει αυτής ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο Φ, που είναι νηολογημένο στο λιμένα του Ηρακλείου Κρήτης με αύξοντα αριθμό εγγραφής ….., έχει ολική χωρητικότητα είκοσι μία χιλιάδες ενενήντα τέσσερις κόρους και πενήντα δύο εκατοστά (21.094,52 κ.ο.χ.) και φέρει το διεθνές διακριτικό σήμα …. και αριθμό ΙΜΟ ….ΚΝ, μέχρι την 28η.4.2020, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα της Σούδας των Χανίων με αμοιβαία συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου. Επαναπροσλήφθηκε δε στο ίδιο πλοίο και στον ίδιο λιμένα την 1η.6.2020 και απασχολήθηκε με την ίδια ειδικότητα έως τις 12.10.2020, οπότε και αποναυτολογήθηκε στο λιμένα του Πειραιώς, επειδή το πλοίο ακινητοποιήθηκε, προκειμένου να υποβληθεί στην ετήσια επιθεώρησή του. Στις 16.10.2020 ο ενάγων ναυτολογήθηκε, με σύμβαση που καταρτίστηκε στη Σούδα, στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο ΚΝ, που ανήκει και αυτό στην πλοιοκτησία της εναγομένης, είναι νηολογημένο στο λιμένα του Ηρακλείου Κρήτης με αύξοντα αριθμό εγγραφής ….., έχει ολική χωρητικότητα είκοσι τέσσερις χιλιάδες τρεις κόρους και ενενήντα δύο εκατοστά (24.003,92 κ.ο.χ.) και φέρει το διεθνές διακριτικό σήμα …. και αριθμό ΙΜΟ …. Στο πλοίο αυτό υπηρέτησε με την ίδια ειδικότητα μέχρι την 1η.11.2020, οπότε αποναυτολογήθηκε στο λιμένα της Σούδας με αμοιβαία συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου. Στις 9.12.2020 ναυτολογήθηκε εκ νέου στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο Φ, στο οποίο απασχολήθηκε μέχρι τις 7.1.2021, οπότε απολύθηκε στο λιμένα του Πειραιώς λόγω «διακοπής δρομολογίων», όπως αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο.  Ακολούθησαν τρεις (3) ακόμη συμβάσεις ναυτολόγησης του ενάγοντος με την ίδια ειδικότητα στα πλοία της εναγόμενης, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά την 1η.3.2021, στις 3.3.2021 και στις 16.3.2021, δυνάμει των οποίων απασχολήθηκε (με την πρώτη και την τρίτη) στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο Φ και (με την δεύτερη) στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο Κ, που ανήκει ομοίως στην πλοιοκτησία της εναγομένης, είναι νηολογημένο στο λιμένα του Πειραιώς με αύξοντα αριθμό εγγραφής 12.665, έχει ολική χωρητικότητα είκοσι έξι χιλιάδες εκατόν εβδομήντα δύο κόρους και είκοσι εκατοστά (26.172,20 κ.ο.χ.) και φέρει το διεθνές διακριτικό σήμα … και αριθμό ΙΜΟ ….., που διήρκεσαν αντιστοίχως έως την 3η.3.2021, την 16η.3.2021 και την 16η.12.2021, οπότε ο ενάγων αποναυτολογήθηκε τις μεν δύο [2] πρώτες φορές λόγω μεταθέσεώς του, τη δε τρίτη με αμοιβαία συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου. Για όλες τις παραπάνω συμβάσεις ναυτικής εργασίας τηρήθηκε έγγραφος τύπος και από τις γραπτές αυτές συμφωνίες, αντίγραφα των οποίων προσκόμισε η εναγόμενη, προκύπτει ότι για τον καθορισμό καταρχήν των όρων εργασίας και αμοιβής του ενάγοντος έγινε ρητή παραπομπή στην τότε ισχύουσα συλλογική ρύθμιση και, συγκεκριμένα, στην από 8.7.2019 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, με έναρξη ισχύος από 1.1.2019, που κυρώθηκε αρμοδίως και, έτσι, κατέστη γενικά υποχρεωτική με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 3170/12.8.2019). Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της εν λόγω ΣΣΝΕ οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού. Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, Δνη 2015/508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΕφΠειρ. 735/2006, ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες, δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου, όπως προκύπτει από το σχετικό άρθρο 18 της ως άνω ΣΣΝΕ. Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β΄ και γ΄ της ιδίας ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2). Κατά την ίδια ΣΣΝΕ (άρθρα 1, 6, 8 § 13, 13, 10 § 4 και 15 § 2) ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του θαλαμηπόλου ορίστηκε σε χίλια διακόσια τέσσερα ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτά (1.204,77 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε διακόσια εξήντα πέντε ευρώ και πέντε λεπτά (265,05 €), το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα έξι ευρώ και εξήντα τέσσερα λεπτά (36,64 €) και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια τριάντα τρία ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτά {[(1.204,77 € + 265,05 € : 22) + 19,98 €] Χ 5 ημέρες = 433,95 €}, το δε ωρομίσθιο του θαλαμηπόλου καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των έξι ευρώ και ενενήντα έξι λεπτών (6,96 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε οκτώ ευρώ και εβδομήντα λεπτά (8,70 €) και σε δέκα ευρώ και σαράντα τέσσερα λεπτά (10,44 €) αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ανέρχονταν σε χίλια εννιακόσια σαράντα ευρώ και σαράντα ένα λεπτά (1.940,41 €), δεδομένου ότι σ’ αυτές δεν συμπεριλαμβάνονταν α] το προβλεπόμενο στη ΣΣΝΕ και ανερχόμενο σε πενήντα οκτώ ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτά (58,78 €) επίδομα ιματισμού και β] το επίσης εκεί προβλεπόμενο αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας, που ανέρχεται σε δεκαεννέα ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτά (19,98 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια ενενήντα εννέα ευρώ και σαράντα λεπτά (19,98 € Χ 30 ημέρες = 599,40 €) το μήνα, από την καταβολή των οποίων ο πλοιοκτήτης απαλλάσσεται, σύμφωνα με τα άρθρα 5 § 3 και 3 της ΣΣΝΕ, εφόσον, αντιστοίχως, παρέχει εξ ιδίων τον ιματισμό στα μέλη του κατώτερου πληρώματος και χορηγεί στους αξιωματικούς και στο λοιπό πλήρωμα προπαρασκευασμένη τροφή στο πλοίο, όπως δεν αμφισβητείται ότι συνέβαινε εν προκειμένω. Οι αποδοχές αυτές τέθηκαν ως βάση του συμβατικού μισθού του ενάγοντος, που με καθεμία από τις παραπάνω συμφωνίες συνομολογήθηκε κλειστός. Ειδικότερα, με τον όρο 4 εκάστης από τις ανωτέρω συμβάσεις εργασίας ορίστηκε ότι οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος θα περιλαμβάνουν α] τις παραπάνω νόμιμες αποδοχές της εν λόγω ΣΣΝΕ, β] «αμοιβή για υπερωρίες» και γ] τα αναφερόμενα στο Παράρτημα 1 εκάστης ποσοστά της Επιστασίας του  Ξενοδοχειακού Τμήματος του πλοίου επί των εισπράξεων από τα κυλικεία (μπαρ), την τραπεζαρία και τα σημεία πώλησης self service. Για τα ποσοστά αυτά ορίστηκε ότι θα υπολογίζονται επί των καθαρών εισπράξεων, αφού δηλαδή αφαιρεθεί ο ανάλογος ΦΠΑ και ότι θα κατανέμονται με ευθύνη του εκάστοτε προϊσταμένου της Επιστασίας στα μέλη της. Στο Παράρτημα 1 εκάστης ατομικής συμβάσεως του ενάγοντος ορίστηκε ειδικότερα ότι από τις εισπράξεις αυτές στα μέλη της εν λόγω Επιστασίας, στα οποία περιλαμβάνονταν και οι θαλαμηπόλοι, θα περιέρχονταν ποσοστά 10% από τις πωλήσεις αναψυκτικών, νερού, οινοπνευματωδών, φαγητών και ειδών πρωινού και 5% από τις πωλήσεις γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων, χυμών και γλυκισμάτων. Για δε τις υπερωρίες συμφωνήθηκε η καταβολή προκαθορισμένου ποσού ανά σύμβαση, το οποίο προσδιοριζόταν με βάση το προσαυξημένο ωρομίσθιο υπολογιζόμενο προς συγκεκριμένες ώρες υπερωριακής απασχόλησης ανά μήνα. Ειδικότερα, στην από 17.2.2020 ατομική σύμβαση του ενάγοντος ορίστηκε ότι η υπό στοιχ. β΄ του όρου 4 αυτής αμοιβή θα ανερχόταν σε εξακόσια τριάντα πέντε ευρώ και σαράντα έξι λεπτά (635,46 €) συνολικά και θα αντιστοιχούσε σε εξήντα έξι [66] ώρες υπερωριακής απασχόλησης μηνιαίως, εκ των οποίων οι τριάντα μία [31] ώρες θα αμείβονταν με το προσαυξημένο κατά 25% ωρομίσθιο, επειδή το αντάλλαγμα θα αφορούσε την εργασία κατά τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές (31 ώρες Χ 8,70 € το ωρομίσθιο = 269,85 €) και οι υπόλοιπες τριάντα πέντε [35] ώρες θα αμείβονταν με το προσαυξημένο κατά 50% ωρομίσθιο, επειδή το αντάλλαγμα θα αφορούσε την εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες (35 ώρες Χ 10,44 € το ωρομίσθιο = 365,61 €). Στην από 1.6.2020 ατομική σύμβαση ορίστηκε ότι η ίδια αμοιβή θα αντιστοιχούσε σε τριάντα πέντε [35] ώρες υπερωριακής εργασίας, θα αφορούσε την απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις αργίες και θα υπολογιζόταν με την αντίστοιχη ισχύουσα προσαύξηση στο ωρομίσθιο, δηλαδή σε τριακόσια εξήντα πέντε ευρώ και εξήντα ένα λεπτά (35 ώρες Χ 10,44 € το ωρομίσθιο = 365,61 €), ενώ στην από 16.10.2020 ατομική σύμβαση, όπως και στις επόμενες (από 9.12.2020, 3.3.2021 και 16.3.2021) ορίστηκε ότι η ίδια αμοιβή θα ανερχόταν σε επτακόσια είκοσι επτά ευρώ και εβδομήντα τέσσερα λεπτά (727,74 €) συνολικά και θα αντιστοιχούσε σε εβδομήντα έξι [76] ώρες υπερωριακής απασχόλησης μηνιαίως, εκ των οποίων οι τριάντα οκτώ [38] ώρες θα αμείβονταν με το προσαυξημένο κατά 25% ωρομίσθιο, επειδή το αντάλλαγμα θα αφορούσε την εργασία κατά τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές (38 ώρες Χ 8,70 € το ωρομίσθιο = 330,79 €) και οι υπόλοιπες τριάντα οκτώ [38] ώρες θα αμείβονταν με το προσαυξημένο κατά 50% ωρομίσθιο, επειδή το αντάλλαγμα θα αφορούσε την εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες (38 ώρες Χ 10,44 € το ωρομίσθιο = 396,95 €). Σε κάθε ατομική σύμβαση εργασίας του ενάγοντος έγινε ειδική μνεία του ότι η εργασία των αργιών θα αμείβεται ως οκτάωρο σε κάθε περίπτωση υπερωριακά, επιπλέον των συμβατικώς αμειβόμενων προκαθορισμένων υπερωριών. Με βάση τις συμβατικές αυτές προβλέψεις ο μηνιαίος μισθός του τελευταίου συνομολογήθηκε κλειστός, ανερχόμενος, ανά σύμβαση, σε δύο χιλιάδες πεντακόσια εβδομήντα πέντε ευρώ και ογδόντα επτά λεπτά (1.940,41 € + 635,46 € = 2.575,87 €), σε δύο χιλιάδες τριακόσια έξι ευρώ και δύο λεπτά (1.940,41 € + 365,61 € = 2.306,02 €) και σε δύο χιλιάδες εξακόσια εξήντα οκτώ ευρώ και δεκαπέντε λεπτά (1.940,41 € + 727,74 € = 2.668,15 €), πλέον, σε κάθε περίπτωση, των ως άνω ποσοστών, δηλαδή σε χρηματικό ποσό που υπερτερούσε των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών του κατά τη ΣΣΝΕ. Σε κάθε ατομική σύμβαση περιελήφθη και όρος, κατά τον οποίο «οι ως άνω αμοιβές – παροχές υπό στοιχείο β΄ και γ΄ καθώς και οποιοδήποτε ποσό ήθελε καταβληθεί στο ναυτικό πέραν των προαναφερομένων υπόκειται σε συμψηφισμό με τυχόν αξιώσεις του για παροχή υπερωριακής εργασίας», περί του οποίου θα γίνει λόγος και πιο κάτω. Περαιτέρω, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα τα πλοία στα οποία απασχολήθηκε ο ενάγων ήταν ενταγμένα σε ακτοπλοϊκή γραμμή και εκτελούσαν τα ακόλουθα δρομολόγια: Το Ε/Γ – Ο/Γ Φ κατά τα χρονικά διαστήματα από 17.2.2020 έως 28.4.2020, από 1.6.2020 έως 10.6.2020, από 10.9.2020 έως 12.10.2020, από 9.12.2020 έως 7.1.2021, από 1.3.2021 έως 2.3.2021, από 16.3.2021 έως 25.3.2021, από 2.10.2021 έως 9.10.2021, από 16.10.2021 έως 23.10.2021 και από 30.10.2021 έως 16.12.2021 εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο – Σούδα με επιστροφή, με ώρα αναχώρησης από τον Πειραιά 21:00 και ώρα άφιξης στον Πειραιά τη μεθεπόμενη της αναχωρήσεώς του ημέρα στις 07:00. Περαιτέρω, κατά τα χρονικά διαστήματα από 11.6.2020 έως 9.9.2020, από 26.3.2021 έως 1.10.2021, από 10.10.2021 έως 15.10.2021 και από 24.10.2021 έως 29.10.2021 το ίδιο πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή, αποπλέοντας από το λιμένα του Πειραιώς στις 21:00 και καταπλέοντας στο Ηράκλειο στις 06:30 της επομένης, από όπου αναχωρούσε αυθημερόν στις 21:00 για να αφιχθεί στον Πειραιά στις 06:30 της επομένης. Επιπλέον, στις 31.7.2020 (ημέρα Παρασκευή), 1.8.2020 (ημέρα Σάββατο), 7.8.2020 (ημέρα Παρασκευή), 8.8.2020 (ημέρα Σάββατο), 14.8.2020 (ημέρα Παρασκευή), 15.8.2020 (ημέρα Σάββατο), 21.8.2020 (ημέρα Παρασκευή), 22.8.2020 (ημέρα Σάββατο), 28.8.2020 (ημέρα Παρασκευή), 29.8.2020 (ημέρα Σάββατο), 10.7.2021 (ημέρα Σάββατο), 17.7.2021 (ημέρα Σάββατο), 24.7.2021 (ημέρα Σάββατο), 31.7.2021 (ημέρα Σάββατο), 6.8.2021 (ημέρα Παρασκευή), 7.8.2021 (ημέρα Σάββατο), 13.8.2021 (ημέρα Παρασκευή), 21.8.2021 (ημέρα Σάββατο) και 28.8.2021 (ημέρα Σάββατο), το εν λόγω πλοίο πραγματοποιούσε και ημερήσια δρομολόγια και, ειδικότερα, αναχωρούσε καθημερινά από τον Πειραιά ή το Ηράκλειο στις 11:00 και κατέπλεε στον προορισμό (Ηράκλειο ή Πειραιάς) στις 18:30, για να αναχωρήσει αυθημερόν στις 21:00 για την εκτέλεση του κανονικού του δρομολογίου. Παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς του ενάγοντος τέτοια δρομολόγια δεν εκτελέστηκαν στις 24.7.2020 (ημέρα Παρασκευή) και στις 25.7.2020 (ημέρα Σάββατο), καθώς, όπως προκύπτει από τους επικαλούμενους και προσκομιζόμενους από τον ίδιο πίνακες των δρομολογίων του, τα ανωτέρω ημερήσια δρομολόγια του Ε/Γ – Ο/Γ  Φ άρχισαν να εκτελούνται από τις 30.7.2020. Περαιτέρω, εκτός του ανωτέρω κανονικού δρομολογίου του, το ίδιο πλοίο εκτελούσε και ημερήσια δρομολόγια στη γραμμή Ηράκλειο – Μήλος – Πειραιάς – Μήλος – Ηράκλειο. Τέτοια δρομολόγια πραγματοποίησε στις 30.7.2020 (ημέρα Πέμπτη), 2.8.2020 (ημέρα Κυριακή), 6.8.2020 (ημέρα Πέμπτη), 9.8.2020 (ημέρα Κυριακή), 13.8.2020 (ημέρα Πέμπτη), 16.8.2020 (ημέρα Κυριακή), 20.8.2020 (ημέρα Πέμπτη), 23.8.2020 (ημέρα Κυριακή), 27.8.2020 (ημέρα Πέμπτη), 30.8.2020 (ημέρα Κυριακή), 3.9.2020 (ημέρα Πέμπτη), 4.7.2021 (ημέρα Κυριακή), 8.7.2021 (ημέρα Πέμπτη), 11.7.2021 (ημέρα Κυριακή), 15.7.2021 (ημέρα Πέμπτη), 18.7.2021 (ημέρα Κυριακή), 22.7.2021 (ημέρα Πέμπτη), 25.7.2021 (ημέρα Κυριακή), 29.7.2021 (ημέρα Πέμπτη), 1.8.2021 (ημέρα Κυριακή), 5.8.2021 (ημέρα Πέμπτη), 8.8.2021 (ημέρα Κυριακή), 12.8.2021 (ημέρα Πέμπτη), 15.8.2021 (ημέρα Κυριακή), 19.8.2021 (ημέρα Πέμπτη), 22.8.2021 (ημέρα Κυριακή), 26.8.2021 (ημέρα Πέμπτη), 29.8.2021 (ημέρα Κυριακή) και 5.9.2021 (ημέρα Κυριακή). Κατά τα δρομολόγια αυτά το πλοίο αναχωρούσε από το Ηράκλειο ή από τον Πειραιά στις 11:00 με ενδιάμεσο προορισμό τη Μήλο, όπου κατέπλεε στις 15:00. Στη συνέχεια αναχωρούσε από εκεί για Πειραιά ή Ηράκλειο όπου κατέπλεε στις 18:45. Ακολούθως, το πλοίο αναχωρούσε και πάλι στις 22:00 από το Ηράκλειο ή τον Πειραιά για το αντίστροφο δρομολόγιο και στις 06:30 της επόμενης μέρας κατέπλεε στον Πειραιά ή στο Ηράκλειο αντίστοιχα. Από τους πίνακες των δρομολογίων του προκύπτει ότι η εκτέλεσή τους κατά το έτος 2021 άρχισε στις 30.7. Επομένως, το ίδιο πλοίο δεν πραγματοποίησε τέτοιους πλόες στις 18.6.2020 (ημέρα Πέμπτη), 21.6.2020 (ημέρα Κυριακή), 25.6.2020 (ημέρα Πέμπτη), 28.6.2020 (ημέρα Κυριακή) και 2.7.2020 (ημέρα Πέμπτη) και οι σχετικοί αντίθετοι ισχυρισμοί του ενάγοντος είναι αβάσιμοι. Εξάλλου, το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο Κ, κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολογήσεως σ’ αυτό του ενάγοντος, δηλαδή κατά την περίοδο από 3.3.2021 έως και 15.3.2021, εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς -Ηράκλειο – Σούδα με επιστροφή, με ώρα αναχώρησης από τον Πειραιά 21:30 και ώρα άφιξης στον ίδιο (αφετήριο) λιμένα στις 06:30 της μεθεπόμενης από την αναχώρησή του ημέρας. Τέλος, το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο ΚΝ, κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολογήσεως σ’ αυτό του ενάγοντος, δηλαδή κατά την περίοδο από 16.10.2020 έως και 1.11.2020, εκτελούσε καθημερινά το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο Κρήτης με αναχώρηση από την αφετηρία στις 21:00, άφιξη στο Ηράκλειο στις 06:30 της επομένης, αναχώρηση από εκεί αυθημερόν στις 21:00 και κατάπλου στον Πειραιά στις 06:30 της επομένης. Περαιτέρω, τα γενικά καθήκοντα των θαλαμηπόλων στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγό πλοία προβλέπονται από το ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (Φ.Ε.Κ. Α’ 158/4.10.1960), κατά τις διατάξεις των άρθρων 116 και 118 του οποίου οι θαλαμηπόλοι, οι οποίοι ανάλογα με την εκτελούμενη από αυτούς ειδική υπηρεσία, διακρίνονται σε θαλαμηπόλους ενδιαιτημάτων, εστιατορίων και κυλικείων, τελούν υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του αρχιθαλαμηπόλου της θέσεως στην οποία ανήκουν και βοηθούν αυτόν στην εκτέλεση των καθηκόντων του, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 117, στα ειδικότερα καθήκοντά τους περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η επιμέλεια της απόλυτης καθαριότητας, της καλής συντηρήσεως και της ευπρέπειας των ανατιθεμένων σε αυτούς ενδιαιτημάτων των θέσεων, η καταβολή ιδιαίτερης μέριμνας προς εξυπηρέτηση των επιβατών και η εκτέλεση φυλακών αναλόγως των προσεγγίσεων του εκτελούμενού δρομολογίου. Κατά την υπηρεσία του στα πλοία της εναγομένης ο ενάγων απασχολούταν με τον καθαρισμό των κοινόχρηστων χώρων εκάστου πλοίου και των κοιτωνίσκων των επιβατών, με την παραλαβή αυτών κατά την επιβίβασή τους και τη μεταφορά των αποσκευών τους στις καμπίνες τους, καθώς και με την παραλαβή των ασυνόδευτων δεμάτων. Πέραν αυτών, εργαζόταν στην τραπεζαρία εκάστου πλοίου, επιφορτισμένος με τη λήψη παραγγελιών και το σερβίρισμα των επιβατών, καθώς και με τον καθαρισμό της, μετά το κλείσιμό της. Το ωράριο εργασίας και η καθημερινή διάρκεια της απασχόλησης του ενάγοντος δεν ήταν επακριβώς καθορισμένα, δεδομένου του είδους της απασχόλησης και της ιδιαιτερότητας εξωγενών παραγόντων, συνδεόμενων προς τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου, της εξυπηρέτησης συγκεκριμένης γραμμής και της εκάστοτε κίνησής της, ανάλογα με τη χρονική περίοδο. Με βάση τα προεκτεθέντα, συνεκτιμώντας το είδος, τις συνθήκες και τα καθήκοντα της ειδικότητας του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, και ιδίως ενόψει: α) των επικρατουσών συνθηκών και περιστάσεων, κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί των ως άνω πλοίων, β) των χρονικών περιόδων, κατά τα οποία ήταν ναυτολογημένος σ’ αυτά και γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του, σε συνδυασμό και με δ) το γεγονός τόσο της συμβατικής πρόβλεψης μηνιαίας αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του όσο και της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή τέτοιας εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο και μικρότερη τη χειμερινή, αλλά και κατά το χρονικό διάστημα από 23.3.2020 έως 28.4.2020, εξαιτίας της μειωμένης επιβατικής κίνησης κατά την περίοδο αυτή, συνεπεία των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας covid – 19, όπως και ο ίδιος συνομολογεί στην αγωγή του, κρίνεται ότι ο ενάγων, για την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων του, κατέστη αναγκαίο, προς εξυπηρέτηση της λειτουργίας των ως άνω πλοίων, να εργαστεί υπερωριακά κατά μέσο όρο: i) κατά το χρονικό διάστημα από 23.3.2020 έως 28.4.2020, τις μεν καθημερινές και τις Κυριακές επί δύο (2) ώρες την ημέρα, τα δε Σάββατα και τις αργίες επί δέκα (10) ώρες την ημέρα, ii) κατά δε τα λοιπά χρονικά διαστήματα τις μεν καθημερινές και τις Κυριακές επί τέσσερις (4) ώρες την ημέρα, τα δε Σάββατα και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες την ημέρα. Ο αγωγικός ισχυρισμός περί απασχολήσεως του επί δεκατρείς (13), δεκαέξι (16) και ενίοτε δεκαεπτά (17) ώρες καθημερινώς, που επαναφέρεται με τον δεύτερο λόγο της Β΄ έφεσης, δεν κρίνεται, ενόψει των προεκτεθέντων, πειστικός για το πέραν των ως άνω ωρών καθημερινής απασχόλησης σκέλος του. Ομοίως και ο ισχυρισμός της εναγομένης, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της Α΄ έφεσής της, ότι ο ενάγων δεν απασχολείτο υπερωριακώς παρά μόνο επί δεκάωρο ημερησίως και ότι έχουν εξοφληθεί οι συναφείς απαιτήσεις του, κρίνεται ενόψει όλων των ανωτέρω ομοίως ουσιαστικά αβάσιμος.

ΙV. Σύμφωνα με το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με  την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες.  Ωστόσο, όροι ατομικής εργασιακής σύμβασης ευνοϊκότεροι για το μισθωτό, από εκείνους  της συλλογικής σύμβασης, είναι επικρατέστεροι.  Επομένως, αν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Αυτό μάλιστα  ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται στο ναυτικό, κατά τρόπο τακτικό και πάγιο, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπόμενου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το εν λόγω πρόσθετο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη,  ελεύθερα  ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Το εν λόγω  πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί όμως να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές στην περίπτωση,  κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις καταβαλλόμενες συμβατικές αποδοχές. Άλλως, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο συμφωνηθεί, ειδικά και ορισμένα, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον  συμψηφισμό του, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ο.π., ΑΠ 225/2002, ΕΕΔ 2003/1166 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 202/2021, ΜονΕφΠειρ. 464/2021, ΜονΕφΠειρ. 218/2020, ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, ΜονΕφΠειρ. 496/2015,  ΜονΕφΠειρ. 322/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326).

Εν προκειμένω, η εκκαλουμένη, κατά παραδοχή ως και ουσιαστικά βάσιμης σχετικής ένστασης συμψηφισμού της εναγόμενης, στο συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εκατόν είκοσι πέντε ευρώ και πέντε λεπτών (24.125,05 €), που έκρινε ότι δικαιούται συνολικά ο ενάγων ως αμοιβή της υπερωριακής του εργασίας, καταλόγισε α] ένδεκα χιλιάδες εκατόν σαράντα τέσσερα ευρώ και ενενήντα επτά λεπτά (11.144,97 €), που ο τελευταίος είχε λάβει κατά τις ναυτολογήσεις του ως συμβατικές υπερωρίες κατ’ εφαρμογή του όρου 4 στοιχ. β΄ των ατομικών του συμβάσεων και β] τρεις χιλιάδες εξακόσια σαράντα ευρώ και εβδομήντα λεπτά (3.640,70 €), που ο ίδιος είχε λάβει τμηματικά καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα ως «ποσοστά» επί των καθαρών πωλήσεων ειδών κυλικείου και εστιατορίου στα πλοία που απασχολήθηκε κατ’ εφαρμογή του όρου 4 στοιχ. γ΄ των ατομικών του συμβάσεων. Δέχθηκε, ειδικότερα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι, σύμφωνα με τα παραστατικά της πληρωμής της μισθοδοσίας του και υπό την ένδειξη «προμήθειες θαλαμηπόλων», ο ενάγων είχε λάβει το μεν έτος 2020, κατά τις ναυτολογήσεις του στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο Φ, εκατόν δώδεκα ευρώ και είκοσι λεπτά (112,20 €) το μήνα Φεβρουάριο, εκατόν δέκα ευρώ και πενήντα έξι λεπτά (110,56 €) το μήνα Μάρτιο, δεκαέξι ευρώ και ενενήντα έξι λεπτά (16,96 €) το μήνα Απρίλιο, ενενήντα οκτώ ευρώ και τριάντα ένα λεπτά (98,31 €) το μήνα Ιούνιο, εκατόν ογδόντα έξι ευρώ και ένδεκα λεπτά (186,11 €) το μήνα Ιούλιο, πεντακόσια εξήντα δύο ευρώ και είκοσι πέντε λεπτά (562,25 €) το μήνα Αύγουστο, εκατόν δεκατέσσερα ευρώ και τριάντα τέσσερα λεπτά (114,34 €) το μήνα Σεπτέμβριο, εβδομήντα τρία ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτά (73,28 €) το μήνα Δεκέμβριο και κατά τη ναυτολόγηση στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο ΚΝ εξήντα δύο ευρώ και πενήντα έξι λεπτά (62,56 €), το δε έτος 2021 κατά τις ναυτολογήσεις του στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο Φ, δεκαεπτά ευρώ και τριάντα εννέα λεπτά (17,39 €) το μήνα Ιανουάριο, πενήντα οκτώ ευρώ και πενήντα τρία λεπτά (58,53 €) το μήνα Μάρτιο, ογδόντα ευρώ και ένα λεπτό (80,01 €) το μήνα Απρίλιο, εκατόν τριάντα τρία ευρώ και εννέα λεπτά (133,09 €) το μήνα Μάιο, τριακόσια εβδομήντα ένα ευρώ και δεκαέξι λεπτά (371,16 €) το μήνα Ιούνιο, διακόσια εξήντα πέντε ευρώ και εβδομήντα τέσσερα λεπτά (265,74 €) το μήνα Ιούλιο, τετρακόσια δεκαεννέα ευρώ και πενήντα δύο λεπτά (419,52 €) το μήνα Αύγουστο, διακόσια έξι ευρώ και ογδόντα τέσσερα λεπτά (206,84 €) το μήνα Σεπτέμβριο, διακόσια τέσσερα ευρώ και ογδόντα τρία λεπτά (204,83 €) το μήνα Οκτώβριο, τριακόσια είκοσι δύο ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτά (322,72 €) το μήνα Νοέμβριο και εκατόν ογδόντα ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτά (180,76 €) το μήνα Δεκέμβριο. Τα ποσά αυτά, ακολούθως, θεώρησε υποκείμενα στον προταθέντα συμψηφισμό της εναγομένης και κατόπιν της προτάσεώς του τα καταλόγισε στην αξίωση του ενάγοντος για αμοιβή της υπερωριακής του εργασίας. Σύμφωνα δε με όσα προαναφέρθηκαν, η κρίση του υπήρξε ορθή, αφού ο σχετικός όρος στις επίδικες ατομικές συμβάσεις εργασίας επέτρεπε τον καταλογισμό των, υπέρτερων των νόμιμων αποδοχών του, καταβαλλόμενων στον ενάγοντα από την εργοδότριά του χρηματικών ποσών, την αιτία καταβολής των οποίων η συμφωνία προσδιόριζε κατά τρόπο ορισμένο και ειδικό. Την ίδια κρίση, όμως, του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πλήττει ο ενάγων με τον πρώτο λόγο της έφεσής του αιτιώμενος εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικότερα υποστηρίζει ότι τα επίμαχα χρηματικά ποσά δεν μπορούσαν να συμψηφιστούν με τις αξιώσεις του επειδή, αφενός, δεν στοιχειοθετούσαν την έννοια του «επιμίσθιου», αφού δεν καταβάλλονταν «τακτικώς και παγίως», καθώς διέφεραν καθ’ ύψος ανά μήνα και, αφετέρου, επειδή δεν καταβάλλονταν από την εργοδότρια αλλά από τρίτον και, συγκεκριμένα, από τους επιβάτες ως φιλοδωρήματα και από την εταιρία εστίασης, με την οποία είχε συνάψει σχετική συμφωνία το σωματείο των θαλαμηπόλων. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αόριστοι, αντιφατικοί και νομικά ανεπέρειστοι. Καταρχάς, δεν διευκρινίζεται ποια είναι η εταιρία που είχε αναλάβει την παροχή υπηρεσιών εστίασης στα πλοία της εναγομένης ούτε εξηγείται αν τελικά καταβαλόντες τα επίδικα χρηματικά ποσά είναι οι επιβάτες ή «η εταιρία εστίασης» ούτε αν επρόκειτο για «φιλοδωρήματα» για την παροχή των υπηρεσιών των θαλαμηπόλων στους επιβάτες ή για ποσοστά επί των πωλήσεων σ’ αυτούς ορισμένων προϊόντων επί του πλοίου. Επιπλέον, για τη συγκρότηση της έννοια του επιμίσθιου γενικά αρκεί η καταβολή σε τακτική και μόνιμη βάση ενός πρόσθετου χρηματικού ποσού στον εργαζόμενο και δεν απαιτείται αυτό να είναι του ιδίου ύψους ανά μήνα (ΜονΕφΠειρ. 463/2022, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο). Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι εν προκειμένω τα χρηματικά ποσά που η εργοδότρια εναγόμενη ανέλαβε τη συμβατική υποχρέωση να καταβάλλει σε μόνιμη βάση κάθε μήνα στον ενάγοντα προσδιορίστηκαν ως ποσοστά επί των καθαρών εισπράξεων από πωλήσεις διαφόρων καταναλωτικών ειδών, γεγονός που λογικώς αποκλείει την είσπραξη ενός σταθερού ποσού κάθε μήνα, αφού η βάση του υπολογισμού του (πωλήσεις προϊόντων) είναι εξ ορισμού ευμετάβλητη, εξαρτώμενη από περισσότερους αστάθμητους παράγοντες και, ιδίως, την εποχή του έτους και την επιβατική κίνηση, όπως άλλωστε αποτυπώνεται και στις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του ενάγοντος. Τέλος, πέραν της κατά τα ανωτέρω αοριστίας τους, τα όσα, περί αμοιβαιότητας των απαιτήσεων ως προϋπόθεσης του συμψηφισμού, επικαλείται ο εκκαλών προς θεμελίωση των ισχυρισμών του ότι ο συμψηφισμός εν προκειμένω ήταν ανεπίτρεπτος, επειδή η εναγόμενη ως οφειλέτρια της κύριας απαίτησης (διαφορές υπερωριακής αμοιβής), κατά της οποίας προτάθηκε ο συμψηφισμός, δεν ήταν συγχρόνως και ο δανειστής της ανταπαίτησης που προβλήθηκε σε συμψηφισμό, ισχύουν μόνον επί νόμιμου συμψηφισμού και δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση του επίμαχου, ο οποίος, ως απορρέων από ειδική, ορισμένη και έγκυρη συμφωνία των μερών, είναι συμβατικός και στο πλαίσιό του είναι καταρχήν δυνατός ο συμψηφισμός από τον οφειλέτη όχι μόνο δικών του απαιτήσεων αλλά και αλλότριων (Κ. Πολυζωγόπουλος, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, Κατ’ Άρθρο Ερμηνεία, τόμος ΙΙ, 1997, άρθρο 440, αρ. 16, σελ. 534). Επομένως, ο ερευνώμενος λόγος της Β΄ έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

V. Η απόρριψη του πρώτου λόγου της Α΄ έφεσης και του δεύτερου λόγου της Β΄ έφεσης συμπαρασύρει στο ίδιο αποτέλεσμα συνολικά τον δεύτερο της Α΄ και τον τρίτο λόγο της Β΄ έφεσης, με τους οποίους κάθε εκκαλών αιτιάται την εκκαλουμένη για, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, λανθασμένο υπολογισμό των εορταστικών επιδομάτων του ενάγοντος, επειδή προς τούτο, αντιστοίχως, είτε δεν λήφθηκαν υπόψη οι αυξημένες ώρες υπερωριακής απασχόλησής του, όπως εκτέθηκαν στην αγωγή είτε συνυπολογίστηκαν περισσότερες από τις πραγματικές ώρες υπερωρίας του. Και τούτο διότι η ουσιαστική έρευνά τους θα προϋπέθετε την παραδοχή των συναφών ισχυρισμών των διαδίκων, που όμως ήδη απορρίφθηκαν. Να σημειωθεί ότι οι αριθμητικοί υπολογισμοί της εκκαλουμένης, που οδήγησαν στην εξαγωγή του αποδεικτικού της πορίσματος δεν πλήττονται ως εσφαλμένοι.

VI. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 72, 75 εδαφ. δ΄ και 76 του Ν. 3816/1958 «Περί κυρώσεως Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α 32/28.2.1958), όπως ίσχυσαν από της εισαγωγής του ΚΊΝΔ, προέκυπτε ότι στο ναυτικό του οποίου, χωρίς να βαρύνεται με υπαιτιότητα, η σύμβαση εργασίας καταγγέλλεται από τον πλοίαρχο, οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις πάσης φύσεως πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του. Μειωμένη αποζημίωση, πάντως όχι κατώτερη του μισθού δεκαπέντε (15) ημερών, προέβλεπε και η διάταξη του άρθρου 77 ΚΙΝΔ, για την περίπτωση, μεταξύ άλλων και του, επί δεκαπενθήμερο τουλάχιστον χρονικό διάστημα, παροπλισμού του πλοίου, ο οποίος (παροπλισμός) έχει την έννοια της παραμονής του πλοίου αργού στο λιμένα είτε ελλείψει συμφέροντος ναύλου είτε προς διενέργεια επισκευών για τη διατήρηση ή ανανέωση της κλάσης του (ΕφΠειρ. 346/2011, ΕΝαυτΔ 2011/271, ΕφΠειρ. 440/2006, ΕΝαυτΔ 2006/367, ΕφΠειρ. 929/2001, ΕΝαυτΔ 2001/15, ΕφΠειρ. 1252/1997, ΕΝαυτΔ 1997/461, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 77, σελ. 389, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 359, ο ίδιος, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 1982, άρθρο 77, σελ. 268). Στις περιπτώσεις παροπλισμού του πλοίου έχει γίνει νομολογιακώς δεκτό ότι υπάγεται και η υποβολή του σε ετήσια επιθεώρηση διενεργούμενη προς ανανέωση των πιστοποιητικών της αξιοπλοΐας του και η για την αιτία αυτή διακοπή των πλόων του (ΜονΕφΠειρ. 429/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 440/2006, ΕΝαυτΔ 2006/367). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών η παύση (οριστική ή προσωρινή) των δρομολογίων του πλοίου και εντεύθεν η ακινητοποίησή του συνιστούσε ανυπαίτιο για το ναυτικό λόγο καταγγελίας της σύμβασής του, εφόσον αυτή δεν είχε συμφωνηθεί κατά πλου ή για ορισμένο αριθμό ταξιδιών, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η παραπάνω αποζημίωση. Με τη διάταξη του άρθρου 174 § 3 του μεταγενέστερου Ν.Δ. 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), που αναφέρεται στην επιτρεπτή διακοπή [μεταξύ άλλων και] των τακτικών δρομολογίων του πλοίου, εκείνων δηλαδή που έχουν εγκριθεί με διοικητική πράξη για ορισμένη χρονική περίοδο, ορίστηκε ότι δεν δικαιούνται της κατά τα άρθρα 75 και 76 ΚΙΝΔ αποζημιώσεως οι ναυτικοί που απολύονται λόγω διακοπής των δρομολογίων αυτών, εφόσον ναυτολογηθούν στο ίδιο πλοίο ή δεν αποδεχθούν την προσφερόμενη από τον εργοδότη επαναναυτολόγησή τους υπό τους αυτούς όπως και προηγουμένως όρους εντός ορισμένης προθεσμίας από της απολύσεώς τους. Κατά την έννοιά της η διάταξη αφορά μόνο στις περιπτώσεις διακοπής των εγκεκριμένων δρομολογίων, δηλαδή της προσωρινής παύσης εκτελέσεώς τους μολονότι υφίσταται δυνατότητα επαναλήψεώς τους. Η δε νομοθετική αποστέρηση του δικαιώματος της αποζημιώσεως των άρθρων 75 και 76 ΚΙΝΔ αλλά για την ταυτότητα του νομικού λόγου και της διατάξεως του άρθρου 77 του ιδίου Κώδικα, όταν ο παροπλισμός του πλοίου οφείλεται στην υποβολή του σε ετήσια επιθεώρηση, θεμελιώθηκε στην αντίληψη ότι στις προβλεπόμενες από το άρθρο 173 ΚΔΝΔ περιπτώσεις διακοπής των τακτικών δρομολογίων και, συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις της ετήσιας επιθεώρησης του πλοίου για χρονικό διάστημα μέχρι εξήντα [60] ημερών, δυνάμενο υπό τους νόμιμους όρους να παραταθεί επί τριάντα [30] ακόμη ημέρες, της ανάγκης αποκατάστασης ζημίας ή βλάβης και της συνδρομής εξαιρετικών αναγκών ή ανώτερης βίας ή άλλης σοβαρής αιτίας, όπως οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες, η απόλυση του ναυτικού δεν πρέπει να αποδοθεί σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αφού η μεν υποβολή του πλοίου σε ετήσια επιθεώρηση αποτελεί νόμιμη υποχρέωσή του, οι δε λοιπές περιστάσεις που επιβάλλουν τη διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων του πλοίου δεν προκαλούνται από τον ίδιο ούτε ανάγονται στη σφαίρα ευθύνης του. Για το λόγο αυτό ορίστηκε ότι ο εργοδότης (πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής) ενέχεται σε αποζημίωση του απολυόμενου για τις αιτίες αυτές ναυτικού μόνον εφόσον δεν τον επαναπροσλάβει εντός σαράντα [40] ημερών από την απόλυσή του συνεπεία είτε της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του είτε της επελεύσεως των λοιπών γεγονότων, αν και μετά την πάροδο του προσωρινού κωλύματος ναυσιπλοΐας, το πλοίο δύναται να επαναλάβει τα δρομολόγιά του, σύμφωνα με την εγκριτική αυτών διοικητική πράξη. Αν η διάταξη αυτή δεν είχε θεσπιστεί, θα παραγόταν υποχρέωση του εργοδότη να αποζημιώσει τον απολυόμενο ναυτικό κατά τα άρθρα 75 εδαφ. δ΄ και 77 ΚΙΝΔ σε κάθε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο λόγω παύσης των δρομολογίων του πλοίου, εγκεκριμένων ή μη, οριστικής ή ακόμα και προσωρινής, διαρκούσας βέβαια, στη δεύτερη περίπτωση, δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες. Αντιθέτως, με την εν λόγω διάταξη του ΚΔΝΔ ο απολυόμενος ναυτικός αποκτά δικαίωμα αποζημιώσεως μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου από την απόλυσή του και με τη συνδρομή μιας αρνητικής προϋποθέσεως, της μη επαναπρόσληψής του μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας και, επιπλέον, εφόσον τα δρομολόγια που εκτελούσε πριν την απόλυσή του ήταν διοικητικώς εγκεκριμένα. Ειδικώς επί επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων οι ΣΣΝΕ που συνάπτονται για να καθορίσουν τους όρους εργασίας και αμοιβής των πληρωμάτων τους περιλαμβάνουν παγίως, από το έτος 1993 τουλάχιστον, διάταξη (άρθρο 27) ορίζουσα ότι «Σε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιονδήποτε λόγο, πέραν των εξήκοντα [60] ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών». Ο όρος «διακοπή των πλόων», του οποίου γίνεται χρήση στη διάταξη αυτή, έχει την ίδια έννοια με τον όρο «διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων» του άρθρου 174 ΚΔΝΔ και σημαίνει την προσωρινή παύση των δρομολογίων που έχουν εγκριθεί για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο λόγος της διακοπής τους που προβλέπεται στο άρθρο 173 ΚΔΝΔ, θα μπορούσαν να συνεχιστούν μέχρι του πέρατος ισχύος της εγκριτικής τους πράξης. Η ίδια διάταξη είναι ευμενέστερη τόσο για τους ναυτικούς, που δικαιούνται αποζημιώσεως αν δεν επαναπροσληφθούν σε πλοίο που συνεχίζει τους πλόες του μετά τη διακοπή τους, ανεξαρτήτως αν η αιτία της διακοπής αυτής περιλαμβάνεται η όχι στην περιοριστική απαρίθμηση του άρθρου 173 ΚΔΝΔ, όσο και για τους εργοδότες, αφού παρατείνει το χρόνο υποχρεωτικής (και άνευ δικαιώματος αποζημιώσεως) αναμονής των ναυτικών για την επαναπρόσληψή τους στις εξήντα [60] ημέρες, λαμβάνοντας υπόψη την ισόχρονη ανοχή του νόμου για τη διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων στην, συνηθέστερη στην πράξη, περίπτωση της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του, που, όπως εκτέθηκε, συνιστά παροπλισμό του κατά την έννοια του άρθρου 77 ΚΙΝΔ. Από την άποψη αυτή η ίδια διάταξη (του άρθρου 27 της και εδώ εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ) είναι πράγματι ειδική και ως νεότερη κατισχύει του ΚΔΝΔ (ΑΠ 887/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αλλά και του ΚΙΝΔ, υπό την έννοια ότι αν ο ναυτικός απολυθεί από την εργασία του σε επιβατηγό – ακτοπλοϊκό σκάφος λόγω διακοπής των πλόων αυτού εξαιτίας της ετήσιας επιθεώρησης η απόλυσή του θεωρείται «προσωρινή» και μόνον αν δεν επαναναυτολογηθεί μέσα σε προθεσμία εξήντα [60] ημερών από την προσωρινή αυτή απόλυσή του, η ανυπαίτια και χωρίς τη θέλησή του λύση της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας θεωρείται «οριστική», χωρίς να ενδιαφέρει αν επαναπροσληφθεί ή όχι, με αποτέλεσμα να του οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών (ΜονΕφΠειρ. 445/2021, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΜονΕφΠειρ. 464/2021, ΜονΕφΠειρ. 138/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 755/2019, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΕφΠειρ. 329/2003, ΔΕΕ 2004/82). Η αποζημίωση αυτή υπολογίζεται με βάση τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές που καταβλήθηκαν στο ναυτικό κατά τον τελευταίο πριν την απόλυσή του μήνα.

Εν προκειμένω, ο ενάγων με την αγωγή του υποστήριξε ότι στις 7.1.2021 ο πλοίαρχος του Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου Φ κατήγγειλε τη σύμβασή του λόγω διακοπής των δρομολογίων του πλοίου, οφειλόμενης, όπως διευκρίνισε με τις πρωτόδικες προτάσεις του, στην ανάγκη διενέργειας επισκευών επικειμένης της υποβολής του στην ετήσια επιθεώρηση και, επικαλούμενος τις διατάξεις των άρθρων 72, 75 και 76 ΚΙΝΔ,  αιτήθηκε αποζημίωση ανερχόμενη στις αποδοχές του δεκαπέντε [15] ημερών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο ενάγων επαναναυτολογήθηκε στο ίδιο πλοίο την 1η.3.2021 και χωρίς να ερευνήσει την αιτία της διακοπής των πλόων του θεώρησε εφαρμοστέα τη διάταξη του άρθρου 27 της ως άνω ΣΣΝΕ, που απέκλειε, ως ειδικότερη και νεότερη, την εφαρμογή των διατάξεων του ΚΙΝΔ που επικαλέστηκε ο ενάγων και απέρριψε μετά ταύτα ως αβάσιμο το αποζημιωτικό αίτημά του. Έτσι που έκρινε ορθώς κατά τα προαναφερθέντα το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο εκκαλών της Β΄ έφεσης με τον πέμπτο λόγο αυτής είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

VII. Με τον έσχατο λόγο εκάστης εφέσεως και, συγκεκριμένα, με τον τρίτο λόγο της Α΄ και τον τέταρτο της Β΄ έφεσης πλήττεται η εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιό της, με το οποίο έγινε εν μέρει δεκτό το περί καταβολής στον ενάγοντα πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές του πλοίου Φ αίτημα της αγωγής και, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των §§ 5 και 7 περ. α΄ του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ,  επιδικάστηκαν σ’ αυτόν (εν μέρει καταψηφιστικώς και εν μέρει αναγνωριστικώς) χρηματικά ποσά α] χιλίων τριακοσίων τριάντα ενός ευρώ και ογδόντα λεπτών (1.331,80 €) για τη συμμετοχή του σε δέκα [10] εξπρές δρομολόγια του πλοίου που πραγματοποιήθηκαν κατά τη χρονική περίοδο από 30.7.2020 έως 3.9.2020 και χίλια εξακόσια έξι ευρώ και τριάντα τρία λεπτά (1.606,33 €) για τη συμμετοχή του σε δεκαέξι [16] εξπρές δρομολόγια που εκτελέστηκαν κατά τη χρονική περίοδο από 4.7.2021 έως και 5.9.2021, τα οποία προσδιορίστηκαν με βάση το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του, που καθορίστηκαν σε τρεις χιλιάδες εννιακόσια πενήντα πέντε ευρώ και πενήντα ένα λεπτά (3.955,51 €) για το έτος 2020 και σε τέσσερις χιλιάδες δεκατέσσερα ευρώ και ένα λεπτό (4.014,01 €) για το έτος 2021. Ενόψει του ότι με την εκκαλουμένη επιδικάστηκε στον ενάγοντα το σύνολο του αντιστοίχου κονδυλίου της αγωγής του (1.606,33 €) για το έτος 2021, ο ερευνώμενος λόγος της Β΄ έφεσης κατά το σκέλος του αυτό κρίνεται απαράδεκτος, αφού προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον. Κατά δε το έτερο σκέλος του που αφορά την πρόσθετη αμοιβή που του επιδικάστηκε για το έτος 2020, ο ίδιος λόγος, με τον οποίο αποδίδεται στην εκκαλουμένη σφάλμα επειδή κατά τον προσδιορισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του δεν συνυπολογίστηκε ο μέσος όρος της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του κατά το ίδιο έτος, όπως αυτός τον είχε υπολογίσει με την αγωγή του, επί τη βάσει των (αυξημένων) ωρών της υπερωριακής απασχόλησης που εκεί επικαλέστηκε, αποβαίνει πλέον αβάσιμος μετά την απόρριψη του δεύτερου λόγου της έφεσής του, με τον οποίο επαναφέρθηκαν οι συναφείς αγωγικοί ισχυρισμοί του. Απορριπτέοι τυγχάνουν, ως απαραδέκτως προβαλλόμενοι και όλοι οι ισχυρισμοί που διατυπώνει το πρώτον με τις προτάσεις του, με τους οποίους αμφισβητεί την ισχύ στην περίπτωσή του των διατάξεων που το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εφάρμοσε για να κρίνει το εν λόγω κεφάλαιο της αγωγής του. Με τη δική της έφεση η εναγόμενη υποστηρίζει ότι τα ποσά που επιδικάστηκαν για την αιτία αυτή στον αντίδικό της «δεν ανταποκρίνονται στα πραγματικά δρομολόγια που εκτέλεσε το πλοίο», καθόσον αυτό «στην πραγματικότητα εκτέλεσε 18 ημερήσια δρομολόγια το 2020 και 9 ημερήσια δρομολόγια το 2021», αφού δεν εκτέλεσε τους ειδικότερα αναφερόμενους στο εφετήριό της πλόες από τον Πειραιά προς το Ηράκλειο ή από το Ηράκλειο προς τον Πειραιά με ή χωρίς ενδιάμεση προσέγγιση στη Μήλο κατά τα έτη 2020 και 2021. Οι ισχυρισμοί της είναι εν μέρει απαράδεκτοι, επειδή στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθώς αφορούν αριθμό κατ’ έτος δρομολογίων που δεν αντιστοιχούν στις παραδοχές της εκκαλουμένης και στο σύνολό τους αβάσιμοι, επειδή δεν επιβεβαιώνονται από κανένα αποδεικτικό μέσο. Επομένως, οι ερευνώμενοι λόγοι των ενδίκων εφέσεων πρέπει να απορριφθούν.

VIII. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων και επειδή ουδείς λόγος τους ευδοκίμησε, πρέπει να απορριφθούν αμφότερες οι ένδικες εφέσεις ως αβάσιμες. Κατόπιν αυτού παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του υποβληθέντος με το δικόγραφο της Α΄ έφεσης στο Δικαστήριο τούτο αιτήματος της εκκαλούσας – εναγομένης για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού, ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, πλέον τόκων, το οποίο θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει το καταβληθέν. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων λόγω της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις

Δέχεται αυτές τυπικώς και τις απορρίπτει κατ’ ουσίαν.

Απορρίπτει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων.

Συμψηφίζει ολικώς μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά τους έξοδα.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Απριλίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ