Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 174/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   174/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας: …………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Νικόλαο Αλεξόπουλο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,

Της εφεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “………..» και τον διακριτικό τίτλο «……….», η οποία εδρεύει στην Αθήνα επί της …………, με ΑΦΜ ………, ως νομίμως εκπροσωπείται, αδειοδοτηθείσας νομίμως σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 326/2/2019 απόφαση της ΕΠΑΘ της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β’ 3533/20-9-2019) και λειτουργούσας εν προκειμένω ως διαχειρίστρια, δυνάμει της από 23.2.2020 σύμβασης, των απαιτήσεων της εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “……….” (………..»), η οποία εδρεύει στο …….. της Ιρλανδίας (με αρ. μητρώου ……. και δ/νση . ………..), νομίμως εκπροσωπούμενης (η ως άνω από 23-12-2020 σύμβαση νομίμως δημοσιεύθηκε σε περίληψη με αρ. πρωτ. ………/24-12-2020 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στον τόμο ……. με αριθμό ………) και η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «……….», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού ………., με ΑΦΜ …….. και εκπροσωπείται νόμιμα δυνάμει μεταβίβασης σε αυτήν από την τελευταία απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν,. 3156/2003 και η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιχαήλ Καλομοίρη [ΘΑΝΟΣ ΒΑΣΙΛΑΚΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ].

Η νυν εκκαλούσα άσκησε κατά της νυν εφεσίβλητης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 8.2.2023 (με Γ.Α.Κ. ../2023 και Ε.Α.Κ. …./2023) ανακοπή της, επί της οποίας αφού δικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η 3018/2023 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), που απέρριψε αυτή.

Η ανακόπτουσα προσέβαλε την ανωτέρω οριστική απόφαση με την από 18-9-2023 έφεσή της, την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις 18.9.2023 με Γ.Α.Κ. …/20232 και Ε.Α.Κ. …/2023. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε αυθημερόν στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2023 και Ε.Α.Κ. …../2023 και δικάσιμος ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο. Στο ίδιο δικόγραφο η εκκαλούσα σώρευσε αίτηση αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης και αίτημα χορήγησης σημειώματος- προσωρινής διαταγής.

Κατά την παραπάνω δικάσιμο η έφεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις προτάσεις που προκατέθεσε, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης αφού έλαβε τον λόγο από τον Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 18.9.2023 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2023 και Ε.Α.Κ. …/2023 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2023 και Ε.Α.Κ. …./2023) έφεση της ηττηθείσας πρωτοδίκως ……….. κατά της ανώνυμης εταιρείας “………….», ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού με έδρα το …. Ιρλανδίας «…………..» προς εξαφάνιση της 3018/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε την από 8.2.2023 (με Γ.Α.Κ. …/2023 και Ε.Α.Κ. …/2023) ανακοπή της εκκαλούσας κατά της εφεσίβλητης και κατά α) της υπ’ αριθ. ……./2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών . ….., β) του υπ’ αριθ. …./2023 αποσπάσματος της ως άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, γ) της από 18.1.2023 επιταγής προς πληρωμή της επισπεύδουσας καθ’ης και δ) του προσδιορισθέντος για την 29.9.2023 πλειστηριασμού ενώπιον της Συμβ/φου Πειραιώς …….., έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 στις 18.9.2023 κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ, καθώς δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, πλην όμως η έφεση ασκήθηκε σε μόλις πέντε ημέρες από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, η έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 περ.1 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου για να δικαστεί με την ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών ως πρωτοδίκως κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό του ένδικου μέσου έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα κατ’ άρθρο 495 παρ.3Α στοιχ.β’ του ΚΠολΔ το με κωδικό ………. e- Παράβολο του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφα του e- Παράβολου και της από 18.9.2023 βεβαίωσης της ………. περί εξόφλησης αυτού). Με την παραπάνω έφεση παραδεκτά σωρεύεται στο ίδιο δικόγραφο και συνεκδικάζεται κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ με επίκληση επικείμενου κινδύνου πρόκλησης ανεπανόρθωτης βλάβης, αίτηση αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται με τις προσβαλλόμενες πράξεις, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας εφέσεως και χωρίς εγγύηση, άλλως έως την κοινοποίηση προς την εκκαλούσα της απόφασης μη υποβολής πρότασης συμφωνίας αναδιάρθρωσης επί της με αριθμό 230846 αίτησής της, που έχει υποβάλει ηλεκτρονικά σύμφωνα με το άρθρο 8 του ν. 4728/2020 στην Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Χρέους (Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.) ή με την καθ’ οιονδήποτε τρόπο απόρριψη της αίτησης αυτής. Σημειωτέον ότι από τις 22.9.2023 έχει γίνει δεκτή η σωρευθείσα από την εκκαλούσα στο ίδιο δικόγραφο αίτηση προσωρινής διαταγής προς τον Δικαστή του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά και έχει ανασταλεί προσωρινά η αρξαμένη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο επί της υπό κρίση εφέσεως.

Στην ένδικη ανακοπή της η ανακόπτουσα (ήδη εκκαλούσα) διελάμβανε ότι δυνάμει του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. ………/2017 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατόπιν της από 18.1.2023 επιταγής προς πληρωμή και δυνάμει της υπ’ αριθ. ………./2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας και του υπ’ αριθ. ………../2023 αποσπάσματος της έκθεσης αυτής του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……….. εκτίθετο σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό με ηλεκτρονικά μέσα στις 29.9.2023 ενώπιον της Συμβ/φου Αθηνών …….., η πρώτη κατοικία της, διαμέρισμα (μαιζονέτα) του Ε’ και ΣΤ’ υπέρ το ισόγειο ορόφων συνολικής επιφάνειας 75,77 τ.μ., με αποκλειστική χρήση τμήματος δώματος, μαζί με την υπό στοιχεία Ρ-3 θέση στάθμευσης αυτοκινήτου στο υπόγειο και την υπ’ αριθ. (4) αποθήκη του υπογείου επιφάνειας 5,65 τ.μ. σε πολυκατοικία επί των οδών ………….στη θέση ….. της Δημοτικής Ενότητας Κορυδαλλού για ικανοποίηση απαίτησης ποσού 200.000 ευρώ της αντιδίκου της, κατόπιν καταγγελίας στεγαστικού δανείου που είχε καταρτίσει η ανακόπτουσα με την «……………». Για τους λόγους που εξέθεσε στο δικόγραφό της, η ανακόπτουσα ζήτησε την ακύρωση των ως άνω προσβαλλόμενων πράξεων εκτέλεσης. Ήδη κατόπιν απόρριψης όλων των λόγων της ανακοπής με την εκκαλούμενη απόφαση, η ανακόπτουσα ως εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί να εξαφανιστεί η παραπάνω απόφαση, προκειμένου να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ανακοπή της και να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε πρωτοδίκως ως μη νόμιμος ο πρώτος λόγος της ανακοπής της σύμφωνα με τον οποίο ακύρως επισπεύδεται η ένδικη αναγκαστική εκτέλεση, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της καθ’ης (εφεσίβλητης) κατά την αίτηση- έκδοση της διαταγής πληρωμής, αφού η τελευταία ενήργησε ως «διαχειρίστρια» της ένδικης απαίτησης της ειδικής διαδόχου της αρχικής δικαιούχου της απαίτησης τράπεζας, κατόπιν μεταβίβασης της απαίτησης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων κατά το ν. 3156/2003, πλην όμως στην πραγματικότητα η καθ’ης δεν είχε εξουσία να πράξει αυτό, αφού, σε αντίθεση με το ν. 4354/2015, ο ν. 3156/2003 δεν προσδίδει στον διαχειριστή απαίτησης, που μεταβιβάστηκε προς τιτλοποίηση, την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, άρα ούτε και τη νομιμοποίηση προς άσκηση πράξεων όπως η έκδοση διαταγής πληρωμής και η σύνταξη και επίδοση επιταγής προς εκτέλεση κάτωθι αυτής. Ότι οι διατάξεις του ν. 4354/2015 που προβλέπουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση (ως μη δικαιούχων διαδίκων) των εταιρειών διαχείρισης δανείων δεν εφαρμόζονται επί των εταιρειών διαχείρισης του ν. 3156/2003, αφού πρόκειται για διαφορετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, που εξακολουθούν να ισχύουν παράλληλα για τις μεταβιβασθείσες απαιτήσεις που γίνονται κατά τους  όρους και τη διαδικασία καθενός νόμου, ενώ ακριβώς για να μην υπάρχει σύγχυση για τις εφαρμοζόμενες σε κάθε περίπτωση νομοθετικές ρυθμίσεις, ρητά ορίστηκε στο άρθρο 1 παρ.1 περ.δ’ του ν. 4354/2015 ότι οι διατάξεις του τελευταίου δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3156/2003. Ότι εν προκειμένω η καθ’ ης εταιρεία, στην οποία η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού (απόκτησης με τιτλοποίηση απαιτήσεων) του ν. 3156/2003 ανέθεσε τη διαχείριση των αποκτώμενων απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων και της επίδικης, δεν έχει οριστεί εκ του νόμου μη δικαιούχος, κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενος, διάδικος και επομένως δεν νομιμοποιείται να ενεργεί τις ένδικες πράξεις για λογαριασμό της εντολέως της, που γι’ αυτό τον λόγο τυγχάνουν άκυρες.

Επί του λόγου αυτού ανακοπής λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του ν. 3156/2003 “Ομολογιακά δάνεια, Τιτλοποίηση απαιτήσεων από ακίνητα κλπ”, για τους σκοπούς του νόμου αυτού, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως “ιδιωτική τοποθέτηση” θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. “Μεταβιβάζων”, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και “αποκτών” μόνο νομικό πρόσωπο – ανώνυμη εταιρία – με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρία Ειδικού Σκοπού, σύμφωνα με την ορολογία που έχει επικρατήσει διεθνώς). Η εταιρία καταβάλλει το τίμημα και “τιτλοποιεί” τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα, “ομολογίες”, ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 € η κάθε μία (βλ. παρ. 5 του άρθρου αυτού). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πωλήσεως) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρίας προς μια άλλη εταιρία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου, το οποίο η λήπτρια εταιρία εκδίδει για το σκοπό αυτό και το διαθέτει σε τρίτους (επενδυτές) και στη συνέχεια με το αντίτιμο των ομολόγων εξοφλεί το τίμημα της αγοράς. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (παρ. 6). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (παρ. 8). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης και η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (παρ. 9). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παρ. 1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/30-10-2003 – ΦΕΚ Β` 1688/2003 υπουργική απόφαση και ήδη με την 20783/09-11-2020 – ΦΕΚ Β` 4944/09-11-2020 – απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε, έως την ίδρυση τους με π.δ/γμα, ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Συνοπτικώς, τα στοιχεία που περιέχονται στο άνω έντυπο με την προκαθορισμένη μορφή είναι: α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, β) οι όροι της σύμβασης (λ.χ. νόμισμα και ποσό του τιμήματος της αγοράς), γ) ο τύπος των επιχειρηματικών απαιτήσεων, δ) το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ε) τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις. Περαιτέρω, ο ως άνω νόμος προβλέπει ότι επί μιας τέτοιας μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων από Τράπεζα σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού είναι δυνατό να ανατεθεί, με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως και σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (παρ. 16), η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες, σύμφωνα με το σκοπό του, στον Ευρωπαϊκό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού (απόκτησης) δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον διαχειριστή (παρ. 14). Εξάλλου, με τον ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κλπ”, εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα οι “εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις” (ΕΑΑΔΠ) και οι “εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις” (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δύο νέα συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς, ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενό τους, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 3 του άνω Ν. 4354/2015. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 β του Ν. 4354/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4643/2019, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια, που έχουν χορηγήσει ή χορηγούν πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, όπως και απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, πλην της περίπτωσης δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014, μπορεί να λάβει χώρα μόνο λόγω πώλησης, δυνάμει σχετικής έγγραφης συμφωνίας, σύμφωνα και με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 3, προς τους κατωτέρω, ως προς μεν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά, ως προς δε τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δυνητικά, ήτοι: αα) Ανώνυμες εταιρίες που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, εδρεύουν στην Ελλάδα και καταχωρίζονται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ), ββ) Εταιρίες που έχουν έδρα στον Ευρωπαϊκό Χώρο, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γγ) Εταιρίες που έχουν έδρα σε τρίτες χώρες, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη διατάξεων της ενωσιακής νομοθεσίας, οι οποίες έχουν διακριτική ευχέρεια να εγκαθίστανται στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, υπό την προϋπόθεση ότι η έδρα τους δεν βρίσκεται σε κράτος που έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς ή σε μη συνεργάσιμο κράτος. Συνεπώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 4354/2015, στη σύμβαση μεταβίβασης (πώλησης) απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια που έχουν χορηγήσει πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να είναι, ως πωλητές μόνον πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα και ως αγοραστές μόνον ΕΑΑΔΠ (Εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 α του ως άνω Ν. 4354/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 4643/2019, η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, καθώς και των απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, εκτός των αναφερόμενων στην περίπτωση δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014, ανατίθεται στους κατωτέρω, ως προς μεν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά, ως προς δε τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δυνητικά: ήτοι, αα) σε ανώνυμες εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, υπό την επιφύλαξη της παρ. 20, που εδρεύουν στην Ελλάδα και ββ) σε εταιρίες που εδρεύουν σε κράτος – μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, με την προϋπόθεση ότι έχουν εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, με σκοπό τη διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων της Οδηγίας 2013/36 (EEL 176/338/27-6-2013), καθώς και της Οδηγίας 2004/39 (EEL 145/2004) και της περίπτωσης δ` της παρούσας παραγράφου. Δηλαδή, στη σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις δύνανται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ή ΕΑΑΔΠ (Εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) και αφετέρου ΕΔΑΔΠ (Εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις). Εξάλλου, οι ΕΔΑΔΠ (Εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) είναι ανώνυμες εταιρίες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα, λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εποπτεύονται, για τη συμμόρφωσή τους προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου από την Τράπεζα της Ελλάδος (άρθρο 1 παρ. 1 περ. α`, όπως το δεύτερο εδάφιο της περ. α` αντικαταστάθηκε με το άρθρο 69 παρ. 1 του Ν. 4549/2018). Αντικείμενο της δραστηριότητάς τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα (καθώς και απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας) (άρθρο 1 παρ. α`), οι οποίες (απαιτήσεις) μπορεί να είναι είτε καθυστερούμενες είτε ενήμερες. Περαιτέρω, το άρθρο 2 παρ. 1 – 3 του ν. 4354/2015, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 70 του Ν. 4389/2016, προβλέπει ότι στις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (περίπτωση δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014). Η παραπάνω ρύθμιση εισάγει διττό περιορισμό ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της, καθόσον, αφενός μεν εξουσιοδοτών (αναθέτων την διαχείριση) μπορεί να είναι μόνον πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΑΑΔΠ (Εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις), αφετέρου δε διαχειριστής μπορεί να είναι μόνον ΕΔΑΔΠ (Εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) που έχει λάβει ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος (1 παρ. 1 α` Ν. 4354/2015). Επίσης, η πώληση και μεταβίβαση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ρυθμίζεται στο άρθρο 3 του Ν. 4354/2015, και μπορεί να γίνει μόνον προς αδειοδοτημένη ΕΑΑΔΠ (Εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) (ή ανάλογη αλλοδαπή εταιρεία που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 παρ. 1 β` περιπτ. ββ και γγ Ν.4354/2015) και διέπονται (όπως και στις περιπτώσεις της μεταβίβασης απαιτήσεων με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση απαιτήσεων), η μεν πώληση από τις διατάξεις του άρθρου 513 επομ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επομ. ΑΚ (άρθρο 3 παρ. 1). Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 4354/2015, η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων προς τις Ε.Δ.Α.Δ.Π (Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις) υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο Ν. 4354/2015) και περιλαμβάνει, κατ` ελάχιστο περιεχόμενο, τα ακόλουθα: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871 – 872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ` αριθμ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ` εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013 και (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης. Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ του ν. 4354/2015, η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή, μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων, που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος, τα δε δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες, λόγω πώλησης, απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης. Αμφότεροι οι ως άνω νόμοι 3156/2003 και 4354/2015 έχουν παραπλήσιο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής, καθώς και οι δύο καθορίζουν τις προϋποθέσεις για την μεταβίβαση – πώληση των απαιτήσεων (ειδικά δε στην περίπτωση του Ν. 4354/2015 των τραπεζικών) από τους φορείς τους προς τρίτους, με τη διαφοροποίηση ότι στην περίπτωση του Ν. 3156/2003, μετά την πώληση ακολουθεί το στάδιο τη έκδοσης ομολογιών (της τιτλοποίησης) και ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη των απαιτήσεων αυτών από εταιρείες διαχείρισης, ωστόσο ο Ν. 4354/2015 περιέχει πληρέστερο ρυθμιστικό πλαίσιο για το καθεστώς λειτουργίας των εταιρειών διαχείρισης, τόσο στο πεδίο του ουσιαστικού, όσο και στο πεδίο του δικονομικού δικαίου. Όπως προεκτέθηκε, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση σύμφωνα με το ν. 3156/2003, στο άρθρο 10 παρ. 14 αυτού ορίζεται ότι η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των τιτλοποιημένων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται συμβατικά σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, στον ίδιο τον μεταβιβάζοντα ή σε τρίτο – εγγυητή με τις προϋποθέσεις που ειδικότερα ορίζονται σ` αυτή. Με τη διάταξη αυτή δεν παρέχεται ρητά στην εταιρεία διαχείρισης, η οποία, συμβαλλόμενη με την εταιρεία απόκτησης, αποκτά κατά το ουσιαστικό δίκαιο την εξουσία είσπραξης αλλότριας απαίτησης (ήτοι απαίτησης της εταιρείας απόκτησης), και η δικονομική εξουσία να εγείρει αγωγή και κάθε άλλο ένδικο βοήθημα για την είσπραξή της, με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά της, όπως ρητά προβλέπεται τούτο για τις εταιρείες διαχείρισης στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015, δυνάμει της οποίας ο νομοθέτης εξόπλισε τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, στις οποίες ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων, με βάση το νόμο αυτό, και με τη δικονομική εξουσία να ενεργούν, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, στο όνομά τους, το σύνολο των αναγκαίων δικαστικών, αλλά και εξώδικων ενεργειών, προς είσπραξη των υπό την διαχείρισή τους απαιτήσεων. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 εξαιρετική νομιμοποίηση της εταιρείας διαχείρισης ως μη δικαιούχου διαδίκου, διευκολύνει τις εταιρείες απόκτησης, οι οποίες συνήθως έχουν έδρα στην αλλοδαπή, καθώς απαλλάσσονται από το βάρος της διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών και της επιμέλειας της δικαστικής επιδίωξής τους, αφού αυτή ασκείται αποκλειστικά από τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων (άρθρο 1 στοιχ. γ` Ν. 4354/2015), χωρίς να βλάπτει τα ουσιαστικά δικαιώματα των δανειοληπτών – καταναλωτών, οι οποίοι ασκούν τα δικαιώματά τους ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων κατά εταιρειών, οι οποίες έχουν λάβει ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος, που έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και οι οποίες εδρεύουν στην Ελλάδα και λειτουργούν εντός ενός συγκεκριμένου αυστηρού νομικού καθεστώτος εποπτευόμενες από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ενόψει αυτών είναι ερευνητέο, αν οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων του Ν. 4354/2015 απολαμβάνουν την προβλεπόμενη από το νόμο αυτό εξαιρετική νομιμοποίηση ως μη δικαιούχοι διάδικοι και στην περίπτωση που τους έχει ανατεθεί η διαχείριση απαιτήσεων με το καθεστώς του Ν. 3156/2003, μολονότι τέτοια νομιμοποίηση δεν θεσπίζεται ρητά με το Ν. 3156/2003. Στην ελληνική έννομη τάξη η κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση προϋποθέτει ειδική νομοθετική ρύθμιση, η οποία απονέμει στο πρόσωπο την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, όπως λχ συμβαίνει με το σύνδικο της πτώχευσης, τον εκτελεστή διαθήκης, τον εκκαθαριστή κληρονομίας, τον αναγκαστικό διαχειριστή, τον Εισαγγελέα στη δίκη ακύρωσης του γάμου κλπ. Ωστόσο, η πρόβλεψη μιας περίπτωσης εξαιρετικής νομιμοποίησης από το νομοθέτη δεν απαιτεί πανηγυρική διατύπωση ότι πρόκειται για μη δικαιούχο ή μη υπόχρεο διάδικο, εφόσον από την τελολογική ερμηνεία της εφαρμοστέας διάταξης, σύμφωνα με την οποία μεταξύ των περισσοτέρων δυνατών νοημάτων, που καλύπτονται από το γράμμα του ερμηνευόμενου κανόνα δικαίου πρέπει να αναζητείται εκείνο που επιτυγχάνει την πληρέστερη πραγμάτωση του ρυθμιστικού σκοπού του, δηλαδή την πληρέστερη διασφάλιση της αξιολογικής στάθμισης των εκατέρωθεν συμφερόντων, προκύπτει ότι ο σκοπός του νομοθέτη είναι να εξοπλίσει το πρόσωπο, που νομιμοποιείται προς είσπραξη μιας απαίτησης τρίτου κατά το ουσιαστικό δίκαιο και με τη δικονομική εξουσία να ενεργεί κάθε αναγκαία για την είσπραξή της διαδικαστική πράξη και ενέργεια με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Προς τούτο συγκλίνει και η αντικειμενική θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο ερμηνευτής ενός κανόνα δικαίου αναζητεί το αντικειμενικό νόημα του νόμου, δηλαδή την ενυπάρχουσα στον κανόνα δικαίου λογική, έτσι ώστε αυτός, ενόψει του όλου συστήματος δικαίου, των υφισταμένων συνθηκών και των αντιμαχομένων συμφερόντων και αναγκών να μπορεί να επιτελέσει τον σκοπό για τον οποίο θεσπίστηκε. Ο νομοθέτης, στο άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 ρύθμισε ρητά το ειδικό δικονομικό καθεστώς των εταιρειών διαχείρισης, απονέμοντας σ` αυτές την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Ωστόσο, αυτές οι εταιρείες διαχείρισης υπάγονται σε μια ευρύτερη κατηγορία εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, όπως είναι και εκείνες του Ν. 3156/2003. Ως εκ τούτου η διαφορετική αντιμετώπιση των εταιρειών διαχείρισης του Ν. 3156/2003 από εκείνες του Ν. 4354/2015 θα έχει ως συνέπεια λογική ανακολουθία στο εσωτερικό σύστημα του νόμου. Αυτό, άλλωστε, συνάγεται και από τη συστηματική ερμηνεία των ως άνω κανόνων δικαίου, οι οποίοι παρουσιάζουν νοηματική και λειτουργική συνοχή μεταξύ τους, αφού και οι δύο ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη απαιτήσεων τρίτων. Γι` αυτό οι ανωτέρω δύο νόμοι θα πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους, ανεξαρτήτως αν η απόκτηση των απαιτήσεων από τις εταιρείες ειδικού σκοπού έγινε με τη διαδικασία της τιτλοποίησης και εκχώρησης βάσει του Ν. 3156/2003 ή με τη διαδικασία της πώλησης βάσει του Ν. 4354/2015. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 δ` του Ν. 4354/2015 ορίζεται ότι οι διατάξεις του δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3156/2003, ενώ και στην αιτιολογική έκθεση αυτού σημειώνεται ότι “παρέχονται στα πιστωτικά ιδρύματα τα θεσμικά εργαλεία αξιοποίησης του χαρτοφυλακίου τους, καθώς θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν είτε την εφαρμογή του νόμου περί τιτλοποίησης απαιτήσεων (Ν. 3156/2003) είτε το θεσμικό πλαίσιο που προκρίνεται με το Ν. 4354/2015. Η προβλεπόμενη με την πιο πάνω διάταξη παράλληλη εφαρμογή των δύο νομοθετημάτων αναφέρεται στη διαδικασία μεταβίβασης των απαιτήσεων και σκοπεύει να διευκολύνει τις συναλλαγές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3156/2003, απαλλάσσοντας τους συμβαλλόμενους από τις επιπλέον προβλεπόμενες ειδικότερες προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη μεταβίβαση των απαιτήσεων με βάση το Ν. 4354/2015. Η ως άνω ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία επιβάλλεται ενιαία εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, τόσο στις περιπτώσεις που η διαχείριση των απαιτήσεων έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, όσο και όταν έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, εξυπηρετεί το νομοθετικό σκοπό της διευκόλυνσης της διαχείρισης των απαιτήσεων και επιλύει κατά τρόπο ενιαίο το ζήτημα της δικονομικής υπόστασης των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων, επιτυγχάνοντας έτσι την αρμονική ένταξη του ερμηνευόμενου Ν. 3154/2003 στο σύστημα, χωρίς η προσέγγιση αυτή να επηρεάζεται από τις διαφορετικές συνθήκες κάτω από τις οποίες θεσπίστηκαν τα ως άνω δύο νομοθετήματα. Η διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος, σύμφωνα με την οποία οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του Ν. 4354/2015 διαθέτουν την κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 αυτού, μόνο όταν η μεταβίβαση και ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 και όχι όταν έχει πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του Ν. 3156/2003, θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της ενότητας και ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδαφ. α` του Συντάγματος και επιβάλλει τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε νομοθετικών ρυθμίσεων, η οποία πρέπει να τηρείται, ιδίως όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές συνέπειες για τους ενδιαφερόμενους, όπως οι προαναφερόμενες διατάξεις. Τέλος, υπέρ της ανωτέρω ερμηνευτικής προσέγγισης ότι ο διαχειριστής των τιτλοποιημένων απαιτήσεων του Ν. 3156/2003 νομιμοποιείται ως μη δικαιούχος διάδικος αποτελεί και η ιστορική καταγωγή του Ν. 3156/2003. Ειδικότερα, η τιτλοποίηση απαιτήσεων προβλέφθηκε για πρώτη φορά στην ελληνική νομοθεσία με το άρθρο 14 του Ν. 2801/2000 και αφορούσε την τιτλοποίηση απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου, στη συνέχεια δε, ο θεσμός αυτός επεκτάθηκε και στον ιδιωτικό τομέα με τη θέσπιση του Ν. 3156/2003. Με την παρ. 13 του άρθρου 14 του άνω Ν. 2801/2000 ορίστηκε ότι η είσπραξη των εκχωρούμενων απαιτήσεων συνεχίζει να γίνεται από το Ελληνικό Δημόσιο στο όνομα και για λογαριασμό αυτού, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις, για την είσπραξη δημόσιων εσόδων και με όλα τα διαδικαστικά προνόμια του Ελληνικού Δημοσίου, σαν να μην είχε λάβει χώρα εκχώρηση ή μεταβίβαση των σχετικών απαιτήσεων, οι δε προβλεπόμενες επί των εσόδων κρατήσεις και δικαιώματα υπέρ τρίτων αποδίδονται στους δικαιούχους τους, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις. Ο εκδοχέας των απαιτήσεων δεν νομιμοποιείται να παρέμβει ή να συμμετάσχει κατά οποιονδήποτε τρόπο στις σχετικές διαδικασίες. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται κατ` αναλογία και όταν πρόκειται για εκχώρηση απαιτήσεων ΝΠΔΔ. Συνεπώς, με βάση τον ως άνω νόμο, που προηγήθηκε του Ν. 3156/2003, το Ελληνικό Δημόσιο ως διαχειριστής των τιτλοποιημένων απαιτήσεων έχει την αποκλειστική εξουσία να ενεργεί στο όνομά του ως μη δικαιούχος διάδικος όλες τις αναγκαίες ενέργειες και διαδικασίες για την είσπραξη των εκχωρημένων ή μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, ενώ ο εκδοχέας των απαιτήσεων στερείται νομιμοποίησης. Η υποστηριζόμενη άποψη ότι οι εταιρείες διαχείρισης νομιμοποιούνται ως μη δικαιούχοι διάδικοι μόνο όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισης σ` αυτές γίνεται με βάση τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, λόγω του ότι προβλέπεται διαφορετική φορολογική μεταχείριση των εταιρειών διαχείρισης στους δύο νόμους, καθώς ο Ν. 3156/2003 θέτει τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις υπό καθεστώς φορολογικής ατέλειας, ενώ οι μεταβιβάσεις που γίνονται με βάση το Ν. 4354/2015 υπόκεινται σε φορολογία, δεν μπορεί να στηρίξει πειστικά αυτή τη διαφορετική άποψη. Επίσης, το επιχείρημα υπέρ της ίδιας ως άνω άποψης, λόγω του ότι ο Ν. 4354/2015 θέτει ως απαραίτητη προϋπόθεση για την πώληση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των καταναλωτών την προηγούμενη πρόσκληση του συνεργάσιμου δανειολήπτη και του εγγυητή για να διακανονίσουν τις οφειλές τους (άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4354/2015), ενώ ο Ν. 3156/2003 δεν περιλαμβάνει τέτοια πρόβλεψη, είναι ατελέσφορο, διότι η τήρηση αυτής της προϋπόθεσης δεν απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις, αφού εξαιρούνται από την προϋπόθεση αυτή απαιτήσεις επίδικες ή επιδικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών μη συνεργάσιμων (άρθρο 3 παρ. 2 εδαφ. β Ν. 4354/2015) [βλ. για όλα τα ανωτέρω ΟλΑΠ 1/2023 στην ΤΝΠ Νόμος]. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι η καθ’ ης η ανακοπή εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του ν. 4354/2015, στην οποία είχε ανατεθεί δυνάμει της από 23.10.2020 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων η διαχείριση τιτλοποιημένων απαιτήσεων του ν. 3156/2003, μεταξύ των οποίων και η επίδικη, από την αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού «………..», που ήταν ειδική διάδοχος της αρχικής δανείστριας «…………..» νομιμοποιείτο ενεργητικά να ασκήσει ως κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενη ως μη δικαιούχος διάδικος, κάθε ένδικο βοήθημα που κατατείνει στην είσπραξη της ένδικης υπό διαχείριση απαίτησης, καθώς και να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση προς τούτο. Ως εκ τούτου, απορριπτέος τυγχάνει ως νόμω αβάσιμος ο πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει το αντίθετο.

Με τον δεύτερο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη του δεύτερου λόγου της ανακοπής της που αφορούσε τη διενέργεια του ένδικου πλειστηριασμού σε χρονικό διάστημα μικρότερο του προβλεπόμενου στο άρθρο 993 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, με τον παραπάνω λόγο η ανακόπτουσα υποστήριξε ότι είναι άκυρη η προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης που της επιδόθηκε στις 30.1.2023, δεδομένου ότι δυνάμει αυτής επισπεύδεται αναγκαστικός πλειστηριασμός, η διενέργεια του οποίου ορίζεται να γίνει ηλεκτρονικά στις 29.9.2023, ήτοι σε χρονικό διάστημα μικρότερο των επτά μηνών που θέτει το άρθρο 954 παρ.2 ΚΠολΔ, καθώς το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν δύναται να προσμετρηθεί στην ως άνω επτάμηνη προθεσμία, αφού κατά τη διάρκεια του μήνα αυτού αναστέλλεται οποιαδήποτε πράξη εκτέλεσης κατ’ άρθρο 940Α του ΚΠολΔ κι εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 147 παρ.2 ΚΠολΔ που προβλέπει για την αναστολή των προθεσμιών. Ο λόγος αυτός ανακοπής ορθά απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως μη νόμιμος, καθώς η ανακόπτουσα εσφαλμένα υπολαμβάνει ότι με το άρθρο 940Α ΚΠολΔ αναστέλλεται κατά τη διάρκεια του μηνός Αυγούστου η ως άνω προπαρασκευαστική προθεσμία των επτά μηνών. Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 954 παρ.2 στ.ε’ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 63 του ν. 4842/2021 (ΦΕΚ Α`190/13-10-2021) και του άρθρου 993 παρ.2 εδ. α’ και β’ ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 76 του ν. 4842/2021, τα οποία εφαρμόζονται σε όσες κατασχέσεις επιβληθούν μετά την 1-1-2022, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 116 παρ.6 περ.ε’ του ν. 4842/2021, προκύπτει ότι η κατασχετήρια έκθεση ακινήτου πρέπει να αναφέρει την ημέρα διενέργειας του πλειστηριασμού, ο οποίος ορίζεται υποχρεωτικά σε επτά (7) μήνες από την ημερομηνία της περάτωσης της κατάσχεσης και πάντως όχι μετά την παρέλευση οκτώ (8) μηνών από την ημερομηνία αυτή, και εάν η ως άνω προθεσμία συμπληρώνεται το μήνα Αύγουστο, τότε για τον υπολογισμό της λαμβάνεται υπόψη ο επόμενος μήνας. Κατά τη διάταξη του άρθρου 940Α εδ. α’ ΚΠολΔ εξάλλου, στο χρονικό διάστημα από 1 μέχρι 31 Αυγούστου δεν επιτρέπεται η διενέργεια οποιασδήποτε πράξης εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένης και της επιταγής προς εκτέλεση, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 147 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά τους ν. 4335/2015 και 4411/2016, το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται για τις προθεσμίες των άρθρων 503, 518 παρ.1, 545 παρ.1 και 2, 564 παρ.1 και 2, καθώς και των άρθρων 153, 215 παρ.2, 237 παρ.1 και 2, 238 παρ.1, 598, 632 παρ.2, 633 παρ.2, 642, 715 παρ.5, 729 παρ.5, 847 παρ.1, 926 παρ.2, 934 παρ.1 στ.α`και β`, 943 παρ.4, 955, 966 παρ.2 και 3, 971 παρ.1, 972 παρ.1 στοιχείο β`, 973, 974, 979 παρ.2, 985 παρ.1, 986, 988 παρ.1, 995 και 997 παρ.2..  Δικαιολογητικός λόγος της θέσπισης των διατάξεων των άρθρων 954 παρ.2 και 993 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως έχουν ήδη διαμορφωθεί, ήταν αφενός μεν η επιτάχυνση και η απλοποίηση της εκτελεστικής διαδικασίας και αφετέρου η τοποθέτηση του πλειστηριασμού σε χρονικό σημείο κατά το οποίο θα έχουν ολοκληρωθεί σε πρώτο βαθμό οι δίκες περί την εκτέλεση και ο καθ’ου η εκτέλεση θα έχει ήδη προβάλει τις αντιρρήσεις του. Με τις νέες διατάξεις του άρθρου 993 παρ.2 εδ.α` και β` ΚΠολΔ, που αφορούν στην κατάσχεση και το χρόνο διενέργειας πλειστηριασμού ακινήτου, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 76 του ν. 4842/2021 (αντίστοιχη είναι μετά το ν 4842/2021 η διάταξη του άρθρου 954 παρ.2 περ. ε’ για τον προσδιορισμό της ημέρας διενέργειας του πλειστηριασμού κινητού πράγματος), εξάλλου, θεσπίζονται αντίστοιχα δύο δικονομικές προθεσμίες και ειδικότερα μία προπαρασκευαστική και μία προθεσμία ενέργειας, διότι αφενός μεν καθίσταται υποχρεωτική η επτάμηνη αναμονή για τη διενέργεια του πλειστηριασμού μετά την κατάσχεση, η οποία συνιστά κατ’ ουσίαν ex lege αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας και αφετέρου προσδιορίζεται το απώτατο χρονικό όριο για τη διενέργειά του, έως οκτώ μήνες από την κατάσχεση. Οι δικονομικές προθεσμίες διακρίνονται σε προπαρασκευαστικές και ενέργειας ανάλογα με το σκοπό που επιδιώκουν. Στη μεν πρώτη περίπτωση θα πρέπει να παρέλθει η τασσόμενη προθεσμία, που προβλέπεται, προκειμένου να διενεργηθεί η διαδικαστική πράξη, διαφορετικά επέρχεται είτε ακυρότητα της πράξης αυτής, είτε απαράδεκτο της συζήτησης, ενώ στη δεύτερη περίπτωση η διαδικαστική πράξη θα πρέπει να λάβει χώρα εντός της τασσόμενης προθεσμίας, άλλως επέρχεται έκπτωση από το δικαίωμα της επιχείρησής της (άρθρο 151 ΚΠολΔ). Οι προπαρασκευαστικές προθεσμίες δεν αναστέλλονται κατά το μήνα Αύγουστο και σε αυτές δεν εφαρμόζεται το άρθρο 147 παρ.2 ΚΠολΔ. Η υποστηρισθείσα άποψη, σύμφωνα με την οποία η επτάμηνη προθεσμία του άρθρου 954 παρ.2 στ. ε’ ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν το ν. 4842/2021 και ήδη του άρθρου 993 παρ.2 εδ. α’ και β’ του ΚΠολΔ μετά το ν. 4842/2021, που πρέπει να μεσολαβήσει από την περάτωση της κατάσχεσης ακινήτου έως και τη διενέργεια του αναγκαστικού ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα από 1η έως 31η Αυγούστου και συνεπώς, για τον υπολογισμό του επταμήνου δεν συνυπολογίζεται ο μήνας Αύγουστος, με περαιτέρω αποτέλεσμα να προκαλείται ακυρότητα της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, αν τα ανωτέρω δεν τηρηθούν, συσχετίζει την αναστολή των προθεσμιών, του άρθρου 147 παρ.2 του ΚΠολΔ με την απαγόρευση διενέργειας πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης από 1 έως 31 Αυγούστου κατ’ άρθρο 940Α ΚΠολΔ, υπό την έννοια ότι ο συνυπολογισμός του χρονικού διαστήματος του Αυγούστου στην επτάμηνη προθεσμία παραβιάζει τη διάταξη του άρθρου 940Α ΚΠολΔ. Παραγνωρίζει, ωστόσο, ότι ο νομοθέτης κατά την τροποποίηση του ΚΠολΔ τόσο με το ν. 4335/2015, όσο και με το ν. 4842/2021, επέλεξε συνειδητά και όχι ακούσια να μην εντάξει την προθεσμία του άρθρου 954 παρ.2 στ.ε’ και του άρθρου 993 παρ.2 εδ.α’ και β` ΚΠολΔ στο άρθρο 147 παρ.2 του ΚΠολΔ, όπως αντιθέτως συνέβη με τη διάταξη του άρθρου 973 ΚΠολΔ για τη δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για ακούσιο νομοθετικό κενό, που θα επέτρεπε την αναλογική εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 147 παρ.2 ΚΠολΔ. Ούτε τίθεται άλλωστε ζήτημα καταστρατήγησης των δικαιωμάτων του καθ’ου η εκτέλεση, αφού αυτός έχει τη δυνατότητα να ασκήσει τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα ή βοηθήματα σε χρονικό διάστημα προγενέστερο της διενέργειας του πλειστηριασμού, όπως συμβαίνει με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, που ασκείται μέσα σε 45 ημέρες από την κατάσχεση και την ανακοπή του άρθρου 954 παρ.4 εδ.α`ΚΠολΔ, που, όπως και η αναστολή του άρθρου 1000 ΚΠολΔ, ασκούνται 15 τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν τη διενέργεια του πλειστηριασμού. Το ζήτημα του συνυπολογισμού του Αυγούστου στην εν λόγω επτάμηνη προπαρασκευαστική προθεσμία δεν πρέπει να συγχέεται με το μη συναφές θέμα της απαγόρευσης της διενέργειας πράξεων εκτέλεσης από την 1η έως την 31η Αυγούστου, κατά άρθρο 940Α ΚΠολΔ, δηλαδή, μόνο η έναρξη ή η λήξη και όχι η διαδρομή, οποιοσδήποτε προθεσμίας, που σχετίζεται με την αναγκαστική εκτέλεση και εμπίπτει εντός του μηνός Αυγούστου, παρατείνεται για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα μετά την 1η Σεπτεμβρίου. Επομένως, το χρονικό διάστημα από 1η έως 31η Αυγούστου συνυπολογίζεται για τον προσδιορισμό της προθεσμίας επτά (7) μηνών και οκτώ (8) μηνών της διενέργειας του πλειστηριασμού σε περίπτωση κατάσχεσης ακινήτου, που ήδη προβλέπεται στο άρθρο 993 παρ.2 εδ.α’ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4842/2021 (ΜΕφΠειρ 109/2022 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜΕφΑθ 3593/2021, ΜΕφΠειρ 425/2021 στην ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, μετά την τροποποίηση του άρθρου 993 παρ.2 ΚΠολΔ με το ν. 4842/2021, ρητά πλέον ορίζεται στο εδάφιο β’ ότι «…εάν η ανωτέρω προθεσμία συμπληρώνεται τον μήνα Αύγουστο, τότε για τον υπολογισμό της λαμβάνεται υπόψη ο επόμενος μήνας». Επιλύεται κατά τον τρόπο αυτό το προηγουμένως ανακύψαν ζήτημα ως προς το εάν ο Αύγουστος θα έπρεπε να προσμετρηθεί ή όχι στη συγκεκριμένη προθεσμία. Η σχετική πρόβλεψη σημαίνει ότι ο Αύγουστος προσμετράται καταρχάς στους 7-8 μήνες, όταν η προθεσμία δεν λήγει κατά το μήνα Αύγουστο και μόνο στην περίπτωση που η λήξη της εμπίπτει εντός του Αυγούστου, τότε η συμπλήρωση της προθεσμίας επέρχεται τον επόμενο μήνα και ειδικότερα κατά την αντίστοιχη ημερομηνία του επόμενου μήνα Σεπτεμβρίου, αφού πλειστηριασμοί δεν διεξάγονται τον Αύγουστο (έτσι η ΜονΕφΑθ 6316/2022 στην ΤΝΠ Νόμος, ομοίως ΜονΕφΛαρ 42/2023 στην ΤΝΠ Δ.Σ.Α. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΜονΕφΠειρ 199/2023, ΜονΕφΠατρ 488/2022, ΜονΕφΑιγ 16/2022 στην ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, ορθά κρίνοντας η εκκαλούμενη απόφαση, απέρριψε ως μη νόμιμο τον σχετικό λόγο ανακοπής και ο ως άνω λόγος έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος (έτσι η ΜονΕφΠειρ 353/2023 και ΜονΕφΠειρ 109/2022 στην efeteio-peir.gr, ομοίως οι ΜονΕφΑθ 13/2024 και ΜονΕφΠειρ 199/2023στην ΤΝΠ Νόμος).

Με τον τρίτο λόγο της έφεσης της η εκκαλούσα παραπονείται για την απόρριψη του τρίτου λόγου ανακοπής της με τον οποίο υποστήριξε ότι πρέπει να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης λόγω της αθεράπευτης ακυρότητας στην όλη διαδικασία έκδοσης της ένδικης διαταγής πληρωμής, καθώς ενώ στην αίτηση για την έκδοσή της μνημονεύεται ότι οι συμβάσεις για τις οποίες ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής είναι α) η υπ’ αριθ. ………… σύμβαση στεγαστικού δανείου και β) η από 30.11.2012 Πρόσθετη Πράξη σύμβασης στεγαστικού δανείου, από την απλή ανάγνωση της αίτησης, της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής αλλά και της εξώδικης καταγγελίας που είχε αποστείλει η καθ’ης στην ανακόπτουσα προκύπτει ότι η δεύτερη ως άνω σύμβαση δεν έχει μέχρι σήμερα ρητά και ονομαστικά καταγγελθεί, όπως ρητά είχε γίνει με την με πρώτη υπ’ αριθ. …………. σύμβαση στεγαστικού δανείου. Ότι έτσι προκαλείται αοριστία και αμφιβολία περί του πού και σε ποιο βαθμό οι όροι της μη καταγγελθείσας σύμβασης έχουν εφαρμοστεί στις προσαγόμενες κινήσεις λογαριασμών, τόσο ως προς τα οικονομικά δεδομένα, όσο και ως προς τους ουσιαστικούς όρους και προϋποθέσεις. Ότι ως εκ τούτου, η ανακόπτουσα δεν μπορεί να διασταυρώσει προς εκτέλεση ποιας σύμβασης καταβλήθηκε κάθε ποσό, με ποιο επιτόκιο εκτοκίστηκε αυτό, ποια η σχέση του με τυχόν έτερο ποσό, το οποίο καταβλήθηκε δυνάμει της έτερης σύμβασης και διέπεται από άλλο καθεστώς κλπ. Ωστόσο, η εκκαλουμένη απόφαση ορθά απέρριψε ως νόμω αβάσιμο τον παραπάνω λόγο ανακοπής διαλαμβάνοντας ότι η πρόσθετη πράξη επί της κύριας σύμβασης στεγαστικού δανείου δεν αποτελεί αυτοτελή σύμβαση αλλά  λειτουργεί σύμφωνα με τις συμφωνηθείσες τροποποιήσεις συμπληρωματικά προς την κύρια σύμβαση και ως παρεπόμενη αυτής, οπότε η καταγγελία της κύριας σύμβασης άγει ταυτόχρονα σε καταγγελία της πρόσθετης επ’ αυτής πράξης, χωρίς να απαιτείται ειδική μνεία ως προς αυτήν ή αυτοτελής καταγγελία αυτής. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος ο τρίτος λόγος έφεσης.

Με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη του τέταρτου λόγου ανακοπής της περί παράνομου ανατοκισμού των ένδικων τόκων σε διαστήματα μικρότερα του προβλεπόμενου εξαμήνου. Ειδικότερα, στον σχετικό λόγο ανακοπής, η ανακόπτουσα διαλάμβανε ότι με το άρθρο 12 παρ.1 του ν. 2601/1998 προβλέπεται ότι οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα τόκοι ανατοκίζονται από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης, μόνον εφόσον τούτο συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων και ότι η συμφωνία περί ανατοκισμού ισχύει, υπό χρονικό περιορισμό, οι τόκοι να προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο κάθε εξάμηνο κατά ελάχιστο όριο. Ότι έτσι, συμφωνία, η οποία προβλέπει ανατοκισμό για χρονικό διάστημα μικρότερο του εξαμήνου είναι άκυρη, καθώς η σχετική διάταξη είναι αναγκαστικού δικαίου, ενώ επίσης άκυρος τυγχάνει και ο de facto (επί χρονικών διαστημάτων μικρότερων του εξαμήνου) παράνομος εκτοκισμός, ανεξάρτητα του τι έχει προβλεφθεί στην οικεία σύμβαση. Ότι κατά τα λοιπά, ο ανατοκισμός διέπεται από το άρθρο 112 ΕισΝΑΚ και αν δεν υπάρχει συμφωνία για ανατοκισμό, ισχύουν οι διατάξεις του ΑΚ και του ΕισΝΑΚ. Ότι στην προκειμένη περίπτωση από το κείμενο των μεταξύ των διαδίκων συμβάσεων και από τα αποσπάσματα της κίνησης των λογαριασμών αποδεικνύεται πως αντίθετα με τα αναγραφόμενα στις μεταξύ τους συμβάσεις δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό κάθε πότε εκτοκιζόταν το κεφάλαιο, οι τόκοι, τα τέλη και οι εισφορές, προκαλώντας έτσι στην ανακόπτουσα υπερβολικές χρεώσεις. Ότι η ανωτέρω πρακτική, την οποία εξόφθαλμα έχει εφαρμόσει η καθ’ ης, είναι παράνομη, καθόσον έχει ως συνέπεια τον ανά τρίμηνο (ή και συχνότερα) εκτοκισμό του προσωρινού υπολοίπου και ως εκ τούτου παράνομα υπολογίστηκε από την καθ’ ης στο σχετικό λογαριασμό ανατοκισμός των τόκων ανά διαστήματα μικρότερα του εξαμήνου, επιβαρύνοντας αυτόν με παράνομα και υπερβολικά κονδύλια, με αποτέλεσμα να τυγχάνει ακυρωτέα η αντίστοιχη διαταγή πληρωμής και συνεπώς και η επ’ αυτής εκτελεστική διαδικασία σε βάρος της ανακόπτουσας. Ο λόγος αυτός ανακοπής ορθά απορρίφθηκε από την εκκαλουμένη ως αόριστος κι επομένως απαράδεκτος σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ.2, 118 στοιχ.4 και 216 παρ.1 στοιχ.β’ ΚΠολΔ, διότι η ανακόπτουσα αφενός δεν επικαλέστηκε και δεν προσδιόρισε στην ανακοπή της συγκεκριμένο όρο της ένδικης δανειακής σύμβασης, ο οποίος αφορά στον ανατοκισμό, ώστε να μπορεί να κριθεί από το Δικαστήριο εκ του περιεχομένου του αν πράγματι είναι καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος, αφετέρου δε, δεν προσδιόρισε στην ανακοπή της και δεν προσέβαλε συγκεκριμένα κονδύλια του λογαριασμού που ενσωματώνουν χρεώσεις που έχουν καταλογιστεί με βάση τον ανατοκισμό των τόκων ανά χρονικά διαστήματα μικρότερα του εξαμήνου. Επομένως ο σχετικός τέταρτος λόγος έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται για την απόρριψη του παραπάνω λόγου ανακοπής της πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης, η εκκαλούσα αιτιάται την εκκαλούμενη για εσφαλμένη απόρριψη του πέμπτου λόγου ανακοπής σχετικά με την παράνομη επιβάρυνσή της με την εισφορά του ν. 128/75 και με τον παράνομο ανατοκισμό αυτής. Συγκεκριμένα με τον παραπάνω λόγο ανακοπής της η ανακόπτουσα υποστήριξε ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης πρέπει να ακυρωθούν, καθώς στηρίζονται σε εκτελεστό τίτλο, ήτοι στην υπ’ αριθ. ……./2017 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε με βάση τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της δανείστριας τράπεζας, στα οποία γινόταν μετακύλιση της εισφοράς του ν. 128/75 στην ανακόπτουσα, κάτι παράνομο, καθώς η εισφορά αυτή βαρύνει τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα και όχι τους δανειολήπτες- πελάτες αυτών, οι οποίοι μόνο με συμφωνία ελευθέρωσης χρέους θα μπορούσαν να αναλάβουν τη σχετική οφειλή, με ειδική πρόβλεψη στη σύμβαση της αιτίας επίδοσης ως προς τη συγκεκριμένη παροχή, κάτι που εδώ δεν έγινε, οπότε τα σχετικά αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας πάσχουν από έλλειψη αποδεικτικότητας. Ότι επιπλέον από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 12 του ν. 2601/1998 και του προϊσχύσαντος άρθρου 8 περ. 6 του ν. 1083/1980 και της απόφασης 289/1980 της νομισματικής επιτροπής προκύπτει ότι επιτρεπτός είναι ο ανατοκισμός των καθυστερούμενων τόκων και μόνο και ότι σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται ο ανατοκισμός προμηθειών, εξόδων και φόρου. Ότι εν προκειμένω από τον συνδυασμό της ένδικης δανειακής σύμβασης και των εμπορικών βιβλίων που τέθηκαν υπόψη του εκδόσαντος την ένδικη διαταγή πληρωμής δικαστή, προκύπτει ότι στον όρο 3 της κύριας σύμβασης περιέχεται η επιβάρυνση της ανακόπτουσας με εισφορά του ν. 128/1975, ανερχόμενη σε ποσοστό 0,12%. Ότι πέραν της ευθείας αντίθεσης στο νόμο ως προς την επιβολή της εισφοράς, καθώς από το κείμενο της σύμβασης πίστωσης δεν προκύπτει αιτία επίδοσης, από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων, τα οποία τέθηκαν υπόψη του παραπάνω Δικαστή για την απόδειξη της απαίτησης από τη σύμβαση πίστωσης, προκύπτει ότι η καθ’ης κεφαλαιοποιούσε την εισφορά του ν. 128/1975 κάθε φορά που χρέωνε τόκους πάσης φύσης και ανατόκιζε τα ποσά της, αφού στο κάθε φορά προκύπτον υπόλοιπο κεφάλαιο υπολόγιζε τόκους (εκτοκισμός) περιέχοντες και ποσά εισφοράς του ν. 128/1975, στο νέο δε προκύπτον εκάστοτε κεφάλαιο υπολόγιζε νέους τόκους περιέχοντες και εισφορά (εκτοκισμός και ανατοκισμός της εισφοράς). Ότι ο παράνομος αυτός εκτοκισμός και ανατοκισμός των ποσών της εισφοράς γίνεται με την ενσωμάτωσή τους στο επιτόκιο υπολογισμού των πάσης φύσεως τόκων και προκύπτει ευθέως τόσο από το αντίγραφο λογαριασμού, όσο και από τον παραπάνω όρο της σύμβασης, δηλαδή σύμφωνα με τα ανωτέρω το επιτόκιο προσαυξάνεται με το ποσοστό της εισφοράς του ν. 128/1975. Ότι επομένως ως προς το ποσό της απαίτησης, για το οποίο εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής και για το οποίο επισπεύδεται πλειστηριασμός δεν προκύπτει από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της καθ’ης τράπεζας, τα οποία προσκομίστηκαν, το σύνολο της οφειλής, λόγω της ακυρότητας των συμπεριλαμβανόμενων στο λογαριασμό ποσών της εισφοράς του ν. 128/1975 και του ανατοκισμού αυτών. Ότι η ακυρότητα των επιμέρους ποσών επηρεάζει την αποδεικτικότητα με έγγραφα, αλλά και το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαίτησης, αφού στο απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων που προσκομίστηκαν από την καθ’ης, δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών, αφενός λόγω του είδους της εγγραφής, αφετέρου λόγω της ενσωμάτωσης στον λογαριασμό των ποσών της εισφοράς στα ποσά των τόκων, με παραπέρα συνέπεια την αδυναμία προσδιορισμού του πραγματικού ποσού της οφειλής και αντίστοιχα της απαίτησης της καθ’ης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον παραπάνω λόγο ανακοπής πρωτίστως ως αόριστο, καθώς η ανακόπτουσα δεν προσβάλλει κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού που εξυπηρετούσε τη δανειακή σύμβαση και δεν προσδιορίζει το ποσό, ως προς το οποίο κατά τους ισχυρισμούς της, επιβαρύνθηκε η οφειλή από τις κατ’ αυτούς παράνομες χρεώσεις, μη αρκούσης της γενικής αμφισβήτησης της ορθότητας αυτού, πολλώ δε μάλλον που στην ανακοπή της αναφέρει ότι η επιβάρυνση του επιτοκίου από τον συνυπολογισμό της εισφοράς του ν. 128/1975 ανέρχεται σε ποσοστό 0,12%. Με την παραπάνω αιτιολογία ορθά η εκκαλουμένη απέρριψε τον σχετικό λόγο ανακοπής λόγω αοριστίας ως απαράδεκτο. Επίσης ορθά διέλαβε ότι άλλως η επιβάρυνση αυτή του επιτοκίου με τη σχετική εισφορά νομίμως συμφωνείται μεταξύ τράπεζας και δανειολήπτη. Ειδικότερα- όπως ορθά διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση- από τη γραμματική διατύπωση της παραγράφου 5 του άρθρου 1 του ν. 128/1975, ο χαρακτηρισμός της επιβαλλόμενης με αυτή εισφοράς ως είδος δημοσιονομικής επιβάρυνσης αρχικώς για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείου προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση που επέφερε ο ν. 2065/1992 ως γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας της λέξης «βαρύνουσα» στη φορολογική νομοθεσία. Από το ν. 128/1975 ούτε προβλέπεται ρητώς ως συμβατικώς δυνατή, αλλά ούτε και απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό στον δανειολήπτη (ΑΠ 430/2005 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσσαλ 16/2016, ΕλλΔνη 2016, σελ. 1419, ΕφΘεσσαλ 1034/2013, Αρμ 2014, σελ. 623). Η ρυθμιστική ισχύς του νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου, στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά επομένως αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια σχέση μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και των δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους αυτούς επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θέσπισης του ανώτατου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνον αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου δανείων της τράπεζας με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύλιση της εισφοράς αυτής στους δανειολήπτες είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ.3 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, αλλά ούτε και αντίκειται σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων στα τραπεζικά δάνεια. Η επιβολή της εισφοράς αυτής στο δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005, ό.π., ΕφΛαρ 167/2016 στην ΤΝΠ Ισοκράτης, ΕφΑθ 6070/2014, ΝοΒ 2015, σελ. 1012, ΕφΑθ 288/2014, ΔΕΕ 2014, σελ. 972. Τη μείζονα αυτή σκέψη υιοθετεί η ίδια η ανακόπτουσα στη σελίδα 48 της ανακοπής της και στη σελίδα 40 της έφεσής της). Τέλος, η εισφορά αυτή όταν αποτελεί μέρος του συμφωνηθέντος ετήσιου πραγματικού επιτοκίου, νόμιμα ανατοκίζεται (βλ. Σ. Ψυχομάνη, «Τα τραπεζικά επιτόκια», ΝοΒ 1995, σελ. 16-17, ΕφΘεσσαλ 16/2016, ΕλλΔνη 2016, σελ. 1419, ΕφΑθ 4424/2009 στην ΤΝΠ Νόμος). Επομένως απορριπτέος τυγχάνει ως αβάσιμος ο πέμπτος λόγος έφεσης.

Με τον έκτο λόγο της έφεσής της η ανακόπτουσα παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη του έκτου λόγου της ανακοπής της που αφορούσε τον παράνομο υπολογισμό του τόκου στη σύμβαση στεγαστικού δανείου επί έτους 360 ημερών και όχι 365 ημερών. Ειδικότερα, με τον ανωτέρω λόγο ανακοπής η ανακόπτουσα υποστήριξε ότι ακύρως επισπεύδεται σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση δυνάμει της υπ’ αριθ. ………./2017 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καθόσον ο υπολογισμός των τόκων της απαίτησης για την οποία επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση έγινε με βάση το έτος 360 ημερών και όχι των 365 ημερών κατ’ εφαρμογή συμβατικού όρου, ο οποίος προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας και ως εκ τούτου είναι άκυρος ως καταχρηστικός, επιπλέον δε προκαλεί πρόσθετη επιβάρυνση της οφειλής της ανακόπτουσας, επιβαρύνοντάς την κάθε ημέρα με τόκους υψηλότερους κατά 1,3889%, με αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί εν συνόλω η ένδικη οφειλή της με τόκους προσαυξημένους πέραν των νομίμων γεγονός που καθιστά στο σύνολό της ανεκκαθάριστη την απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η ως άνω διαταγή πληρωμής. Ότι επιπλέον τόσο η διαταγή πληρωμής, όσο και η αίτηση για την έκδοσή της δεν περιέχει μνεία της απαίτησης της καθ’ης, η οποία να ορίζει το οφειλόμενο ποσό των τόκων κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς η αιτούσα τράπεζα δεν αναφέρει το επιτόκιο (ποσοστό τόκου), τα σχετικά κονδύλια των τόκων σε συσχετισμό με το κεφάλαιο, χρονική περίοδο και επιτόκιο ή τον αφετήριο χρόνο (στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν προσδιορίζονται), με αποτέλεσμα να είναι ασαφής και αόριστη η ενσωματωμένη, τόσο στην αίτηση για έκδοση, όσο και στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, απαίτηση της καθ’ης λόγω των ελλείψεων αυτών. Ακόμη ότι η ανακοπτόμενη επιταγή προς πληρωμή δεν περιλαμβάνει επαρκή στοιχεία, ώστε να καταστεί δυνατός ο έλεγχος της ορθότητας του υπολογισμού της απαίτησης, εφόσον δεν αναγράφεται το κονδύλιο των τόκων αλλά γίνεται μία αόριστη και γενικόλογη αναφορά «με επιτόκιο υπερημερίας το συμβατικό επιτόκιο πλέον 2,5 εκατοστιαίες μονάδες, μέχρι την εξόφληση». Σημειωτέον ότι η ίδια η ανακόπτουσα σε προηγούμενη σελίδα της ανακοπής της (σελ. 5) αναφέρει ότι «η από 18-1-2023 επιταγή προς πληρωμή της επισπεύδουσας περιλάμβανε: α) επιταχθέν ποσό 298.701,18 ΕΥΡΩ, β) νόμιμους τόκους 116.901 ΕΥΡΩ, γ) δικαστική δαπάνη 7.585 ΕΥΡΩ, δ) έξοδα σύνταξης επιταγής προς εκτέλεση 50 ΕΥΡΩ και ε) δαπάνη επίδοσης 50 ΕΥΡΩ, νομιμότοκα από την κοινοποίηση  της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι να εξοφληθούν». Το πρώτο σκέλος του έκτου λόγου της ένδικης ανακοπής για παράνομο υπολογισμό τόκων με βάση το έτος των 360 ημερών και τη συνακόλουθη παράνομη επιβάρυνση με ημερήσιους τόκους υψηλότερους κατά 1,3889% απορρίφθηκε από την εκκαλούμενη απόφαση ως αόριστο διότι δεν αρκεί η γενικόλογη αμφισβήτηση του ύψους της απαίτησης, αλλά θα έπρεπε να αναφέρονται αναλυτικά όλα τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει, σύμφωνα με το νόμο, μικρότερη ή και μηδενική οφειλή του ανακόπτοντος. Ότι ειδικότερα, δεν προσδιορίζεται ποιο είναι το ορθό κατά τους ισχυρισμούς του νόμιμα οφειλόμενο ποσό, ποια είναι τα ποσά των τόκων που προέκυψαν βάσει του ως άνω επικαλούμενου παράνομου υπολογισμού της καθ’ης και συγκεκριμένα ποιο είναι το ποσό που επιβαρύνθηκε η επιτασσόμενη απαίτηση, το οποίο και επιδικάστηκε με τη διαταγή πληρωμής, χωρίς να αρκεί η γενικόλογη αναφορά του ποσοστού, κατά το οποίο επιβαρύνθηκαν οι υπολογισθέντες από την τράπεζα τόκοι. Με το παραπάνω σκεπτικό ορθά απέρριψε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το πρώτο σκέλος του πιο πάνω λόγου ανακοπής ως αόριστο. Τα υπόλοιπα σκέλη του ίδιου λόγου ανακοπής απορρίφθηκαν σιωπηρά από την εκκαλουμένη, ορθά κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου. Σε ό,τι αφορά την αιτίαση περί αοριστίας της αίτησης για την έκδοση της ένδικης διαταγής  πληρωμής και της ίδιας της διαταγής πληρωμής λόγω έλλειψης στοιχείων προσδιορισμού του οφειλόμενου τόκου σημειώνονται τα εξής: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 623 ΚΠολΔ, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634, μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, ενώ, κατά το άρθρο 624 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η έκδοση διαταγής πληρωμής μπορεί να ζητηθεί μόνο αν η απαίτηση δεν εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και το ποσό χρημάτων ή χρεογράφων που οφείλεται είναι ορισμένο, δηλαδή εκκαθαρισμένο. Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής, που αποτελεί αυτοδύναμο εκτελεστό τίτλο, αλλά όχι δικαστική απόφαση, ώστε να παρίσταται ανάγκη πλήρους αιτιολογίας αυτής, αρκεί, πλην άλλων στοιχείων, να περιέχει την αιτία της πληρωμής, ήτοι να προσδιορίζεται έστω και συνοπτικά το είδος της δικαιοπραξίας από την οποία απορρέει η απαίτηση, χωρίς να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την αιτία της πληρωμής και δεν είναι ανάγκη να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αιτία αυτή (ΑΠ 1349/2013, ΑΠ 1825/2012 τνπ Νόμος, ΑΠ 330/2012 Αρμ 2012.1431, ΑΠ 1389/2011 ΕΕμπΔ 2012.333). Επίσης από τη διάταξη του άρθρου 293 εδ. γ’ ΑΚ, που ορίζει ότι το ποσοστό του νόμιμου τόκου ή του τόκου υπερημερίας προσδιορίζεται όπως ορίζει ο νόμος, συνάγεται ότι δεν καθίσταται αόριστο το αίτημα επιδικάσεως τόκων υπερημερίας ορισμένου ποσού κεφαλαίου και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ακόμη και αν οι τόκοι δεν προσδιορίζονται κατά ποσό, ούτε είναι αόριστη η διαταγή πληρωμής που επιδικάζει τόκους με τον ανωτέρω τρόπο, αφού οι τόκοι μπορούν ευχερώς να εξευρεθούν με βάση τη χρονική περίοδο εκτοκισμού και το επιτόκιο υπερημερίας που ορίζει ο νόμος (ΑΠ 99/2020, ΑΠ 1587/2019, ΑΠ 942/2002 στην ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, στη διαταγή πληρωμής, που εκδόθηκε βάσει οριστικού καταλοίπου σε σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού ή δανειακή σύμβαση, για την εξυπηρέτηση της οποίας τηρείται ο λογαριασμός, αρκεί να αναφέρεται συνοπτικά ότι το διατασσόμενο προς πληρωμή χρηματικό ποσό αποτελεί χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του καθ’ ου αυτή εκδίδεται οφειλέτη, ενώ δεν απαιτείται η πλήρης αναφορά της κίνησης των χρεωπιστωτικών κονδυλίων του λογαριασμού της σύμβασης, ούτε απαιτείται η αναφορά του ύψους του τόκου που αντιστοιχεί σε κάθε δόση ή το ύψος του, κατά τον χρόνο λειτουργίας της σύμβασης, εφαρμοσθέντος επιτοκίου υπολογισμού των τόκων, ποσά τα οποία, με δεδομένο το κεφάλαιο καθώς και τα νόμιμα επιτόκια, όπως αυτά είναι καθορισμένα με τους νόμους, τις πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου και τις αποφάσεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, εξευρίσκονται με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς, με συνέπεια το ποσό για το οποίο αιτείται η διαταγή πληρωμής να είναι εκκαθαρισμένο (πρβλ. ΑΠ 1016/2018, ΑΠ 653/2013, ΑΠ 2210/2013, ΑΠ 150/2000 στην ΤΝΠ Νόμος). Αντίστοιχα, στο δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαίτησης, για την οποία ζητείται η έκδοσή της, δεν απαιτείται να παρατίθεται το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών, αλλά αρκεί η παράθεση πραγματικών περιστατικών που εξατομικεύουν την απαίτηση από άποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γένεσής της και δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος, πρέπει δε να επισυνάπτονται σ’ αυτήν (αίτηση) τα έγγραφα εκείνα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της (ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 330/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 15/2007 ΕΕμπΔ 2008.609). Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο σκέλος του έκτου λόγου της ανακοπής της η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε ότι τόσο η αίτηση για έκδοση της επίμαχης διαταγής πληρωμής όσο και η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής δεν είχαν το αναγκαίο εκ του νόμου περιεχόμενο, διότι δεν περιείχαν αναφορά και επίκληση του ποσοστού του νόμιμου τόκου, βάσει του οποίου διαμορφώθηκε η επίδικη οφειλή, ούτε αναλυτική έκθεση του τρόπου διαμόρφωσης αυτής (της οφειλής), πλην όμως ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον τα επικαλούμενα από την ανακόπτουσα στοιχεία δεν αποτελούν αναγκαία στοιχεία του περιεχομένου της αίτησης και της διαταγής πληρωμής, για την πληρότητα των οποίων δεν απαιτείται η πλήρης αναφορά της κίνησης των χρεωπιστωτικών κονδυλίων του λογαριασμού της σύμβασης, ούτε αναφορά του εκάστοτε κατά τη λειτουργία της σύμβασης εφαρμοσθέντος επιτοκίου, δεδομένου μάλιστα ότι σχετικά με το συμφωνηθέν επιτόκιο έγινε επίκληση και προσκομίσθηκαν αντίγραφα της ένδικης σύμβασης στεγαστικού δανείου και της πρόσθετης πράξης αυτής (βλ. σχετικά τον τρίτο λόγο ανακοπής στη σελίδα 24 του σχετικού δικογράφου), η ίδια δε η ανακόπτουσα στον επόμενο λόγο ανακοπής της αναφέρει ότι «από την ανάγνωση των σχετικών όρων των ένδικων συμβάσεων προκύπτει πως εν προκειμένω συμφωνήθηκε πως το δάνειο θα εκτοκίζεται με κυμαινόμενο επιτόκιο, το οποίο θα απαρτίζεται από το διατραπεζικό επιτόκιο EURIBOR 360 ημερών πλέον περιθωρίου ανερχόμενου σε 1,50% και της εισφοράς του Ν. 128/75, που ανέρχεται σήμερα σε 0,12%» (σελ. 41 του δικογράφου της ανακοπής), οι δε τόκοι μπορούν ευχερώς να εξευρεθούν με βάση τη χρονική περίοδο εκτοκισμού και το επιτόκιο υπερημερίας που ορίζει ο νόμος, καθώς, όπως δεν αμφισβητείται, στην αίτηση και στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής αναφέρονται τα λοιπά σταθερά στοιχεία (κεφάλαιο – χρόνος διάρκειας και καταγγελίας της σύμβασης στεγαστικού δανείου). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε ομοίως σιωπηρά το σκέλος του λόγου ανακοπής, δεν έσφαλε στην κρίση του (βλ. (ΑΠ 99/2020, ΕφΑθ 1566/2022, ΜονΕφΑθ 2291/2022 στην ΤΝΠ Νόμος στην ΤΝΠ Νόμος). Σε ό,τι αφορά το τρίτο σκέλος του έκτου λόγου της ανακοπής ότι στην προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή δεν αναγράφεται το κονδύλιο των τόκων, τούτο τυγχάνει απορριπτέο στην ουσία του ως αβάσιμο, αφού στη σελίδα 5 της ίδιας της ανακοπής, η ανακόπτουσα αναφερόμενη στο περιεχόμενο της από 18.1.2023 προς αυτή επιταγής προς πληρωμή της καθ’ης διαλαμβάνει ότι η επιταγή περιλάμβανε για νόμιμους τόκους το ποσό των 116.901 ευρώ. Επομένως, ορθά η εκκαλούμενη απέρριψε και το σκέλος αυτό του λόγου της ανακοπής. Συνακόλουθα, απορριπτέος τυγχάνει στην ουσία του στο σύνολό του ο έκτος λόγος έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα.

Με τον έβδομο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη του έβδομου λόγου της ανακοπής της που αφορούσε την ακυρότητα γενικών όρων συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.) στην ένδικη σύμβαση στεγαστικού δανείου. Συγκεκριμένα με τον παραπάνω λόγο ανακοπής της η ανακόπτουσα ζητούσε την ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων εκτέλεσης, στηριζόμενων σε εκτελεστό τίτλο, ήτοι την υπ’  αριθ. …../2017 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθέντα για απαίτηση από σύμβαση στεγαστικού δανείου, στην οποία περιλαμβάνονται γενικοί όροι συναλλαγών που είναι άκυροι λόγω καταχρηστικότητας και αντίθεσης στις διατάξεις του ν. 2251/1994 περί προστασίας των καταναλωτών, στο προστατευτικό πεδίο του οποίου εμπίπτει η ίδια. Ότι ειδικότερα στη συναφθείσα με την αρχική δανείστρια τράπεζα ένδικη σύμβαση περιλαμβάνονται άκυροι όροι και ειδικότερα: α) περί εφαρμογής (παράνομων) συμβατικών επιτοκίων και επιτοκίων υπερημερίας, που υπερέβαιναν τα ανώτατα εξωτραπεζικά επιτόκια, β) περί αποδεικτικής συμφωνίας ως προς τα αποσπάσματα και τα αντίγραφα αυτών από τα εμπορικά βιβλία της τράπεζας, τα οποία αποδεικνύουν πλήρως την απαίτηση και δεν επιδέχονται αμφισβήτησης και γ) περί παράνομης μετακύλισης στη δανειολήπτρια μέσω του προβλεφθέντος συμβατικού επιτοκίου της εισφοράς του ν. 128/1975 καθ’ υπέρβαση των ανώτατων επιτρεπτών επιτοκίων, καθώς και παράνομης τοκοποίησης πάσης φύσεως δαπανών και εξόδων κι αφού με τους όρους αυτούς η ίδια η ανακόπτουσα ουδέποτε πληροφορήθηκε την πραγματική επιβάρυνσή της και αδυνατεί να προβεί κατά τρόπο αναλυτικό στους ακριβείς υπολογισμούς προς διακρίβωση του τρόπου κατά τον οποίο, οι παραπάνω υπερβάσεις επενήργησαν στο πληττόμενο συνολικό ύψος της αμφισβητούμενης οφειλής της. Ότι ως εκ τούτου, η ένδικη απαίτηση καθίσταται μη εκκαθαρισμένη, ενώ η ίδια δεν φέρει το βάρος επίκλησης ορισμένου ποσού αναφορικά με τις ως άνω κατά τους ισχυρισμούς της παράνομες επιβαρύνσεις, αλλά αρκεί μόνο η αμφισβήτηση των προϋποθέσεων προς έκδοση της διαταγής πληρωμής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον λόγο αυτό ανακοπής προεχόντως ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας στο σύνολό του, εφόσον η ανακόπτουσα αρκείται στη γενική αμφισβήτηση της σε βάρος της απαίτησης και δεν προσδιορίζεται από αυτήν κατά ποιο ποσό επιβαρύνθηκε η επιτασσόμενη απαίτηση εξαιτίας του ως άνω επικαλούμενου μη ορθού- παράνομου υπολογισμού των παραπάνω χρεώσεων. Ότι ειδικότερα περιέχεται μια γενική και ασαφής αμφισβήτηση της απαίτησης της καθ’ης και δεν προσδιορίζεται κατά τρόπο συγκεκριμένο το επιτόκιο που πράγματι εφαρμόστηκε από την καθ’ης και το ποσό των τόκων που κατά τους ισχυρισμούς της παράνομα επιβαρύνθηκε, ενώ δεν προσδιορίζει συγκεκριμένα κονδύλια που προσβάλλει, γεγονός που είναι απαραίτητο και για τον πρόσθετο λόγο ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα αντίστοιχου ποσού της απαίτησης εκ της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, στην οποία ερείδεται η ένδικη κατάσχεση, και κατά την έκταση αυτού, χωρίς να πλήττει αυτή στο σύνολό της. Ο λόγος αυτός ανακοπής, ορθά απορρίφθηκε λόγω αοριστίας ως απαράδεκτος σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ.2,118 στοιχ.4 και 216 παρ.1 στοιχ.β’ ΚΠολΔ, καθώς η ανακόπτουσα ενώ αναφέρει τον κατά τη σύμβαση ορισθέντα τρόπο υπολογισμού του επιτοκίου στην ένδικη σύμβαση στεγαστικού δανείου ως κυμαινόμενο, το οποίο θα απαρτίζεται από το διατραπεζικό επιτόκιο EURIBOR 360 ημερών πλέον περιθωρίου ανερχόμενου σε 1,50% και της εισφοράς του ν. 128/1975 που ανέρχεται σε 0,12%, με το επιτόκιο υπερημερίας να ορίζεται σε ποσοστό 2 μονάδες πάνω από το ισχύον επιτόκιο, στη συνέχεια η ίδια αμφισβητεί τη νομιμότητα τόκων που υποστηρίζει ότι καταλογίσθηκαν δυνάμει άκυρων Γ.Ο.Σ., χωρίς να προσδιορίζει τα ποσά τόκων που παράνομα της επιβλήθηκαν και ενώ από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 παρ.6 και 8 του ν.2251/1994, 181 και 200 ΑΚ συνάγεται ότι η ακυρότητα ενός Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) δεν επιδρά επί του κύρους όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με το νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (άρθρο 181 ΑΚ), δηλαδή πρέπει να συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σ` αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο (ΑΠ 633/2023 στην ΤΝΠ Νόμος). Συνακόλουθα, σε περίπτωση ενσωμάτωσης στο κεφάλαιο της απαίτησης παράνομων χρεώσεων δεν θίγεται η απόδειξη της απαίτησης με έγγραφα για την έκδοση της διαταγής πληρωμής ούτε και καθίσταται αυτή ανεκκαθάριστη, αλλά συνεπάγεται, απλώς, την ακυρότητα αντιστοίχου κονδυλίου της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής. Οι εν λόγω χρεώσεις, δηλαδή, δεν οδηγούν στην απαλλαγή των δανειοληπτών, αλλά παρέχουν σ` αυτούς τη δυνατότητα να προσβάλλουν με λόγο ανακοπής κατά της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής τις παράνομες επιβαρύνσεις και να επιτύχουν, έτσι, μερική ακύρωση της διαταγής πληρωμής κατά το αντίστοιχο ποσό. Μόνη δε η γενική αμφισβήτηση, με τους λόγους ανακοπής, της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης δεν καθιστά την απαίτηση ανεκκαθάριστη (ΑΠ 123/2023 στην ΤΝΠ Νόμος). Μάλιστα ειδικά ως προς τον συνυπολογισμό της εισφοράς του ν. 128/1975 στο ύψος του συμβατικού επιτοκίου σε χορήγηση στεγαστικού δανείου, σύμφωνα με τα πιο πάνω εκτεθέντα, αυτός τυγχάνει νόμιμος, παρά τα όσα επαναλαμβάνει η ανακόπτουσα και στον παρόντα λόγο ανακοπής (βλ. και ΑΠ 123/2023 ό.π.). Επίσης παρά τα όσα ισχυρίζεται η ανακόπτουσα η συμφωνία μεταξύ δανείστριας τράπεζας και δανειολήπτη σε τραπεζική δανειακή σύμβαση για επιτόκια που υπερβαίνουν τα εξωτραπεζικά δεν είναι άκυρη κατ’ άρθρο 281 ΑΚ (βλ. ΜονΕφΑθ 13/2024 στην ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, κατά την υπ’ αριθ. 178/19.7.2004 απόφαση της ΕΤΠΘ/ΤΕ, η οποία, αφού έλαβε υπόψη: α) τις διατάξεις της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και τις αρχές που διέπουν τη νομισματική πολιτική που ασκείται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήµατος Κεντρικών Τραπεζών, β) την ΠΔ/ΤΕ 1087/1987 σε συνδυασμό µε την ΠΔ/ΤΕ 1216/1987, καθώς και τις ΠΑ/ΤΕ 1955/1991, 2286/1994 και 2326/1994, που αφορούν μεταξύ άλλων στην ελεύθερη διαµόρφωση των επιτοκίων εκ µέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων, γ) την ΠΔ/ΤΕ, 2501/2002 σχετικά µε την ενηµέρωση των συναλλασσόµενων εκ µέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους, δ) το γεγονός ότι τα τραπεζικά και τα εξωτραπεζικά επιτόκια αποτελούν διαφορετικές κατηγορίες επιτοκίων, που η κάθε µία εξαρτάται από διαφορετικούς παράγοντες και διαμορφώνεται µε βάση διαφορετικά κριτήρια, υποκείμενες για τον λόγο αυτό σε απολύτως διακριτές και µη επικαλυπτόµενες ρυθµίσεις (άρθρο 2 παρ. 3 ΝΔ 5588/1948 σε συνδυασμό µε το άρθρο 1 Ν. 1266/1982 και το άρθρο 15 παρ. 5 Ν.876/1979), ε) το γεγονός ότι, κατά τις αρχές που διέπουν τη νομισματική πολιτική του Ευρωπαϊκού Συστήµατος Κεντρικών Τραπεζών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί εντός του πλαισίου της οικονοµίας της ανοικτής αγοράς µε ελεύθερο ανταγωνισμό, βάσει των άρθρων 2, 4 και 105.1 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και 2 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήµατος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα, στ) την ανάγκη διευκρίνισης ορισµένων διατάξεων των προαναφερόµενων ΠΔ/ΤΕ ώστε να διασφαλιστεί η ορθή και ενιαία εφαρµογή τους, χάριν της ευχερέστερης επίτευξης των σκοπών τους, ζ) το έγγραφο της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών από 23.6.2004 µε αίτημα την ερμηνεία των σχετικών µε τη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων διατάξεων, η) το από 23.5.2002 έγγραφο του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος προς την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών επί ανάλογου αιτήματος της, µε το οποίο επεξηγήθηκε αναλυτικά, µε αντίστοιχη νοµική θεμελίωση, το ως άνω ζήτημα, αποφάσισε: να διευκρινίσει τις σχετικές διατάξεις των ΠΔ/ΤΕ 1087/1987, 1216/1987, 1955/1991, 2286/1994 και 2326/1994, καθώς και τις διατάξεις της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 Κεφ. Α., τελευταίο εδάφιο, Κεφ. Β παρ.1 εδ. στ, παρ. 2 εδ. α, παρ.3, Κεφ. Γ παρ. 1 εδ. ε, παρ. 2 και Κεφ. ΣΤ, ως εξής: 1) Δεν είναι συµβατός προς τις αναφερόμενες ανωτέρω, υπό στοιχ. (δ) και (ε) αρχές, ο διοικητικός καθορισμός ανώτατου ορίου στα τραπεζικά επιτόκια ούτε ο συσχετισμός τους προς το εκάστοτε ισχύον για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο. Το όριο αυτό δεν ανήκει, κατά το περιεχόµενο και το σκοπό του στους παράγοντες προσδιορισμού των τραπεζικών επιτοκίων, τα οποία διαμορφώνονται ελεύθερα ύστερα από στάθµιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους. Κατά συνέπεια οι µετά την απελευθέρωση των επιτοκίων συναπτόµενες συμφωνίες τραπεζικών πιστώσεων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόµενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι αθέµιτες για τον λόγο αυτό (ΑΠ 652/2010 ΝοΒ 2011, σελ. 72, ΜΕφΘεσ. 1271/2015 αδηµ., ΜΕφΠειρ. 638/2015 στην ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, σημειώνεται ότι η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση ειδική συμφωνία στην ένδικη σύμβαση στεγαστικού δανείου ότι το χρέος του οφειλέτη προς τη δικαιούχο ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της μεταξύ των μερών συμβάσεως, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της δικαιούχου εταιρείας, είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη (ΑΠ 575/2022 στην ΤΝΠ Νόμος), απλώς η δανειολήπτρια έχει δικαίωμα ανταπόδειξης και δη δύναται παρά τη σχετική συμφωνία να αμφισβητήσει τη νομιμότητα συγκεκριμένων κονδυλίων που έχουν περιληφθεί στο απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, κάτι το οποίο εν προκειμένω η ανακόπτουσα δεν πράττει. Ενόψει των ανωτέρω ορθά απορρίφθηκε από την εκκαλουμένη ο παραπάνω λόγος ανακοπής προεχόντως ως αόριστος και απορριπτέος τυγχάνει ως μη νόμιμος ο έβδομος λόγος της υπό κρίση εφέσεως, με τον οποίο ως εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα.

Με τον όγδοο λόγο έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη του όγδοου λόγου της ανακοπής της. Ειδικότερα με τον λόγο αυτό η ανακόπτουσα διέλαβε ότι κατ’ άρθρο 181 ΑΚ η ακυρότητα κάποιου όρου της σύμβασης συνεπάγεται ακυρότητα του αντίστοιχου μέρους αυτής και όχι ολόκληρης, εκτός αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος. Ότι κατά τα ανωτέρω, η δικαιοπραξία κατά το υπόλοιπο αυτοτελές μέρος είναι ισχυρή, εκτός αν συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία, χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σε αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Ότι πρόκειται για αναζήτηση κατά τον χρόνο της κατάρτισης, της υποθετικής βούλησης των μερών, δηλαδή της βούλησης, την οποία θα είχαν αυτά, αν γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους και όχι για ερμηνεία της βούλησής τους, αφού αυτή είναι δεδομένη ότι κατευθυνόταν στη σύναψη της όλης δικαιοπραξίας. Ότι προϋποτίθεται συνεπώς άγνοια των μερών, κατά το χρόνο σύναψης της δικαιοπραξίας, της ακυρότητας του μέρους, γιατί αν τη γνώριζαν, η γνώση τους υποδηλώνει βούληση για την ισχύ του άκυρου μέρους και συνεπώς η δικαιοπραξία κατά το υπόλοιπο μέρος είναι ισχυρή, χωρίς την επίκληση του άνω κανόνα. Ότι σε ό,τι αφορά τους αμέσως προαναφερόμενους Γ.Ο.Σ., την ακυρότητα αυτών γνώριζε η καθ’ης ήδη από τις 22.6.2001 με τη δημοσίευση της απόφασης του ΑΠ 1219/2001, δεδομένου ότι στη σχετική δίκη συμμετείχε ως προσθέτως παρεμβαίνουσα η Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, ενώ η ανακόπτουσα αγνοούσε την ακυρότητά τους μέχρι και τον χρόνο κοινοποίησης σε αυτή της διαταγής πληρωμής, οπότε και απευθύνθηκε σε πληρεξούσιο δικηγόρο και έλαβε γνώση. Ότι από τα διδάγματα της κοινής πείρας για τον τρόπο, κατά τον οποίο οι τράπεζες επιβάλλουν τους Γ.Ο.Σ. («πάρ’ το όπως είναι ή άφησέ το») συνάγεται σαφώς ότι η σύναψη της σύμβασης δεν θα είχε επιχειρηθεί ιδίως από την τράπεζα χωρίς το άκυρο μέρος. Ότι η δικαιοπραξία κατά το υπόλοιπο αυτοτελές μέρος δεν είναι ισχυρή, διότι συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά- ιδίως η καθ’ης- απέβλεπε σε αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Ζητούσε, λοιπόν, η εκκαλούσα με βάση τον παραπάνω λόγο ανακοπής της να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση, απέρριψε τον όγδοο λόγο ανακοπής ως άνευ αντικειμένου, σε συνέχεια του σκεπτικού του για την απόρριψη του έβδομου λόγου ανακοπής με τον οποίο είχε κρίνει ότι αορίστως προσβάλλονταν τα κονδύλια με τα οποία φέρεται να επιβαρύνθηκε η ανακόπτουσα παρανόμως ως προς τον συμβατικό τόκο λόγω των κατά την ίδια άκυρων Γ.Ο.Σ. κι ότι επομένως δεν μπορούσε να γίνει μερική ακύρωση της απαίτησης, οπότε χωρίς τη μερική ακύρωση της απαίτησης δεν θα μπορούσε το Δικαστήριο να οδηγηθεί σε ολική ακύρωση της σύμβασης. Ειδικότερα η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι «Με βάση δε τα ανωτέρω είναι απορριπτέος ως άνευ αντικειμένου ο αναφερόμενος ως όγδοος λόγος ανακοπής ισχυρισμός της ανακόπτουσας ότι ενόψει της μερικής ακύρωσης της απαίτησης θα πρέπει να ακυρωθεί το όλον αυτής, καθώς πρωτογενώς, κατά τα ανωτέρω και δια των ήδη προβληθέντων λόγων, το Δικαστήριο δεν ήχθη σε μερική ακύρωση της απαίτησης». Με την κρίση του αυτή το πρωτοβάθμιο με ορθό σκεπτικό απέρριψε τον ως άνω λόγο ανακοπής, απορριπτέου στην ουσία του, του σχετικού λόγου εφέσεως.

Με τον ένατο λόγο εφέσεώς της η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη του ένατου λόγου της ανακοπής της, αφορώντος την υποχρέωση εφαρμογής του δεδικασμένου στην ένδικη υπόθεση, το οποίο παράγεται από έτερες δικαστικές αποφάσεις. Ειδικότερα, με τον ένατο λόγο της ανακοπής της και κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, η ανακόπτουσα ζήτησε να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης, επικαλούμενη ακυρότητα του εκτελεστού τίτλου, βάσει του οποίου διενεργείται η ένδικη αναγκαστική εκτέλεση, ήτοι της υπ’ αριθ. ………../2017 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επί τη βάσει του άρθρου 10 παρ.20 του ν. 2251/1994 και ενόψει δεδικασμένου που απορρέει από την 5253/2003 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, στην οποία ενάγουσα ήταν η Ένωση ….. «…..» και εναγόμενη η εδώ καθ’ης τραπεζική εταιρεία «……………..», όπως και από την από 25 Ιουνίου 2008 Ζ1-798 ΥΑ, καθώς και από τις αναφερόμενες στην τελευταία 430/2005 και 1219/2001 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, τις 5253/2003 και 6291/2000 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών και τις 1119/2001 και 1208/1998 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, άπασες οι οποίες δέχονται ότι οι προαναφερόμενοι στους ανωτέρω λόγους Γ.Ο.Σ. της ένδικης σύμβασης, βάσει της οποίας εκδόθηκε ο ως άνω εκτελεστός τίτλος, είναι άκυροι, διότι στις δίκες, επί των οποίων εκδόθηκαν οι προρρηθείσες αποφάσεις ήταν διάδικοι ομοίως τράπεζες, που είναι μέλη της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών ως και η αρχική πιστώτρια. Σχετικά με τον λόγο αυτό λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: Με τη διάταξη του άρθρου 10§20 Ν 2251/1994, κατά την οποία οι έννομες συνέπειες που προκύπτουν από απόφαση που δέχεται συλλογική αγωγή η οποία ασκήθηκε κατά το άρθρο 10§16 στ. α΄ και β΄ του ίδιου άρθρου, ισχύουν έναντι πάντων και αν δεν ήταν διάδικοι, καθιερώνεται ιδιότυπη δεσμευτικότητα αυτής (απόφασης), που ισχύει έναντι πάντων (ΑΠ 1219/2001 ΕλλΔνη 2001.1495, Γ. Παπαδημητρίου, Το Σύνταγμα και η επέκταση των αποτελεσμάτων που παράγουν οι δικαστικές αποφάσεις επί των συλλογικών αγωγών τις οποίες ασκούν ενώσεις καταναλωτών ιδίως στην περίπτωση των γενικών όρων τραπεζικών συναλλαγών ΔΙΚΗ 2005, σελ. 1133 επ., Β. Βασιλοπούλου, Η δυνατότητα προστασίας του συλλογικού συμφέροντος που εξυπηρετούν οι ενώσεις καταναλωτών διά συλλογικής αγωγής ΕφΑΔ 2010, σελ. 524 επ.). Η απόφαση επί της συλλογικής αγωγής της παραπάνω διάταξης, όμως, δεν διαγιγνώσκει δικαιώματα ή υποχρεώσεις, ούτε ενεργεί αποκαταστατικά, αλλά διαπιστώνει την αντικαταναλωτική συμπεριφορά του προμηθευτή. Επομένως, δεν είναι δυνατό να προσδοθεί σε αυτή η δεσμευτική ενέργεια του δεδικασμένου, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι οι αποφάσεις, που εκδίδονται στο πλαίσιο της εκούσιας δικαιοδοσίας προκαλούν δεσμευτικότητα διακτεινόμενη, και στην περιοχή της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, αποκλειστικά και μόνο όμως για τα θέματα εκείνα που κατά νόμο ανήκουν στη sedes materiae της καθοριστικής λειτουργίας του δικαίου. Κατά συνέπεια, η απόφαση επί συλλογικής αγωγής που διαπιστώνει την καταχρηστικότητα του ΓΟΣ δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την ακυρότητα όλων των αντίστοιχων όρων των ενσωματωμένων σε ατομικές συμβάσεις με συγκεκριμένους καταναλωτές, έστω και αν αυτοί είναι μέλη της ένωσης που άσκησε την αγωγή. Η επέλευση ή μη της ακυρότητας των ενσωματωμένων όρων αποτελεί έργο της αποκαταστατικής λειτουργίας, την οποία τα δικαστήρια επιτελούν στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας τους (βλ. Σ. Κουσούλη, Τα αποτελέσματα αποφάσεως επί συλλογικής αγωγής ιδίως επί χρήσεως καταχρηστικών ΓΟΣ εν όψει της ΑΠ 1219/2001 ΔΕΕ 2002, σελ.1097 επ.). Συνακόλουθα, το αληθές νόημα της κρίσιμης διάταξης είναι ότι οποιοδήποτε ευνοϊκό αποτέλεσμα της εκδοθείσας ως άνω απόφασης μπορεί να γίνει απλά αντικείμενο επίκλησης, τόσο από τα μέλη της ένωσης καταναλωτών, η οποία ήταν διάδικος στη συγκεκριμένη δίκη, όσο και από άλλους καταναλωτές, ακόμη και μη μέλη ένωσης, οι οποίοι διατηρούν, μελλοντικές αξιώσεις έναντι του ίδιου εναγομένου (ΕφΠειρ 438/2023, που παραπέμπει στις ΜονΕφΑθ 1068/2022, ΜονΕφΘεσ 2613/2017 στην ΤΝΠ Νόμος). Συνακόλουθα, δεν γεννάται δεδικασμένο από τις ως επικαλούμενες από την ανακόπτουσα ως άνω αποφάσεις στην παρούσα υπόθεση, το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον παραπάνω λόγο ανακοπής περί δεδικασμένου ως μη νόμιμο, με όμοιο με την παρούσα σκεπτικό, ορθά το νόμο εφάρμοσε και ο υποστηρίζων τα αντίθετα ένατος λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος.

Με τον δέκατο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη του δέκατου λόγου της ανακοπής της αφορώντος την καταχρηστικότητα, η οποία φέρεται να έλαβε χώρα κατά την εφαρμογή και καταγγελία της ένδικης σύμβασης στεγαστικού δανείου. Ειδικότερα με τον δέκατο λόγο της ανακοπής της, κατά τη δέουσα εκτίμηση αυτού, η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε ότι η ενέργεια της καθ’ ης να ενεργοποιήσει τον σχετικό υπό 8.1.2 όρο της επίδικης σύμβασης πίστωσης περί άμεσης καταγγελίας της σύμβασης σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής δύο δόσεων είναι καταχρηστική, έναντια στην καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και τούτο, διότι ο σχετικός όρος τυγχάνει καταχρηστικός, η δε καταγγελία έγινε χωρίς σπουδαίο λόγο κι ενώ η ανακόπτουσα αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και εν συνεχεία της ειδικότερης κρίσης, η οποία πλήττει τον κατασκευαστικό- οικοδομικό κλάδο κι ενώ στις 3.5.2007 είχε αποβιώσει πρόωρα ο σύζυγός της που διηύθυνε την κατασκευαστική εταιρεία «…………….» κι ενώ βρίσκονταν οι διάδικοι σε διαπραγματεύσεις για τον τρόπο ρύθμισης της οφειλής κι ακόμη ότι η καταγγελία προκαλεί σοβαρότατα παραγωγικά προβλήματα στην ανακόπτουσα, που μαζί με την ταυτόχρονη καταχώρισή της στη βάση δεδομένων «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.» πλήττουν τη συναλλακτική της πίστη και την οικονομική της ελευθερία. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη έκρινε ότι «Ο λόγος αυτός ανακοπής, πέραν των γενικών αναφορών για την καταχρηστικότητα των καταγγελιών των τραπεζών, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν συνιστούν καταχρηστική άσκηση του ένδικου δικαιώματος της καθ’ης. Το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η άσκηση του συμβατικού δικαιώματος της καθ’ης επέφερε τυχόν βλάβη στην ανακόπτουσα, την οποία εξάλλου προσδιορίζει κατά τρόπο γενικό και αόριστο, δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος, παρά μόνον αν τούτο μπορεί να συνδυαστεί και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ. όταν η δανείστρια τράπεζα δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη, όμως, συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν η δανείστρια αποφασίζει, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, να εισπράξει την απαίτησή της, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας της, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) μόνο αυτή μπορεί να αποφασίζει, εκτός βέβαια αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει προφανής υπέρβαση που δεν αποδεικνύεται εν προκειμένω (σχ. ΕφΛαρ 298/2008 ΕπισκΕΔ 2008. 1063, ΕφΔυτΜακ 26/2007 Αρμ 2008. 583). Συνεπώς, η αντίδραση της τράπεζας, ήταν επιβεβλημένη από τις περιστάσεις, αποσκοπούσα στην περιφρούρηση των απαιτήσεών της και νομίμως η τελευταία έκανε χρήση του δικαιώματος καταγγελίας της συμβάσεως και έκλεισε τον λογαριασμό, καθόσον, εξάλλου και επιπλέον, η ανακόπτουσα δεν ισχυρίζεται ότι ήταν συνεπής στις συμβατικές της υποχρεώσεις από την ένδικη σύμβαση στεγαστικού δανείου και ότι κατέβαλε τις ληξιπρόθεσμες οφειλές της και, επομένως, ότι δεν πραγματώθηκε το πραγματικό της συμφωνίας των μερών, που η παραβίασή του άγει στην ενεργοποίηση του όρου 8.1.2 της σύμβασης δανείου, χωρίς μάλιστα να προκύπτει ότι απηύθυνε την παραμικρή διαμαρτυρία στην αρχική πιστώτρια και μεταγενέστερα στην ήδη καθ’ης, κατά τη λειτουργία της σύμβασης, αναφορικά με τον συγκεκριμένο ως άνω όρο. Η ενέργεια της καθ’ης, κάτω από τις περιστάσεις που προεκτέθηκαν, δεν υπερβαίνει και μάλιστα προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Με το παραπάνω σκεπτικό, ορθά η εκκαλουμένη απέρριψε ως μη νόμιμο τον δέκατο λόγο της ένδικης ανακοπής, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα με τον δέκατο λόγο έφεσης τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα. Σημειωτέον δε ότι ούτε η εκ μέρους της ανακόπτουσας επίκληση ότι τα μέρη βρίσκονταν σε διαπραγματεύσεις για τον τρόπο ρύθμισης της οφειλής κατά τον χρόνο που η δανείστρια τράπεζα αιτήθηκε τη σε βάρος της δανειολήπτριας έκδοση διαταγής πληρωμής αρκεί για να στοιχειοθετηθεί νόμιμος λόγος ανακοπής λόγω καταχρηστικής συμπεριφοράς της τράπεζας κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, χωρίς να εκτίθεται στην ανακοπή αν υπήρχαν συγκεκριμένες προτάσεις ρύθμισης του χρέους στις οποίες είχε συναινέσει η τράπεζα ή αν η ίδια η τράπεζα είχε απευθύνει συγκεκριμένες προτάσεις προς τη δανειολήπτρια και ότι ευλόγως αναμενόταν η απάντηση της τελευταίας. Ούτε άλλωστε η γνώση της τράπεζας για την οικονομική δυσχέρεια της ανακόπτουσας και τον πρόωρο θάνατο του συζύγου της μπορούν να στοιχειοθετήσουν λόγο ανακοπής εξαιτίας καταχρηστικής συμπεριφοράς της τράπεζας κατ’ άρθρο 281 ΑΚ.

Περαιτέρω, με τον ενδέκατο λόγο έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη του ενδέκατου λόγου ανακοπής που αφορούσε την παράνομη έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής και κατά την εκκαλούσα ως λόγος ανακοπής αγνοήθηκε από την εκκαλούμενη που απέρριψε άλλον, μη περιληφθέντα στην ανακοπή λόγο. Κατά τον σχετικό λόγο ανακοπής, για την έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής προσκομίστηκαν αποσπάσματα κίνησης των λογαριασμών από τα εμπορικά βιβλία της τράπεζας, πλην όμως δεν αποδεικνύεται ο τρόπος καταλογισμού των πραγματοποιηθεισών από την ανακόπτουσα καταβολών, ήτοι ποιο ποσό καταλογίστηκε στους οφειλόμενους τόκους και ποιο ποσό καταλογίστηκε στο κεφάλαιο και συνακόλουθα δεν προκύπτει με σαφήνεια και κατά τρόπο ορισμένο, ποιο ποσό οφειλόταν κατά τις αντίστοιχες ημερομηνίες για κεφάλαιο και ποιο ποσό για τόκους, με αποτέλεσμα να στερείται η ανακόπτουσα της δυνατότητας να ελέγξει αν οι υπολογισμοί της αντιδίκου είναι ακριβείς και αν έχουν γίνει επί τη βάσει των όρων της σύμβασης δανείου. Ότι και η αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, στην οποία ενσωματώθηκε αντίγραφο της κίνησης του λογαριασμού του δανείου, από το οποίο δεν προκύπτει με σαφήνεια και κατά τρόπο ορισμένο, η ακρίβεια των χρεώσεων και πιστώσεων, ώστε να είναι δυνατό να ελέγξει η ανακόπτουσα αν το εμφανιζόμενο ως κατάλοιπο του δανείου είναι ακριβές ή όχι και συνακόλουθα να στερείται του δικαιώματος άμυνάς της, τυγχάνει αόριστη και ότι κατά συνέπεια και η βάσει της αίτησης αυτής εκδοθείσα διαταγή πληρωμής και η βάσει αυτής επισπευδόμενη εκτέλεση τυγχάνουν άκυρες. Ότι περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματική απαίτηση, η ύπαρξη της οποίας αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοσή της, πρέπει η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, πλην όμως εν προκειμένω η ένδικη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε επί τη βάσει, μεταξύ άλλων εγγράφων και των αποσπασμάτων-αντιγράφων της κίνησης των αναφερόμενων λογαριασμών, οι οποίοι είχαν ανοιχθεί για την εξυπηρέτηση του δανείου και όπως τα αποσπάσματα αυτά προέρχονται από τα εμπορικά βιβλία της τράπεζας, πλην όμως από αυτά δεν προκύπτουν εναργώς ούτε το υπόλοιπο του ενήμερου κεφαλαίου, αλλά ούτε και το ποσό των οφειλόμενων τόκων υπερημερίας, με αποτέλεσμα αυτά να βρίσκονται σε προφανή αναντιστοιχία μεταξύ τους. Επί του λόγου αυτού λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 623, 624 παρ. 1, 626, 628 παρ. 1 εδ. α`, 632 παρ. 1 και 633 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματική απαίτηση, εφόσον η απαίτηση αυτή δεν εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και αποδεικνύεται (η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό) με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο ή με συνδυασμό τέτοιων εγγράφων που επισυνάπτονται στην αίτηση. Εάν η απαίτηση ή το ποσό δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο Δικαστής οφείλει, κατ` άρθρο 628 του ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής. Εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 του ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, η ακύρωση της διαταγής πληρωμής απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης της απαίτησης και της δυνατότητας να αποδειχθεί αυτή με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1376/2018, ΑΠ 682/2015, ΕφΠειρ 399/2020, δημ. Νόμος). Ειδικότερα, κατά την παρ. 2 του άρθρου 626 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: α) όσα ορίζουν τα άρθρα 117 ή 118 και η παράγραφος 1 του άρθρου 119 του Κώδικα αυτού, β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή, κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής, πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Από τις διατάξεις αυτές, που δεν περιλαμβάνουν παραπομπή στο άρθρο 216 παρ. 1 περ. α` του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 623 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι, στο δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαίτησης, για την οποία ζητείται η έκδοσή της, ούτως ώστε να πληρούται ο αντίστοιχος νόμιμος όρος, δεν απαιτείται να παρατίθεται το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών, αλλά αρκεί η παράθεση πραγματικών περιστατικών που να εξατομικεύουν την απαίτηση, όσον αφορά στο αντικείμενο, το είδος και τον τρόπο γέννησής της και που να δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση, έναντι του αιτούντος (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 15/2007, δημ. Νόμος). Από δε την έννοια της διάταξης του άρθρου 630 περ. δ’ και ε’ ΚΠολΔ – που ορίζει ότι η διαταγή πληρωμής πρέπει να περιέχει, πλην άλλων στοιχείων, την αιτία της πληρωμής και το ποσό των χρημάτων ή χρεογράφων που πρέπει να καταβληθεί -, προκύπτει ότι αυτή δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά μόνον τίτλος εκτελεστός (άρθρα 631 και 904 παρ. 1 περ. ε’ ΚΠολΔ). Η αναφορά, ειδικότερα, στη διαταγή πληρωμής, του καταβλητέου ποσού χρημάτων, απαιτείται προκειμένου η σχετική απαίτηση να είναι εκκαθαρισμένη, κατά την έννοια του άρθρου 916 ΚΠολΔ και να μπορεί έτσι η διαταγή πληρωμής να λειτουργήσει πράγματι ως εκτελεστός τίτλος. Η δε απαίτηση είναι εκκαθαρισμένη και όταν μπορεί να καθορισθεί κατά ποσό, με απλό αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως είναι ο υπολογισμός των τόκων, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο ή από το νόμο (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1349/2013, δημ. Νόμος). Αντίθετα, δεν απαιτείται η διαταγή πληρωμής να περιλαμβάνει και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες, αλλά αρκεί ο συνοπτικός σ’ αυτήν προσδιορισμός του γενεσιουργού λόγου της απαίτησης, κατά τρόπο που αυτή απλώς να εξατομικεύεται και να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά της, δηλαδή δεν απαιτείται πλήρης περιγραφή όλων των περιστατικών που τη συγκροτούν (ΑΠ 1094/2006, στη ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και για το κατάλοιπο καταγγελθέντος στεγαστικού τοκοχρεωλυτικού δανείου. Έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση, αποτελούν και τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, κατόπιν συμφωνίας των συμβληθέντων μερών (ΑΠ 621/2018, ΕφΠειρ 399/2020, ΕφΔυτΜακ 25/2019, ΜΕφΛαρ 499/2019, στην ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, η συμφωνία μεταξύ της πιστοδότριας τράπεζας και του πιστούχου οφειλέτη, κατά την οποία το απόσπασμα του τηρούμενου από την τράπεζα λογαριασμού θα αποτελεί πλήρη απόδειξη της αξίωσης της τράπεζας, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να διατάξει αποδείξεις σε βάρος της, είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση και δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη (ΑΠ 1022/2003, ΕλλΔ/νη 45.90, ΑΠ 925/2002, ΕλλΔ/νη 38.1794), εναπόκειται δε στον πιστούχο οφειλέτη να αμφισβητήσει το ύψος των επιμέρους κονδυλίων πιστοχρέωσης, που περιέχονται στα αποσπάσματα, αλλά φέρει ο ίδιος το βάρος της απόδειξης των σχετικών ισχυρισμών, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί η πιστοδότρια τράπεζα να αμυνθεί και το δικαστήριο να τάξει το οικείο θέμα απόδειξης (ΕφΑθ 3791/2008, ΕφΑΔ 2009/216). Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου. Ως εκ τούτου, αναφορικά με την αποδεικτική δύναμη των εν λόγω αποσπασμάτων, στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, με την οποία ζητείται το κατάλοιπο δανειακής σύμβασης ή σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού, μεταξύ της αιτούσας πιστώτριας τράπεζας και του καθ` ου η αίτηση πιστούχου, αρκεί να αναφέρεται : α) ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε πως, το ποσό αυτό, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της αιτούσας, β) ότι ο λογαριασμός που τηρήθηκε σε εξυπηρέτηση της σύμβασης, έκλεισε με ορισμένο κατάλοιπο υπέρ αυτής, το οποίο αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών της βιβλίων και γ) ότι το απόσπασμα αυτό, στο οποίο εμφαίνεται όλη η κίνηση του λογαριασμού, από την υπογραφή της σύμβασης μέχρι και το κλείσιμο αυτού (και το οποίο αποτελεί έγγραφο, κατά την έννοια του άρθρου 623 ΚΠολΔ), επισυνάπτεται στην αίτηση, οπότε και δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται σ` αυτήν και τα επί μέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο επισυναπτόμενο απόσπασμα, από το οποίο, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, αποδεικνύεται η απαίτηση της αιτούσας τράπεζας (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 872/2017, δημ. Νόμος στις οποίες παραπέμπει η ΕφΛαμ 5/2022 στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η ανακόπτουσα δεν προσδιορίζει ποιες εγγραφές στο απόσπασμα κίνησης των λογαριασμών από τα εμπορικά βιβλία της τράπεζας αμφισβητεί, ώστε να μπορεί και η καθ’ης η ανακοπή να αμυνθεί για συγκεκριμένα κονδύλια, ούτε βέβαια, κατά τα αμέσως προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, απαιτείτο στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής να αναφέρονται αναλυτικά τα κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων του λογαριασμού, αφού αρκεί μαζί με την αίτηση να προσκομίζεται το σχετικό απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, όπως έγινε στην προκειμένη περίπτωση, ούτε εκ του λόγου αυτού καθίσταται άκυρη η εκδοθείσα διαταγή πληρωμής και η βάσει αυτής επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση. Για το ορισμένο δε του σχετικού λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ` ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 2210/2013), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διάταξης του άρθρου 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 1379/2023, ΑΠ 123/2023 που επίσης παραπέμπει στις AΠ 1346/2022, ΑΠ 1133/2022, ΑΠ 1395/2021, ΑΠ 368/2019 στην ΤΝΠ Νόμος, ομοίως ΜονΕφΠειρ 153/2023, ΜονΕφΑνΚρ 226/2023 στην ΤΝΠ  Νόμος). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε ως μη νόμιμο λόγο τον ενδέκατο λόγο έφεσης, ανεξαρτήτως του εάν εκτίμησε λανθασμένα τα γενεσιουργά του σχετικού λόγου ανακοπής στοιχεία, διαλαμβάνοντας ότι η ανακόπτουσα προβάλλει κάτι διαφορετικό από εκείνο που εμπεριείχετο στο δικόγραφό της, εσφαλμένα δεν απέρριψε τον σχετικό λόγο ανακοπής ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ.2, 118 στοιχ.4 και 216 παρ.1 στοιχ.β’ ΚΠολΔ και πρέπει γι’ αυτό ως προς τον σχετικό λόγο η εκκαλουμένη να εξαφανιστεί και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει και δικάσει τον παραπάνω λόγο ανακοπής, να τον απορρίψει κατά τα ανωτέρω ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας.

Με τον δωδέκατο λόγο της εφέσεώς της η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη του δωδέκατου λόγου της ανακοπής της, αφορώντος την καταχρηστικότητα της συμπεριφοράς της αντιδίκου της και των δικαιοπαρόχων της να επισπεύσουν αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της κύριας κατοικίας της, στην οποία διαμένει μαζί με τα δύο τέκνα της, εκ των οποίων το ένα εισέτι ανήλικο κατά την άσκηση της ανακοπής κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ και 25 του Συντάγματος και μάλιστα της παραγράφου 1 εδ.δ’ του τελευταίου αυτού άρθρου που εισάγει την αρχή της αναλογικότητας στην άσκηση του δικαιώματος. Ότι ειδικότερα κατά την αρχή αυτή, που εφαρμόζεται και στην αναγκαστική εκτέλεση, οι νομίμως επιβαλλόμενοι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα τρία κριτήρια, ήτοι να είναι: α) κατάλληλοι δηλαδή πρόσφοροι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, β) αναγκαίοι, ήτοι να συνιστούν μέτρο το οποίο, σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα, επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον ιδιώτη και τέλος γ) εν στενή εννοία αναλογικοί, να τελούν δηλαδή σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης την οποία προκαλούν. Ότι επομένως η αρχή της αναλογικότητας θέτει όρια στη χρήση των μέσων εκτέλεσης όταν τα μέσα αυτά δεν είναι κατάλληλα για να επιτύχουν τον σκοπό της εκτελεστικής διαδικασίας (αρχή της καταλληλότητας), όταν δεν είναι αναγκαία επειδή υπάρχει άλλο ηπιότερο μέσο (αρχή της αναγκαιότητας του ηπιότερου μέσου) και τρίτον όταν προκαλούν ζημία, η οποία είναι δυσανάλογα μεγάλη και επιβαρυντική για τον θιγόμενο, γιατί τα ωφελήματα, τα οποία επιδιώκει ο επισπεύδων με τις πράξεις εκτέλεσης δεν βρίσκονται σε αρμόζουσα λογική ακολουθία με τις αρνητικές επιπτώσεις για τον καθ’ου η εκτέλεση (αρχή αναλογικότητας υπό στενή έννοια). Ότι εν προκειμένω η καθ’ης κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας κατάσχεσε την κύρια κατοικία της ανακόπτουσας, ενώ μπορούσε να στραφεί σε έτερα ακίνητα ήσσονος αξίας και σπουδαιότητας, τα οποία η ανακόπτουσα και τα τέκνα της έχουν στην κυριότητά τους, τα οποία τυγχάνουν ομοίως βεβαρημένα ή να προβεί σε κατάσχεση τραπεζικών της καταθέσεων προερχόμενων από την εκμίσθωση ακινήτων ή σε κατασχέσεις εις χείρας των μισθωτών τους ως τρίτων, κάτι που δεν έπραξε η καθ’ης φερόμενη εκβιαστικά, ανάλγητα και εξόχως καταχρηστικά. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι ο παραπάνω λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως προδήλως αόριστος. Τούτο διότι η ανακόπτουσα δεν εκθέτει στο πεδίο του προκείμενου λόγου ποια τα συγκεκριμένα με ορισμένο τρόπο περιγραφόμενα ακίνητα και ποια η αξία των έτερων υφιστάμενων ακινήτων κυριότητας της ίδιας της ανακόπτουσας, καθώς η τυχόν ύπαρξη ακινήτων κυριότητας των τέκνων της εν προκειμένω αλυσιτελώς προβάλλεται, ποιο το ύψος των τραπεζικών της καταθέσεων, η αξία των οποίων καλύπτει την ένδικη απαίτηση κατά κεφάλαιο και τόκους και δη εντόκως από την 11.11.2016, από τις οποίες θα μπορούσε να ικανοποιηθεί η καθ’ης, τον λόγο για τον οποίο είτε δεν καταβάλλει την μηνιαία δόση είτε δεν καταβάλλει το συνολικό ποσό της απαίτησης, εφόσον η ίδια διατείνεται ότι η καθ’ης θα μπορούσε να ικανοποιήσει την απαίτησή της δια της κατάσχεσης καταθέσεών της και στα χέρια τρίτων, ως εκ τούτου υφίστανται χρηματικά ποσά καλύπτοντα το σύνολο της απαίτησης, ενώ, τέλος, σε κάθε περίπτωση, δοθέντος ότι η κατάσχεση κατατείνει στην ικανοποίηση όχι μόνο της επισπεύδουσας αλλά και όλων των δανειστών που πρόκειται να αναγγελθούν, δεν αναφέρονται από την ανακόπτουσα οι τυχόν απαιτήσεις των λοιπών δανειστών που θα αναγγελθούν. Αμφότερα δε τα μη διαληφθέντα στον προκείμενο λόγο της κρινόμενης ανακοπής αποτελούν στοιχεία τα οποία είναι απαραίτητα, προκειμένου να δύναται να κριθεί η νομική και συνακόλουθα η ουσιαστική βασιμότητά του, ήτοι να κριθεί από το Δικαστήριο εάν από την επίσπευση αναγκαστικής κατάσχεσης από την καθ’ης προκαλείται έντονη η εντύπωση της αδικίας προς την ανακόπτουσα και συντρέχει περίπτωση προφανούς υπέρβασης των ορίων της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, ώστε η άσκησή του από την επισπεύδουσα να παρίσταται καταχρηστική κατά το άρθρο 281 ΑΚ και τελικά κατά ουσιώδη απόκλιση από τα ήδη κριθέντα με τον όγδοο λόγο της παρούσας ανακοπής. Με το παραπάνω σκεπτικό η εκκαλουμένη ορθά απέρριψε τον παραπάνω λόγω ανακοπής λόγω αοριστίας ως απαράδεκτο, απορριπτομένου ως αβάσιμου του δωδέκατου λόγου της εφέσεως με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα.

Παρακάτω, με τον δέκατο τρίτο λόγο της εφέσεώς της η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη του δέκατου τρίτου λόγου της ανακοπής της αφορώντος την ακυρότητα εκπλειστηριασμού της πρώτης κατοικίας αυτής και της οικογένειάς της. Ότι σύμφωνα με το άρθρο 174 ΑΚ «δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη» και δεδομένου ότι και ο πλειστηριασμός θεωρείται ιδιόρρυθμη σύμβαση, η διενέργεια πλειστηριασμού της πρώτης κατοικίας αποτελεί ευθεία παράβαση των διατάξεων του ν. 3869/2010 και πρέπει κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 174 ΑΚ να θεωρηθεί άκυρος. Ότι επιπρόσθετα η διάταξη του άρθρου 175 ΑΚ ορίζει πως «η διάθεση ενός αντικειμένου είναι άκυρη αν ο νόμος την απαγορεύει. Αν η απαγόρευση έχει οριστεί για το συμφέρον ορισμένων προσώπων, την ακυρότητα μπορούν να προτείνουν μόνο αυτά…». Ότι αν λοιπόν με τον πλειστηριασμό διατέθηκε ακίνητο που χρησίμευε ως πρώτη και κύρια κατοικία, αυτός θεωρείται άκυρος, καθώς απαγορεύεται ρητά βάσει του νόμου 3869/2010. Ο λόγος αυτός ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος καθώς με τις διατάξεις του ν. 3869/2010 δεν εισάγεται ως γενικός κανόνας η απαγόρευση πλειστηριασμού της πρώτης και κύριας κατοικίας για χρέη του δανειολήπτη προς την τράπεζα, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η ανακόπτουσα αλλά δίνεται η δυνατότητα εξαίρεσης εκποίησης της κύριας κατοικίας κατ’ άρθρο 9 παρ.2 του παραπάνω νόμου υπό προϋποθέσεις. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι ο προκείμενος λόγος επιχειρείται εσφαλμένως να θεμελιωθεί στις διατάξεις του ν. 3869/2010, καθώς αφενός, η ανακόπτουσα δεν ισχυρίζεται ότι έχει καταθέσει σχετική αίτηση περί υπαγωγής της στο ν. 3869/2010, η οποία μάλιστα έχει ήδη οδηγήσει σε δικαστική κρίση περί εξαίρεσης από την εκποίηση της κατασχεθείσας κύριας κατοικίας της και μάλιστα κατόπιν ρύθμισης του ένδικου χρέους, αφετέρου, η εν λόγω εξαίρεση από την εκποίηση ενεργοποιείται υπό τους όρους του ν. 3869/2010 και κατά την κρίση του Δικαστηρίου δεν χωρεί αναλογική εφαρμογή χωρίς την ενεργοποίησή του δια άσκησης αίτησης και θετικής δικανικής κρίσης, ώστε να κρίνεται η προκείμενη κατάσχεση ως απαγορευμένη εκ του νόμου δικαιοπραξία, οπότε απέρριψε ως μη νόμιμο τον παραπάνω λόγο ανακοπής, ορθά το νόμο ερμήνευσε και ο σχετικός λόγος εφέσεως τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος.

Τέλος, η εκκαλούσα σωρεύει στο δικόγραφο της ένδικης εφέσεως αίτηση αναστολής κατ’ άρθρο 938 ΚΠολΔ της επισπευδόμενης σε βάρος της αναγκαστικής εκτέλεσης. Στηρίζει δε τη σχετική αίτηση στο γεγονός ότι κινδυνεύει να εκπλειστηριασθεί η μοναδική και κύρια κατοικία αυτής και των τέκνων της, γεγονός που θα της προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη, επιπλέον δε επικαλείται την ευδοκίμηση των λόγων της εφέσεώς της και περαιτέρω ως λόγο για την ευδοκίμηση της αίτησής της το ότι ήδη από τις 19.5.2023 έχει υποβάλει την υπ’ αριθ. ………. αίτηση του άρθρου 8 του ν. 4738/2020 για να ρυθμιστούν εξωδικαστικά οι οφειλές της, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι οφειλές της προς την εφεσίβλητη, για τις οποίες επισπεύδεται η σε βάρος της εκτέλεση και ως προς την οποία (αίτηση) δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία αξιολόγησής της, καίτοι έχει παρέλθει διάστημα 4 μηνών από την υποβολή της, λόγω του πλήθους των αιτημάτων που έχουν υποβληθεί στην συγκεκριμένη ηλεκτρονική πλατφόρμα από πιστωτές της (αιτήματα παροχής στοιχείων, άρσης απορρήτου συνοφειλετών της κλπ). Ότι μάλιστα στο άρθρο 18 του ν. 4738/2020 προβλέπεται ότι από την υποβολή της αίτησης και μέχρι την με οποιονδήποτε τρόπο περάτωση της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 16, αναστέλλονται η λήψη ασφαλιστικών μέτρων και η συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί απαιτήσεων, κινητών και ακινήτων κατά του οφειλέτη αναφορικά με τις οφειλές, των οποίων ζητείται η ρύθμιση και ότι η αναστολή παύει με την τυχόν κοινοποίηση προς τον οφειλέτη της απόφασης μη υποβολής πρότασης συμφωνίας αναδιάρθρωσης ή με την καθ’ οιονδήποτε τρόπο απόρριψη της αίτησης, πλην όμως τίποτε από τα δύο τελευταία δεν έχει συμβεί μέχρι σήμερα. Η ως άνω αίτηση κατά το μέρος που στηρίζεται στους ήδη κριθέντες και απορριφθέντες λόγους εφέσεως τυγχάνει απορριπτέα ως αβάσιμη στην ουσία της, αφού για να διαταχθεί αναστολή της εκτέλεσης κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ πρέπει να μπορεί να ευδοκιμήσει το ασκηθέν ένδικο μέσο, ενώ ως προς την επιστήριξη της αίτησης αναστολής εκτέλεσης στο μεταγενέστερο της άσκησης της ένδικης ανακοπής γεγονός ότι η εκκαλούσα υπέβαλε αίτηση για εξωδικαστική ρύθμιση των οφειλών της κατ’ άρθρο 8 του ν. 4738/2020 χωρίς να έχει ολοκληρωθεί ακόμη η επεξεργασία της αίτησης αυτής, η αίτηση αναστολής εκτέλεσης τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, αφού ο σχετικός λόγος αναστολής της εκτέλεσης δεν αποτέλεσε και λόγο έφεσης. Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 938 παρ.2 εδ.1 ΚΠολΔ «Ειδικώς επί κατάσχεσης ακινήτου δεν εφαρμόζεται η παρ.1, η δε άσκηση του ενδίκου μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός εάν το δικαστήριο του ενδίκου μέσου, μετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται με το ένδικο μέσο ή με τις προτάσεις, δικάζοντας με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., διατάξει την αναστολή με ή χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ενδίκου μέσου». Επομένως προϋπόθεση για να χορηγηθεί η ως άνω προβλεπόμενη αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο είναι η σχετική αίτηση να στηρίζεται σε λόγο ανακοπής που απορρίφθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με λόγο έφεσης στον δεύτερο βαθμό, η ευδοκίμηση του οποίου πρέπει να πιθανολογείται, μη επιτρεπομένου να στηριχθεί η αίτηση του άρθρου 938 παρ.2 ΚΠολΔ σε οψιγενή λόγο ανακοπής που δεν έχει προβληθεί στον πρώτο βαθμό, ούτε βέβαια έχει αποτελέσει λόγο έφεσης κατά της εκκαλούμενης απόφασης. Συνακόλουθα, η μεν υπό κρίση έφεση με εξαίρεση τον ενδέκατο λόγο της ως προς τον οποίο έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν και μετ’ εξαφάνιση της εκκαλουμένης ως προς τον ενδέκατο λόγο της ένδικης ανακοπής, αυτός κρατήθηκε και δικάστηκε από το παρόν Δικαστήριο και απορρίφθηκε λόγω αοριστίας ως απαράδεκτος, ως προς τους λοιπούς λόγους πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της, η δε σωρευθείσα αίτηση αναστολής απορριπτέα τυγχάνει κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. Δεδομένου ότι η ανακοπή κρίθηκε απορριπτέα στο σύνολό της, όπως είχε συμβεί και πρωτοδίκως, δεν συντρέχει λόγος να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς τη διάταξη επιδίκασης δικαστικών εξόδων υπέρ της καθ’ης για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας. Σε ό,τι αφορά τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης- καθ’ης η αίτηση που προέκυψαν από την κριθείσα έφεση και την σωρευθείσα αίτηση αναστολής εκτέλεσης, αυτά, κατόπιν σχετικού αιτήματος της τελευταίας, πρέπει να επιβληθούν στην ηττηθείσα εκκαλούσα- αιτούσα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 84 παρ. 2 του Ν. 4194/2013,  κατά το διατακτικό. Τέλος επειδή κατόπιν της εφέσεως εξαφανίστηκε εν μέρει η εκκαλουμένη και επανακρίθηκε ο ενδέκατος λόγος ανακοπής, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα για την άσκηση του ένδικου μέσου παραβόλου σε αυτή κατ’ άρθρο 495 παρ.4 προτελ. εδ. ΚΠολΔ σύμφωνα με το διατακτικό (βλ. Χ. Ευθυμίου σε Απαλαγάκη- Σταματόπουλο Ο Νέος ΚΠολΔ 2, σελ. 1631 με παραπομπή στην ΑΠ 532/2016, ΕλλΔνη 2017, σελ. 1426).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την από 18.9.2023 έφεση κατά της 3018/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών) και την σωρευόμενη στο ίδιο δικόγραφο από 18.9.2023 αίτηση αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει ό,τι έκρινε απορριπτέο κατ’ ουσίαν σε αυτή.

Δέχεται κατ’ ουσίαν την έφεση ως προς τον ενδέκατο λόγο αυτής που αφορά στον ενδέκατο λόγο της από 8.2.2023 (Γ.Α.Κ. …../2023 και Ε.Α.Κ. …../2023) ανακοπής.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη ως προς τον παραπάνω λόγο ανακοπής.

Κρατεί και δικάζει τον ενδέκατο λόγο της ως άνω ανακοπής.

Απορρίπτει αυτόν λόγω αοριστίας ως απαράδεκτο.

Απορρίπτει την από 18.9.2023 αίτηση αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης- καθ’ης η αίτηση για τον παρούσα δίκη από την εκδίκαση της κριθείσας εφέσεως και της σωρευόμενης στο ίδιο δικόγραφο αίτησης αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της εκκαλούσας-αιτούσας και ορίζει αυτά στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του με κωδικό …………. e- Παράβολου του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού εκατό (100) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 16.4.2024.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ