Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 181/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  181/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Κ.Σ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ

Της εκκαλούσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..» με δ.τ. «………», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …….., με ΑΦΜ ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Δάφνη Σφυρή [ΨΑΡΑΚΗΣ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ], με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,

Της εφεσίβλητης: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, τελούσας υπό ειδική εκκαθάριση με την επωνυμία «……………» που εδρεύει στην Αθήνα στην οδό ……….., με ΑΦΜ ……., νομίμως εκπροσωπούμενης δυνάμει της ΕΠΑΘ ΤτΕ 182/1/4.4.2016 (ΦΕΚ Β’ 925), από τον ειδικό εκκαθαριστή ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………… και τον διακριτικό τίτλο «…………», που εδρεύει στο ……. Αττικής, με ΑΦΜ ……….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Ευφροσύνη Καμούδη [ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ], με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Η νυν εκκαλούσα άσκησε κατά της νυν εφεσίβλητης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 30.9.2021 (με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. …/2021) ανακοπή της, επί της οποίας, συζητηθείσας αντιμωλία των διαδίκων με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, εκδόθηκε η 791/2022 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που για ορισμένους λόγους της ανακοπής ανέστειλε τη δίκη κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ και ως προς τους υπόλοιπους λόγους απέρριψε την ανακοπή.

Η ανακόπτουσα προσέβαλε την ανωτέρω οριστική απόφαση ως προς τους λόγους που απορρίφθηκαν με την από 18-3-2022 έφεσή της, την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις 18.3.2022 με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …/2022. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε αυθημερόν στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2022 και Ε.Α.Κ. …/2022, οπότε ορίσθηκε η 2.3.2022 και μετ’ αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η έφεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται μετ’ αναβολή προς συζήτηση κατ’ άρθρο 226 παρ.4 σε συνδυασμό με το άρθρο 498 παρ.2 ΚΠολΔ ενώπιον του παρόντος αρμόδιου κατ’ άρθρο 19 περ.1 ΚΠολΔ Δικαστηρίου, η από 18.3.2022 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …./2022 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …./2022) έφεση της ηττηθείσας πρωτοδίκως ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, τελούσας υπό ειδική εκκαθάριση με την επωνυμία «……………», νομίμως εκπροσωπούμενης από την ειδική εκκαθαρίστρια ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “……………» προς εξαφάνιση της 791/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών). Το παραπάνω Δικαστήριο  δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων την από 30.9.2021 (με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …../2021) ανακοπή της εκκαλούσας προς ακύρωση α) της από 15.1.2020 επιταγής προς πληρωμή, επιδοθείσας στις 16.1.2020, μετά του φωτοτυπικού αντιγράφου της υπ’ αριθ. …/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και β) της υπ’ αριθ. …/16-7-2021 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτων του δικ. επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιά, …………, αφενός ανέστειλε τη δίκη ως προς τους λόγους που αφορούν στην απαίτηση και στο κύρος του εκτελεστού τίτλου μέχρι την τελεσίδικη εκδίκαση της από 27.5.2021 με αρ. ………../27-5-2021 ανακοπής και των από 27.10.2021 με αρ. ………./5-11-2021 πρόσθετων λόγων αυτής κατά της υπ’ αριθ. …………../2014 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αφετέρου απέρριψε τους υπόλοιπους λόγους της ανακοπής κατά της από 15.1.2020 επιταγής προς πληρωμή και της υπ’ αριθ. ……../16-7-2021 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτων του παραπάνω δικ. επιμελητή. Ήδη, με την ένδικη έφεση που ασκήθηκε νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ στις 18.3.2022 κι εμπρόθεσμα, εντός της κατ’ άρθρο 518 παρ.1 ίδιου Κώδικα καταχρηστικής προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της απόφασης στις 14.3.2022, προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης, πλήττονται μόνο οι λόγοι ανακοπής που απορρίφθηκαν από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Η εφεσίβλητη με τις ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού προτάσεις της πρόβαλε ισχυρισμό περί απαραδέκτου της υπό κρίση έφεσης. Ειδικότερα διαλαμβάνει ότι σύμφωνα με το άρθρο 513 παρ.1 σημ. β ΚΠολΔ παραδεκτά προσβάλλονται με το ένδικο μέσο της έφεσης μόνο οι οριστικές πρωτοβάθμιες αποφάσεις, δηλαδή εκείνες που δέχονται ή απορρίπτουν (εν όλω ή εν μέρει) το αίτημα περί παροχής έννομης προστασίας και έχουν ως αποτέλεσμα την περάτωση της δίκης. Ότι για το εκκλητό της απόφασης δεν αρκεί αυτή να είναι οριστική, αλλά απαιτείται να περατώνει όλη τη δίκη, συνεπώς όταν σωρεύονται περισσότερες αγωγές ή συνεκδικάζονται περισσότερες υποθέσεις για να υπάρχει η δυνατότητα προσβολής με έφεση θα πρέπει να έχουν κριθεί σωρευτικά όλες οι σωρευόμενες αγωγές, να υπάρχει δηλαδή τελειωτική απόφαση, ενώ η απόφαση που είναι εν μέρει οριστική δεν μπορεί να προσβληθεί με έφεση ούτε για τις οριστικές διατάξεις πριν από την έκδοση οριστικής απόφασης για τη δίκη. Ότι για την παραδεκτή άσκηση έφεσης κατά των αποφάσεων που δέχονται οριστικά την αγωγή ως προς μια από τις περισσότερες αντικειμενικά σωρευόμενες βάσεις και επιφυλάσσονται για τις υπόλοιπες, έχει κριθεί ότι δεν επιτρέπεται η άσκηση έφεσης προτού περατωθεί οριστικώς η δίκη, ως προς όλες τις αγωγές και τα αιτήματα που ενώθηκαν στο ίδιο δικόγραφο. Ότι στην υπό εξέταση περίπτωση, που επί της από 30.9.2021 ανακοπής της εκκαλούσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά δημοσιεύθηκε η εκκαλούμενη οριστική απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ανακοπή κατά το μέρος που έβαλε κατά των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι της επιταγής προς πληρωμή και της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, λόγω ελαττωμάτων στην τήρηση της διαδικασίας της εκτέλεσης, ενώ ανέστειλε τη δίκη για τους αφορώντες την απαίτηση και το κύρος του εκτελεστού τίτλου λόγους ανακοπής μέχρι την έκδοση της απόφασης επί της ασκηθείσας κατ’ άρθρο 633 ΚΠολΔ ανακοπής της εκκαλούσας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, πρόκειται για περίπτωση μη οριστικής απόφασης λόγω αναστολής της δίκης μέχρι να ολοκληρωθεί μία άλλη συναφής δίκη, συνεπώς η εκκαλούμενη δεν ήταν εκκλητή κατά τον χρόνο άσκησης της υπό κρίση έφεσης και το υπό εξέταση δικόγραφο τυγχάνει απαράδεκτο. Σχετικά με τον ισχυρισμό αυτό σημειώνεται ότι από τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1β` του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, το ένδικο μέσο της εφέσεως επιτρέπεται μόνο κατά των οριστικών αποφάσεων που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή, αν δε η απόφαση είναι κατά ένα μέρος οριστική, δεν επιτρέπεται έφεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων, πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, σε περίπτωση αντικειμενικής σωρεύσεως περισσοτέρων αγωγών στο ίδιο δικόγραφο, ήτοι επί ενώσεως στο ίδιο δικόγραφο αγωγής περισσοτέρων αιτήσεων του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου (άρθρο 218 παρ. 2 του ΚΠολΔ), ή όταν ενώνονται στο ίδιο δικόγραφο ανακοπής κατά της εκτέλεσης περισσότεροι λόγοι ανακοπής που καθένας στηρίζει αυτοτελώς το αίτημα της ανακοπής δεν επιτρέπεται έφεση κατά των οριστικών, αλλά μη τελειωτικών αποφάσεων, ήτοι εκείνων που δέχονται ή απορρίπτουν ένα αυτοτελές αίτημα και αναβάλλουν την εκδίκαση των άλλων αιτημάτων, που εκκρεμούν στην ίδια διαδικασία, υπό την προϋπόθεση όμως της ύπαρξης συνάφειας ανάμεσα στην οριστικώς κριθείσα αίτηση και σε εκείνη που ακόμα είναι εκκρεμής, κατά τρόπο, ώστε, από την άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως να πηγάζει κίνδυνος εκδόσεως, ενδεχομένως, αντιφατικών αποφάσεων (βλ. ΑΠ 14/2022 στην ΤΝΠ Νόμος που παραπέμπει στις Α.Π. 66/2012, Α.Π. 409/2009, Α.Π. 295/2007, Α.Π. 1060/2004, Α.Π. 1565/2001). Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση οι λόγοι ανακοπής ως προς τους οποίους ανέστειλε τη δίκη το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ μέχρι την τελεσίδικη εκδίκαση της από 27.5.2021 ανακοπής και των από 27.10.2021 πρόσθετων λόγων της, κατά της υπ’ αριθ. …………./2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αφορούν στην απαίτηση και στο κύρος του εκτελεστού τίτλου, ενώ οι λόγοι ανακοπής που απορρίφθηκαν οριστικά με την εκκαλούμενη απόφαση αφορούν σε υποστηριζόμενες πλημμέλειες της επιταγής προς πληρωμή, της εντολής προς εκτέλεση και της διαδικασίας για την έκδοση της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, οπότε οι τελευταίοι αυτοί λόγοι δεν έχουν συνάφεια με τους πρώτους η εκδίκαση των οποίων έχει ανασταλεί και ως εκ τούτου ως προς αυτούς παραδεκτά προσβάλλεται η εκκαλούμενη απόφαση με έφεση, χωρίς να προκύπτει κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων όταν εκδικασθούν οι ανασταλέντες λόγοι ανακοπής (βλ. και τη ΜονΕφΑθηνών 598/2023 στην ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, η υπό κρίση έφεση, εκδικαζόμενη με την ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών ως πρωτοδίκως κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ από το παρόν Δικαστήριο, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό της εφέσεως έχει κατατεθεί το με κωδικό …………. e- παράβολο του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο το αντίγραφο του e- παράβολου και την από 18.3.2022 απόδειξη εξόφλησης της Τράπεζας Πειραιώς).

Με τον πρώτο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα παραπονείται για την απόρριψη του δεύτερου λόγου της ανακοπής της από την εκκαλουμένη λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των άρθρων 626, 628 ΚΠολΔ, του άρθρου 2 παρ.1 του Κανονισμού Ειδικής Εκκαθάρισης Πιστωτικών Ιδρυμάτων (ΦΕΚ Β’ 717/17.3.2016) και του άρθρου 145 του ν. 4261/2014. Ειδικότερα, η ανακόπτουσα με τον ως άνω λόγο της ανακοπής της υποστήριξε ότι η σε βάρος της από 15.1.2020 επιταγή προς πληρωμή, η από 12.7.2021 εντολή προς εκτέλεση και η υπ’ αριθ. ……./16.7.2021 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου του δικ. επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ……… πρέπει να αναγνωριστούν ως ανυπόστατες, άλλως να κηρυχθούν άκυρες ως προερχόμενες από μη νομιμοποιούμενο προς τούτες πρόσωπο, ήτοι από την καθ’ης υπό εκκαθάριση ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……….. ..», η οποία όμως μετά τη θέση της σε ειδική εκκαθάριση δεν νομιμοποιείτο να ενεργεί τέτοιες πράξεις για ικανοποίηση τυχόν απαιτήσεών της βάσει του άρθρου 2 παρ.1 του Κανονισμού Ειδικής Εκκαθάρισης Πιστωτικών Ιδρυμάτων, αλλά μόνη νομιμοποιούμενη να επισπεύσει στο δικό της όνομα τέτοιες πράξεις είναι η διορισθείσα ειδική εκκαθαρίστρια ανώνυμη εταιρεία «………………», η οποία αποτελεί όργανο της εκκαθάρισης, όπως ακριβώς ο σύνδικος αποτελεί όργανο της πτώχευσης. Σχετικά με τον λόγο αυτό ανακοπής λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: Κατά τη διάταξη του άρθρου 62 εδ.α’ ΚΠολΔ όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Η ικανότητα αυτή αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και σύμφωνα με το άρθρο 73 ΚΠολΔ εξετάζεται σε κάθε στάση αυτής και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 219/2023,  ΕφΑνατΚρ 7/2024 στην ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, με την ταυτόσημη προς το καταργηθέν άρθρο 68 του ν. 3601/2007, ρύθμιση του άρθρου 145 του ν. 4261/2014 προβλέπεται ότι: «1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 3458/2006 και του άρθρου 142 του παρόντος νόμου: α) Πιστωτικό ίδρυμα δεν κηρύσσεται σε πτώχευση ούτε είναι δυνατόν να ανοίξει επ’ αυτού προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης. β) Στην περίπτωση που ανακαλείται η άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 19, αυτό τίθεται υποχρεωτικώς υπό ειδική εκκαθάριση με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος… γ) Κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης, τη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος αναλαμβάνει ειδικός εκκαθαριστής, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που ορίζεται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος… δ) Ο ειδικός εκκαθαριστής υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία μπορεί να τον αντικαθιστά κατά πάντα χρόνο…» Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι τα πιστωτικά ιδρύματα, όπως η καθ’ης η ανακοπή (ήδη εφεσίβλητη) ανώνυμη τραπεζική εταιρία, δεν κηρύσσονται σε πτώχευση αλλά μπορεί να τεθούν σε κατάσταση ειδικής εκκαθάρισης η οποία σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην πτώχευση, γίνεται αντιληπτή αποκλειστικά ως συλλογική διαδικασία διοικητικής φύσης, η οποία, κινούμενη από την εποπτεύουσα αρχή και όχι με πρωτοβουλία των πιστωτών, οδηγεί στη ρευστοποίηση της περιουσίας του πιστωτικού ιδρύματος. Η θέση του πιστωτικού ιδρύματος σε εκκαθάριση δεν θίγει την ικανότητά του να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, κατά συνέπεια και την ικανότητα διεξαγωγής των δικών του και την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση των αξιώσεών του στο όνομά του και τούτο γιατί και μετά τη θέση του σε εκκαθάριση, η νομική προσωπικότητα του ιδρύματος λογίζεται υφισταμένη, εφόσον αυτό απαιτείται για τις ανάγκες και προς τον σκοπό της εκκαθάρισης. Εφεξής, το πιστωτικό ίδρυμα εκπροσωπείται από ειδικό εκκαθαριστή, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που ορίζεται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Ο τελευταίος (υπό την προαναφερθείσα ιδιότητα και όχι στο δικό του όνομα) λαμβάνει όλα τα αναγκαία εξασφαλιστικά και συντηρητικά μέτρα, προκειμένου να διασφαλιστεί η ακεραιότητα και να προστατευθεί η αξία της υπό ειδική εκκαθάριση εταιρίας, αναλαμβάνοντας τη διαχείριση του νομικού προσώπου (βλ. προσκομιζόμενες ΕφΑθ 5661/2023, ΜονΕφΠειρ 171/2022). Συνεπώς ο πρώτος λόγος έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον δεύτερο λόγο ανακοπής της ότι η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή και η έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης είναι ακυρωτέες, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της καθ’ης υπό ειδική εκκαθάριση ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον ειδικό εκκαθαριστή της ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……………..», ενώ η αναγκαστική εκτέλεση έπρεπε να επισπευσθεί στο όνομα της αμέσως παραπάνω ειδικής εκκαθαρίστριας τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον σχετικό λόγο ως μη νόμιμο, καθώς η ανακόπτουσα εσφαλμένα εξομοιώνει απόλυτα τον ειδικό εκκαθαριστή με τον σύνδικο της πτώχευσης αφού η έκταση των αρμοδιοτήτων του πρώτου ορίζονται συγκεκριμένα στο άρθρο 145 παρ.1γ του ν. 4261/2014, η δε ειδική εκκαθάριση γίνεται διαφορετικά αντιληπτή απ’ ό,τι η πτώχευση και σε αυτήν εφαρμόζονται συμπληρωματικώς και μόνο στο μέτρο που δεν αντίκεινται στο παραπάνω άρθρο 145 ν. 4261/2014, οι διατάξεις για την πτώχευση (βλ. σχετ. ΑΠ 822/2015 σε ΤΝΠ Νόμος, όπου διάδικος είναι το πιστωτικό ίδρυμα) ορθά κατ’ αποτέλεσμα το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, με συμπλήρωση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης ως προς τον παραπάνω λόγο ανακοπής με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ (βλ. ομοίως ΕφΛαμ 8/2024 στην ΤΝΠ Νόμος).

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης της, η εκκαλούσα-ανακόπτουσα υποστηρίζει ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 624 και 916 ΚΠολΔ η εκκαλουμένη απέρριψε τον τρίτο λόγο ανακοπής της ότι είναι άκυρες οι προσβαλλόμενες επιταγή προς πληρωμή και έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης λόγω του ανεκκαθάριστου της απαίτησης για την οποία η εφεσίβλητη επέβαλε την ένδικη κατάσχεση. Ότι ειδικότερα ενώ με την από 15.1.2020 επιταγή προς πληρωμή η ανακόπτουσα επιτάχθηκε να καταβάλει στην καθ’ης το ποσό του 1.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της διαταγής πληρωμής μέχρι την εξόφληση και 17.000 ευρώ για τη δικαστική δαπάνη της, με την από 12.7.2021 έγγραφη εντολή προς εκτέλεση η καθ’ ης ζήτησε την επιβολή κατάσχεσης στα ακίνητα της ανακόπτουσας για μέρος του κεφαλαίου της απαίτησής της, ήτοι για το ποσό των 500.000 ευρώ, χωρίς να προσδιορίζει α) σε ποιες ομολογίες και με ποια ημερομηνία λήξης αντιστοιχεί το ποσό των 500.000 ευρώ, για το οποίο επισπεύδεται τελικά η εκτέλεση σύμφωνα με την ανακοπτόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης και β) για ποιο επιμέρους κονδύλιο της επιταγής περιορίστηκε η απαίτησή της.

Σχετικά με τον λόγο αυτό λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 904, 915 και 916 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η δυνάμει εκτελεστού τίτλου, μεταξύ των οποίων και η διαταγή πληρωμής, αναγκαστική εκτέλεση προϋποθέτει να είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη η εκτελούμενη απαίτηση. Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση όταν από τον εκτελεστό τίτλο προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής (ΑΠ 1016/2018 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1543/2014 ΧρΙΔ 2015, σελ. 203). Εκκαθαρισμένη είναι η χρηματική απαίτηση, ακόμη και όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1016/2018 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1543/2014 ό.π., ΑΠ 653/2013 ΧΡΗΔΙΚ 2013, σελ. 546). Στην αντίθετη περίπτωση, η με έγγραφο διαπιστούμενη αξίωση του επισπεύδοντος δεν είναι επιδεκτική εκτέλεσης. Αναγκαία, συνεπώς, προϋπόθεση της εγκυρότητας της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι ο πλήρης προσδιορισμός στον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο της έκτασης, του είδους και του περιεχομένου της αξίωσης που ενσωματώνει. Κατά δε την απολύτως κρατούσα άποψη, αναγκαστική εκτέλεση με τίτλο, από τον οποίο δεν προκύπτει απαίτηση εκκαθαρισμένη, είναι άκυρη, χωρίς να χρειάζεται να αποδεικνύεται βλάβη (ΑΠ 758/2014, ΑΠ 905/2011, ΑΠ 1124/2010 στην ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, η κατάσχεση δεν πάσχει επειδή αυτή επιβλήθηκε για ποσό μικρότερο από το πράγματι οφειλόμενο λόγω περιορισμού της απαίτησης σε σχέση με το ζητούμενο με την προεπιδοθείσα επιταγή προς πληρωμή, εφόσον βεβαίως ο περιορισμός είναι ορισμένος και δεν επιφέρει μετάπτωση της παροχής σε ανεκκαθάριστη, αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 904, 915, 916 και 924 ΚΠολΔ, ακυρότητα δεν υπάρχει και αν ακόμα η κατάσχεση έχει επιβληθεί για ποσό μεγαλύτερο του πράγματι οφειλομένου (ΕφΑθ 4901/2000 ΕλλΔικ 2001, σελ.776, Β. Βαθρακοκοίλης ΚΠολΔ, τόμ. Ε’, σελ. 708, αρ. 11). Ο περιορισμός αυτός δεν προσβάλλει τα συμφέροντα του οφειλέτη, αφού συνεπάγεται τη μείωση των εξόδων που τον βαρύνουν. Για την αποτροπή, όμως, του κινδύνου προβολής μεταγενέστερα του ισχυρισμού του ότι χώρησε παραίτηση του δανειστή από το υπόλοιπο μέρος της απαίτησής του, καθώς επίσης και του κινδύνου προσβολής της εκτέλεσης για αοριστία σε σχέση με το ζήτημα για ποια κονδύλια της απαίτησης αυτή διενεργήθηκε, θα πρέπει να γίνεται, αφενός μεν ειδική αναφορά σε συγκεκριμένα κονδύλια, για τα οποία αυτή επισπεύδεται έκτοτε, αφετέρου δε ρητή επιφύλαξη για το υπόλοιπο μέρος της απαίτησης (βλ. ΜονΕφΠειρ 156/2023 σε efeteio-peir.gr, ΜονΕφΔωδ 303/2023 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΑνατΚρητ 278/2023,  ΜονΕφΑθ 3761/2022 στην ΤΝΠ QUALEX, ΜονΕφΑθ 2472/2022 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 472/2022, ΜονΕφΠειρ 86/2022, ΜονΕφΠειρ 399/2020 και οι τρεις δημ. σε efeteio-peir.gr, Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, τόμος Ε’, άρθρο 954, σελ. 708, Γνωμοδότηση Παν. Μάζη, Κατάσχεση για ποσό μικρότερο της εκτελεστέας απαίτησης, Δίκη 25, σελ. 666 επ., Παρατηρήσεις Αλεξίας Χ. Φλώρου κάτω από την ΜονΠρΑθ 1682/2023, ΕφΑΔ & ΠολΔ 2023, σελ. 1490-αντίθετες ΜονΕφΠειρ 549/2023, 585/2022 στην efeteio-peir.gr). Αν ο επισπεύδων την εκτέλεση δανειστής επιβάλλει κατάσχεση στην ακίνητη περιουσία του καθ’ου η εκτέλεση οφειλέτη για μικρότερο ποσό από εκείνο της προεπιδοθείσας επιταγής προς πληρωμή, χωρίς να διευκρινίσει σε τι συνίσταται το περιορισμένο ποσό της κατάσχεσης (σε κεφάλαιο, τόκους, έξοδα) και για ποια συγκεκριμένα ποσά επιβάλλεται η κατάσχεση για κάθε αιτία, η απαίτηση για την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση μεταπίπτει σε ανεκκαθάριστη, χωρίς η αοριστία αυτή να μπορεί να αρθεί με αυτεπάγγελτη εφαρμογή των άρθρων 422 και 423 ΑΚ, διατάξεις που εφαρμόζονται όταν γίνεται οικειοθελής προσφορά παροχής από τον οφειλέτη στον δανειστή (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, Β’ Τόμος, Γενικό Ενοχικό, έκδοση 2003, σελ. 508 παρ.9 και 511 παρ.3). Στην προκειμένη περίπτωση στο ίδιο το δικόγραφο της ένδικης ανακοπής αναφέρεται ότι τόσο στην από 12.7.2021 έγγραφη εντολή προς εκτέλεση- αναγκαστική κατάσχεση ακίνητης περιουσίας και πληρεξουσιότητας της καθ’ης, όσο και στην ανακοπτόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης περιορίστηκε το ποσό ως προς το οποίο επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση από την καθ’ης από το συνολικό ποσό του 1.034.000 ευρώ μετά τόκων υπερημερίας που ζητείτο με την από 15.1.2020 επιταγή προς πληρωμή που τέθηκε κάτω από αντίγραφο του υπ’ αριθ. ……/2014 πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. …………./2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (όπως το ποσό του 1.034.000 ευρώ αναλύεται σε 1.000.000 ευρώ ως επιδικασθέν κεφάλαιο, συν 17.000 ευρώ για την επιδικασθείσα με τη διαταγή πληρωμής δικαστική δαπάνη, συν ποσό 17.000 ευρώ για δαπάνη επιδόσεως αντιγράφου εξ απογράφου για σύνταξη της επιταγής προς πληρωμή και για δαπάνες επιδόσεως βλ. σελίδα 15 της ένδικης ανακοπής), στο ποσό των 500.000 ευρώ, το οποίο αναφέρεται ως «μέρος του κεφαλαίου της απαίτησης». Επομένως, ο περιορισμός που έγινε στο ποσό των 500.000 ευρώ αφορά σε μέρος του επιδικασθέντος με τη διαταγή πληρωμής κεφαλαίου του 1.000.000 ευρώ, ήτοι αναφέρεται σε συγκεκριμένο κονδύλιο των απαιτήσεων της καθ’ης (κεφάλαιο) και άρα είναι ορισμένος και δεν μεταβάλει την απαίτηση σε ανεκκαθάριστη, άνευ ετέρου, όπως υποστηρίζει η εκκαλούσα- ανακόπτουσα. Συνεπώς ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως μη νόμιμο τον σχετικό ισχυρισμό. Σε ό,τι δε αφορά τον ισχυρισμό ότι προκαλείται το ανεκκαθάριστο της απαίτησης γιατί κατά τον περιορισμό του ποσού για το οποίο επισπεύδεται η εκτέλεση στο ποσό των 500.000 ευρώ όπως αυτό αναφέρεται στην έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, η καθ’ης, η οποία φέρεται να έχει απαίτηση από σύμβαση ομολογιακού δανείου, δεν προσδιορίζει σε ποιες ομολογίες από τις συνολικά τριάντα έξι ονομαστικές ομολογίες που εκδόθηκαν και με ποια ημερομηνία λήξης αντιστοιχεί το ποσό αυτό, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Από τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, ιδίως δε από το σώμα της ίδιας ως άνω υπ’ αριθ. …………./2014  διαταγής πληρωμής, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. …./12.1.2022 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της ανακόπτουσας …………., κατόπιν νόμιμης κι εμπρόθεσμης κλήσης της καθ’ης (βλ. την από 7.1.2022 κλήση-γνωστοποίηση μάρτυρα με τη συνημμένη υπ’ αριθ. ……./7.1.2022 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ………….) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στην προκειμένη περίπτωση επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ανακόπτουσας δυνάμει της …………./2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η ανωτέρω υποχρεώνεται να καταβάλει στην καθ’ης, εις ολόκληρον με τις μη διαδίκους στην παρούσα δίκη, 1. Ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………», με διακριτικό τίτλο «…………» και 2. Ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………», με διακριτικό τίτλο «……………..», το ποσό του 1.000.000 ευρώ, ως τμήμα οφειλόμενου ποσού κεφαλαίου ομολογιακού δανείου ύψους 4.305.250 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της διαταγής πληρωμής, καθώς και το ποσό των 17.000 ευρώ για δικαστική δαπάνη της αιτούσας. Η απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε ο παραπάνω εκτελεστός τίτλος, απορρέει από το από 17.6.2008 πρόγραμμα έκδοσης ομολογιακού δανείου μεταξύ της δικαιοπαρόχου της καθ’ης “……….» αφενός και της ως άνω με αρ.1 εταιρείας ως εκδότη και της με αρ.2 εταιρείας ως εγγυήτριας, δυνάμει του οποίου συμφωνήθηκε η έκδοση από την «………..» ομολογιακού δανείου συνολικής ονομαστικής αξίας 4.500.000 ευρώ, από τις από 28.5.2009 και 12.12.2011 πράξεις τροποποίησης, καθώς και από το από 4.12.2013 Πρακτικό της Συνέλευσης των Ομολογιούχων με το οποίο αποφασίσθηκε η καταγγελία του ομολογιακού δανείου από τον Εκπρόσωπο και το οριστικό κλείσιμο του υπ’ αριθ. ………… χορηγητικού λογαριασμού υποστήριξης του ομολογιακού δανείου. Επίσης με την δεύτερη από τις παραπάνω τροποποιητικές πράξεις, η εκκαλούσα-ανακόπτουσα αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα όλους τους όρους του προγράμματος και των τροποποιήσεών του, παρέχοντας την ανεπιφύλακτη εγγύησή της για την πιστή, εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση του ομολογιακού δανείου κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, την καλόπιστη εκπλήρωση της παροχής και τη συμμόρφωση προς όλους τους όρους του προγράμματος. Στην ως άνω διαταγή πληρωμής διαλαμβάνεται ότι η αιτούσα (νυν εφεσίβλητη- καθ’ης η ανακοπή), υπό την ιδιότητά της ως Εκπροσώπου των Ομολογιούχων, επέδωσε σε άπασες τις καθ’ων, υπό τις προεκτεθείσες ιδιότητές τους, την υπό ημερομηνία 2-4-2014 «Εξώδικη Δήλωση Υπερημερίας- Καταγγελίας Συμβάσεως- Πρόσκλησης- Επιφυλάξεως Δικαιωμάτων», δυνάμει της οποίας κατήγγειλε το ομολογιακό δάνειο και τις κάλεσε όπως καταβάλουν αμέσως προς εκείνη, υπό την προεκτεθείσα ιδιότητά της, το συνολικό ποσό των 5.126.192,79 ευρώ εντόκως και ότι εντέλει από τα παραπάνω παρέπεται ότι οι καθ’ ων υποχρεούνται να καταβάλουν προς την αιτούσα, ως Εκπρόσωπο των Ομολογιούχων, έκαστος εις ολόκληρον, το ποσό κεφαλαίου του Ομολογιακού Δανείου εξ ευρώ 4.305.250 ευρώ πλέον τόκων (συμβατικών και υπερημερίας), πλην όμως ότι η αιτούσα ζητεί για λόγους δικαστικού ενσήμου, επιφυλασσόμενη να αναζητήσει το υπόλοιπο ποσό (κεφαλαίου και τόκων) εν ευθέτω χρόνω, την επιδίκαση ποσού 1.000.000 ευρώ που αντιστοιχεί σε τμήμα του οφειλόμενου ποσού κεφαλαίου του Ομολογιακού Δανείου. Περαιτέρω, πρέπει να επισημανθεί ότι η έκδοση ομολογιακού δανείου αποτελεί ειδική μορφή δανεισμού- χρηματοδότησης της ανώνυμης εταιρίας, ο δε ορισμός αυτού δίνεται στο άρθρο 1 παρ.1 του ν. 3156/2003, σύμφωνα με το οποίο «ομολογιακό είναι το δάνειο που εκδίδεται από ανώνυμη εταιρεία που εδρεύει στην Ελλάδα (εκδότρια) και διαιρείται σε ομολογίες, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν δικαιώματα των ομολογιούχων έναντι της εκδότριας κατά τους όρους του δανείου». Οι όροι του ομολογιακού δανείου, ιδίως, μεταξύ άλλων, αυτοί που αφορούν στο επιτόκιο, τον τρόπο προσδιορισμού του, τα ωφελήματα και εξασφαλίσεις που παρέχονται στους ομολογιούχους, τον χρόνο αποπληρωμής και εν γένει εξόφλησης των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις ομολογίες και τη διαδικασία καταγγελίας, καθορίζονται από την εκδότρια εταιρεία μέσω του καταστατικού οργάνου αυτής που αποφασίζει την έκδοσή του (κατά κανόνα η Γενική Συνέλευση και σε ορισμένες περιπτώσεις το Διοικητικό Συμβούλιο), προς τούτο δε εκδίδεται από την εκδότρια εταιρεία σχετικό πρόγραμμα του ομολογιακού δανείου, το οποίο περιέχει τους όρους του δανείου και δεσμεύει τον ομολογιούχο και κάθε καθολικό ή ειδικό διάδοχο του (άρθρο 1 παρ.2, 3 και 4 του ν. 3156/2003). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το ομολογιακό δάνειο συνιστά είδος χρηματοοικονομικού προϊόντος, το οποίο παρέχεται στην αγορά από την εκδότρια ανώνυμη εταιρεία και απευθύνεται σε κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο που επιθυμεί να επενδύσει ορισμένο χρηματικό ποσό, συμμετέχοντας με την αγορά ομολογιών στο ομολογιακό δάνειο, οι όροι του οποίου δεν αποτελούν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης ανάμεσα στον ομολογιούχο και την εκδότρια εταιρεία, αλλά έχουν προκαθοριστεί μονομερώς από την τελευταία (βλ. προσκομιζόμενη ΕφΑθ 5661/2023, πρβλ. ΕφΔωδ 326/2022, ΕφΑθ 3607/2019 στην ΤΝΠ Νόμος). Η νομική φύση του ομολογιακού δανείου έχει πια αποκρυσταλλωθεί ως δάνειο και κατά την αστικολογική έννοια των άρθρων 806 επ. ΑΚ. Στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3156/2003 και στις παρατηρήσεις επί του άρθρου 1 αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Κατά τη διατύπωση του νόμου, το ομολογιακό δάνειο αποτελεί δάνειο, κατά την αστικολογική έννοια των Α.Κ. 806 επ. Η διαφορά στη διαδικασία είσπραξης του δανείου από την εκδότρια εταιρεία ( έκδοση και υποχρέωση παράδοσης ομολογίας έναντι χρημάτων) είναι διαφορά στον τρόπο κατάρτισης της σύμβασης εγγραφής που δεν επιδρά στον χαρακτήρα της ενσωματούμενης υποχρέωσης ως υποχρέωσης από σύμβαση δανείου. Με τη χρήση της εκφράσεως «το δάνειο που εκδίδεται» προδήλως νοείται ότι εκδίδονται οι ομολογίες και λαμβάνεται το δάνειο από την εκδότρια. Ως έκδοση, βεβαίως νοείται κατά τις περί αξιογράφων γενικές παραδοχές του δικαίου και η διάθεση αυτών» (βλ. Γνωμοδότηση ΝΣΚ 165/2021). Εξάλλου, εφόσον στη σύμβαση ομολογιακού δανείου δεν ορίζεται διαφορετικά, οι ομολογίες δίδονται χάριν και όχι αντί καταβολής (άρθρο 421 ΑΚ) και άρα η ύπαρξη αυτών δεν αποτελεί τη μοναδική βάση διεκδίκησης τυχόν οφειλής. Και τούτο, γιατί η απαίτηση κάθε ομολογιούχου δανειστή για επιστροφή του δανείσματος υφίσταται παράλληλα με την αντίστοιχη απαίτηση από την ομολογία, εφόσον η έκδοση ανώνυμων ομολογιών με δικαίωμα των κομιστών μέσω του εκπροσώπου τους, να προκαλέσουν πρόωρη λήξη τους με καταγγελία της υποκείμενης σχέσης του δανείου δημιουργεί άλλου είδους σχέση μεταξύ εκδότριας και ομολογιούχων δανειστών. Η σχέση αυτή, όταν προβλέπεται δυνατότητα καταγγελίας του ομολογιακού δανείου, θα είναι υποχρεωτικά εκείνη του δανείου, με δόση ομολογίας χάριν και όχι αντί καταβολής (βλ. ΑΠ 88/2021,  όπου παραπέμπει η ως άνω ΕφΑθ 5661/2023). Στην ένδικη διαταγή πληρωμής αναφέρεται ότι «Ρητά συμφωνήθηκε με τον όρο 15.1 του Προγράμματος ότι η επέλευση οποιουδήποτε Γεγονότος Καταγγελίας από τα αναφερόμενα στον όρο αυτό δίνει στον Εκπρόσωπο το δικαίωμα να καταγγείλει εγγράφως το Ομολογιακό Δάνειο και να αξιώσει την καταβολή του συνολικού ανεξόφλητου ποσού δανείου κατά το χρόνο της καταγγελίας κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, τέτοιο δε Γεγονός Καταγγελίας συνιστά και η καθυστέρηση από τον Εκδότη της εμπρόθεσμης καταβολής οποιουδήποτε ποσού που οφείλεται σύμφωνα με τους όρους του Προγράμματος». Επομένως, από την ένδικη διαταγή πληρωμής σαφώς προκύπτει ότι αυτή εκδόθηκε για τμήμα οφειλόμενου ποσού ομολογιακού δανείου ύστερα από καταγγελία της σχετικής σύμβασης και όχι για συγκεκριμένες ομολογίες ως αξιόγραφα. Συνακόλουθα, δεν απαιτείτο ούτε στην επιταγή προς πληρωμή, ούτε κατά τον περιορισμό του ποσού της κατάσχεσης να προσδιορίζονται οι ομολογίες για τις οποίες επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση και το παραπάνω σκέλος του τρίτου λόγου της ένδικης ανακοπής έπρεπε να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το παραπάνω σκέλος της ανακοπής ως νόμω αβάσιμο, πλην όμως επειδή κατά τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 536 ΚΠολΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, τέτοια δε επιβλαβέστερη διάταξη εκδίδεται, όταν η αγωγή ή η ανακοπή απορρίφθηκε πρωτοδίκως ως νόμω αβάσιμη και το Εφετείο μετά από έφεση του ανακόπτοντος την απορρίπτει ως ουσία αβάσιμη, πρέπει ο σχετικός λόγος έφεσης για το παραπάνω σκέλος της ανακοπής να απορριφθεί χωρίς να αντικατασταθούν οι αιτιολογίες, αφού αυτό θα ήταν επιβλαβέστερο για την εκκαλούσα (βλ. Σ. Τσαντίνη σε Κυριάκου Οικονόμου Η έφεση, έκδοση 2017, σελ. 380 που παραπέμπει στην ΑΠ 1951/2007, ΝοΒ 2008, σελ. 917 με σημείωση Μαργαρίτη).

Περαιτέρω, με τον τρίτο λόγο της εφέσεώς της η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 159 και 927 ΚΠολΔ, η εκκαλούμενη απέρριψε τον τέταρτο λόγο της ανακοπής της. Με αυτόν η ανακόπτουσα πρόβαλε ότι δεν έχει δοθεί έγγραφη εντολή προς εκτέλεση από την καθ’ης σε ορισμένο δικαστικό επιμελητή, πάνω στο υπ’ αριθ. ……./2014 πρώτο απόγραφο της υπ’ αριθ. …………./2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και ότι κατά τούτο ελλείπει η βασική προϋπόθεση για την περαιτέρω κίνηση της εκτελεστικής διαδικασίας, με αποτέλεσμα να πρέπει οι ήδη διενεργηθείσες πράξεις της εκτέλεσης να ακυρωθούν και ειδικότερα να ακυρωθεί η υπ’  αριθ. …../16.7.2021 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικ. επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά ………….. Ότι ειδικότερα σύμφωνα με το άρθρο 927 ΚΠολΔ «Η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται με επιμέλεια εκείνου που έχει δικαίωμα να την ενεργήσει, ο οποίος δίνει πάνω στο απόγραφο, τη σχετική εντολή σε ορισμένο δικαστικό επιμελητή…».  Ότι η εντολή αυτή αποτελεί διαδικαστική πράξη στο πλαίσιο της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης και γι’ αυτή είναι απαραίτητη η τήρηση του προβλεπόμενου τύπου, η έλλειψη του οποίου καθιστά κάθε πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης άκυρη κατόπιν προσβολής της, κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ. Ότι η ακυρότητα αυτή δεν δύναται να θεραπευθεί εκ των υστέρων με μεταγενέστερη έγκριση, καθότι τα όργανα της εκτέλεσης ενήργησαν χωρίς σχετική εξουσία και κατά παράβαση του συστήματος της πρωτοβουλίας των διαδίκων. Ότι εν προκειμένω, λόγω της έλλειψης του έγγραφου τύπου της εντολής επί του απογράφου, η ανακόπτουσα δεν είναι σε θέση να γνωρίζει αν πράγματι η επισπεύδουσα εταιρεία έδωσε τη σχετική εντολή στον προαναφερόμενο δικαστικό επιμελητή, προκειμένου να ζητήσει από εκείνη την καταβολή του προαναφερόμενου ποσού και να κατάσχει αναγκαστικά τις επίμαχες οριζόντιες ιδιοκτησίες, ενώ περαιτέρω δεν είναι σε θέση να ελέγξει αφενός, βάσει ποιου απογράφου φέρεται να επισπεύδει η καθ’ης την εκτέλεση και αφέτερου αν οι όροι που έχει θέσει η τελευταία για τη διενέργεια των πράξεων εκτέλεσης συμφωνούν με τους όρους που έχει θέσει ο δικαστικός επιμελητής στην περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης και να προβάλλει τυχόν αναντιστοιχίες και κατά τούτο, ακυρότητες. Σημειωτέον ότι στο ίδιο το δικόγραφο της ένδικης ανακοπής σε άλλο σημείο (βλ. σελίδα 32, παρ.3.2.7.) η ανακόπτουσα αναφέρεται στην από 12.7.2021 εντολή προς εκτέλεση της καθ’ης και στο περιεχόμενό της, οπότε συνάγεται ότι η ανακόπτουσα θεωρεί την δόση εντολής προς εκτέλεση με ξεχωριστό έγγραφο και όχι επάνω στο απόγραφο ως έλλειψη εντολής. Επί του λόγου αυτού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι καταρχάς πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα στην περίπτωση ανυπαρξίας (μη δόσεως) εντολής και εκείνης όπου η εντολή μολονότι υπάρχει, πάσχει από ελαττώματα. Ότι στην πρώτη περίπτωση η ακυρότητα των πράξεων εκτέλεσης επέρχεται δίχως να χρειάζεται να αποδειχθεί βλάβη σύμφωνα με το άρθρο 159 παρ.2 σε συνδυασμό με το άρθρο 559 αρ.14 ΚΠολΔ, ενώ στη δεύτερη περίπτωση προϋποθέτει βλάβη κατ’ άρθρο 159 παρ.3 ΚΠολΔ. Ακολούθως έκρινε ότι: «Στην προκειμένη περίπτωση γίνεται λόγος περί μη δόσεως έγγραφης εντολής επί του σώματος του απογράφου αλλά ξεχωριστά. Η ανωτέρω περίπτωση σε συνδυασμό με το γεγονός, ότι πράγματι όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από την ανακόπτουσα από 12-7-2021 έγγραφη εντολή της επισπεύδουσας, δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου …….., προς τον δικαστικό επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …….. προς εκτέλεση, σε ακριβές αντίγραφο από το κατατεθειμένο στην …………/2021 πράξη του επί του πλειστηριασμού συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., επικυρωμένο από τον τελευταίο, συνιστά κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου πλημμέλεια για την ακύρωση της οποίας απαιτείται η συνδρομή του στοιχείου της βλάβης. Το τελευταίο δεν αναφέρει συγκεκριμένα η ανακόπτουσα και για το λόγο αυτό πρέπει ο παραπάνω λόγος να απορριφθεί πρωτίστως λόγω της αοριστίας αυτού. Ας σημειωθεί εξάλλου ότι η απλή αναφορά της ανακόπτουσας ότι δεν είναι σε θέση να ελέγξει βάσει ποιού απογράφου επισπεύδεται η εκτέλεση αλλά και το αν οι τεθέντες στην εντολή όροι συμφωνούν με τους όρους που τέθηκαν από τον δικαστικό επιμελητή στην κατάσχεση, δεν συνιστά επίκληση συγκεκριμένης βλάβης αφού αφενός μεν δεν επικαλείται ότι ετέθησαν εν τέλει όροι σε κάποιο έγγραφο ενώ η συγκεκριμένη εντολή χορηγήθηκε μαζί με το ……/2014 απόγραφο της …………./2014 διαταγής πληρωμής όπως προκύπτει από την ………/2021 πράξη κατάθεσης εγγράφων του επί του πλειστηριασμού συμβολαιογράφου Πειραιά ………., ο οποίος βεβαίωσε την γνησιότητα του προσκομισθέντος από την ανακόπτουσα σχετικού αντιγράφου». Κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 159 παρ.3, 160 παρ.1 και 3, 927, 933 και 934 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως, οι γενόμενες άνευ εντολής του επισπεύδοντος μπορούν να κηρυχθούν άκυρες μόνο εάν προξένησαν στον καθ’ου οφειλέτη βλάβη μη δυνάμενη να επανορθωθεί αλλιώς, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας και μόνο κατόπιν προτάσεως του καθ’ου με σχετικό λόγο ανακοπής που θα περιλαμβάνει και την περιγραφή της σε βάρος του βλάβης. Εάν δεν γίνεται επίκληση και αυτής (της βλάβης) στο δικόγραφο της ανακοπής κατά των σχετικών πράξεων εκτέλεσης, η ανακοπή απορρίπτεται ως αόριστη (έτσι ΑΠ 198/1985, ΕλλΔνη 1985, σελ. 460, ΑΠ 610/1974, ΝοΒ 1975, σελ. 166 κατ’ εφαρμογή του αντίστοιχου τότε άρθρου 870, ΕφΑθ 7899/1974, ΝοΒ 1975, σελ. 194, Νικολόπουλος σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ ΙΙ, έκδοση 2000, σελ. 1766, παρ.5, Μιχαήλ και Άντα Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ ΙΙ, έκδοση 2018, σελ. 507, παρ.6, Χ. Τριανταφυλλίδης σε Χαρ. Απαλαγάκη, ΚΠολΔ Ερμηνεία κατ’ άρθρο, έκδοση 2011, σελ. 1803, παρ.4, Ιωάννης Κατράς, ΚΠολΔ Κατ’ άρθρο Νομολογία, έκδοση 2016, σελ., 842 αντίθετα ότι σε αυτή την περίπτωση οι πράξεις εκτέλεσης καθίστανται άκυρες χωρίς επίκληση βλάβης βλ. προσκομιζόμενη ΜονΕφΠειρ 171/2022, Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση, Γενικό μέρος, έκδοση 1998, σελ. 222, Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, τόμος Ε’, άρθρο 927, αρ.19). Ακόμη επισημαίνεται ότι ναι μεν το άρθρο 927 παρ.1 ΚΠολΔ ορίζει ότι «Η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται με επιμέλεια εκείνου που έχει δικαίωμα να την ενεργήσει, ο οποίος δίνει, επάνω στο απόγραφο, τη σχετική εντολή σε ορισμένο δικαστικό επιμελητή και ορίζει τον τρόπο και αν είναι δυνατό και τα αντικείμενα επάνω στα οποία θα γίνει η εκτέλεση…», πλην όμως το ζήτημα που τίθεται είναι αν ο τύπος της εντολής εκτελέσεως που καθιερώνει η διάταξη αυτή έχει συστατικό ή αποδεικτικό χαρακτήρα. Δεδομένου ότι η παραπάνω εντολή προς εκτέλεση αφορά αποκλειστικά τις δημοσίου δικαίου σχέσεις του δικαστικού επιμελητή και του επισπεύδοντος και γεννά την υποχρέωση του πρώτου να παρέχει στον επισπεύδοντα έννομη προστασία υπό τη μορφή της αναγκαστικής εκτέλεσης, σημαίνει ότι αυτή δίνεται για να υπάρχει βεβαιότητα στις σχέσεις αυτές μεταξύ του επιμελητή και του επισπεύδοντος. Άρα ο κατ’ άρθρο 927 ΚΠολΔ τύπος της εντολής δεν έχει συστατικό, αλλά αποδεικτικό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι ο επισπεύδων δεν δικαιούται να αναζητήσει ευθύνες από τον αδρανήσαντα επιμελητή, εάν η παροχή της εντολής δεν αποδεικνύεται καθ’ ον τρόπο ορίζει ο νόμος. Γι’ αυτό άλλωστε απαιτείται και η χρονολόγηση της εντολής, ώστε να υπάρχει ασφαλής αφετηρία προς καταλογισμό της ευθύνης αν ο επιμελητής αδρανήσει (έτσι Κ. Μπέης, Δίκη 1973, παρατηρήσεις κάτω από την ΜονΠρΠατρ 1110/1973, σελ. 583, 584). Επομένως, η ρύθμιση του άρθρου 927 ΚΠολΔ δεν σημαίνει ότι ο καθ’ου η εκτέλεση δικαιούται να προκαλέσει την ακύρωση της εκτέλεσης, επειδή η σχετική εντολή προς εκτέλεση δεν δόθηκε πάνω στο απόγραφο, πολλώ δε μάλλον όταν ο επισπεύδων έχει δώσει τη σχετική εντολή αλλά με ξεχωριστό έγγραφο στον δικαστικό επιμελητή όπως στην προκειμένη περίπτωση, εκτός εάν ο καθ’ου η εκτέλεση επικαλείται κατ’ άρθρο 159 παρ.3 ΚΠολΔ ότι υπέστη συγκεκριμένη βλάβη από την παραπάνω πλημμέλεια. Στην προκειμένη περίπτωση, η ανακόπτουσα υποστήριξε στην ανακοπή της ότι λόγω της έλλειψης του έγγραφου τύπου της εντολής επί του απογράφου δεν είναι σε θέση να γνωρίζει αν πράγματι η επισπεύδουσα εταιρεία έδωσε τη σχετική εντολή στον προαναφερόμενο δικαστικό επιμελητή, προκειμένου να ζητήσει από την ανακόπτουσα την καταβολή του προαναφερόμενου ποσού και να κατάσχει αναγκαστικά τις επίμαχες οριζόντιες ιδιοκτησίες της, ενώ περαιτέρω δεν είναι σε θέση να ελέγξει αφενός, βάσει ποιου απογράφου φέρεται να επισπεύδει η καθ’ης την εκτέλεση και αφετέρου, αν οι όροι που έχει θέσει η τελευταία για τη διενέργεια των πράξεων εκτέλεσης συμφωνούν με τους όρους που έχει θέσει ο δικαστικός επιμελητής στην περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης και να προβάλλει τυχόν αναντιστοιχίες και κατά τούτο, ακυρότητες, δηλαδή προβάλλει τα ανωτέρω ως βλάβη της. Εντούτοις, δεδομένου ότι στη σελίδα 35 της ανακοπής της αναφέρεται σε συγκεκριμένη έγγραφη εντολή, ήτοι στην από 12.07.2021 έγγραφη εντολή προς εκτέλεση-αναγκαστική κατάσχεση ακίνητης περιουσίας και πληρεξουσιότητα προς τον δικαστικό επιμελητή ……….. για κατάσχεση των επίδικων οριζόντιων ιδιοκτησιών προς ικανοποίηση απαίτησης ποσού 500.000 ευρώ ως μέρος του κεφαλαίου που ζητήθηκε με την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή, η ανακόπτουσα αυτοαναιρείται ως προς την επικαλούμενη στη σελίδα 43 βλάβη της, αφού βάσει του επικαλούμενου περιεχομένου της από 12.7.2021 έγγραφης εντολής προέκυπτε ότι υπήρχε εντολή έστω και με χωριστό έγγραφο προς τον ανωτέρω δικ. επιμελητή και όχι πάνω στο απόγραφο, επιπλέον δε στην εντολή αναφερόταν η προεπιδοθείσα επιταγή η οποία είχε δοθεί κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ένδικης διαταγής πληρωμής, οπότε η ανακόπτουσα έλαβε γνώση με ποιο απόγραφο επισπεύστηκε η εκτέλεση σε βάρος της, ενώ κατά τα λοιπά  δεν αναφέρει αν τελικά ετέθησαν στην περίληψη κατασχετήριας έκθεσης από τον δικαστικό επιμελητή συγκεκριμένοι όροι για τη διενέργεια των πράξεων εκτέλεσης, τους οποίους λόγω της μη αναγραφής τους επί του απογράφου δεν πληροφορήθηκε. Συνακόλουθα, εφόσον η ανακόπτουσα δεν επικαλέσθηκε για να επιτύχει την ακύρωση της ανακοπτόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, επαρκώς ορισμένη βλάβη ορθά απορρίφθηκε λόγω της αοριστίας του ως απαράδεκτος ο παραπάνω λόγος ανακοπής σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ.2, 118 στοιχ.4 και 216 παρ.1 στοιχ.β’ ΚΠολΔ από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ο τα αντίθετα υποστηρίζων σχετικός λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος.

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 126, 127, 129 και 995 ΚΠολΔ με την απόρριψη από την εκκαλούμενη του πέμπτου λόγου ανακοπής της με τον οποίο υποστήριζε ότι πρέπει να αναγνωριστεί ανυπόστατη, άλλως ότι πρέπει να κηρυχθεί άκυρη η υπ’ αριθ. ……/2021 έκθεση κατάσχεσης ακινήτου, χωρίς ανάγκη επίκλησης βλάβης, λόγω της παράλειψης της επίδοσης της ως άνω ανακοπτόμενης έκθεσης κατάσχεσης στην καθ’ης η εκτέλεση εταιρεία, καθώς δεν επιδόθηκε στο νόμιμο εκπρόσωπο αυτής ή σε εξουσιοδοτημένο προς παραλαβή πρόσωπο, αφού το πρόσωπο το οποίο παρέλαβε για λογαριασμό της εταιρείας δεν ήταν υπάλληλος της καθ’ης η εκτέλεση, ούτε ήταν εξουσιοδοτημένο προς παραλαβή εγγράφων και σε κάθε περίπτωση λόγω επίδοσης της κατασχετήριας έκθεσης σε πρόσωπο που βρισκόταν σε χώρο άλλο από την έδρα της εταιρείας, γεγονός για το οποίο επιτρέπεται ανταπόδειξη, αφού τούτο δεν ήταν δυνατό να υποπέσει στην φυσική αντίληψη της δικ. επιμελήτριας και είναι γεγονός για το οποίο μεσολάβησε η κρίση της. Σχετικά με τον παραπάνω λόγο ανακοπής πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Σύμφωνα με το άρθρο 995 παρ.1 ΚΠολΔ που αφορά στις επιδόσεις της έκθεσης κατάσχεσης ακινήτου και στην προδικασία του πλειστηριασμού «1. Αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης επιδίδεται μόλις περατωθεί η κατάσχεση στον καθ’ου η εκτέλεση, αν ήταν παρών, και, αν αυτός αρνηθεί να παραλάβει το έγγραφο που του επιδίδεται, ο επιμελητής συντάσσει έκθεση για την άρνησή του. Αν είναι απών ή δεν είναι δυνατή η άμεση κατάρτιση του αντιγράφου, η επίδοση γίνεται το αργότερο την επομένη της ημέρας που έγινε η κατάσχεση, εφόσον εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση έχει την κατοικία του στην περιφέρεια του δήμου όπου έγινε η κατάσχεση. Η παράλειψη των διατυπώσεων αυτών επιφέρει ακυρότητα…». Η τελευταία αυτή διάταξη αφορά στην καθόλου παράλειψη των διατυπώσεων ή στην εκπρόθεσμη διενέργεια αυτών και έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της κατάσχεσης ανεξαρτήτως βλάβης, η οποία απαγγέλλεται μετά από άσκηση ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ.1α του ίδιου Κώδικα. Εάν οι παραπάνω επιδόσεις έλαβαν μεν χώρα, πλην όμως πάσχουν από δικονομικές ακυρότητες, η κατάσχεση ακυρώνεται μετά από άσκηση της ανακοπής του άρθρου 933 μέσα στην ίδια προθεσμία μόνον αν συντρέχει και το στοιχείο της βλάβης (βλ. Κιουπτσίδιου- Στρατουδάκη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρα 904-1054, έκδοση 2021, σελ. 854 που παραπέμπει σε ΑΠ 1470/2004, ΑΠ 196/2006 στην ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 126 παρ.1 στοιχ.γ’ ΚΠολΔ η επίδοση σε νομικό πρόσωπο γίνεται στο πρόσωπο που το εκπροσωπεί κατά τον χρόνο της επίδοσης σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό τους. Ο εκπρόσωπος του νομικού προσώπου δικαιούται, στο πλαίσιο της γενικής προς εκπροσώπηση εξουσίας του, να ορίσει  κάποιο άλλο πρόσωπο ως αρμόδιο για την παραλαβή δικογράφων ή άλλων εγγράφων, οπότε ο εξουσιοδοτηθείς μπορεί να παραλάβει το επιδοτέο έγγραφο, σαν να ήταν ο ίδιος ο εκπρόσωπος. Επίσης κατά το άρθρο 129 ΚΠολΔ σε περίπτωση απουσίας του νομίμου εκπροσώπου από το κατάστημα, το γραφείο ή το εργαστήριο του νομικού προσώπου, το έγγραφο παραδίδεται στα χέρια του διευθυντή του καταστήματος, του γραφείου ή του εργαστηρίου ή σε έναν από τους συνεταίρους, υπαλλήλους ή υπηρέτες, εφόσον έχουν συνείδηση των πράξεών τους και δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοι του παραλήπτη της επίδοσης. Αν κανένα από τα πρόσωπα αυτά δεν βρίσκονται στο κατάστημα, στο γραφείο ή στο εργαστήριο εφαρμόζονται όσα ορίζονται στο άρθρο 128 παρ.4 ΚΠολΔ για τη θυροκόλληση. Σε κάθε περίπτωση, αν ο παραλαβών το έγγραφο δεν νομιμοποιείτο προς τούτο, επιτρέπεται ανταπόδειξη με κάθε άλλο νόμιμο μέσο, καθώς η σχετική βεβαίωση του οργάνου που συνέταξε την έκθεση επίδοσης αφορά σε γεγονός το οποίο από τη φύση του δεν υποπίπτει στην άμεση αντίληψη του δικ. επιμελητή και του οποίου την αλήθεια αυτός όφειλε να διαπιστώσει. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 129 συνδυαζόμενες και με εκείνες των άρθρων 159, 160 και 161 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η παραβίασή της, που μπορεί να συντρέξει και όταν εκείνος στον οποίο παραδόθηκε το έγγραφο δεν ήταν υπάλληλος του παραλήπτη, επάγεται όχι την ανυπαρξία της επιδόσεως αλλά την ακυρότητα αυτής και μάλιστα υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι η εν λόγω ακυρότητα προκάλεσε στο διάδικο που την προτείνει βλάβη που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (πρβλ. ΑΠ 485/2017 που παραπέμπει στις ΑΠ 102/2000, 916/2004 στην ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω κατά το άρθρο 120 ΚΠολΔ, η επίδοση εγγράφου που αφορά εκκρεμή δίκη και γίνεται στη διεύθυνση της κατοικίας, η οποία είχε αναφερθεί σύμφωνα με το άρθρο 119,  είναι έγκυρη ακόμη και αν ο αποδέκτης της επίδοσης δεν έχει πια εκεί την κατοικία του. Η διάταξη αυτή έχει ανάλογη εφαρμογή και στην αναγκαστική εκτέλεση και συνεπώς η κατά τη διαδικασία αυτή επίδοση διαδικαστικών εγγράφων, όπως είναι και η κατασχετήρια έκθεση, σε γνωστή κατοικία του καθ’ου η εκτέλεση οφειλέτη, στην οποία είχαν γίνει επιδόσεις προηγουμένων πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας είναι έγκυρη, εκτός αν ο τελευταίος (καθ’ου) είχε γνωστοποιήσει στον επισπεύδοντα τη μεταβολή της διεύθυνσης της κατοικίας του (άρθρ. 119 παρ. 3 ΚΠολΔ) και παρά ταύτα εκείνος επέδωσε την κατασχετήρια έκθεση στην προηγούμενη κατοικία του. Εκ τούτου έπεται, ότι ο καθ’ου η εκτέλεση, που επικαλείται άγνοια και εντεύθεν ακυρότητα της επίδοσης της κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου του, επειδή μετέβαλε κατοικία και η επίδοση έγινε σε διεύθυνση άλλη από εκείνη της πραγματικής του κατοικίας ή αντίστοιχα για νομικό πρόσωπο της έδρας του ή των γραφείων του και γι’ αυτό προσβάλλει την έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης με ανακοπή εντός της προθεσμίας του άρθρου 934 § 1α ΚΠολΔ, για το παραδεκτό της ανακοπής του πρέπει να επικαλείται, ότι ο επισπεύδων γνώριζε την πραγματική κατοικία ή τα νέα του γραφεία και ότι ο ίδιος πριν την επίδοση είχε γνωστοποιήσει στον επισπεύδοντα τη μεταβολή αυτή (πρβλ. ΟλΑΠ 3/2007 στην ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου και η επίδοση διαδικαστικού εγγράφου της αναγκαστικής εκτέλεσης σε διεύθυνση γραφείων που είχε γνωστοποιήσει ο καθ’ ου η εκτέλεση σε προγενέστερο χρόνο στον επισπεύδοντα δανειστή, σε περίπτωση που ο καθ’ου η εκτέλεση άλλαξε διεύθυνση χωρίς να γνωστοποιήσει τη μεταβολή αυτή δεν ισοδυναμεί με παράλειψη της επίδοσης του εγγράφου, ούτε συνεπάγεται ακυρότητα της επίδοσης και μάλιστα χωρίς επίκληση βλάβης. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους έγγραφα σε συνδυασμό με την ενώπιον της Συμβ/φου Πειραιά . …….. υπ’ αριθ. ……../12.1.2022 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της ανακόπτουσας …….., κατόπιν νόμιμης κι εμπρόθεσμης κλήσης της καθ’ης (βλ. την από 7.1.2022 κλήση-γνωστοποίηση μάρτυρα με τη συνημμένη υπ’ αριθ. ……./7.1.2022 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …….), μη λαμβανομένης υπόψη της από 4.1.2022 υπεύθυνης δήλωσης του νομίμου εκπροσώπου της ανακόπτουσας . ………… που δόθηκε με σκοπό να χρησιμοποιηθεί στην παρούσα δίκη ως μέσο εμμάρτυρης απόδειξης κατά καταστρατήγηση των διατάξεων που επιτρέπουν την εξέταση του νομίμου εκπροσώπου της ανακόπτουσας κατά τα άρθρα 415 επ. του ΚΠολΔ αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Σε εκτέλεση του πρώτου απογράφου εκτελεστού με αριθμό ……./17.11.2014 της με αριθμό …………./2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κατόπιν της από 15.1.2020 επιταγής προς πληρωμή με την οποία υποχρεωνόταν μεταξύ άλλων η ανακόπτουσα εις ολόκληρον ευθυνόμενη να καταβάλει στην καθ’ ης το ποσό του 1.000.000 ευρώ συν δικαστική δαπάνη για την έκδοση της διαταγής πληρωμής το ποσό των 17.000 ευρώ συν δαπάνη εκδόσεως αντιγράφου εξ απογράφου για σύνταξη επιταγής και δαπάνες επίδοσης το ποσό των 17.000 ευρώ κατά τα ανωτέρω, ο δικαστικός επιμελητής του Εφετείου Πειραιά ……… ενεργώντας κατόπιν της από 12.7.2021 έγγραφης εντολής της επισπεύδουσας καθ’ης, επέβαλε για μέρος του κεφαλαίου της απαίτησής της και δη για ποσό 500.000 ευρώ αναγκαστική κατάσχεση σε τρεις οριζόντιες ιδιοκτησίες επί συγκροτήματος κτισμένου σε οικόπεδο επί της οδού ………. και της παραλλήλου οδού ………… στον Πειραιά που λειτουργούσαν ενιαία για την εξυπηρέτηση επιχείρησης garage της ανακόπτουσας, συνταχθείσας της νυν προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. ……./16.7.2021 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτων. Λόγω της απουσίας του νομίμου εκπροσώπου της ανακόπτουσας κατά την κατάσχεση των παραπάνω ιδιοκτησιών, την παραπάνω ημέρα Παρασκευή 16.7.2021, έγινε επίδοση από τη δικαστική επιμελήτρια του Εφετείου Πειραιά ………… της ως άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτων στην ανακόπτουσα στις 19.7.2021 και συντάχθηκε σχετικά η υπ’ αριθ. …../19.7.2021 έκθεση επίδοσης. Σε αυτή βεβαιώνεται μεταξύ άλλων ότι «Στην Αθήνα σήμερα στις Δέκα εννέα (19) του μηνός Ιουλίου του δύο χιλιάδες είκοσι ένα (2021), ημέρα Δευτέρα και ώρα 13.30 εγώ η Δικαστική Επιμελήτρια του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά ……, με γραπτή παραγγελία του ……. Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιά και αυτού αρχικώς δοθείσης παρά του κ. ….., ως πληρεξουσίου Δικηγόρου της υπό ειδική εκκαθάριση τελούσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……..»…και εκπροσωπείται νόμιμα από τον ειδικό εκκαθαριστή της ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “……….»…ήρθα για να επιδώσω στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……….» και το δ.τ. «…….», που εδρεύει, στην Αθήνα, οδός ….. και ……., με αριθμό ΓΕΜΗ: ………. και ΑΦΜ: …….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ακριβές αντίγραφο της υπ’ αριθμό …../2021 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτων του άνω παραγγέλοντος Δικαστικού Επιμελητή κατά της άνω εταιρείας «……….»…, για να λάβει γνώση και τις νόμιμες συνέπειες. Και αφού δεν βρήκα το νόμιμο εκπρόσωπο της πιο πάνω εταιρείας σ’ αυτά εδώ τα γραφεία της που βρίσκονται στην οδό …….. αλλά την εξουσιοδοτημένη υπάλληλο αυτής για την παραλαβή δικογράφων ονόματι ………… όπως αυτή μου δήλωσε επίδωσα σ’ αυτήν την πιο πάνω έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτων…». Η ανακόπτουσα υποστηρίζει ότι επειδή η έδρα της είναι στην οδό …… και όχι ……. (προσκομίζουσα στοιχεία δημοσιότητας από την εκτυπωθείσα κατάσταση της εταιρείας όπως είναι δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του ΓΕΜΗ), εν προκειμένω υπάρχει παράλειψη επίδοσης της προσβαλλόμενης κατασχετήριας έκθεσης στην ίδια. Εντούτοις, από δικόγραφα που έχει καταθέσει η ίδια η εταιρεία σε άλλα δικαστήρια κατά της καθ’ης η ανακοπή προκύπτει ότι σε κάποια από αυτά η ίδια αναφέρει ως έδρα της την ……. στην Αθήνα. Έτσι, στην από 27.5.2021 (με Γ.Α.Κ. ……../2021 και Ε.Α.Κ. ……../2021) ανακοπή του άρθρου 633 ΚΠολΔ ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της καθ’ης η ανακοπή (νυν εφεσίβλητης) στο εισαγωγικό του δικογράφου αναγράφεται για τη νυν εκκαλούσα ότι «εδρεύει στην Αθήνα,  επί της οδού ……..», έστω και αν στη συνέχεια με τους από 27.10.2021 πρόσθετους λόγους ανακοπής αναφέρει πλέον ότι εδρεύει επί της οδού …….. Επίσης μεταγενέστερα, στην από 7.12.2021 κλήση της προς την καθ’ης η ανακοπή (νυν εφεσίβλητη) για προσδιορισμό δικασίμου στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών της ως άνω από 27.5.2021 ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ και των από 27.10.2021 πρόσθετων λόγων αναγράφει εκ νέου ως έδρα της την Αθήνα, επί της οδού ………. Ομοίως στην υπ’ αριθ. ……/27.5.2021 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……. περί επίδοσης αντιγράφου της ίδιας ως  άνω από 27.5.2021 ανακοπής του άρθρου 633 ΚΠολΔ στην καθ’ης η ανακοπή (νυν εφεσίβλητη) κατόπιν παραγγελίας και της ανακόπτουσας (νυν εφεσίβλητης), έδρα της αναφέρεται η Αθήνα, επί της οδού ……… Το ίδιο και στην υπ’ αριθ. ……./16.11.2021 έκθεση επίδοσης του ίδιου δικ. επιμελητή περί επίδοσης των από 27.10.2021 πρόσθετων λόγων ανακοπής του άρθρου 633 ΚΠολΔ στην καθ’ης η ανακοπή, κατόπιν παραγγελίας της ανακόπτουσας. Περαιτέρω, το άρθρο 129 σε συνδυασμό με το άρθρο 124 παρ.2 ΚΠολΔ ορίζει ότι η επίδοση κάθε εγγράφου μπορεί να γίνει εκεί που ο παραλήπτης έχει γραφεία, δηλαδή όχι αναγκαία εκεί που βρίσκεται η καταστατική έδρα του νομικού προσώπου στο οποίο απευθύνεται η επίδοση. Ενόψει των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι ναι μεν η καταστατική έδρα της ανακόπτουσας ήταν στην Αθήνα στην οδό ……, πλην όμως αυτή διατηρούσε γραφεία και στην οδό …….., όπως τούτο βεβαίωσε στην ως άνω υπ’ αριθ. ……/19.7.2021 έκθεση επίδοσης της ανακοπτόμενης κατασχετήριας έκθεσης η δικ. επιμελήτρια ……., όπου μάλιστα βρίσκεται και  η έδρα της ομοίων συμφερόντων και με την ίδια σύνθεση διοικητικού συμβουλίου εταιρείας «………..». Επομένως, νομίμως έγινε η επίδοση της προσβαλλόμενης κατασχετήριας έκθεσης στο νόμιμο εκπρόσωπο της εκκαλούσας στα παραπάνω γραφεία της στην Αθήνα, στην οδό ………. Περαιτέρω, η υπάλληλος ……….. η οποία παρέλαβε το επιδοθέν αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης λόγω απουσίας του νομίμου εκπροσώπου της ανακόπτουσας δηλώνοντας ότι είναι εξουσιοδοτημένη για την παραλαβή δικογράφων υπάλληλος, υπέγραψε την έκθεση «αφού διαβάστηκε» και από την ίδια, δηλαδή έλαβε γνώση ότι η επίδοση απευθύνεται στην εταιρεία «……..» και όχι στην εταιρεία «………..», οπότε δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο ότι εκ παραδρομής παρέλαβε το σχετικό έγγραφο και ότι δήλωσε την παραπάνω ιδιότητά της εν αγνοία της για ποιον παραλάμβανε. Το γεγονός ότι στον προσκομιζόμενο από την ανακόπτουσα από 27.10.2021 ετήσιο Πίνακα Προσωπικού της Σ.ΕΠ.Ε.- Τμήμα Κοιν. Επιθ/σης Δυτ. Τομέα Αθηνών δηλώθηκε ως υπάλληλος της «……..» δεν σημαίνει ότι δεν προσέφερε τις υπηρεσίες της και στην ανακόπτουσα, η οποία είχε την ίδια διοίκηση, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι στον ίδιο Πίνακα Προσωπικού ως διεύθυνση της εταιρείας «………..» αναφέρεται η διεύθυνση της έδρας της ανακόπτουσας, ήτοι η …………. . και …….. Μάλιστα η ανακόπτουσα λαμβάνοντας γνώση της ως άνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης από την επίδοσή της στην παραπάνω υπάλληλο άσκησε την ένδικη ανακοπή της κατά της υπ’ αριθ. ……/16.7.2021 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτων και ανέπτυξε λόγους ανακοπής που αναφέρονται στο ίδιο το περιεχόμενο της ως άνω επιδοθείσας κατασχετήριας έκθεσης. Ενόψει των ανωτέρω νομίμως έγινε η επίδοση της ανακοπτόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτων στον νόμιμο εκπρόσωπο της καθ’ης η εκτέλεση- ανακόπτουσας στην παραπάνω διεύθυνση όπου διατηρούσε γραφεία η εν λόγω εταιρεία και εν απουσία του, νομίμως παρέλαβε η παραπάνω εξουσιοδοτηθείσα υπάλληλος ………… κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 124, 126, 127, 129 και 995 ΚΠολΔ, ο δε σχετικός λόγος ανακοπής έπρεπε να απορριφθεί στην ουσία του από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί για το ορισμένο του παραπάνω λόγου το στοιχείο επίκλησης δικονομικής βλάβης, καθώς η ανακόπτουσα κάνει λόγο για παράλειψη επίδοσης σε αυτήν της κατασχετήριας έκθεσης, αμφισβητώντας ακόμη και την ύπαρξη γραφείων της στην παραπάνω διεύθυνση, δηλαδή ουσιαστικά κάνει λόγο για μη επίδοση της κατασχετήριας έκθεσης, ισχυρισμός που αν αποδεικνυόταν θα οδηγούσε σε ακύρωση της κατασχετήριας έκθεσης άνευ επικλήσεως βλάβης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον παραπάνω λόγο ανακοπής ως αόριστο, κρίνοντας ότι η ανακόπτουσα δεν επικαλείται παντελή έλλειψη επίδοσης ή εκπρόθεσμη επίδοση, ώστε η επισπευδόμενη εκτέλεση να είναι άκυρη και χωρίς βλάβη της, αλλά άκυρη επίδοση σε πρόσωπο που δεν ήταν υπάλληλος και μη εξουσιοδοτημένο προς παραλαβή πρόσωπο, καθώς και σε τόπο διάφορο της έδρας της, χωρίς όμως να επικαλείται ότι από τη μη επίδοση της προσβαλλόμενης επιταγής και κατάσχεσης υπέστη βλάβη και ποια συγκεκριμένα, η οποία δεν αποκαθίσταται διαφορετικά παρά μόνον με την κήρυξη της ακυρότητας, έσφαλε ως προς την συνδυαστική ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 124, 126, 127, 129 και 995 παρ.1 ΚΠολΔ απαιτώντας το στοιχείο επίκλησης της δικονομικής βλάβης για το ορισμένο της ακυρότητας της έκθεσης κατάσχεσης από την παράλειψη επίδοσης αυτής. Κατόπιν των ανωτέρω και δεδομένου ότι η εκκαλούσα παραπονείται γιατί δεν εξετάσθηκε στην ουσία του ο σχετικός λόγος ανακοπής, πρέπει αφού γίνει δεκτή η έφεση κατά τον παραπάνω λόγο ανακοπής, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ως προς τον λόγο αυτό, να κρατήσει το παρόν Δικαστήριο και να δικάσει τον παραπάνω λόγο και στη συνέχεια να τον απορρίψει στην ουσία του.

Με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα παραπονείται για την απόρριψη του έκτου λόγου της ανακοπής της κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 1001 και 1001 Α του ΚΠολΔ. Συγκεκριμένα η ανακόπτουσα υποστήριξε ότι η προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης τυγχάνει άκυρη γιατί με την ανακοπτόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης κατασχέθηκαν βάσει του άρθρου 1001 Α του ΚΠολΔ τρεις αυτοτελείς και ανεξάρτητες ιδιοκτησίες της ευρισκόμενες στο ίδιο κτίριο στον ….. (ΓΚΑΡΑΖ 1Β ΥΠΟΓΕΙΟΥ, ΓΚΑΡΑΖ 2 και ΓΚΑΡΑΖ 3), ως έχουσες λειτουργική ενότητα για την εξυπηρέτηση της επιχείρησης garage της ανακόπτουσας, πλην όμως σε καμία περίπτωση οι εν λόγω ιδιοκτησίες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν παραγωγική μονάδα αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί κάθε όροφος αυτοτελώς και η χρήση τους στο πλαίσιο της ίδιας επιχείρησης είναι συγκυριακή και ουδόλως επιτασσόμενη από οιαδήποτε λειτουργική/κατασκευαστική αναγκαιότητα, ούτε αποτελεί επιχείρηση από αυτές που προστατεύει το αμέσως παραπάνω άρθρο, ήτοι βιομηχανική, βιοτεχνική, ξενοδοχειακή ή τουριστική, ούτε επιχείρηση με συναφή χαρακτηριστικά ήτοι γεωργική, κτηνοτροφική, μεταλλευτική μονάδα που διαθέτει εξοπλισμό και αποτελεί ενιαίο σύνολο αλλά επιχείρηση ανάπτυξης, διαχείρισης και εκμετάλλευσης αστικών ακινήτων και ιδίως Εμπορικών Κέντρων και Σταθμών Αυτοκινήτων (χώρος στάθμευσης οχημάτων), οπότε έπρεπε να εφαρμοστεί το άρθρο 1001 ΚΠολΔ που ορίζει ότι αν με την ίδια έκθεση κατασχέθηκαν περισσότερα ακίνητα που βρίσκονται στην ίδια περιφέρεια, αυτά πλειστηριάζονται χωριστά την ίδια ημέρα και μόλις επιτευχθεί το πλειστηρίασμα που καλύπτει την απαίτηση του επισπεύδοντος, των αναγγελμένων δανειστών και των εξόδων της εκτέλεσης, σταματά η κατακύρωση για τα υπόλοιπα ακίνητα. Ότι περαιτέρω σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ανακοπτόμενη κατασχετήρια έκθεση, παρότι η συνολική αξία των ανωτέρω τριών οριζόντιων ιδιοκτησιών φέρεται να ανέρχεται  κατόπιν ενιαίας εκτίμησής τους στο ποσό των 2.300.000 ευρώ, η επισπεύδουσα επιδιώκει την ικανοποίηση μέρους μόνο της φερόμενης απαίτησής της, ήτοι ποσό 500.000 ευρώ, οπότε η εκποίηση μίας και μόνο από τις τρεις ιδιοκτησίες επαρκεί για την ικανοποίηση της απαίτησης αυτής, ενώ στην περίπτωση που τα περισσότερα ακίνητα εκπλειστηριασθούν χωριστά,  θα είναι ευκολότερη η προσέλκυση περισσότερων υποψήφιων πλειοδοτών, καθώς καταμερίζεται το απαιτούμενο ποσό που θα πρέπει να καταβάλει έκαστος από αυτούς για να επιτύχει την κατακύρωση στην αξία εκάστης ιδιοκτησίας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως μη νόμιμο τον σχετικό λόγο ανακοπής. Διέλαβε δε τα εξής: «Ειδικά ως προς το πρώτο σκέλος του, όπως αναφέρεται στο δικόγραφο της ανακοπής οι τρεις αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες είναι οι εξής: ΓΚΑΡΑΖ 1, το οποίο εκτείνεται σε όλη την επιφάνεια του υπογείου, στο οποίο ανήκουν 23 θέσεις στάθμευσης καθώς και ο ανελκυστήρας αυτοκινήτων υπό στοιχείο 1, ΓΚΑΡΑΖ 2 και ΓΚΑΡΑΖ 3, που εκτείνονται η κάθε μία από τον πρώτο όροφο μέχρι τον ένατο και το δώμα της οικοδομής στο ήμισυ της επιφάνειας εκάστου των ορόφων αυτών, περιλαμβάνοντας το μεν ΓΚΑΡΑΖ 2, 88 θέσεις στάθμευσης το δε ΓΚΑΡΑΖ 3, 66 θέσεις στάθμευσης. Εξάλλου όπως αναφέρεται στην ανακοπή το ΓΚΑΡΑΖ 1 έχει πρόσβαση στον κοινόχρηστο χώρο του ισογείου μέσω του ανελκυστήρα αυτοκινήτων υπό στοιχ.1 και κλιμακοστασίου αλλά και σπειροειδούς ράμπας, ενώ ο ενδιάμεσος χώρος των ΓΚΑΡΑΖ 2 και 3 είναι κοινόχρηστος και η πρόσβαση των αυτοκινήτων στους ορόφους εξασφαλίζεται από τον ανελκυστήρα υπό στοιχ.2, στη δε δεξιά πλευρά κάθε ορόφου υπάρχει άλλος ανελκυστήρας αλλά και κλιμακοστάσιο για τους επιβάτες, ενώ το σύνολο των ορόφων συνδέονται μεταξύ τους και με σπειροειδή ράμπα. Τα ακίνητα δε αυτά η ανακόπτουσα, όπως εκθέτει εκμεταλλεύεται επί του παρόντος η ίδια ως ενιαία επιχείρηση. Επομένως, ανεξάρτητα από το αν τούτο υπαγορεύεται από συνθήκες λειτουργικής και κατασκευαστικής αναγκαιότητας οι εν λόγω οριζόντιες ιδιοκτησίες συνιστούν, στο παρόν χρονικό στάδιο ένα ενιαίο οικονομικό σύνολο, μια επιχείρηση με λειτουργική και οικονομική ενότητα. Επομένως κάθε επιχείρηση που ασκείται ενιαία σε περισσότερα ακίνητα που βρίσκονται μεταξύ τους σε λειτουργική ενότητα, όπως η επικείμενη να εκπλειστηριαστεί επιχείρηση, αποτελεί παραγωγική μονάδα κατά την έννοια της διάταξης του αρ. 1001Α ΚΠολΔ (βλ. σχετ  ΕφΘες 140/2014, ΕΑ 221/1996 σε τνπ νόμος και σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα «ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΠΟΛΔ» εκδ. 2021, αρ. 1001Α ζ). Αναφορικά δε με το δεύτερο σκέλος αυτού είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης καθώς η επιβολή της κατάσχεσης για ποσό 500.000 Ε έγινε προς αποφυγή εξόδων εκτελέσεως και αφορά μέρος μόνο της απαίτησης εκ του εκτελεστού τίτλου ήτοι της …………./2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε για ποσό 1.000.000 Ε, που και αυτό με τη σειρά του αποτελούσε μέρος της απαίτησης των οφειλομένων 4.305.250 Ε εκ του από 17-6-2008 προγράμματος ομολογιακού δανείου, που όφειλε μεταξύ άλλων και η ανακόπτουσα το οποίο περιόρισε η καθ’ης για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, επιφυλασσόμενη για το υπόλοιπο. Επομένως αφού η συνολική οφειλή για την οποία μπορεί να αναγγελθεί η επισπεύδουσα μετά τον πλειστηριασμό υπερβαίνει την αξία των κατασχεμένων ακινήτων τελούντων σε λειτουργική ενότητα ορθώς εκπλειστηριάζονται όλα μαζί χωρίς να καλύπτει την οφειλή ο πλειστηριασμός ενός μόνο ακινήτου, όπως εσφαλμένα διαλαμβάνει η ανακόπτουσα στην ανακοπή της. Τέλος αναφορικά με το τρίτο σκέλος του λόγου αυτού, ότι η επιμέρους εκπλειστηρίαση των ακινήτων θα καθιστούσε πιο εύκολη την ανεύρεση πλειοδοτών για κάθε μία ξεχωριστά οριζόντια ιδιοκτησία, είναι μη νόμιμος καθώς δεν συναρτάται με τον κίνδυνο επιτεύξεως μικρότερου πλειστηριάσματος. Επομένως και ο ανωτέρω λόγος ανακοπής κρίνεται απορριπτέος». Κρίνοντας με το παραπάνω σκεπτικό το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 1001 και 1001 Α του ΚΠολΔ και εφάρμοσε τις τελευταίες, χωρίς να είναι απαραίτητο η ένδικη επιχείρηση να λειτουργεί είτε ως βιομηχανική, είτε ως βιοτεχνική, ξενοδοχειακή ή τουριστική, αλλά αρκεί ότι συνιστά παραγωγική μονάδα και ότι οι κατασχεθείσες οριζόντιες ιδιοκτησίες χρησιμοποιούνται από αυτή για παροχή υπηρεσιών στάθμευσης αυτοκινήτων (garage) ως λειτουργική και οικονομική ενότητα, με την κατάλληλη διαμόρφωση και χρήση εξοπλισμού (τοποθέτηση ανελκυστήρων, χρήση κλιμακοστασίου και ράμπας ανάμεσα στους ορόφους) ώστε μόνο με τη σύγχρηση όλων των κατασχεθεισών οριζόντιων ιδιοκτησιών να μπορεί να λειτουργήσει σε αυτή την κλίμακα με τον μεγάλο αριθμό θέσεων στάθμευσης η εν λόγω επιχείρηση, γεγονός που της προσδίδει μεγαλύτερη οικονομική αξία. Επομένως ορθά απέρριψε η εκκαλουμένη τον έκτο λόγο της ένδικης ανακοπής ως μη νόμιμο και τα όσα αντίθετα υποστηρίζει με τον πέμπτο λόγο της έφεσης της η εκκαλούσα τυγχάνουν νόμω αβάσιμα, απορριπτομένου γι’ αυτό του παραπάνω λόγου έφεσης.

Τέλος, με τον έκτο λόγο της εφέσεώς της η εκκαλούσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένως εκτίμησε το προσκομισθέν μετ’ επικλήσεως αποδεικτικό υλικό και απέρριψε την ανακοπή της, ενώ με την ορθή εκτίμηση αυτού έπρεπε να τη δεχθεί καθ’ ολοκληρίαν, κάνοντας δεκτά όλα τα αιτήματα αυτής και συνακόλουθα, να ακυρώσει την ανακοπτόμενη επιταγή προς πληρωμή και την έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος ελλείψει έννομου συμφέροντος της εκκαλούσας να τον προβάλλει σύμφωνα με το άρθρο 68 του ΚΠολΔ, καθώς όσους λόγους ανακοπής έκρινε η εκκαλουμένη οριστικά, τους απέρριψε ως αόριστους ή μη νόμιμους, χωρίς να προχωρήσει σε εκτίμηση του προσκομισθέντος μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους αποδεικτικού υλικού, ενώ ως προς τους υπόλοιπους λόγους ανέστειλε τη δίκη κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ μέχρι την τελεσίδικη εκδίκαση της από 27.5.2021 με αρ. ………/27-5-2021 ανακοπής και των από 27.10.2021 με αρ. …../5-11-2021 πρόσθετων λόγων αυτής κατά της υπ’ αριθ. …………./2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δηλαδή η κρίση της ως προς τους τελευταίους αυτούς λόγους ήταν μη οριστική και άρα μη εκκλητή.

Μη απομένοντος προς κρίση άλλου λόγου έφεσης και με εξαίρεση τον τέταρτο λόγο έφεσης που αφορά στον πέμπτο λόγο της ένδικης ανακοπής, ως προς τον οποίο έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν η έφεση κατά τα ως άνω εκτεθέντα και στη συνέχεια ο σχετικός λόγος ανακοπής κρατήθηκε, δικάστηκε και απορρίφθηκε στην ουσία του από το παρόν Δικαστήριο, πρέπει η έφεση κατά τα λοιπά να απορριφθεί στην ουσία της. Περαιτέρω, δεδομένου ότι οι ίδιοι λόγοι ανακοπής που απορρίφθηκαν πρωτοδίκως, απορρίφθηκαν και από το παρόν Δικαστήριο έστω κι αν ο πέμπτος λόγος απορρίφθηκε στην ουσία του, δεν συντρέχει λόγος να εξαφανιστεί η διάταξη της εκκαλουμένης με την οποία επιβλήθηκε για τα δικαστικά έξοδα του πρώτου βαθμού μέρος των δικαστικών εξόδων της καθ’ης σε βάρος της ανακόπτουσας (άρθρα 176, 178, 191 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ). Σε ό,τι αφορά τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, αυτά πρέπει να επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της κατά την έκβαση της δίκης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, ενώ πρέπει κατ’ άρθρο 495 παρ.4 προτελ. εδ. του ΚΠολΔ να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος για το παραδεκτό της εφέσεως από την εκκαλούσα παραβόλου επειδή λόγω της εφέσεως εξαφανίστηκε εν μέρει η εκκαλουμένη και επανακρίθηκε από το παρόν Δικαστήριο ο πέμπτος λόγος της ένδικης ανακοπής.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 18.3.2022 έφεση κατά της 791/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) ως προς τις οριστικές διατάξεις της εκκαλουμένης.

Απορρίπτει ό,τι έκρινε κατ’ ουσίαν απορριπτέο στην έφεση.

Δέχεται κατ’ ουσίαν τον τέταρτο λόγο έφεσης που αφορά στον πέμπτο λόγο της από 30.9.2021 (με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …./2021) ανακοπής.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη ως προς τον πέμπτο λόγο της ως άνω από 30.9.2021 ανακοπής.

Κρατεί και δικάζει τον παραπάνω λόγο ανακοπής.

Απορρίπτει αυτόν ως ουσία αβάσιμο.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας και ορίζει αυτά στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος από αυτή για την άσκηση του ένδικου μέσου με κωδικό ……….. e- παράβολου του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού εκατό (100) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 19.4.2024.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ