Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 186/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     186/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α. ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: 1) Ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στην …. Αττικής, οδός ……. και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «……..», που εδρεύει στην ….. Αττικής, οδός ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Αθανασούλια, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Χάλαρη – Ανδρουλάκη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.            

Β.    ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Χάλαρη – Ανδρουλάκη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.            

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «………», που εδρεύει στην …… Αττικής, οδός …….. και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «………», που εδρεύει στην ……. Αττικής, οδός ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Αθανασούλια, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.           

Ο εκκαλών στη Β έφεση – εφεσίβλητος στην Α έφεση άσκησε την από 15-12-2020 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./16-12-2020 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, απευθυνόμενη κατά των εκκαλουσών στην Α έφεση – εφεσίβλητων στη Β έφεση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθ. 1470/2022 οριστική απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται: α) οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες με την κρινόμενη από 19-7-2022 και με ΓΑΚ/ΑΚ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ …../19-7-2022 και ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ……/20-7-2022 έφεση (υπό στοιχείο Α) και β) ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την κρινόμενη από 28-4-2023 και με ΓΑΚ/ΑΚ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ………../10-5-2023 και ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ……/11-5-2023 έφεση (υπό στοιχείο Β), οι οποίες ορίσθηκαν να συζητηθούν για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Οι υπό κρίση: α) από 19-7-2022 και με ΓΑΚ/ΑΚ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ……./19-7-2022 και ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ………/20-7-2022 έφεση των ναυτικών εταιριών 1) «………» και 2) «………», κατά του …….. (στο εξής: Α έφεση) και β) από 28-4-2023 και με ΓΑΚ/ΑΚ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ……./10-5-2023 και ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ……../11-5-2023 έφεση του εφεσίβλητου στην Α έφεση κατά των εκκαλουσών στην ίδια έφεση (στο εξής: Β έφεση), οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης (και δη κατά της με αριθ. 1470/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, επί της από 15-12-2020 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …/16-12-2020 αγωγής του εκκαλούντος στη Β έφεση κατά των εκκαλουσών στην Α έφεση) είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ). Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι, αν και οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση του παραβόλου της παρ. 3 του άρθρου 495 Κ.Πολ.Δ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, όπως αντικαταστάθηκε εκ νέου το άνω άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α’ 87/23.7.2015),  λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Πειρ. 447/2023, Εφ.Πειρ. 386/2023, www.efeteio-peir.gr).

2. Ο ενάγων και ήδη εκκαλών– εφεσίβλητος, με την προαναφερθείσα από 15-12-2020 αγωγή του εξέθεσε ότι, δυνάμει προσυμφώνων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατάρτισε στον Πειραιά με έκαστη των εναγόμενων ναυτικών εταιριών, ναυτολογήθηκε διαδοχικά, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα εντός των ετών 2019 και 2020, με την αναφερόμενη ειδικότητα, στα Ε/Γ – Ο/Γ πλοία «ΠΕ» και «ΑΕ», κ.ο.χ. 1801,52 και 1829,68 αντίστοιχα, πλοιοκτησίας της πρώτης και της δεύτερης των εναγόμενων αντίστοιχα, διεπομένων των συμβάσεών του, κατόπιν ρητής συμφωνίας, από τη ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών και Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019. Ότι από τις άνω ναυτολογήσεις του διατηρεί αξιώσεις για πρόσθετη αμοιβή λόγω υπερωριακής απασχόλησης, επιδόματα εορτών, αποζημίωση λόγω μη χορηγηθείσας διανυκτέρευσης και αποζημίωση απόλυσης. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενος τις συμβάσεις ναυτικής εργασίας του, άλλως τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ζήτησε, κατόπιν νομότυπου περιορισμού από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό του ½ εκάστου των επιμέρους κονδυλίων της αγωγής του κατά της πρώτης εναγόμενης, με δήλωση της πληρεξούσιας Δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία περιλήφθηκε και στις έγγραφες προτάσεις του Α1) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη, πλοιοκτήτρια του πλοίου «ΠΕ», να του καταβάλει τα ποσά των 7.699,50 ευρώ, 2.613,90 ευρώ, 821,55 ευρώ, 508,58 ευρώ, 744,38 ευρώ, 441,56 ευρώ, 1.227,56 ευρώ, 1.341,76 ευρώ για πρόσθετη αμοιβή λόγω υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές, κατά τα Σάββατα και τις αργίες, για αμοιβή μη χορηγηθείσας διανυκτέρευσης, για αναλογία δώρου Πάσχα 2020, για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2020 και για αποζημίωση απόλυσης Και Α2) να αναγνωριστεί ότι η πρώτη εναγόμενη υποχρεούται να του καταβάλει για τις ίδιες αιτίες υπόλοιπα ποσά ίσης αξίας, όλα δε τα αιτούμενα ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας απόλυσής του από το άνω πλοίο (1-10-2020), άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, Β) να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη, πλοιοκτήτρια του πλοίου «ΑΕ», να του καταβάλει τα ποσά των 2.453,40 ευρώ, 1.315,44 ευρώ, 109,54 ευρώ και 1.237,82 ευρώ για πρόσθετη αμοιβή λόγω υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές κατά τα Σάββατα και τις αργίες, για αμοιβή μη χορηγηθείσας διανυκτέρευσης, για αναλογία δώρου Πάσχα 2019 και για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019 αντίστοιχα, όλα δε τα αιτούμενα ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του από το άνω πλοίο (2-9-2019), άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επίσης, ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων.

3. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε την αγωγή ως ορισμένη, νόμιμη και εν μέρει βάσιμη κατ’ ουσία και Α) υποχρέωσε α) την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα, για την υπηρεσία του στο πλοίο «ΠΕ» το συνολικό ποσό των 10.673,81 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 2-10-2020 μέχρι την εξόφληση και β) τη δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα, για την υπηρεσία του στο πλοίο «ΑΕ» το συνολικό ποσό των 2.092,65 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 3-9-2019 μέχρι την εξόφληση Και Β) αναγνώρισε ότι η πρώτη εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα, για την υπηρεσία του στο πλοίο «ΠΕ» υπόλοιπο ποσό 1.363,06 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 2-10-2020 μέχρι την εξόφληση. Επίσης, κήρυξε την απόφαση, ως προς τις καταψηφιστικές διατάξεις της, προσωρινά εκτελεστή και καταδίκασε τις εναγόμενες σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, ποσού 450,00 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται τόσο ο ενάγων όσο και οι εναγόμενες με τους λόγους των εφέσεών τους, που συνιστούν παράπονα για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να αναδικαστεί η αγωγή από το Δικαστήριο τούτο και να γίνει δεκτή εν όλω ή να απορριφθεί στο σύνολό της αντιστοίχως.

4. Απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 Κ.Πολ.Δ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται στη συνέχεια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς (Α.Π. 983/2021, www.areiospagos.gr), την υπ’ αριθ. ……../6-10-2021 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ……….. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, η οποία λήφθηκε με πρωτοβουλία του ενάγοντος, μετά από νομότυπη (άρθρα 421, 422 Κ.Πολ.Δ.) κλήτευση των εναγόμενων (βλ. τις υπ’ αριθ. ……./30-9-2021 και ………/30-9-2021 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, . ……), καθώς και την υπ’ αριθ. …../22-9-2021 ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων ………… ενώπιον του Δικηγόρου Πειραιά ……….., η οποία λήφθηκε με πρωτοβουλία των εναγόμενων μετά από νομότυπη (άρθρα 143, 421, 422 Κ.Πολ.Δ.) κλήτευση της υπογράφουσας δικηγόρου το δικόγραφο της αγωγής (βλ. την υπ’ αριθ. ………/16-9-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε στον Πειραιά μεταξύ του νόμιμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «ΠΕ», με αριθμό νηολογίου Πειραιά …………, κ.ο.χ. 1801,52 και του ενάγοντος, Έλληνος απογεγραμμένου ναυτικού, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε στο ως άνω πλοίο i) με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου από 5-11-2018 έως 12-3-2019, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά «λόγω διακοπής δρομολογίων», ii) με την αυτή ειδικότητα από 21-3-2019 έως 26-3-2019, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά «λόγω διακοπής δρομολογίων», iii) με την αυτή ειδικότητα από 20-4-2019 έως 1-5-2019, οπότε απολύθηκε «λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου», iv) με την αυτή ειδικότητα από 1-5-2019 μέχρι 20-6-2019, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά «λόγω αδείας μέχρι 20-7-2019», v) με την αυτή ειδικότητα από 3-9-2019 έως 20-9-2019, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά λόγω ετήσιας επιθεώρησης, vi) με την ειδικότητα του επίκουρου από 4-11-2019 μέχρι την 4-12-2019, οπότε απολύθηκε «λόγω αδείας μέχρι 4-1-2020», vii) με την ειδικότητα του επίκουρου από 14-1-2020 έως 24-2-2020, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά λόγω διακοπής δρομολογίων, viii) με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου από 14-4-2020 έως 29-4-2020, οπότε απολύθηκε «λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου» και ix) με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου από 29-4-2020 έως 1-10-2020, οπότε απολύθηκε κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα. Εντούτοις, από το χρονικό διάστημα από 14-4-2020 έως 31-5-2020 η σύμβαση ναυτολόγησης του ενάγοντος, όπως και όλου του πληρώματος, τέθηκε σε αναστολή λόγω της πανδημίας του κορονοϊού – Covid 19 (ΥΑ 2242.10/21372/2020 και οικεία ΚΥΑ) και το πλοίο παρέμεινε ακινητοποιημένο στο λιμάνι του Πειραιά, δίχως να εκτελεί δρομολόγια. Είναι δε απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του ενάγοντος, που απορρίφθηκε ως τέτοιος και πρωτόδικα και επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, ότι καθ’ όλες τις ένδικες χρονικές περιόδους ναυτολογούταν στο πλοίο «ΠΕ» με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, καθόσον από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από τον ίδιο ναυτικό του φυλλάδιο προκύπτουν οι ως άνω ναυτολογήσεις του από 4-11-2019 έως 4-12-2019 και από 14-1-2020 έως 24-2-2020 με την ειδικότητα του επίκουρου. Ούτε, άλλωστε, ο ενάγων αιτείται με την αγωγή του αμοιβή θαλαμηπόλου και για τα άνω χρονικά διαστήματα που ναυτολογήθηκε ως επίκουρος, επικαλούμενος τους όρους του νόμου για το μισθό ελλείποντος μέλους πληρώματος, κατά το βάσιμο προς τούτο ισχυρισμό της πρώτης εναγόμενης. Εξάλλου, δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στον Πειραιά μεταξύ του νόμιμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγόμενης, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ- Ο/Γ πλοίου «ΑΕ», με αριθμό νηολογίου Πειραιά …….., κ.ο.χ. 1829,68, και του ενάγοντος, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε στο ως άνω πλοίο με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου από 9-7-2019 έως 2-9-2019, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά λόγω μεταθέσεως (στο πλοίο «ΠΕ»). Οι ως άνω συμβάσεις ναυτικής εργασίας διέπονταν τις ένδικες χρονικές περιόδους (ήτοι από 1-1-2019 και εφεξής) από τους όρους της από 24-7-2019 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. Υ.Α. 2242.5- 1.5/56040/2019 (που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β’ Β’3170/12-8-2019), ενόψει του ότι ο ενάγων στην αγωγή του υπολογίζει όλα τα επίδικα κονδύλια με βάση τις προβλεπόμενες αμοιβές από τη ΣΣΝΕ αυτή, υπολογισμό τον οποίο δέχθηκε η εκκαλουμένη χωρίς να διατυπώνεται κάποια αιτίαση ως προς το κεφάλαιό της αυτό από τις εναγόμενες. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι τα ένδικα πλοία εκτελούσαν δρομολόγια ημερόπλοιου, καθόσον κατά τις ένδικες χρονικές περιόδους έκαστο αυτών εκτελούσε καθημερινά δύο με τρία κυκλικά δρομολόγια από το λιμάνι του Πειραιά προς διάφορα νησιά του Αργοσαρωνικού, κυρίως προς την Αίγινα και το Αγκίστρι, τα οποία μερικές ημέρες της εβδομάδας επεκτείνονταν προς τον Πόρο και τα Μέθανα, με επιστροφή στον Πειραιά μέσω των ίδιων λιμένων. Μια ημέρα την εβδομάδα, συνήθως Τρίτη, τα πλοία εκτελούσαν ένα επιπλέον δρομολόγιο προς Αίγινα μεταφέροντας επικίνδυνο φορτίο (βυτία με γκάζι, βενζίνη, πετρέλαιο) που φόρτωναν στη Δραπετσώνα. Η μέση διάρκεια των καθημερινών δρομολογίων ήταν 10 με 11 ώρες, όπως αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα ημερολόγια των πλοίων. Η οργανική σύνθεση αυτών ως ημερόπλοιων, ως προς το προσωπικό γενικών υπηρεσιών, καθορίστηκε σύμφωνα με την ΥΕΝ/Δ.Ν.ΕΡ. 1 70004/4009/30-5-85 σε συνδυασμό με την ΥΑ 3511.1/13/2003 του Υπουργού Ναυτιλίας, για το χρονικό διάστημα από 1-1 έως 31-3 κάθε έτους σε ένα (1) θαλαμηπόλο και έναν (1) επίκουρο, ενώ από 1-4 έως 31-10 προστίθετο ένας (1) επιπλέον θαλαμηπόλος. Αποδεικνύεται επίσης ότι ο ενάγων, όπως και το λοιπό προσωπικό γενικών υπηρεσιών, προσερχόταν σε έκαστο πλοίο κάθε πρωί μία ώρα πριν την έναρξη του δρομολογίου και ήταν επιφορτισμένος με τα καθήκοντα επίβλεψης της επιβίβασης των επιβατών, ελέγχου των εισιτηρίων, της λειτουργίας του αναψυκτήριου, του εφοδιασμού αυτού με τα αναγκαία προϊόντα (τρόφιμα, σάντουιτς, σφολιάτες, ποτά, αναψυκτικά, νερά, καφέδες, κ.λ.π.), ενώ μετά το πέρας των δρομολογίων εργαζόταν περί τη μισή ώρα περίπου σε εργασίες γενικής καθαριότητας των εσωτερικών κοινόχρηστων χώρων του πλοίου (σαλόνια, διαδρόμους, σκάλες, τουαλέτες, κ.λ.π.) και ακολούθως αποβιβαζόταν. Εξάλλου, οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητάς του στο πλοίο δεν θα μπορούσαν, εξ ορισμού, να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών, υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρο 57 παρ. 1 του Κ.Ι.Ν.Δ. (Εφ.Πειρ. 356/2023, ό.α.), με αποτέλεσμα ο χρόνος παραμονής αυτού στα πλοία, να μην ταυτίζεται αναγκαία με τον χρόνο πραγματικής απασχόλησής του σ’ αυτά. Σύμφωνα με τα προηγούμενα και ενόψει της φύσης της εργασίας του ενάγοντος αφενός και των διδαγμάτων της κοινής πείρας αφετέρου, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων ναυτικός εργάσθηκε κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα που τα άνω πλοία εκτελούσαν πλόες, κατά μέσο όρο επί 10 ώρες ημερησίως, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, από τις οποίες οι 2 ώρες μετά το νόμιμο οκτάωρο της καθημερινής και Κυριακής εργασίας πρέπει να πληρωθούν με απλή υπερωριακή αμοιβή, ίση με το 1/173 του βασικού μισθού του προσαυξημένο κατά 25% για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, για τα δε Σάββατα και τις αργίες πρέπει να πληρωθούν όλες οι ώρες με υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του βασικού μισθού προσαυξημένο κατά 50% για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης. Περαιτέρω, είναι αληθές ότι η καθημερινή διάρκεια της απασχόλησης του ενάγοντος δεν ήταν εκ των προτέρων ακριβώς καθορισμένη, ενόψει της συνάρτησης αυτής με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεόμενων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου και της εξυπηρέτησης της συγκεκριμένης ακτοπλοϊκής γραμμής. Αποδείχθηκε, όμως, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα ότι, για να ανταποκριθεί στα ως άνω καθήκοντά του, ο ενάγων εργαζόταν, εντός των πλαισίων της καλύτερης λειτουργίας των υπηρεσιών των πλοίων, πέραν του νόμιμου ωραρίου του. Η άποψη αυτή ενισχύεται ιδιαίτερα από τους προσκομιζόμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, από τους οποίους προκύπτει ότι οι εναγόμενες του κατέβαλαν χρηματικά ποσά για απασχόληση κατά «Σάββατα και αργίες» και ότι εισέπραττε χρηματικά ποσά για παροχή «υπερωριακής εργασίας». Το γεγονός ότι τα πλοία είχαν πλήρη την οργανική σύνθεση πληρώματος κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς το μέσον όρο της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος που πραγματοποιούνταν καθημερινά, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του Ν.Δ. 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (Κ.Δ.Ν.Δ, Φ.Ε.Κ. Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλοών του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (Εφ.Πειρ. 677/2023, Εφ.Πειρ. 655/2022, Εφ.Πειρ. 569/2022, Εφ.Πειρ. 423/2021, www.efeteio-peir.gr), ενώ το γεγονός ότι η άνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν πλήρως στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος και στο αρχείο ωρών ανάπαυσης ναυτικών, τα οποία τηρούσαν ανά μήνα οι εναγόμενες, διά του προεστημένου οργάνου τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 157 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της ως άνω ΣΣΝΕ, καθώς και το ότι ο ενάγων υπέγραφε στα εν λόγω βιβλία, καθώς και στις αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (Εφ.Πειρ. 590/2023, Εφ.Πειρ. 155/2023, Εφ.Πειρ. 677/2023, Εφ.Πειρ. 577/2022, Εφ.Πειρ. 304/2020, Εφ.Πειρ. 274/2019, www.efeteio-peir.gr), επιπλέον δε, είναι κοινώς γνωστό ότι δεν είναι σύνηθες οι ναυτικοί που υπηρετούν σε ένα πλοίο να διατυπώνουν επιφυλάξεις στις σχετικές καταστάσεις, προφανώς από φόβο ότι μπορεί να δυσαρεστήσουν τον εργοδότη και να διακινδυνεύσουν τη θέση εργασίας τους. Εξάλλου, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, η οποία συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 Α.Κ, 8 ν. 2112/1920 και 8 παρ. 4 Ν. 4020/1959, κάθε παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (Α.Π. 587/2006, Εφ.Πειρ. 18/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 677/2023, Εφ.Πειρ. 304/2020, www.efeteio-peir.gr). Επομένως, δεν έσφαλε η εκκαλουμένη που έκρινε τα προαναφερθέντα και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος εκάστης έφεσης, κατά το μέρος με το οποίο προβάλλονται αιτιάσεις για το διαγνωσθέν ύψος των ωρών της παρασχεθείσας εργασίας, τις οποίες ο μεν ενάγων αναβιβάζει σε 14  ώρες σε καθημερινή βάση καθ’ όλα τα ένδικα χρονικά διαστήματα της ναυτικής εργασίας του στα άνω πλοία, οι δε εναγόμενες- εκκαλούσες αρνούνται ότι αυτός εργάσθηκε υπερωριακά. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα και σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην προαναφερόμενη Σ.Σ.Ν.Ε και το αίτημα της αγωγής, ο ενάγων, από τη ναυτολόγησή του στα άνω πλοία, διατηρεί τις ακόλουθες αξιώσεις:

Α. Για τη ναυτική εργασία του στο Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «ΠΕ»:

1α) για υπερωριακή του απασχόληση κατά τα μη αμφισβητούμενα χρονικά διαστήματα που απασχολήθηκε ως θαλαμηπόλος (5-11-2018 έως 12-3-2019, 21-3- 2019 έως 26-3-2019, 20-4-2019 έως 1-5-2019, 1-5-2019, έως 20-6-2019, 3-9-2019 έως 20-9-2019, 1-6-2020 έως 1-10-2020) (εξαιρουμένου του χρονικού διαστήματος από 14-4-2020 έως 31-5-2020 που η σύμβαση ναυτολόγησής του είχε τεθεί σε αναστολή λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, κατά τα προαναφερθέντα) και δη α) για 38 Σάββατα και 11 αργίες, ήτοι συνολικά για 49 ημέρες πραγματοποίησε (49 X 10=) 490 ώρες υπερωριακής απασχόλησης και δικαιούται το ποσό των (490 X 10,44 ευρώ =) 5.115,60 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το συνολικό ποσό των 4.160,13 ευρώ (464,21 + 464,21 + 170,21 + 61,89 + 123,79 + 464,21 + 309,47 + 278,53 + 87,48 + 220,96 + 110,48 + 473,49 + 473,49 + 457,71), όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του που προσκομίζει με επίκληση η πρώτη εναγόμενη (και όχι μόνο το ποσό των 3.249,47 ευρώ που συνομολογεί στην αγωγή του και εσφαλμένα έγινε δεκτό πρωτόδικα ότι έλαβε, όπως βάσιμα παραπονείται η πρώτη εναγόμενη με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του), οφειλόμενου του υπολοίπου ποσού των 955,47 ευρώ. Και β) για 167 καθημερινές και 41 Κυριακές, ήτοι συνολικά για 208 ημέρες πραγματοποίησε (208 Χ 2)  416 ώρες υπερωριακής απασχόλησης και δικαιούται το ποσό των (416 X 8,70 ευρώ =) 3.619,20 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το συνολικό ποσό των 566,67 ευρώ (76,84 + 11,11 + 91,39 + 130,56 + 130,56 + 126,21), όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του που προσκομίζει με επίκληση η πρώτη εναγόμενη (και όχι ουδέν ποσό, όπως έγινε δεκτό πρωτόδικα, κατά το βάσιμο παράπονο της τελευταίας με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του), οφειλόμενου του υπολοίπου ποσού των 3.052,53 ευρώ.

1β) για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τα χρονικά διαστήματα που απασχολήθηκε ως επίκουρος (4-11-2019 έως 4-12-2019 και 14-1-2020 έως 24-2-2020) α) για 11 Σάββατα και 5 αργίες, ήτοι συνολικά για 19 ημέρες πραγματοποίησε (19 X 10=) 190 ώρες υπερωριακής απασχόλησης και δικαιούται το ποσό των (190 X 8,37 ευρώ=) 1.590,30 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το συνολικό ποσό των 861,61 ευρώ (291,43 + 50,68+ 228,07+291,43), όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του που προσκομίζει με επίκληση η πρώτη εναγόμενη (και όχι ουδέν ποσό όπως εσφαλμένα έγινε δεκτό πρωτόδικα, κατά το βάσιμο παράπονο της πρώτης εναγόμενης με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του), οφειλόμενου του υπολοίπου ποσού των 728,69 ευρώ Και β) για 57 καθημερινές και 10 Κυριακές, ήτοι συνολικά για 67 ημέρες πραγματοποίησε (167 Χ 2)  134 ώρες υπερωριακής απασχόλησης και δικαιούται το ποσό των (134 X 6,98 ευρώ =) 935,98 ευρώ, έναντι του οποίου ουδέν έλαβε, όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται, οφειλόμενου ακόμα του ανωτέρω ποσού.

2) Για αποζημίωση μη παρεχόμενων διανυκτερεύσεων δεν δικαιούται κάποιο ποσό ο ενάγων και το σχετικό κονδύλι της αγωγής του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ’ ουσία, όπως ορθά απορρίφθηκε και με την εκκαλουμένη, χωρίς να διατυπώνεται κάποια αιτίαση ως προς το απορριπτικό κεφάλαιό της αυτό από τον εκκαλούντα ενάγοντα, ενόψει του ότι αποδείχθηκε ότι το πλοίο «ΠΕ» ήταν ημερόπλοιο και κάθε ημέρα τα δρομολόγιά του εκκινούσαν από τον Πειραιά και κατέληγαν στο ίδιο λιμένα, ο δε ενάγων διανυκτέρευε στην οικία του στον Πειραιά, μη στερούμενος των αδειών διανυκτέρευσης.

3) Για τα επιδόματα δώρων εορτών που δικαιούται ο ενάγων για τη ναυτική εργασία του στο άνω πλοίο, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Βάσει της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω άνω Σ.Σ.Ν.Ε, ο συνολικός μηνιαίος μισθός του για τον υπολογισμό των άνω δώρων ανερχόταν για τα ένδικα χρονικά διαστήματα της ναυτικής υπηρεσίας του στο άνω πλοίο i) με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου στο ποσό των 3.559,51 ευρώ [1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40 ευρώ αντίτιμο τροφής 30 ημερών + 433,95 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών = 1.469,82 ευρώ X 1/22 = 66,81 ευρώ X 5 ημέρες= 334,05 ευρώ + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,98 X 5) = 99,9 ευρώ] + μέσος όρος υπερωριών 1.019,70 ευρώ (8.734,80 ευρώ σύνολο υπερωριακής αμοιβής / 257 ημέρες = 33,99 ευρώ Χ30)] και ii) με την ειδικότητα του επίκουρου στο ποσό των 3.063,20 ευρώ [965,87 ευρώ μισθός ενεργείας + 212,49 ευρώ επίδομα Κυριακών +36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40 ευρώ αντίτιμο τροφής 30 ημερών + 367,70 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [965,87 ευρώ μισθός ενεργείας + 212,49 ευρώ επίδομα Κυριακών= 1.178,36 ευρώ X 1/22 = 53,56 ευρώ X 5 ημέρες= 267,8) ευρώ + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,98 X 5) = 99,90 ευρώ) + μέσος όρος υπερωριών 881,10 ευρώ (2.526,28 ευρώ σύνολο υπερωριακής αμοιβής / 86ημέρες = 29,37 ευρώ Χ 30)]. Επομένως, ο ενάγων δικαιούταν να λάβει για επιδόματα εορτών τα ακόλουθα ποσά: α) για επίδομα εορτών Πάσχα έτους 2019, δεδομένου ότι απασχολήθηκε ως θαλαμηπόλος από 1-1-2019 έως 12-3-2019, από 21-3-2019 έως 26-3-2019 και από 20-4-2019 έως 30-4-2019, ήτοι για 88 ημέρες, ποσό αντίστοιχο με το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε 8 ημέρες απασχόλησης και δη ποσό 1.305,15 ευρώ (3.559,51 ευρώ/2 Χ 1/15= 118,65 ευρώ Χ 11 οκταήμερα), έναντι του οποίου έλαβε, όπως αποδεικνύεται από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την πρώτη εναγόμενη ανάλυση μισθοδοσίας του, ποσό 714,03 ευρώ, οφειλόμενου του υπολοίπου ποσού των 591,12 ευρώ,  κατά παραδοχή ως βάσιμης κατ’ ουσία της ένστασης μερικής εξόφλησης που πρόβαλε η τελευταία, β) για επίδομα Χριστουγέννων 2019 i) δεδομένου ότι ήταν ναυτολογημένος με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου από 1-5-2019 έως 20-6-2019, από 3-9-2019 έως 20-9-2019, ήτοι για 68 ημέρες, ποσό ίσο με τα 2/25 του μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες απασχόλησης, και δη ποσό 1.016,59 ευρώ (3.559,51 X 2/25= 284,76 Χ 3,57 δεκαεννιαήμερα), ii) δεδομένου ότι ήταν ναυτολογημένος με την ειδικότητα του επίκουρου από 4-11-2019 έως 4-12-2019, ήτοι για 31 ημέρες, ποσό ίσο με τα 2/25 του μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες απασχόλησης, και δη ποσό 399,35 ευρώ (3.063,20 X 2 / 25= 245,00 Χ 1,63 δεκαεννιαήμερα), ήτοι συνολικό ποσό 1.355,94 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε, όπως  αποδεικνύεται από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την πρώτη εναγόμενη ανάλυση μισθοδοσίας, ποσό (404,40 + 365,89 =) 770,29 ευρώ, οφειλόμενου του υπολοίπου ποσού των 585,65 ευρώ, δεκτής  ευρώ, κατά παραδοχή ως βάσιμης κατ’ ουσία της ένστασης μερικής εξόφλησης που πρόβαλε, γ) για επίδομα Πάσχα 2020, δεδομένου ότι ήταν ναυτολογημένος με την ειδικότητα του επίκουρου από 14-1-2020 έως 24-2-2020, ήτοι για 40 ημέρες, ποσό ίσο με το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε οκταήμερο απασχόλησης και δη ποσό 510,50 ευρώ (3.063,20 ευρώ / 2 Χ 1 / 15 = 102,10  ευρώ X 5 οκταήμερα), έναντι του οποίου έλαβε, όπως αποδεικνύεται από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την πρώτη εναγόμενη ανάλυση μισθοδοσίας, ποσό 277,57 ευρώ, οφειλόμενου του υπολοίπου ποσού των 232,93 ευρώ, κατά παραδοχή ως βάσιμης κατ’ ουσία της ένστασης μερικής εξόφλησης που πρόβαλε η τελευταία. Και δ) για επίδομα Χριστουγέννων έτους 2020, δεδομένου ότι ήταν ναυτολογημένος με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου από 31-5-2020 έως 1-10-2020, ήτοι για 124 ημέρες, ποσό ίσο με τα 2/25 του μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες απασχόλησης και δη ποσό 1.859,63 ευρώ (3.559,51 ευρώ Χ 2 / 25 = 284,76 ευρώ Χ 6,52 δεκαεννιαήμερα), έναντι του οποίου έλαβε, όπως αποδεικνύεται από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την πρώτη εναγόμενη ανάλυση μισθοδοσίας του, ποσό 1.023,82 ευρώ, οφειλόμενου του υπολοίπου ποσού των 835,81 ευρώ, κατά παραδοχή ως βάσιμης κατ’ ουσία της ένστασης μερικής εξόφλησης που πρόβαλε η τελευταία. Επομένως, δεν έσφαλε η εκκαλουμένη που έκρινε τα προαναφερθέντα και ο δεύτερος λόγος εκάστης έφεσης, με τον οποίο όλοι οι εκκαλούντες παραπονούνται για το αντίθετο, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

4. Για αποζημίωση απόλυσης λόγω μη επαναυτολόγησης στις 2-11-2020 στο άνω πλοίο ο ενάγων δεν δικαιούται κάποιο ποσό. Ειδικότερα, για το κονδύλι αυτό πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Στις διατάξεις των άρθρων 68 – 81 του ν. 3816/1958 καταστρώνονται οι προβλεπόμενοι από αυτόν λόγοι λύσης της σύμβασης ναυτικής εργασίας, εφαρμοζομένων παραλλήλως των ρυθμίσεων του κοινού δικαίου επί των μη ρυθμιζόμενων περιπτώσεων. Οι λόγοι αυτοί διαρθρώνονται σε δύο κατηγορίες και, συγκεκριμένα, αφενός μεν σ’ εκείνους που επιφέρουν αυτόματα τη λύση της σύμβασης με τη συνδρομή ορισμένων γεγονότων (άρθρα 68, 70, 71) και, αφετέρου, σ’ εκείνους που ανάγονται στη βούληση των συμβαλλομένων (άρθρα 69 και 72 – 74), οι οποίοι λειτουργούν ύστερα από ενέργεια ενός μόνον από αυτούς (Ι. Ρόκας – Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αριθ. 148, σ. 80, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 1989, σ. 155 επομ.). Πέραν, όμως, αυτών είναι δυνατή η λύση της σύμβασης ναυτολόγησης με τη θέληση αμφοτέρων των συμβαλλομένων [Α. Κιάντου – Παμπούκη, ό.α, Γ. Μικρούδης, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, σε ΕΕΔ 66, 449 επομ. (454, υποσ. 49)], στα πλαίσια της συμβατικής ελευθερίας και της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης που σε νομοθετικό επίπεδο θεμελιώνονται στην διάταξη του άρθρου 361 Α.Κ. Η λύση αυτή της σύμβασης ναυτικής εργασίας με κοινή συναίνεση δεν προβλέπεται στον Κ.Ι.Ν.Δ, ο οποίος προνοεί μόνον για τη λύση της με τη θέληση του ενός συμβαλλομένου, προς την οποία και συνάπτει έννομες συνέπειες. Τέτοια συνέπεια προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 76, κατά την οποία ο απολυόμενος ναυτικός δικαιούται αποζημίωσης, εκτός άλλων, στην περίπτωση κατά την οποία, χωρίς τούτο να δικαιολογείται εξαιτίας παραπτώματός του, ο πλοίαρχος καταγγέλλει τη σύμβαση της ναυτολόγησής του. Περίπτωση λύσης της σύμβασης με κοινή συναίνεση ανακύπτει και όταν κατ’ εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ ο ναυτικός λαμβάνει την προβλεπόμενη από αυτήν άδεια ανάπαυσης, οπότε η σύμβασή του λύνεται με την αποδοχή εκ μέρους του πλοιάρχου σχετικής αίτησής του, δηλαδή με τη σύμπτωση των δηλώσεων βούλησής τους κατ’ άρθρα 185, 189 και 192 Α.Κ. Πράγματι, όπως από τις διατάξεις του άρθρου 15 (και) της ισχύουσας εν προκειμένω ΣΣΝΕ που προαναφέρθηκε προκύπτει, η άδεια του ναυτικού, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται κατ’ αίτησή του μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν την χορήγησή της και σε περίπτωση μη χορήγησής της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται νόμιμα (Εφ.Πειρ. 369/2016, Εφ.Πειρ. 83/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, υπ’ άρθρο 60, σ. 192). Στην ίδια αυτή περίπτωση της με κοινή συναίνεση λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης δεν οφείλεται στον απολυόμενο λόγω λήψης αδείας ναυτικό η αποζημίωση του άρθρου 76 Κ.Ι.Ν.Δ. (Εφ.Πειρ. 369/2016, Εφ.Πειρ. 111/2007, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Ι, 2004, υπ’ άρθρο 75, σ. 385), αφού για την εφαρμογή της διάταξης αυτής προϋποτίθεται μονομερής λύση της σύμβασης επερχόμενη με καταγγελία της εκ μέρους του πλοιάρχου (Εφ.Πειρ. 369/2016, Εφ.Πειρ. 86/2014, ΕφΠειρ. 288/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Άλλως έχει το πράγμα και η αποζημίωση του άρθρου 76 Κ.Ι.Ν.Δ. εξακολουθεί οφειλόμενη, όταν η λήψη της άδειας ανάπαυσης του ναυτικού εμφανίζεται ως προσχηματικός (τυπικός) λόγος της απόλυσής του, ο οποίος υποκρύπτει σιωπηρή μονομερή καταγγελία της σύμβασής του. Στην περίπτωση αυτή, τον προσχηματικό χαρακτήρα του εμφανιζόμενου λόγου απόλυσης οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο ναυτικός που ενάγει για την λήψη της αποζημίωσής του, το δε γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τη μη επαναυτολόγησή του μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος διάρκειας της κατά το φαινόμενο μόνον άδειάς του, παρά τις οχλήσεις του ναυτικού για την επαναπρόσληψή του (Εφ.Πειρ. 433/2023, www.efeteiopeir.gr, Εφ.Πειρ. 369/2016, ό.α, Εφ.Πειρ. 111/2007, ό.α, Εφ.Πειρ. 741/2005, Ε.Ν.Δ. 2005, 444). Τέλος, σε περίπτωση απόλυσης ναυτικού που λαμβάνει χώρα σε λιμένα του εσωτερικού συνεπεία καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο, η αποζημίωσή του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 75 εδάφ. τελευταίο και 76 εδάφ. α’ Κ.Ι.Ν.Δ. ισούται με τις πάσης φύσεως πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του και για τον υπολογισμό της λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης (μισθός ενέργειας), το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή του, η αποζημίωση αδείας, τα επιδόματα εορτών και κάθε άλλη παροχή καταβαλλομένη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του τακτικώς καθ’ έκαστο μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα (Εφ.Πειρ. 433/2023, ό.α, Εφ.Πειρ. 369/2016, Εφ.Πειρ. 434/2013, Εφ.Πειρ. 172/2008, Εφ.Πειρ. 719/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, βλ. και Δ. Καμβύση, ό.α, υπ’ άρθρο 76, σ. 265), το άθροισμα των οποίων διαιρείται δια δύο (Εφ.Πειρ. 369/2016, Εφ.Πειρ. 71/2014, Εφ.Πειρ. 231/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή του ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι η λύση της από 14-4-2020 τελευταίας σύμβασης ναυτολόγησής του στο πλοίο «ΠΕ» στις 1-10-2020, προσχηματικά μόνον έλαβε χώρα λόγω λήψης εκ μέρους του αδείας ανάπαυσης με διάρκεια έως την 1-11-2020, επειδή στην πραγματικότητα απολύθηκε τότε συνεπεία καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο του πλοίου χωρίς υπαιτιότητά του και για το λόγο αυτό ζήτησε να του επιδικαστεί το χρηματικό ποσό των 2.683,53 ευρώ, στο οποίο ανήλθε το ισόποσο των αποδοχών του 15 ημερών. Η εκκαλουμένη απόφαση θεώρησε την αξίωσή του νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 76 ΚΙΝΔ και ακολούθως, χωρίς στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού της συλλογισμού να διαλάβει αιτιολογία που να στηρίζει την παραδοχή της περί του προσχηματικού χαρακτήρα του λόγου για τον οποίο φέρεται ότι απολύθηκε ο ενάγων στις 1-10-2020, έκρινε αυτήν και ουσιαστικά βάσιμη, επιδίκασε δε στον ενάγοντα ως αποζημίωση απόλυσης το έλασσον του αιτούμενου με την αγωγή ποσό των 1.779,75 ευρώ. Κατά της κρίσης αυτής της εκκαλουμένης παραπονείται ήδη η πρώτη εναγόμενη – πρώτη εκκαλούσα με τον τρίτο λόγο της έφεσής της, με τον οποίο αιτιάται την πρωτοβάθμια απόφαση για συναγωγή εσφαλμένου αποδεικτικού πορίσματος. Επί του λόγου αυτού πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Από το προσκομιζόμενο αντίγραφο του οικείου τμήματος του ναυτικού φυλλαδίου του ενάγοντος προκύπτει ότι επ’ αυτού, ως λόγος απόλυσής του στις 1-10-2020 και λύσης της από 14-4-2020 σύμβασης ναυτολόγησής του, αναγράφηκε η λήψη εκ μέρους του μηνιαίας άδειας με διάρκεια έως την 1-11-2020. Σύμφωνα με τις συγκλίνουσες σχετικά ένορκες βεβαιώσεις των προαναφερθέντων μαρτύρων ανταπόδειξης που συνυπηρέτησαν με τον ενάγοντα στο άνω πλοίο ……. (υποπλοίαρχου), ………… (Α’ Οικονομικού Αξιωματικού) και ………. (ναύκληρου), ο ενάγων υπηρέτησε στο άνω πλοίο τα έτη 2016, 2017, 2018, 2019 και 2020 και απολύθηκε λόγω αδείας στις 1-10-2020 δεδομένου ότι η εταιρία ήθελε να τον επαναυτολογήσει. Παρότι δε ο ίδιος ουσιαστικά επικαλείται ότι δεν υπέβαλε στην πραγματικότητα αίτηση προς λήψη άδειας, δεν αμφισβητεί ταυτόχρονα ότι έκανε χρήση της άδειας αυτής και δεν προσήλθε προς επαναπρόσληψή του μέχρι τη λήξη της, όπως βεβαιώνουν και οι άνω μάρτυρες ανταπόδειξης, οι οποίοι περαιτέρω βεβαιώνουν ότι πριν τη λήξη της αδείας του αλλά και μετά απ’ αυτή κλήθηκε επανειλημμένα από το δεύτερο απ’ αυτούς (επιφορτισμένου στην πράξη από την πρώτη εναγόμενη με τη συγκρότηση πληρώματος) στο κινητό του τηλέφωνο με αριθμό ………, όπως γινόταν πάντοτε, για να έρθει να ναυτολογηθεί, αλλά δεν απαντούσε, δεν προσέρχονταν για ναυτολόγηση και είχε εξαφανισθεί, γεγονός το οποίο υποθέτουν ότι οφείλεται στο ότι είχε αποφασίσει να ασκήσει την ένδικη αγωγή, ως εκ του χρόνου κατάθεσής της (16-12-2020). Μάλιστα, ο ενάγων, ο οποίος και στις 20-6-2019 είχε απολυθεί «λόγω αδείας μέχρι 20-7-2019», παραλείπει να παράσχει οποιαδήποτε εξήγηση για τους κατά την γνώμη του πραγματικούς λόγους της επίμαχης απόλυσής του την 1-10-2020 «λόγω αδείας έως 1-11-2020», καθώς και να διευκρινίσει εάν επιχείρησε ή όχι να ναυτολογηθεί σε άλλον εργοδότη μετά την τελευταία αυτή απόλυσή του, αλλά και να προσκομίσει αντίγραφο του ναυτικού φυλλαδίου του, το οποίο μόνον αυτός κατέχει, για τις επέκεινα της ημερομηνίας αυτής ναυτολογήσεις του. Ο δε μάρτυράς του ………. δεν τεκμηριώνει πειστικά, με επίκληση άμεσης γνώσης, το φερόμενο ως προσχηματικό χαρακτήρα της τελευταίας απόλυσής του. Επομένως, ο ενάγων δεν ανταποκρίθηκε στο δικονομικό βάρος του για την απόδειξη του μονομερούς χαρακτήρα της λύσης της από 14-4-2020 σύμβασης ναυτολόγησής του και για το λόγο αυτό το συναφές αγωγικό κονδύλι έπρεπε να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κατέληξε σε αντίθετο συμπέρασμα έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς ο τρίτος λόγος της έφεσης της πρώτης εναγόμενης πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ’ ουσία και αντίστοιχα να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσία ο τρίτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο αιτείται την επιδίκαση μεγαλύτερου ποσού αποζημίωσης απόλυσης από το ποσό των 1.779,75 ευρώ που του επιδικάστηκε, επικαλούμενος μεγαλύτερο μηνιαίο μέσο όρο αμοιβής υπερωριακής εργασίας του.

Β. Για τη ναυτική εργασία του στο Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «ΑΕ»:

1) για την υπερωριακή του απασχόληση κατά το μη αμφισβητούμενο χρονικό διάστημα από 9-7-2019 έως 2-9-2019 που απασχολήθηκε στο άνω πλοίο ως θαλαμηπόλος και δη α) για 8 Σάββατα και 1 αργία, ήτοι συνολικά για 9 ημέρες, ο ενάγων πραγματοποίησε (9 X 10=) 90 ώρες υπερωριακής απασχόλησης και δικαιούται το ποσό των (90 X 10,44 ευρώ =) 939,60 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το συνολικό ποσό των 868,07 ευρώ (355,89 + 464,21 + 30.95 + 17,02), όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του που προσκομίζει με επίκληση η δεύτερη εναγόμενη (και όχι ουδέν ποσό, όπως έγινε δεκτό πρωτόδικα, κατά το βάσιμο παράπονο της τελευταίας με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του), οφειλόμενου του υπολοίπου ποσού των 71,53 ευρώ. Και β) για 39 καθημερινές και 8 Κυριακές, ήτοι συνολικά για 47 ημέρες πραγματοποίησε (47 Χ 2)  94 ώρες υπερωριακής απασχόλησης και δικαιούται το ποσό των (94 X 8,70 ευρώ =) 817,80 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το συνολικό ποσό των 239,36 ευρώ (98,18 + 128,06 + 8,54 + 4,58), όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του που προσκομίζει με επίκληση η δεύτερη εναγόμενη (και όχι ουδέν ποσό, όπως έγινε δεκτό πρωτόδικα, κατά το βάσιμο παράπονο της τελευταίας με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του), οφειλόμενου του υπολοίπου ποσού των 578,44 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα για τα καταρχήν οφειλόμενα ποσά στον ενάγοντα για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης για Σάββατα, αργίες, καθημερινές και Κυριακές, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, έσφαλε όμως περαιτέρω, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων επειδή δεν αφαίρεσε από τα άνω καταρχήν οφειλόμενα ποσά στον ενάγοντα για αμοιβή υπερωριακής εργασίας τα άνω ποσά που αυτός έλαβε έναντι από τη δεύτερη εναγόμενη ως αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση Σαββάτων, αργιών, καθημερινών και Κυριακών και συνεπώς πρέπει κατά τούτο ο πρώτος λόγος της έφεσης της δεύτερης εναγόμενης να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ’ ουσία.

2) Για αποζημίωση μη παρεχόμενων διανυκτερεύσεων ο ενάγων δεν δικαιούται κάποιο ποσό και το σχετικό κονδύλι της αγωγής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ’ ουσία, όπως απορρίφθηκε και με την εκκαλουμένη, χωρίς να διατυπώνεται κάποια αιτίαση ως προς το απορριπτικό κεφάλαιό της αυτό από τον εκκαλούντα ενάγοντα, ενόψει του ότι αποδείχθηκε ότι το πλοίο «ΑΕ» ήταν ημερόπλοιο και κάθε ημέρα τα δρομολόγιά του εκκινούσαν από τον Πειραιά και κατέληγαν στο ίδιο λιμένα, ο δε ενάγων διανυκτέρευε στην οικία του στον Πειραιά, μη στερούμενος των αδειών διανυκτέρευσης.

3) Για επιδόματα δώρων εορτών για τη ναυτική εργασία του ενάγοντος στο άνω πλοίο, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Βάσει της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω άνω Σ.Σ.Ν.Ε, ο συνολικός μηνιαίος μισθός του για τον υπολογισμό των δώρων εορτών για την υπηρεσία του ως θαλαμηπόλου στο άνω πλοίο ανερχόταν για το ένδικο χρονικό διάστημα στο ποσό των 3.479,41 ευρώ [1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40 ευρώ αντίτιμο τροφής 30 ημερών + 433,95 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας {1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών = 1.469,82 ευρώ X 1/22 = 66,81 ευρώ Χ 5 ημέρες = 334,05 ευρώ +αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,98 ευρώ X 5) = 99,90 ευρώ} + μέσος όρος υπερωριών 939,60 ευρώ (1.754,40 ευρώ σύνολο υπερωριακής αμοιβής / 56 ημέρες = 31,32 ευρώ Χ 30)].  Επομένως, ο ενάγων δικαιούταν να λάβει για επίδομα Χριστουγέννων 2019, δεδομένου ότι ήταν ναυτολογημένος στο άνω πλοίο με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου από 9-7-2019 έως 2-9-2019, ήτοι για 56 ημέρες, ποσό ίσο με τα 2/25 του μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες απασχόλησης, και δη ποσό 818,34 ευρώ (3.479,41 X 2/25 = 278,35 ευρώ Χ 2,94  δεκαεννιαήμερα), έναντι του οποίου έλαβε, όπως  αποδεικνύεται από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τη δεύτερη εναγόμενη ανάλυση μισθοδοσίας, ποσό 483,09 ευρώ, οφειλόμενου του υπολοίπου ποσού των 335,25 ευρώ, δεκτής  ευρώ, κατά παραδοχή ως βάσιμης κατ’ ουσία της ένστασης μερικής εξόφλησης που πρόβαλε η τελευταία. Επομένως, δεν έσφαλε η εκκαλουμένη που επιδίκασε στον ενάγοντα το ίδιο άνω ποσό για επίδομα Χριστουγέννων 2019 και ο δεύτερος λόγος εκάστης έφεσης, κατά το μέρος με το οποίο όλοι οι εκκαλούντες παραπονούνται για το αντίθετο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

5. Κατόπιν όλων αυτών, το σύνολο των αξιώσεων του ενάγοντος  για τα επίδικα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησής του στο πλοίο «ΠΕ» ανέρχεται στο ποσό των (955,47 + 3.052,53 + 728,69 + 935,98 + 591,12 + 585,65 + 232,92 + 835,81) 7.918,18  ευρώ και για το επίδικο χρονικό διάστημα ναυτολόγησής του στο πλοίο «ΑΕ» ανέρχεται στο ποσό των (71,53 + 548,44 + 335,25) 985,22  ευρώ. Ακολούθως, μη υπάρχοντος άλλου προς εξέταση λόγου των συνεκδικαζόμενων Α και Β εφέσεων, πρέπει: Α) να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολό της η Β έφεση του ενάγοντος και να επιβληθούν σε βάρος του, λόγω της ήττας του, τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν νόμιμου σχετικού αιτήματός τους (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.) και Β) να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η Α έφεση των εναγόμενων κατά τους ως άνω λόγους της που ευδοκίμησαν και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτέλεσης (Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 700/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 238/2023, www.efeteio-peir.gr), συμπεριλαμβανομένης και της διάταξής της περί δικαστικής δαπάνης που θα καθοριστεί εξαρχής. Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση κατ’ ουσία στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), να γίνει εν μέρει δεκτή κατά την κύρια βάση της από συμβάσεις ναυτικής εργασίας η από 15-12-2020 και με ΓΑΚ …. και ΑΚΔ ……/16-12-2020 αγωγή [η οποία είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648, 652, 653, 655 Α.Κ, 70, 74, 176 Κ.Πολ.Δ, 1, 2, 53, 54, 60, 82, 84, 105 και 106 του Κ.Ι.Ν.Δ, άρθρο μόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82. «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιούμενους ναυτικούς (Φ.Ε.Κ. Β’ 1/1982) και της από 24-7-2019 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. ΥΑ 2242.5- 1.5/56040/2019 που δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. Β’ 3170/12-8-2019] και να υποχρεωθεί α) η πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 7.918,18 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας απόλυσής του από το πλοίο «ΠΕ» (2-10-2020) και μέχρι την εξόφληση (άρθρα 341 παρ. 1 και 345 εδ. α’ Α.Κ, Α.Π. 493/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και β) η δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 985,22 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του από το πλοίο «ΑΕ» (3-9-2019) και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, οι εναγόμενες, λόγω της ήττας τους και ανάλογα με την έκταση αυτής, πρέπει να καταδικασθούν σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατ’ αποδοχή του βάσιμου σχετικού αιτήματός του (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, 63 παρ. 1α’, 68 παρ. 1, 69 παρ. 1 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), έξοδα που θα καθοριστούν ενιαία, λόγω της κοινής νομικής τους παράστασης (Α.Π. 21/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ),

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις Α και Β εφέσεις.

Δέχεται τυπικά αυτές.

Ι. Απορρίπτει κατ’ ουσία τη Β έφεση.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600,00) ευρώ.         

ΙΙ. Δέχεται κατ’ ουσία την Α έφεση.

Εξαφανίζει τη με αριθ. 1470/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει επί τοις ουσίας την υπόθεση που αφορά την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 15-12-2020 και με ΓΑΚ ….. και ΑΚΔ ……./16-12-2020 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτή.

Υποχρεώνει α) την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των επτά χιλιάδων εννιακοσίων δέκα οκτώ ευρώ και δέκα οκτώ λεπτών (7.918,18), με το νόμιμο τόκο από την 2-10-2020 και μέχρι την εξόφληση. Και β) τη δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εννιακοσίων ογδόντα πέντε ευρώ και είκοσι δυο λεπτών (985,22), με το νόμιμο τόκο από την 3-9-2019 και μέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει τις εναγόμενες στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό (1.100,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στις 234-2024, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

          Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ