Αριθμός 150/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 2ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Αναστασία Δάρρα.
ΚΑΘ΄ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………. και 2) ………… οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Νικόλαο Κάσση (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Ο ανακόπτων-εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 30.12.2013 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2013) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 829/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ενάγων και ήδη ανακόπτων-εκκαλών με την από 13.2.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ……./2020-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……../2020) έφεσή της, της οποίας ορίσθηκε αρχικά δικάσιμος στις 18.2.2021, με την δε υπ΄ αριθμ. 93/2021 Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Ισιδώρας Πόγκα, Προέδρου Εφετών, ορίσθηκε δικάσιμος η 3η.6.2021, οπότε συζητήσεως γενομένης, εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ 358/2021 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία, δικάζοντας ερήμην του εκκαλούντος απέρριψε την προαναφερόμενη έφεση.
Την ως άνω εφετειακή απόφαση προσέβαλε ο ανακόπτων-εκκαλών με την κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 24.2.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …../2022-……../2022) ανακοπή ερημοδικίας, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 12η.1.2023, μετά δε από αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Η πληρεξούσια δικηγόρος του ανακόπτοντος-εκκαλούντος, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος των καθ΄ ων η ανακοπή-εφεσιβλήτων, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση ανακοπή ερημοδικίας επιδιώκεται η εξαφάνιση της υπ΄ αριθμ. 358/2021 αποφάσεως του δικαστηρίου τούτου, η οποία εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος – ενάγοντος και ήδη ανακόπτοντος καθώς δεν είχε παρασταθεί κατά την συζήτηση της με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά ………/2020 και με αριθμό καταθεσης στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά ………./2020 εφέσεως κατά της με αριθμό 829/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Η ένδικη ανακοπή ασκήθηκε εμπρόθεσμα καθόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα, ότι έλαβε χώρα επίδοση της ανακοπτομένης απόφασης (άρθρ. 503 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Ασκήθηκε, επίσης, παραδεκτά δεδομένου ότι καταβλήθηκε το παράβολο ερημοδικίας που ορίστηκε με την ανακοπτομένη απόφαση, όπως προκύπτει από το επισυναπτόμενο στο δικόγραφο της ανακοπής με κωδικό ……….. παραβόλο, την με κωδικό ……. συναλλαγή της «Τράπεζας Πειραιώς ΑΕ» και το με κωδικό πληρωμής ………. e- παράβολο. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την βασιμότητα των λόγων αυτής αντιμωλία των διαδίκων μολονότι οι καθ΄ων η ανακοπή ερημοδικίας εκπροσωπήθηκαν από δικηγόρο ο οποίος δεν παραστάθηκε αυτοπροσώπως αλλά υπέβαλε δήλωση κατ΄άρθρο 242 ΚΠολΔ, καθώς δεν υφίσταται διάταξη νόμου με την οποία να μην επιτρέπεται η υποβολή σχετικής δήλωσης επί εκδίκασης ανακοπής ερημοδικίας, όπως υφίσταται στην περίπτωση άσκησης έφεσης από διάδικο που δικάσθηκε ερήμην κατά την οποία ενόψει του ότι είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον του Εφετείου υφίσταται απαγόρευση παράστασης με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση όχι μόνο για τον ερημοδικασθέντα σε πρώτο βαθμό διάδικο, αλλά και για τον αντίδικό του ο οποίος είχε παραστεί κανονικά (άρθρα 524 παρ 2, 528, 242 παρ 2 ΚΠολΔ), όπως εξειδικεύεται παρακάτω.
Κατά το άρθρο 501 ΚΠολΔ, ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Εξάλλου, αν η ανακοπή ερημοδικίας ασκήθηκε εμπροθέσμως και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 503 παρ. 1 και 505 παρ. 1 ΚΠολΔ) και αν πιθανολογείται ότι είναι βάσιμος ο λόγος που προτάθηκε, τότε το Δικαστήριο εξαφανίζει την ερήμην απόφαση, διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο ΚΠολΔ και αμέσως προχωρεί στην εξέταση της διαφοράς, αφού οι διάδικοι επανέλθουν στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που εξαφανίστηκε. Άλλως, αν δηλαδή η ανακοπή δεν ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως ή αν δεν πιθανολογείται η βασιμότητα του λόγου της, το Δικαστήριο απορρίπτει την ανακοπή και διατάσσει να εισαχθεί το παράβολο στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 509 ΚΠολΔ). Από τις διατάξεις αυτές και με στόχο την ταχύτητα στην απονομή της Δικαιοσύνης, προκύπτει ότι το Δικαστήριο αποφαίνεται για την ουσιαστική βασιμότητα του λόγου της ανακοπής ερημοδικίας αμέσως, με την ίδια απόφαση με την οποία θα κρίνει και το τυπικά παραδεκτό και νόμω βάσιμο της ανακοπής, αρκούμενο σε πιθανολόγηση, το δε ελάττωμα της κλητεύσεως ή η ύπαρξη του περιστατικού ανώτερης βίας, που προκάλεσαν την ερημοδικία του ανακόπτοντος, θα διαγνωσθούν με βάση τα στοιχεία που επικαλούνται και προσκομίζουν προαποδεικτικώς οι διάδικοι.
Στην προκειμένη περίπτωση ο ανακόπτων ισχυρίζεται, κατ΄εκτίμηση του δικογράφου, ότι δεν κλητεύθηκε νόμιμα να παραστεί κατά την δικάσιμο της 3-6-2021 καθώς η έφεσή του δεν ενέπιπτε στο πλαίσιο εφαρμογής του νόμου βάσει του οποίου εξεδόθη η Πράξη της Προέδρου Εφετών με την οποία ορίστηκε δικάσιμος η 3-6-2021 και επιπρόσθετα κατά το χρόνο έκδοσης της Πράξης αυτής δεν ήταν πλέον σε ισχύ ο νόμος αυτός, με συνέπεια να μην λάβει γνώση της δικασίμου και να μην παραστεί και ως εκ τούτου να εκδοθεί ερήμην του η ανακοπτομένη απόφαση. Ο λόγος αυτός, ο οποίος είναι νόμιμος ερειδόμενος στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 501 ΚΠολΔ πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ΄ουσίαν καθόσον από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα αποδεικνύονται τα ακόλουθα : Ο ανακόπτων άσκησε την με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά ………./2020 έφεση η οποία είχε προσδιοριστεί να δικαστεί κατά την δικάσιμο της 18-2-2021 οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε λόγω της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων για την προστασία της δημόσιας υγείας από την πανδημία του κορωνοϊου COVID -19. Δύο μήνες αργότερα και συγκεκριμένα στις 16-4-2021 η ορισθείσα από την τότε Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Πρόεδρος Εφετών, όρισε με την υπ΄αριθμόν 93/2021 Πράξη της επικαλούμενη τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν 4786/2021, δικάσιμο για την εκδίκαση της ανωτέρω εφέσεως την 3-6-2021 κατά την οποία ο τότε εκκαλών και ήδη ανακόπτων δεν παραστάθηκε καθώς δεν είχε λάβει γνώση αυτής (δικασίμου), με συνέπεια να εκδοθεί ερήμην του η ανακοπτόμενη απόφαση. Ωστόσο, ο ορισμός της ανωτέρω δικασίμου βάσει των διατάξεων του άρθρου 21 του ν 4786/2021 καθιστά μη νομότυπο τον ορισμό της δικασίμου ως προς την έφεση του τότε εκκαλούντος και ήδη ανακόπτοντος και εντεύθεν μη νομότυπη την κλήτευση αυτού καθώς η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο από τον γραμματέα μετά τον ορισμό δικασίμου με Πράξη του Προέδρου του Τμήματος ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρο 21 του ν 4786/2021 και άρθρο 83 παρ 2 του ν 4790/31-3-2021). Ειδικότερα, οι διατάξεις του άρθρου 21 του ν 4786/2021 δεν είχαν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση καθόσον με το νόμο αυτό ορίστηκε ο προσδιορισμός δικασίμου για τις υποθέσεις που δεν είχαν εκφωνηθεί κατά την διάρκεια ισχύος των υπό στοιχεία Δ1α/ΓΠ. οικ. 65912/15-10-2020 και Δ1α/ΓΠ.οικ 67845/22-10-2020 κοινών αποφάσεων των υπουργών Υγείας και Δικαιοσύνης καθώς και των υπό στοιχεία Δ1α/Γ.Π.οικ.69863/2-11-2020 και Δ1α/Γ.Π.οικ.69919/2-11-2020 κοινών αποφάσεων των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Μετανάστευσης και Ασύλου, Υποδομών και Μεταφορών και Ναυτιλίας και Νησιώτικης Πολιτικής με τις οποίες είχε ανασταλεί η λειτουργία των δικαστηρίων για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας έναντι του κορωνοϊού C0VID – 10, δηλαδή για τις υποθέσεις οι οποίες είχαν προσδιοριστεί να δικαστούν κατά το χρονικό διάστημα από 16-10-2020 έως 30-11-2020 και δεν εκφωνήθηκαν στις οποίες, ωστόσο, δεν περιλαμβανόταν η υπόθεση (έφεση) του ήδη ανακόπτοντος καθώς είχε οριστεί να δικαστεί σε μεταγενέστερο χρόνο και συγκεκριμένα στις 18-2-2021. Συνεπώς, αφενός μεν η έφεση αυτή δεν ενέπιπτε στο χρονικό διάστημα στο οποίο αναφερόταν ο νόμος βάσει του οποίου εξεδοθη η Πράξη της Προέδρου Εφετών και βάσει του οποίου ορίστηκε δικάσιμος η 3-6-2021, αφετέρου δε, κατά το χρόνο έκδοσης της Πράξης αυτής είχε παύσει η ισχύς του νόμου αυτού και είχαν τεθεί σε ισχύ οι διατάξεις του άρθρου 83 του ν 4790/31-3-2021 με τις οποίες προβλεπόταν πέραν του ορισμού δικασίμου με πράξη του προέδρου του Τμήματος και εγγραφής της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο η οποία ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, επιπρόσθετα και κατανομή χρονικά των υποθέσεων εντός της αυτής ημέρας η οποία έπρεπε να γνωστοποιηθεί στους διαδίκους ή στους πληρεξουσίους δικηγόρους τους με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στον οικείο δικηγορικό σύλλογο προσθέτως και στην διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τους εφόσον ήταν γνωστή ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες είχαν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα .Κατόπιν αυτών καθίσταται μη νομότυπη ως προς την ανωτέρω έφεση η έκδοση της υπ΄αριθμόν 93/2021 πράξεως της Προέδρου Εφετών με την οποία ορίστηκε δικάσιμος εκδίκασή της η 3-6-2021 και συνακόλουθα, καθίσταται μη νομότυπη και η κλήτευση του εκκαλούντος και ήδη ανακόπτοντος ενόψει του ότι η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο μετά τον ορισμό δικασίμου με πράξη του προέδρου του τμήματος είχε ισχύ κλήτευσης όλων των διαδίκων τόσο σύμφωνα με την επικληθείσα και μη ισχύουσα κατά το χρόνο έκδοσης της υπ΄αριθμόν 93/2021 Πράξεως διάταξη του άρθρου 21 του ν 4786/2021 όσο και με την ισχύουσα κατά το χρόνο εκείνο διάταξη του άρθρου 83 του ν 4790/2021. Συνεπώς, κρίνεται βάσιμος ο λόγος αυτός της ανακοπής ερημοδικίας η οποία κατ΄ακολουθίαν πρέπει να γίνει δεκτή και να εξαφανιστεί η ανακοπτομένη υπ΄αριθμόν 358/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά. Περαιτέρω δε, πρέπει να επιστραφεί στον ανακόπτοντα το κατατεθέν παράβολο και να ερευνηθεί περαιτέρω η διαφορά επανερχομένων των διαδίκων στην κατάσταση που υπήρχε πρίν από την απόφαση που εξαφανίστηκε. Δικαστικά έξοδα σε βάρος των καθ΄ων η ανακοπή ερημοδικίας δεν πρέπει να επιβληθούν καθόσον δεν προκάλεσαν με την στάση τους την άσκηση της ένδικης ανακοπής ερημοδικίας (άρθρο 177 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 528 Κ.Πολ.Δ «αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που, καθορίζονται από την έφεση και τους προσθετούς λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι, αν ασκηθεί έφεση κατά ερήμην απόφασης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς έρευνα των λόγων της έφεσης (ΑΠ 280/2012 ΝΟΜΟΣ) και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει με το δικόγραφο της εφέσεως και τις προτάσεις του όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε ως εάν ήταν παρών, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, ακουστεί και προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που η απουσία του ενδεχομένως επέφερε. Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον αυτή εκδόθηκε ερήμην του διαδίκου, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της εφέσεως, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής (ΑΠ 2150/2014, ΑΠ 907/2014). Μετά την εξαφάνιση της πρωτοδίκου αποφάσεως, αναδικάζεται η υπόθεση από το Εφετείο, το οποίο μετατρέπεται ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο(ΑΠ 229/2020, ΑΠ 579/2018, ΑΠ 495/2017).
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 παρ. 1 και 2 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο 3 του ν 4335/2015 και 528 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ 2 του ν. 3994/2011, προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων μόνον στην περίπτωση κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από τον διάδικο που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, οπότε, με την τυπική παραδοχή της έφεσης εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης και αναδικάζεται η υπόθεση από το εφετείο, η συζήτηση ενώπιον του οποίου γίνεται πλέον προφορικά. Στην περίπτωση αυτή, που είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον του Εφετείου, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και δεν είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους ή με δήλωση του ενός ή ορισμένων μόνον πληρεξουσίων, ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση. Η κατά το άρθρο 528 του ΚΠολΔ απαγόρευση της παράστασης με δήλωση πληρεξουσίου δικηγόρου ισχύει όχι μόνον για το διάδικο, ο οποίος δικάστηκε στον πρώτο βαθμό σαν να ήταν παρών, αλλά και για τον αντίδικο του, ο οποίος είχε παραστεί κανονικά (γιατί διαφορετικά προφορική συζήτηση δε νοείται), ώστε να παρέχεται η δυνατότητα εκατέρωθεν ακροάσεως και κατ’ αντιδικία συζητήσεως της υποθέσεως (άρθρο 20 παρ 2 του Συντάγματος) και να εξασφαλίζεται η αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (ΑΠ 491/2023, ΑΠ286/2023, ΑΠ 131/2022, ΑΠ 1478/2019 ΝΟΜΟΣ. Εκ τούτων παρέπεται ότι όταν ασκείται έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό δεν δύναται να παραλειφθεί η προφορική συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή είναι κατά τα παραπάνω υποχρεωτική και συνεπώς δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και δεν ισχύει ως εκ τούτου η ευχέρεια των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων να προκαταθέσουν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης. Η υποβολή τέτοιας δήλωσης από μη παριστάμενο πληρεξούσιο δικηγόρο διαδίκου κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, για την οποία είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, συνιστά μη προσήκουσα παράσταση αυτού έστω και αν έχει καταθέσει προτάσεις, συνεπαγόμενη την ερημοδικία του(ΑΠ 724/2021,Νομος). Εάν ο μη προσηκόντως παριστάμενος και γι΄αυτό ερήμην δικαζόμενος διάδικος είναι ο εκκαλών τότε εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις για την ερημοδικία του ενάγοντος και η έφεση απορρίπτεται σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 524 παρ 3 ΚΠολΔ και η απόρριψη συντελείται κατ΄ουσίαν ανεξάρτητα από την υποβολή ή μη σχετικού αιτήματος του εφεσιβλήτου, διότι ο εκκαλών με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράσταση του θεωρείται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση. Αντίθετα, σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσίβλητου ως προς την έφεση η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτος παρών, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 524 παρ 4 ΚΠολΔ όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 44 παρ 1 του ν 3994/2011, εφόσον, όμως, έχει προηγηθεί έρευνα της νομότυπης κλήτευσής του σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 271 παρ 1 και 524 παρ 1 ΚΠολΔ.
Στην προκειμένη περίπτωση η υπό κρίση με ειδικό αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς ………/2020 έφεση κατά της υπ΄αριθμόν 829/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην του ενάγοντος, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα καθώς η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύτηκε στις 13-2-2018 και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στις 13-2-2020 δίχως εν τω μεταξύ να μεσολαβήσει επίδοση της απόφασης (άρθρα 495, 511, 513, 516 παρ 1, 517 εδαφ α΄, 518 παρ 2, 145 παρ 1 και 147 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση περαιτέρω δε, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό και να ερευνηθεί η με ειδικο αριθμό καταθ. ………/2013 αγωγή κατά την τακτική διαδικασία ως προς την βασιμότητα αυτής, δοθέντος ότι έχει κατατεθεί και το προβλεπόμενο από την διάταξη του άρθρου 495 ΚΠολΔ παράβολο, όπως προκύπτει από σχετική επισημείωση του Γραμματέα του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί του δικογραφου της εφέσεως (βλ υπο κωδικό ……./2020 e-παράβολo δημοσίου).
Με την κρινόμενη αγωγή ο ενάγων και ήδη εκκαλών, ο οποίος διατηρεί πρακτορείο της εταιρείας «…………» («……….») ιστορούσε ότι δυνάμει συμβάσεως δανείου που συνήψε με τον πρώτο εναγόμενο κατέβαλε για λογαριασμό του κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2008 μέχρι 6-1-2008 για το παίγνιο «………..» το ποσό των 37.500 ευρώ με την συμφωνία το οφειλόμενο ποσό να επιστραφεί έως 8-1-2008. Ωστόσο, ο πρώτος εναγόμενος επέστρεψε μέρος μόνο του ποσού οφείλοντας εναπομείναν υπόλοιπο ύψους 20.700 ευρώ. Στα πλαίσια διαπραγματεύσεων ο πρώτος εναγόμενος αναγνώρισε εγγράφως την οφειλή του και εξέδωσε σε διαταγή του ενάγοντος ισόποση επιταγή της τράπεζας «…………..», ενώ η δεύτερη εναγόμενη αναδέχθηκε σωρευτικά το χρέος του πρώτου. Ενόψει δε, του ότι η επιταγή δεν πληρώθηκε ελλειψει διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό που τηρούσε ο εναγόμενος στην πληρώτρια Τράπεζα ζήτησε ο ενάγων να υποχρεωθούν αμφότεροι οι εναγόμενοι να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας σ΄αυτόν το ποσό των 20700 ευρώ με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως, ν΄απαγγελθεί σε βάρος του πρώτου εναγόμενου προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης και να καταδικασθεί ο πρώτος εναγόμενος στα δικαστικά του έξοδα. Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή αυτή αρμόδια και παραδεκτά εισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά το οποίο ήταν καθ΄υλην και κατά τόπο αρμόδιο προς εκδίκαση αυτής (άρθρα 14 παρ 2 και 22 ΚΠολΔ) και κατά τους κανόνες της τακτικής διαδικασίας. Είναι νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 806, 807, 346, 477 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βαρος του πρώτου εναγόμενου καθόσον με την αγωγή κατάγεται σε δίκη απαίτηση από σύμβαση δανείου και όχι από αδικοπραξία για την οποία προβλέπεται η λήψη του μέτρου αυτού ως μέσου αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης (άρθρο 1047 παρ 1 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ΄ουσίαν καθώς έχει καταβληθεί και το απαιτούμενο τέλος του δικαστικού ενσήμου (βλ με κωδικο . ……. e- παράβολο και υπ΄ αριθμόν συναλλαγή …………. με την Εθνική Τράπεζα). Σημειώνεται ότι οι εφεσίβλητοι δεν παραστάθηκαν προσηκόντως καθόσον παραστάθηκαν με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση κατ΄αρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ μολονότι στην προκειμένη περίπτωση είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση λόγω της ερημοδικίας του ενάγοντος στον πρώτο βαθμό και επομένως, δεν είναι επιτρεπτή, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, η παράσταση κατά την συζήτηση με σχετική δήλωση αμφοτέρων των πληρεξουσιων δικηγόρων των διαδίκων ή ενός εξ αυτών, ενώ το γεγονός ότι κατά την δικάσιμο της 3-6-2021 κατά την οποία εξεδόθη η ήδη ακυρωθείσα υπ΄αριθμόν 358/2021 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου είχε παρασταθεί αυτοπροσώπως ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσιβλήτων δεν δύναται να συμπληρώσει την έλλειψη αυτή καθώς δεν νοείται προφορική συζήτηση χωρίς αυτοπρόσωπη παράσταση πληρεξουσίου δικηγόρου ενός εκ των διαδίκων. Το δικαστήριο, ωστόσο, θα προχωρήσει στην ερεύνα της υποθεσης σαν να ήταν οι εφεσίβλητοι παρόντες (άρθρο 524 παρ 4 ΚΠολΔ), καθώς κλητεύθηκαν νόμιμα για να εμφανιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 12-1-2023 (βλ υπ΄αριθμούς … και ../10-11-2022 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή ………..), οπότε η συζήτηση αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δοθέντος ότι η αναβολή της υπόθεσης και η αναγραφή της στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρα 226 παρ 4 και άρθρο 498 παρ 2 ΚΠολΔ).
Από όλα τα έγγραφα που προσκομίζει και επικαλείται ο εκκαλών αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων διατηρεί πρακτορείο της εταιρείας «…..» επί της οδού ……. στο ……… Αττικής. Στις αρχές Ιανουαρίου 2008 δυνάμει συμβάσεως δανείου που συνήφθη ανάμεσα στον ενάγοντα και τον πρώτο εναγόμενο ο ενάγων κατέβαλε για λογαριασμό του τελευταίου κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2008 μέχρι 6-1-2008 στο παίγνιο «…………» το συνολικό ποσό των 37.500 ευρώ με την συμφωνία το καταβληθέν ποσό να αποδοθεί στον ενάγοντα έως την 8-1-2008. Ωστόσο, ο πρώτος εναγόμενος κατέβαλε μέρος μόνο του οφειλόμενου ποσού αφήνοντας εναπομείναν υπόλοιπο ύψους 20. 700 ευρώ. Ενόψει της εκκρεμότητας αυτής στα πλαίσια εξώδικης επίλυσης της διαφοράς οι συμβληθέντες συνυπέγραψαν το με ημερομηνία 25-1-2008 ιδιωτικό συμφωνητικό με το οποίο ο πρώτος εναγόμενος αποδέχτηκε την οφειλή του αυτή και προς εξασφάλιση του ενάγοντος εξέδωσε και μεταβίβασε σ΄ αυτον την υπ΄αριθμόν …. επιταγή της “…………” ποσού 20.700 ευρώ η οποία έφερε ημερομηνία έκδοσης 24-4-2008 και επιπρόσθετα, η δεύτερη εναγόμενη αναδέχθηκε σωρευτικά το ανωτέρω χρέος προς τον ενάγοντα δηλώνοντας ότι έχει την οικονομική επιφάνεια να εξοφλήσει το οφειλόμενο ποσό και προς τούτο ανέλαβε εις ολόκληρον με τον πρώτο εναγόμενο ευθύνη για την εξόφλησή του. Ο ενάγων απώλεσε το σώμα της επιταγής αυτής και για το λόγο αυτό ο πρώτος εναγόμενος μεταβίβασε με οπισθογράφηση στον ενάγοντα έτερη επιταγή της “………………” με αριθμό …………, η οποία έφερε ημερομηνία 25-4-2008 ποσού 20.700 την οποία εμφάνισε εμπρόθεσμα προς πληρωμή ο ενάγων πλήν, όμως, δεν πληρώθηκε ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων στο όνομα του πρώτου εναγόμενου με συνέπεια να μην εξοφληθεί η οφειλή προς τον ενάγοντα. Ταυτόχρονα με την μεταβίβαση της ανωτέρω επιταγής, ο πρώτος εναγόμενος μεταβίβασε στον ενάγοντα και έτερη επιταγή της “…………..” με αριθμό ……….. ποσού 5.700 ευρώ η οποία έφερε ημερομηνία έκδοσης 20-3-2008 προς εξόφληση έτερης απαίτησης του ενάγοντος. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι το οφειλόμενο ποσό έχει εξοφληθεί ολοσχερώς, άλλως κατά το ποσό των 16.000 ευρώ καθόσον ο πρώτος εναγόμενος μεταβιβάζοντας την ανωτέρω επιταγή εξόφλησε ολοσχερώς την οφειλή του ενώ κατέβαλε τοις μετρητοίς στον ενάγοντα και το ποσό των 16.000 ευρώ και επιπρόσθετα εξέδωσε σε διαταγή του ενάγοντος την υπ΄αριθμόν ……. επιταγή της “…………..” ποσού 5.700 ευρώ η οποία και πληρώθηκε και επομένως κατά το ποσό των 16000 ευρώ έχει εξοφληθει η απαίτηση του ενάγοντος. Ο ισχυρισμός περί ολοσχερούς εξόφλησης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον η μεταβίβαση της επιταγής στον ενάγοντα έγινε χάριν καταβολής και όχι αντί καταβολής όπως σαφώς προκύπτει από το περιεχόμενο του ανωτέρω συμφωνητικού στο οποίο αναφέρθηκε ότι ο ενάγων παρέλαβε την επιταγή με την επιφύλαξη της πληρωμής αυτής. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός περί εξόφλησης του οφειλόμενου ποσού κατά το ποσό των 16.000 ευρώ είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθώς δεν αποδεικνύεται από τα προσκομισθέντα με επίκληση αποδεικτικά στοιχεία, ενώ η επιταγή ποσού 5700 ευρώ αφορά έτερη απαίτηση του ενάγοντος η οποία δεν δύναται να συσχετιστεί με το οφειλόμενο ποσό των 20.700 ευρώ. Τέλος, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται επικουρικά ότι η αξίωση του ενάγοντος έχει υποπέσει σε παραγραφή καθώς από της τελέσεως της φερόμενης αδικοπραξίας που έλαβε χώρα κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος από 1-1-2008 έως 6-1-2008 μέχρις επιδόσεως της αγωγής (31-12-2013) έχει συμπληρωθεί πενταετία και επομένως δικαιούνται ν΄αρνηθούν την εξόφλησή της. Η ένσταση αυτή αλυσιτελώς προβάλλεται καθόσον η αξίωση του ενάγοντος στην προκειμένη περίπτωση απορρέει από σύμβαση δανείου για την οποία η παραγραφή είναι εικοσαετής και όχι από αδικοπραξία η απαίτηση από την οποία υπόκειται στην πενταετή παραγραφή (άρθρο 937 ΑΚ). Επομένως, υποχρεούται τόσο ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος δεν απέδωσε στον ενάγοντα το εναπομείναν υπόλοιπο του ληφθέντος ποσού του δανείου όσο και η δεύτερη εναγόμενη η οποία αναδέχθηκε σωρευτικά το ανωτέρω χρέος δηλώνοντας ότι ευθύνεται εις ολόκληρον με τον πρώτο εναγόμενο για την απόδοσή του, να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας στον ενάγοντα το ποσό των 20.700 ευρώ. Κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη και κατ΄ουσίαν και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν αλληλεγγύως κα εις ολόκληρον ο καθένας το ανωτερω ποσό νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας του εκκαλούντος πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εφεσιβλήτων λόγω της ήττας αυτών (άρθρα 183, 176, 191 παρ 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Πρέπει, επίσης, να οριστεί το παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από μέρους των εφεσιβλήτων (άρθρα 501,505 παρ 2 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό και να επιστραφεί στον εκκαλούντα το κατατεθέν παράβολο άσκησης εφεσης ενόψει της παραδοχής της έφεσης ( αρθρο 495 παρ 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας επί της ανακοπής ερημοδικίας
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων
ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή ερημοδικίας
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ΄αριθμόν 358/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου στον ανακόπτοντα
Δικάζοντας επι της εφέσεως
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εφεσιβλήτων
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ΄αριθμόν 829/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την με αριθμό καταθεσης ………/2013 αγωγή που απευθύνεται στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγομένους να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι χιλιάδων επτακοσίων ευρώ (20.700 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγομένους στα δικαστικά έξοδα του παροντος βαθμού δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 3 Απριλίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κι αντ΄ αυτής λόγω
συνταξιοδοτήσεως και αναχωρήσεώς της, η ορισθείσα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Γραμματέας, Καλλιόπη Σκούρτη |