Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 192/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αριθμός   192/2024

  ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από τον δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, εφέτη, τον οποίο όρισε ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης του Εφετείου Πειραιά και τη γραμματέα, Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ……. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος: …………., τον οποίο εκπροσώπησε με δήλωση (ΚΠολΔ 242 παρ. 2) η πληρεξούσια δικηγόρος Χριστίνα Παπαγεωργίου (Αθανάσιος Γ. Κανελλόπουλος και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία).

Της εφεσίβλητης: Εταιρείας με την επωνυμία «………..» (ΑΦΜ ……), η οποία εδρεύει στη ……… Αττικής, την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος, Δήμητρα Κυριακοπούλου (Αγλαϊα Κρέτση και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία).

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την με αρ. κατ. ……../2022 ανακοπή και τους με αρ. κατ. ………/2022 πρόσθετους λόγους αυτής κατά της με αρ. ……./2022 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της επιταγής προς εκτέλεση αυτής. Το δικαστήριο με την 606/2023 απόφαση απέρριψε αυτές και επικύρωσε τη διαταγή πληρωμής.

Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλε ο ανακόπτων με την με αρ. κατ. ………/2023 έφεση προς αυτό το δικαστήριο, η οποία προσδιορίστηκε (με την ………./2023 εκ. κατ. στο Εφετείο) να συζητηθεί τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 518 παρ. 1, αρ. ηλεκτρ. παραβόλου …………./2023). Είναι, συνεπώς, τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία.

Με την υπό κρίση έφεσή του ο εκκαλών, ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, που κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου απέρριψε την με αρ. κατ. ………/2022 ανακοπή (για την απόρριψη των πρόσθετων λόγων δεν παραπονείται) και επικύρωσε την ………../2022 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, προκειμένου αυτή (η ανακοπή) να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής και η επιταγή προς εκτέλεση αυτής.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης ο ανακόπτων εκκαλών παραπονείται, γιατί κακώς απορρίφθηκε ο πρώτος λόγος της ανακοπής του, με τον οποίο ισχυρίστηκε ότι η διαδικασία της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, βάσει της επίδικης διαταγής πληρωμής, έπρεπε να ακυρωθεί γιατί δεν κοινοποιήθηκαν μαζί με την επιταγή προς εκτέλεση και τα νομιμοποιητικά έγγραφα που αποδείκνυαν τη μεταβίβαση της απαίτησης και την ανάθεση της διαχείρισης στην καθ’ ης εφεσίβλητη, ώστε να νομιμοποιείται αυτή για την έναρξη της εκτέλεσης (ΚΠολΔ 925 παρ. 1). Ο ισχυρισμός αυτός ήταν αβάσιμος γιατί η εφεσίβλητη ήταν αυτή που ζήτησε και έλαβε την επίδικη διαταγή πληρωμής και επομένως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 919 παρ. 2 ΚΠολΔ, ήταν αυτή η δικαιούχος που αναφέρεται στον τίτλο, υπέρ της οποίας γίνεται η αναγκαστική εκτέλεση και δεν συνέτρεχε περίπτωση ειδικής διαδοχής κατ’ άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ώστε να υπέχει υποχρέωση συγκοινοποίησης νομιμοποιητικών της διαδοχής εγγράφων. Σχετικά με τον ισχυρισμό του εκκαλούντος ότι επειδή στην υπ’ αρ. ……../17.4.2018 έκθεση επίδοσης του δικ. επ. ………. φέρεται ότι παρέλαβε το έγγραφο της καταγγελίας ο σύνοικος πατέρας του, ……….., ο οποίος δεν είναι πράγματι πατέρας του και, επομένως, αυτή η καταγγελία πάσχει ακυρότητας, αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος καθότι για την εγκυρότητα της επίδοσης δεν ενδιαφέρει η συγγενική σχέση του συνοίκου που παρέλαβε, αλλά η ιδιότητά του ως συνοίκου, που εν προκειμένω δεν αμφισβητείται. Ο έτερος ισχυρισμός ότι από την με αρ. πρ. …/6.12.2019 δημοσίευση της από 6.12.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία ………….. προς την εταιρεία ειδικού σκοπού ……….. δημοσιευμένη στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών (Τ. … α.α. ….) και από τις υπ’ αρ … και ….. καταχωρήσεις του παραρτήματος της ως άνω σύμβασης δεν προκύπτουν τα ειδικότερα στοιχεία των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και ότι το παράρτημα δεν προσκομίστηκε στον δικαστή για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο γιατί, όπως αποδεικνύεται από όλα τα προσκομιζόμενα και νομίμως επικαλούμενα από τους διαδίκους με τις προτάσεις τους έγγραφα, τα ως άνω επίμαχα έγγραφα (η δημοσιευμένη σύμβαση και το παράρτημα αυτής) προσκομίστηκαν στον δικαστή που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής και από αυτά προκύπτουν τα ειδικότερα στοιχεία των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, ήτοι οι ένδικες απαιτήσεις, το κατά την ημερομηνία αναφοράς (4.12.2019) ύψος των οφειλομένων χρεών (119.590,20 ευρώ και 521,69 ευρώ), ο κύριος οφειλέτης, ………., οι εγγυητές, ο εκκαλών και ο …………., και οι ασφάλειες των απαιτήσεων με προσημείωση υποθήκης για ποσό 65.000 ευρώ. Με το δεύτερο λόγο της έφεσης παραπονείται ο εκκαλών γιατί κακώς απορρίφθηκε ο σχετικός λόγος ανακοπής του με τον οποίο ισχυρίστηκε ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής έπρεπε να ακυρωθεί γιατί κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 281 ΑΚ και 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 περί προστασίας των καταναλωτών, υποχρεώθηκε να υπογράψει και να αποδεχθεί παραίτησή του από την ένσταση δίζησης και από τα δικαιώματα των διατάξεων των άρθρων 853, 862-863, 866-868 ΑΚ, καθώς διαταράσσεται η ισορροπία των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών σε βάρος του εγγυητή. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί αφενός μεν η παραίτηση από την ένσταση της δίζησης και των δικαιωμάτων των ως άνω διατάξεων του ΑΚ είναι νόμιμη, αφετέρου δε, για τον έλεγχο της καταχρηστικότητας της παραίτησης, δεν εξειδικεύεται με ποιο τρόπο η παραίτηση συντέλεσε στη διαμόρφωση της επίδικης οφειλής (ΑΠ 99/2020 δημ NOMOS), ούτε ότι, στην προκειμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στα άρθρα 853, 855, 862-863, 866-868 ΑΚ, δυνάμει των οποίων ο εκκαλών θα ελευθερωνόταν από την εγγύηση, αν δεν είχε παραιτηθεί. Με τον τρίτο λόγο της έφεσης παραπονείται ο εκκαλών γιατί κακώς απορρίφθηκε ο σχετικός λόγος ανακοπής του με τον οποίο ισχυρίστηκε ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής έπρεπε να ακυρωθεί γιατί κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 281 ΑΚ, η εφεσίβλητη εξέδωσε σε βάρος του την επίδικη διαταγή πληρωμής, ενώ είχε ήδη ξεκινήσει τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του πρωτοφειλέτη, που πιθανώς να ευδοκιμούσε. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος γιατί δεν αναφέρονται πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων η ικανοποίηση της καθ’ ης από τον πρωτοφειλέτη καθίσταται βέβαιη ή έστω πιθανή, όπως αναφέρει και ο ίδιος ο εκκαλών, ώστε η ταυτόχρονη επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος πρωτοφειλέτη και εγγυητή να μην υπερβαίνει προφανώς τα όρια της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος της εφεσίβλητης για την είσπραξη της απαίτησής της. Με τον τέταρτο λόγο της έφεσης παραπονείται ο εκκαλών γιατί κακώς απορρίφθηκε ο σχετικός λόγος ανακοπής του με τον οποίο ισχυρίστηκε ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής έπρεπε να ακυρωθεί γιατί σ’ αυτήν δεν διαχωρίζονται το ποσό που αντιστοιχεί σε καθυστερημένες δόσεις του τοκοχρεωλυτικού δανείου και το ποσό που αντιστοιχεί στο άληκτο κεφάλαιο του δανείου, το οποίο κατέστη και αυτό ληξιπρόθεσμο μαζί με το υπόλοιπο καθυστερημένο οφειλόμενο μετά την καταγγελία του δανείου. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος γιατί μετά την καταγγελία του τοκοχρεωλυτικού δανείου οφείλεται ολόκληρο το ποσό του δανείου που δεν έχει εξοφληθεί, όπως συνομολογεί και ο εκκαλών, και δεν υφίσταται πλέον πληρωμή τούτου σε δόσεις (ΑΠ 1185/2019 δημ στην ιστοσελίδα Αρείου Πάγου). Επομένως, αρκεί στη διαταγή πληρωμής να αναφέρεται το ποσό που οφείλεται συνολικά χωρίς να διαχωρίζεται σε καθυστερημένες δόσεις και σε άληκτο κεφάλαιο. Με τον πέμπτο λόγο της έφεσης παραπονείται ο εκκαλών γιατί κακώς απορρίφθηκε ο σχετικός λόγος ανακοπής του με τον οποίο ισχυρίστηκε ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής έπρεπε να ακυρωθεί γιατί σ’ αυτήν δεν αναγραφόταν ποιες τοκοχρεωλυτικές δόσεις του δανείου δεν πληρώθηκαν, το ποσό εκάστης, το χρόνο καταβολής εκάστης, τον αριθμό των δόσεων και αν είναι μόνο αυτή η υποχρέωση που δεν τηρήθηκε ή συντρέχει και κάποια άλλη, που να δικαιολογεί την καταγγελία της σύμβασης. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, γιατί δεν είναι απαραίτητο στην διαταγή πληρωμής να εξειδικεύονται οι μη καταβληθείσες τοκοχρεωλυτικές δόσεις και όλα τα πιο πάνω αναφερόμενα σχετικά με αυτές στοιχεία, αφού πλέον μετά την καταγγελία οφείλεται το συνολικό ποσό του δανείου και όχι δόσεις αυτού. Επιπλέον, ο εκκαλών αν πράγματι αρνείται το επικαλούμενο από την εφεσίβλητη γεγονός της μη καταβολής ληξιπρόθεσμων δόσεων μέχρι την ημερομηνία της καταγγελίας της σύμβασης, μπορεί να προτείνει το ισχυρισμό του με σχετικό λόγο ανακοπής, που εν προκειμένω δεν πρόβαλε. Με τον έκτο λόγο της έφεσης παραπονείται ο εκκαλών γιατί κακώς απορρίφθηκε ο σχετικός λόγος ανακοπής του με τον οποίο ισχυρίστηκε ότι η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή έπρεπε να ακυρωθεί γιατί σ’ αυτήν δεν διαχωρίζεται η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, αφού σ’ αυτήν αναφέρεται ότι επιτάσσεται η καταβολή ποσού 50.000 ευρώ, ως αναφέρεται στην επίδικη διαταγή πληρωμής, μείον της μερικής καταβολής ποσού 334,50 ευρώ, εντόκως πλέον συμβατικών τόκων υπερημερίας, από 17.7.2021 μέχρις εξόφλησης και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, του ποσοστού επιτοκίου υπερημερίας αποτελούμενου από το άθροισμα του ποσοστού του εκάστοτε ισχύοντος στην τράπεζα για τις χρηματοδοτήσεις για κεφάλαιο κίνησης βασικού επιτοκίου, των ποσοστών περιθωρίου επιτοκίου και των εισφορών υπέρ τρίτων (Ν. 128/1975 0,60%) και του ποσοστού 2,50% βάσει της ΠΔΤΕ 2393/1996. Και αυτός ο λόγος κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος, γιατί το επιτασσόμενο προς πληρωμή ποσό των 50.000 ευρώ εντόκως από 17.7.2021 προκύπτει ευθέως από τον εκτελεστό τίτλο (την ……./2022 διαταγή πληρωμής) και το ποσό των τόκων με μαθηματικό υπολογισμό με βάση το επιτόκιο, όπως προσδιορίζεται στην επιταγή και με βάσει τις διατάξεις που εκεί αναφέρονται και τον διαδραμόντα χρόνο εξόφλησης. Με τον έβδομο λόγο της έφεσης παραπονείται ο εκκαλών γιατί κακώς απορρίφθηκε ο σχετικός λόγος ανακοπής του με τον οποίο ισχυρίστηκε ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής έπρεπε να ακυρωθεί γιατί η καθ’ ης μετά την, βάσει σχετικού όρου της ένδικης δανειακής σύμβασης, προσαύξηση του επιτοκίου της χορηγηθείσης πιστώσεως με το ποσοστό της εισφοράς του ν. 128/1975 και τον γενόμενο με βάση και αυτή υπολογισμό των τόκων, προέβη παρανόμως σε ανατοκισμό των ποσών της εισφοράς, διότι κεφαλαιοποιούσε, τόκιζε και ανατόκιζε μαζί με τους τόκους τα ποσά αυτής, με την ενσωμάτωσή της στο επιτόκιο υπολογισμού των πάσης φύσεως τόκων, καθώς το ισχύον νομικό καθεστώς επιβάλλει ανατοκισμό των τόκων και όχι ανατοκισμό εξόδων, εισφορών ή προμηθειών. Ο ως άνω λόγος ανακοπής είναι μη νόμιμος, αφού η μετακύλιση της εισφοράς του ν. 128/1975 είναι νόμιμη και εντάσσεται στα πλαίσια του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων, καθώς προσαυξάνει το ποσοστό τους, λογίζεται, κατά το άρθρο 293 παρ. 1 εδ. α` ΑΚ, ως τόκος και, συνεπώς, νομίμως ανατοκίζεται και κεφαλαιοποιείται μετά των λοιπών καθυστερούμενων τόκων, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου (ΑΠ 1379/2023, ΑΠ 123/2023, ΑΠ 669/2020, ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019 δημ NOMOS). Τα ίδια που έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη και απέρριψε όλους τους λόγους ανακοπής δεν έσφαλε στην ερμηνεία και στην εφαρμογή του νόμου και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με την έφεση κρίνονται αβάσιμα, γι’ αυτό και πρέπει αυτή να απορριφθεί. Τέλος πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο και να καταδικαστεί ο εκκαλών στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης αυτού του βαθμού (ΚΠολΔ 183, 176).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας, που καθορίζει σε 500 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 25 Απριλίου 2024.

       Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ