ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αριθμός απόφασης 89/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : ………….., τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος, Ειρήνη Κοντοσέα και
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στην …. Αττικής (οδός …………..) και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος, Μαρία Σταμούλη.
Ο εκκαλών-εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 11.12.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/11.12.2020 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 2883/2021 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερα τα διάδικα μέρη και συγκεκριμένα ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος, με την από 27.6.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/29.6.2022 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………./30.6.2022 έφεση και η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη ναυτιλιακή εταιρεία, με την από 8.7.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …………/8.7.2022 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου …………../11.7.2022 έφεση, που προσδιορίστηκαν να συζητηθούν κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους αναφερόμενοι στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν αντίστοιχα.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 27.6.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …………/29.6.2022 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../30.6.2022 και β) από 8.7.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………../8.7.2022 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου …………/11.7.2022 εφέσεις των εκκαλούντων, αφενός του ενάγοντος, ………., ήδη εκκαλλούντος – εφεσιβλήτου και αφετέρου, της εδρεύουσας στην ……. νομίμως εκπροσωπουμένης εναγομένης ανώνυμης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..», ήδη εκκαλούσας – εφεσιβλήτου, που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ. 2883/2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614, 621, 622 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 11.12.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../11.12.2020 αγωγή του πρώτου κατά της δεύτερης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν.4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση του παραβόλου της § 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, όπως αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.
ΙΙ. Ο ενάγων, ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος, στην από 11.12.2020 αγωγή του, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και απασχολήθηκε κατά τα αναφερόμενα διαστήματα της χρονικής περιόδου από 1.2.2019 μέχρι τις 19.3.2020, που απολύθηκε, στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό ακτοπλοϊκό πλοίο «ΒΗ» νηολογίου Πειραιώς με αριθμό ……….., κοχ.13.615,17, πλοιοκτησίας της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας-εφεσίβλητης, το οποίο διενεργούσε τους αναφερόμενους πλόες, αντί του προβλεπομένου από την ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων μηνιαίου μισθού και ότι καθ’ όλη την διάρκεια της ναυτολόγησης του πραγματοποιούσε υπερωρίες, εφόσον εργαζόταν καθημερινά, ακόμη και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, επί 14 ώρες, κατά μέσο όρο, χωρίς να λαμβάνει ολόκληρη τη νόμιμη υπερωριακή αμοιβή του, ούτε εκείνη, που κανονικά του αναλογούσε, λόγω της εκτέλεσης των αναφερομένων δρομολογίων «εξπρές», ενώ δεν έλαβε ούτε ολόκληρα τα ποσά, που εδικαιούτο για αναλογία δώρου εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων του έτους 2019 και Πάσχα του 2020. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούσε ο ενάγων να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 20.043,77 ευρώ, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, με το νόμιμο τόκο από την απόλυση του, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής του και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή αυτή ορισμένη και νόμιμη, την έκανε εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει συνολικά στον ενάγοντα το ποσό των έξι χιλιάδων διακοσίων είκοσι επτά ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (6.227,32 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή και απόρριψη της αντιστοίχως.
III. Από την διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, στην οποία προβλέπεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α)σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β)ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ)ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η χωρίς πληρότητα αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψη της, ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008 Δ 2008/1131, ΑΠ 187/2006 Δ 2006/907), δεδομένου ότι επί ελλιπούς ή ασαφούς αγωγής το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατόν, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, τα οποία ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθούν, να αποδείξει, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 53 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από τον ενάγοντα ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα ΣΣΝΕ. Για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής αυτής δεν είναι, αντιθέτως, απαραίτητο να αναφέρεται το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον αυτό προκύπτει από την αναφορά της ειδικότητας και του βαθμού του ενάγοντος, δεδομένου ότι το είδος και η φύση των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που αυτός εκτελεί κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες (ΑΠ 365/2005 ΕλΔνη 47/1663, ΑΠ 225/2002 Δνη 44/160, ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ 147/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 994/2007 ΕΝαυτΔ 2007/385, ΠειρΝομ. 2008/199, ΕφΠειρ 857/2006 ΕΝαυτΔ 2006/268, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝαυτΔ 2005/345, ΕφΠειρ 124/2003 ΕΝαυτΔ 2003/130, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ. 99). Η τελευταία αυτή παραδοχή εντάσσεται ομαλά στο υιοθετούμενο από τον Έλληνα δικονομικό νομοθέτη σύστημα του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού του αντικειμένου της πολιτικής δίκης, υπό την σύγχρονη εκδοχή του, της λειτουργίας του κανόνα δικαίου (Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 60, σελ. 142 επομ. και Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, δ έκδοση, σελ. 24 επομ.), κατά το οποίο δεν είναι απαραίτητη η αναφορά στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο των περιστατικών εκείνων που δεν αποτελούν στοιχείο του πραγματικού του κανόνα δικαίου, που, ανάλογα με τα γεγονότα που αποτυπώνονται σ’ αυτό, καλείται εκάστοτε σε εφαρμογή, όταν τα ελλείποντα περιστατικά καθορίζονται χωρίς προϋποθέσεις, δηλαδή κατά τρόπο γενικό και ανεξαίρετο από το νόμο. Περαιτέρω, ομοίως επί αγωγής με την οποία διώκεται η επιδίκαση αμοιβής, λόγω υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, για το ορισμένο αυτής αρκεί να αναφέρεται, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, η παροχή εργασίας κατά τις εν λόγω ημέρες, η συνολική ημερήσια ή μηνιαία διάρκεια αυτής, είτε κατά μέσο όρο, το σύνολο των ημερών αυτών, που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος, καθώς και το χρονικό διάστηµα στο οποίο αντιστοιχούν, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω αναφορά στο είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών, που εκτελέσθηκαν, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού, ούτως ώστε το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που εκτελεί αυτός, κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις Συλλογικές Ναυτικές Συμβάσεις. Επίσης, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής αυτής, να αναφέρεται ο χρόνος έναρξης και λήξης της εργασίας, η διάρκεια διακοπής της, ο χρόνος έναρξης και λήξης της υπερωριακής απασχόλησης συγκεκριμένες ημέρες, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο καθ’υπέρβαση του νομίμου ωραρίου, είτε αφορά εργασία σε μη εργάσιμες ημέρες, μήτε απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός των ημερών με ακριβείς ημεροχρονολογίες και των ωρών της ημέρας κατά τις οποίες απασχολήθηκε ο ενάγων υπερωριακώς, ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεση της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή, καθώς και τα δρομολόγια του πλοίου (ΑΠ 1600/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 496/2015, ΕφΠειρ 994/2007 ΠειρΝομ 2008 199, ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΔ 2004.114, ΔΕΕ 2004.1043, ΕφΠειρ 892/2002, ΕφΠειρ 901/2002, ΕφΠειρ 1312/1997, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση δε αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι των αναγκαίων γεγονότων, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την άσκηση ανταπόδειξης από τον εναγόμενο (ΕφΠειρ 33/2002 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Ενόψει τούτων, η ένδικη αγωγή, με την οποία ο ενάγων εκθέτει ότι ναυτολογήθηκε στο αναφερόμενο ακτοπλοϊκό πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, ως θαλαμηπόλος, αντί των καθοριζομένων από την ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. όρων και αποδοχών και ότι παρέσχε σε αυτό τις υπηρεσίες της ειδικότητας του, κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα χρονικά διαστήματα, απασχολούμενος επί 14 ώρες ημερησίως και με την οποία ζητεί να του καταβληθούν διαφορές από υπερωριακή εργασία έξι ωρών πέραν από το οκτάωρο κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και δεκατεσσάρων ωρών κατά τα Σάββατα και τις αργίες, είναι ορισμένη και σαφής, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη. Επομένως, ο ισχυρισμός της εναγομένης, που προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, περί αοριστίας της ένδικης αγωγής, διότι δεν εκτίθεται ποιες συγκεκριμένες ώρες εντός του 24ώρου παρείχε την εργασία του, μήτε προσδιόρισε επακριβώς το είδος και την διάρκεια των κατ’ιδίαν εργασιών, που εκτελούσε, ούτε τις ειδικότερες ανάγκες και συνθήκες που επέβαλαν την εκτέλεση τους, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, καθόσον δεν απαιτείται για την πληρότητα και σαφήνεια της ιστορικής βάσης της αγωγής η παράθεση τέτοιων στοιχείων.
ΙV. Με το άρθρο 1 § 1 του ΑΝ. 3276/1944 «Περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία», που εκδόθηκε στο Κάιρο και αναδημοσιεύθηκε στην Ελλάδα με τη Συντακτική Πράξη 21/1945, που κυρώθηκε με το Ν.32/1945, ο οποίος δεν τον κατάργησε ρητώς με αποτέλεσμα να εξακολουθεί, όπως συνάγεται έμμεσα, να ισχύει, ορίζεται ότι «Δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινομένων ελευθέρως υπό του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολιτικά επιδόματα…», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 5 § 1 εδαφ. α΄ του ίδιου νόμου «Συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφόσον ήθελον κυρωθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν άλλας υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν, ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων». Οι νομοθετικές αυτές διατάξεις αποτελούν το κανονιστικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη σύναψη των συλλογικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας (ΜονΕφΠειρ 739/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), επί των οποίων δεν εφαρμόζεται ο Ν.1876/1990 «Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 27/8.3.1990), όπως προκύπτει από την όλη διατύπωση και το πνεύμα του, μολονότι ο ίδιος δεν περιέχει σχετική ρητή διάταξη, όπως συνέβαινε με τον προϊσχύσαντα Ν.3239/1955 «Περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας (ΦΕΚ Α 125/18.5.1955), ο οποίος στο άρθρο 42 § 3 όριζε ρητά ότι οι διατάξεις του δεν εφαρμόζονται επί της ρυθμίσεως των όρων, των συνθηκών και της αμοιβής της εργασίας των πληρωμάτων των πλοίων της εμπορικής ναυτιλίας (ΑΠ 87/2000 Δνη 2000, 967 = ΕΕΔ 2001, 231). Επομένως, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται ούτε οι διατάξεις του Ν.1876/1990 για τη χρονική διάρκεια της συλλογικής διευθέτησης, την έναρξη της ισχύος της και τη λήξη της. Έτσι, οι ΣΣΝΕ μπορεί να είναι ορισμένου ή αόριστου χρόνου, χωρίς ως προς το ζήτημα της χρονικής διάρκειας τους να τίθεται νόμιμος περιορισμός, όπως συμβαίνει στις συλλογικές ρυθμίσεις της χερσαίας εργασίας κατ’ άρθρο 12 του Ν. 1876/1990. Κατά την ορθότερη άποψη, ratione personae, η ΣΣΝΕ ισχύει και πριν την κύρωση της από τον Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας [ΥΕΝ] και δεσμεύει τις οργανώσεις που συμβλήθηκαν για τη σύναψη της και τα μέλη τους, μετά δε την κύρωση της και τη νόμιμη δημοσίευση της κυρωτικής υπουργικής απόφασης, η ισχύς της επεκτείνεται και πέραν των οργανώσεων αυτών δεσμεύοντας έκτοτε εργοδότες και εργαζομένους, που είναι τρίτοι ως προς τα συμβληθέντα μέρη (ΑΠ 1905/1987 ΕΕΔ 1989/275, Δνη 1988/1387, ΕΕΝ 1989/49, ΕΝαυτΔ 1989/181, ΑΠ 1263/1987 ΕΕΝ 1988/669, ΕΕΔ 1988/1126, ΑΠ 1267/1987 ΕΕΝ 1988/673, ΕΕΔ 1988/1128, ΕφΠειρ 543/2022, ΜονΕφΠειρ 603/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Χ. Αγαλλόπουλος, Ελληνικόν Ναυτεργατικόν Δίκαιον, 1960, σελ. 195, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980. Σελ. 88), υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι σχετίζονται με πλοίο το οποίο ανήκει στην ίδια κατηγορία, την οποία αφορά η επεκτεινόμενη συλλογική σύμβαση (ΑΠ 1702/1991 Δνη 1992/1606, ΕΕΔ 1992/934, ΕΝαυτΔ 1992/502, ΕΝαυτΔ 1993/383). Ειδικότερα, η δια του άρθρου 5 § 1 του ΑΝ 3276/1944 παρεχόμενη στον ΥΕΝ νομοθετική εξουσιοδότηση για την κύρωση της ΣΣΝΕ, που καταρτίστηκε υπό τους όρους του ιδίου νόμου, αφορά μόνον την επέκταση της συμβατικής δέσμευσης σε τρίτους, που δεν έχουν συμπράξει στη σύναψη της, η οποία είναι φυσικό να άρχεται από το χρονικό σημείο της δημοσιεύσεως της κυρωτικής απόφασης, αφού αυτή, ως κανονιστική διοικητική πράξη, μπορεί να ορίζει μόνο για το μέλλον, δεδομένου ότι με την πιο πάνω διάταξη δεν παρασχέθηκε στον Υπουργό νομοθετική εξουσιοδότηση αναδρομικής επεκτάσεως των κυρουμένων συλλογικών συμβάσεων αλλά απλώς προσδιορίστηκε η χρονική διάρκεια της δεσμεύσεως των τρίτων, η οποία αρχίζει από της επεκτάσεως και συνεχίζεται μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειας της επεκτεινόμενης συλλογικής συμβάσεως (ΜονΕφΠειρ 285/2015, ΜονΕφΠειρ 459/2015, ΜονΕφΠειρ 591/2014, ΜονΕφΠειρ 842/2014, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ 12/2011, ΕΝαυτΔ 2011/406, ΕΕμπΔ 2012/365). Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 5 § 1, επιτρέποντας τον μη ετεροκαθοριζόμενο ορισμό της χρονικής διάρκειας της δεσμεύσεως των συμβαλλομένων, θέτει η ίδια εξουσιοδοτικό κανόνα προς τους φορείς της συλλογικής αυτονομίας να καθορίσουν τα χρονικά όρια ισχύος της κοινής βουλήσεως τους. Επομένως, εφόσον εγκύρως δίδεται στις ΣΣΝΕ αναδρομική ισχύς κατά τη σύναψη τους, οι ρυθμίσεις τους καταλαμβάνουν και όσες ατομικές συμβάσεις καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή τους και δεν είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι αυτήν (ΜονΕφΠειρ 371/2016, ΜονΕφΠειρ 376/2016, ΜονΕφΠειρ 719/2014, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 1132/2005 ΕΝαυτΔ 2005/425, ΕφΠειρ 457/2000 ΔΕΕ 2000/895). Αυτά αποδεχόμενος ο νομοθέτης διευθέτησε το ζήτημα με το άρθρο 49 του Ν. 4597/2019 «Για την κύρωση των Συμβάσεων Παραχώρησης που έχουν συναφθεί μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των Οργανισμών Λιμένος Α.Ε. – Διατάξεις για τη λειτουργία του συστήματος λιμενικής διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 35/28.2.2019), με το οποίο ορίστηκε ότι «Η αληθής έννοια της παρ. 1 του άρθρου 5 του α.ν. 3276/1944 (Α΄ 24, αναδημ. Α΄ 172/1945) είναι ότι η απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, με την οποία κυρώνεται συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας σύμφωνα με τον ανωτέρω νόμο ισχύει αναδρομικά από την έναρξη ισχύος που ορίζεται στην οικεία συλλογική σύμβαση, ανεξαρτήτως του χρόνου σύναψης ή/και κύρωσής της από τον Υπουργό».
Εξάλλου, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται ούτε οι διατάξεις των §§ 4 και 5 του άρθρου 9 του Ν.1876/1990 για την επιβίωση των κανονιστικών όρων της συλλογικής σύμβασης, που έληξε ή καταγγέλθηκε υπό τη μορφή αρχικώς της παράτασης της ισχύος τους για ένα διάστημα και ακολούθως, μετά την παρέλευση του, της μετενέργειας τους επί των ατομικών συμβάσεων εργασίας (ΑΠ 1107/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, με τη λήξη της χρονικής διάρκειας της ΣΣΝΕ παύει ευθύς αυτή να ισχύει και τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της ναυτικής εργασίας ρυθμίζουν στο εξής οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκεια της (Α. Καρδαράς, Συλλογικές Συμβάσεις στη ναυτική εργασία, σε ΔΕΕ 2008/444 επομ. [447]). Συναφώς, αν ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συναφθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της ισχύος της τελευταίας σχετικής ΣΣΝΕ, το εργασιακό καθεστώς δεν διέπεται πλέον από τη λήξασα ΣΣΝΕ, αλλά προσδιορίζεται αυτοτελώς από τους όρους της ατομικής σύμβασης. Το αντίθετο, βέβαια, θα συμβεί αν οι συμβαλλόμενοι στην ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συμφωνήσουν να καταστούν περιεχόμενο της σύμβασης αυτής οι όροι κάποιας ΣΣΝΕ ή και αυτής που έληξε. Τούτο είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί εγκύρως λ.χ. το ύψος του μισθού με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 51/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 228/2014 ΔΕΕ 2014, 864, ΑΠ 251/2012, ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 637/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 225/2002 ΔΕΕ 2003/331, ΕΕΔ 2003/1166, ΑΠ 443/1999 Δνη 1999/1559, ΔΕΝ 2000/151, ΕΕΔ 2000/567, ΕπιθΙΚΑ 2000/203, ΑΠ 332/1997 ΔΕΕ 1997/1104, ΕΕργΔ 1998/696, ΜονΕφΠειρ 205/2019, ΤριμΕφΠειρ 720/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ 12/2011 ΕΝαυτΔ 2011/406, ΕΕμπΔ 2012/365, ΤριμΕφΘεσ 262/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γ.Λεβέντης, – Κ. Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ. 521, Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2013, σελ. 301). Αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης ΣΣΕ, τότε οι όροι αυτοί καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας σα να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητας τους είναι η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανομένου εργαζομένου (ΑΠ 256/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Στ.Βλαστός, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, αρ. 124, σελ. 263 – 264). Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε ΣΣΝΕ της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει, καθόσον εν προκειμένω τα μέρη δεν ενδιαφέρει η δεσμευτική της δύναμη αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε. Για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (ΑΠ 567/2004 ΕΕΔ 2005, 589, ΕφΑθ 6808/1994 ΔΕΝ 1995, 665 = ΕπιθΑσφΔ 1995, 392). Για να καταστεί όμως οποιοσδήποτε όρος ΣΣΝΕ και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών ΣΣΝΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει είτε η νεότερη, αν υπάρχει, ΣΣΝΕ, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερη για τους ναυτικούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμοστεί η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ (ΑΠ 277/2009 ΕΕΔ 2010, 1353, ΑΠ 860/2010 ΔΕΝ 2010, 1061, Δ.Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, αρ. 1050α, σελ. 662) είτε, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ εωσότου συναφθεί νέα ΣΣΝΕ, η οποία για τον ίδιο λόγο θα καταλάβει και την ατομική σύμβαση. Αποτελεί δε, αυτονόητα, ζήτημα πραγματικό το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας των μερών και το Δικαστήριο κρίνει περί αυτού με βάση τους όρους που αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της ατομικής συμφωνίας και, σε περίπτωση άτυπης κατάρτισης της σύμβασης ναυτολόγησης, με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, όπως και το ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος (ΜονΕφΠειρ 160/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του (ΜονΕφΠειρ 740/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ασχέτως αν αυτές συντάχθηκαν σε συμμόρφωση προς τις επιταγές του Ν.4254/2014 «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 85/7.4.2014), αφού μεταξύ των σκοπών του τελευταίου περιλαμβάνεται και η διευκόλυνση της απόδειξης ότι ο εργαζόμενος έλαβε πράγματι τις συμφωνηθείσες αποδοχές (ΑΠ 1385/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 205/2019).
Περαιτέρω, με τα άρθρα 11, 12 παρ. 1 ,13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ.1 της ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β΄ 3170/12.8.2019) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2019», του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ορίζονται τα ακόλουθα : « …Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς. …Ειδικά για το προσωπικό γενικών υπηρεσιών εν γένει, πλην των Ραδιοτηλεγραφητών, η οκτάωρη εργασία κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι της 22.00 ώρας με μία ώρα διακοπή. … Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανόμενων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής : Το ποσόν του μηνιαίου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (αφορά το βασικό μισθό) διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173)… Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς , σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Σεπτεμβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων…. ».
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στην ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα αμοιβών και τις σχετικές διατάξεις, περί των αποδοχών θαλαμηπόλου ορίζονται τα ακόλουθα : Ο βασικός μηνιαίος μισθός στο ποσό των 1.204,77 ευρώ, το επίδομα Κυριακής στο ποσό των 265,05 ευρώ και συνολικά στο ποσό των 1.469,82 ευρώ, το αντίτιμο τροφής στο ποσό των 19,98 ευρώ ημερησίως (άρθρο 3), το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας στο ποσό των 36,64 ευρώ (άρθρο 8 παρ.13), το επίδομα ιματισμού σε 58,78 ευρώ (άρθρο 5) και οι αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας σε 433,95 ευρώ (άρθρο 15), ήτοι [(1.204,77 +265,05) : 22] Χ 5 ημέρες + (19,98 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες)]. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στην ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα υπερωριακής αμοιβής κατά βαθμό και ειδικότητα με βάση το ωρομίσθιο, του άρθρου 13 παρ.6 περ.Θ, προκειμένου περί θαλαμηπόλου, η υπερωρία ορίστηκε αντίστοιχα σε 8,70 € (με προσαύξηση 25%) και 10,44 € (με προσαύξηση 50%). Επισημαίνεται, περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, ότι η ως άνω Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας προβλέπει στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ. 1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής, αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 550/2021, ΕφΠειρ 368/2019, ΕφΠειρ 328/2014, ΕφΠειρ 626/2014, ΕφΠειρ 630/2014, ΕφΠειρ 27/2011, ΕφΠειρ 803/2009, ΕφΠειρ 529/2009, ΕφΠειρ 1128/2006, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝΔ 34 351, ΕφΠειρ 236/2006, ΕφΠειρ 741/2005 ΕΝΔ 33.444, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝΔ 33.345, ΕφΠειρ 608/2001 ΕΝΔ 29.446).
V. Από την υπ’αριθμ……./2.2.2021 ένορκη βεβαίωση του ……….., ενώπιον της συμβολαιογράφου Άρτας, ………… και την υπ’αριθμ.πρωτ……/8.2.2021 ένορκη βεβαίωση του …………, ενώπιον του δικηγόρου Πειραιώς, ……., κατ’αρθρο 158 παρ. 4 του ν. 4764/2020, που λήφθηκαν με την επιμέλεια του ενάγοντος-εκκαλούντος-εφεσιβλήτου, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της εναγομένης- εκκαλούσας-εφεσίβλητης, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθ……./ 27.1.2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά …….), την υπ’αριθμ………./12.10.2021 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος, ………….., ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά, ………….., που συντάχθηκε με την επιμέλεια της εναγομένης-εκκαλούσας-εφεσίβλητης, κατόπιν νομότυπης, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015, κλήτευσης του ενάγοντος – εκκαλούντος – εφεσιβλήτου (υπ’αριθ…………/7.10.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, μεταξύ των οποίων και οι ένορκες βεβαιώσεις, που συντάχθηκαν στα πλαίσια έτερων δικών, ανεξάρτητα αν τα προσκομιζόμενα έγγραφα πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 139/2009, ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), λαμβανομένων επιπλέον υπόψη και των προσκομιζομένων, μετ’επικλήσεως από τους διαδίκους, μη ληφθέντων υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εγγράφων, με την προσθήκη-αντίκρουση των πρωτόδικων προτάσεων τους αντίστοιχα, σε αντίκρουση των εκατέρωθεν προβληθέντων, περιεχόμενων στις πρωτόδικες προτάσεις τους, ισχυρισμών και αποδεικτικών μέσων, που προσκομίστηκαν με επίκληση με τις πρωτόδικες προτάσεις τους αντίστοιχα (άρθρα 237 παρ.2 εδ. β’ και 591 παρ.1 στ΄ ΚΠολΔ, ΑΠ 613/2018, ΑΠ 74/2017 δημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), δεκτών γενομένων των συναφών αιτιάσεων, που διαλαμβάνονται στον δεύτερο λόγο της έφεσης του ενάγοντος και τον δεύτερο εκείνον της έφεσης της εναγομένης, ως ουσιαστικά βάσιμων, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ) και της λογικής, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει των από 2.2019, 6.12.2019 και 20.2.2020 διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης-εκκαλούσας ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου «ΒΗ» νηολογίου Πειραιώς με αριθμό ……, κόρων ολικής χωρητικότητας (κ.ο.χ.) 13.615,17 και του ενάγοντος, ………, απογεγραμμένου ναυτικού, αυτός ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, στο ως άνω πλοίο αντί των προβλεπομένων αποδοχών και σύμφωνα με τους όρους και συμφωνίες της ισχύουσας συλλογικής σύμβασης εργασίας για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων και παρείχε τις υπηρεσίες του από 1.2.2019 έως 9.5.2019, που απολύθηκε λόγω αδείας ενός μηνός, από 10.6.2019 έως 2.11.2019, που απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει, από 6.12.2019 έως 4.1.2020, που απολύθηκε λόγω διακοπής δρομολογίων για ετήσια επιθεώρηση και από 27.2.2020 έως 19.3.2020, οπότε η σύμβαση του λύθηκε αμοιβαία συναινέσει. Στις εργασιακές αυτές συμβάσεις ρητά συνομολογήθηκε «κλειστός» μηνιαίος μισθός του ενάγοντος ανερχόμενος στο ποσό των 2.776,28 € βάσει της πρώτης συμβάσεως και 2.831,80 € βάσει των δύο λοιπών, συμπεριλαμβανομένων, όπως ρητά διευκρινίστηκε και συμφωνήθηκε, του βασικού μισθού, επιδόματος Κυριακών, επιδόματος Σαββάτων και αργιών, επιδόματος αδείας μετά τροφοδοσίας, επιδόματος υπερωριών, καθώς και όλων των διαφόρων προβλεπομένων επιδομάτων από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, καθώς επίσης την προσδιοριζόμενη απ’αυτήν ετήσια άδεια μετ’αποδοχών. Ειδικότερα, κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του ενάγοντος, τις πάσης φύσεως αποδοχές του ρύθμιζε η από 8.7.2019 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων (ΣΣΝΕ) του έτους 2019, που κυρώθηκε με την υπ’αριθμ.2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β΄ 3170/12.8.2019) και έτσι κατέστη εφεξής και μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειάς της γενικά υποχρεωτική, οι φορείς όμως της συλλογικής αυτονομίας, που την συνομολόγησαν, περιέλαβαν σ’ αυτήν ρήτρα περί αναδρομικής από 1.1.2019 ισχύος της, με αποτέλεσμα οι ρυθμίσεις της, ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής των ναυτικών, να καταλαμβάνουν και τους διαδίκους, κανονιστικώς μεν οπωσδήποτε μετά την κύρωση της, αλλά ενοχικώς και πριν από αυτήν, δεδομένου ότι αμφότεροι ήταν κατά το έτος 2019 μέλη των συλλογικών οργανώσεων που συνυπέγραψαν τη συγκεκριμένη ΣΣΝΕ, οι δε όροι αυτής κατέστησαν, με την συμφωνία των συμβαλλομένων διαδίκων, όροι της ατομικής σύμβασης εργασίας του ενάγοντος και μετά την λήξη της οριζομένης ετήσιας διάρκειας της, μέχρι την οριστική απόλυση του στις 19.3.2020, καθόσον η μεταγενέστερη από 13.12.2021 τοιαύτη ΣΣΝΕ του έτους 2022, που κυρώθηκε με την υπ’αριθμ.2242.5-1.5/8785/2022 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β΄ 663/15.2.2022), καταρτίστηκε, κυρώθηκε και δημοσιεύθηκε, κατά χρόνο που έπεται της οριστικής απόλυσης του ενάγοντος και λύσης της σύμβασης εργασίας του και συνεπώς, δεν κατέστη εφαρμοστέα σε μη ενεργή εργασιακή σχέση. Επομένως, η αναδρομική ισχύς που εγκύρως δόθηκε, κατά την σύναψη της ΣΣΝΕ έτους 2019, κατέλαβε τις ατομικές συμβάσεις εργασίας του ενάγοντος, που καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή της και δεν είχαν λυθεί μέχρι τότε, ενώ η τελευταία σύμβαση εργασίας του, που συνήφθη σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της ισχύος της ΣΣΝΕ έτους 2019, χωρίς να έχει συναφθεί και να ισχύσει νέα ΣΣΝΕ για τα πληρώματα των εν λόγω πλοίων, προσδιόριζε τους όρους παροχής και αμοιβής της εργασίας του ενάγοντος. Οι όροι όμως και αυτής της σύμβασης, ταυτίζονταν με τους προβλεπόμενους όρους της ήδη τότε λήξασας ΣΣΝΕ, που ίσχυε προηγουμένως, έχοντας καταστεί συμβατικό περιεχόμενο της συμφωνίας των συμβαλλομένων μερών. Τα ανωτέρω, προκύπτουν από το περιεχόμενο των επίδικων εργασιακών συμβάσεων, που είναι πανομοιότυπο, καθόσον στις καθοριζόμενες αποδοχές περιλαμβάνονταν ο βασικός μισθός και όλα τα προβλεπόμενα από την ΣΣΝΕ επιδόματα, καθώς και η προβλεπόμενη άδεια μετ’αποδοχών και αφετέρου, από τις σχετικές εγγραφές στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος, όπου στην κάθε επίδικη ναυτολόγηση του στην ένδειξη «Μισθός» αναγράφεται «Σ.Σ.», δηλαδή Συλλογική Σύμβαση, ως ισχύουσα δε ΣΣΝΕ τα συμβαλλόμενα μέρη, κατά την δηλωθείσα άτυπα αλλά και την συναγομένη από τις περιστάσεις βούληση τους, εννοούσαν την τελευταία ισχύσασα συλλογική σύμβαση του έτους 2019, που ανεξαρτήτως από τον χρόνο κύρωση της, η συμφωνία ήταν να ενταχθούν οι όροι της στις ατομικές συμβάσεις εργασίας του ενάγοντος και, παρά την παύση ισχύος της, να διατηρηθούν, τα δε καθοριζόμενα σ’αυτήν ποσά για μισθό ενεργείας της ειδικότητας του και τα αναλογούντα επιδόματα, περιλαμβάνονταν και στους αντίστοιχους μισθοδοτικούς λογαριασμούς του, που εξέδιδε η εναγόμενη κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα απασχόλησης του στα επίδικα πλοία της, λαμβανομένου επιπρόσθετα υπόψη ότι η εναγομένη συμμορφούμενη με την αναδρομική εφαρμογή της ανωτέρω ΣΣΝΕ από 1.1.2019, προέβη σε καταβολή αναδρομικά των ποσών, που αντιστοιχούσαν στην διαφορά των αναπροσαρμοσθέντων με αυτήν αποδοχών και αφορούσαν το διάστημα πριν την κύρωση της από την έναρξη της οριζομένης ισχύος της. Επομένως, αφού οι συμβαλλόμενοι διάδικοι, σύμφωνα με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, συμφώνησαν στις επίδικες ατομικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας, που αφορούσαν τους κρίσιμους χρόνους ναυτολόγησης των ετών 2019 και 2020, να καταστούν περιεχόμενο των συμβάσεων αυτών οι όροι της ισχύουσας ΣΣΝΕ έτους 2019, ακόμα και μετά την λήξη της ισχύος της, σημαίνει ότι οι όροι αυτοί κατέστησαν και θεωρούνταν εξαρχής περιεχόμενο των ατομικών συμβάσεων εργασίας με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός λόγος της δεσμευτικότητας τους είναι η σύμπτωση της ιδιωτικής βούλησης των συμβαλλομένων διαδίκων εργοδότη και εργαζομένου, οι δε όροι αυτής καταλαμβάνουν και την καταρτισθείσα πριν την κύρωση της από 1.2.2019 εργασιακή σύμβαση, λαμβανομένου επιπρόσθετα υπόψη ότι αυτή ουσιαστικά δεν λύθηκε στις 9.5.2019, που χορηγήθηκε άδεια ενός μηνός στον ενάγοντα, αλλά στις 2.11.2019, που απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει, δηλαδή η εργασιακή σχέση ήταν ενεργή κατά τον χρόνο σύναψης και κύρωσης της.
Ενόψει τούτων, η εκκαλουμένη, που έκρινε ότι εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση έχει η ΣΣΝΕ του έτους 2018, όσον αφορά την πρώτη ναυτολόγηση του από 1.2.2019 έως 9.5.2019, έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς, ο πρώτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος, που αποδίδει στην εκκαλουμένη την εν λόγω πλημμέλεια, πρέπει να γίνει δεκτός, ως ουσιαστικά βάσιμος και να απορριφθεί ο ταυτάριθμος εκείνος της έφεσης της εναγομένης, που υποστηρίζει τα αντίθετα και πλήττει εν γένει την εκκαλουμένη για την εφαρμογή της ΣΣΝΕ έτους 2019 επί των διαστημάτων ναυτολόγησης του ενάγοντος, πριν την ημερομηνία κύρωσης της, όπως και μετά την λήξη της οριζομένης ετήσιας διάρκειας της, ως μη έχουσα αναδρομική ισχύ, παραγνωρίζοντας την ελεύθερη βούληση των συμβαλλομένων διαδίκων να αποτελέσουν οι όροι της περιεχόμενο των ατομικών συμβάσεων εργασίας του ενάγοντος μέχρι την κύρωση νέας και προβάλλοντας αλυσιτελώς ότι η διάταξη του άρθρου 49 Ν.4597/2019, περί αναδρομικής ισχύος της κυρωθείσης ΣΣΝΕ από την οριζομένη σ’αυτήν έναρξη, δεν είναι πράγματι ερμηνευτική, αλλά ψευδοερμηνευτική, ως ουσιαστικά αβασίμου.
Περαιτέρω, από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι, κατά τη διάρκεια των, ως άνω, ναυτολογήσεων του ενάγοντος, το επίδικο πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο Κρήτης, μετ’ επιστροφής και συγκεκριμένα, απέπλεε από το λιμάνι αφετηρίας ώρα 21.00 μ.μ. και κατέπλεε στο λιμάνι προορισμού περί ώρα 06.00 π.μ. της επομένης, από το οποίο αναχωρούσε στις 21.00μ.μ. της ίδιας μέρας για το ταξίδι επιστροφής στο λιμάνι του Πειραιά, όπου κατέπλεε περί ώρα 6.00 π.μ. της επομένης. Επιπλέον, τις Τρίτες 30.7.2019, 6.8.2019 και 13.8.2019, τις Πέμπτες 4.7.2019, 11.7.2019, 18.7.2019, 25.7.2019, 1.8.2019, 8.8.2019 και 15.8.2019, τις Παρασκευές 12.7.2019 και 26.7.2019 και τα Σάββατα 3.8.2019 και 10.8.2019 πραγματοποίησε και δεύτερο ημερήσιο δρομολόγιο, αναχωρώντας από το λιμάνι Πειραιά ή Ηρακλείου, μετά την άφιξη του στις 06.00, πάλι περί ώρα 10.00 π.μ. και καταπλέοντας στο λιμάνι προορισμού περί ώρα 18.45 μ.μ., ενώ τις Τρίτες 20.8.2019 και 27.8.2019, μετά την άφιξη του στο λιμάνι του Ηρακλείου στις 06.00π.μ.αναχώρησε πρόωρα στις 10.00π.μ. για Πειραιά, όπου κατέφθασε στις 18.45 μ.μ., τις Πέμπτες 22.8.2019 και 29.8.2019 και τις Κυριακές 18.8.2019, 25.8.2019 και 1.9.2019, το πλοίο φτάνοντας στο λιμάνι του Πειραιά στις 06.00 π.μ. εκτέλεσε πρόσθετο δρομολόγιο με πρόωρη αναχώρηση στις 09.00 για Ηράκλειο, όπου έφτασε στις 17.45μ.μ.. Επίσης την 1η.1.2020 εκτέλεσε πρόσθετο δρομολόγιο με αναχώρηση από Ηράκλειο στις 10.00π.μ. και άφιξη στον Πειραιά στις 19.00. Ανεκτέλεστα παρέμειναν τα δρομολόγια στις 13.2.2019 (απαγορευτικό), 14.2.2019 (απαγορευτικό), 23.2.2019 (απαγορευτικό), 24.2.2019 (απαγορευτικό), 29.3.2019 (απαγορευτικό), 27.4.2019 (Μ. Σάββατο), 28.4.2019 (Κυριακή του Πάσχα), 13.9.2019 (απαγορευτικό), 24.9.2019 (απεργία ΠΝΟ), 25.12.2019, 29.12.2019 (απαγορευτικό), 30.12.2019 (απαγορευτικό), 31.12.2019 και 2.1.2020 (απαγορευτικό).
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά τα ανωτέρω διαστήματα ναυτολόγησης του, απασχολούνταν καθημερινά με τα ανατεθέντα σ’ αυτόν από τον προϊστάμενο αρχιθαλαμηπόλο καθήκοντα τα συναφή με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και συγκεκριμένα κατά την χειμερινή περίοδο εργαζόταν στο πρυμναίο μπαρ του πλοίου «……”, ενώ κατά την θερινή, στο κεντρικό μπαρ του πλοίου «………..”, απασχολούμενος με την προετοιμασία και τον εφοδιασμό τούτων με τα προς πώληση ροφήματα, αναψυκτικά είδη και προκατασκευασμένα εδέσματα, καθώς και την διάθεση τους στους επιβάτες χειριζόμενος και την ταμειακή μηχανή και αποδίδοντας τις εισπράξεις, αλλά και με την καθαριότητα και τον ευπρεπισμό τους, όπως και των αντίστοιχων κοινόχρηστων σαλονιών των επιβατών. Επιπλέον, απασχολούνταν με την εξυπηρέτηση των αξιωματικών μεταφέροντας τις παραγγελίες ειδών προς βρώση και πόση, στις καμπίνες, γραφεία και εν γένει στις θέσεις εργασίας τους, καθώς επίσης, ήταν επιφορτισμένος με την υποδοχή των επιβατών κατά την επιβίβαση τους, την τακτοποίηση αυτών στις θέσεις τους ή τις καμπίνες του πλοίου και την αποβίβαση τούτων, την παροχή σ’αυτούς πληροφοριών για τους λιμένες άφιξης και αναχώρησης, καθώς και κάθε δυνατής περιποίησης και βοήθειας, μετά προθυμίας και συμφώνως προς τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς και της ξενοδοχειακής εθιμοτυπίας. Επιπρόσθετα, συμμετείχε στις βάρδιες πυρασφάλειας και στην εξυπηρέτηση των αναγκών λειτουργίας του τηλεφωνικού κέντρου στην κεντρική «ρεσεψιόν» του πλοίου.
Ωστόσο, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, που προέκυπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ανωτέρω πολύωρων δρομολογίων του, ο ενάγων απασχολούνταν με τις προεκτιθέμενες εργασίες της ειδικότητας του καθημερινώς συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών και μάλιστα πέραν της προβλεπομένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της σημαντικής επιβατικής κίνησης, ένεκα της προαναφερθείσας φύσης και της διάρκειας των αλλεπάλληλων δρομολογίων, που διενεργούσε το εν λόγω πλοίο. Έτσι, ο ενάγων πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησης του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα του, που αφορούν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών, ενόψει της συνάρτησης τους με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με την διαρκή εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών γραμμών και δεν απασχολούνταν μόνο το κανονικό του ωράριο και τις υπερωρίες που πληρωνόταν, όπως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη, προς επίρρωση του ισχυρισμού της ότι δεν παρείχε υπερωρίες. Σημειωτέον, ότι η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των καθορισμένων χρονικών ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον αυτή η πληρότητα αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν καταδεικνύει την ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, όπως αβασίμως υπολαμβάνει η εναγομένη, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα καταβαλλόταν σε αυτόν ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του εργασία, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται από την εναγομένη (αρθ. 352 ΚΠολΔικ) αναγνωριζομένης εκ προοιμίου της ανάγκης υπερωριακής εργασίας του.
Για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο με διαφοροποίηση, ως προς την χρονική διάρκεια της, κατέθεσαν ενόρκως οι μάρτυρες των διαδίκων, συντασσομένων των, ως άνω, ένορκων βεβαιώσεων, οι καταθέσεις των οποίων λαμβάνονται υπόψη κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσεως καθενός και συνεκτιμώνται ελευθέρως μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, το δε γεγονός ότι οι μάρτυρες του ενάγοντος, ………… και ……………….., βρίσκονται σε αντιδικία με την εναγομένη σε άλλη εκκρεμή δίκη επί ασκηθεισών αγωγών για την προάσπιση των εργασιακών τους δικαιωμάτων, δεν αναιρεί την μαρτυρία τους, ούτε την καθιστά αναξιόπιστη, μήτε εξαιρετέα, εφόσον δεν θεωρείται ότι έχουν άμεσο και βέβαιο συμφέρον, ως αναγκαία συνέπεια της έκβασης της προκειμένης δίκης, ως αβασίμως υποστηρίζει αντίθετα η εναγομένη με την συναφή αιτίαση, που διαλαμβάνεται στον τρίτο λόγο της έφεσης της, ο οποίος κρίνεται απορριπτέος, κατά το μέρος αυτό, ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Ενόψει των προαναφερθέντων, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο, λόγω της αυξημένης τουριστικής κίνησης, πλην όμως δεν μειώνονταν σημαντικά τη χειμερινή, λαμβανομένης υπόψη της μείωσης της σύνθεσης του προσωπικού ενδιαιτημάτων, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του, ήταν έντεκα (11) ώρες και όχι δεκατέσσερις (14) ώρες, όπως αυτός αβασίμως ισχυρίζεται. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., ο ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τρεις (3) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες έντεκα (11) ώρες τέτοιας εργασίας, απορριπτομένων των μεν αγωγικών ισχυρισμών, ως προς το υπερβάλλον, που επαναφέρονται με τον δεύτερο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, του δε ισχυρισμού της εναγομένης, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και διαλαμβάνεται στον σχετικό τρίτο λόγο της έφεσης της, ότι η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο της δεν υπερέβαινε εκείνη, που αντιστοιχούσε στην κατ’ αποκοπή αμοιβή, που είχε συμφωνηθεί και ελάμβανε μηνιαίως, ως ουσιαστικά αβασίμων, εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα μη δυνάμενοι να δικαιολογηθούν υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις. Το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγομένη, δια του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 157 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων και το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε το εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών τούτου (ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 768/2003, ΕφΠειρ 1/2003, ΕφΠειρ 778/2001 αδημ.). Εξάλλου ο ισχυρισμός που προβάλλεται πρωτοδίκως από την εναγομένη και επαναφέρεται με την έφεση της ενώπιον του Εφετείου, ότι καθ’ όλη την διάρκεια ναυτολόγησης του στο ανωτέρω πλοίο, ο ενάγων ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του λαμβάνοντας τις μηνιαίες αποδοχές του, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός ότι ο ενάγων απασχολούνταν υπερωριακώς πέραν των υπερωριών, που πληρωνόταν με την κατ’ αποκοπή συμφωνημένη αμοιβή, η δε ανεπιφύλακτη προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών λάμβανε χώρα αναγκαστικά υπό τον φόβο της απόλυσης του, αν διαμαρτυρόταν. Άλλωστε αυτή δεν συνιστά, ούτε συνεπάγεται παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση είναι άνευ έννομης επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματα του, που πηγάζουν είτε από τον νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 550/2021, ΕφΠειρ 368/2019, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες της επίδικης περιόδου, επί έντεκα (11) ώρες στο ανωτέρω πλοίο, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που διαλαμβάνονται στον δεύτερο λόγο της έφεσης του ενάγοντος και στους τρίτο και τέταρτο λόγους της έφεσης της εναγομένης και πλήττουν τις επιδικασθείσες ώρες της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, πρέπει να απορριφθούν, ως κατ’ουσίαν αβάσιμοι.
Υπό τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της ως άνω εφαρμοζομένης Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας, ο ενάγων που εργάστηκε υπερωριακώς, όπως προεκτέθηκε, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, δικαιούται για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 25%, για δε τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 50%, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήτοι το ποσό των 8,70 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 10,44 € αντίστοιχα για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις αργίες και τα Σάββατα. Κατά συνέπεια, για τα επίδικα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του, συμπεριλαμβανομένων των ανωτέρω ημερών, που το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγιο, αλλά ο ενάγων απασχολήθηκε σε εργασίες της ειδικότητας του, δικαιούται τα ακόλουθα ποσά: α) για υπερωριακή αμοιβή 240 καθημερινών και Κυριακών (εξαιρουμένης της 24.9.2019, που δεν εργάστηκε λόγω απεργίας της ΠΝΟ) Χ 3 ώρες υπερωρίας = 720 ώρες Χ 8,70 ευρώ το ωρομίσθιο = 6.264 ευρώ, β) για υπερωριακή αμοιβή 42 Σαββάτων και 13 αργιών = 55 ημέρες Χ 11 ώρες υπερωρίας = 605 ώρες Χ 10,44 το ωρομίσθιο = 6.316,20 ευρώ. Επομένως, ο ενάγων δικαιούνταν να λάβει ως υπερωριακή αμοιβή, το συνολικό ποσό των 12.580,20 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη συνολικά 6.124,52 ευρώ (το έτος 2019, για υπερωρίες καθημερινών και Κυριακών το ποσό των 1.322,03 ευρώ και για υπερωρίες Σαββάτων και αργιών το ποσό των 4.260,86 ευρώ και το έτος 2020, τα ποσά των 128,25 ευρώ και 413,38 ευρώ, αντίστοιχα), όπως προκύπτει από τους πρoσκoμιζόμενoυς σχετικούς λογαριασμούς μισθοδοσίας του, κατά παραδοχή μερικώς της ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, που επαναφέρεται με την έφεση της, ως ουσιαστικά βάσιμης, απομένοντος υπολοίπου προς απόληψη, ποσού 6.455,68 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε ότι η οφειλόμενη διαφορά για την αιτία αυτή ανέρχεται στο ποσό των 6.378,05 ευρώ, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή των συναφών αιτιάσεων, που περιλαμβάνονται στον δεύτερο λόγο της έφεσης του ενάγοντος και συνεπώς, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός, κατά το σκέλος αυτό, ως ουσιαστικά βάσιμος.
VI. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον που δεσμεύεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.), θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη Σ.Σ.Ε. όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντίθετων συμφωνιών. Όμως, όροι ατομικής συμβάσεως εργασίας ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε Σ.Σ.Ε. είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη Σ.Σ.Ε. και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο της συνάψεως της ατομικής εργασιακής συμβάσεως, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της σχετικής συμβάσεως. Επίσης, τα προεκτεθέντα ισχύουν και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία, οι οποίες θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις, που καθορίζουν, κατ’ αποκοπή, το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη υπερωριακή εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της συμβάσεως καλύψεως των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελάχιστων ορίων συμβατικές αποδοχές στη χερσαία εργασία, δεν εφαρμόζεται στην πάγια, κατ’ αποκοπή, αμοιβή υπερωριών, που προβλέπουν οι Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (Σ.Σ.Ν.Ε) για μερικές ειδικότητες ναυτικών, όπως, εν προκειμένω του θαλαμηπόλου, η οποία μάλιστα, φέρει το χαρακτήρα όχι αποζημιώσεως, αλλά πρόσθετης αμοιβής. Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά την διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικίες Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές, μόνον όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί του καταλογισμού αυτών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο, ορισμένως και ειδικώς, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας, έτσι, μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003 ΕΝαυτΔ 2003 345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002 1314, ΕφΠειρ 368/2019, ΕφΠειρ 213/2016, ΕφΠειρ 50/2016, ΕφΠειρ 496/2015, ΕφΠειρ 322/2015, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, ΕφΠειρ 185/2012 ΕΝαυτΔ 2012 397, ΕφΠειρ 471/2011 ΕΝαυτΔ 2011 257, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 326).
Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι στις από 1.2.2019, 6.12.2019 και 20.2.2020 συμβάσεις ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων, περιελήφθησαν οι με αριθμό 1 και 2 συμπληρωματικοί όροι με το εξής περιεχόμενο: ««Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρείας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση εργασίας. Τυχόν επιδόματα της Εταιρείας καταβάλλονται χωρίς υποχρέωση και μπορούν να ανασταλούν ή διακοπούν.». Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα κατά την διάρκεια των ναυτολογήσεων του, διάφορα χρηματικά ποσά, με την αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», συνολικού ύψους 2.319,17 ευρώ (2.200,37 ευρώ κατά το έτος 2019 και 118,80 ευρώ κατά το έτος 2020), όπως διαλαμβάνεται στους αντίστοιχους προσκομιζόμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό επί των καθαρών εισπράξεων των εστιατορίων και των μπαρ του πλοίου και κατανέμονταν με ευθύνη του αρχιθαλαμηπόλου στα μέλη του προσωπικού ενδιαίτησης με την μισθοδοσία τους. Από το περιεχόμενο του εν λόγω συμβατικού όρου, που αφορούσε τις ανωτέρω εργασιακές του συμβάσεις, ερμηνευομένου όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών, προκύπτει ότι τα συμβληθέντα μέρη συμφώνησαν ώστε να συμψηφίζονται τα καταβαλλόμενα στον εργαζόμενο επιπρόσθετα του μισθού του χρηματικά ποσά, με τις αξιώσεις του ενάγοντος, που απορρέουν από τις υπό κρίση συμβάσεις ναυτικής εργασίας, συμπεριλαμβανομένων ρητά και των αξιώσεων του από πρόσθετη αμοιβή, λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας, επιπλέον δε η ειδικότερη συμφωνία για συμψηφισμό αφορά οποιαδήποτε αξίωση του ναυτικού που απορρέει από την εκάστοτε σύμβαση. Εξάλλου, δεν προέκυψε ότι οι χρηματικές αυτές παροχές αφορούσαν αμοιβές για εργασίες, που εκτέλεσε στο πλοίο ο ενάγων πέραν των καθηκόντων της ειδικότητας του, τις οποίες μάλιστα ουδόλως προσδιορίζει και για τις οποίες προβλεπόταν έκτακτη αμοιβή, όπως αβάσιμα αυτός ισχυρίζεται. Επομένως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, ως προς τα εν λόγω ποσά, συντρέχουν οι προϋποθέσεις συμψηφισμού τους με τις ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος για υπερωρίες και τούτο δεν αναιρείται από το γεγονός ότι αυτά προέρχονταν από την μισθώτρια εταιρεία εστίασης, που είχε αναλάβει, βάσει συμφωνίας με την εναγομένη, την λειτουργία και εκμετάλλευση των μπαρ και κυλικείων του πλοίου, ως αμοιβή των υπηρεσιών, που της παρείχε για τον σκοπό αυτό το προσωπικό ενδιαιτημάτων, εφόσον συμβαλλομένη εργοδότρια τούτου ήταν η εναγομένη εταιρεία, που τους κατέβαλε τα ποσά αυτά με την μισθοδοσία τους και όχι η ανωτέρω μισθώτρια των χώρων εστίασης, που ουδόλως συνδέονταν συμβατικά με το προσωπικό και συνεπώς, μπορούν αυτά να καταλογιστούν στην οφειλόμενη στον ενάγοντα πρόσθετη υπερωριακή αμοιβή για τις υπερωρίες, που πραγματοποίησε. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή, κατ’ουσίαν, η προβληθείσα από την εναγομένη επικουρικά ένσταση περί αποσβέσεως της εν λόγω οφειλής δια συμψηφισμού των προαναφερθέντων επιμίσθιων χρηματικών ποσών, τα οποία κατέβαλε στον ενάγοντα πέραν των νομίμων αποδοχών του και με ειδική συμφωνία, κατά τα προαναφερθέντα, για καταλογισμό τούτων στις αξιώσεις του και από παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία, η οποία επαναφέρεται στην παρούσα δίκη με τις προτάσεις της εναγομένης, καθόσον αφορά το σχετικό κονδύλιο της αγωγής περί της υπερωριακής αμοιβής και να αφαιρεθεί το συνολικό ποσό των 2.319,17 ευρώ από το, ως άνω, δικαιούμενο από τον ενάγοντα χρηματικό ποσό για την αιτία αυτή, απομένοντος υπολοίπου προς απόληψη 4.136,51 ευρώ (6.455,68 – 2.319,17), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απολύσεως του. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις συμψηφισμού των καταβαλλομένων ανωτέρω επιμίσθιων ποσών συνολικού ύψους, κατ’εσφαλμένο υπολογισμό, 2.312,17 €, με τις απαιτήσεις του ενάγοντος από υπερωριακή εργασία και ακολούθως, αφού δέχθηκε, ως ουσιαστικά βάσιμη, την σχετική ένσταση της εναγομένης, έκρινε ότι το ποσό της υπερωριακής αμοιβής, που οφείλεται στον ενάγοντα, ανέρχεται συνολικά σε 4.058,88 ευρώ, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου εν μέρει, κατ’ουσίαν, του δεύτερου λόγου της έφεσης του ενάγοντος, απορριπτομένων των λοιπών διαλαμβανομένων αιτιάσεων του, περί μη συνδρομής των προϋποθέσεων συμψηφισμού, ως ουσιαστικά αβασίμων.
VII. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 14 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθμ. 70109/8008/14-12-1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄ 1/7-1-1982), προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα, αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκησε καθ’ όλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό η νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που του παρέχει ο ναυτικός, τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004 214, ΕφΠειρ 504/2022, ΕφΠειρ 288/2022, ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012 19, ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝαυτΔ 2011 387, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009 102). Μάλιστα, ως τέτοιες παροχές, προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νομίμου και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία, εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας (με το αντίτιμο τροφής) και οι λοιπές τακτικές παροχές. Έτσι, στις εν λόγω αποδοχές περιλαμβάνεται και το αντίτιμο τροφής, που αποτελεί μέρος των παγίων και σταθερών αποδοχών του ανεξαρτήτως αν παρέχεται σε χρήμα ή αυτουσίως (ΕφΠειρ 504/2022, ΕφΠειρ 288/2022, ΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013, 220, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262). Επιπλέον, στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, βάσει των οποίων υπολογίζονται τα επιδόματα εορτών, συμπεριλαμβάνεται και η αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές», όπως και το επίδομα άγονης γραμμής, εφόσον το πλοίο εκτελεί τακτικώς τέτοια δρομολόγια και η πρόσθετη αμοιβή της εργασίας έχμασης, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, υπολογιζομένων κατά μέσο όρο, ενώ το επίδομα ιματισμού δεν πρέπει να συνυπολογισθεί σ’αυτές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 1300, ΕφΠειρ 504/2022, ΕφΠειρ 288/2022, ΕφΠειρ 740/2015, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 332 και αρθρ. 76 σελ. 387). Ειδικότερα, όσον αφορά τις αποδοχές αδείας, από τις διατάξεις του άρθρου 15 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. προκύπτει ότι η άδεια, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν τη χορήγηση της και σε περίπτωση μη χορήγησης της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται στην παρ. 2 του άνω άρθρου. Ακριβώς δε για το λόγο ότι κατά κανόνα οι συνθήκες της ναυτικής εργασίας δεν επιτρέπουν την παροχή της άδειας in natura, οι επί πλέον αποδοχές που δικαιούται για την περίπτωση αυτή ο ναυτικός προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα τακτικού ανταλλάγματος (μισθού) για την παροχή της εργασίας (ΕφΠειρ 504/2022, ΕφΠειρ 288/2022).
Στην προκειμένη περίπτωση, οι συνολικές μικτές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, ως θαλαμηπόλου, ανέρχονταν στο ποσό των 3.814,81 ευρώ [1.204,77 € μισθός ενεργείας + 265,05 € επίδομα Κυριακών + 36,64 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,98 € Χ 30 ημέρες) + 433,95 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [(1.204,77 +265,05) : 22] Χ 5 ημέρες + (19,98 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες)] + 1.275 € μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής (12.580,20 € σύνολο υπερωριακής αμοιβής : 296 ημέρες απασχόλησης Χ 30)]. Επομένως, ο ενάγων δικαιούνταν, ως επιδόματα εορτών, τα ακόλουθα ποσά: α) για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2019, ποσό που ισούται προς το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε 8ήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής σχέσης του, δηλαδή 1.414,01 ευρώ (3.814,81 μηνιαίες αποδοχές ευρώ : 2 = 1.907,40 ευρώ Χ 1/15 = 127,16 ευρώ Χ 11,12 8ήμερα), έναντι του οποίου έλαβε, όπως συνομολογεί και αποδεικνύεται από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του, το ποσό των 783,63 ευρώ και συνεπώς, δικαιούται διαφορά ποσού 630,38 ευρώ, β) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2019, δικαιούται ποσό που ισούται προς 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα, δηλαδή το ποσό των 2.908,36 ευρώ (3.814,81 € μηνιαίες αποδοχές Χ 2/25 = 305,18 Χ 9,53 δεκαεννιαήμερα), έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.390,27 €, όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου για την αιτία αυτή 1.518,09 ευρώ και γ) την αναλογία επιδόματος Πάσχα 2020, που ισούται προς το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε 8ήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής του σχέσης, δηλαδή 413,27 ευρώ (3.814,81 μηνιαίες αποδοχές ευρώ : 2 = 1.907,40 ευρώ Χ 1/15 = 127,16 ευρώ Χ 3,25 οκταήμερα), έναντι του οποίου έλαβε, όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του, το ποσό των 231,63 ευρώ και συνεπώς, δικαιούται διαφορά ποσού 181,64 ευρώ και συνολικά 2.330,11 ευρώ, δεκτής γενομένης εν μέρει της σχετικής ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, που προτάθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον πέμπτο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά βάσιμης.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι οφείλονται στον ενάγοντα για επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων του έτους 2019 και Πάσχα 2020, τα ποσά των 553,43 ευρώ, 1413,66 ευρώ και 166,79 ευρώ αντίστοιχα, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον σχετικό εν μέρει βάσιμο τρίτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, απορριπτομένου τούτου κατά τα λοιπά, όπως και του συναφούς πέμπτου λόγου της έφεσης της εναγομένης, καθόσον αφορούν τον υπολογισμό των τακτικών αποδοχών και εντεύθεν των επιδομάτων εορτών, με βάση αφενός την επικαλούμενη από τον ενάγοντα υπερωριακή αμοιβή και αφετέρου την κατ’ αποκοπή καταβληθείσα από την εναγομένη μηνιαίως υπερωριακή αμοιβή, καθώς επίσης, αφενός, ως προς τις αιτιάσεις του ενάγοντος περί συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές, προς εύρεση της αναλογίας των επιδομάτων εορτών, του μέσου όρου των έκτακτων αμοιβών, ήτοι των ποσοστών επί των καθαρών εισπράξεων του εστιατορίου και των μπαρ του πλοίου, που κατανέμονταν με ευθύνη του αρχιθαλαμηπόλου στα μέλη του προσωπικού ενδιαίτησης με την μισθοδοσία τους και αφετέρου των αιτιάσεων της εναγομένης περί μη συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές, του αντιτίμου τροφής και του επιδόματος αδείας μετά του αντιτίμου τροφοδοσίας, ως ουσιαστικά αβασίμων, καθόσον, τα εν λόγω ποσοστά, δεν αποτελούν μισθό, ήτοι παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικώς κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, αλλά επιμίσθιο καταβαλλόμενο ελευθέρως από την εργοδότρια εναγομένη εταιρεία, ενώ οι αποδοχές αδείας, επειδή, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, άδεια παρέχεται μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν τη χορήγηση της και σε περίπτωση μη χορήγησης της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 15 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., κατά κανόνα δε οι συνθήκες της ναυτικής εργασίας δεν επιτρέπουν την παροχή της άδειας in natura, οι επί πλέον αποδοχές που δικαιούται για την περίπτωση αυτή ο ναυτικός, προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα τακτικού ανταλλάγματος (μισθού) για την παροχή της εργασίας, καθώς επίσης, μέρος των παγίων και σταθερών αποδοχών του ναυτικού, αποτελεί και το αντίτιμο τροφής ανεξαρτήτως αν παρέχεται σε χρήμα ή αυτουσίως.
VIII. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 της εφαρμοζομένης Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2018, που τιτλοφορείται “Δρομολόγια εξπρές”, συνάγεται ότι: α) σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία (του ΥΕΝΑΝΠ ή ΥΘΥΝΑΛ) και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον 6 ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο, εάν δε αυτό κατ’ εξαίρεση δεν καθίσταται δυνατό, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως αυτή καθορίζεται στο ως άνω άρθρο (παρ. 1 και 2 αυτού), β) ως δρομολόγια, για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα η πρόσθετη αυτή αμοιβή, θεωρούνται εκείνα, για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον 6 ώρες από τον κατάπλου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (παρ. 3 «δρομολόγια εξπρές»), γ) η πρόσθετη αυτή αμοιβή προβλέπεται για όλα τα «εξπρές» δρομολόγια, με την ως άνω έννοια, που αναφέρονται σε ακτοπλοϊκά – επιβατηγά πλοία, που δεν έχουν τακτικές καθημερινές, τουλάχιστον έξι αναχωρήσεις (δρομολόγια) την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας και υπολογίζεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 7 του ως άνω άρθρου, βάσει των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου εβδομαδιαίως, τακτικά δε θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη κάθε ημέρα ώρα, έστω και αν η ώρα απόπλου δεν είναι η ίδια κάθε ημέρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, δ) ειδικώς, προκειμένου περί πλοίων, τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, η πρόσθετη αυτή αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολόγια την εβδομάδα (παρ. 5, που αποτελεί διάταξη ειδικότερη εκείνης της παρ. 3), οι ναυτικοί δηλ. που εργάζονται σε ακτοπλοϊκά επιβατηγά πλοία που έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις και εκτελούν περισσότερα από 5 κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα, είτε παραμένουν στο λιμάνι αφετηρίας 6 ώρες είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην προαναφερθείσα §7 του άρθρου αυτού, με τη διαφορά ότι ο αριθμός των δρομολογίων εξπρές δεν υπολογίζεται κατά την §4 αλλά κατά τα οριζόμενα στην §5 του ίδιου άρθρου, ε) τέλος, κατ’ εξαίρεση που εισάγεται με την παράγραφο 6 του αυτού άρθρου, οι διατάξεις του δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται, έτσι, οι ναυτικοί δεν δικαιούνται την πρόσθετη αυτή αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές» σε ημερόπλοια, δηλαδή σε πλοία που εκτελούν πλόες κατά τις ώρες από 07.00 έως 23.00 και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, δηλαδή της εξαίρεσης αυτής (επάνοδο στον κανόνα), τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγια τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας (ΑΠ 259/2014 ΕΝαυτΔ 2014 27, ΕφΠειρ 517/2011, ΕφΠειρ 55/2011, ΕφΠειρ 764/2010, ΕφΠειρ 663/2008 αδημ.). Ειδικότερα, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις των ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από τον κατάπλου κατά εβδομάδα δια του αριθμού 8, ή το γινόμενο του αριθμού των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου κατά εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το 1/30ο ή 1/60ο ή 1/120ο του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον 12 ώρες ή τουλάχιστον 6 ώρες ή μέχρι 6 ωρών, αντιστοίχως (ΑΠ 259/2014 ΕΝαυτΔ 2014 27, ΕφΠειρ 288/2022, ΕφΠειρ 504/2022, ΕφΠειρ 716/2011 ΕΝαυτΔ 2012 107, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97).
Στην προκειμένη περίπτωση, αποδεικνύεται ότι κατά ορισμένες χρονικές περιόδους, που υπηρετούσε ο ενάγων στο πλοίο «ΒΗ», πραγματοποιήθηκαν δρομολόγια, που είχαν το χαρακτήρα «εξπρές», δεδομένου ότι, σύμφωνα με τους αναλυτικώς παρατιθέμενους ανωτέρω πλόες, το επίδικο πλοίο εκτελούσε λιγότερα από πέντε κυκλικά ταξίδια κάθε εβδομάδα, ενώ η διάρκεια του εκάστοτε κυκλικού ταξιδιού ήταν μεγαλύτερη των δώδεκα ωρών και επεκτείνονταν και κατά την διάρκεια της νύχτας, από τον κατάπλου δε στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά τις αναφερόμενες ημερομηνίες, το πλοίο απέπλευσε πριν τη συμπλήρωση παραμονής έξι ωρών, κατά τις ανωτέρω εκτιθέμενες διακρίσεις και συνολικά πραγματοποίησε 55,25 ώρες πρόωρης αναχώρησης, που δεν αμφισβητούνται ειδικά από την εναγομένη. Συνεπώς, το πλοίο πραγματοποιούσε δρομολόγια εξπρές, υπό την έννοια των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 33 της εφαρμοζομένης ΣΣΝΕ, που ισούνται προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από της αφίξεως στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού καθ’ εβδομάδα, δια του αριθμού 8, ήτοι εκτέλεσε 6,9 εξπρές δρομολόγια. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται πρόσθετης αμοιβής για την εν λόγω αιτία, όπως αυτή προβλέπεται στην παράγραφο 7 σε συνδυασμό με την παράγραφο 4 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ, ούτως ώστε η δικαιούμενη αμοιβή για κάθε δρομολόγιο «εξπρές», που πραγματοποιήθηκε, ισούται προς το 1/30ο των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του. Εξάλλου, στις αποδοχές αυτές, βάσει των οποίων υπολογίζονται, εκτός της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων «εξπρές» και τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, συμπεριλαμβάνεται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικώς κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004 214, ΕφΠειρ 504/2022, ΕφΠειρ 288/2022, ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012 19, ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝαυτΔ 2011 387, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009 102). Έτσι, στις εν λόγω αποδοχές περιλαμβάνεται και η αμοιβή για την ως άνω υπερωριακή εργασία, το αντίτιμο τροφής, που αποτελεί μέρος των παγίων και σταθερών αποδοχών του ανεξαρτήτως αν παρέχεται σε χρήμα ή αυτουσίως (ΕφΠειρ 504/2022, ΕφΠειρ 288/2022, ΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013, 220, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262), οι αποδοχές αδείας (με το αντίτιμο τροφής), το επίδομα άγονης γραμμής, εφόσον τακτικώς το πλοίο εκτελούσε σχετικά δρομολόγια και η πρόσθετη αμοιβή της εργασίας έχμασης, ενώ το επίδομα ιματισμού δεν πρέπει να συνυπολογισθεί σ’ αυτές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 1300, ΕφΠειρ 504/2022, ΕφΠειρ 288/2022, ΕφΠειρ 740/2015, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, βλ. Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 332 και αρθρ. 76 σελ. 387). Ειδικότερα, όσον αφορά τις αποδοχές αδείας, από τις διατάξεις του άρθρου 15 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. προκύπτει ότι η άδεια, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν τη χορήγηση της και σε περίπτωση μη χορήγησης της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται στην παρ. 2 του άνω άρθρου. Ακριβώς δε για το λόγο ότι κατά κανόνα οι συνθήκες της ναυτικής εργασίας δεν επιτρέπουν την παροχή της άδειας in natura, οι επί πλέον αποδοχές που δικαιούται για την περίπτωση αυτή ο ναυτικός προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα τακτικού ανταλλάγματος (μισθού) για την παροχή της εργασίας (ΕφΠειρ 504/2022, ΕφΠειρ 288/2022).
Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, οι συνολικές μικτές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, ως θαλαμηπόλου, ανέρχονταν στο ποσό των 3.814,81 ευρώ. Επομένως, η πρόσθετη αμοιβή για τα ως άνω δρομολόγια «εξπρές», που δικαιούται για το επίδικο διάστημα, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 877,40 ευρώ [3.814,81 € : 30 = 127,16 € Χ 6,9 δρομολόγια εξπρές], έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 725,51 €, όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου για την κρινόμενη αιτία 151,89 ευρώ, δεκτής γενομένης εν μέρει της σχετικής ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, που προτάθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον έκτο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά βάσιμης.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι οφείλεται στον ενάγοντα για αμοιβή δρομολογίων εξπρές το ποσό των 34,56 ευρώ, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον σχετικό εν μέρει βάσιμο τέταρτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, απορριπτομένου τούτου κατά τα λοιπά, όπως και του συναφούς έκτου λόγου της έφεσης της εναγομένης, καθόσον αφορούν τον υπολογισμό των τακτικών αποδοχών και εντεύθεν της εν λόγω αμοιβής, με βάση αφενός την επικαλούμενη από τον ενάγοντα υπερωριακή αμοιβή και αφετέρου την κατ’ αποκοπή καταβληθείσα από την εναγομένη μηνιαίως υπερωριακή αμοιβή, καθώς επίσης, αφενός, ως προς τις αιτιάσεις του ενάγοντος περί συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές, προς εύρεση της αμοιβής των δρομολογίων εξπρές, του μέσου όρου των επιδομάτων εορτών και των έκτακτων αμοιβών, ήτοι των ποσοστών επί των καθαρών εισπράξεων του εστιατορίου και των μπαρ του πλοίου, που κατανέμονταν με ευθύνη του αρχιθαλαμηπόλου στα μέλη του προσωπικού ενδιαίτησης με την μισθοδοσία τους και αφετέρου των αιτιάσεων της εναγομένης περί μη συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές, του αντιτίμου τροφής και του επιδόματος αδείας μετά του αντιτίμου τροφοδοσίας, ως ουσιαστικά αβασίμων, καθόσον, τα μεν δώρα εορτών δεν αποτελούν παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς, τακτικώς κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, τα δε εν λόγω ποσοστά, δεν αποτελούν μισθό, ήτοι παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικώς κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, αλλά επιμίσθιο καταβαλλόμενο ελευθέρως από την εργοδότρια εναγομένη εταιρεία, ενώ οι αποδοχές αδείας, επειδή, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, άδεια παρέχεται μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν τη χορήγηση της και σε περίπτωση μη χορήγησης της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 15 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., κατά κανόνα δε οι συνθήκες της ναυτικής εργασίας δεν επιτρέπουν την παροχή της άδειας in natura, οι επί πλέον αποδοχές που δικαιούται για την περίπτωση αυτή ο ναυτικός, προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα τακτικού ανταλλάγματος (μισθού) για την παροχή της εργασίας, καθώς επίσης, μέρος των παγίων και σταθερών αποδοχών του ναυτικού, αποτελεί και το αντίτιμο τροφής ανεξαρτήτως αν παρέχεται σε χρήμα ή αυτουσίως.
IX. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές κατ’ ουσίαν οι κρινόμενες εφέσεις, κατά τους σχετικούς βάσιμους αντίστοιχα λόγους, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.). Εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη-εφεσίβλητη, να καταβάλει στον ενάγοντα-εκκαλούντα, το ποσό των 618,51 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της απόλυσης του στις 19.3.2020, απορριπτομένου του αιτήματος της εναγομένης – εκκαλούσας, που επαναφέρεται με τον έβδομο λόγο της έφεσης της, περί επιδίκασης τόκων υπερημερίας αντί τόκων επιδικίας, λόγω εύλογης αντιδικίας, ως ουσιαστικά αβασίμου. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ τους, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος, κατόπιν σχετικού αιτήματος του (άρθρα 183, 189παρ.1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος της εναγομένης – εφεσίβλητης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις ένδικες εφέσεις.
Δέχεται τις εφέσεις τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.2883/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί και δικάζει την από 11.12.2020 αγωγή.
Δέχεται αυτήν εν μέρει.
Υποχρεώνει την εναγομένη – εφεσίβλητη να καταβάλει στον ενάγοντα – εκκαλούντα το ποσό των έξι χιλιάδων εξακοσίων δεκαοκτώ και πενήντα ενός λεπτών (6.618,51) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.
Επιβάλλει στην εναγομένη – εφεσίβλητη μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων ευρώ (1.500 €).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 27 Φεβρουαρίου 2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ