Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 130/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός Απόφασης  130/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την …………. για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : …………….., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Ανάργυρο Κουτσούκο, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στο …….. Αττικής, ……………. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Χρήστο Πλέγκα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 27.2.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………./27.2.2020 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 2541/2021 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που  την απέρριψε κατ’ουσίαν.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερα τα διάδικα μέρη και συγκεκριμένα ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος, με την από 22.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/22.12.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου …………/22.12.2021 έφεση και η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία, με την από 30.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………../30.12.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……../17.6.2022 έφεση, που προσδιορίστηκαν να συζητηθούν, κατά την δικάσιμο 20.10.2022 και μετ’αναβολή, κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 22.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …………/22.12.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………/22.12.2021 και β) από 30.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……./30.12.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……./17.6.2022 εφέσεις των εκκαλούντων, αφενός του ενάγοντος, ……….., ήδη εκκαλούντος – εφεσιβλήτου και αφετέρου, της εδρεύουσας στο ….. Αττικής νομίμως εκπροσωπουμένης εναγομένης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας  με την επωνυμία «…………..», ήδη εκκαλούσας – εφεσιβλήτου, που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.2541/2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε, ως ουσιαστικά βάσιμη, την από 27.2.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/27.2.2020 αγωγή του πρώτου κατά της δεύτερης, ασκήθηκαν  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495 παρ.1 και 2, 496, 498, 499, 511, 513 παρ.1β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 ΚΠολΔ, καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στις 2.12.2021, συντασσομένης της υπ’αριθμ……./2.12.2021 έκθεσης επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς, . ………., που προσκομίζεται από την εφεσίβλητη εταιρεία, τα δε πρωτότυπα των δικογράφων των εφέσεων κατατέθηκαν στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 22.12.2021 και 30.12.2021 αντίστοιχα, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό τους έχουν κατατεθεί τα αναλογούντα παράβολα υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω τακτική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.

II. Με την από 27.2.2020 αγωγή της ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος, ζήτησε, όπως παραδεκτά περιόρισε το εξ ολοκλήρου καταψηφιστικό αγωγικό αίτημα εκ 57.570 ευρώ, κατά το ποσό της αφαιρετέας απαλλαγής ύψους 750 ευρώ και το μετέτρεψε σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται η εναγομένη, ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη, ασφαλιστική εταιρεία, να του καταβάλει, ως ασφαλιστική αποζημίωση, δυνάμει του μεταξύ τους υπ’ αριθμόν 811734318 ασφαλιστηρίου συμβολαίου, το ποσό των 820 ευρώ, όπως επαρκώς εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, για την αποκατάσταση των ζημιών του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού σκάφους αναψυχής «ΜΡ» νηολογίου Ελευσίνας και ήδη Πειραιά μετονομασθέν σε «ΜΡ», πλοιοκτησίας του, οι οποίες προκλήθηκαν από την προσάραξη τούτου στις 5.5.2018 στις βορειοανατολικές ακτές της Σικίνου σε μικρή απόσταση από τον τοπικό λιμένα Αλοπρόνοια, εξαιτίας απρόβλεπτης και αιφνίδιας, κατά τον πλου, εμπλοκής στο πτερύγιο του δεξιού πηδαλίου και ακολούθως στην δεξιά έλικα, μη σημασμένου αλιευτικού διχτυού, με αποτέλεσμα την εκτροπή από την πορεία του, υπό τις συνθήκες που ειδικότερα περιγράφονται στο δικόγραφο, που αποτελεί καλυπτόμενο κίνδυνο, σύμφωνα με τους όρους του ανωτέρω συμβολαίου και τις Ρήτρες Σκαφών Αναψυχής του Ινστιτούτου Ασφαλιστών Λονδίνου (Institute Yacht Clauses 1-11-1985) και συγκεκριμένα τον όρο 9.1, ήτοι τον κίνδυνο της θάλασσας και επικουρικά τον όρο 9.2, την αμέλεια οποιουδήποτε προσώπου, νομιμοτόκως, από την εξώδικη από 11.4.2019 όχληση της, άλλως από την επίδοση της αγωγής.

III. Επί της ως άνω αγωγής, εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού ΕΕ 1215/2012  για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και εφαρμοστέο δίκαιο στην προκείμενη υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I)», καθόσον αφορά την ασφαλιστική κάλυψη των ζημιών στο ασφαλισμένο σκάφος, τυγχάνει το αγγλικό δίκαιο, που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη, σύμφωνα με την σχετική ρήτρα του μεταξύ τους ασφαλιστηρίου συμβολαίου, το οποίο περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο για την θαλάσσια ασφάλιση του 1906 (Marine Insurance Act 1906), όπως τροποποιήθηκε σε συγκεκριμένα άρθρα με τον νόμο «Insurance Act 2015», σε συνδυασμό με τις Ρήτρες του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου, που ενσωματώθηκαν στην ένδικη σύμβαση και η αγγλική πρακτική, ενώ αναφορικά με την αστική ευθύνη έναντι τρίτων και επιβαινόντων, το ελληνικό δίκαιο, δεδομένου ότι ρητά συμφωνήθηκε στο επίδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ότι εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν.4256/2014, ακολούθως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού προέβη στην, χωρίς αποδείξεις, αυτεπάγγελτη εφαρμογή του αγγλικού δικαίου, απέρριψε κατά τα λοιπά την αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεχόμενο ότι το επίδικο ατύχημα δεν οφειλόταν αποκλειστικά στην εμπλοκή των διχτυών αλιείας στην προπέλα του σκάφους, αλλά στην αμέλεια που επέδειξε ο κυβερνήτης κατά την πλοήγηση του, κρίνοντας ότι δεν εμπίπτει στους ασφαλισμένους κινδύνους.

Κατά της ως άνω οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονείται ο ηττηθείς ενάγων -εκκαλών, αλλά και η νικήσασα εναγομένη – εκκαλούσα, με τις κρινόμενες εφέσεις τους, για τους αναφερόμενους λόγους, που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτές και ο μεν εκκαλών – ενάγων ζητεί την εξαφάνιση  της εκκαλουμένης απόφασης, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή της, η δε εκκαλούσα -εναγομένη την εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης, ως προς την κρίση περί εφαρμογής του ελληνικού δικαίου αναφορικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης έναντι τρίτων.

IV. Η εκκαλούσα εναγομένη με την έφεση της εφεσιβάλει την κρίση της εκκαλουμένης περί εφαρμογής του ελληνικού δικαίου αναφορικά με την κάλυψη της αστικής ευθύνης έναντι τρίτων, βάσει της επίδικης ασφαλιστικής σύμβασης, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, επιχειρώντας να θεμελιώσει το έννομο συμφέρον της να προσβάλλει την εκκαλουμένη, στην ανεπανόρθωτη βλάβη, που θα της προκαλέσει το δεδικασμένο, που θα προκύψει ως προς το θέμα αυτό, αφού στην με βεβαιότητα αναμενόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή, που θα ασκήσει ο ενάγων σε βάρος της, στην περίπτωση εναγωγής του από τους δύο τραυματισθέντες επιβαίνοντες αλλοδαπούς στο επίδικο σκάφος, εξαιτίας του ένδικου ναυτικού ατυχήματος, δεν θα μπορέσει να αμυνθεί και να αντιτάξει την εφαρμογή του αγγλικού δικαίου. Με αυτό το περιεχόμενο η ένδικη έφεση στερείται παραδεκτού και νόμιμου λόγου, εφόσον η επίμαχη κρίση της εκκαλουμένης δεν θα καλύπτεται από το παραχθησόμενο, σε περίπτωση τελεσιδικίας της, δεδικασμένο, πολλώ δε μάλλον, που η παρούσα δίκη δεν έχει αντικείμενο την αστική ευθύνη του ενάγοντος έναντι τρίτων συνεπεία του ατυχήματος, αλλά την αποζημίωση των ζημιών, που προκλήθηκαν, εξαιτίας τούτου, στο ασφαλισμένο σκάφος και συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί, ως νόμω αβάσιμη.

V. Βάσει του άρθρου 7 παρ. 2 εδ. α του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I)», οι συμβάσεις ασφάλισης που καλύπτουν μεγάλους κινδύνους, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 στοιχείο δ΄ της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973 «περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφάλισης, εκτός της ασφάλισης ζωής, και την άσκηση αυτής», διέπονται από το δίκαιο που έχουν επιλέξει τα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού, το οποίο κατοχυρώνει την ελευθερία επιλογής δικαίου στις συμβατικές ενοχές. Μάλιστα, η ελευθερία είναι πλήρης, δεν αποτελεί προϋπόθεση να πρόκειται για δίκαιο κράτους – μέλους, ούτε απαιτείται να συνδέεται με οποιονδήποτε τρόπο με τη σχέση. Προς την ίδια κατεύθυνση βρίσκεται, άλλωστε, και η ρύθμιση του άρθρου 25 εδ. (α) ΑΚ, σύμφωνα με την οποία οι ενοχές που προέρχονται από σύμβαση ρυθμίζονται, κατ’ αρχήν, από το δίκαιο στο οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν υποβληθεί, ενώ η υποβολή των μερών σε ορισμένο δίκαιο μπορεί να γίνει με ρητή ή σιωπηρή δήλωση της βούλησης τους. Σύμφωνα δε με το προαναφερόμενο στοιχείο δ΄ του άρθρου 5 της ως άνω Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 5 της Δεύτερης Οδηγίας 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1988 «για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής και τη θέσπιση των διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ», μεγάλοι κίνδυνοι είναι, μεταξύ άλλων, οι κίνδυνοι που κατατάσσονται στον κλάδο 6 του σημείου Α του παραρτήματος της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ (στον οποίο υπάγονται τα πλοία και συγκεκριμένα τα ποτάμια, λιμναία και θαλάσσια σκάφη) και αφορούν κάθε ζημία την οποία υφίστανται ποτάμια, λιμναία και θαλάσσια σκάφη.

Περαιτέρω, το αγγλικό δίκαιο της ναυτικής ασφάλισης περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο για τη Θαλάσσια Ασφάλιση του 1906 (Marine Insurance Act 1906), ο οποίος τροποποιήθηκε με τον νόμο ΙΑ 2015, που τέθηκε σε ισχύ 18 μήνες από την ψήφιση του στις 12.2.2015, οι διατάξεις του οποίου, ερμηνευόμενες και εμπλουτιζόμενες διαρκώς από τη νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων και τους άλλους συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου, ισχύουν αναλλοίωτες μέχρι σήμερα. Οι διατάξεις του Μ.Ι.Α. 1906 έχουν εφαρμογή σε κάθε περίπτωση ασφάλισης πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων ή θαλάσσιων μέσων, αδιακρίτως μεγέθους, τύπου και προορισμού, περιλαμβανομένων και των θαλαμηγών πλοίων και των σκαφών αναψυχής. Αποτελεί διεθνή συναλλακτική συνήθεια στον κλάδο ασφάλισης πλοίων, σκαφών και φορτίων να διέπεται η ασφάλιση, εκτός από τις διατάξεις του ως άνω νόμου και από έντυπους κωδικοποιημένους όρους ασφάλισης, εκπονημένους κατά κανόνα από το συλλογικό φορέα των Άγγλων Ασφαλιστών, δηλαδή το Ινστιτούτο Ασφαλιστών του Λονδίνου (Institute of London Underwriters) που εδρεύει στο Λονδίνο. Σε περίπτωση σύμβασης ναυτικής ασφάλισης που διέπεται από το αγγλικό δίκαιο, αυτή ερμηνεύεται με βάση τις διατάξεις του ως άνω νόμου για τη ναυτική ασφάλιση και συμπληρωματικώς από το κοινό δίκαιο (common law) και την αγγλική πρακτική, σε συνδυασμό προς τους εκάστοτε έντυπους όρους ασφάλισης του Ινστιτούτου Ασφαλιστών, οι οποίοι προσιδιάζουν στο ασφαλιζόμενο αντικείμενο και κατά τη συμφωνία των μερών ενσωματώνονται στο ασφαλιστήριο. Προϋπόθεση για την εφαρμογή του Μ.Ι.Α. 1906 επί συγκεκριμένης ασφαλιστικής σύμβασης είναι ότι το ασφαλισμένο σκάφος εκτίθεται σε θαλάσσιους κινδύνους, προϋποτίθεται δηλαδή η ύπαρξη θαλάσσιου κινδύνου, προς αντιμετώπιση του οποίου συνομολογείται η ασφαλιστική κάλυψη. Κύριος σκοπός της σύμβασης ναυτικής ασφάλισης είναι η παροχή αποζημίωσης εκ μέρους του ασφαλιστή προς τον ασφαλισμένο, για ζημίες που προήλθαν από θαλάσσιους κινδύνους, δηλαδή των απωλειών που είναι συμφυείς με τη θαλάσσια επιχείρηση, εναντίον των οποίων έχει γίνει η ασφάλιση, κατά τον τρόπο και την έκταση που έχει συμφωνηθεί. Το περιεχόμενο δε κάθε σύμβασης ασφάλισης προσδιορίζεται από το ασφαλιστήριο και τα παραρτήματα του. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1 και 21 του Νόμου Μ.Ι.Α. 1906, σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης είναι η σύμβαση, με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο κατά τρόπο και κατά την έκταση που συμφωνείται σ’ αυτήν εναντίον κινδύνων θαλάσσης, δηλαδή κινδύνων που είναι συμφυείς με τη θαλάσσια επιχείρηση. Το συμβόλαιο θαλάσσιας ασφάλισης θεωρείται συνομολογηθέν όταν η πρόταση του ασφαλιζόμενου έγινε αποδεκτή από τον ασφαλιστή, είτε το ασφαλιστήριο εκδόθηκε τη στιγμή εκείνη, είτε όχι.

Οι διατάξεις της ΜIA 1906 ίσχυσαν αναλλοίωτες μέχρι την εισαγωγή της νεότερης και γενικότερης IA 2015, η οποία αναδιατύπωσε βασικές αρχές του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης, που βρίσκουν εφαρμογή τόσο στο κοινό δίκαιο (common law), όσο και στις θαλάσσιες ασφαλίσεις, επιφέροντας ουσιώδεις τροποποιήσεις στη ΜΙΑ 1906, ως προς την αρχή της υπέρτατης καλής πίστης, αλλά και ως προς τα «warranties», ήτοι τις υποσχετικές εγγυήσεις του ασφαλισμένου, που υποδηλώνουν συμβατική δέσμευση. H ΜΙΑ 1906, με τη ρητή διάταξη της Section 17, καθόρισε ότι η σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης είναι σύμβαση η οποία στηρίζεται στην υπέρτατη καλή πίστη (uberrima fides). Εάν δε η υπέρτατη καλή πίστη δεν τηρηθεί από το ένα μέρος, η σύμβαση μπορεί να ακυρωθεί από το άλλο μέρος και μάλιστα ex tunc. Πρόκειται, δηλαδή, για ρητώς αμοιβαία υποχρέωση μεταξύ των συμβαλλομένων μερών από το στάδιο των διαπραγματεύσεων για την κατάρτιση της σύμβασης ναυτικής ασφάλισης μέχρι και μετά τη λήξη αυτής, περιλαμβανομένου του σταδίου της υποβολής απαίτησης εκ μέρους του ασφαλισμένου. Σύμφωνα πάντα με το καθεστώς της ΜΙΑ 1906 πριν την τροποποίηση της με την ΙΑ 2015, η έννοια της «υπέρτατης καλής πίστης» εκτεινόταν πολύ πέρα από την έννοια του δόλου και συγκεκριμένα είχε ως αφετηρία απλώς την αποσιώπηση ή απόκρυψη ενός ουσιώδους περιστατικού ή τη λανθασμένη ή πεπλανημένη δήλωση ή, σε επίγνωση του ασφαλισμένου, τη μη τήρηση ορισμένων βασικών προϋποθέσεων, αδιάφορα αν αυτές οι εσφαλμένες απεικονίσεις έγιναν με δόλια πρόθεση, από απλή αμέλεια, εκ παραδρομής ή από αδιαφορία. Ειδικότερη έκφανση της αρχής της υπέρτατης καλής πίστης αποτελούσαν τα προβλεπόμενα στις Sections 18 και 20 ΜΙΑ 1906 ασφαλιστικά βάρη ανακοίνωσης (duty of disclosure) και αληθούς απεικόνισης (representation). Τα βάρη αυτά γεννιούνταν στο πρόσωπο του ασφαλισμένου κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων και προ της σύναψης της ασφαλιστικής σύμβασης για πλήρεις προσυμβατικές ανακοινώσεις ουσιωδών περιστατικών και ακρίβεια γενομένων δηλώσεων. Η μη τήρηση εκ μέρους οποιουδήποτε των συμβαλλομένων μερών του καθήκοντος επίδειξης της υπέρτατης καλής πίστης έδινε το δικαίωμα στο έτερο συμβαλλόμενο μέρος να ακυρώσει την ασφαλιστική σύμβαση (“the contract may be avoided the other party”). Με άλλα λόγια, τέτοια παραβίαση καθιστούσε τη σύμβαση ακυρώσιμη κατά την απόλυτη διακριτική ευχέρεια του βλαπτόμενου μέρους και συγκεκριμένα του ασφαλιστή, ο οποίος δικαιούνταν να αποστεί της ασφαλιστικής σύμβασης. Το δικαίωμα «ακύρωσης» εδύνατο να ασκηθεί οποτεδήποτε, ακόμη και μετά τη λήξη της ασφαλιστικής περιόδου, χωρίς να έχει σημασία εάν τα δηλωθέντα περιστατικά επέτειναν πράγματι τον κίνδυνο. Όταν το δικαίωμα ακύρωσης ασκείτο, είχε αναδρομική ισχύ, συνεπώς θεωρείτο ως μη γενομένη εξ αρχής (ab initio) και γεννιόταν υποχρέωση των συμβαλλομένων μερών προς επιστροφή των εκατέρωθεν παροχών, εκτός εάν συνέτρεχε περίπτωση εξαπάτησης ή δόλιας παραπλάνησης, οπότε το βλαπτόμενο μέρος δικαιούταν να παρακρατήσει την παροχή του ετέρου (Section 84 ΜΙΑ 1906). (ΑΠ 1651/2005 ΕΝΔ 2005, 241, ΕφΠειρ 619/2008 ΕΝΔ 2009, 137,  ΕφΠειρ 1141/2004 ΠειρΝομ. 2005, 72).

Μετά την τροποποίηση της ΜΙΑ 1906 από την ΙΑ 2015, η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 12.8.2016, η υποχρέωση αποκάλυψης (“duty of disclosure”) που προβλεπόταν στη ΜΙΑ 1906 επαναπροσδιορίστηκε, ως υποχρέωση δίκαιης δήλωσης (“duty of fair representation”). Σύμφωνα με τη Section 3 ΙΑ 201576, η εν λόγω υποχρέωση του ασφαλισμένου είναι τριεπίπεδη, καθώς οφείλει i) (α) να παρουσιάσει στον ασφαλιστή όλα τα ουσιώδη στοιχεία που γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει, ή (β) σε περίπτωση που αποτύχει να το πράξει, να παράσχει επαρκείς πληροφορίες ώστε να προειδοποιήσει τον συνετό ασφαλιστή (prudent insurer) ότι πρέπει ο τελευταίος να του θέσει περισσότερες ερωτήσεις ώστε να αποκαλυφθούν τα ουσιώδη στοιχεία, ii) να δηλώσει τα στοιχεία με τρόπο εύλογα σαφή και κατανοητό στον συνετό ασφαλιστή και iii) να μην προβεί σε παραποίηση ή παραπλανητική παρουσίαση (misrepresentation) στοιχείων. Αφενός, κάθε παρουσίαση γεγονότος πρέπει να είναι ουσιωδώς ορθή και αφετέρου κάθε δήλωση προσδοκίας ή πίστης να γίνεται με καλή πίστη. Σημειώνεται ότι η έννοια του «ουσιώδους στοιχείου» (material circumstance) παραμένει η ίδια σύμφωνα με τη ΜΙΑ 1906 και τα ως άνω αναφερόμενα (Section 7 (3) IA 2015). Ειδικότερα, υπάρχει διαβάθμιση των εννόμων συνεπειών ανάλογα με το είδος της παραβίασης (“deliberate or reckless”, δηλαδή με άμεσο ή ενδεχόμενο δόλο ή ενσυνείδητη αμέλεια) και αφετέρου με τον βαθμό στον οποίο ο ασφαλιστής παρακινήθηκε να συνάψει την ασφαλιστική σύμβαση από την ανακριβή παράσταση του κινδύνου (insurer’s inducement) σύμφωνα με το Schedule 1–Part 1 IA 2015. Στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος ενήργησε με άμεσο ή ενδεχόμενο δόλο ή ενσυνείδητη αμέλεια ο ασφαλιστής μπορεί να αποφύγει την εκπλήρωση της ασφαλιστικής σύμβασης και να παρακρατήσει τα καταβληθέντα ασφάλιστρα, ανεξαρτήτως του βαθμού της παρακίνησης του.

Η παραβίαση των κανόνων περί «warranties» των Sections 33 επ. ΜΙΑ 1906, απήλλασσε μέχρι πρότινος τον ασφαλιστή της ευθύνης του από την ασφαλιστική σύμβαση. Επρόκειτο για ουσιώδεις όρους της σύμβασης, οποίος έπρεπε να τηρείται αυστηρά και κατά γράμμα. Στην ελληνική νομολογία συνηθιζόταν να διατυπώνεται ότι η “warranty” αποτελεί ακριβέστερα ιδιαίτερο είδος “condition” που απαντάται στις ασφαλιστικές συμβάσεις και του οποίου η παράβαση παρείχε στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αρνηθεί τη δέσμευση εκ της ασφαλιστικής σύμβασης. Η επέλευση της αυστηρής αυτής έννομης συνέπειας δεν εξαρτιόταν από το αν η μη συμμόρφωση συνετέλεσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην επέλευση της ζημίας, ούτε επηρεαζόταν από το αν η παράβαση ήρθη ενδεχομένως προ της ζημίας. Η απόδειξη της παραβίασης της warranty βάρυνε τον ασφαλιστή. (ΑΠ 1584/2011  δημ.ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 143/2015, ΕφΠειρ 204/2015, ΕφΠειρ 727/2014, ΕφΠειρ 868/2013, ΕφΠειρ 820/2013, ΕφΠειρ 182/2008).

Βάσει της νέας ασφαλιστικής νομοθεσίας, όπως έχει μετά τη θέση σε ισχύ της IA 2015 και συγκεκριμένα της Section 10 αυτής, η παράβαση warranty πλέον επιφέρει τη μερική αναστολή της ασφαλιστικής κάλυψης, ήτοι για το χρονικό διάστημα διάρκειας της παράβασης της warranty και επαναφέρει την ισχύ της ασφαλιστικής κάλυψης από τη στιγμή της θεραπείας της παράβασης. Εισάγεται, λοιπόν, η αρχή της αναστολής της ασφαλιστικής κάλυψης για τον χρόνο της παράβασης (“suspensory principle”). Έτι περαιτέρω, ο ασφαλιστής δεν μπορεί να επικαλεσθεί την παράβαση της εγγύησης ή άλλων όρων που δεν είναι σχετικοί με την απώλεια, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του. Όταν επέρχεται η απώλεια και δεν έχει τηρηθεί κάποιος όρος της ασφαλιστικής σύμβασης, ο ασφαλιστής δεν έχει τη δυνατότητα να απαλλαγεί ή να περιορίσει την ευθύνη του, αν ο ασφαλισμένος αποδείξει ότι η μη συμμόρφωση δεν είχε ως αποτέλεσμα την επίταση του κινδύνου της απώλειας που συνέβη.

Επίσης, σημαντική είναι η ρύθμιση της Section 11 IA 2015, που αφορά τους όρους που δεν σχετίζονται με την απώλεια. Σύμφωνα με τη Section 11 (2), εάν συμβεί ζημία και παράλληλα δεν έχει τηρηθεί μία warranty, ο ασφαλιστής μπορεί να μην είναι σε θέση να αποκλείσει, περιορίσει ή να απαλλαγεί από την ευθύνη του βάσει της σύμβασης, εάν ο ασφαλισμένος αποδείξει ότι η μη συμμόρφωση με τη warranty δεν θα μπορούσε να αυξήσει τον ασφαλιστικό κίνδυνο που πραγματώθηκε υπό συγκεκριμένες συνθήκες.

Εξάλλου, η αξιοπλοΐα αποτελεί σιωπηρή εγγυητική δήλωση (implied warranty). Σύμφωνα με τη Section 39 ΜΙΑ 1906 ο ασφαλισμένος εγγυάται (warrants) ότι το πλοίο, κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης είναι αξιόπλοο. Αξιόπλοο θεωρείται το πλοίο, όταν αυτό είναι ικανό προς ασφαλή πλου, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί προς εκπλήρωση του προορισμού του και επομένως ικανό να αντιμετωπίσει τους συνήθεις κινδύνους της θάλασσας και του συγκεκριμένου πλου, είναι δε εφοδιασμένο με τα οικεία πιστοποιητικά ασφαλείας. Σύμφωνα με τη Section 39 ΜΙΑ, ένα πλοίο θεωρείται αξιόπλοο, όταν είναι ικανό να αντιμετωπίσει από κάθε άποψη τους συνήθεις κινδύνους της θάλασσας. Η έννοια της αξιοπλοΐας ορίζεται αντικειμενικά. Στις ασφαλιστικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου (time policies), όπως είναι οι συμβάσεις ασφάλισης σκαφών αναψυχής, το άρθρο 39 (5) ΜIA ορίζει ότι δεν ισχύει η εγγύηση αξιοπλοΐας για το πλοίο για όλη τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης, αλλά μόνο όταν, σε γνώση του ασφαλισμένου, το πλοίο καταπλέει ενώ δεν είναι σε αξιόπλοη κατάσταση. Στην περίπτωση αυτή ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για την καταβολή αποζημίωσης, δηλαδή για ζημία ή απώλεια που επήλθε λόγω του αναξιόπλοου του σκάφους. Αυτό συμβαίνει επειδή από τη φύση της εν λόγω ασφαλιστικής σύμβασης υπάρχει δυσχέρεια συγκεκριμενοποίησης τόσο του χρονικού σημείου έναρξης όσο και του επιπέδου αξιοπλοΐας που έχει το πλοίο στα πλείονα διαφορετικά ταξίδια που εκτελεί κατά τη διάρκεια της σύμβασης. Κατά συνέπεια, οι προϋποθέσεις για την απαλλαγή του ασφαλιστή σε ασφαλιστικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου σύμφωνα με τη Section 39 (5) MIA 1906 είναι σωρευτικά οι εξής: α) η αναξιοπλοΐα του πλοίου όταν αυτό αποστέλλεται στη θάλασσα χωρίς να ενδιαφέρει η μεταγενέστερη αναξιοπλοΐα, β) η γνώση (privity) του ασφαλισμένου περί της αναξιοπλοΐας και γ) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αναξιοπλοΐας και απώλειας.

Έτερη σιωπηρή εγγύηση αποτελεί αυτή της νομιμότητας της ναυτικής αποστολής, η οποία προβλέπεται στη Section 41 MIA 1906. Η εν λόγω εγγύηση δεν πληρούται όταν, για παράδειγμα, επαγγελματικό σκάφος αναψυχής αποπλεύσει χωρίς τον απαιτούμενο προηγούμενο έλεγχο των ναυτιλιακών εγγράφων του και την αυθημερόν παροχή άδειας απόπλου από τη λιμενική αρχή. Αυτή η υποχρέωση υφίσταται, μάλιστα, ανεξαρτήτως του τύπου του ταξιδιού. Ισχύει, δηλαδή, τόσο για την εκτέλεση ναύλου όσο και για δοκιμαστικό πλου.

Περαιτέρω, η ασφάλιση με τους IYC είναι ασφάλιση έναντι συγκεκριμένων κινδύνων (named perils) και όχι έναντι παντός κινδύνου (all risks). Δεν ισχύει, δηλαδή, εδώ η αρχή της καθολικότητας των κινδύνων στη θαλάσσια ασφάλιση έτσι όπως προβλεπόταν στο αρ. 269 ΚΙΝΔ. Ο ασφαλιστής συμφωνεί να αποζημιώσει τον λήπτη της ασφάλισης μόνο για απώλειες ή ζημίες που προκαλούνται (caused by) ή που αποδίδονται (attributable to) σε κάποιο συγκεκριμένο κίνδυνο που καταγράφεται ρητά στην ασφαλιστική σύμβαση.

Ειδικότερα, προκειμένου να γεννηθεί αξίωση αποζημιώσεως εκ της ασφαλιστικής συμβάσεως πρέπει να αποδειχθεί ότι η ζημία προκλήθηκε, ως έγγιστα, από κάποιον ασφαλισθέντα κίνδυνο. Η αρχή αυτή εκφράζεται στο γνωστό νομικό απόφθεγμα “causa proxima non remota spectatur” (πρέπει να αναζητείται η εγγύτερη αιτία και όχι η απώτερη τοιαύτη) και αποτυπώνεται στη διάταξη του άρθρου 55 (1) ΜΙΑ Ρ06, φέροντος τον τίτλο “Καλυπτόμεναι και Εξαιρούμεναι Ζημίαι” συμφώνως προς την οποία, υπό την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του Νόμου και εκτός εάν το ασφαλιστήριο ορίζει άλλως, ο ασφαλιστής ευθύνεται δι` απώλεια ή ζημία, η οποία έχει ως έγγιστα προκληθεί (proximately caused) εκ τινός ασφαλισθέντος κινδύνου. Συνεπώς, για την θεμελίωση της ευθύνης του ασφαλιστή σε περίπτωση απώλειας ή ζημίας του ασφαλισμένου πράγματος πρέπει να υφίσταται μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος, δηλαδή του επελθόντος κινδύνου – ο οποίος πρέπει να αποτελεί ασφαλισμένο δια του ασφαλιστηρίου κίνδυνο – και της επελθούσης απώλειας ή προξενηθείσης ζημίας του ασφαλισμένου πράγματος, αιτιώδης σύνδεσμος, ήτοι η ζημία να είναι άμεσο αποτέλεσμα της εγγύτερης προς αυτήν αιτίας. Ως εγγύτερη δε αιτία θεωρείται όχι η χρονικώς τελευταία, αλλά εκείνη που είναι πρόσφορη και επικρατέστερη για την επέλευση του αποτελέσματος (Predominant in efficiency). Γενικώς, όπου ο κίνδυνος περιγράφει μία αιτία, ως επί θαλασσίων κινδύνων (Perils of the sea), εναπόκειται στον ασφαλισμένο να αποδείξει ότι η απώλεια ή η ζημία, η αξιούμενη βάσει ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου, οφείλετο σε ένα ασφαλισμένο κίνδυνο. Εάν ο ασφαλισμένος προβάλλει επαρκή αποδεικτικά μέσα για να αποδείξει ότι η απώλεια ή η ζημία πιθανόν προκλήθηκε από ασφαλισμένο κίνδυνο, αλλά ο ασφαλιστής διατυπώνει μια εναλλακτική θεωρία ως προς την αιτία, το ζήτημα θα αποφασισθεί βάσει των πιθανοτήτων και για να επιτύχει ο διάδικος, ο οποίος φέρει το βάρος της αποδείξεως, πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει μία υπερέχουσα πιθανότητα (Preponderance of propability), η οποία στηρίζει την υπόθεση του. Αυτός δεν οφείλει να αποκλείσει όλες τις πιθανότητες των ισχυρισμών της άλλης πλευράς, απλώς πρέπει να αποδείξει ότι η δική του περίπτωση στηρίζεται σε μία υπερέχουσα πιθανότητα (ΕφΠειρ 350/2018, ΕφΠειρ 358/2007 δημ. ΝΟΜΟΣ, όπου και παραπομπές σε αγγλική νομολογία και βιβλιογραφία).

Ο ασφαλιστής απαλλάσσεται κατά τη Section 55 (2) ΜΙΑ, όταν η ζημία προήλθε από ηθελημένη κακή συμπεριφορά του ασφαλισμένου (“wilful misconduct”), αλλά, πλην αντίθετης πρόβλεψης στην ασφαλιστική σύμβαση, ευθύνεται αν η ζημία προκλήθηκε ως έγγιστα από ασφαλισμένο κίνδυνο, ακόμη και αν η ζημία δεν θα είχε συμβεί εάν δεν είχε λάβει χώρα η ηθελημένη κακή συμπεριφορά. Ο ασφαλιστής οφείλει να αποδείξει τον δόλο του ασφαλισμένου ως εγγύτατη αιτία της προκληθείσας ζημίας, προκειμένου να απαλλαχθεί από την ευθύνη του. Από την εν λόγω διάταξη προκύπτει ότι οποιαδήποτε μορφή αμέλειας του ασφαλισμένου στην επέλευση ζημίας ή απώλειας (καλυπτόμενης από την ασφαλιστική σύμβαση) δεν μπορεί κατ’αρχήν να τύχει επίκλησης από τον ασφαλιστή προς τον σκοπό της απαλλαγής του από την ευθύνη, εκτός αν αυτό προβλέπεται ρητά στη σύμβαση. Τέτοια πρόβλεψη υπάρχει στον όρο 9.2 IYC, όπου αναφέρεται ρητά ότι η ειδικά περιγραφόμενη ζημία ή η απώλεια (συμπεριλαμβανομένης της κλοπής) δεν πρέπει να προκύπτει από την έλλειψη επαρκούς επιμέλειας από τον ασφαλισμένο, προκειμένου να καλυφθεί από τον ασφαλιστή. Στην ελληνική νομολογία ο όρος 9.2 IYC συναντάται κάποιες φορές συνδυαζόμενος με τον όρο της «ηθελημένης κακής διαχείρισης» του ασφαλισμένου – κυρίου του σκάφους. Η ηθελημένη κακή διαχείριση, με την έννοια που αυτή έχει στη διεθνή σύμβαση χερσαίας μεταφοράς πραγμάτων (CMR), περιλαμβάνει εκτός από τον άμεσο και ενδεχόμενο δόλο και τη συμπεριφορά εκείνη του ασφαλισμένου, κατά την οποία αυτός ενεργεί εν γνώσει του ότι η πράξη ή παράλειψη του οδηγεί σε επαύξηση του κινδύνου επέλευσης του ζημιογόνου αποτελέσματος, για το οποίο επιδεικνύει αδιαφορία, χωρίς κατ’ ανάγκη και να το αποδέχεται. Διαφοροποιείται δε η μορφή αυτή πταίσματος από την έννοια της βαριάς αμέλειας, κατά την οποία ο δράστης δεν καταβάλλει ούτε

την απαιτουμένη στις συναλλαγές επιμέλεια, διότι από μεγάλη αδιαφορία ή απερισκεψία δεν έχει αντίληψη των επιζήμιων συνεπειών της συμπεριφοράς του, καθόσον στη μορφή αυτή της αμέλειας το μέτρο της επιμελείας που απαιτείται κρίνεται αντικειμενικώς. Αντίθετα, στην ηθελημένη κακή διαχείριση απαιτείται αναγκαία και η συνδρομή του υποκειμενικού στοιχείου, ήτοι της ψυχικής εκείνης στάσης (του μεταφορέα στη CMR) που γνωρίζει ότι η ενέργεια του ή η παράλειψη επαυξάνει τον κίνδυνο πραγμάτωσης του ζημιογόνου αποτελέσματος. Έτσι, όταν ο ασφαλισμένος – κύριος του σκάφους επιδεικνύει αδιαφορία ως προς την επίταση του ασφαλιστικού κινδύνου, ο ασφαλιστής απαλλάσσεται κατά τα προαναφερθέντα δυνάμει της Section 55 (2) MIA 1906 και του όρου 9.2 IYC.

VI. Από τις υπ’αριθμ. …… και ………/26.10.2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων, …………… και .. ….., αντίστοιχα, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που λήφθηκαν με επιμέλεια της εναγομένης – εκκαλούσας – εφεσιβλήτου, μετά από νομότυπη κλήτευση του ενάγοντος – εκκαλούντος – εφεσιβλήτου, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθμ……../21.10.2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ………..) και τις υπ’αριθμ…../18.10.2022 και …, …, … και …./19.10.2022 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων, ………….., αντίστοιχα, που συντάχθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Ζίτσας Ιωαννίνων, ……….., η πρώτη και της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………….., οι λοιπές, με την επιμέλεια του εκκαλούντος-εφεσιβλήτου στην κατ’εφεση δίκη, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της εκκαλούσας – εφεσιβλήτου, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθ……/12.10.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, …… .), οι οποίες είναι παραδεκτές ως νέα αποδεικτικά στοιχεία, ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου (529 παρ.1 ΚΠολΔ), απορριπτομένου του ισχυρισμού της εκκαλούσας – εφεσιβλήτου, που υποστηρίζει τα αντίθετα, ως αβασίμου, οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, μη λαμβανομένων υπόψη των υπ’αριθμ. ……., ……. και …../23.10.2020 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, ……., που λήφθηκαν με την επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν κλήτευσης της εναγομένης, συντασσομένης της υπ’αριθ……….΄/20.10.2020 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, ……………., πλην όμως αυτή, κλήθηκε να παρασταθεί στην εξέταση των εν λόγω μαρτύρων, σύμφωνα με την από 20.10.2020 κλήση, όχι σε συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα, αλλά σωρευτικά σε διάφορες ημερομηνίες και πολλαπλές ώρες της κάθε ημερομηνίας, κατά τρόπο ώστε ο προσδιορισμός περισσότερων χρόνων για την εξέταση των εν λόγω μαρτύρων να μην είναι σαφής και συγκεκριμένος, ώστε να παρέχεται σ’αυτήν η δυνατότητα να παρασταθεί κατά την εξέταση τους και συνακόλουθα, δεν πληρούται στη προκειμένη περίπτωση η απαιτούμενη από τη διάταξη του άρθρου 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015, προϋπόθεση της προηγούμενης κλήτευσης του αντιδίκου, γι’αυτό και οι δοθείσες παρά την έλλειψη αυτή, ως άνω, ένορκες βεβαιώσεις, κατά τις οποίες και δεν παραστάθηκε η εναγομένη, είναι ανύπαρκτες, ως αποδεικτικά μέσα και δεν λαμβάνονται υπόψη (ΑΠ 1321/2014, ΑΠ 275/2013) και συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου, απορριπτομένου του πρώτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος, που αποδίδει στην εκκαλουμένη την πλημμέλεια αυτή, ως ουσιαστικά αβασίμου. Περαιτέρω, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, είτε στην ελληνική γλώσσα, είτε σε νόμιμη μετάφραση τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ σε συνδ. με το άρθρο 36 παρ. 2 εδ. γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), ανεξάρτητα αν τα προσκομιζόμενα έγγραφα πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 139/2009, ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004, 723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ) και λογικής, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του υπ’αριθμ…………/5.10.2017 ασφαλιστηρίου συμβολαίου, που καταρτίσθηκε μεταξύ του ενάγοντος, ήδη εκκαλούντος – εφεσιβλήτου, ………., που διατηρεί επιχείρηση εκμετάλλευσης σκαφών αναψυχής και της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας – εφεσίβλητης, ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……………», ασφαλίστηκε το υπό ελληνική σημαία ταχύπλοο σκάφος αναψυχής «ΜΤ» με τις μηχανές του, νηολογίου Ελευσίνας με αριθμό ….., κατά τον κρίσιμο χρόνο και από 8.7.2019 νηολογίου Πειραιά με την ονομασία «ΜΡ», ολικού μήκους 10,70μ., κ.ο.χ. 18,73, κ.κ.χ. 14,38, που φέρει δύο ντιζελομηχανές Cummins 350 ίππων η καθεμία, πλοιοκτησίας του ενάγοντος, για το χρονικό διάστημα από 5.10.2017 έως 5.10.2018, για απώλεια και ζημίες, μέχρι το ποσό των 150.000 ευρώ και για την αστική ευθύνη έναντι τρίτων μέχρι του ποσού των 800.000 ευρώ, σύμφωνα με τους προσαρτημένους στο ασφαλιστήριο γενικούς και ειδικούς όρους, πρόσθετες συμφωνίες και εγγυήσεις, επισυναπτομένων και των στερεότυπων όρων ασφαλίσεως σκαφών αναψυχής, που περιλαμβάνονται στις Ρήτρες του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου για Σκάφη Αναψυχής της 1.11.1985 (Institute Yacht Clauses11.1985), που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του συμβολαίου, οριζομένου, ως προς αυτές εφαρμοστέου του αγγλικού δικαίου και της πρακτικής. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ρήτρα 9 τούτων περί ασφαλιστικών κινδύνων, η ασφάλιση αυτή κάλυπτε απώλεια ή ζημία στο ασφαλιζόμενο αντικείμενο (σκάφος και μηχανή), που προκαλείται, μεταξύ άλλων, από κινδύνους της θάλασσας, πυρκαϊά, εκβολή, πειρατεία, πρόσκρουση με τον εξοπλισμό ή τις εγκαταστάσεις της αποβάθρας ή του λιμανιού (Ρήτρα 9.1). Επιπρόσθετα,  υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει έλλειψη επαρκούς επιμέλειας του ασφαλισμένου πλοιοκτήτη, καλύπτονταν απώλεια ή ζημία που προκαλείται, εκτός άλλων, από κρυφά ελαττώματα στο σκάφος ή την μηχανή καθώς επίσης από την αμέλεια οποιουδήποτε προσώπου, εξαιρουμένου του κόστους αντικατάστασης ελαττώματος, από αμέλεια ή παράβαση συμβολαίου, αναφορικά με οποιαδήποτε εργασία επισκευής ή μετατροπής ή συντήρησης του σκάφους, που εκτελείται για λογαριασμό του ασφαλισμένου πλοιοκτήτη (Ρήτρα 9.2.2) Επιπλέον, καλύπτονταν τα έξοδα επιθεώρησης των υφάλων του σκάφους μετά από προσάραξη, αν έχουν πραγματοποιηθεί εύλογα, ακόμη και αν δεν εντοπίστηκε ζημία, όπως και τα έξοδα απομάκρυνσης του ναυαγίου και τα έξοδα θαλάσσιας αρωγής και διάσωσης του σκάφους.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 5.5.2018 και περί ώρα 22:00, κατά τη διάρκεια ναύλωσης του εν λόγω σκάφους, προς εξυπηρέτηση των ναυλωτών αλλοδαπών τουριστών επιβαινόντων στο ιστιοφόρο σκάφος «ΜΤ» νηολογίου Πειραιά με αριθμό ……., μήκους 30μ., πλοιοκτησίας ομοίως του ενάγοντος  και ενώ το επίδικο ταχύπλοο σκάφος εκτελούσε το ταξίδι επιστροφής από το λιμάνι της Σικίνου με προορισμό το λιμάνι της Φολεγάνδρου, που είχε προσδέσει το μεγάλο σκάφος, με επιβαίνοντες 10 άτομα και τον κυβερνήτη του, εξαιτίας της εμπλοκής στο πτερύγιο του δεξιού πηδαλίου του και ακολούθως, στην δεξιά έλικα, μη σημασμένου αλιευτικού διχτυού αφρού, εξετράπη αιφνίδια  από την τηρούμενη πορεία του και παρά τις προσπάθειες του κυβερνήτη να το κρατήσει στην ορθή πορεία, παρέκκλινε προσεγγίζοντας τις βορειοανατολικές ακτές της Σικίνου, όπου προσάραξε με μικρή ταχύτητα σε ήπιο, χαμηλό βραχώδη σχηματισμό επί των ακτών της Σικίνου, στη θαλάσσια περιοχή 500 μ. έξωθεν του λιμένα Σικίνου Αλοπρόνοια. Κατά την ως άνω προσάραξη του σκάφους, δύο από τους Καναδούς επιβάτες του γλίστρησαν από τα καθίσματα τους στο υπαίθριο πρυμναίο κατάστρωμα και προσέκρουσαν με τα γόνατα στο πλαστικό δάπεδο του καταστρώματος, εν συνεχεία δε μεταφέρθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος στο τοπικό κέντρο υγείας, όπου τους παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες και ακολούθως, σε νοσηλευτικό ίδρυμα στην Αθήνα, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι τραυματισμοί τους, ενώ διακόπηκε οριστικά το εκτελούμενο ταξίδι και λύθηκε η σύμβαση ναύλωσης. Από την προσάραξη και την λόγω αυτής καταπόνηση του πυθμένα του σκάφους, το τελευταίο υπέστη δομικές ζημιές εξωτερικά και εσωτερικά της γάστρας, με τη μορφή ρηγμάτωσης του εξωτερικού κελύφους αυτής και αποκόλλησης των υποκείμενων ενισχυτικών στοιχείων της, καθώς και ζημίες με την μορφή στρεβλώσεων στα μεταλλικά στηρίγματα των ελικοφόρων αξόνων του (μπρακέτα αξόνων), τους ελικοφόρους άξονες και τις προσαρμοσμένες στο άκρο τους έλικες (προπέλες), καθώς επίσης στα δύο μεταλλικά πτερύγια των πηδαλίων του σκάφους.

Για την απομάκρυνση του από τη θέση προσάραξης του και την μεταφορά του στη μαρίνα Αλίμου, χρησιμοποιήθηκε πλωτός γερανός της εταιρείας «……………..» σε συνεργασία με ρυμουλκό της ίδιας εταιρείας, που μετέβησαν από την Σαλαμίνα και η επιχείρηση διήρκεσε από τις 10.45 έως τις 13.10  της 8ης.5.2018. Στην συνέχεια εκφορτώθηκε στην ξηρά και μεταφέρθηκε σε χώρο απόθεσης σκαφών της μαρίνας, προκειμένου να επιθεωρηθεί από τους αρμόδιους επιθεωρητές και ακολούθως, να επισκευαστεί. Ήδη την επόμενη ημέρα του συμβάντος (6.5.2018), ο ενάγων επικοινώνησε με τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, ……… και του ανήγγειλε το περιστατικό, προκειμένου να ενημερωθεί η εναγόμενη, η οποία άμεσα έδωσε εντολή διενέργειας πραγματογνωμοσύνης στον ναυτικό πραγματογνώμονα, …………..

Ο ενάγων, ισχυριζόμενος ότι η εμπλοκή αλιευτικών διχτυών ήταν η μόνη ενεργός αιτία, που οδήγησε στην εκτροπή του σκάφους από την πορεία του και με δεδομένο ότι το επίδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο καλύπτει τους κινδύνους της θάλασσας, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η εμπλοκή διχτυών και η προσάραξη, αιτήθηκε από την εναγόμενη την άμεση αποζημίωση του για το ένδικο συμβάν, η τελευταία ωστόσο αρνήθηκε να πράξει τούτου, μέχρι την σύνταξη της εντελλομένης πραγματογνωμοσύνης και παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του βασιζόμενη τελικά στην από 10.10.2019 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, που διενεργήθηκε για λογαριασμό της από τον ανωτέρω  πραγματογνώμονα, ο οποίος την ολοκλήρωσε 16 μήνες μετά το ένδικο ατύχημα και συμπεραίνει ότι «τα αίτια της προσάραξης του σκάφους σε βραχώδη ακτή του λιμένα Αλοπρόνοια Σικίνου λίγο μετά τον απόπλου του με προορισμό την Φολέγανδρο, αποδίδονται το πιθανότερο σε λάθος εκτίμηση του κυβερνήτη αναφορικά με την πορεία του σκάφους, ο οποίος πιθανόν από σύγχυση λόγω του σκότους δεν αντελήφθη ότι ακολουθούσε διαφορετική πορεία από την προσχεδιασμένη, με συνέπεια να πλεύσει πλησίον των ακτών και σε συγκλίνουσα πορεία προς αυτές», αρνήθηκε οριστικά να τον αποζημιώσει επικαλούμενη το συμπέρασμα αυτής. Πλην όμως, δεν συντρέχει ουδείς λόγος απαλλαγής της εναγομένης, λόγω μη επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, ένεκα της επικαλούμενης υπαιτιότητας του κυβερνήτη του σκάφους στην πρόκληση του επίδικου ναυτικού ατυχήματος, όπως αβασίμως αυτή ισχυρίζεται.

Αντίθετα,  υφίσταται μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος, δηλαδή του επελθόντος κινδύνου, ο οποίος αποτελεί ασφαλισμένο δια του ασφαλιστηρίου κίνδυνο και της  προξενηθείσης ζημίας του ασφαλισμένου πράγματος, αιτιώδης σύνδεσμος, ήτοι η ζημία είναι άμεσο αποτέλεσμα της πρόσφορης και επικρατέστερης αυτής αιτίας για την επέλευση του αποτελέσματος και συνεπώς, θεμελίωνεται ευθύνη της εναγομένης ασφαλίστριας για την ζημία του ασφαλισμένου σκάφους από την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, οποιαδήποτε δε μορφή αμέλειας του προστηθέντος του ασφαλισμένου στην επέλευση της καλυπτόμενης από την ασφαλιστική σύμβαση ζημίας, δεν μπορεί να τύχει επίκλησης από την εναγομένη ασφαλίστρια προς τον σκοπό της απαλλαγής της από την ευθύνη, η δε πρόβλεψη, που υπάρχει στον όρο 9.2 IYC, όπου αναφέρεται ρητά ότι η καλυπτόμενη ζημία ή η απώλεια δεν πρέπει να προκύπτει από την έλλειψη επαρκούς επιμέλειας από τον ασφαλισμένο, προκειμένου να καλυφθεί από τον ασφαλιστή, δεν στοιχειοθετείται στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον ο ασφαλισμένος ενάγων δεν επέδειξε συμπεριφορά, που να καταδεικνύει ηθελημένη κακή διαχείριση του ασφαλισμένου σκάφους, ήτοι ότι αυτός ενήργησε εν γνώσει του προς επαύξηση του κινδύνου επέλευσης του ζημιογόνου αποτελέσματος, επιδεικνύοντας αδιαφορία, ως προς την επίταση του ασφαλιστικού κινδύνου.

Εξάλλου, όσον αφορά τις λοιπές παραβιάσεις-αθετήσεις εγγυήσεων, που επικαλείται η εναγομένη σχετικά με το ότι η άδεια χειριστή ταχυπλόου στο όνομα του κυβερνήτη του σκάφους είχε λήξει και ανανεώθηκε μετά το επίδικο συμβάν, της αθέτησης της εγγύησης νομιμότητας με την υπέρβαση του αναγραφομένου στο ισχύον, κατά τον επίδικο χρόνο, Πρωτόκολλο Γενικής Επιθεώρησης επιτρεπομένου αριθμού επιβαινόντων και αθέτησης του όρου αξιοπλοϊας του σκάφους, που όμως δεν προσδιορίζεται σε τι συνίσταται, αποδεικνύεται ότι

ότι η μη συμμόρφωση με τις εν λόγω εγγυήσεις δεν θα μπορούσε να αυξήσει τον ασφαλιστικό κίνδυνο, που πραγματώθηκε υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, εφόσον αυτές δεν σχετίζονται αιτιωδώς με την ζημία που επήλθε.

Ενόψει των ανωτέρω, θεμελιώνεται ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγομένης προς αποζημίωση του ενάγοντος για την αποκατάσταση της ζημίας του στο ασφαλισμένο σκάφος και συνεπώς, πρέπει να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της να του καταβάλει το ποσό των 56.820 ευρώ, που αναγκάστηκε να δαπανήσει για την αποκατάσταση των ζημιών, μετ’αφαίρεση του ποσού της απαλλαγής της εκ 750 ευρώ, περιλαμβανομένου του κόστους ανέλκυσης και μεταφοράς του σκάφους από τον τόπο προσάραξης, εκδιδομένων των οικείων προσκομιζομένων τιμολογίων παροχής υπηρεσιών συνολικού ποσού 57.570 ευρώ, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της εναγομένης, που προτάθηκαν πρωτοδίκως και επαναφέρονται με τις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως κατ’ουσίαν αβασίμων.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε αντίθετα ότι υφίσταται λόγος απαλλαγής της εναγομένης, ένεκα εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτών γενομένων κατ’ουσίαν των διαλαμβανομένων σχετικών ισχυρισμών του ενάγοντος στους συναφείς δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτο, έκτο και έβδομο λόγους της έφεσης του, με τους οποίους αποδίδονται στην εκκαλουμένη οι εν λόγω πλημμέλειες, που κρίνονται δεκτοί, ως ουσιαστικά βάσιμοι.

VII. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει να απορριφθεί η έφεση της εναγομένης, ως νόμω αβάσιμη και να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν, η έφεση του ενάγοντος, κατά τους σχετικούς βάσιμους αντίστοιχα λόγους, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.), εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 56.820   ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής. Τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, αναφορικά με την απορριφθείσα έφεση, πρέπει να επιβληθούν στην εκκαλούσα, κατόπιν σχετικού αιτήματος του, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ) και όσον αφορά την έφεση που έγινε δεκτή, τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης – εφεσιβλήτου, λόγω της ήττας της (άρθρο 176 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί, αφενός η επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης του παραβόλου στον εκκαλούντα και αφετέρου, η εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα για την άσκηση της έφεσης της παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις ένδικες εφέσεις.

Δέχεται τις εφέσεις τυπικά.

Απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 30.12.2021 έφεση της εναγομένης.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου κατά την άσκηση της.

Επιβάλλει στην εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.

Δέχεται εν μέρει κατ’ ουσίαν την από 22.12.2021 έφεση του ενάγοντος.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος, κατά την άσκηση της έφεσης, παραβόλου στον εκκαλούντα.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.2541/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 27.2.2020 αγωγή.

Δέχεται αυτήν εν μέρει.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση της εναγομένης-εφεσίβλητης να καταβάλλει στον ενάγοντα – εκκαλούντα, το ποσό των πενήντα έξι χιλιάδων οκτακοσίων είκοσι (56.820) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής.

Επιβάλλει στην εναγομένη – εφεσίβλητη τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων εξακοσίων ευρώ (2.600 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 22 Μαρτίου 2024.

 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ