Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 139/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩN

Αριθμός     139/2024

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών, Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Δ.Π.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «…..», που εδρεύει στην Αθήνα (……..) και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……..» λόγω διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της πρώτης τραπεζικής εταιρίας (άρθρο 16 ν. 2515/1997 και άρθρα 57 παρ. 3 και 59 – 74 του ν. 4601/2019 – Ανακοινώσεις για καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ υπ’ αριθ. …… και …/20.3.2020) [η τράπεζα με την επωνυμία «……….» υπήρξε οιονεί καθολική διάδοχος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» (Φ.Ε.Κ. ΑΕ – ΕΠΕ & ΓΕΜΗ …/27.12.2013), η οποία είχε υποκαταστήσει στις 18.01.2013 την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………..» δυνάμει της υπ’ αριθ. 2124/Β.95/18.01.2013 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών (Φ.Ε.Κ. τ. Β’ …./18.01.2013), το οποίο είχε υπάρξει με τη σειρά του ειδικός διάδοχος, δυνάμει της υπ’ αριθ. 5549/17.12.2011 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τραπέζης της Ελλάδος, της ανώνυμης εταιρίας «……….. (Φ.Ε.Κ. τ.Β’ …../17.12.2011), προηγουμένως με την επωνυμία «……….» (Φ.Ε.Κ. Α.Ε. και ΕΠΕ …/22.06.2010)], η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Παπαδόπουλο.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ:  1) Εταιρίας με την επωνυμία «………..», με καταστατική έδρα τον …., που διατηρεί νόμιμα εγκατεστημένο γραφείο στην Ελλάδα και στο Δήμο ……. Αττικής (επί της οδού ….) και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) ……., 3) ……… και 4) …………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπυρίδωνα Δήμα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Οι καθ’ ων η κλήση – εκκαλούντες άσκησαν κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας «……..» την από 10-11-2017 και με ΓΑΚ ……. και ΕΑΚ ……../14-11-2017 ανακοπή κατ’ άρθρο 632 Κ.Πολ.Δ. ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Επί της άνω ανακοπής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 αριθ. 8 και 591 Κ.Πολ.Δ.), η με αριθ. 1138/2019 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Την ανωτέρω απόφαση πρόσβαλαν οι ανακόπτοντες με την από 26-2-2020 και με Γ.Α.Κ./ΕΑΚ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ……./3-3-2020 και Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ΕΦΕΤΕΙΟΥ ………./13-7-2020 έφεσή τους ενώπιον του Εφετείου Πειραιά (4ο Τμήμα). Επί της έφεσης αυτής εκδόθηκε αρχικά η με αριθ. 50/2022 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης ως προς όλους τους διαδίκους. Με την από 9-3-2022 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../11-3-2022 κλήση της εφεσίβλητης, η υπόθεση εισήχθη προς νέα συζήτηση στο ίδιο άνω Δικαστήριο στις 3-11-2022, οπότε και συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε επ’ αυτής η με αριθ. 12/2023 απόφαση του άνω Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε αυτό λειτουργικά αναρμόδιο προς εκδίκαση της έφεσης και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο παρόν Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Εφετείου Πειραιά ως λειτουργικά αρμόδιο. Ήδη, με την από 27-3-2023 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../27-3-2023 κλήση της εφεσίβλητης η υπόθεση εισάγεται στο Δικαστήριο τούτο της παραπομπής προς περαιτέρω συζήτηση, η οποία ορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (11-1-2024), κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καλούσας – εφεσίβλητης, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος των καθ’ ων η κλήση – εκκαλούντων, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Η υπό κρίση από 26-2-2020 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ………./3-3-2020 και ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ……../13-7-2020 έφεση των ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό ανακοπτόντων 1) Εταιρίας «……..», 2) ……., 3) ……….και 4) …….., κατά της εφεσίβλητης – καθολικής διαδόχου της καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας «………..» και κατά της με αριθ. 1138/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, επί της από 10-11-2017 και με Γ.Α.Κ. …. και Ε.Α.Κ. …/14-11-2017 ανακοπής κατ’ άρθρο 632 Κ.Πολ.Δ. των ανωτέρω εκκαλούντων κατά της σε βάρος τους με αριθ. …../2017 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και απέρριψε αυτήν (ανακοπή), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), με την κατάθεση του δικογράφου της άνω έφεσης στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 3-3-2020, προ πάσης επιδόσεως της πρωτόδικης απόφασης (αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε προκύπτει άλλωστε από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα), αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπόμενης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. [όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α’ 87)] προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης που έλαβε χώρα στις 27-3-2019, αρμόδια δε καθ’ ύλη και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 498 και 19 Κ.Πολ.Δ.), ενώ για το παραδεκτό της καταβλήθηκε από τους εκκαλούντες κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο παράβολο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3Α’ εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015. Πρέπει, επομένως, η άνω έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 Κ.Πολ.Δ.) και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλομένων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται απ’ αυτή (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ)

2. Οι ανακόπτοντες με την από 10-11-2017 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../14-11-2017 ανακοπή που άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ζήτησαν, για τους αναφερόμενους σ’ αυτή (ανακοπή) λόγους, να ακυρωθεί η με αριθ. …/2017 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, στην καθ’ ης η ανακοπή το ισότιμο σε ευρώ κατά την ημερομηνία πληρωμής ποσό των 500.000,00 δολ. Η.Π.Α, πλέον τόκων και δικαστικής δαπάνης, η οποία (διαταγή πληρωμής) εκδόθηκε για απαίτηση απορρέουσα από σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό και των πρόσθετων πράξεων αυτής, στην οποία συμβλήθηκαν με τη δανείστρια τράπεζα «……..» (δικαιοπάροχο της καθ’ ης η ανακοπή «……….», κατά την περιγραφόμενη αλληλουχία γεγονότων και διαδοχή), η πρώτη απ’ αυτούς ως δανειολήπτρια και οι λοιποί ως εγγυητές, καθώς και να καταδικαστεί η καθ’ ης η ανακοπή στη δικαστική τους δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη με αριθ. 1138/2019 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, αφού έκρινε ότι η ανακοπή ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, απέρριψε στη συνέχεια τους λόγους της ανακοπής και την ανακοπή στο σύνολό της και επικύρωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με την κρινόμενη από 26-2-2020 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ  ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ……../3-3-2020 και ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ……/13-7-2020 έφεση οι ηττηθέντες ανακόπτοντες με τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι, κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να γίνει δεκτή η ένδικη ανακοπή τους και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής.              

3. Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ.  1, 217, 583, 585, 632 παρ. 1 και 633 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι οι λόγοι της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να είναι δυνατό ο μεν καθ’ ου η ανακοπή να αμυνθεί κατ’ αυτής, το δε δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι λόγω αοριστίας (Α.Π. 370/2012, Α.Π. 50/2004), μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. του ίδιου Κώδικα, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή ενστάσεις. Γι’ αυτό το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα απαιτούμενα κατά νόμο (άρθρα 118 και 119 Κ.Πολ.Δ.) για κάθε δικόγραφο στοιχεία, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τους λόγους της, με τους οποίους οριοθετείται η δίκη της ανακοπής, να περιέχει δηλαδή με σαφήνεια τις αντιρρήσεις και ενστάσεις του ανακόπτοντος κατά της συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής (Α.Π. 695/2023, Α.Π. 1972/2022, Α.Π. 161/2020, Α.Π. 999/2019, www.areiowpagos.gr). Εξάλλου, σύμφωνα με την Y.A. 212/2013 (Y.A. 2124/Β’ 95 Φ.Ε.Κ. Β’ 74, 2013): Σύσταση μεταβατικού πιστωτ. ιδρύματος «………..». «1. Στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «………….» (εφεξής: «……..») μεταβιβάζονται όλες οι συμβατικές σχέσεις του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «……….» (εφεξής: «…….») με τρίτους, στις οποίες υποκαθίσταται πλέον πλήρως η «………….», καθώς και το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού της «………» (δικαιώματα, αξιώσεις, υποχρεώσεις και βάρη κάθε είδους), εκτός από τις συμβατικές σχέσεις και τα περιουσιακά στοιχεία που περιγράφονται στη συνέχεια στον αριθμό 2 υπό στοιχεία α) έως και ιζ), που αναφέρονται εφεξής συνολικά ως «μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία». Στα περιουσιακά στοιχεία (συμβατικές σχέσεις, ενεργητικό και παθητικό) που θα μεταβιβασθούν στο «. . …….» συγκαταλέγονται, εκτός αν περιλαμβάνονται στα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία, ιδίως τα ακόλουθα:… ε) Οι έννομες σχέσεις της «…….» έναντι πελατών της που πηγάζουν ή σχετίζονται με δανειακές ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις με αυτούς. Από τη μεταβίβαση εξαιρούνται έννομες σχέσεις οι οποίες πηγάζουν ή σχετίζονται με δανειακές ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις με πελάτες της «…………» που περιλαμβάνονται στα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία    ». 2. «Δεν μεταβιβάζονται στο «. ………» τα περιουσιακά στοιχεία (ενεργητικό, παθητικό και έννομες σχέσεις από συμβάσεις) που περιγράφονται αμέσως παρακάτω υπό τα στοιχεία α) έως και ιζ) (μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία). Τα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία διατηρούνται υπό τη δικαιοκτησία (ενεργητικό) της «………» ή συνεχίζουν να βαρύνουν (παθητικό) την «………….». Εφόσον στα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία περιλαμβάνονται συμβατικές σχέσεις, σ’ αυτές συμβαλλόμενη παραμένει η «……………». Τα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία είναι τα ακόλουθα:… ια) Οι έννoμες σχέσεις της «……….» έναντι πελατών της από δανειακές ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις της «……..», συμπεριλαμβανομένων και αναγωγικών δικαιωμάτων της από την έκδοση εγγυητικών επιστολών ή από άλλου είδους εγγυοδοτικές συμβάσεις της «…………» με τρίτους, οι οποίες αφορούν: ι. Οφειλές που αφορούν την αγορά ή την επισκευή ακινήτου που χρησιμοποιείται ή πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία, οι οποίες ασφαλίζονται με εμπράγματη ασφάλεια επί του εν λόγω ακινήτου, εφόσον ο πιστούχος βρίσκεται σε υπερημερία άνω των εκατόν ογδόντα (180) ημερών και το συνολικό ποσό της καθυστέρησης υπερβαίνει το 2% επί της συνολικής εναπομένουσας οφειλής. Από τα εν λόγω κριτήρια εξαιρούνται οι οφειλές για τις οποίες η συνολική αξία της οφειλής δεν υπερβαίνει το εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) της αγοραίας αξίας του υπέγγυου ακινήτου. ιι. Οφειλές οι οποίες δεν εμπίπτουν στην ανωτέρω κατηγορία, εφόσον ο πιστούχος βρίσκεται σε υπερημερία άνω των ενενήντα (90) ημερών και το συνολικό ποσό της καθυστέρησης υπερβαίνει το 2% της συνολικής εναπομένουσας οφειλής….».

4. Mε τον πρώτο λόγο έφεσης, όπως εκτιμάται από το Δικαστήριο, οι ανακόπτοντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν ακύρωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου και συγκεκριμένα λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της καθ’ ης η ανακοπή ως δικαιούχου της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής. Ειδικότερα ισχυρίζονται ότι η παραπάνω απαίτηση, που φέρεται να απορρέει από σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, δεν είχε μεταβιβαστεί κατά το χρόνο έκδοσης της διαταγής πληρωμής στην καθ’ ης η ανακοπή ως καθολική διάδοχο του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος «………..» που συστάθηκε με την Υ.Α. 2124/Β95/18-1-2013 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών για να διαδεχθεί το υπό εκκαθάριση «…………..»,  επειδή, σύμφωνα με τις αναφερόμενες πράξεις τροποποίησης της ένδικης σύμβασης, ενέπιπτε στα εξαιρούμενα της μεταβίβασης περιουσιακά στοιχεία που αναφέρονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι παρ. 2.ια.ii του ΦΕΚ Β’ 74/18-1-2013 περί σύστασης του άνω μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος, καθόσον αφορούσε πιστωτική σύμβαση, η πιστούχος της οποίας βρισκόταν σε υπερημερία άνω των 90 ημερών και το συνολικό ποσό καθυστέρησης ήταν μεγαλύτερο του 2% της συνολικής εναπομείνασας οφειλής. Ο λόγος αυτός, με τον οποίον οι ανακόπτοντες επαναφέρουν τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, διότι για να κριθεί εάν κατά το χρόνο σύστασης του άνω μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος (18-1-2013) συνέτρεχαν σωρευτικά οι δυο άνω αρνητικές προϋποθέσεις μεταβίβασης σ’ αυτό της ένδικης έννομης σχέσης που φέρεται να απορρέει από πίστωση με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, οι ανακόπτοντες όφειλαν να είχαν αναγράψει στην ανακοπή τους εάν, κατά τον άνω χρόνο σύστασης αυτού, υφίσταντο συγκεκριμένες ληξιπρόθεσμες οφειλές τους από τον άνω ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό που φέρεται να έκλεισε στις 15-5-2017, το ακριβές ποσό που ανέρχονταν οι οφειλές αυτές και το χρόνο κατά τον οποίο κατέστησαν αυτές ληξιπρόθεσμες, αναφέροντας ειδικότερα σε τι συνίσταται η υπερημερία που επικαλούνται και πως υπολογίζεται αυτή κατά το χρόνο σύστασης του άνω μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος, δεδομένου ότι ο επίδικος λογαριασμός φέρεται να λειτούργησε με αμοιβαίες χρεοπιστώσεις μέχρι το άνω κλείσιμό του από την καθ’ ης, οπότε προέκυψε το ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο για το οποίο εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, καθώς και ότι είχε συμφωνηθεί ότι η σύμβαση θα λήγει μόνο κατόπιν οριστικού κλεισίματος των λογαριασμών εξυπηρέτησης της σύμβασης πίστωσης και υπό την επιφύλαξη των όρων της για την καταγγελία, αναστολή ή λήξη της πίστωσης. Μόνη δε η επίκληση από μέρους τους ότι υφίστατο υποχρέωση της πιστούχου να εξοφλήσει ολοσχερώς την οφειλή της από την ένδικη σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό μέχρι την 31-12-2009, άλλως μέχρι την 31-12-2011, σύμφωνα με τις αναφερόμενες πράξεις τροποποίησης της σύμβασης αυτής, χωρίς παράθεση συγκεκριμένης ληξιπρόθεσμης οφειλής της στις 18-1-2013 που συστάθηκε το άνω μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα, δεν αρκεί για να δικαιολογήσει ότι κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία συνέτρεχαν σωρευτικά και οι δυο άνω αρνητικές προϋποθέσεις μεταβίβασης σ’ αυτό της ένδικης έννομης σχέσης. Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος κατ’ ουσία, διότι, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες από 16-5-2017 επιστολές της πιστώτριας τράπεζας προς την πιστούχο πρώτη ανακόπτουσα, ο άνω ανοικτός αλληλόχρεος λογαριασμός που εξυπηρετούσε την πίστωση έκλεισε και η τράπεζα μετέφερε σε λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης την οφειλή της πιστούχου στις 15-5-2017, ήτοι κατά χρόνο πολύ μεταγενέστερο αυτού της σύστασης της άνω δικαιοπαρόχου της (18-1-2013) και επομένως δεν υφίστατο κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία ληξιπρόθεσμη οφειλή της πιστούχου και μάλιστα άνω των 90 ημερών από την υπερημερία της. Υπέρ της άποψης περί μη υπαγωγής της ένδικης σύμβασης πίστωσης στα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία της άνω με αριθ. 2124/Β95/18-1-2013 υπουργικής απόφασης, όπως διατείνονται οι ανακόπτοντες, αλλά στα μεταβιβαζόμενα, συνηγορεί και το ότι από το έτος 2013 μέχρι και το έτος 2017 οι τελευταίοι δεν αμφισβήτησαν ότι οι δικαιοπάροχοι της καθ’ ης κατέστησαν δικαιούχοι της απαίτησης από την άνω σύμβαση πίστωσης, για την οποία ανοίχθηκε και τηρήθηκε επ’ ονόματι της πιστούχου πρώτης ανακόπτουσας ο ανοικτός αλληλόχρεος λογαριασμός, του οποίου η τελευταία αναγνώριζε τα εκάστοτε χρεωστικά υπόλοιπα (βλ. τις από 1-10-2015 και 7-11-2016 επιστολές της προς την αντίδικό της τράπεζα), η δε ανάκληση, με τις πρωτόδικες προτάσεις των ανακοπτόντων, κάθε επιστολής και δήλωσής τους προς την πιστώτρια με την οποία αναγνωρίζουν τα χρεωστικά αυτά υπόλοιπα, κρίνεται όψιμη και προσχηματική, προκειμένου να τεκμηριώσουν τον άνω λόγο ανακοπής τους. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την ίδια αιτιολογία (όπως αυτή συμπληρώνεται με της παρούσας απόφασης) απέρριψε τον πρώτο λόγο της ανακοπής, δεν παρέλειψε εσφαλμένα να κηρύξει διαδικαστικό απαράδεκτο λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της καθ’ ης η ανακοπή ως δικαιούχου της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής και ο πρώτος λόγος της έφεσης με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

5. Από τις διατάξεις των άρθρων 669 Εμπ.Ν, 361, 873, 874 ΑΚ, 112 Εισ.Ν.Α.Κ, και 64 έως 67 του ΝΔ της 17-7/13-8-1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», προκύπτει ότι αλληλόχρεος λογαριασμός υπάρχει όταν δύο πρόσωπα, από τα οποία το ένα είναι έμπορος, συμφωνούν να καταχωρίζουν τις μεταξύ τους δοσοληψίες σε κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, τα οποία μολονότι διατηρούν το νομικό τους χαρακτήρα, αποβάλλουν από της καταχωρήσεώς τους την αυτοτέλειά τους και δεν μπορούν να επιδιωχθούν ή διατεθούν χωριστά, με αποτέλεσμα να οφείλεται μόνο το κατάλοιπο που προκύπτει, κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, με την αντιπαραβολή των κονδυλίων (Ολ.Α.Π. 31/1997, Α.Π. 1049/2020, Α.Π. 248/2014, Α.Π. 1352/2011). Με τη σύμβαση δηλαδή του αλληλόχρεου λογαριασμού δημιουργείται μεταξύ των συμβαλλομένων μια διαρκής έννομη σχέση, αφού η λειτουργία της σύμβασης προϋποθέτει χρονική διάρκεια, αλλά και δυνατότητα χρεώσεων και από τις δύο πλευρές των συμβαλλομένων, χωρίς κατά τα λοιπά να ενδιαφέρει αν κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του αλληλόχρεου λογαριασμού έγιναν πράγματι χρεώσεις και από τις δύο πλευρές (αμοιβαίος αλληλόχρεος λογαριασμός) ή μόνο από τη μία (απλός ή ετεροσκελής αλληλόχρεος λογαριασμός) (Α.Π. 1049/2020, Α.Π. 1352/2011, Α.Π. 715/2009). Πάντως, όμως, η δυνατότητα αποστολών και από τις δύο πλευρές των συμβαλλόμενων μερών αποτελεί αναγκαίο κατά νόμο στοιχείο για να χαρακτηριστεί μια σύμβαση ως αλληλόχρεος λογαριασμός. Έτσι, αν δεν συντρέχει η απαραίτητη αυτή προϋπόθεση, μόνη η συμφωνία των συμβαλλομένων δεν μπορεί να προσδώσει σε κάποια σύμβαση τον εν λόγω νομικό χαρακτήρα. Η ύπαρξη απλώς της δυνατότητας αυτής είναι αρκετή για να υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός και είναι αδιάφορο αν πραγματικά έγιναν κατά τη διάρκεια του αποστολές και από τα δύο μέρη ή αν μόνο το ένα από τα μέρη έκανε αποστολές (Α.Π. 1049/2020, Α.Π. 79/1995, Α.Π. 1524/1991). Ο λογαριασμός κλείνει περιοδικά, αν δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, κάθε εξάμηνο και οριστικώς με καταγγελία της σύμβασης (άρθρο 112 παρ. 2 Εισ.Ν.Α.Κ.), χωρίς να αποκλείεται να έχει εγκύρως συμφωνηθεί ότι κάποιο από τα μέρη μπορεί να τον κλείνει μονομερώς οποτεδήποτε, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση ή καταγγελία. Το περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού δεν επιφέρει τη λήξη της σχετικής με αυτόν σύμβασης, ούτε δημιουργεί απαίτηση για απόδοση του προκύπτοντος από αυτό καταλοίπου, το οποίο μπορεί προς λογιστική τακτοποίηση να αναγνωριστεί, κατά τους όρους του άρθρου 873 Κ.Πολ.Δ. ή με την έννοια επιβεβαιωτικής σύμβασης ή παροχής αποδεικτικού μέσου. Στην περίπτωση αυτή το από το περιοδικό κλείσιμο κατάλοιπο αποτελεί κονδύλιο του λογαριασμού της νέας περιόδου, έτσι ώστε, μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού να μην απαιτείται εκκαθάρισή του για την περίοδο που αφορά η αναγνώριση που έγινε. Μόνον δε μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού μπορεί να επιδιωχθεί δικαστικώς η απόδοση του οριστικού καταλοίπου. Τον χαρακτήρα σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού έχει και η παροχή πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό στις τραπεζικές συναλλαγές, από την οποία οφείλεται, με απόσβεση κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του λογαριασμού των επί μέρους κονδυλίων χρεοπιστώσεων που καλύπτονται, το κατά το κλείσιμο του λογαριασμού οριστικό κατάλοιπο (Α.Π. 486/2023, Α.Π. 1049/2020, Α.Π. 1281/2017, www.areiospagos.gr). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 806, 807 και 361 Α.Κ. σαφώς προκύπτει ότι η σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, δηλαδή εκείνη, κατά την οποία ο αντισυμβαλλόμενος προβαίνει σε τμηματικές καταβολές προς τη δανείστρια τράπεζα, καθορισμένες εκ των προτέρων κατά χρόνο και κατά το ποσό για την κάλυψη παρασχεθέντος δανείου, είναι τελείως διαφορετική από εκείνη του αλληλόχρεου λογαριασμού, οι δε δοσοληψίες από το τοκοχρεωλυτικό δάνειο, ως εκ της φύσεώς τους, δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν με την τήρηση ανοικτού λογαριασμού, αφού δεν είναι απαιτητό από την αρχή το σύνολο του χρέους και για το λόγο αυτό α) κάθε δόση είναι διακριτή από τις υπόλοιπες και διατηρεί την αυτοτέλεια και ατομικότητά της και δεν είναι δυνατή η παρακολούθησή της ως μέρους ενός ετερογενούς συνόλου, που περιέχει κεφάλαιο και άληκτα χρεωλύσια, αλλά και κονδύλια του ίδιου λογαριασμού, τα οποία προέρχονται από διαφορετικές αιτίες, που επιβάλλουν ανομοιογενή μεταχείριση και β) δεν είναι δυνατό το περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού και ο ανά τρίμηνο ανατοκισμός του συνόλου του καταλοίπου, διότι κάθε δόση του τοκοχρεωλυτικού δανείου περιέχει και άληκτους τόκους, οι οποίοι δεν είναι επιτρεπτό να εκτοκίζονται. Κάθε δε συνομολόγηση, κατά την οποία το τοκοχρεωλυτικό δάνειο θεωρείται ως ανοικτός λογαριασμός, είναι παράνομη, αφού γίνεται με πρόδηλο σκοπό να πορισθεί η τράπεζα έμμεσα και ανεπίτρεπτα ωφελήματα, που παρέχονται από το άρθρο 112 Εισ.Ν.Α.Κ. και ιδίως τον ανά τρίμηνο ανατοκισμό. Και ναι μεν κατά τη διάταξη του άρθρου 67 του ν.δ/τος της 17-7/13.8.23 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», κάθε απλό χρεωλυτικό ενυπόθηκο δάνειο μπορεί να τραπεί σε «επ’ ανοικτώ λογαριασμώ και τανάπαλιν» με απλή συμβολαιογραφική πράξη μεταξύ δανείστριας και οφειλέτη, πλην όμως στη λογική του νόμου ενυπάρχει η αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο ίδιος ανοικτός λογαριασμός έχει τηρηθεί και για τη δανειακή σύμβαση, κατά το άρθρο 50 του ίδιου ν.δ/τος, είναι δε και φύσει δυνατή η τήρηση ενός τέτοιου λογαριασμού. Όταν δεν είναι δυνατό οι μεταξύ των μερών κύριες συμβάσεις και δοσοληψίες να εξυπηρετηθούν μέσω αλληλόχρεου λογαριασμού, τότε η τήρησή του δεν είναι επιτρεπτή και αυτό ανεξάρτητα από την ύπαρξη κοινής συμφωνίας, η οποία, ως αντίθετη στη φύση και λειτουργία και στα αποτελέσματά του, κρίνεται ως μη σύννομη. Συνακόλουθα, δεν συντρέχει περίπτωση αλληλόχρεου λογαριασμού όταν δεν υπάρχει δυνατότητα αποστολών από την πλευρά του ενός διαδίκου (Α.Π. 1049/2020, Α.Π. 543/1998). Επίσης, δεν συντρέχει περίπτωση αλληλόχρεου λογαριασμού όταν η συνδέουσα τα μέρη έννομη σχέση δεν είναι τραπεζικό άνοιγμα πίστωσης αλλά κοινός δανεισμός, όταν δηλαδή η μεν δανείστρια τράπεζα καταβάλλει το δάνεισμα στον οφειλέτη ή με βάση – σύμβαση υπόσχεσης δανείου εφάπαξ ή τμηματικά, ο δε δανειζόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να το επιστρέφει εφάπαξ ή τμηματικά, όπως στην περίπτωση τοκοχρεωλυτικού δανείου που αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποδώσει σε τακτές προσυμφωνημένες τοκοχρεολυτικές δόσεις (Α.Π. 486/2023, Α.Π. 97/2020, www.areiospagos.gr).

6. Mε το δεύτερο λόγο έφεσης, όπως εκτιμάται από το Δικαστήριο, οι ανακόπτοντες παραπονούνται ότι, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν ακύρωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής για το λόγο ότι η πραγματική αιτία πληρωμής ήταν σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου με συμφωνημένη δήλη ημέρα εφάπαξ επιστροφής του δανείου (η οποία αρχικά ορίστηκε σε ένα έτος από την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης και εν συνεχεία η 31η Δεκεμβρίου 2011) και όχι σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, γεγονός που δεν αναφέρεται στη διαταγή πληρωμής ούτε στην αίτηση για την έκδοση αυτής. Ο λόγος αυτός, με τον οποίο κατ’ ουσία οι ανακόπτοντες επαναφέρουν το δεύτερο λόγο της ανακοπής τους, είναι νόμιμος, σύμφωνα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, πλην όμως αποδεικνύεται αβάσιμος κατ’ ουσία, διότι από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, τα οποία προσκομίστηκαν και για τη έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και αναλυτικά αναφέρονται στο κείμενο της, προκύπτει ότι οι ανακόπτοντες υπέγραψαν με την πιστώτρια τράπεζα ………. σύμβαση διευκόλυνσης υπερανάληψης σε δολάρια Η.Π.Α. με τη μορφή ανοιχτού αλληλόχρεου λογαριασμού, μαζί με όλες τις πρόσθετες πράξεις αύξησης του ορίου ή μείωσης του ορίου της πίστωσης και τις πρόσθετες τροποποιητικές πράξεις αυτής, όπου ρητά αναφέρεται ότι πρόκειται για σύμβαση και πρόσθετες πράξεις που αφορούν πίστωση με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό (βλ. χαρακτηριστικά επικεφαλίδες και ορισμούς της άνω σύμβασης και πρόσθετων τροποποιητικών πράξεων αυτής). Εξάλλου, η πιστούχος πρώτη ανακόπτουσα, στην από 7-11-2016 επιστολή διευθέτησης οφειλών της προς την πιστώτρια τράπεζα αναγνωρίζει ότι η ένδικη σύμβαση πίστωσης αφορά ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό (επί λέξει αναφέρει «…με θέμα την εξυπηρέτηση των οφειλών μας από τη με αριθ. ………../29-7-2005 σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό») και μάλιστα στις από 1-10-2015 επιστολές της προς την άνω τράπεζα επιβεβαιώνει την ακρίβεια των λογαριασμών κίνησης της πίστωσης και αναγνωρίζει το χρεωστικό τους υπόλοιπο. Επίσης, στην από 28-1-2011 πρόσθετη πράξη τροποποίησης της ένδικης σύμβασης, ρητά συμφωνεί ότι η σύμβαση θα έχει διάρκεια 11 μήνες από την υπογραφή της άνω πρόσθετης πράξης, ήτοι μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου 2011, «λήγουσα όμως μόνον κατόπιν οριστικού κλεισίματος των λογαριασμών εξυπηρέτησης  της πίστωσης και υπό την επιφύλαξη των όρων της σύμβασης πίστωσης περί καταγγελίας, αναστολής ή λήξης της πίστωσης», ήτοι χωρίς αναφορά ότι συμφωνήθηκε η απόδοση του δανείου σε τακτές προσυμφωνημένες τοκοχρεωλυτικές δόσεις. Ενόψει όσων προαναφέρθηκαν δεν αποδεικνύεται ο ισχυρισμός των ανακοπτόντων ότι η ένδικη σύμβαση πίστωσης αφορούσε στην πραγματικότητα τοκοχρεωλυτικό δάνειο και ότι είχε συμφωνηθεί δήλη ημέρα λήξης αυτού. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την ίδια αιτιολογία (όπως συμπληρώνεται με αυτή της παρούσας απόφασης) απέρριψε το δεύτερο λόγο της ανακοπής, δεν έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και ο δεύτερος λόγος της έφεσης με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

7. Κατά το άρθρο 623 Κ.Πολ.Δ, με την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634, μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις, ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Κατά δε την παρ. 3 του άρθρου 626 Κ.Πολ.Δ, στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση ανοίγματος του αλληλόχρεου λογαριασμού, η κίνησή του, το κλείσιμο και το κατάλοιπο αυτού (Α.Π. 368/2019), στην πληρωμή του οποίου, με τις νόμιμες επιβαρύνσεις, υποχρεούται και ο εγγυητής, εκτός αν από την έγγραφη σύμβαση εγγύησης προκύπτει σχετικός περιορισμός της υποχρέωσής του (Α.Π. 368/2019, Α.Π. 370/2012). Η ενοχή δε για το κατάλοιπο, που προκύπτει από το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού, γεννάται ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων κονδυλίων του, όταν ο οφειλέτης αφηρημένως ή υποσχέθηκε, πριν κλείσει ο λογαριασμός, την εξόφληση της οφειλής του από το κατάλοιπο ή αναγνώρισε, αφού έκλεισε ο λογαριασμός ή και πριν το κλείσιμο, την οφειλή αυτή (Α.Π. 1850/2011, Α.Π. 192/2005, Α.Π. 27/2010, Α.Π. 1524/1991, Α.Π. 1226/1982). Αν αναγνωρίσθηκε το κατάλοιπο δεν απαιτείται να αναφέρονται στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής τα σχετικά κονδύλια του λογαριασμού, αλλά αρκεί να γίνεται επίκληση της αναγνώρισης (Α.Π. 1009/2021, Α.Π. 1850/2011, Α.Π. 192/2005, Α.Π. 27/2010, Α.Π. 1524/1991). Στην περίπτωση δε που, κατά το περιοδικό ή ενδιάμεσο κλείσιμο του λογαριασμού αναγνωρίσθηκε από τον οφειλέτη το προσωρινό υπόλοιπο που προέκυψε απ’ αυτό, το υπόλοιπο αυτό αποτελεί το πρώτο κονδύλι του λογαριασμού της νέας περιόδου, με συνέπεια, κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού της νέας περιόδου να μην απαιτείται εκκαθάριση αυτού και παράθεση στην αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής του οριστικού υπολοίπου των κονδυλίων του λογαριασμού για την περίοδο στην οποία αναφέρεται η πιο πάνω αναγνώριση (Α.Π. 1346/2022, www.areiospagos.gr, Α.Π. 1106/1994, Α.Π. 1524/1991, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η συμφωνία μεταξύ του πιστούχου και της πιστοδότριας τράπεζας, ότι το ύψος της οφειλής του πρώτου προς τη δεύτερη θα αποδεικνύεται από απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τελευταίας, είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη (Α.Π. 575/2022, Α.Π. 1251/2020, Α.Π. 1421/2013, Α.Π. 27/2010, www.areiospagos.gr). Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια τούτου βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο (άρθρο 449 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, 14 ν. 1599/1986) και δεν μπορεί να προσδώσει την αποδεικτική αυτή δύναμη μόνη η βεβαίωση της ακρίβειας του αντιγράφου από τον αρμόδιο υπάλληλο της πιστώτριας τραπέζης (Α.Π. 1022/2003). Στην περίπτωση όμως των μηχανογραφικώς τηρουμένων εμπορικών βιβλίων, η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτύπωσης από τον υπάλληλο της τράπεζας, που ενήργησε την εκτύπωση, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο, που έχει στα χέρια της η τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της. Επομένως, στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται περί αντιγράφου (Α.Π. 1094/2006, Α.Π. 1022/2003, Α.Π. 1117/2002). Εξάλλου, η φωτοτυπία αποτελεί ακριβή απεικόνιση του φωτοτυπουμένου εγγράφου. Επικυρωμένη δε φωτοτυπία σημαίνει απεικόνιση του φωτοτυπουμένου εγγράφου και επιπλέον βεβαίωση ότι η απεικόνιση είναι ακριβής. Έτσι, για να αποτελεί η φωτοτυπία αποσπάσματος των βιβλίων της τράπεζας κυρωμένο αντίγραφο εκ του πρωτοτύπου θα πρέπει να υπάρχει α) στο φωτοτυπούμενο έγγραφο (απόσπασμα) που έχει εξαχθεί με εκτύπωση από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή βεβαίωση του υπαλλήλου της τράπεζας που έκανε την εκτύπωση για τη γνησιότητα της εκτυπώσεως και η βεβαίωση αυτή να έχει αποτυπωθεί στη φωτοτυπία και β) στη φωτοτυπία βεβαίωση, προερχόμενη από αρμοδία αρχή ή δικηγόρο, ότι αυτή (φωτοτυπία) είναι ακριβής (Α.Π. 1251/2020, A.Π. 1421/2013, Α.Π. 1094/2006, www.areiospagos.gr). 8. Mε τους τρίτο και τέταρτο λόγους έφεσης, όπως εκτιμώνται από το Δικαστήριο, οι ανακόπτοντες παραπονούνται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επειδή αυτό δεν κήρυξε άκυρη τη διαταγή πληρωμής καίτοι, κατά την έκδοσή της, η απαίτηση που αφορούσε δεν ήταν βεβαία και εκκαθαρισμένη, καθώς α) δεν προσκομίστηκαν με επίκληση πλήρη αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της καθ’ ης, τα οποία να εμφανίζουν την κίνηση των δυο λογαριασμών της πίστωσης καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από το άνοιγμά τους την 1-3-2005 ή από την τελευταία αναγνώριση του καταλοίπου την 1-10-2015 μέχρι την 31-10-2015 και το οριστικό κλείσιμο των λογαριασμών αυτών την 15-5-2017 (τρίτος λόγος) και β) το απόσπασμα κίνησης του υπ’ αριθ. ……………. λογαριασμού, που αποτέλεσε τη βάση για την έκδοσή της, ήταν συνταγμένο εν μέρει (και δη όσον αφορά τις αναφερόμενες λέξεις – τίτλους) στην αγγλική γλώσσα, χωρίς να έχει προσκομιστεί επίσημη μετάφραση των λέξεων αυτών στην ελληνική γλώσσα, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει επαρκώς η αιτιολογία κάθε κίνησης, η χρέωση, η πίστωση και το υπόλοιπο κάθε λογαριασμού εξυπηρέτησης της πίστωσης (τέταρτος λόγος). Οι λόγοι αυτοί, με τους οποίους οι ανακόπτοντες κατ’ ουσία επαναφέρουν αντίστοιχα τους τρίτο και τέταρτο λόγους της ανακοπής τους, που συνέχονται μεταξύ τους και απορρίφθηκαν πρωτόδικα ως αβάσιμοι κατ’ ουσία, είναι νόμιμοι, σύμφωνα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω και κατ’ ουσία.

9. Από τα έγγραφα που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Με την υπ’ αριθ. ……./5/29-7-2005 σύμβαση διευκόλυνσης υπερανάληψης σε δολάρια Η.Π.Α. με τη μορφή ανοιχτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού και τις πρόσθετες πράξεις αυτής, η ανώνυμη τραπεζική εταιρία «………» χορήγησε στην πρώτη ανακόπτουσα, ανώνυμη εταιρία «……….» πίστωση, μέχρι του ποσού των 1.200.000,00 δολαρίων Η.Π.Α, την εκτέλεση της οποίας εγγυήθηκαν, ως εγγυητές, ο …….., ήδη αποβιώσας, και οι λοιποί ανακόπτοντες ………, …….. και …….., δια της υπογραφής της κυρίας σύμβασης και των πρόσθετων πράξεων αυτής. Για την εξυπηρέτηση της σύμβασης αυτής ανοίχτηκαν δύο λογαριασμοί στο όνομα της πιστούχου (υπ’ αριθ. ……… και ……..), οι οποίοι τηρήθηκαν σε δολάρια Η.Π.Α. Το χρεωστικό υπόλοιπο των άνω λογαριασμών την 1-10-2015 ανερχόταν στο ποσό των 0,66 σεντς (0,66 $) για τον υπ’ αριθ. …….. λογαριασμό και σε 1.229.696,22$ δολάρια για τον υπ’ αριθ. ……….. λογαριασμό. Η πιστούχος πρώτη ανακόπτουσα, με τις από 1-10-2015 επιστολές της προς της καθ’ ης τράπεζα, αναγνώρισε το υπόλοιπο των άνω λογαριασμών, δηλώνοντας ότι συμφωνεί απολύτως με τις χρεοπιστώσεις τους, όπως προκύπτουν από τα αντίγραφα κίνησης αυτών που απεστάλησαν από την καθ’ ης τράπεζα. Στις 15-5-2017 η τελευταία, ως είχε δικαίωμα από τη σύμβαση, μετέφερε στον υπ’ αριθ. ………… λογαριασμό το ποσό των 0,02 δολαρίων που αποτελούσε το χρεωστικό υπόλοιπο του υπ’ αριθ. …….. λογαριασμού, και ακολούθως προέβη σε οριστικό κλείσιμο της επίδικης σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό. Από το κλείσιμο αυτό προέκυψε απαίτηση ύψους 1.260.521,58 δολαρίων Η.Π.Α. στον υπ’ αριθ. …… λογαριασμό και μηδενικό υπόλοιπο στον υπ’ αριθ. ……. λογαριασμό. Στο ποσό αυτό δεν περιλαμβάνονται, γιατί δεν λογίσθηκαν κατά νόμο, οι συμβατικοί τόκοι της πίστωσης από 1-1-2016 μέχρι 15-5-2017, οι οποίοι υπολογίστηκαν εξωλογιστικά, ανερχόμενοι στο ποσό των 95.652,88 δολαρίων Η.Π.Α. Στις 15-5-2017 μεταφέρθηκε το κατάλοιπο του υπ’ αριθ. …… λογαριασμού στον υπ’ αριθ. ….. λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης. Την 29-5-2017, η καθ’ ης, επικαλούμενη ότι η πιστούχος και οι εγγυητές δεν είχαν επιδείξει συνέπεια στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους, γνωστοποίησε με επιστολές της προς αυτούς ότι κατήγγειλε τη σύμβαση και έκλεισε τους λογαριασμούς, και ότι το κατά το οριστικό αυτό κλείσιμο το χρεωστικό σε βάρος τους κατάλοιπο ανερχόταν σε 1.260.521,58 δολάρια Η.Π.Α. πλέον τόκων υπολογιζόμενων εξωλογιστικά, ποσού 95.652,88 δολαρίων Η.Π.Α, και συνολικά σε ποσό 1.356.174,46 δολαρίων Η.Π.Α. και κάλεσε τους ανακόπτοντες στην άμεση καταβολή του. Ακολούθως, η καθ’ ης τράπεζα με την από 26-9-2017 αίτησή της ζήτησε την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος των ανακοπτόντων για μέρος της παραπάνω απαίτησης, μέχρι το ποσό των 500.000 δολαρίων Η.Π.Α. Η αίτηση έγινε δεκτή και εκδόθηκε σε βάρος τους η ανακοπτόμενη υπ’ αριθ. ……../2017 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία διατάσσονται οι ανακόπτοντες να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος στην καθ’ ης το παραπάνω ποσό, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το κείμενο της αίτησης για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αλλά και από την ίδια τη διαταγή πληρωμής, προσκομίστηκαν αντίγραφα της κίνησης και καρτελών των λογαριασμών που τηρήθηκαν προς το σκοπό εξυπηρέτησης της σύμβασης, εξαχθέντα ως αποσπάσματα από τα μηχανογραφικά τηρούμενα εμπορικά βιβλία της τράπεζας που εκτυπώθηκαν από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αυτής, από 1-10-2015 μέχρι 16-5-2017, τα οποία φέρουν βεβαίωση του γνησίου της εκτύπωσης από τους υπαλλήλους της ……….. και ………., καθώς και οι από 1-10-2015 επιστολές αναγνώρισης του υπολοίπου των λογαριασμών αυτών, όπως ανέρχονταν κατά την 1-10-2015, από την πρώτη ανακόπτουσα, και μάλιστα τα αποσπάσματα αυτά είναι στην ελληνική γλώσσα. Από τα αποσπάσματα αυτά προκύπτει επαρκώς η αιτιολογία κάθε κίνησης, η χρέωση, η πίστωση και το υπόλοιπο κάθε λογαριασμού εξυπηρέτησης της ένδικης σύμβασης πίστωσης έως και το οριστικό κλείσιμο των λογαριασμών την 15-5-2017. Ειδικότερα, από τα άνω αποσπάσματα προκύπτει ότι έχει καταχωρηθεί αναλυτικά η κίνηση του κάθε λογαριασμού, με παράθεση των επιμέρους χρεοπιστώσεων ανά ημερομηνία, ποσό και αιτιολογία εκάστου κονδυλίου, τα οποία σε κάθε περίπτωση δεν αμφισβητούνται ειδικά από τους ανακόπτοντες. Εφόσον μάλιστα προσκομίστηκαν οι από 1-10-2015 επιστολές της πιστούχου πρώτης ανακόπτουσας με τις οποίες αναγνωρίστηκε υπόλοιπο 1.229.696,22$ και 0,66 δολαρίων την 1-10-2015 στους υπ’ αριθ. ……… και …….. αντίστοιχα λογαριασμούς που τηρήθηκαν προς το σκοπό εξυπηρέτησης της σύμβασης, δεν απαιτούνταν η παράθεση των κονδυλίων των χρεωπιστώσεων για το διάστημα από το άνοιγμα των λογαριασμών μέχρι την 1-10-2015 (Α.Π. 1346/2022, Εφ.Αθ. 409/2022, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), όπως δεν απαιτούνταν και για το μετέπειτα διάστημα έως την 31-10-2015, αφού στην κίνηση των άνω λογαριασμών κατά την τελευταία ημερομηνία εμφανίζονται τα ίδια άνω χρεωστικά υπόλοιπα της 1-10-2015, τα οποία απλώς μεταφέρονται στην κίνηση και στις καρτέλες των λογαριασμών αυτών ως πρώτα κονδύλια του επομένου ημερολογιακού μηνός, σύμφωνα με τον όρο 4.2 της ένδικης σύμβασης πίστωσης. Η αποδεικτική δύναμη των άνω αποσπασμάτων δεν αναιρείται από το γεγονός ότι περιέχουν τις αναφερόμενες στην ανακοπή λέξεις – τίτλους στην αγγλική γλώσσα, καθώς με τον όρο 14.8 της σύμβασης οι ανακόπτοντες είχαν ρητά συμφωνήσει ότι «όλες οι βεβαιώσεις, τα επίσημα έγγραφα και τα άλλα έγγραφα που θα παραδίδονται στο πλαίσιό της ή θα παρέχονται σε σχέση με την παρούσα σύμβαση ή με οποιαδήποτε από τα άλλα έγγραφα ασφάλειας, θα είναι στην ελληνική ή στην αγγλική γλώσσα (ή σε τέτοια άλλη γλώσσα, όπως η τράπεζα συμφωνεί) ή θα συνοδεύονται από επικυρωμένη μετάφραση στην αγγλική, επί της οποίας η τράπεζα θα δικαιούται να στηρίζεται». Μετά ταύτα δεν αποδεικνύεται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε ενώ η απαίτηση που αφορούσε δεν ήταν βεβαία και εκκαθαρισμένη και οι τρίτος και τέταρτος λόγοι έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

10. Κατόπιν τούτων, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά ουσιαστική παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός της (άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ), πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., 63 παρ. 1iβ, 68 παρ. 1, 69 ν. 4194/2013 «Κώδικα περί δικηγόρων»). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου που κατέθεσαν οι ηττηθέντες εκκαλούντες κατά την άσκηση της έφεσης (άρθρο 495 παρ. 3Α’ εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 26-2-2020 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ …/3-3-2020 και ΓΑΚ … και ΕΑΚ ΕΦΕΤΕΙΟΥ …/13-7-2020 έφεση κατά της 1138/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Δέχεται την άνω έφεση τυπικά και απορρίπτει αυτή κατ’ ουσία.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του με κωδικό αριθμό ……… /2020 παράβολου του Δημοσίου, που κατατέθηκε από τους εκκαλούντες κατά την άσκηση της έφεσης.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννέα χιλιάδων (9.000,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 21η Μαρτίου 2024 και δημοσιεύθηκε στις  29 Μαρτίου 2024, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

           Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ