Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 162/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός    162/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «……..», η οποία εδρεύει στην ……. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, από την πληρεξουσία δικηγόρος της Μαρία Αρβανίτη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, από την πληρεξουσία δικηγόρος του Ειρήνη Ανδρουλάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Ο εκκαλών – εφεσίβλητος, ……., άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 25.08.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ……../30.08.2021 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1159/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που τη δέχθηκε κατά ένα μέρος κατ’ ουσίαν.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερες οι αντίδικες πλευρές και, συγκεκριμένα, η εναγόμενη ναυτιλιακή εταιρία με την από 17.06.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ……/20.06.2022 έφεση και ο ενάγων με την από 12.01.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου ………/12.01.2023 έφεση, δικάσιμος για την εκδίκαση αμφοτέρων των οποίων ορίστηκε αρχικώς η 16.3.2023 και κατόπιν αναβολής αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω δικογράφων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, τα οποία συνεκφωνήθηκαν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι προαναφερθείσες πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δηλώσεις τους του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες α) από 17.06.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……/20.06.2022 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../22.06.2022 έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης [Α έφεση] και β) από 12.01.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……../12.01.2023 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……/13.01.2023 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος [Β έφεση], που στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 1159/2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 25.08.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ………/30.08.2021 αγωγή του δευτέρου κατά της πρώτης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 11.04.2022, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε, οι ένδικες εφέσεις, αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄ του N.2172/1993), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω, κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.

ΙΙ. Mε την ένδικη αγωγή του, και κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, ο ενάγων ……., ισχυρίστηκε ότι, κατόπιν συμβάσεων ναυτικής εργασίας που κατήρτισε με την εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία “……..”, ναυτολογήθηκε διαδοχικά τρεις (3) φορές με την ειδικότητα του ναύτη και απασχολήθηκε, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, χρονικά διαστήματα, εντός της χρονικής περιόδου από  28-1-2019 έως 5/7/2021, στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίο BS2, Νηολογίου Πειραιά με αριθμό ……., ΙΜΟ ……., κοχ 16.172,24, αντί των προβλεπομένων από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) για τα μέλη των πληρωμάτων των  Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων μηνιαίου μισθού και επιδομάτων. Ο ίδιος ισχυρίσθηκε περαιτέρω ότι, ενόψει των ανωτέρω συμβάσεων, ναυτολογήθηκε και εργάσθηκε καθόλα τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, με την ειδικότητα του ναύτη, παρείχε δε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο, που εκτελούσε καθημερινά κατά τον ένδικο χρόνο, τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο δρομολόγια μεταξύ ελληνικών λιμένων, εργαζόμενος ημερησίως επί δέκα τέσσερις [14] ώρες. Με βάση τα περιστατικά αυτά και υποστηρίζοντας περαιτέρω ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των αποδοχών του που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις ημέρες Κυριακής, Σαββάτου και αργιών, το σύνολο των αναλογούντων στο χρόνο εργασίας του δώρων εορτών, καθώς επίσης και χωρίς να λάβει τις δικαιούμενες από αυτόν διανυκτερεύσεις, ζητούσε ο ενάγων, με την επίκληση κυρίως των εργασιακών του συμβάσεων και επικουρικώς των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων και, όπως το αρχικώς συνολικά καταψηφιστικό αίτημά του (κατόπιν παραδεκτής και δη δια δηλώσεως της πληρεξουσίας του δικηγόρου που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και δια των εγγράφων προτάσεων παραιτήσεως από το αίτημα καταβολής του ποσού των ευρώ 2.683,53 που αξίωνε ως αποζημίωση απολύσεως) παραδεκτώς περιορίστηκε πρωτοδίκως σε εν μέρει αναγνωριστικό, να του επιδικαστεί το συνολικό χρηματικό ποσό των 34.601,41 και, συγκεκριμένα, αφενός μεν αναγνωριστικώς, το ποσό των ευρώ 8.829,95 για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, το ποσό των ευρώ 3.318,70 για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, το ποσό των ευρώ 766,78 για αποζημίωση λόγω μη χορήγησης των δικαιούμενων διανυκτερεύσεων εκτός του πλοίου, το ποσό των ευρώ 904,985 για διαφορά εορταστικού επιδόματος Πάσχα έτους 2019, το ποσό των ευρώ 2.451,07 για διαφορά εορταστικού επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2019, το ποσό των ευρώ 600,00 για διαφορά εορταστικού επιδόματος Πάσχα έτους 2020 και το ποσό των ευρώ 429,22 για διαφορά εορταστικού επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2021 και συνολικά το ποσό των ευρώ 17.300,705 νομιμοτόκως από της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του, ήτοι από την 05-07-2021, άλλως από της επιδόσεως της ένδικης αγωγής, με το νόμιμο τόκο επιδικίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 346 ΑΚ, αφετέρου δε καταψηφιστικώς, το ποσό των ευρώ 8.829,95 για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, το ποσό των ευρώ 3.318,70 για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, το ποσό των ευρώ 766,78 για αποζημίωση λόγω μη χορήγησης διανυκτέρευσης εκτός του πλοίου, το ποσό των ευρώ 904,985 για διαφορά εορταστικού επιδόματος Πάσχα έτους 2019, το ποσό των ευρώ 2.451,07 για διαφορά εορταστικού επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2019, το ποσό των ευρώ 600,00 για διαφορά εορταστικού επιδόματος Πάσχα έτους 2020 και το ποσό των ευρώ 429,22 για διαφορά εορταστικού επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2021 και συνολικά το ποσό των ευρώ 17.300,705, νομιμοτόκως  ως άνω. Ζητούσε τέλος, να υποχρεωθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ’ αριθμ. 1159/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία αφού έγινε δεκτή, ως νόμιμη η ένδικη αγωγή, κατά την κύρια βάση της, ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648 επ. ΑΚ, 1, 2, 53, 54, 57, 60, 84 του Ν. 3816/1958 περί Κ.Ι.Ν.Δ., άρθρο μόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82. «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ ΒΊ/1982), της ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων έτους 2019, που κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12-8-2019), καθώς και των άρθρων 70, 176, 907 και 908 ΚΠολΔ, πλην του επιμέρους αιτήματος περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής κατά το αναγνωριστικό της μέρος και απορρίφθηκε ως μη νόμιμη κατά την επικουρική της βάση, ήτοι καθό μέρος επιχειρείται όπως θεμελιωθεί στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, ακολούθως η ένδικη αγωγή έγινε δεκτή ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της και [Α] υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα (i) το ποσό των ευρώ 4.505,39 ως υπόλοιπο οφειλομένης αμοιβής του για υπερωριακή αυτού απασχόληση κατά τις 362 καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής που εργάσθηκε, καθώς επίσης και το ποσό των ευρώ 2.109,36, ως υπόλοιπο οφειλομένης αμοιβής του για υπερωριακή απασχόληση αυτού κατά τις 74 ημέρες Σαββάτου και αργιών που εργάσθηκε, διότι κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, ο ενάγων εργαζόταν επί δώδεκα [12] ώρες ημερησίως, απορριφθείσας της αγωγής ως αβάσιμης στην ουσία της καθό μέρος ο ενάγων αξίωνε αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση δέκα τεσσάρων [14] ωρών και αφού δέχθηκε ως εν μέρει βάσιμο στην ουσία του ισχυρισμό της εναγομένης περί μερικής καταβολής της εν λόγω απαίτησης για το ποσό των ευρώ 8.092,21 όσον αφορά την υπερωριακή εργασία του ενάγοντος κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής και για το ποσό των ευρώ 7.161,36 όσον αφορά την υπερωριακή εργασία του ενάγοντος κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, (ii) το ποσό των ευρώ 1.484,27 ως αποζημίωση λόγω μη χορήγησης των νομίμων διανυκτερεύσεων στον ενάγοντα, αφού κατά το αποδεικτικό της πόρισμα ο ενάγων, κατά το επίδικο διάστημα εργασίας του εδικαούτο είκοσι οκτώ [28] διανυκτερεύσεις και αφού δέχθηκε, ως εν μέρει, βάσιμο στην ουσία του ισχυρισμό της εναγομένης περί καταβολής, έναντι της εν λόγω απαίτησης αποζημίωσης, ποσού ευρώ 49,29, (iii) το ποσό των ευρώ 556,29, για αναλογία επιδόματος Πάσχα έτους 2019, αφού δέχθηκε ως βάσιμο στην ουσία του ισχυρισμό της εναγομένης περί καταβολής, έναντι της εν λόγω απαίτησης, του ποσού των ευρώ 1.041,46, το ποσό των ευρώ 1.565,97 για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2019, αφού δέχθηκε ως βάσιμο στην ουσία του ισχυρισμό της εναγομένης περί καταβολής, έναντι της εν λόγω απαίτησης, του ποσού των ευρώ 2.241,96, το ποσό των ευρώ 388,85 για αναλογία επιδόματος Πάσχα έτους 2020, αφού δέχθηκε ως βάσιμο στην ουσία του ισχυρισμό της εναγομένης περί καταβολής, έναντι της εν λόγω απαίτησης, ποσού ευρώ 669,83 και το ποσό των ευρώ 243,68 για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2020, αφού δέχθηκε ως βάσιμο στην ουσία του ισχυρισμό της εναγομένης περί καταβολής, έναντι της εν λόγω απαίτησης, ποσού ευρώ 423,20, αφού δε απέρριψε ως αόριστο τον επικουρικώς προβληθέντα ισχυρισμό της εναγομένης περί συμψηφισμού των ενδίκων απαιτήσεων του ενάγοντος με οποιαδήποτε ποσά ο ενάγων έλαβε για την εργασία του στο επίδικο πλοίο [α] υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 10.136,32 ως υπόλοιπο οφειλομένης αμοιβής του για υπερωριακή απασχόληση αυτού κατά τις καθημερινές ημέρες, ημέρες Κυριακής, Σαββάτου και αργιών, ως διαφορά αναλογίας επιδομάτων εορτών ετών 2019, 2020 και 2021, καθώς επίσης και το ποσό των ευρώ 766,78 για αποζημίωση για μη χορηγηθείσα διανυκτέρευση, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 06.07.2021, ήτοι την επομένη ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεως του ενάγοντος έως την εξόφληση, πλην του επιμέρους κονδυλίου των 243,68 ευρώ που αφορά διαφορά αναλογίας επιδόματος Χριστουγέννων 2021, το οποίο επεδίκασε με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 01.01.2022 και [β] αναγνώρισε ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα, επιπλέον των ανωτέρω ποσών, το ποσό των ευρώ 717,49, ως αποζημίωση για μη χορηγηθείσα διανυκτέρευση, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 06.07.2021, ήτοι την επομένη ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεως του ενάγοντος έως την εξόφληση. Περαιτέρω, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 5.000 ευρώ και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα μέρος της δικαστικής του δαπάνης και δη το ποσό των ευρώ 450. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τόσο ο ενάγων όσο και η εναγομένη, ως εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη τους, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της ως άνω απόφασης, με τις συνεκδικαζόμενες με την παρούσα απόφαση εφέσεις τους. Ειδικότερα: 1) Η εναγόμενη άσκησε την υπό στοιχείο Α έφεσή της, με την οποία πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση, για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αναφορικά με την κρίση του α) επί του κονδυλίου της διαφοράς της αμοιβής της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, ως προς το οποίο (κονδύλιο) με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι, εάν είχαν εκτιμηθεί ορθά τα προσαχθέντα από την ίδια αποδεικτικά μέσα, που κατονομάζει και είχαν ληφθεί υπόψη οι ισχυρισμοί που επίσης παραθέτει στην έφεση της, θα είχε γίνει δεκτό ότι αυτός (ενάγων) δεν εργαζόταν υπερωριακά επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως και σε κάθε περίπτωση, η καταβληθείσα στον ενάγοντα υπ’ αυτής υπερωριακή αμοιβή κάλυπτε πλήρως την τυχόν υπερωριακή του απασχόληση, ώστε να μην τίθεται θέμα καταβολής επί πλέον υπερωριακής αμοιβής, β) επί του γενομένου ως εν μέρει δεκτού ως κατ’ ουσίαν βασίμου κονδυλίου αποζημίωσης λόγω μη χορήγησης άδειας διανυκτέρευσης εκτός του πλοίου, ως προς το οποίο (κονδύλιο) με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι, εάν είχε εκτιμηθεί ορθά η ένορκη κατάθεση του υπ’ αυτής εξετασθέντος μάρτυρος θα είχε γίνει δεκτό ότι αυτός (ενάγων) ελάμβανε άπαξ μηνιαίως άδεια διανυκτέρευσης και γ) επί των γενομένων ως εν μέρει δεκτών ως κατ’ ουσίαν βασίμων κονδυλίων δώρων εορτών ετών 2019, 2020 και 2021, ως προς τα οποία (κονδύλια) με τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης ειδικότερα ισχυρίζεται ότι υπολογίσθηκαν εσφαλμένα επί τη βάσει, συμπεριληφθέντος σ’ αυτά μη ανταποκρινόμενο στην πραγματικότητα, ποσού ως μέσου όρου αμοιβής του ενάγοντος για υπερωριακή αυτού απασχόληση, κονδύλια, επιπροσθέτως δε η εν λόγω αξίωση του ενάγοντος έχει πλήρως εξοφληθεί. Ζητά δε με την έφεσή της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως και την εξαρχής αναδίκαση της υπόθεσης, ούτως ώστε ν’ απορριφθεί στο σύνολό της η, σε βάρος της ασκηθείσα, ανωτέρω  αγωγή και να καταδικασθεί ο ενάγων στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. 2) Ο ενάγων άσκησε κατά της ως άνω απόφασης την ανωτέρω, υπό στοιχείο Β,  έφεσή του, με την οποία πλήττει αυτήν για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες εκτιμώμενες, ανάγονται σε πλημμελή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με την κρίση του επί α) του αγωγικού κονδυλίου της διαφοράς της αμοιβής του για παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερωριακή εργασία και συγκεκριμένα, με τον πρώτο λόγο έφεσης (i) κατά το πρώτο σκέλος του, όσον αφορά τα αποδεικτικά πορίσματα της εκκαλουμένης αποφάσεως επί των ωρών της ημερήσιας απασχόλησής του στο πλοίο της εναγομένης, κατά το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών του σ’ αυτό, σύμφωνα με τα οποία εργαζόταν καθημερινά επί δώδεκα [12] ώρες και όχι επί δέκα τέσσερις [14] ώρες, όπως ισχυρίσθηκε με την αγωγή του, με αποτέλεσμα το ως άνω κονδύλιο να γίνει εν μέρει δεκτό ως κατ’ ουσίαν βάσιμο, (ii) κατά το δεύτερο σκέλος του διότι, εσφαλμένως δια της εκκαλουμένης αποφάσεως, έγινε δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της ένσταση μερικής καταβολής της, αναλογούσας σε αυτόν, αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής κατά το επιμέρους ποσό των ευρώ 8.092,21, αντί του ποσού των ευρώ 8.012,18, το οποίο πράγματι του κατεβλήθη για την εν λόγω αιτία, όπως επίσης εσφαλμένως δια της εκκαλουμένης αποφάσεως, έγινε δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της ένσταση μερικής καταβολής της, αναλογούσας σε αυτόν, αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, κατά το επιμέρους ποσό των ευρώ 7.161,36, αντί του ποσού των ευρώ 6.487,95 το οποίο πράγματι του κατεβλήθη για την εν λόγω αιτία, β) επί των επίσης γενομένων εν μέρει δεκτών ως κατ’ ουσίαν βασίμων κονδυλίων επιδομάτων εορτών ετών 2019, 2020 και 2021, με τον δεύτερο λόγο έφεσης κατά το πρώτο σκέλος του, όσον αφορά στον τρόπο υπολογισμού από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του ποσού, το οποίο έγινε δεκτό ότι του οφείλεται ως τέτοια αμοιβή, διότι, όπως διατείνεται, τούτο υπολογίσθηκε εσφαλμένα επί τη βάσει μικρότερων συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, συμπεριληφθέντος σ’ αυτό, χαμηλότερου ποσού ως μέσου όρου της αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση σε σχέση με το πράγματι οφειλόμενο, καθώς επίσης δεν συνυπολογίσθηκε και το επίδομα ιματισμού, κατά το δεύτερο σκέλος του, διότι εσφαλμένως, αφού έκανε δεκτή ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της σχετική ένσταση μερικής καταβολής της εναγομένης, δέχθηκε ότι έναντι Δώρου Πάσχα 2019 του κατεβλήθη το ποσό των 1.041,46 ευρώ, αντί του ορθού ποσού ευρώ 998,95, ενόψει του ότι η διαφορά μεταξύ των εν λόγω ποσών ήτοι το ποσό των ευρώ (1.041,46 μείον 998,95=) 42,51 του κατεβλήθη για άλλη αιτία και δη ως αναλογία του εν λόγω επιδόματος χρονικής περιόδου 1/1/2019 έως 4/1/2019, η οποία δεν συμπεριλαμβάνονται στη αγωγή και γ) του αγωγικού αιτήματος περί επιδίκασης νομίμων τόκων επί των ενδίκων απαιτήσεών του, το οποίο κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 346 ΑΚ και κατά πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων απορρίφθηκε υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, εφόσον με αυτήν δεν επιδικάσθηκαν νόμιμοι τόκοι (επιδικίας) όπως αξίωνε ο ενάγων αλλά τόκοι υπερημερίας. Ζητείται δε, με την εν λόγω έφεση, η μεταρρύθμιση της ως άνω απόφασης, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια αυτής που βλάπτουν τον εκκαλούντα, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και αναδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του ως κατ’ ουσίαν βάσιμη.

IV. Από την περιεχομένη στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση ένορκη κατάθεση του μάρτυρος της εναγομένης, ……….  , την περιεχομένη στη με αριθμό ../12-11-2021 ένορκη, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, βεβαίωση του μάρτυρος ………, η οποία ελήφθη με την επιμέλεια του ενάγοντος και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ, κλήτευσης της αντιδίκου του, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. …../9-11-2021 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας ………, οι ένορκες καταθέσεις των οποίων εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας των μαρτυρούντων, καθώς και το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατά τα άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ, αλλά και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκαν όλες στον Πειραιά, μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία “……….”, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου «BS2», με αριθμό νηολογίου Πειραιά ….., κ.ο.χ. 16.172,24 και του ενάγοντος, ……, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του, με αριθμό μητρώου ΑΑ …….., ναυτικού φυλλαδίου, ο ενάγων ναυτολογήθηκε, με την ειδικότητα του ναύτη, στο ως άνω πλοίο και παρείχε τις υπηρεσίες του κατά τα χρονικά διαστήματα από 01.2019 έως 09.08.2019 (οπότε και απολύθηκε λόγω αδείας), από 07.09.2019 έως 02.03.2020 (οπότε η σύμβασή του λύθηκε αμοιβαία συναινέσει αυτού και του πλοιάρχου) και από 28.05.2021 έως 05.07.2021 (οπότε η σύμβασή του λύθηκε αμοιβαία συναινέσει αυτού και του πλοιάρχου). Η διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο και οι λόγοι της κάθε φορά λύσεως της εργασιακής του σύμβασης, συνιστούν παραδοχές και της εκκαλουμένης απόφασης, που δεν πλήττονται από τους διαδίκους με τις ένδικες εφέσεις. Επιπροσθέτως, απεδείχθη ότι, καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων τέσσερις έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας την 28.01.2019, την 19.11.2019, την 09.12.2019, την 03.01.2020 και την 28.05.2021. Με τις εν λόγω συμβάσεις δε, συμφωνήθηκε ότι, ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος θα ανήρχετο στο ποσό των ευρώ 3.294,74, 3.057,04, 3.057,04, 3.360,63  και 3.360,63, αντίστοιχα, ότι αυτός θα ήταν «κλειστός» και σε αυτόν θα συμπεριλαμβάνονταν ο βασικός μισθός, το επίδομα Κυριακών, του επίδομα Σαββάτων και αργιών, το επίδομα αδείας και τροφοδοσίας, το επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρείας καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας. Επί όλων των συμβάσεων ναυτολόγησης του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, τυγχάνει εφαρμογής, όσον αφορά τις αποδοχές και τους εν γένει όρους παροχής της εργασίας η Σ.Σ.Ν.Ε. των μελών των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, που υπογράφηκε στις 8.7.2019,  κυρώθηκε στις 24.7.2019 με την υπ’αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β΄ 3170) στις 12.8.2019, όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς η σχετική κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου να πλήττεται από τους διαδίκους με τις  ένδικες εφέσεις. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της ως άνω εφαρμοζομένης ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με το εδάφιο 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ. 328/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 § 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση, κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες, αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που, κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ της ιδίας ΣΣΝΕ, υπολογίζεται ως πηλίκο της διαίρεσης του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 § 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Κατά την ίδια ΣΣΝΕ (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 § 2) ο ενάγων έπρεπε να λαμβάνει μηνιαίως: Ως μισθό ενεργείας του ναύτη το ποσό των 1.204,77 ευρώ, ως επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας το ποσό των 265,05 ευρώ, ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας το ποσό των 36,64 ευρώ, ως αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας  το ποσό των 19,98 ευρώ την ημέρα και μηνιαίως το ποσό των 599,40 ευρώ (19,98 ευρώ Χ 30) και ως αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας, το ποσό των 433,95 ευρώ [(μισθός ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδομα Κυριακών  265,05 ευρώ: 22) =  66,81 +19,98 ευρώ =) 86,79 Χ 5 ημέρες (ενόψει του ότι ο ενάγων είχε τουλάχιστον διετή θαλάσσια προϋπηρεσία)= 433,95 ευρώ] και συνολικά το ποσό των ευρώ 2.539,81 πλέον επιδόματος ιματισμού το ποσό των ευρώ 58,78. Με την ίδια ΣΣΝΕ το ωρομίσθιο του ναύτη καθορίσθηκε στο χρηματικό ποσό των 6,96 ευρώ και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε 8,70 ευρώ και σε 10,44 ευρώ, αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος κατά τις ναυτολογήσεις του στο ανωτέρω πλοίο, κατά το επίδικο διάστημα, ανέρχονταν στο ποσό των ευρώ 2.539,81, πλέον επιδόματος ιματισμού το ποσό των ευρώ 58,78. Επιπλέον, όπως αποδεικνύεται από τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του ενάγοντος, η εναγόμενη του κατέβαλε για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησής του στο εν λόγω πλοίο κατ’ αποκοπήν αμοιβή για υπερωριακή εργασία για τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και δη το ποσό των ευρώ 467,61 κατά τους μήνες Φεβρουάριο, Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο και Ιούλιο έτους 2019, το ποσό των ευρώ 467,62 τον μήνα Ιούνιο 2019, το ποσό των ευρώ 476,96 τους μήνες Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2019 και το ποσό των ευρώ 476,97 τον μήνα Ιούνιο 2021. Αμοιβή δε για υπερωριακή εργασία κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών του καταβάλλονταν και κατά τους υπόλοιπους μήνες κατά τους οποίους απασχολήθηκε για χρόνο μικρότερο του μηνός. Προσθέτως, από τα αυτά ως άνω έγγραφα της μισθοδοσίας του ενάγοντος, προκύπτει ότι, η εναγόμενη του κατέβαλε, επιπλέον των προαναφερθέντων, παγίως κάθε μήνα των χρονικών περιόδων των ναυτολογήσεών του στο πλοίο, για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησής του στο εν λόγω πλοίο, αμοιβή για υπερωριακή εργασία για τις καθημερινές ημέρες και τις ημέρες Κυριακής, το οποίο ανήρχετο σε ευρώ 605,94 κατά τους μήνες Φεβρουάριο, Μάρτιο, Μάιο, Ιούλιο 2019, το οποίο αναλογεί σε (605,94 δια 8,70 αμοιβή ανά ώρα υπερωρίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές=) 69,648 ώρες, ήτοι ημερησίως σε (69,648 δια 30 ημέρες=) 2,321 ώρες, το ποσό των ευρώ 605,95 κατά τους μήνες Απρίλιο, Ιούνιο έτους 2019, το οποίο αναλογεί σε (605,95 δια 8,70 αμοιβή ανά ώρα υπερωρίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές=) 69,649 ώρες, ήτοι ημερησίως σε (69,649 δια 30 ημέρες=) 2,322 ώρες, το ποσό των ευρώ 618,06 τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2019 και Φεβρουάριο έτους 2020, το οποίο αναλογεί σε (618,06 δια 8,70 αμοιβή ανά ώρα υπερωρίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές=) 71,041 ώρες, ήτοι ημερησίως σε (71,041 δια 30 ημέρες=) 2,368 ώρες, το ποσό των ευρώ 510,11 τον μήνα Νοέμβριο 2019, το οποίο αναλογεί σε (510,11 δια 8,70 αμοιβή ανά ώρα υπερωρίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές=) 58,620 ώρες, ήτοι ημερησίως σε (58,620  δια 30 ημέρες=) 1,954 ώρες, το ποσό των ευρώ 348,20 τον μήνα Δεκέμβριο 2019, το οποίο αναλογεί σε (348,20 δια 8,70 αμοιβή ανά ώρα υπερωρίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές=) 40,023 ώρες, ήτοι ημερησίως σε (40,023   δια 30 ημέρες=) 1,334 ώρες, το ποσό των ευρώ 600,07 τον μήνα Ιανουάριο έτους 2020, το οποίο αναλογεί σε (600,07 δια 8,70 αμοιβή ανά ώρα υπερωρίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές=) 68,973 ώρες, ήτοι ημερησίως σε (68,973 δια 31 ημέρες=) 2,249 ώρες και το ποσό των ευρώ 618,05 τον μήνα Ιούνιο 2021, το οποίο αναλογεί σε (618,05  δια 8,70 αμοιβή ανά ώρα υπερωρίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές=) 71,040 ώρες, ήτοι ημερησίως σε (71,040δια 30 ημέρες=) 2,368 ώρες. Αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής κατέβαλε η εναγομένη στον ενάγοντα και κατά τους μήνες που αυτός απασχολήθηκε στο ανωτέρω πλοίο για χρόνο μικρότερο του μηνός. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, κατά το επίδικο διάστημα, το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε τα ακόλουθα τακτικά δρομολόγια: [Α] κατά το χρονικό διάστημα από 28.1.2019 έως 14.2.2019: Κάθε Τετάρτη, απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά (όπου είχε καταπλεύσει την ίδια ημέρα και ώρα 08.05) ώρα 19.00 για Σύρο (αφ. 22.50 – αναχ. 23.10), Πάτμο (αφ. 03.15 ημέρας Πέμπτης – αναχ. 03.35), Λέρο (αφ. 04.35 – αναχ. 04.55), Κάλυμνο (αφ. 05.45 – αναχ. 06.05), Κω (αφ. 07.00 – αναχ. 07.30), Ρόδο (αφ. 10.20 – αναχ. 17.00), Κω (αφ. 20.05 – αναχ. 20.35), Κάλυμνο (αφ. 21.20 – αναχ. 21.40), Λέρο (αφ. 22.30 – αναχ. 22.50), Πάτμο (αφ. 23.40 – αναχ. 23.55) και κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 08.05 ημέρας Παρασκευής, απ’ όπου απέπλεε την ίδια ημέρα ώρα 19.00 για Σύρο (αφ. 22.50 – αναχ. 23.10), Πάτμο (αφ. 03.15 ημέρας Σαββάτου – αναχ. 03.35), Λέρο (αφ. 04.35 – αναχ. 04.55), Κάλυμνο (αφ. 05.45 – αναχ. 06.05), Κω (αφ. 07.00 – αναχ. 07.30) και κατέπλεε στο λιμάνι της Ρόδου ώρα  10.20, απ’ όπου αναχωρούσε ώρα  17.00 της επομένης ημέρας Κυριακής για Κω (αφ. 20.05 – αναχ. 20.35), Κάλυμνο (αφ. 21.20 – αναχ. 21.40), Λέρο (αφ. 22.30 – αναχ. 22.50), Πάτμο (αφ. 23.40 – αναχ. 23.55), Σύρο (αφ. 04.00  ημέρας Δευτέρας– αναχ. 04.20) και κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 08.05 ημέρας Δευτέρας, απ’ όπου απέπλεε την ίδια ημέρα ώρα 19.00 για Σύρο (αφ. 22.50 – αναχ. 23.10), Πάτμο (αφ. 03.15 ημέρας Τρίτης – αναχ. 03.35), Λέρο (αφ. 04.35 – αναχ. 04.55), Κω (αφ. 06.35 – αναχ. 07.05), Ρόδο (αφ. 10.10 – αναχ. 17.00), Κω (αφ. 20.05 – αναχ. 20.35), Λέρο (αφ. 22.15 – αναχ. 22.35), Πάτμο (αφ. 23.35 – αναχ. 23.55) και κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 08.05 ημέρας Τετάρτης, απ’ όπου απέπλεε την ίδια ημέρα ώρα 19.00, εκτελώντας το ανωτέρω τακτικό δρομολόγιο. [Β] κατά το χρονικό διάστημα από 16.3.2019 έως 9.6.2019: Την πρώτη εβδομάδα ημέρα Κυριακή το πλοίο απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 18.00 για Θήρα (αφ. 00.35 της ημέρας Δευτέρας – αναχ. 00.50), Κω (αφ. 05.45 – αναχ. 06.15), Σύμη (αφ. 08.25 – αναχ. 08.40), Ρόδο (αφ. 10.00 – αναχ. 16.00), Σύμη (αφ. 17.00 – αναχ. 17.15), Κώ (αφ. 19.15 – αναχ. 19.45), Θήρα (αφ. 01.10 της ημέρας Τρίτης – αναχ. 01.15), Πειραιά (αφ. 07.45 – αναχ. 18.00), Θήρα (αφ. 00.35 της ημέρας Τετάρτης – αναχ. 00.50), Κω (αφ. 05.45 – αναχ. 06.15), Ρόδο (αφ. 09.00 – αναχ. 16.00), Κώ (αφ. 19.15 – αναχ. 19.45), Θήρα (αφ. 01.10 της ημέρας Πέμπτης – αναχ. 01.25), Πειραιά (αφ. 07.45 – αναχ. 18.00), Βαθύ (αφ. 01.20 της ημέρας Παρασκευής – αναχ. 01.40), Κω (αφ. 05.45 – αναχ. 06.15), Ρόδο (αφ. 09.00 – αναχ. 16.00), Κω (αφ. 18.45 – αναχ. 19.45), Βαθύ (αφ. 23.00 – αναχ. 23.20), Πειραιά όπου κατέπλευσε ώρα 06.40 της ημέρας Σαββάτου και απέπλευσε την ίδια ημέρα ώρα 18.00 για Κω (αφ. 05.00 ημέρα Κυριακής – αναχ. 05.30), Ρόδο (αφ. 08.30 – αναχ. 17.00), Κω (αφ. 20.05 – αναχ. 20.35), Κάλυμνο (αφ. 21.20 – αναχ. 21.40), Λέρο (αφ. 22.30 – αναχ. 22.50), Πάτμο (αφ. 23.40 – αναχ. 23.55) και κατέπλεε ώρα 04.00 της Δευτέρας της δεύτερης εβδομάδας στη Σύρο απ’ όπου απέπλεε ώρα 04.20 για Πειραιά (αφ. 08.05 – αναχ. 19.00), Σύρο (αφ. 22.50 – αναχ. 23.10), Πάτμο (αφ. 03.15 ημέρας Τρίτης – αναχ. 03.35), Λέρο (αφ. 04.35 – αναχ. 04.55), Κω (αφ. 06.35 – αναχ. 07.05), Ρόδο (αφ. 10.10 – αναχ. 17.00), Κω (αφ. 20.05 – αναχ. 20.35), Λέρο (αφ. 22.15 – αναχ. 22.35), Πάτμο (αφ. 23.35 – αναχ. 23.55), Σύρο (αφ. 04.00 ημέρας Τετάρτης– αναχ. 04.20), Πειραιά (αφ. 08.05 – αναχ. 19.00), Σύρο (αφ. 22.50 – αναχ. 23.10), Πάτμο (αφ. 03.15 ημέρας Πέμπτης – αναχ. 03.35), Λέρο (αφ. 04.35 – αναχ. 04.55), Κω (αφ. 06.35 – αναχ. 07.05), Ρόδο (αφ. 10.10 – αναχ. 17.00), Κω (αφ. 20.05 – αναχ. 20.35), Λέρο (αφ. 22.15 – αναχ. 22.35), Πάτμο (αφ. 23.35 – αναχ. 23.55), Σύρο (αφ. 04.00 ημέρας Παρασκευής– αναχ. 04.20), Πειραιά (αφ. 08.05 – αναχ. 19.00), Σύρο (αφ. 22.50 – αναχ. 23.10), Πάτμο (αφ. 03.15 ημέρας Σαββάτου – αναχ. 03.35), Λέρο (αφ. 04.35 – αναχ. 04.55), Κάλυμνο (αφ. 05.55 – αναχ. 06.05), Κω (αφ. 07.00 – αναχ. 07.30), Ρόδο (αφ. 10.20 – αναχ. 17.00), Κω (αφ. 20.05 – αναχ. 20.35) και κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά την επομένη ημέρα Κυριακής ώρα 06.30 απ’ όπου απέπλεε ώρα 18.00, εκτελώντας τα ίδια ως άνω δρομολόγια. [Γ] κατά το χρονικό διάστημα από 10.6.2019 έως 11.7.2019: Την πρώτη εβδομάδα ημέρα Κυριακή το πλοίο απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 21.30 για Θήρα (αφ. 02.55 της ημέρας Δευτέρας – αναχ. 03.20), Κω (αφ. 07.50 – αναχ. 08.30), Σύμη (αφ. 10.30 – αναχ. 10.45), Ρόδο (αφ. 12.00 – αναχ. 16.00), Σύμη (αφ. 17.00 – αναχ. 17.15), Κώ (αφ. 19.15 – αναχ. 19.45), Θήρα (αφ. 00.15 της ημέρας Τρίτης – αναχ. 00.30), Πειραιά (αφ. 06.00 – αναχ. 08.00), Σύρο (αφ. 11.30 – αναχ. 11.50), Μύκονο (αφ. 12.40 – αναχ. 13.45), Σύρο (αφ. 14.35 – αναχ. 15.00), Πειραιά (αφ. 18.30 – αναχ. 21.30), Θήρα (αφ. 02.55 της ημέρας Τετάρτης – αναχ. 03.20), Κω (αφ. 07.50 – αναχ. 08.30), Ρόδο (αφ. 11.10 – αναχ. 16.00), Κώ (αφ. 18.40 – αναχ. 19.10), Θήρα (αφ. 23.40 – αναχ. 23.59), Πειραιά (αφ. 05.30 της επομένης ημέρας Πέμπτης– αναχ. 09.00), Κω (αφ. 02.35 – αναχ. 03.00), Λέρο (αφ. 04.25 – αναχ. 04.45), Πάτμο (αφ. 05.35 – αναχ. 05.55), Σύρο (αφ. 09.20 – αναχ. 09.40), Πειραιά (αφ. 12.55 – αναχ. 18.00), Σύρο (αφ. 21.30 – αναχ. 21.45), Κάλυμνο (αφ. 02.20 της επομένης ημέρας Σαββάτου – αναχ. 02.40), Κω (αφ. 03.40 – αναχ. 04.10), Ρόδο (αφ. 07.10 – αναχ. 09.00), Κω (αφ. 11.35 – αναχ. 12.00), Κατάπολα (αφ. 15.05 – αναχ. 15.25), Πειραιάς (αφ. 20.40 – αναχ. 23.55), Κατάπολα (αφ. 05.30 της επομένης ημέρας Κυριακής – αναχ. 05.50), Πάτμο (αφ. 08.00 – αναχ. 08.20), Λέρο (αφ. 09.20 – αναχ. 09.40), Κω (αφ. 11.10 – αναχ. 11.40), Ρόδο (αφ. 14.30 – αναχ. 17.00), Κω (αφ. 20.05 – αναχ. 20.35), Κάλυμνο (αφ. 21.20 – αναχ. 21.40), Λέρο (αφ. 22.30 – αναχ. 22.50), Πάτμο (αφ. 23.40 – αναχ. 23.55) και κατέπλεε ώρα 04.00 της Δευτέρας της δεύτερης εβδομάδας στη Σύρο απ’ όπου απέπλεε ώρα 04.20 για Πειραιά (αφ. 08.05 – αναχ. 18.00), Σύρο (αφ. 21.50 – αναχ. 22.10), Πάτμο (αφ. 02.15 ημέρας Τρίτης – αναχ. 02.35), Λέρο (αφ. 03.35 – αναχ. 03.55), Κω (αφ. 05.35 – αναχ. 06.05), Ρόδο (αφ. 09.10 – αναχ. 17.00), Κω (αφ. 20.05 – αναχ. 20.35), Λέρο (αφ. 22.15 – αναχ. 22.35), Πάτμο (αφ. 23.35 – αναχ. 23.55), Σύρο (αφ. 04.00 ημέρας Τετάρτης– αναχ. 04.20), Πειραιά (αφ. 08.05 – αναχ. 18.00), Σύρο (αφ. 21.30 – αναχ. 21.50), Πάτμο (αφ. 01.10 ημέρας Πέμπτης – αναχ. 01.40), Λέρο (αφ. 02.40 – αναχ. 03.00), Κω (αφ. 04.30 – αναχ. 05.00), Ρόδο (αφ. 08.00 – αναχ. 10.00), Κω (αφ. 12.40 – αναχ. 13.00), Πειραιά (αφ. 21.00 – αναχ. 23.59), Βαθύ (αφ. 07.20 ημέρας Παρασκευής– αναχ. 07.50), Κω (αφ. 11.10 – αναχ. 11.40), Ρόδο (αφ. 14.30 – αναχ. 18.00), Κω (αφ. 20.45 – αναχ. 21.15), Βαθύ (αφ. 00.25 ημέρας Σαββάτου– αναχ. 00.45), Πειραιά (αφ. 08.00) απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 21.30 της επομένης ημέρας Κυριακής προς εκτέλεση του δρομολογίου της πρώτης εβδομάδας και ακολούθως συνέχιζε τα ανωτέρω τακτικά δρομολόγια [Δ] κατά το χρονικό διάστημα από 12.7.2019 έως 8.9.2019: Κάθε Δευτέρα απέπλεε ώρα 18.00 από το λιμάνι του Πειραιά (στο οποίο είχε καταπλεύσει την ίδια ημέρα ώρα 08.05) για Σύρο (αφ. 21.50 – αναχ. 22.10), Πάτμο (αφ. 02.15 ημέρας Τρίτης – αναχ. 02.35), Λέρο (αφ. 03.35 – αναχ. 03.55), Κω (αφ. 05.35 – αναχ. 06.05), Ρόδο (αφ. 09.10 – αναχ. 17.00), Κω (αφ. 20.05 – αναχ. 20.35), Λέρο (αφ. 22.15 – αναχ. 22.35), Πάτμο (αφ. 23.35 – αναχ. 23.55), Σύρο (αφ. 04.00 ημέρας Τετάρτης– αναχ. 04.20), Πειραιά (αφ. 08.05 – αναχ. 18.00), Σύρο (αφ. 21.30 – αναχ. 21.50), Πάτμο (αφ. 01.10 ημέρας Πέμπτης – αναχ. 01.40), Λέρο (αφ. 02.40 – αναχ. 03.00), Κάλυμνο (αφ. 04.00 – αναχ. 04.20), Κω (αφ. 05.10 – αναχ. 05.40), Ρόδο (αφ. 08.40 – αναχ. 17.00), Κω (αφ. 20.05 – αναχ. 20.35), Κάλυμνο (αφ. 21.20 – αναχ. 21.40), Λέρο (αφ. 22.30 – αναχ. 22.50), Πάτμο (αφ. 23.40 – αναχ. 23.55), Σύρο (αφ. 04.00 ημέρας Παρασκευής– αναχ. 04.20), Πειραιά (αφ. 08.05 – αναχ. 18.00), Σύρο (αφ. 21.30 – αναχ. 21.45), Κάλυμνο (αφ. 02.20 ημέρας Σαββάτου– αναχ. 02.40), Κω (αφ. 03.40 – αναχ. 04.10), Ρόδο (αφ. 07.10 – αναχ. 09.00), Κω (αφ. 11.35 – αναχ. 12.00), Κατάπολα  (αφ. 15.05 – αναχ. 15.24), Πειραιά (αφ. 20.40 – αναχ. 23.55), Κατάπολα (αφ. 05.30 ημέρας Σαββάτου – αναχ. 05.50), Πάτμο (αφ. 08.80 – αναχ. 08.20), Λέρο (αφ. 09.20 – αναχ. 09.40), Κω (αφ. 11.10 – αναχ. 11.40), Ρόδο (αφ. 14.30 – αναχ. 17.00), Κω (αφ. 20.05 – αναχ. 20.35), Κάλυμνο (αφ. 21.20 – αναχ. 21.40), Λέρο (αφ. 22.30 – αναχ. 22.50), Πάτμο (αφ. 23.40 – αναχ. 23.55), Σύρο (αφ. 04.00 ημέρας Δευτέρας– αναχ. 04.20) και κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 08.05 απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 18.00 και συνέχιζε το ανωτέρω τακτικό δρομολόγιο. [Ε] κατά το χρονικό διάστημα από 9.9.2019 έως 31.10.2019: Κάθε Δευτέρα απέπλεε ώρα 19.00 από το λιμάνι του Πειραιά (στο οποίο είχε καταπλεύσει την ίδια ημέρα ώρα 08.05) για Σύρο (αφ. 22.50 – αναχ. 23.10), Πάτμο (αφ. 03.15 ημέρας Τρίτης – αναχ. 03.35), Λέρο (αφ. 04.35 – αναχ. 04.55), Κω (αφ. 06.35 – αναχ. 07.05), Ρόδο (αφ. 10.10 – αναχ. 17.00), Κω (αφ. 20.05 – αναχ. 20.35), Λέρο (αφ. 22.15 – αναχ. 22.35), Πάτμο (αφ. 23.35 – αναχ. 23.55), Σύρο (αφ. 04.00 ημέρας Τετάρτης– αναχ. 04.20), Πειραιά (αφ. 08.05 – αναχ. 19.00), Σύρο (αφ. 22.50 – αναχ. 23.10), Πάτμο (αφ. 03.15 ημέρας Πέμπτης – αναχ. 03.35), Λέρο (αφ. 04.35 – αναχ. 04.55), Κω (αφ. 06.35 – αναχ. 07.05), Ρόδο (αφ. 10.10 – αναχ. 17.00), Κω (αφ. 20.05 – αναχ. 20.35), Λέρο (αφ. 22.15 – αναχ. 22.35), Πάτμο (αφ. 23.35 – αναχ. 23.55), Σύρο (αφ. 04.00 ημέρας Παρασκευής– αναχ. 04.20), Πειραιά (αφ. 08.05 – αναχ. 19.00), Σύρο (αφ. 22.50 – αναχ. 23.10), Πάτμο (αφ. 03.15 της επομένης ημέρας Σαββάτου– αναχ. 03.35), Λέρο (αφ. 04.35 – αναχ. 04.55), Κάλυμνο (αφ. 05.45 – αναχ. 06.05), Κω (αφ. 07.00 – αναχ. 07.35), Ρόδο (αφ. 10.2) απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 17.00 της επομένης ημέρας Κυριακής για Κω (αφ. 20.05 – αναχ. 20.35), Κάλυμνο (αφ. 21.20 – αναχ. 21.40), Λέρο (αφ. 22.30 – αναχ. 22.50), Πάτμο (αφ. 23.40 – αναχ. 23.55), Σύρο (αφ. 04.00 ημέρας Δευτέρας– αναχ. 04.20) και κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 08.05 απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 19.00 και συνέχιζε το ανωτέρω τακτικό δρομολόγιο. [ΣΤ] κατά το χρονικό διάστημα από 1.11.2019 έως 2.3.2020: Κάθε Δευτέρα απέπλεε ώρα 19.00 από το λιμάνι του Πειραιά (στο οποίο είχε καταπλεύσει την ίδια ημέρα ώρα 08.05) για Σύρο (αφ. 22.50 – αναχ. 23.10), Πάτμο (αφ. 03.15 ημέρας Τρίτης – αναχ. 03.35), Λέρο (αφ. 04.35 – αναχ. 04.55), Κω (αφ. 06.35 – αναχ. 07.05), Ρόδο (αφ. 10.10 – αναχ. 17.00), Κω (αφ. 20.05 – αναχ. 20.35), Λέρο (αφ. 22.15 – αναχ. 22.35), Πάτμο (αφ. 23.35 – αναχ. 23.55), Πειραιά (αφ. 08.05 ημέρας Τετάρτης – αναχ. 19.00), Σύρο (αφ. 22.50 – αναχ. 23.10), Πάτμο (αφ. 03.15 ημέρας Πέμπτης – αναχ. 03.35), Λέρο (αφ. 04.35 – αναχ. 04.55), Κάλυμνο (αφ. 05.45 – αναχ. 06.05), Κω (αφ. 07.00 – αναχ. 07.35), Ρόδο (αφ. 10.20 – αναχ.17.00) Κω (αφ. 20.05 – αναχ. 20.35), Κάλυμνο (αφ. 21.20 – αναχ. 21.40), Λέρο (αφ. 22.30 – αναχ. 22.50), Πάτμο (αφ. 23.40 – αναχ. 23.55), Πειραιά (αφ. 08.05 ημέρας Παρασκευής – αναχ. 19.00), Σύρο (αφ. 22.50 – αναχ. 23.10), Πάτμο (αφ. 03.15 ημέρας Σαββάτου – αναχ. 03.35), Λέρο (αφ. 04.35 – αναχ. 04.55), Κάλυμνο (αφ. 05.45 – αναχ. 06.05), Κω (αφ. 07.00 – αναχ. 07.35), Ρόδο (αφ. 10.20), απ’ όπου απέπλεε την επομένη ημέρα Κυριακής ώρα 17.00 για Κω (αφ. 20.05 – αναχ. 20.35), Κάλυμνο (αφ. 21.20 – αναχ. 21.40), Λέρο (αφ. 22.30 – αναχ. 22.50), Πάτμο (αφ. 23.40 – αναχ. 23.55), Σύρο (αφ. 04.00 ημέρας Δευτέρας– αναχ. 04.20) και κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 08.05 απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 19.00 και συνέχιζε το ανωτέρω τακτικό δρομολόγιο. [Ζ] κατά το χρονικό διάστημα από 28.5.2021 έως 6.6.2021: Κάθε Δευτέρα απέπλεε ώρα 19.00 από το λιμάνι του Πειραιά (στο οποίο είχε καταπλεύσει την ίδια ημέρα ώρα 08.05) για Σύρο (αφ. 22.50 – αναχ. 23.10), Πάτμο (αφ. 03.15 ημέρας Τρίτης – αναχ. 03.35), Λέρο (αφ. 04.35 – αναχ. 04.55), Κω (αφ. 06.35 – αναχ. 07.05), Ρόδο (αφ. 10.10 – αναχ. 17.00), Κω (αφ. 20.05 – αναχ. 20.35), Λέρο (αφ. 22.15 – αναχ. 22.35), Πάτμο (αφ. 23.35 – αναχ. 23.55), Σύρο (αφ. 04.00 ημέρας Τετάρτης – αναχ. 04.20), Πειραιά (αφ. 08.05 – αναχ. 19.00), Σύρο (αφ. 22.50 – αναχ. 23.10), Πάτμο (αφ. 03.15 ημέρας Πέμπτης – αναχ. 03.35), Λέρο (αφ. 04.35 – αναχ. 04.55), Κάλυμνο (αφ. 05.55 – αναχ. 06.15), Κω (αφ. 07.00 – αναχ. 07.30), Ρόδο (αφ. 10.20 – αναχ.17.00) Κω (αφ. 20.05 – αναχ. 20.35), Κάλυμνο (αφ. 21.20 – αναχ. 21.40), Λέρο (αφ. 22.30 – αναχ. 22.50), Πάτμο (αφ. 23.40 – αναχ. 23.55), Σύρο (αφ. 04.00 ημέρας Παρασκευής – αναχ. 04.20), Πειραιά (αφ. 08.05 – αναχ. 19.00), Σύρο (αφ. 22.50 – αναχ. 23.10), Πάτμο (αφ. 03.15 ημέρας Σαββάτου – αναχ. 03.35), Λέρο (αφ. 04.35 – αναχ. 04.55), Κάλυμνο (αφ. 05.55 – αναχ. 06.15), Κω (αφ. 07.00 – αναχ. 07.30), Ρόδο (αφ. 10.20), απ’ όπου απέπλεε την επομένη ημέρα Κυριακής ώρα 17.00 για Κω (αφ. 20.05 – αναχ. 20.35), Κάλυμνο (αφ. 21.20 – αναχ. 21.40), Λέρο (αφ. 22.30 – αναχ. 22.50), Πάτμο (αφ. 23.40 – αναχ. 23.55), Σύρο (αφ. 04.00 ημέρας Δευτέρας– αναχ. 04.20) και κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 08.05 απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 19.00 και συνέχιζε το ανωτέρω τακτικό δρομολόγιο. Και [Η] κατά το χρονικό διάστημα από 7.6.2021 έως 5.7.2021: Κάθε Δευτέρα απέπλεε ώρα 18.00 από το λιμάνι του Πειραιά (στο οποίο είχε καταπλεύσει την ίδια ημέρα ώρα 08.05) για Σύρο (αφ. 21.50 – αναχ. 22.10), Πάτμο (αφ. 02.15 ημέρας Τρίτης – αναχ. 02.35), Λέρο (αφ. 03.35 – αναχ. 03.55), Κω (αφ. 05.35 – αναχ. 06.05), Ρόδο (αφ. 09.10 – αναχ. 17.00), Κω (αφ. 20.05 – αναχ. 20.35), Λέρο (αφ. 22.15 – αναχ. 22.35), Πάτμο (αφ. 23.35 – αναχ. 23.55), Σύρο (αφ. 04.00 ημέρας Τετάρτης – αναχ. 04.20), Πειραιά (αφ. 08.05 – αναχ. 18.00), Σύρο (αφ. 21.30 – αναχ. 21.50), Πάτμο (αφ. 01.15 ημέρας Πέμπτης – αναχ. 01.35), Λέρο (αφ. 02.35 – αναχ. 02.55), Κάλυμνο (αφ. 03.55 – αναχ. 04.15), Κω (αφ. 05.05 – αναχ. 05.35), Ρόδο (αφ. 08.35 – αναχ.17.00) Κω (αφ. 20.05 – αναχ. 20.35), Κάλυμνο (αφ. 21.20 – αναχ. 21.40), Λέρο (αφ. 22.30 – αναχ. 22.55), Πάτμο (αφ. 23.50 – αναχ. 00.05 της επομένης ημέρας Παρασκευής), Σύρο (αφ. 04.00 – αναχ. 04.20), Πειραιά (αφ. 08.05 – αναχ. 18.00), Σύρο (αφ. 21.30 – αναχ. 21.50), Κάλυμνο (αφ. 02.30 της επομένης ημέρας Σαββάτου – αναχ. 02.50), Κω (αφ. 03.35 – αναχ. 04.05), Ρόδο (αφ. 06.55 – αναχ. 09.00), Κω (αφ. 11.35 – αναχ. 12.00), Κατάπολα (αφ. 15.10 – αναχ. 15.30), Πειραιά (αφ. 20.55 – αναχ. 23.55), Κατάπολα (αφ. 05.30 της επομένης ημέρας Κυριακής– αναχ. 05.50), Πάτμο (αφ. 08.00 – αναχ. 08.20), Λέρο (αφ. 09.20 – αναχ. 09.40), Κω (αφ. 11.10 – αναχ. 11.40), Κάλυμνο (αφ. 21.20 – αναχ. 21.40), Λέρο (αφ. 22.30 – αναχ. 22.55), Πάτμο (αφ. 23.50 – αναχ. 00.05 της επομένης ημέρας Δευτέρας), Σύρο (αφ. 04.00– αναχ. 04.20) και κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 08.05 απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 18.00 και συνέχιζε το ανωτέρω τακτικό δρομολόγιο. Τα γενικά και ειδικά καθήκοντα και οι λοιπές εργασιακές υποχρεώσεις του ενάγοντος ήταν αυτές που καθορίζονται για την ειδικότητα του ναύτη στον Κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας που ισχύει για τα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία χωρητικότητας μείζονος των πεντακοσίων (500) κόρων (ΒΔ 683/1960, ΦΕΚ Α΄ 158/4.8.1960), στις διατάξεις των άρθρων 62 και 63 του οποίου, ορίζεται ότι, οι ναύτες τελούν υπό τις διαταγές και τον έλεγχο του ναύκληρου και βοηθούν αυτόν και τον υποναύκληρο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους και, ειδικότερα, εκτελούν, αφενός μεν κατά φυλακές (βάρδιες), τις εργασίες πηδαλιούχου, οπτήρα και αγγελιοφόρου γέφυρας, αφετέρου δε εκτός φυλακής (βάρδιας), μεταξύ άλλων, τις εργασίες καθαριότητας και συντηρήσεως του σκάφους και των σωσιβίων μέσων του, όπως και κάθε εργασία σχετική προς την ειδικότητά τους. Επιπλέον, στις διατάξεις των άρθρων 136 § 1 και 137 του ιδίου Κανονισμού ορίζεται ότι: «Οι διηρημένοι εις τας γενικάς εργασίας καταστρώματος άνδρες εργάζονται υπό την επίβλεψιν του Ναυκλήρου και του Υπαναυκλήρου ένδον εις καθαρισμούς, αποσκωρίασιν ελασμάτων, χρωματισμούς, καθαρισμόν των υδροσυλλεκτών και δεξαμενών πρωραίας και πρυμναίας ζυγοσταθμίσεως, προετοιμασίαν των κυτών διά φόρτωσιν ή εκφόρτωσιν, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, εις πρωρατικά έργα, ευθέτισιν των αποθηκών υλικών συντηρήσεως σκάφους και των κυτών προς πρόληψιν μετατοπίσεως, αναμίξεως, βλάβης, φθοράς ή κλοπής του φορτίου πυρκαϊάς, τοποθέτησιν παραφραγμάτων φορτίου και εις πάσαν άλλην εργασίαν της ειδικότητός των, διατασσομένην υπό του Υπάρχου (άρθρο 136 § 1) και ότι: “1. Το προσωπικόν καταστρώματος κατανέμεται κατά τον κατάπλουν, την αγκυροβολίαν, την άπαρσιν και τον απόπλουν επί τη βάσει του οικείου πίνακος διαιρέσεως προσωπικού ως εξής: α) Ο Πλοίαρχος επί της γεφύρας, β) ο Ύπαρχος όπου θεωρείται αναγκαίον, γ) ο Υποπλοίαρχος εις το πρόστεγον μετά του Ναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος, δ) ο Ανθυποπλοίαρχος εις το επίστεγον μετά του Υποναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος…, ε) ο Δόκιμος αξιωματικός επί της γεφύρας διά την διαβίβασιν των παραγγελμάτων, στ) ο Πηδαλιούχος εις το πηδάλιον. 2. Κατά τον κατάπλουν και την αγκυροβολίαν, την μεθόρμισιν ως και την άπαρσιν και τον απόπλουν, δεν τηρούνται αι συνήθεις ώραι εργασίας, αλλά πάντες εργάζονται διά την κανονικήν και ασφαλή αγκυροβολίαν και όρμισιν του πλοίου ή διά την κανονικήν άπαρσιν αυτού και πέραν έτι των ωρών εργασίας, χωρίς τούτο να θεωρήται υπερωρία. Εάν το πλοίον είναι ηγκυροβολημένον εις ανοικτόν όρμον ή εις άλλο αγκυροβόλιον ουχί ασφαλές δύναται κατά την κρίσιν του Πλοιάρχου να εξακολουθήση η εργασία κατά φυλακάς ως εν πλώ” (άρθρο 137). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 146 § 2 του ιδίου ΒΔ «εν όρμω το προσωπικόν καταστρώματος υπό την εποπτείαν και τον έλεγχον του Υπάρχου και υπό την διεύθυνσιν του Ναυκλήρου, ασχολείται εις καθαρισμούς, υποσκωρίασιν ελασμάτων χρωματισμούς, καθαρισμόν υδροσυλλεκτών και δεξαμενών, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, πρωρατικά έργα και εις πάσαν άλλην εργασίαν σκάφους, διατασσομένην υπό του Υπάρχου, συμφώνως προς το ωρολόγιον πρόγραμμα ημερησίας εργασίας εν όρμω, χειμερινόν ή θερινόν, αναλόγως της εποχής του έτους». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, μεταξύ άλλων, πρώτον, ότι στα λιμάνια προσέγγισης του πλοίου το προσωπικό καταστρώματος μετέχει σύσσωμο στις εργασίες κατάπλου (πρόσδεση και αγκυροβολία) και απόπλου (απόδεση και άπαρση) και, δεύτερον, ότι η εργασία αυτή, ακόμα και αν εκτείνεται πέραν του οκταώρου της καθημερινής απασχόλησης των ναυτών, δεν θεωρείται υπερωριακή. Όμως, η τελευταία αυτή ρύθμιση υποχωρεί, καθόσον στη (μεταγενέστερη και ειδικότερη) διάταξη του άρθρου 13 § 1 της ως άνω ΣΣΝΕ, που έχει ισχύ νόμου, ορίζεται αντιθέτως ότι, για όλες τις εργασίες που εκτελούνται στο λιμάνι πέραν των κανονικών εργασίμων ωρών, ο ναυτικός δικαιούται πρόσθετη αμοιβή, επειδή οι εργασίες αυτές, στις οποίες ρητά συμπεριλαμβάνονται και αυτές κατά τον κατάπλου και τον απόπλου, θεωρούνται υπερωριακές (ΜονΕφΠειρ 602/2015, 85/2015, 618/2014, 539/2014, 23/2014, όλες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο ενάγων, με την ένδικη αγωγή του, ισχυρίζεται ότι, κατά την ένδικη περίοδο (από 28.1.2019 έως 9.8.2019, από 7.9.2019 έως 2.3.2020 και από 28.5.2021 έως 5.7.2021) ήτοι επί 59 ημέρες Σαββάτου, 362 ημέρες καθημερινές και Κυριακές και επί 15 ημέρες αργίας, απασχολείτο στο ανωτέρω πλοίο επί δέκα τέσσερις [14] ώρες ημερησίως. Η εναγομένη ήδη από την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία, χωρίς να αμφισβητήσει τον αριθμό ημερών εργασίας του ενάγοντος κατά τις επίδικες περιόδους, με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, αρνήθηκε τον αγωγικό ισχυρισμό περί εργασίας αυτού (ενάγοντος) επί δεκατέσσερις ώρες ημερησίως, ισχυριζόμενη περαιτέρω ότι, στην αμοιβή που κατέβαλε μηνιαίως στον ενάγοντα, συμπεριλαμβάνονταν και αμοιβή για εκτέλεση υπερωριακής εργασίας η οποία είχε υπολογισθεί σύμφωνα με τον πίνακα υπερωριακής αμοιβής του άρθρου 13 της οικείας ΣΣΝΕ, ο οποίος είχε καταρτισθεί και υπογράφει από τις οικείες συνδικαλιστικές ενώσεις εργοδοτών (πλοιοκτητών) και εργαζομένων (ναυτικών), με βάση τις ανάγκες της υπηρεσίας των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων και τις ημέρες και ώρες εργασίας του προσωπικού καταστρώματος και σε κάθε περίπτωση δεν υπερέβαινε, κατά μέσο όρο, τις εννέα – δέκα ώρες. Περαιτέρω, ισχυρίσθηκε ότι, για όσες ώρες εργάσθηκε υπερωριακά ο ενάγων έχει εξοφληθεί, επικαλούμενη δε τους μηνιαίους πίνακες ωρών αναπαύσεως, οι οποίοι συνετάσσοντο, κατά τους ισχυρισμούς της και υπογράφονταν από τον Πλοίαρχο του πλοίου ή τον εξουσιοδοτημένο από αυτόν αξιωματικό και από τον ενάγοντα, ισχυρίσθηκε περαιτέρω ότι ο ενάγων αναπαυόταν, κατ’ ελάχιστο, 14-15 ώρες ημερησίως. Ως προς τις συνθήκες απασχόλησης του ενάγοντος και την ημερήσια διάρκεια της εργασίας του, κατέθεσαν ενόρκως οι μάρτυρες των διαδίκων, οι καταθέσεις των οποίων λαμβάνονται υπόψη κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσεως εκάστου και συνεκτιμώνται ελευθέρως, μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής. Ο μάρτυρας του ενάγοντος, ………….., η κατάθεση του οποίου παραδεκτώς λαμβάνεται υπόψη, χωρίς το γεγονός ότι τυγχάνει αντίδικος της εναγομένης, εκ του λόγου ότι έχει ασκήσει εναντίον της αγωγή, με το ίδιο αντικείμενο, να αποκλείει την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΕφΑθ 3879/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 698/2003 ΑχΝομ 2004.266), όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής του και η οποία (ένορκη κατάθεση εν λόγω μάρτυρα) περιέχεται στην προμνημονευθείσα ένορκη βεβαίωση, ο οποίος εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο με την αυτή ειδικότητα του ναύτη κατά το έτος 2019, κατέθεσε ότι, ο ενάγων εργαζόταν κυρίως ως ναύτης βάρδιας. Περαιτέρω, κατέθεσε ότι, οι ναύτες βάρδιας φυλακής ξεκινούσαν την εργασία του δύο ώρες πριν την έναρξη της βάρδιάς τους και εργάζονταν και δύο ώρες μετά τη λήξη εκάστης (βάρδιας), καθόσον συμμετείχαν υποχρεωτικά στις εργασίες κατάπλου και απόπλου του πλοίου τόσο στα λιμάνια αφετηρίας και προορισμού όσο και στα ενδιάμεσα λιμάνια, μετείχαν δε και στις εργασίες φόρτωσης στα λιμάνια αφετηρίας, αλλά και στις εργασίες καθαριότητας και συντήρησης του πλοίου. Κατά τον ίδιο μάρτυρα οι εργασίες φόρτωσης τόσο στο λιμάνι αφετηρίας στον Πειραιά όσο και στο λιμάνι της Ρόδου, ξεκινούσαν τρεις ώρες προ της αναχωρήσεως του πλοίου από το λιμάνι, ενώ οι εργασίες καθαριότητας του πλοίου εκτελούνταν με το πέρας του δρομολογίου και διαρκούσαν δύο ώρες. Σύμφωνα με την περιεχόμενη στα, ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση, πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ένορκη μαρτυρική κατάθεση του μάρτυρος ………….., που εξετάσθηκε με επιμέλεια της εναγομένης, Υποπλοιάρχου στο εν λόγω πλοίο ο οποίος συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα σε αυτό,  κατά το χρονικό διάστημα από 28.1.2019 έως και τέλος του μηνός Ιουνίου 2019, ο ενάγων εκτελούσε υπηρεσία ναύτη γέφυρας και εργαζόταν δύο τετράωρες βάρδιες. Ο ίδιος μάρτυρας κατέθεσε ότι στα καθήκοντα του ενάγοντος εντάσσονταν και η συμμετοχή του στη φόρτωση και εκφόρτωση του πλοίου, αλλά και η συμμετοχή του στις εργασίες κατάπλου και απόπλου του πλοίου στους ενδιάμεσους λιμένες καθόν χρόνο εκτελούσε βάρδια γέφυρας, κατέθεσε δε περαιτέρω ότι ενδιάμεσα των τετράωρων βαρδιών φυλακής γέφυρας, οι ναύτες φυλακής, τις περισσότερες φορές, ήταν ελεύθεροι υπηρεσίας, ενώ το σύστημα επέκτασης της βάρδιας των ναυτών φυλακής γέφυρας δύο ώρες προ της ενάρξεως της βάρδιας και δύο ώρες μετά τη λήξη της εφαρμόζονταν όποτε απαιτείτο, συνήθως στην φόρτωση, στον απόπλου και στον κατάπλου στα κεντρικά λιμάνια. Επιπλέον, κατέθεσε ότι, όλοι οι ναύτες του εν λόγω πλοίου μετείχαν και στην καθαριότητα αυτού με το πέρας του ταξιδιού, καθόσον κατέθεσε «Εκτός απ’ αυτό στο τέλος εκεί που τελειώνει το ταξίδι οι ναύτες συμμετέχουν στην καθαριότητα, στα καταστρώματα στο πλύσιμο σε αυτά που κάνετε; Βεβαίως οι ημερήσιοι ως επί το πλείστον οι ημερήσιοι….». Εν τέλει ο εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε ότι ο ημερήσιος μέσος όρος υπερωρίας του ενάγοντος ανήχετο σε μία έως δύο ώρες, καθόσον κατέθεσε «… Οπότε κατά μέσο όρο πόσες υπερωρίες να το βάλουμε σε μια καθημερινή βάση, κατά μέσο όρο πόσες ώρες χρειαζόταν ενδεχομένως να κάνει υπερωρία; Υπερωρία κάποιες φορές μπορεί να χρειαζόταν να κάνει μια ώρα, κάποιες φορές να κάνει δυο ώρες….». Ενόψει του γεγονότος ότι, η εναγομένη κατέβαλε τακτικά κάθε μήνα στον ενάγοντα αμοιβή για υπερωριακή εργασία, όπως αποδείχθηκε και αναλύεται ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι, πράγματι, ο ενάγων εργαζόταν πέραν του νομίμου ωραρίου των οκτώ ωρών καθημερινά, διότι σε διαφορετική περίπτωση η εναγομένη δεν θα κατέβαλε αμοιβή στον ενάγοντα για υπερωριακή απασχόληση. Περαιτέρω, από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, ως προς τις συνθήκες εργασίας του ενάγοντος και το ωράριο αυτής κατά τις ένδικες περιόδου, απεδείχθη ότι, καθόλο το επίδικο διάστημα, ο ενάγων εργαζόταν ως ναύτης βάρδιας εργαζόμενος καθημερινά σε δύο τετράωρες βάρδιες ομού με έτερο ναύτη, είτε από ώρας 08.00 έως 12.00 και από ώρας 20.00 έως ώρας 00.00, είτε από ώρας 12.00 έως ώρας 16.00 και από ώρας 00.00 έως ώρας 04.00, είτε από ώρας 04.00 έως ώρας 08.00 και από ώρας 16.00 έως ώρας 20.00, οι οποίες εναλλάσσονταν μεταξύ των ναυτών που εκτελούσαν βάρδια ανά δεκαπέντε ημέρες. Κατά τις ώρες της βάρδιάς του, ο ένας εκ των δύο ναυτών βάρδιας εκτελούσε υπηρεσία στη γέφυρα, ως βοηθός του αξιωματικού φυλακής και ο έτερος απασχολείτο με τον έλεγχο της ασφάλειας του πλοίου. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι, αμφότεροι οι ναύτες βάρδιας μετείχαν και στις εργασίες κατάπλου και απόπλου του πλοίου κατά τη διάρκεια της βάρδιάς τους. Παράλληλα, εν τούτοις, αποδεικνύεται ότι, ο ενάγων δεν περιορίζονταν στην εκτέλεση της οκτάωρης βάρδιας γέφυρας, αλλά μετείχε και στις εργασίες φόρτωσης του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας και προορισμού, αλλά και στις εργασίες κατάπλου και απόπλου του πλοίου, όταν οι εργασίες αυτές (φορτώσεως, απόπλου και κατάπλου του πλοίου στα ενδιάμεσα λιμάνια) ελάμβαναν χώρα εντός διώρου προ της ενάρξεως της βάρδιάς του ή εντός διώρου από της λήξεως εκάστης βάρδιάς του, απασχολούμενος με την πρόσδεση και απόδεση του πλοίου, την φορτοεκφόρτωση, έχμαση και ασφάλιση των οχημάτων στο χώρο στάθμευσης (γκαράζ). Επιπροσθέτως, ο ενάγων μετείχε και στις εργασίες καθαριότητας του πλοίου με το πέρας του δρομολογίου, οι οποίες διαρκούσαν δύο ώρες. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές συνάγεται, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, το συμπέρασμα ότι ο ενάγων, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, που προέκυπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ανωτέρω πολύωρων δρομολογίων του, απαιτήθηκε να εργασθεί και πράγματι εργαζόταν καθημερινά, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών, πέραν του νομίμου ωραρίου που προβλέπεται από τις ισχύσασες και εν προκειμένω εφαρμοστέες, κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του, ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., ήτοι πέραν των οκτώ (8) ωρών ημερησίως, αφού αυτή δεν επαρκούσε, ενόψει της συνάρτησης των καθηκόντων του ενάγοντος με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με τη διαρκή εξυπηρέτηση της συγκεκριμένης ακτοπλοϊκής γραμμής και της διάρκειας των αλλεπάλληλων δρομολογίων, που διενεργούσε το εν λόγω πλοίο, ιδίως κατά τους θερινούς μήνες. Η ανάγκη παροχής εργασίας, πέραν των νομίμων, κατά τα άνω, χρονικών ορίων, δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον αυτή η πληρότητα αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν καταδεικνύει την ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, όπως αβασίμως υπολαμβάνει η εναγομένη στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης αυτής, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από το ότι, κάθε μήνα καταβαλλόταν στον ενάγοντα υπ’ αυτής (εναγομένης), ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του εργασία, αναγνωριζομένης  εκ προοιμίου υπ’ αυτής (εναγομένης) της ανάγκης  υπερωριακής εργασίας του. Σύμφωνα με όλα όσα προεκτέθηκαν και λαμβανομένων επίσης υπόψη των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, το οποίο ήταν δρομολογημένο στην ως άνω ακτοπλοϊκή γραμμή και εκτελούσε τα συγκεκριμένα δρομολόγια που αναφέρθηκαν, της αυξομείωσης της επιβατικής κίνησης αναλόγως των περιόδων του έτους (μειωμένη τη χειμερινή, σημαντικά μεγαλύτερη κατά τη θερινή), της συνολικής διάρκειας εκάστου δρομολογίου, των χαρακτηριστικών του εν λόγω πλοίου το οποίο, όπως αποδείχθηκε, διέθετε τέσσερα γκαράζ, εφόσον ο μάρτυρας του ενάγοντος κατέθεσε ότι «…Το πλοίο είχε δύο μεγάλα γκαράζ που το ένα επεκτεινόταν σε άλλα δύο και γίνονταν τέσσερα, τα οποία γέμιζαν σε κάθε ταξίδι και ειδικά την θερινή περίοδο …», γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε από την εναγομένη, της σταθερής καταβολής σ’ αυτόν από την εναγόμενη, εργοδότριά του, παγίως κάθε μήνα χρηματικών ποσών, ως αμοιβή για υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και των ποσών που του κατέβαλε για εκτέλεση υπερωριών κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές, όπερ εκ των πραγμάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτή (εναγομένη) αναγνώριζε στην πράξη την ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης για την εύρυθμη λειτουργία του πλοίου, της φύσεως και του αντικειμένου της απασχόλησής του και των καθηκόντων της ειδικότητάς του, όπως αυτά επίσης εκτενώς περιεγράφηκαν ανωτέρω και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, ενόψει του ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητάς του στο πλοίο δε θα μπορούσαν εξ ορισμού να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσεως του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρο 57 παρ. 1 του ΚΙΝΔ (βλ. ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010 405, ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013 220, ΕφΠειρ 548/2001 ΕΕργΔ 61.340), με αποτέλεσμα ο χρόνος παραμονής αυτού στο πλοίο κατά τον ημερήσιο πλου, να μην ταυτίζεται αναγκαίως με χρόνο πραγματικής απασχόλησής του σ’ αυτό, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι, κατά τα εν λόγω χρονικά διαστήματα, ο ενάγων εργαζόταν επί δώδεκα (12) ώρες καθημερινά, εκ των οποίων, οι τέσσερις (4) ώρες είναι υπερωριακή εργασία τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές, ενώ το σύνολό αυτών είναι υπερωριακή εργασία τα Σάββατα και τις αργίες. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε ότι ο ενάγων εργάζονταν καθημερινά, καθώς επίσης  και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες καθ’ εκάστη, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Ο ισχυρισμός που προβάλλεται πρωτοδίκως από την εναγομένη και επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης της, ότι ο ενάγων, καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα ελάμβανε ανεπιφύλακτα τις μηνιαίες αποδοχές του, υπογράφοντας μάλιστα ιδιοχείρως και άνευ επιφυλάξεως τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του (μηνιαία φύλλα μισθοδοσίας του), καθώς και τις έγγραφες μηνιαίες καταστάσεις ωρών αναπαύσεως πληρώματος, τις οποίες συνέτασσε ο πλοίαρχος ή ο επιφορτισθείς προς τούτο αξιωματικός, στο τέλος κάθε μήνα, στις οποίες βεβαιώνεται ότι αυτός (ενάγων) αναπαυόταν κατ’ ελάχιστο δεκατρείς [13] ώρες ημερησίως, δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός ότι ο ενάγων απασχολούνταν υπερωριακώς πέραν των υπερωριών, για τις οποίες αμείβονταν, η δε χωρίς επιφυλάξεις είσπραξη της αμοιβής του κρίνεται ότι ελάμβανε χωρά προκειμένου να μη θέσει σε κίνδυνο την εργασιακή του σχέση. Άλλωστε τούτο, δεν συνεπάγεται σιωπηρή παραίτηση  του ενάγοντος από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση, είναι άνευ έννομης επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του που πηγάζουν, είτε από τον νομό, είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατωτέρα όρια προστασίας είναι άκυρη (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, απορρίπτοντας έστω και σιωπηρά τους ανωτέρω ισχυρισμούς των εναγομένων. Ενόψει τούτων, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εναγομένης, που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης της και πλήττουν τις επιδικασθείσες ώρες της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν. Όμοια απορριπτέος τυγχάνει και ο πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση από τον ενάγοντα για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και για κακή εφαρμογή του νόμου, ως προς τις ώρες υπερωριακής απασχόλησης που δέχθηκε, κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, ότι εργαζόταν αυτός πέραν του νομίμου ωραρίου, δεδομένου ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητάς του στο πλοίο δεν θα μπορούσαν εξ ορισμού να χαρακτηρισθούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρο 57 παρ. 1 του ΚΙΝΔ (βλ. ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010 405, ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013 220, ΕφΠειρ 548/2001 ΕΕργΔ 61.340), με αποτέλεσμα ο χρόνος παραμονής αυτού στο πλοίο κατά τον ημερήσιο πλου, να μην ταυτίζεται αναγκαίως με χρόνο πραγματικής απασχόλησής του σ’ αυτό. Επομένως, απεδείχθη ότι, ο ενάγων εργάσθηκε κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα από 28.1.2019 έως 9.8.2019, από 7.9.2019 έως 2.3.2020 και από 28.5.2021 έως 5.7.2021, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό κανενός των διαδίκων επί τριακόσιες τρεις (303) ημέρες καθημερινές και πενήντα εννέα (59) ημέρες Κυριακής πέραν του οκτώ ωρών που καλύπτονται από το επίδομα Κυριακής επί τέσσερις ώρες ημερησίως καθ’ εκάστη. Επιπλέον, εργάσθηκε επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη επί πενήντα εννέα (59) ημέρες Σαββάτου και επί δέκα πέντε (15) ημέρες αργίας. Κατά δε την εφαρμοζόμενη εν προκειμένω ανωτέρω αναφερομένη οικεία ΣΣΝΕ, δικαιούται αμοιβής για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 25%, για δε τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 50%, ήτοι το ποσό των 8,70 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 10,44 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις αργίες και τα Σάββατα. Κατά συνέπεια, ο ενάγων για τα επίδικα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του, δικαιούται τα ακόλουθα ποσά: α) για υπερωριακή αμοιβή 362 καθημερινών και Κυριακών Χ 4 ώρες υπερωρίας = 1.448 ώρες Χ 8,70 ευρώ το ωρομίσθιο = 12.597,60 ευρώ και β) για υπερωριακή αμοιβή 59 Σαββάτων και 15 αργιών, δηλαδή συνολικά 74 ημέρες Χ 12 ώρες υπερωρίας = 888 ώρες Χ 10,44 το ωρομίσθιο = 9.270,72 ευρώ. Συνολικά, επομένως, ο ενάγων δικαιούνταν να λάβει ως υπερωριακή αμοιβή για τα ανωτέρω διαστήματα, το ποσό των 21.868,32 ευρώ (12.597,60 ευρώ + 9.270,72 ευρώ), όπως έγινε δεκτό και υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως και δεν αμφισβητείται ο μαθηματικός υπολογισμός υπό κανενός των διαδίκων. Η εναγομένη, με τις έγγραφες προτάσεις της που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, έναντι της απαίτησης του ενάγοντος για υπερωριακή αμοιβή καθημερινών και Κυριακών, ισχυρίσθηκε ότι, αυτή κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 9.009,25. Με την εκκαλουμένη απόφαση, ο ισχυρισμός αυτός έγινε δεκτός ως εν μέρει βάσιμος στην ουσία του κατά το ποσό των 8.092,21 ευρώ. Ο ενάγων με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής του με τον οποίο πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά την επιδικασθείσα για την εν λόγω αιτία απαίτηση, αναφέρει μεταξύ άλλων ότι έναντι της εν λόγω απαίτησης έλαβε μόνον το ποσό των ευρώ 8.012,18, πλήττοντας τοιουτοτρόπως την εκκαλουμένη απόφαση και κατά το ανωτέρω αποδεικτικό της πόρισμα. Όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής, ο ενάγων έλαβε για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής των επιδίκων χρονικών διαστημάτων, τα ακόλουθα ποσά: Το ποσό των ευρώ 80,79 με την από 31.1.2019 προσκομιζόμενη ως σχετικό 7 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 605,94 με την από 28.2.2019 προσκομιζόμενη ως σχετικό 8 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 605,94 με την από 31.3.2019 προσκομιζόμενη ως σχετικό 9 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 605,95 με την από 30.4.2019 προσκομιζόμενη ως σχετικό 10 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 605,94 με την από 31.5.2019 προσκομιζόμενη ως σχετικό 11 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 605,95 με την από 1.7.2019 προσκομιζόμενη ως σχετικό 12 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 605,94 με την από 1.8.2019 προσκομιζόμενη ως σχετικό 13 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 181,78 με την από 9.8.2019 προσκομιζόμενη ως σχετικό 14 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 79,59 με την από 15.10.2019 προσκομιζόμενη ως σχετικό 15 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 494,45 με την από 30.9.2019 προσκομιζόμενη ως σχετικό 16 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 618,06 με την από 31.10.2019 προσκομιζόμενη ως σχετικό 17 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 510,11 με την από 30.11.2019 προσκομιζόμενη ως σχετικό 17 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 348,20 με την από 31.12.2019 προσκομιζόμενη ως σχετικό 19 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 600,07 με την από 31.1.2020 προσκομιζόμενη ως σχετικό 20 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 618,06 με την από 29.2.2020 προσκομιζόμενη ως σχετικό 21 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 41,20 με την από 2.3.2020 προσκομιζόμενη ως σχετικό 22 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 82,41 με την από 31.5.2021 προσκομιζόμενη ως σχετικό 23 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 618,05 με την από 30.6.2021 προσκομιζόμενη ως σχετικό 24 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 103,01 με την από 5.7.2021 προσκομιζόμενη ως σχετικό 25 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας και συνολικά το ποσό των ευρώ 8.011,35, πλην όμως ο ίδιος ο ενάγων συνομολογεί με την ένδικη έφεσή του, όπως είχε πράξει και με την προσθήκη που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι, έλαβε το ποσό των ευρώ 8.012,18, ποσό το οποίο και θα πρέπει να γίνει δεκτό ως βάσιμο στην ουσία του. Κατά το επιπλέον ποσό των ευρώ (8.092,21 μείον 8.012,18=) 80,03 κατά το οποίο έγινε δεκτή με την εκκαλουμένη απόφαση η ανωτέρω ένσταση καταβολής της εναγομένης, ο ισχυρισμός περί καταβολής αυτής (εναγομένης) δεν αποδεικνύεται. Ειδικότερα, η εναγομένη, προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού της, επικαλείται και προσκομίζει, πέραν των ανωτέρω εγγράφων αποδείξεων καταβολής την από 4.1.2019 απόδειξη πληρωμής ποσού ευρώ 80,79, πλην όμως από το ίδιο το περιεχόμενο της εν λόγω εγγράφου αποδείξεως, προκύπτει ότι, αυτή αφορά τη μισθοδοσία του ενάγοντος χρονικής περιόδου από 1.1.2019 έως 4.1.2019, ήτοι χρονικό διάστημα μη επίδικο εν προκειμένω. Επιπροσθέτως, η εναγομένη προσεκόμισε ως σχετικά 44, 45 και 46 αντίγραφα αναλυτικής κατάστασης μισθοδοσίας του ενάγοντος των ετών 2019, 2020 και 2021 στα οποία αυτή ανέγραψε ως καταβληθέντα για έξτρα ώρες εργασίας του ενάγοντος συνολικό ποσό ευρώ 8.012,64 ήτοι επιπλέον του ποσού των ευρώ 8.012,18 που συνομολογείται υπό του ενάγοντος ποσό ευρώ (8.012,64 μείον 8.012,18=) 0,46 και δη για τη χρονική περίοδο από Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2019 το ποσό των ευρώ 5.949,84, για τη χρονική περίοδο από Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2020 το ποσό των ευρώ 1.259,33 και για τη χρονική περίοδο από Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2021 το ποσό των ευρώ 803,47,  χωρίς εν τούτοις οι εν λόγω καταστάσεις να φέρουν την υπογραφή του ενάγοντος, επιπροσθέτως δε οι εν λόγω καταστάσεις δεν συνοδεύονται από αντίστοιχες αποδείξεις καταβολής αφορώσες (κατά το ανωτέρω επιμέρους ποσό των ευρώ 0,46) την επίδικη περίοδο. Ως εκ τούτου, για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος, κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα από 28.1.2019 έως 9.8.2019, από 7.9.2019 έως 2.3.2020 και από 28.5.2021 έως 5.7.2021, η εναγομένη απεδείχθη ότι του κατέβαλε το ποσό των ευρώ 8.012,18 και όχι το ποσό των ευρώ 8.092,21 που έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως. Ως εκ τούτου, για την εν λόγω αιτία, ήτοι για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής του επιδίκου χρονικού διαστήματος, αυτός (ενάγων) δικαιούται το ποσό των ευρώ (12.597,60 μείον 8.012,18=) 4.585,42. Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση περί την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, καθό μέρος εδέχθη ότι η εναγομένη για την αμέσως ανωτέρω αιτία κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 8.092,21, ενώ όπως απεδείχθη αυτή κατέβαλε στον ενάγοντα για την εν λόγω αιτία το ποσό των ευρώ 8.012,18. Πρέπει, επομένως, κατά τούτο, η εκκαλουμένη απόφαση να εξαφανισθεί και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει να δικάσει την ένδικη υπόθεση (άρθρο 535 ΚΠολΔ) και να κάνει εν μέρει δεκτή την περί καταβολής ένσταση της εναγομένης, όσον αφορά στην αξιούμενη αμοιβή του ενάγοντος για την υπερωριακή του, ανωτέρω αποδειχθείσα εργασία του, κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα από 28.1.2019 έως 9.8.2019, από 7.9.2019 έως 2.3.2020 και από 28.5.2021 έως 5.7.2021, κατά το ποσό των ευρώ 8.012,18. Ως εκ τούτου, για την εν λόγω αιτία, ήτοι για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής του επιδίκου χρονικού διαστήματος, αυτός (ενάγων) δικαιούται το ποσό των ευρώ (12.597,60 μείον 8.012,18=) 4.585,42. Περαιτέρω, η εναγομένη, με τις έγγραφες προτάσεις της που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, έναντι της απαίτησης του ενάγοντος για υπερωριακή αμοιβή κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών της ανωτέρω χρονικής περιόδου, ισχυρίσθηκε ότι, αυτή κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 7.299,39. Με την εκκαλουμένη απόφαση, ο ισχυρισμός αυτός έγινε δεκτός ως εν μέρει βάσιμος στην ουσία του κατά το ποσό των 7.161,36 ευρώ. Ο ενάγων με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής του με τον οποίο πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά την επιδικασθείσα για την εν λόγω αιτία απαίτηση, αναφέρει μεταξύ άλλων ότι έναντι της εν λόγω απαίτησης έλαβε μόνον το ποσό των ευρώ 6.487,95, πλήττοντας τοιουτοτρόπως την εκκαλουμένη απόφαση και κατά το ανωτέρω αποδεικτικό της πόρισμα. Όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής, ο ενάγων έλαβε για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών των επιδίκων χρονικών διαστημάτων, τα ακόλουθα ποσά: Το ποσό των ευρώ 62,35 με την από 31.1.2019 προσκομιζόμενη ως σχετικό 7 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 467,62 με την από 28.2.2019 προσκομιζόμενη ως σχετικό 8 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 467,62 με την από 31.3.2019 προσκομιζόμενη ως σχετικό 9 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 467,61 με την από 30.4.2019 προσκομιζόμενη ως σχετικό 10 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 467,61 με την από 31.5.2019 προσκομιζόμενη ως σχετικό 11 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 467,62 με την από 1.7.2019 προσκομιζόμενη ως σχετικό 12 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 467,61 με την από 1.8.2019 προσκομιζόμενη ως σχετικό 13 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 140,28 με την από 9.8.2019 προσκομιζόμενη ως σχετικό 14 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 61,39 με την από 15.10.2019 προσκομιζόμενη ως σχετικό 15 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας,  το ποσό των ευρώ 381,57 με την από 30.9.2019 προσκομιζόμενη ως σχετικό 16 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 476,96 με την από 31.10.2019 προσκομιζόμενη ως σχετικό 17 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 476,96 με την από 30.11.2019 προσκομιζόμενη ως σχετικό 17 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 476,96 με την από 31.12.2019 προσκομιζόμενη ως σχετικό 19 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 476,97 με την από 31.1.2020 προσκομιζόμενη ως σχετικό 20 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 476,96 με την από 29.2.2020 προσκομιζόμενη ως σχετικό 21 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 31,80 με την από 2.3.2020 προσκομιζόμενη ως σχετικό 22 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 63,60 με την από 31.5.2021 προσκομιζόμενη ως σχετικό 23 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 476,97 με την από 30.6.2021 προσκομιζόμενη ως σχετικό 24 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 79,49 με την από 5.7.2021 προσκομιζόμενη ως σχετικό 25 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας και συνολικά το ποσό των ευρώ 6.487,95, όπως βασίμως υποστηρίζει ο ενάγων με την ένδικη έφεσή του. Κατά το επιπλέον ποσό των ευρώ (7.161,36 μείον 6.487,95=) 673,41 κατά το οποίο έγινε δεκτή με την εκκαλουμένη απόφαση η ανωτέρω ένσταση καταβολής της εναγομένης, ο ισχυρισμός αυτός δεν αποδεικνύεται. Ειδικότερα, η εναγομένη επικαλείται και προσκομίζει ως σχετικό 6, πέραν των ανωτέρω εγγράφων αποδείξεων καταβολής μισθοδοσίας, την από 4.1.2019 απόδειξη πληρωμής ποσού ευρώ 62,35, πλην όμως από το ίδιο το περιεχόμενο της εν λόγω εγγράφου αποδείξεως, προκύπτει ότι, αυτή (απόδειξη μισθοδοσίας) αφορά τη μισθοδοσία του ενάγοντος χρονικής περιόδου από 1.1.2019 έως 4.1.2019, ήτοι χρονικό διάστημα μη επίδικο εν προκειμένω. Επιπροσθέτως, η εναγομένη προσεκόμισε ως σχετικά 44, 45 και 46 αντίγραφα αναλυτικής κατάστασης μισθοδοσίας του ενάγοντος των ετών 2019, 2020 και 2021 στα οποία αυτή ανέγραψε ως καταβληθέντα για έξτρα ώρες εργασίας του ενάγοντος συνολικά ποσά 6.488,91 και δη για τη χρονική περίοδο από Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2019 το ποσό των ευρώ 4.883,12, για τη χρονική περίοδο από Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2020 το ποσό των ευρώ 985,73 και για τη χρονική περίοδο από Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2021 το ποσό των ευρώ 620,06,  χωρίς εν τούτοις οι εν λόγω καταστάσεις να φέρουν την υπογραφή του ενάγοντος, επιπροσθέτως δε οι εν λόγω καταστάσεις δεν συνοδεύονται από αντίστοιχες αποδείξεις καταβολής αφορώσες [κατά το ανωτέρω επιμέρους ποσό των ευρώ (6.488,91 μείον 6.487,95 =) 0,96] την επίδικη περίοδο. Ως εκ τούτου, για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος, κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα από 28.1.2019 έως 9.8.2019, από 7.9.2019 έως 2.3.2020 και από 28.5.2021 έως 5.7.2021, η εναγομένη απεδείχθη ότι του κατέβαλε το ποσό των ευρώ 6.487,95 και όχι το ποσό των ευρώ 7.161,36 που έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως. Κατά συνέπεια, για την εν λόγω αιτία, ήτοι για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών του επιδίκου χρονικού διαστήματος, αυτός (ενάγων) δικαιούται το ποσό των ευρώ (9.270,72 μείον 6.487,95 =) 2.782,77. Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση περί την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, καθό μέρος εδέχθη ότι η εναγομένη για την αμέσως ανωτέρω αιτία κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 7.161,36, ενώ όπως απεδείχθη αυτή κατέβαλε στον ενάγοντα για την εν λόγω αιτία το ποσό των ευρώ 6.487,95. Πρέπει, επομένως, κατά τούτο, η εκκαλουμένη απόφαση να εξαφανισθεί και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει να δικάσει την ένδικη υπόθεση (άρθρο 535 ΚΠολΔ) και να κάνει εν μέρει δεκτή την περί καταβολής ένσταση της εναγομένης, όσον αφορά στην αξιούμενη υπό του ενάγοντος αμοιβή για την υπερωριακή του, ανωτέρω αποδειχθείσα εργασία του, κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα από 28.1.2019 έως 9.8.2019, από 7.9.2019 έως 2.3.2020 και από 28.5.2021 έως 5.7.2021, κατά το ποσό των ευρώ 6.487,95. Ως εκ τούτου, για την εν λόγω αιτία, ήτοι για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών του επιδίκου χρονικού διαστήματος, αυτός (ενάγων) δικαιούται το ποσό των ευρώ (9.270,72 μείον 6.487,95 =) 2.782,77. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16  της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, που υπογράφηκε την 8.7.2019, κυρώθηκε την 24.7.2019 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 3170/ 2019) την 12.8.2019, υπό του τίτλου «Διανυκτέρευση εις λιμένα» «1. Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. 2. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1. 3. Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή.». Η μνεία στο ημερολόγιο γέφυρας των χορηγούμενων στα μέλη του πληρώματος αδειών διανυκτέρευσης, συνιστά νόμιμη υποχρέωση του πλοιάρχου κάθε ακτοπλοϊκού πλοίου, που θεσπίστηκε όχι μόνο για λόγους ασφάλειας των πλόων του, δια της συμμετοχής σ’ αυτούς επαρκούς για την αξιοπλοΐα του αριθμού ναυτικών, αλλά και για αποδεικτικούς λόγους (ΕΠ 464/2021 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Εν προκειμένω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ως βάσιμους στην ουσία του τους αγωγικούς ισχυρισμούς του ενάγοντος ότι δεν του παρασχέθηκαν οι δικαιούμενες με τις ανωτέρω διατάξεις είκοσι οκτώ νόμιμες διανυκτερεύσεις καθόλο το επίδικο διάστημα και αφαιρώντας το ποσό των σαράντα εννέα ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (49,29 €), κατ’ αποδοχή ως βάσιμης στην ουσία της της σχετικής περί μερικής καταβολής ενστάσεως της εναγομένης κατά το εν λόγω ποσό έναντι της ένδικης απαίτησης, του επιδίκασε ως αποζημίωση το χρηματικό ποσό των χιλίων τετρακοσίων ογδόντα τεσσάρων  ευρώ και είκοσι επτά λεπτών (1.484,27 €). Το αποδεικτικό αυτό συμπέρασμα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πλήττει η εναγομένη με τον δεύτερο λόγο της ένδικης, υπό στοιχεία Α, έφεσής της για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ισχυριζόμενη ότι, όπως απέδειξε με την ένορκη κατάθεση του μάρτυρά της χορηγούσε άδεια διανυκτέρευσης σε όλα τα μέλη του πληρώματος μία φορά το μήνα. Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, αποδεικνύεται ότι, ο ενάγων κατά τα χρονικά διαστήματα των ενδίκων ναυτολογήσεων από 28.1.2019 έως και 9.8.2019, από 7.9.2019 έως και 2.3.2020 και από 28.8.2021 έως και 5.7.2021, εδικαιούτο να λάβει άδειες διανυκτέρευσης και δη δύο (2) φορές μηνιαίως κατά τους μήνες Φεβρουάριο, Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο, Ιούνιο, Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο του έτους 2019 και Ιανουάριο, Φεβρουάριο του έτους 2020 και Ιούνιο 2021 και μία (1) φορά μηνιαίως τον μήνα Ιούλιο 2019 και συνολικά είκοσι τρεις [23] διανυκτερεύσεις. Αντίθετα, κατά τον μήνα Ιανουάριο 2019 οπότε ο ενάγων εργάσθηκε από 28.1.2019 έως 31.1.2019, τον μήνα Αύγουστο 2019 οπότε ο ενάγων εργάσθηκε από 1.8.2019 έως 9.8.2019, τον μήνα Σεπτέμβριο 2019 οπότε ο ενάγων εργάσθηκε από 7.9.2019 έως 30.9.2019, τον μήνα Μάρτιο 2020 οπότε ο ενάγων εργάσθηκε από 1.3.2020 έως 2.3.2020, τον μήνα Μάιο 2021 οπότε ο ενάγων εργάσθηκε από 28.5.2021 έως 31.5.2021 και τον μήνα Ιούλιο 2021 οπότε ο ενάγων εργάσθηκε από 1.7.2021 έως 5.7.2021, ο ενάγων δεν εδικαιούτο άδεια διανυκτέρευσης εφόσον δεν εργάσθηκε ολόκληρο τον μήνα αλλά ορισμένες ημέρες αυτού. Εν τούτοις, όπως αποδείχθηκε ανωτέρω, όλες τις ημέρες των επιδίκων χρονικών διαστημάτων κατά τις οποίες ο ενάγων ήταν ναυτολογημένος στο εν λόγω πλοίο, αυτός (ενάγων) εργάζονταν και μάλιστα επί δώδεκα ώρες ημερησίως, γεγονός από το οποίο αποδεικνύεται ότι, κατά τη διάρκεια ναυτολογήσεως του ενάγοντος στο ως άνω πλοίο, δεν εξασφαλίσθηκαν γι` αυτόν οι προβλεπόμενες από το άρθρο 16 της ΣΣΝΕ διανυκτερεύσεις του στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, ούτε καταβλήθηκε σ` αυτόν η καθοριζόμενη από την ίδια διάταξη, αποζημίωση για την αιτία αυτή, πλην του ποσού των ευρώ 49,29 που η εναγομένη ισχυρίσθηκε και ο ενάγων συνομολόγησε ότι κατεβλήθη σε αυτόν, για την εν λόγω αιτία. Σε αντίθετη κρίση, το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται να αχθεί από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης, η κατάθεση του οποίου περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, κατά την οποία «…Παρέχονταν διανυκτέρευση σε όλα τα μέλη του πληρώματος παρέχεται διανυκτέρευση όταν απαιτείται και όταν δεν υπάρχουν ανάγκες να καθιστούν κάποιο πρόβλημα…», αφού σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή είχαν χορηγηθεί στον ενάγοντα οι αναλογούσες άδειες διανυκτέρευσης, τούτο προδήλως θα είχε καταχωρηθεί στο Ημερολόγιο του πλοίου και θα είχε επικυρωθεί η σχετική εγγραφή από την αρμόδια Λιμενική Αρχή, όπως άλλωστε επιτάσσει η παραγρ. 3 του αρθρ. 16 της ΣΣΝΕ και προς κατοχύρωση της εναγομένης, το οποίο από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προσεπιβεβαιώθηκε ότι έλαβε χώρα, στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ως εκ τούτου, ο ενάγων δικαιούται, κατά τα άνω, αποζημιώσεως για είκοσι τρεις [23] άδειες διανυκτέρευσης που δεν του χορηγήθηκαν, με αποτέλεσμα να του οφείλεται για την αιτία αυτή, το ποσό των [(1.204,77 € ο μισθός ενεργείας X 1/22  X 23 διανυκτερεύσεις=] 1.259,53 € έναντι του οποίου, όπως ισχυρίσθηκε η εναγομένη, συνομολογείται υπό του ενάγοντος και δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση ο ενάγων έλαβε ως αποζημίωση το ποσό των ευρώ 49,29 και ως εκ τούτου, για την εν λόγω αιτία ο ενάγων δικαιούται ως αποζημίωση το ποσό των ευρώ (1.259,53 μείον 49,29=) 1.210,24. Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, περί την εκτίμηση των αποδείξεων κατά τον βάσιμο δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης της εναγομένης η οποία για την εν λόγω αιτία, αφού κατά το αποδεικτικό της πόρισμα δέχθηκε ότι η εναγομένη δεν χορήγησε στον ενάγοντα είκοσι οκτώ [28] διανυκτερεύσεις αντί των ανωτέρω είκοσι τριών [23] που απεδείχθη ότι εδικαιούτο ο ενάγων, ακολούθως, αφού έκανε δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της την περί μερικής καταβολής ένσταση της εναγομένης, δέχθηκε ότι η εναγομένη οφείλει για την εν λόγω αιτία να καταβάλει στον ενάγοντα ως αποζημίωση το ποσό των ευρώ 1.484,27 ευρώ. Πρέπει, επομένως κατά τούτο, να γίνει δεκτός ως εν μέρει βάσιμος στην ουσία του ο δεύτερος λόγος της έφεσης της εναγομένης και να εξαφανισθεί κατά τούτο η εκκαλουμένη απόφαση, και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει να δικάσει την ένδικη αγωγή (άρθρο 535 ΚΠολΔ) και αφού κάνει εν μέρει δεκτή την ένδικη αγωγή του ενάγοντος ενόψει του ότι απεδείχθη ότι αυτός εδικαιούτο, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, όπως λάβει είκοσι τρεις [23] άδειες διανυκτέρευσης τις οποίες δεν έλαβε, επιπροσθέτως δε κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της εναγομένης για την εν λόγω αιτία ο ενάγων έλαβε ως αποζημίωση έναντι της εν λόγω αιτίας το ανωτέρω ποσό των ευρώ 49,29, να γίνει δεκτό ότι η εναγομένη συνεχίζει να οφείλει στον ενάγοντα ως αποζημίωση για την εν λόγω αιτία το ποσό των ευρώ {[(1.204,77 € ο μισθός ενεργείας X 1/22  X 23 διανυκτερεύσεις=] 1.259,53 μείον 49,29=} 1.210,24. Από τη διάταξη του άρθρου 14 των προαναφερθεισών ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ 89/2015, ΜονΕφΠειρ 57/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.). Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων με τη δεύτερη κρινόμενη έφεση και δη με τον δεύτερο λόγο αυτής κατά το πρώτο σκέλος αυτού, πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση, μεταξύ άλλων και διότι, κατά των υπολογισμό των επιδομάτων εορτών που αυτός εδικαιούτο, δεν έλαβε υπόψη της και το επίδομα ιματισμού ως μέρος των τακτικών αποδοχών του. Εν τούτοις, ο ενάγων με την αγωγή του, δεν συμπεριέλαβε στις τακτικές αποδοχές του, με βάσει τις οποίες ζητούσε να υπολογισθούν οι διαφορές των επιδομάτων εορτών και το εν λόγω επίδομα (ιματισμού). Κατά συνέπεια, ανεξαρτήτως του ότι το επίδομα ιματισμού δεν λαμβάνεται υπόψη στις τακτικές αποδοχές για τον υπολογισμό των εν λόγω επιδομάτων, ορθώς με βάση τα αναφερόμενα στην αγωγή (άρθρο 106 ΚΠολΔ) η εκκαλουμένη απόφαση δεν έλαβε υπόψη της και το εν λόγω επίδομα κατά τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών, απορριπτομένου κατά τούτο του δευτέρου λόγου έφεσης του ενάγοντος, ως αβασίμου στην ουσία του. Αμφότερες οι διάδικες πλευρές με τις ένδικες εφέσεις τους πλήττουν την εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων κατά τον υπολογισμό των δώρων εορτών, εκ του λόγου ότι συμπεριελήφθη στις τακτικές αποδοχές μέσος όρος αποδοχών για υπερωρίες που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Ειδικότερα, η εναγομένη με την πρώτη ένδικη έφεσή της και δη δια του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου έφεσης, ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένως υπελόγισε τα εν λόγω κονδύλια (επιδόματα εορτών), λαμβάνοντας ως βάση τακτικών αποδοχών του ενάγοντος και τα μη οφειλόμενα κονδύλια υπερωριών, παραπέμποντας κατά τα λοιπά στον πρώτο λόγο έφεσης που πλήττει το αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης αποφάσεως ως προς το κονδύλιο των υπερωριών εκ του λόγου ότι δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν επί δώδεκα ώρες ημερησίως. Ο ενάγων, αντίστοιχα, με τον δεύτερο λόγο έφεσης κατά το δεύτερο σκέλος του, πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, διότι έλαβε υπόψη της μέσο όρο αποδοχών για υπερωρίες κατώτερο αυτού που πράγματι δικαιούται, εφόσον αυτός, κατά τους ισχυρισμούς του, εργαζόταν επί δεκατέσσερις ώρες ημερησίως. Εν τούτοις, όπως αποδείχθηκε και αναλύεται ανωτέρω, ο ενάγων πράγματι, κατά τις επίδικες ναυτολογήσεις, εργαζόταν επί δώδεκα ώρες ημερησίως όλες τις καθημερινές ημέρες, ημέρες Κυριακής, Σαββάτου και αργιών. Δεδομένου ότι, υπό των διαδίκων πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση μόνον κατά το αποδεικτικό της πόρισμα ως προς τις ώρες εργασίας του ενάγοντος ημερησίως, χωρίς να αμφισβητούνται οι επιμέρους μαθηματικοί υπολογισμοί και κυρίως ο μέσος όρος αμοιβής του ενάγοντος ανά μήνα για την υπερωριακή του απασχόληση, επί τη βάση του οποίου (μέσου όρου υπερωριακής αμοιβής) υπολογίσθηκαν τα επιδόματα εορτών, με δεδομένο ότι η ημερήσια απασχόληση αυτού (ενάγοντος), καθόλες τις ημέρες απασχόλησής του, ανήρχετο σε δώδεκα ώρες, όπως αποδείχθηκε ανωτέρω, καθώς επίσης  και ότι οι ημέρες εργασίας του ενάγοντος ανήρχοντο σε 303 καθημερινές, 59 ημέρες Κυριακής, 59 ημέρες Σαββάτου και 15 ημέρες αργίας, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και δεν πλήττεται κατά τούτο η εκκαλουμένη απόφαση από κανέναν των διαδίκων, αποδεικνύεται ότι, με συνυπολογισμό του μέσου όρου της μηνιαίας υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος, που ισούται προς χίλια πεντακόσια τέσσερα ευρώ και εβδομήντα λεπτά [(12.597,60 + 9.270,72=) 21.868,32 € καθ’ όλη τη χρονική περίοδο των ναυτολογήσεών του δια 436 ημέρες συνολικής διάρκειάς τους Χ 30 μέρες/μήνα = 1.504,70 €] στο άθροισμα των λοιπών τακτικών και πάγιων (νόμιμων) αποδοχών του, όπως αυτές ανωτέρω προσδιορίστηκαν στο χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα εννέα ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (2.539,81 €), στο οποίο περιλαμβάνονται ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του ναύτη, το επίδομα Κυριακών, το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας και με περαιτέρω συνυπολογισμό του μέσου όρου της μηνιαίας αποζημίωσης του ενάγοντος για μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις, ο συνυπολογισμός του οποίου [μέσου όρου της μηνιαίας αποζημίωσης του ενάγοντος για μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις] στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος, υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά τον υπολογισμό των ανωτέρω επιδομάτων εορτών δεν αμφισβητήθηκε υπό της εναγομένης, που ισούται προς ογδόντα έξι ευρώ και εξήντα έξι λεπτά [1.259,53 € καθ’ όλη τη χρονική περίοδο των ναυτολογήσεών του δια 436 ημέρες συνολικής διάρκειάς τους Χ 30 μέρες/μήνα = 86,66 €] οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανήρχοντο στο χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εκατόν τριάντα ένα ευρώ και δέκα επτά λεπτών (2.539,81 € + 1.504,70 € + 86,66 = 4.131,17 €) και ο ενάγων εδικαιούτο: Α] για αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα του έτους 2019, το χρηματικό ποσόν των οκτακοσίων ενενήντα τριών ευρώ και είκοσι επτά λεπτών [4.131,17 € δια 2 = 2.065,58 € δια 15 = 137,70 € Χ 11,50 οκταήμερα (92 ημέρες 8) = 1.583,55 €], και όχι το ποσό των ευρώ 1.597,75 όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο έφεσης της εναγομένης, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως. Η εναγομένη, κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου διαδικασία, ισχυρίσθηκε ότι έναντι της εν λόγω απαίτησης κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των 1.041,46 ευρώ, ισχυρισμός ο οποίος έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως ως βάσιμος και στην ουσία του. Τον εν λόγω ισχυρισμό ο ενάγων αρνήθηκε, δια της προσθήκης δε επί των προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ο ίδιος (ενάγων) ισχυρίσθηκε ότι, έλαβε για την εν λόγω αιτία μόλις το ποσό των ευρώ 998,95, το επιπλέον δε ποσό των ευρώ (1.041,46 μείον 998,95=) 42,51 που του κατέβαλε η εναγομένη, κατεβλήθη για άλλη αιτία και δη ως αναλογία του εν λόγω επιδόματος Πάσχα έτους 2019 για την εργασία του στο ανωτέρω πλοίο κατά τη χρονική περίοδο από 1.1.2019 έως 4.1.2019 που δεν είναι επίδικη. Τον εν λόγω ισχυρισμό, ο ενάγων επανέφερε με τον δεύτερο λόγο έφεσης, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση κατά τούτο ήτοι καθό μέρος έγινε δεκτή η ανωτέρω ένσταση καταβολής κατά το ανωτέρω επιμέρους ποσό των ευρώ (1.041,46 μείον 998,95=) 42,51, επικαλούμενος ότι αυτό (ποσό ευρώ 42,51) αφορά αναλογία του εν λόγω επιδόματος της μη επίδικης χρονική περίοδο από 1/1/2019 έως 4/1/2019, προς απόδειξη δε του εν λόγω ισχυρισμού επικαλέστηκε με τον ίδιο λόγο τις έγγραφες αποδείξεις μισθοδοσίας του. Όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής, ο ενάγων έλαβε για αποδοχές δώρων εορτών, τα ακόλουθα ποσά: Το ποσό των ευρώ 24,02 με την από 31.1.2019 προσκομιζόμενη ως σχετικό 7 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 180,12 με την από 28.2.2019 προσκομιζόμενη ως σχετικό 8 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 180,12 με την από 31.3.2019 προσκομιζόμενη ως σχετικό 9 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας, το ποσό των ευρώ 180,13 με την από 30.4.2019 προσκομιζόμενη ως σχετικό 10 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας και το ποσό των ευρώ 23,68 με την από 15.10.2019 προσκομιζόμενη ως σχετικό 15 από την εναγομένη απόδειξη μισθοδοσίας ως αναδρομικά χρονικής περιόδου 1.1.2019 έως 9.8.2019. Συνολικά ο ενάγων, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες και μη αμφισβητούμενες υπό του ενάγοντος αποδείξεις μισθοδοσίας, για την εν λόγω αιτία έλαβε το ποσό των ευρώ 588,07. Εν τούτοις, ο ίδιος ο ενάγων συνομολογεί ότι έλαβε το ποσό των ευρώ 998,95. Η εναγομένη, προς απόδειξη της καταβολής του ανωτέρω ποσού των ευρώ 1.041,46, επικαλείται την προσκομιζόμενη υπ’ αυτής ως σχετικό 44 αναλυτική κατάσταση μισθοδοσίας του ενάγοντος αφορώσα το χρονικό διάστημα από μηνός Ιανουαρίου έως μηνός Δεκεμβρίου 2019 στην οποία αυτή ανέγραψε ως καταβληθέν για Δώρο Πάσχα 2019 στον ενάγοντα το ανωτέρω ποσό των ευρώ 1.041,46. Ο ενάγων δεν αρνήθηκε ότι έλαβε το ποσό αυτό, πλην όμως ισχυρίσθηκε ότι το ποσό των ευρώ (1.041,46 μείον 998,95=) 42,51, του κατεβλήθη ως αναλογία του Δώρου Πάσχα 2019 χρονικού διαστήματος από 1.1. έως 4.1.2019. Περαιτέρω, προσκομίζεται πράγματι υπό της εναγομένης με αριθμό σχετικού 6 απόδειξη καταβολής μισθοδοσίας χρονικής περιόδου 1.1.2019 έως 4.1.2019, από την οποία προκύπτει ότι για αποδοχές δώρων της εν λόγω περιόδου η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 24,02. Από την εν λόγω απόδειξη, αποδεικνύεται ότι πράγματι ο ενάγων εργάσθηκε για λογαριασμό της εναγομένης ως ναύτης κατά τη χρονική περίοδο από 1.1.2019 έως 4.1.2019. Παράλληλα, από την ίδια ως άνω έγγραφη απόδειξη, αποδεικνύεται ότι, για δώρο Πάσχα του ανωτέρω χρονικού διαστήματος του κατεβλήθη μόνον το ποσό των ευρώ 24,02. Ως εκ τούτου, αποδεικνύεται ότι έναντι Δώρου Πάσχα του ενδίκου χρονικού διαστήματος από 28.1.2019 έως 30.4.2019, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ (1.041,46 μείον 24,02=) 1.017,44. Ως εκ τούτου, κατά το επιπλέον ποσό των ευρώ (1.041,46 μείον 1.017,44 =) 24,02, κατά το οποίο έγινε δεκτή με την εκκαλουμένη απόφαση η ανωτέρω ένσταση καταβολής της εναγομένης και απορρίφθηκε σιωπηρώς η αντένσταση του ενάγοντος ότι η καταβολή αυτή αφορά άλλο χρέος και δη αναλογίου Δώρου Πάσχα 2019 χρονικού διαστήματος από 1.1. έως 4.1.2019, έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση και πρέπει κατά τούτο να εξαφανισθεί και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει, πρέπει να δικάσει την ένδικη αγωγή (άρθρο 535 ΚΠολΔ) κατά τούτο. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι ο ενάγων ως αναλογίου δώρου Πάσχα 2019 για το ένδικο χρονικό διάστημα από 28.1.2019 έως 30.4.2019, εδικαιούτο το ποσό των ευρώ [4.131,17 € δια 2 = 2.065,58 € δια 15 = 137,70 € Χ 11,50 οκταήμερα (92 ημέρες 8) =] 1.583,55, έναντι του οποίου, όπως απεδείχθη, κατά τον εν μέρει βάσιμο ισχυρισμό της εναγομένης αυτός (ενάγων) έλαβε το ποσό των ευρώ 1.017,44, ενόψει του ότι κατά τον εν μέρει βάσιμο ισχυρισμό του ενάγοντος που αποδεικνύεται εγγράφως ως αναλύεται ανωτέρω, αυτή (εναγομένη) κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 24,02 έναντι Δώρου Πάσχα του ενδίκου χρονικού διαστήματος από 1.1.2019 έως 4.1.2019. Αποδεικνύεται, επομένως, ότι για αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα 2019, η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ (1.583,55 μείον 1.017,44=) 566,11.  Περαιτέρω απεδείχθη ότι: Β] για αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων του έτους 2019 ο ενάγων εδικαιούτο το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ και δέκα εννέα λεπτών [4.131,17 €) Χ 2/25 = 330,49 € Χ 11,42 δεκαεννεαήμερα (217 ημέρες 19) = 3.774,19 €], και όχι το ποσό των ευρώ 3.807,93 όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο έφεσης της εναγομένης, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως. Έναντι του ανωτέρω ποσού η εναγόμενη έχει καταβάλει στον ενάγοντα, δύο χιλιάδες διακόσια σαράντα ένα ευρώ και σαράντα δύο λεπτά (2.241,96 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των χιλίων πεντακοσίων τριάντα δύο ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (3.774,19 € – 2.241,96 € = 1.532,23 €) και όχι το ποσό των ευρώ 1.565,97 όπως έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση κατά τον βάσιμο τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης της εναγομένης. Γ] για αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα του έτους 2020, ο ενάγων εδικαιούτο το χρηματικό ποσό των χιλίων σαράντα εννέα ευρώ και είκοσι επτά λεπτών [(4.131,17 € δια 2 = 2.065,58 € δια 15 = 137,70 € Χ 7,62 οκταήμερα (61 ημέρες 8), όπως έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό των διαδίκων = 1.049,27 €], έναντι του οποίου, όπως η εναγομένη ισχυρίσθηκε κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου διαδικασία και έγινε δεκτό και υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν πλήττεται υπό των διαδίκων, η εναγομένη του έχει καταβάλει εξακόσια εξήντα εννέα ευρώ και ογδόντα τρία λεπτά (669,83 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των τριακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτών (1.049,27 € – 669,83 € = 379,44 €) και όχι το ποσό των ευρώ 388,85 όπως έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση κατά τον βάσιμο τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης της εναγομένης. Τέλος Δ] για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2021, ο ενάγων εδικαιούτο το χρηματικό ποσό των εξακοσίων εξήντα ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών [4.131,17 €) Χ 2/25 = 330,49 € Χ 2,00 δεκαεννεαήμερα (38 ημέρες 19) = 660,98 €], και όχι το ποσό των ευρώ 666,88 όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο έφεσης της εναγομένης, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, έναντι του οποίου η εναγόμενη, όπως η ίδια ισχυρίσθηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως και δέχεται και ο ενάγων, του έχει καταβάλει τετρακόσια είκοσι τρία ευρώ και είκοσι λεπτά (423,20 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των διακοσίων τριάντα επτά ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (660,98 € – 423,20 € = 237,78 €) και όχι το ποσό των ευρώ 243,68 όπως έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση κατά τον βάσιμο τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης της εναγομένης. Συνολικώς δε για την αιτία αυτή οφείλεται στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των δύο χιλίων εξακοσίων ένδεκα ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (566,11 + 1.532,23 + 379,44 + 237,78= 2.715,56). Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, πρέπει κατά τον εν μέρει βάσιμο τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης της εναγομένης, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, καθό μέρος επεδίκασε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 1.565,97 για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Χριστουγέννων του έτους 2019, το ποσό των ευρώ 388,85 για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Πάσχα του έτους 2020 και το ποσό των ευρώ 243,68 για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Χριστουγέννων του έτους 2021 και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει να δικάσει την ένδικη διαφορά (άρθρο 535 ΚΠολΔ) και να κάνει εν μέρει δεκτή την ένδικη αγωγή για την ανωτέρω αιτία  κατά το ποσό των ευρώ 1.532,23 για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Χριστουγέννων του έτους 2019, το ποσό των ευρώ 379,44 για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Πάσχα του έτους 2020 και κατά το ποσό των ευρώ 237,78 για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Χριστουγέννων του έτους 2021. Οι αιτιάσεις της εναγομένης που περιέχονται στο πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου έφεσης ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων επεδίκασε στον ενάγοντα διαφορά αναλογίας δώρων εορτών, ενώ η εν λόγω αξίωση έχει εξοφληθεί ολοσχερώς, εάν ήθελε εκτιμηθεί ως ένσταση εξοφλήσεως των ανωτέρω αποδειχθέντων ως οφειλομένων ποσών [τα ποσά τα οποία κατά τρόπο ορισμένο η εναγομένη ισχυρίσθηκε, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ότι έχουν εξοφληθεί, ελήφθησαν υπόψη και από το παρόν Δικαστήριο, ως αναλύεται ανωτέρω], τυγχάνει αόριστη και εκ του λόγου τούτου απορριπτέα, διότι για να είναι ορισμένη η ένσταση εξόφλησης χρηματικής απαίτησης, που έχει ως βάση είτε περισσότερες της μιας καταβολές, είτε το συμψηφισμό περισσότερων της μιας ανταπαιτήσεων του ενιστάμενου κατά του ενάγοντος, πρέπει να διαλαμβάνει αναλυτικώς τα επιμέρους ποσά που απαρτίζουν το συνολικό ποσό που φέρεται καταβληθέν ή προταθέν σε συμψηφισμό (ΑΠ 1522/2011, ΑΠ 1163/2011, ΑΠ 960/2011, ΑΠ 178/2010 ΑΠ 1977/2009, ΑΠ 1927/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ (Μον) 361/2013 αδημ., ΕφΑθ 721/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και ειδικώς, για να είναι ορισμένη η υποβαλλόμενη από τον εργοδότη ένσταση εξόφλησης των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζόμενου από τη σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικής έγγραφης απόδειξης του μισθωτού περί πληρωμής όλων των απαιτήσεών του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται, κατά τρόπο γενικό, το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στο μισθωτό για την παρεχόμενη εργασία του, εκτός αν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά πρέπει να μνημονεύονται και τα επιμέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών, διότι έτσι μόνο προστατεύεται ο εργαζόμενος από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελάχιστων ορίων αποδοχών. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, με το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 1082/1980 επιβάλλεται στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού του, εκκαθαριστικό σημείωμα ή, σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, ανάλυση μισθοδοσίας, που θα απεικονίζουν αναλυτικά τις πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού και τις επ` αυτών κρατήσεις (ΑΠ 178/2010, ΑΠ 1320/2008, ΕφΑθ 1826/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση, ο εν λόγω ισχυρισμός, εκτιμώμενος ως ένσταση καταβολής του οφειλόμενου ποσού των ευρώ 566,11 για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Πάσχα του έτους 2019, των ευρώ 1.532,23 για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Χριστουγέννων του έτους 2019, των ευρώ 379,44 για αναλογία επιδόματος δώρου εορτών Πάσχα του έτους 2020 και των ευρώ 237,78 για αναλογία επιδόματος δώρου εορτής Χριστουγέννων του έτους 2021, τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του. Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των 4.585,42 € για υπερωρίες καθημερινών ημερών και ημερών Κυριακής, το ποσό των 2.782,77 € για υπερωρίες ημερών Σαββάτου και αργιών, το ποσό των 1.210,24 € για αποζημίωση λόγω μη χορήγησης των νομίμως προβλεπομένων και ανωτέρω αποδειχθεισών διανυκτερεύσεων, το ποσό των 566,11 € για αναλογία δώρου Πάσχα 2019, το ποσό των 1.532,23 € για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019, το ποσό των 379,44 € για αναλογία δώρου Πάσχα 2020 και το ποσό των 237,78 € για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2021 και συνολικά το ποσό των ευρώ  11.293,99 €.  Από τα ποσά αυτά, το ποσό των 4.585,42 € για υπερωρίες καθημερινών και Κυριακών, το ποσό των 2.782,77 € για υπερωρίες Σαββάτων και αργιών, το ποσό των 1.210,24 € για αποζημίωση λόγω μη χορήγησης διανυκτερεύσεων, το ποσό των 566,11 € για αναλογία δώρου Πάσχα 2019, το ποσό των 1.532,23 € για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019, το ποσό των 379,44 € για αναλογία δώρου Πάσχα 2020, η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας (άρθρο 345 ΑΚ) από την 6.7.2021, όπως, ως προς τον χρόνο έναρξης τοκοφορίας αυτού, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη η οποία δεν προσεβλήθη υπό τινός των διαδίκων, έως της επιδόσεως της ένδικης αγωγής. Τα ίδια ποσά και δη το ποσό των 4.585,42 € για υπερωρίες καθημερινών και Κυριακών, το ποσό των 2.782,77 € για υπερωρίες Σαββάτων και αργιών, το ποσό των 1.210,24 € για αποζημίωση λόγω μη χορήγησης διανυκτερεύσεων, το ποσό των 566,11 € για αναλογία δώρου Πάσχα 2019, το ποσό των 1.532,23 € για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019, το ποσό των 379,44 € για αναλογία δώρου Πάσχα 2020, από την επομένη ημέρα της επιδόσεως της ένδικης αγωγής, η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα, κατά τον βάσιμο τρίτο λόγο έφεσης αυτού, με το νόμιμο τόκο επιδικίας (άρθρο 346 ΑΚ), ενόψει του ότι, στην εξεταζόμενη περίπτωση, δεν απεδείχθη ότι, πριν από τη συζήτηση της αγωγής η εναγομένη αναγνώρισε εγγράφως την οφειλή ή συμβιβάστηκε εξωδίκως με τον ενάγοντα, όπως δεν προέκυψε επίσης η ύπαρξη εύλογης αντιδικίας που να δικαιολογεί, την εφαρμογή του άρθρου 346 εδάφ. δ΄ και ε΄ του ΑΚ, αίτημα εξάλλου που δεν υπεβλήθη υπό της εναγομένης. Το ποσό των 237,78 € που αφορά αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2021, η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα νομιμοτόκως, με το νόμιμο τόκο επιδικίας, όπως βασίμως υποστηρίζει ο ενάγων με την ένδικη έφεσή του, από την 1.1.2022, όπως, ως προς τον χρόνο έναρξης τοκοφορίας αυτού, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη η οποία δεν προσεβλήθη υπό τινός των διαδίκων, δεδομένου ότι το ληξιπρόθεσμο της εν λόγω απαίτησης, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και δεν προσεβλήθη από τους διαδίκους, έπεται της εγέρσεως της ένδικης αγωγής. Πράγματι, το άρθρο 346 ΑΚ, που όριζε ότι «ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος», αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 ν. 4055/2012, που ισχύει, κατά το άρθ. 113 του νόμου αυτού, από 2.4.2012, κατά το οποίο: «Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ’ εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ’ εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης». Σύμφωνα με τη νέα αυτή ρύθμιση αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, γι’ αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στο δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη) ή επειδή προβάλλει ένσταση συμψηφισμού (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4055/2012). Έτσι, ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοση της αγωγής, είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι’ αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ’ αυτήν, όταν το δικαστήριο κατ’ εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας. Εξάλλου, ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό δεν συνιστά, σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, λόγο για την κατ’ εξαίρεση επιδίκαση του τόκου υπερημερίας, ο οποίος, κατά τη σαφή πρόθεση του νομοθέτη, πρέπει να επιδικάζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή όχι της αντιδικίας [ΑΠ 609/2020 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου].

Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει να γίνουν δεκτές αμφότερες οι ένδικες εφέσεις ως εν μέρει βάσιμες στην ουσία τους, κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της και αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), εφόσον αρμοδίως (άρθρα 16, 25 παρ. 2, 33 Κ.Πολ.Δ., 51 Ν. 2172/1993) και παραδεκτώς εισήχθη στο Δικαστήριο, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η ένδικη αγωγή, η οποία είναι ορισμένη και νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων που αναφέρθηκαν στις προεκτεθείσες σχετικές νομικές σκέψεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 53, 54, 57, 84 παρ. 1, 105, 106 ΚΙΝΔ, 361, 648 επ. 340, 341, 345, 346 Α.Κ., πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και [α] να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 10.850,53 και δη το ποσό των 4.585,42 € για υπερωρίες καθημερινών και Κυριακών, το ποσό των 2.782,77 € για υπερωρίες Σαββάτων και αργιών, το ποσό των 766,78 € για αποζημίωση λόγω μη χορήγησης διανυκτερεύσεων, το ποσό των 566,11 € για αναλογία δώρου Πάσχα 2019, το ποσό των 1.532,23 € για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019, το ποσό των 379,44 € για αναλογία δώρου Πάσχα 2020 και το ποσό των 237,78 € για  αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2021, νομιμοτόκως και δη το ποσό των ευρώ 10.612,75, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την  6.7.2021 έως την επίδοση της ένδικης αγωγής και από της επομένης ημέρας της επιδόσεως της ένδικης αγωγής, το ανωτέρω ποσό των ευρώ 10.612,75, με το νόμιμο τόκο επιδικίας. Το ποσό δε των ευρώ 237,78 € για  αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2021 με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την 1.1.2022 και [β] να αναγνωρισθεί ότι, η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα, επιπλέον των ανωτέρω, το ποσό των ευρώ (1.210,24 μείον 766,78=) 443,46 για αποζημίωση λόγω μη χορήγησης διανυκτερεύσεων, νομιμοτόκως και δη με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 6.7.2021 έως την επίδοση της ένδικης αγωγής και από της επομένης ημέρας της επιδόσεως της ένδικης αγωγής, το ανωτέρω ποσό των ευρώ 443,46, με το νόμιμο τόκο επιδικίας. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, όπως παραδεκτώς αυτός (ενάγων) αιτείται για πρώτη φορά με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (στην ένδικη έφεση δεν περιέχει αίτημα επιδίκασης δικαστικής δαπάνης), πρέπει να επιβληθούν κατά ένα μέρος σε βάρος της εναγομένης, λόγω της εν μέρει ήττας της και αναλογικώς προς αυτήν, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και υπολογιζόμενα σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ. 1 εδ. α Ν. 4194/2013 (Κώδικος Περί Δικηγόρων), σε συνδυασμό με τα άρθρα 68 παρ. 1 και 63 παρ. 1 του ιδίου Κώδικος, που εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, την από 17.06.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ………/20.06.2022 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……../22.06.2022 έφεση και την από 12.01.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……/12.01.2023 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……../13.01.2023 έφεση.

Δέχεται αυτές τυπικά και εν μέρει στην ουσία τους, κατά το σκεπτικό της παρούσας.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη, υπ’ αριθμ. 1159/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.

Δέχεται εν μέρει την από 25.08.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ……../30.08.2021 αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (10.850,53 ευρώ), νομιμοτόκως το ποσό των δέκα χιλιάδων εξακοσίων δώδεκα ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (10.612,75 ευρώ), από την 6.7.2021 και το ποσό των διακοσίων τριάντα επτά ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (237,78 ευρώ) από την 1.1.2022.

Επιπλέον των ανωτέρω, αναγνωρίζει ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τετρακοσίων σαράντα τριών ευρώ και σαράντα έξι λεπτών (443,46 ευρώ), νομιμοτόκως από την 6.7.2021.

Καταδικάζει την εναγομένη στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος του οποίου ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 8.4.2024.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ