Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 182/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης  182/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αιτούντος: …………… ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του Καρμέλας – Σπυριδούλας Μαυρόχη (ΑΜ ΔΣΠ …….., ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ – ΜΑΥΡΟΧΗ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΜ ΔΣΠ …..).

Των καθ’ων η αίτηση: 1) Της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία <<……..>> που εδρεύει στις ………. και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία <<……..>> που εδρεύει στις ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες παραστάθηκαν δια της πληρεξουσίας δικηγόρου τους Ελένης Κοσσένα (ΑΜ ΔΣΑ …….., Α.Σ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΜ ΔΣΑ ….).

Ο αιτών με την από 12-03-2024 υπό ΓΑΚ ../ΕΑΚ …/13-03-2024 αίτησή του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, στρεφόμενη κατά των καθ’ων η αίτηση, ζητεί να ανασταλεί η ισχύς και η εκτέλεση της υπ’αριθ. 2578/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας) μέχρι την έκδοση απόφασης επί της από 28-09-2023 υπό ΓΑΚ ../ΕΑΚ ../29-09-2023 στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και υπό ΓΑΚ ../ΕΑΚ 620/01-11-2023 στο παρόν Δικαστήριο, έφεσης που άσκησε κατά αυτής. Με το δικόγραφο της αίτησης, ο αιτών υπέβαλε και αίτημα χορηγήσεως προσωρινής διαταγής, που έγινε δεκτό ως βάσιμο, με την από 21-03-2024 προσωρινή διαταγή του Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία ανεστάλη η εκτέλεση της εκκαλουμένης αποφάσεως, έως την έκδοση αποφάσεως επί της κρινόμενης αιτήσεως.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω, αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

To  άρθρο 763 παρ. 3 του ΚΠολΔ ορίζει ότι, αν ασκηθεί έφεση κατ` αποφάσεως που έχει εκδοθεί κατά τη διαδικασία της εκούσιας, δικαιοδοσίας, το δικαστήριο που δικάζει την έφεση ή ο Πρόεδρος του μπορούν κατά την κρίση τους, με αίτηση κάποιου από εκείνους που έλαβαν μέρος στην πρωτόδικη δίκη, να αναστείλουν την ισχύ και την εκτέλεση της μέχρι να εκδοθεί απόφαση στην έφεση. Από τη διάταξη αυτή συνάγονται τα ακόλουθα: 1) Ότι η αίτηση αναστολής, η οποία απευθύνεται, κατ` επιλογή του δικαιουμένου, είτε στο Δικαστήριο είτε στον Πρόεδρο αυτού, εκδικάζεται κατά την ίδια διαδικασία που αποκλειστικά αρμόζει στις υποθέσεις αυτές, δηλαδή της εκούσιας δικαιοδοσίας, αν και έχει χαρακτήρα ασφαλιστικού μέτρου (βλ ΕφΑθ 2296/1998 ΕλλΔνη 1998.625, ΕφΑθ 4184/1994 Δ 1995, 79, ΕφΑθ. 140/1993 ΕλλΔνη 1994.655), 2) ότι σε αναστολή υπόκεινται όχι μόνον οι κατά την εκουσία δικαιοδοσία εκδιδόμενες καταψηφιστικές αποφάσεις, αλλά και όλες οι αποφάσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, στις οποίες απλώς λαμβάνεται ένα ρυθμιστικό μέτρο με διαπλαστικό ή διαπιστωτικό χαρακτήρα, δίχως παράλληλα δεσμευτική διάγνωση ιδιωτικών εννόμων σχέσεων και 3) ότι η αναστολή δίδεται αν ο δικαστής κρίνει άτι είναι πιθανόν να ευδοκιμήσει η έφεση, και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και ότι ο αιτών θα υποστεί βλάβη τέτοια που η μεταγενέστερη ανόρθωση δεν θα είναι δυνατή ( ΕΦΙΩΑΝ (ΜΟΝ) 2/2013    Α΄ δημοσίευση  ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5102/2001 ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2001.773, ΠρΕφΑθ. 7210/1998 ΕλλΔνη 1999.443, Πρ. Εφ. Αθ. 8408/1998, ΕλλΔνη 1999.407, ΕφΑθ 166/1985 Δ 16.767, ΕφΑθ 166/1985 Δ 16,767, ΕφΑθ 7774/1982 Δ 14.621)

Με την υπό κρίση αίτηση, ο αιτών, επικαλούμενος την ανεπανόρθωτη βλάβη που θα υποστεί, ζητεί, για τους λόγους που αναφέρει, να ανασταλεί η ισχύς και η εκτέλεση της υπ’αριθ. 2578/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και κήρυξε εκτελεστές στην Ελλάδα την από 27.10.2022 Διαταγή, τελούσα σε ενιαίο σύνολο με την από 26.10.2022 Απόφαση του Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Επιχειρηματικού Δικαίου και Περιουσιακών Σχέσεων της Αγγλίας και Ουαλίας (High Court of Justice Business and Property Courts of England and Wales) Sir … …, ως προς τις καταψηφιστικές  της διατάξεις των παρ.3 και 5, δυνάμει των οποίων ο αιτών υποχρεούται να καταβάλλει στις καθ’ων, προκαταβολή δικαστικών εξόδων συνολικού ποσού ενός εκατομμυρίου διακοσίων χιλιάδων (1.200.000) στερλινών Αγγλίας, καθώς και η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος του, με τις αναφερόμενες στην αίτηση κατασχετήριες εκθέσεις αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, …………, δυνάμει των οποίων εκτίθενται την 10η Ιουλίου 2024 και την 31η Ιουλίου 2024, σε αναγκαστικό πλειστηριασμό με ηλεκτρονικά μέσα, ενώπιον της πιστοποιημένης συμβολαιογράφου ……….., τα λεπτομερώς αναφερόμενα σε αυτές (κατασχετήριες εκθέσεις) ακίνητα ιδιοκτησίας του αιτούντος, έως την έκδοση απόφασης επί της νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσης εφέσεως κατά της ως άνω εκκαλουμένης αποφάσεως.

Η αίτηση, αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του δικαστηρίου τούτου κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, η οποία εφαρμόστηκε για την έκδοση της οριστικής απόφασης, της οποίας ζητείται η αναστολή και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις, απορριπτομένου ως αβάσιμου του ισχυρισμού των καθ’ων ότι πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Πρέπει συνεπώς να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ΄ουσίαν.

Οι καθ’ων, με την από 14.12.2022 αίτησή τους, που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζητούσαν να κηρυχθούν εκτελεστές στην ελληνική επικράτεια η από 26.10.2022 Απόφαση και η από 27.10.2022 Διαταγή του Δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου Επιχειρηματικού Δικαίου και Περιουσιακών Σχέσεων της Αγγλίας και Ουαλίας (High Court of Justice Business and Property Courts of England and Wales) Sir … … – εκδοθείσες επί του κατατεθέντος και μεταγενέστερα τροποποιηθέντος κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου με αριθμό         ………./23.08.2021 εντύπου απαίτησης (claim form) αυτών κατά των αλλοδαπών εταιρειών <<……..>>, <<……..>> και <<………..>>, των οποίων μοναδικός μέτοχος και διαχειριστής τυγχάνει ο ώδε αιτών – δυνάμει των οποίων καταδικάσθηκε, μεταξύ άλλων, ο τελευταίος, αφού κατέστη διάδικος στην κύρια δίκη μόνο ως προς το αίτημα των δικαστικών εξόδων, να καταβάλει σε αυτές το συνολικό ποσό του ενός εκατομμυρίου διακοσίων χιλιάδων (1.200.000) στερλινών Αγγλίας, αναλυόμενο επιμέρους αφενός στο ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) στερλινών Αγγλίας ως προκαταβολή για τα δικαστικά έξοδα, στα οποία υπεβλήθησαν οι καθ’ων η αίτηση, έως την 04.03.2022, και αφετέρου στο ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) στερλινών Αγγλίας για τα σχετικά με την αίτηση Διαταγής Δέσμευσης της 14.06.2022, τη συνέχιση της αίτησης της 23.06.2022, την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Δικαστή ….. και την αίτηση εναλλακτικής επίδοσης εγγράφων της 01.07.2022 δικαστικά έξοδα, καθώς και να καταδικασθεί ο αιτών στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ’αριθ. 2578/2023 απόφαση (εκκαλουμένη), έκανε δεκτή την αίτηση και κήρυξε εκτελεστή στην ελληνική επικράτεια την από 27.10.2022 Διαταγή τελούσα σε ενιαίο σύνολο με την από 26.10.2022 Απόφαση του Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Επιχειρηματικού Δικαίου και Περιουσιακών Σχέσεων της Αγγλίας και Ουαλίας  (High Court of Justice Business and Property Courts of England and Wales) Sir … …, ως προς τις καταψηφιστικές της διατάξεις των παρ. 3 και 5, δυνάμει των οποίων ο ώδε αιτών υποχρεούται να καταβάλλει στις ώδε καθ’ων η αίτηση, προκαταβολή δικαστικών εξόδων συνολικού ποσού ενός εκατομμυρίου διακοσίων χιλιάδων (1.200.000) στερλινών Αγγλίας. Κατά της αποφάσεως αυτής ο ώδε αιτών άσκησε την από  28-09-2023 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/29-09-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/29-09-2023 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/01-11-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …../01-11-2023) έφεση. Η έφεση έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του δικογράφου της στις  29-09-2023, στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση, εντός της γνήσιας προθεσμίας των τριάντα [30] ημερών, αρχόμενη από την επομένη της επίδοσης της εκκαλουμένης [άρθρα 511, 513 παρ. 1  περ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1  ΚΠολΔ), η οποία (επίδοση), όπως προκύπτει από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, έλαβε χώρα την 30-08-2023, επομένως πιθανολογείται ότι θα γίνει τυπικά δεκτή από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο που θα την κρίνει και θα ερευνηθεί περαιτέρω κατά το παραδεκτό, το νόμιμο και το βάσιμο των λόγων της, κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της προκαταβλήθηκε από τον εκκαλούντα κατά την κατάθεση της, και το οριζόμενο στο άρθρο 495 παρ. 3 παράβολο των 100 ευρώ (βλ. σχετ. την έκθεση καταθέσεως της εφέσεως). Με βάση τα ανωτέρω, το παρόν Δικαστήριο πρέπει να εκτιμήσει αν θα ευδοκιμήσει κάποιος από τους λόγους εφέσεως που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων ώστε να κρίνει αν συντρέχει λόγος αναστολής εκτελέσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως.

Ι. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 905 ΚΠολΔ, με την επιφύλαξη αυτών που ορίζουν Διεθνείς Συμβάσεις και Κανονισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να γίνει στην Ελλάδα αναγκαστική εκτέλεση βασισμένη σε αλλοδαπό τίτλο από τότε που θα τον κηρύξει εκτελεστό απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου, δικάζοντος με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, εφόσον ο τίτλος είναι εκτελεστός κατά το δίκαιο του τόπου όπου εκδόθηκε και δεν είναι αντίθετος προς τα χρηστά ήθη ή τη δημόσια τάξη, συντρεχουσών και των όρων του άρθρου 323 αριθ. 2 – 5 του αυτού Κώδικα, εφόσον πρόκειται για δικαστική απόφαση. Κατά τους όρους δε του άρθρου 323 ΚΠολΔ, με την επιφύλαξη αυτών που ορίζουν Διεθνείς Συμβάσεις, απόφαση αλλοδαπού πολιτικού δικαστηρίου ισχύει και αποτελεί δεδικασμένο στην Ελλάδα χωρίς άλλη διαδικασία, εφόσον 1) αποτελεί δεδικασμένο, σύμφωνα με το δίκαιο του τόπου όπου εκδόθηκε, 2) η υπόθεση κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου υπαγόταν στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους στο οποίο ανήκει το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, 3) ο διάδικος που νικήθηκε δε στερήθηκε το δικαίωμα της υπεράσπισης και γενικά της συμμετοχής στη δίκη, εκτός αν η στέρηση έλαβε χώρα, σύμφωνα με διάταξη που ισχύει και για τους υπηκόους του κράτους στο οποίο ανήκει το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, 4) δεν είναι αντίθετη προς απόφαση ελληνικού δικαστηρίου που εκδόθηκε στην ίδια υπόθεση και αποτελεί δεδικασμένο για τους διαδίκους, μεταξύ των οποίων εκδόθηκε η απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου, και 5) δεν είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη ή τη δημόσια τάξη. Κατ’ αρχάς, ως απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου νοείται κάθε δικαιοδοτική καταψηφιστική, στην προκείμενη περίπτωση, κρίση οργάνου αλλοδαπής πολιτείας, που κατά το δίκαιό της είναι επιφορτισμένο με την επίλυση ιδιωτικών διαφορών κατά προδιαγεγραμμένη, έστω και συνοπτική, διαδικασία ανεξάρτητα από τον τύπο ή την ονομασία της απόφασης ως τέτοιας ή διάταξης ή πράξης (ΑΠ 496/1994 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην έννοια της «δικαστικής απόφασης» περιλαμβάνονται και οι αποκαλούμενες «διαταγές» που εκδίδει αγγλικό δικαστήριο υπό τη μορφή των orders ή injunctions. Ειδικότερα, με τις πρώτες (orders) – εντασσόμενες στην ευρύτερη έννοια της δικαστικής απόφασης (decision) και διακρινόμενες από εκείνη υπό στενή έννοια (judgment) που επιλύει τελειωτικά την εισαχθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου διαφορά – επιλύονται προκαταρκτικά ή παρεπόμενα ζητήματα που ανάγονται στη διαδικασία προς έκδοση ή προς εκτέλεση της τελειωτικής απόφασης, αποτελούν δε ρυθμιστικά δικονομικά μέτρα, όταν αντιμετωπίζουν ζητήματα της διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου, ενώ όταν εκδίδονται στο πλαίσιο εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης αφενός διαγιγνώσκουν την ευθύνη του εναγομένου προς καταβολή του επιδικασθέντος ποσού και αφετέρου επιτάσσουν την εκτέλεσή της με απειλή χρήσης βίας και κρατικού καταναγκασμού. Αντίθετα οι δεύτερες (injunctions) αποτελούν μέτρα προσωρινής δικαστικής προστασίας και αποσκοπούν να υποχρεώσουν τον καθ’ ου διάδικο είτε σε ενέργεια ορισμένης πράξης (mandatory injunctions) είτε σε παράλειψή της (prohibitory injunctions). Επομένως, δύνανται να κηρυχθούν εκτελεστές στην ημεδαπή και οι «διαταγές» (orders) των αγγλικών δικαστηρίων, εφόσον περιέχουν καταψηφιστικές διατάξεις, καθώς και οι «ενδιάμεσες διαταγές» (interim orders), οι οποίες αποτελούν αυτόνομο εκτελεστό τίτλο (Αθ. Καΐσης, Εκφάνσεις της δημόσιας τάξης στην αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων, εκδ. Σάκκουλα, 2003, σ. 78 επ.). Εξάλλου, ο αλλοδαπός εκτελεστός τίτλος ή η αλλοδαπή δικαστική απόφαση πρέπει να είναι εκτελεστοί κατά το δίκαιο της χώρας όπου εκδόθηκαν, κατά το χρόνο που ζητείται η κήρυξη της εκτελεστότητάς τους, ενώ αναφορικά με τη δικαστική απόφαση δεν ενδιαφέρει ο βαθμός της δικονομικής της ωριμότητας (τελεσίδικη ή αμετάκλητη), με συνέπεια να δύναται να κηρυχθεί εκτελεστή ακόμη και μία προσωρινά εκτελεστή αλλοδαπή δικαστική απόφαση, όντος κατ’ επέκταση αδιάφορο αν παράγεται με αυτή ή όχι δεδικασμένο (ΑΠ 340/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, από τις συνδυασμένες ως άνω διατάξεις των άρθρων 905 και 323 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, για την κήρυξη εκτελεστής μίας αλλοδαπής απόφασης στην ελληνική επικράτεια απαιτείται, εκτός άλλων, η υπόθεση να υπαγόταν κατά τις διατάξεις του ημεδαπού δικαίου στη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους προέλευσης της απόφασης (323 αριθ. 2), συντρέχει δε η προϋπόθεση αυτή, όταν τα ελληνικά δικαστήρια – υπεισερχόμενα υποθετικά στη θέση του αλλοδαπού δικαστηρίου – θα είχαν διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της υπόθεσης, κατά το εσωτερικό τους δίκαιο (ΑΠ 670/2013, ΑΠ 1.452/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Κεραμεύς, Σε αναζήτηση του Βασιλείου Οικονομίδη, Αρμ 4/2003.1069 επ. (1074 Ι), όπου αναφορά σε «αρχή του αντικατοπτρισμού»), όπως π.χ. όταν το αλλοδαπό δικαστήριο στήριξε τη διεθνή του δικαιοδοσία στον τόπο εκπλήρωσης της παροχής (ΚΠολΔ 33) ή στη σιωπηρή παρέκταση λόγω μη έγκαιρης αμφισβήτησής της (ΚΠολΔ 42 ΙΙ). Κατά την κρατούσα άποψη, κρίσιμος χρόνος κατά τον οποίο πρέπει να συντρέχουν τα συνιστώντα τη διεθνή δικαιοδοσία της αλλοδαπής πολιτείας στοιχεία θεωρείται εκείνος της τελευταίας συζήτησης, μετά την οποία εκδίδει την απόφαση ο Έλληνας δικαστής περί κήρυξης της εκτελεστότητας (ΕφΘεσ 3.448/1991, ΜΠρΘεσ 6.515/1997 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Π. Μάζης σε Κ. Κεραμέα/Δ. Κονδύλη/Ν. Νίκα, ΕρμΚΠολΔ2 – Αναγκαστική Εκτέλεση, εκδ. Σάκκουλα, 2021, άρθρο 905, αριθ. 9 και εκεί περαιτέρω νομολογιακές και θεωρητικές παραπομπές). Επίσης, απαιτείται ο ηττημένος διάδικος να μη στερήθηκε το δικαίωμα της υπεράσπισης και γενικά της συμμετοχής του στη δίκη, χωρίς να βλάπτει ωστόσο, αν η στέρηση έλαβε χώρα κατ’ εφαρμογή διάταξης που ισχύει και για τους υπηκόους της ξένης πολιτείας (323 αριθ. 3), δίνεται δηλαδή μεγαλύτερη βαρύτητα στην αρχή της ίσης μεταχείρισης ημεδαπών και αλλοδαπών εκ μέρους της αλλοδαπής πολιτείας παρά στην αρχή της ακρόασης (Ν. Νίκας, Πολιτική δικονομία, τ. II, εκδ. Σάκκουλα, 2005, παρ. 99, αριθ. 12). Συνεπώς, δεν κηρύσσεται εκτελεστή αλλοδαπή απόφαση, αν ο ηττηθείς διάδικης δεν κλητεύθηκε καθόλου (ΑΠ 687/2003, ΕφΠειρ 336/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή δεν κλητεύθηκε προσηκόντως ή όταν η προθεσμία που του χορηγήθηκε ήταν προφανώς ανεπαρκής (ΑΠ 1.522/2007, ΑΠ 687/2003, ΑΠ 1.452/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πρέπει, ακόμη, η αλλοδαπή απόφαση στο πλαίσιο των αντικειμενικών και υποκειμενικών της ορίων να μην αντιτίθεται στο δεδικασμένο ημεδαπής απόφασης (323 αριθ. 4), γεγονός που συμβαίνει όχι μόνο όταν τα αντικείμενα των δύο δικών ταυτίζονται απόλυτα αλλά και όταν υφίσταται σχέση προδικαστικότητας μεταξύ τους (ΕφΑθ 7.594/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ η εκκρεμής αγωγή ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου δε συνιστά εμπόδιο για την αναγνώριση αλλοδαπού δεδικασμένου (ΑΠ 170/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ως αρνητική προϋπόθεση απαιτείται η απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου να μην είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη και την ελληνική δημόσια τάξη. Η αντίθεση προς τη δημόσια τάξη, υπό τη διαλαμβανόμενη στο άρθρο 33 ΑΚ έννοια της διεθνούς δημόσιας τάξης – η οποία ελέγχει εάν είναι ανεκτή η εισδοχή στην ημεδαπή, αλλοδαπών εννόμων σχέσεων ή καταστάσεων που έχουν ήδη δημιουργηθεί και υφίστανται σε άλλη έννομη τάξη με τη μορφή είτε αποφάσεων είτε έννομων καταστάσεων – κρίνεται όχι από την εφαρμογή ουσιαστικών διατάξεων διαφορετικών από τις διατάξεις του ημεδαπού ουσιαστικού δικαίου, έστω και αν οι τελευταίες αφορούν στην εσωτερική δημόσια τάξη και αποτελούν κανόνα αναγκαστικού δικαίου, αλλά από το αν και κατά πόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση η λύση που πρόκρινε η αλλοδαπή απόφαση αναπτύσσει στην ελληνική επικράτεια έννομες συνέπειες που προσκρούουν σε θεμελιώδεις αρχές που κρατούν στην Ελλάδα σε ορισμένο χρόνο και απηχούν τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες κοινά παραδεδεγμένες αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν και ρυθμίζουν κατά τρόπο πάγιο τις βιοτικές σχέσεις στον ελλαδικό χώρο και αποτελούν το φράγμα εφαρμογής στην ημεδαπή κανόνων αλλοδαπού δικαίου, η οποία μπορεί να προξενήσει διαταραχή στο βιοτικό ρυθμό που κυριαρχεί στη χώρα (ΟλΑΠ 11/2009, ΟλΑΠ 17/2008, ΑΠ 170/2023, ΑΠ 820/2021, ΑΠ 662/2020, ΑΠ 579/2019, ΑΠ 108/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μόνο δε το γεγονός ότι το ελληνικό δίκαιο αγνοεί ορισμένο θεσμό ή ορισμένη ρύθμιση που προβλέπεται στο αλλοδαπό δίκαιο και εφαρμόστηκε από το αλλοδαπό δικαστήριο ή ότι στο ελληνικό δίκαιο κρατεί αντίθετος κανόνας δε σημαίνει ότι η απόφαση αντίκειται στη διεθνή δημόσια τάξη (ΟλΑΠ 17/1999, ΑΠ 170/2023, δικαίου επί συγκεκριμένης έννομης σχέσεως Ειδικότερα, η ΑΠ 662/2020, ΑΠ 2154/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σχετικά επισημαίνεται ότι αντικείμενο ελέγχου της επιφύλαξης της δημόσιας τάξης αποτελεί η αλλοδαπή απόφαση in globo, ως κατακλείδα δηλαδή σειράς διαδικαστικών ενεργειών και ως εφαρμογή κανόνων ουσιαστικού δικαίου επί συγκεκριμένης έννομης σχέσης. Ειδικότερα, η ουσιαστική δημόσια τάξη κατατείνει στη διαφύλαξη των εσωτερικών ουσιαστικών δικαιικών κανόνων, όταν δηλαδή ο αλλοδαπός κανόνας ή ο αλλοδαπός τίτλος αντιβαίνει σε ουσιώδεις αρχές του εσωτερικού δικαίου και η προσβολή των αρχών αυτών είναι αβάσταχτη για την έννομη τάξη του κράτους αναγνώρισης (Π. Γιαννόπουλος, Αντίθεση αλλοδαπής αποφάσεως στην ελληνική δημόσια τάξη λόγω επιδικάσεως υπέρμετρης δικαστικής δαπάνης (σκέψεις εξ αφορμής της ΕφΑθ 6115/2005), Αρμ 11/2006.1833), ενώ η απαγόρευση αναγνώρισης αλλοδαπής απόφασης λόγω αντίθεσή της στη δικονομική ελληνική δημόσια τάξη έχει πρώτιστα συνδεθεί με την απαγόρευση παραβίασης κανόνα που έχει συνταγματική προέλευση και ιδίως απορρέει από το πλέγμα των εγγυήσεων για την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων (ΜΕφΠειρ 371/2019 <www.efeteio-peir.gr>), δηλαδή η αντίθεση μιας αλλοδαπής απόφασης προς τη δικονομική δημόσια τάξη υφίσταται κατ’ αρχήν, όταν η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την έκδοση της αλλοδαπής απόφασης προσκρούει σε θεμελιώδη δικονομικά αξιώματα που αναγνωρίζονται από το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, τα οποία πέρα και ανεξάρτητα από τους συγκεκριμένους ημεδαπούς δικονομικούς κανόνες εκφράζουν το κράτος δικαίου επί του πεδίου της απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης, ώστε να μη μπορεί να χαρακτηρισθεί η αλλοδαπή απόφαση ως δικαιοκρατική (ΟλΑΠ 11/2009, ΑΠ 820/2021, ΑΠ 496/1994, ό.π., Αθ. Καΐσης, ibid, σ. 71) και όχι απλώς όταν κατά την απόδειξη ή την έκδοση της απόφασης τηρήθηκε άλλη διαδικασία από την καθοριζόμενη από τους ημεδαπούς δικονομικούς κανόνες (ΑΠ 247/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, στο σκληρό πυρήνα των θεμελιωδών δικονομικών δικαιωμάτων ανήκουν ιδίως οι αρχές της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας του δικαστή, της εκατέρωθεν ακρόασης, της ισότητας των όπλων και γενικά της χρηστής διεξαγωγής της δίκης, ενώ για να ορθοποδήσει η ρήτρα επιφύλαξης της (δικονομικής) δημόσιας τάξης θα πρέπει η παράβαση των ως άνω δικονομικών αρχών να μην ήταν δυνατό να προβληθεί με ένδικα μέσα κατά της (αλλοδαπής) απόφασης, ενώπιον των δικαστηρίων της αλλοδαπής πολιτείας (ΑΠ 579/2019, ΑΠ 496/1994 ό.π., Ν. Νίκας, Δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως, τ. I, εκδ. Σάκκουλα, 2017, παρ. 13, αριθ. 15). Περαιτέρω, το δικαστήριο του κράτους αναγνώρισης ή εκτέλεσης δε δύναται να ελέγξει, αν το δικαστήριο προέλευσης της απόφασης αξιολόγησε ορθά το νομικό και πραγματικό υλικό ή αν εφάρμοσε εσφαλμένα το εθνικό του δίκαιο, δεσμευόμενο από τις πραγματικές διαπιστώσεις και μη δυνάμενο να εξετάσει ισχυρισμούς που έπρεπε να προβληθούν στο δικαστήριο της χώρας προέλευσης της απόφασης (ΑΠ 579/2019 ό.π.). Τέλος, η διεθνής δημόσια τάξη αποβλέπει στην προστασία έννομων συμφερόντων που αποτυπώνονται σε κανόνα δικαίου και όχι στην προστασία αμιγώς οικονομικών συμφερόντων, με αποτέλεσμα να μη συνιστά προσβολή αυτής η απλή επίκληση σοβαρών οικονομικών επιπτώσεων σε βάρος του εναγομένου (ΑΠ 820/2021, ΑΠ 662/2020, ΑΠ 579/2019 ό.π.). Ειδικότερα, στο πεδίο του ενοχικού δικαίου και των διεθνών συναλλαγών η διεθνής δημόσια τάξη επιδρά κυρίως όταν  παραβιάζεται το μέτρο και η αρχή της αναλογικότητας, η οποία εφαρμόζεται ως δοκιμασία της διεθνούς δημόσιας τάξης και ως προς το μέτρο της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης. Ωστόσο, ο νομολογιακός αυτός κανόνας πρέπει να ισορροπεί με τον κανόνα της απαγόρευσης της επί της ουσίας αναθεώρησης της απόφασης του αλλοδαπού δικαστηρίου (ΑΠ 579/2019 ό.π.). Επομένως, εφόσον η αλλοδαπή απόφαση επιδικάζει πραγματική δικαστική δαπάνη και όχι υποκρυπτόμενη τιμωρητική αποζημίωση, τυγχάνει πάντοτε αναγνωριστέα χωρίς να ελέγχεται το ύψος της, έστω και αν είναι υπερβολικό, ενώ το ενδεχόμενο να μην αποδοθεί τελικά στο νικητή διάδικο η δικαστική του δαπάνη λειτουργεί, ιδίως στις περιπτώσεις που η διεξαγωγή του δικαστικού αγώνα έχει υψηλό κόστος, τόσο αποτρεπτικά όσο και η πρόβλεψη ιδιαίτερα υψηλών δικαστικών εξόδων ως προς την ευχέρεια πρόσβασης έκαστου διαδίκου στη δικαιοσύνη, με αποτέλεσμα να σχετικοποιείται το επιχείρημα από τα άρθρα 20 παρ. 1 Συντάγματος και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ. Μάλιστα, συνεπέστερη τόσο προς την αναγκαιότητα εννοιολογικής πλήρωσης της έννοιας της δημόσιας τάξης όσο και προς τη λειτουργία της εκκαθάρισης της δικαστικής δαπάνης στο πλαίσιο του ελληνικού δικονομικού δικαίου παρίσταται η ερμηνευτική εκδοχή ότι η ρύθμιση της δικαστικής δαπάνης δεν εκφράζει πρωταρχικής σημασίας αντιλήψεις του νομοθέτη, μη εντασσόμενη ως εκ τούτου στη δημόσια τάξη, με αποτέλεσμα να μην ευρίσκει νόμιμο έρεισμα ο έλεγχος της αλλοδαπής απόφασης κατά την περί επιβολής των δικαστικών εξόδων διάταξή της (ΑΠ 579/2019 ό.π., ΑΠ 1.066/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Π. Γιαννόπουλος, ibid, σ. 1843 επ., Χ. Μεϊδάνης, Η επιβολή υπέρμετρων δικαστικών εξόδων από αλλοδαπή απόφαση. Ζητήματα εκτελεστότητας στην Ελλάδα υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας και του δικαιώματος ελεύθερης πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, ΧρΙΔ 2007.833).

II. Στο αγγλικό δίκαιο η διαδικασία έκδοσης αποφάσεων και διαταγών περί καταδίκης μη διαδίκου σε καταβολή δικαστικών εξόδων, καθώς και οι προϋποθέσεις εκτελεστότητας αυτών ρυθμίζονται κυρίως από τα Μέρη 44 και 48 (Parts 44, 48) των Κανόνων Πολιτικής Δικονομίας του 1998 (Civil Procedure Rules 1998, CPR) – όπως αυτοί έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν. Ειδικότερα, τα Μέρη 44 – 48 CPR διέπουν εν γένει τη δικαστική δαπάνη (costs), ενώ το Μέρος 48 CPR (Κανόνες 48.1 – 48.0) περιέχει διατάξεις για ειδικές περιπτώσεις δικαστικής δαπάνης. Στο πλαίσιο αυτό, ο Κανόνας 48.2(1) CPR ρυθμίζει την ευχέρεια του δικαστηρίου να εκδώσει διαταγή περί δικαστικής δαπάνης υπέρ ή εις βάρος προσώπου που δεν αποτελεί διάδικο μέρος (costs order in favour of or against non-parties). Συγκεκριμένα, κατά την οικεία διάταξη προβλέπεται ότι «Όταν το δικαστήριο εξετάζει αν θα ασκήσει την εξουσία που του παρέχεται κατά το άρθρο 51 του Νόμου περί του Δικαστηρίου του 1981 (τα έξοδα εναπόκεινται στην ευχέρεια του δικαστηρίου) να εκδώσει διαταγή περί εξόδων υπέρ ή κατά προσώπου, το οποίο δεν είναι διάδικος στη δίκη, (α) το πρόσωπο αυτό πρέπει να προσεπικληθεί ως διάδικος στη δίκη μόνο ως προς τα έξοδα και (β) πρέπει να του χορηγηθεί εύλογη ευκαιρία να παραστεί σε συζήτηση κατά την οποία το δικαστήριο θα εξετάσει περαιτέρω το ζήτημα», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 51 (1) του Νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1981 (Supreme Court Act 1981) – όπως ισχύει – προβλέπεται ότι η δικαστική δαπάνη ανήκει στην αρμοδιότητα και ευχέρεια του δικαστηρίου, το οποίο έχει πλήρη εξουσία να ορίσει από ποιο πρόσωπο και σε ποιο βαθμό θα καταβληθεί αυτή η δαπάνη. Μάλιστα, το αυτό περιεχόμενο ως προς τη δικαστική δαπάνη έχει και το άρθρο 51 του Νόμου περί των Ανώτερων Δικαστηρίων του 1981 (Senior Courts Act 1981), που διέπει, μεταξύ άλλων, και τη λειτουργία του Ανώτερου Δικαστηρίου (High Court). Οι διαταγές που εκδίδονται κατά τον Κανόνα 48.2 CPR είναι γνωστές ως διαταγές εξόδων τρίτων μερών (Third Party Cost Orders – TPCO) και παρά το γεγονός ότι το δικαστήριο διαθέτει απεριόριστη εξουσία ως προς τον καθορισμό των εξόδων της δίκης, η άσκηση της εξουσίας αυτής όσον αφορά τρίτα πρόσωπα – μη διάδικους περιορίζεται από τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου. Έτσι, σύμφωνα με τη νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων (βλ. σχετ. ……… νs … …, The Vineira [1986] A.C. 965, [1986] 2 ΑΙ E.R. 409, ….. vs …….. [1998] 2 ΑΙ E.R. 873, …………. …. vs ……. [2004] UKPC 39, [2005] 4 ΑΙ E.R. 195), το δικαστήριο δε δύναται αυθαίρετα να εκδώσει διαταγή περί δικαστικής δαπάνης εις βάρος προσώπου που δεν έχει καμία σχέση με τη δίκη αλλά πρέπει να υφίσταται σύνδεση μεταξύ του μη διαδίκου και της διαδικασίας και τα βασικότερα κριτήρια που εφαρμόζει το δικαστήριο είναι το εάν ο μη διάδικος ήταν o «πραγματικός διάδικος» που ήλεγχε, χρηματοδοτούσε ή/και είχε όφελος από τη διαδικασία και εάν είναι θεμιτό και δίκαιο να εκδοθεί τέτοια διαταγή. Περαιτέρω, η διαταγή περί εξόδων τρίτων μερών από το αρμόδιο για την κύρια αγωγή δικαστήριο εκδίδεται κατόπιν αίτησης ενός εκ των διαδίκων (συνήθως του νικήσαντος διαδίκου), κατά τις διατάξεις του Μέρους 19 CPR (Κανόνες 19.1-19.4) περί προσθήκης και αντικατάστασης των διαδίκων. Ειδικότερα, το δικαστήριο, εφόσον κρίνει ότι συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, εκδίδει συνήθως προδικαστική διαταγή (interim order), με την οποία κάνει δεκτή την αίτηση και προσεπικαλεί το τρίτο μέρος, ώστε να καταστεί αυτό διάδικος, και στη συνέχεια ορίζει δικάσιμο, ώστε οι διάδικοι και κυρίως ο νέος διάδικος/τρίτο μέρος να προβάλουν τις θέσεις τους επί του ζητήματος. Ακολούθως, το δικαστήριο εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση (judgment), με την οποία κάνει δεκτό ή απορρίπτει το αίτημα περί καταδίκης τρίτου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Αν δε το δικαστήριο κρίνει με την απόφασή του (judgment) ότι το αίτημα περί καταδίκης τρίτου μέρους στη δικαστική δαπάνη του αιτούντος διαδίκου είναι παραδεκτό, νόμιμο και βάσιμο, εκδίδει διαταγή (order), με την οποία διατάσσει το μέρος αυτό στην καταβολή συγκεκριμένου ποσού δικαστικών εξόδων. Στο σημείο αυτό πρέπει δε να επισημανθεί ότι η απόφαση (judgment), με την οποία το δικαστήριο κάνει δεκτό το αίτημα περί καταδίκης τρίτου μέρους στη δικαστική δαπάνη και η διαταγή (order) του αυτού δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας διατάσσεται το τρίτο μέρος στην καταβολή ορισμένου ποσού δικαστικών εξόδων, αποτελούν επί της ουσίας έναν τίτλο, καθόσον λειτουργούν συμπληρωματικά η μία προς την άλλη, η απόφαση περιέχουσα τόσο τη μείζονα όσο και την ελάσσονα σκέψη ενώ στη διαταγή αποτυπώνεται το διατακτικό. Εξάλλου, κατά τον Κανόνα 44.8 CPR ο διάδικος εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί διαταγή για την καταβολή των δικαστικών εξόδων οφείλει να συμμορφωθεί με αυτή, καταβάλλοντας τα έξοδα εντός δεκατεσσάρων (14) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της διαταγής, εφόσον αυτή ορίζει ακριβές ποσό εξόδων, ενώ αν η οικεία προθεσμία παρέλθει o αιτών/ενάγων δύναται να εκκινήσει διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, εκδίδοντας διαταγή εκτέλεσης (writ of execution). Ο ως άνω Κανόνας επί της ουσίας επαναλαμβάνει τη γενική ρύθμιση του Κανόνα 40.7 CPR περί αποφάσεων και διαταγών που αφορούν την καταβολή χρηματική ποσού, δυνάμει του οποίου όλες οι δικαστικές αποφάσεις και διαταγές, πλην αυτών που εκδίδονται επί αγωγών κατά Κράτους, τίθενται σε ισχύ και παράγουν τις έννομες συνέπειές τους από την ημερομηνία έκδοσής τους, εκτός αν το δικαστήριο ορίσει ρητά μεταγενέστερη ημερομηνία. Κατά δε τον Κανόνα 40.11 CPR τα μέρη οφείλουν να συμμορφώνονται με απόφαση ή διαταγή που διατάσσει την καταβολή χρηματικού ποσού (συμπεριλαμβανόμενων εξόδων) εντός δεκατεσσάρων (14) ημερών από την έκδοση της οικείας απόφασης. Συνεπώς, οι αποφάσεις ή διαταγές που αφορούν την καταβολή χρηματικού ποσού είναι άμεσα εκτελεστές από την ημέρα έκδοσής τους, ενώ η άσκηση έφεσης δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα επί της εκτελεστότητας των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, εκτός αν το αρμόδιο εφετείο εκδώσει απόφαση περί αναστολής εκτέλεσης (stay of execution), κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος από τον εκκαλούντα (Κανόνας 52.7 CPR). Κατόπιν των ως άνω εκτιθέμενων, στο αγγλικό δίκαιο οι οριστικές αποφάσεις και διαταγές είναι άμεσα εκτελεστές και έχουν ισχύ δεδικασμένου, προσομοιάζουν δηλαδή προς τις τελεσίδικες αποφάσεις του ελληνικού δικαίου, ενώ η άσκηση ενδίκων μέσων δεν έχει αφ’ εαυτής ανασταλτικό αποτέλεσμα, με αποτέλεσμα η πρωτοβάθμια δικαστική απόφαση (judgment) ή διαταγή (order) του Ανώτατου Δικαστηρίου (High Court of Justice) της Αγγλίας και Ουαλίας περί καταδίκης μη διαδίκου σε καταβολή δικαστικών εξόδων, της οποίας δε ζητήθηκε ή δε χορηγήθηκε αναστολή εκτέλεσης παράγει όλα τα έννομα αποτελέσματά της από την έκδοσή της και αποτελεί εκτελεστό τίτλο κατά το αγγλικό δίκαιο (βλ. σχετ. την εκδοθείσα κατόπιν αιτήματος των αιτουσών – εφεσιβλήτων με αριθμό πρωτ. 513/02.12.2022 νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου).

Από την επανεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, και συγκεκριμένα από τα νομίμως προσκομιζόμενα μετ’επικλήσεως από τους διαδίκους έγγραφα, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μερικά δε εκ των οποίων μνημονεύονται ειδικότερα στη συνέχεια, χωρίς κανένα ωστόσο να παραλείπεται κατά την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εκκαλών, ο οποίος γεννήθηκε στη Συρία και κατοικεί στην Ελλάδα, προέβη, στο πλαίσιο άσκησης της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, στην ίδρυση των αλλοδαπών εταιρειών, με την επωνυμία <<……..>> και <<……….>>, οι οποίες έχουν την καταστατική τους έδρα στις ……. και συστάθηκαν ως πρόσωπα ειδικού σκοπού (special purpose vehicle), για τη ναύλωση πλοίων από τις εφεσίβλητες, εκ των οποίων η πρώτη είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Παναμά, με ΙΜΟ ……., πλοίου χύδην φορτίου (bulk carrier) <<C>> και η δεύτερη του υπό σημαία Παναμά, με ΙΜΟ ……., πλοίου χύδην φορτίου (bulk carrier) <<A>>, ενώ τελικός δικαιούχος αυτών (εφεσιβλήτων) είναι επιχειρηματικά/επενδυτικά κεφάλαια (investment funds), που βρίσκονται υπό τη διαχείριση της εταιρείας διαχείρισης κεφαλαίων με την επωνυμία <<…………>> (………) και έδρα το …….. των Η.Π.Α.. Επίσης ο εκκαλών προέβη στην ίδρυση της αλλοδαπής, εδρεύουσας ομοίως στις . ……., εταιρείας με την επωνυμία <<…………>>, με σκοπό τη διαχείριση πλοίων, η οποία έλαβε άδεια εγκατάστασης γραφείου ή υποκαταστήματος στην Ελλάδα (άρθρο 25 ν.27/1975), δυνάμει της υπ’αριθ. 2212.2-1/5261/31921/2019 απόφασης του Υπουργού Ναυτιλίας και Ναυτιλιακής Πολιτικής, ακολούθως δε παύθηκε η ισχύς αυτής με τη με αριθμό 212.2-1/5261/12066/2020 απόφαση του ανωτέρω Υπουργού. Με το από 5.11.2019 ναυλοσύμφωνο γυμνού πλοίου (bareboat charterparty), που καταρτίστηκε μεταξύ της πρώτης εφεσίβλητης και της εταιρείας <<……….>>, η τελευταία ναύλωσε το πλοίο  M/V <<C>>, ενώ με το από 18.02.2021 όμοιο ναυλοσύμφωνο που καταρτίστηκε μεταξύ της δεύτερης εφεσίβλητης και της εταιρείας <<……..>>, η τελευταία ναύλωσε το πλοίο M/V<<A>>. Τη διαχείριση των ανωτέρω πλοίων ανέλαβε η εταιρεία <<…………>>, συμφερόντων, όπως προαναφέρθηκε, του εκκαλούντος. Στις 10 Ιουνίου 2021, ο εκκαλών χαρακτηρίστηκε από το Γραφείο Ελέγχου Εξωτερικών Υποθέσεων του Υπουργείου Οικονομικών των Η.Π.Α (Office of Foreign Assets Control), ως Ειδικά   Χαρακτηρισμένος Παγκόσμιος Τρομοκράτης και το όνομά του καταχωρήθηκε στη Λίστα Ειδικά Χαρακτηρισμένων Πολιτών (Specially Designated National List). Το γεγονός αυτό καθώς και η επιβολή κυρώσεων αποκλεισμού (blocking sanctions) από τις Η.Π.Α, στον εκκαλούντα και τις ελεγχόμενες από αυτόν ως άνω εταιρείες, ήτοι τις ναυλώτριες των πλοίων M/V <<C>> και  M/V <<A>> και τη διαχειρίστρια αυτών, προκάλεσε σημαντικά προβλήματα στις εφεσίβλητες, αφενός διότι αδυνατούσαν να εισπράξουν τους ναύλους των πλοίων τους, αφετέρου διότι επλήγη η φήμη τους, καθώς εμφαίνονταν προς τους τρίτους, ως συναλλασσόμενες με τρομοκράτες. Δεδομένων των ανωτέρω συνθηκών, οι εφεσίβλητες, αντλώντας σχετικό δικαίωμα από τους όρους των ναυλοσυμφώνων, προέβησαν την 18.06.2022 σε ειδοποιήσεις καταγγελίας των συμβάσεων ναυλώσεως και ζήτησαν από τις ναυλώτριες εταιρείες την απόδοση της κατοχής των πλοίων τους. Ενόψει της άρνησης των ναυλωτριών να παραδώσουν τα πλοία, οι εφεσίβλητες προσέφυγαν στις 23.08.2021, στα Αγγλικά Δικαστήρια, στα οποία, δυνάμει του άρθρου 56 των ανωτέρω ναυλοσυμφώνων, είχε απονεμηθεί αποκλειστική δικαιοδοσία για την εκδίκαση των ανακυπτουσών μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών διαφορών. Συγκεκριμένα, οι εφεσίβλητες κατέθεσαν ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου Επιχειρηματικού Δικαίου και Περιουσιακών Σχέσεων της Αγγλίας και Ουαλίας (High Court of Justice Business and Property Courts of England and Wales) κατά των ως άνω ναυλωτριών και της διαχειρίστριας αυτών εταιρείας, το με αριθμό CL-.-.. έντυπο απαίτησης (claim form), που κατά το Αγγλικό δικονομικό δίκαιο φέρει το χαρακτήρα αγωγής του ελληνικού δικαίου, αιτούμενες α) την αναγνώριση της εγκυρότητας της εκ μέρους τους καταγγελίας των ναυλοσυμφώνων C. και A., δικαιούμενες συνακόλουθα στην ανάκτηση των πλοίων τους, β) αποζημιώσεις για την εκ μέρους των ναυλωτριών και της <<…………>> παραβίαση των όρων των ναυλοσυμφώνων και των υποχρεώσεων που είχαν αναληφθεί από τη διαχειρίστρια εταιρεία (manager’s undertakings) και γ) την έκδοση διαταγών παράδοσης των πλοίων. Επί αυτής της αρχικής αγωγής ενώπιον των Αγγλικών Δικαστηρίων, το Ανώτατο Δικαστήριο Επιχειρηματικού Δικαίου και Περιουσιακών Σχέσεων της Αγγλίας και Ουαλίας (High Court of Justice Business and Property Courts of England and Wales) εξέδωσε τη με αριθμό [2022] EWHC 452 απόφαση της 4ης Μαρτίου 2022, υπέρ των εκεί εναγουσών, ώδε εφεσιβλήτων, με την οποία έκρινε ότι οι τελευταίες νομίμως κατήγγειλαν τα ανωτέρω ναυλοσύμφωνα και ότι δικαιούνται να αναλάβουν την κατοχή των πλοίων τους. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε με την από 29.07.2022 απόφαση του Εφετείου της Αγγλίας (Court of Appeal), που απέρριψε ομόφωνα την ασκηθείσα από τις, ενώπιον των Αγγλικών Δικαστηρίων, εναγόμενες εταιρείες, έφεση. Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 6 της εκδοθείσας από 09.03.2022 Διαταγής (order) βάσει Απόφασης (judgment), οι εκεί εναγόμενες εταιρείες καταδικάστηκαν στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των αιτουσών, ώδε εφεσιβλήτων, επί αποζημιωτικής βάσης (indemnity basis), το ακριβές ποσό των οποίων θα προσδιορισθεί κατόπιν λεπτομερούς αξιολόγησης και ολοκλήρωσης όλων των ζητημάτων, προσδιορισθέντα όμως με βάση την παρ. 7 της αυτής Διαταγής τα προκαταβλητέα εντός δεκατεσσάρων (14) ημερών από την έκδοσή της δικαστικά έξοδα στο ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) στερλινών Αγγλίας. Η απόφαση αυτή (judgment & order) κατέστη πλέον ανέκκλητη στο σύνολό της, δυνάμει της από 29.07.2022 απόφασης του Εφετείου της Αγγλίας, που απέρριψε την ασκηθείσα κατά αυτής έφεση. Λόγω της μη συμμόρφωσης των εκεί εναγόμενων εταιρειών με την ως άνω Διαταγή, ως προς την καταβολή των δικαστικών εξόδων, οι ενάγουσες, ώδε εφεσίβλητες, υπέβαλαν την 14.06.2022, ενώπιον των Αγγλικών Δικαστηρίων, σύμφωνα με τους αγγλικούς δικονομικούς κανόνες, κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη (υπό στοιχ. ΙΙ) της παρούσας, άδεια τροποποίησης του με αριθμό CL-………. εντύπου απαίτησης (Αρχικής Αγωγής), προκειμένου να συμπεριληφθεί αίτημα έκδοσης Διαταγής καταβολής εξόδων και κατά του εκκαλούντος, ως <<πραγματικού δικαιούχου>> των, εναγομένων ενώπιον των Αγγλικών Δικαστηρίων, εταιρειών. Δυνάμει της από 21.06.2022 Διαταγής (Order) του Δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου Επιχειρηματικού Δικαίου και Περιουσιακών Σχέσεων της Αγγλίας και Ουαλίας Sir … …, έγινε δεκτό το αίτημα των εκεί εναγουσών, ώδε εφεσιβλήτων και παρασχέθηκε η άδεια για τροποποίηση του με αριθμό CL-………….. Εντύπου Απαίτησης (Claim Form), προκειμένου να περιλαμβάνει και το κατά του εκκαλούντος Αίτημα Καταβολής Δικαστικών Εξόδων Τρίτων Μερών (Third Party Cost Orders) (<<TPCO>>). Το ανωτέρω αίτημα συζητήθηκε την 26.09.2022, ερήμην του εκκαλούντος και έγινε δεκτό με την από 26.10.2022 απόφαση του Δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου Επιχειρηματικού Δικαίου και Περιουσιακών Σχέσεων της Αγγλίας και Ουαλίας Sir … …, καθισταμένου του εκκαλούντος, διαδίκου στην κύρια δίκη, μόνο ως προς την καταβολή των δικαστικών εξόδων επί αποζημιωτικής βάσης (indemnity basis), διότι σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης αυτής, ο εκκαλών ήταν και παραμένει ο πραγματικός δικαιούχος των εναγόμενων, ενώπιον των Αγγλικών Δικαστηρίων, εταιρειών και αυτός που χρηματοδότησε τη δίκη, η οποία διεξήχθη προς όφελός του, επιπλέον δε ευθύνεται για την απρεπή δικονομική συμπεριφορά που έχουν επιδείξει οι εναγόμενες εταιρείες, ενώ επέδειξε ασέβεια προς τις Διαταγές του Δικαστηρίου [γίνεται αναφορά στις από 17.06.2022, 01.07.2022 και 08.07.2022 Διαταγές για την Παγκόσμια Απαγόρευση Μεταβολής της Πραγματικής και Νομικής Κατάστασης της περιουσίας του εκκαλούντος (Worldwide Freezing Order) και στην από   29.07.2022 Διαταγή Αποκάλυψης (Disclosure Order) των περιουσιακών του στοιχείων]. Ακολούθως με την από 27.10.2022 Διαταγή του Δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου Επιχειρηματικού Δικαίου και Περιουσιακών Σχέσεων της Αγγλίας και Ουαλίας, Sir … …, με την οποία εκδόθηκε Διαταγή Πληρωμής Δικαστικών Εξόδων Τρίτου (Third Party Cost Order) (παρ. 1), ο εκκαλών διατάχθηκε: α) να καταβάλει τα δικαστικά έξοδα της αγωγής των εκεί εναγουσών (ώδε εφεσιβλήτων) έως την 04.03.2022, επί αποζημιωτικής βάσης (indemnity basis), τα οποία, αν δεν υπάρξει συμφωνία, υπόκεινται σε λεπτομερή εκτίμηση αμελλητί (παρ. 2), β) να προκαταβάλει στις εκεί ενάγουσες (ώδε εφεσίβλητες) προς κάλυψη των δικαστικών τους εξόδων, τα οποία διατάχθηκε να καταβληθούν σύμφωνα με την παρ. 2, ύψους ενός εκατομμυρίου (1.000.000) στερλινών Αγγλίας έως την 4 μ.μ. της 9ης Νοεμβρίου 2022 (παρ. 3), γ) να καταβάλει τα δικαστικά έξοδα και τα παρεμπίπτοντα έξοδα της απαίτησης των εκεί εναγουσών (ώδε εφεσίβλητων) κατά αυτού (εκκαλούντος), συμπεριλαμβανόμενων των δικαστικών εξόδων για την από 14.06.2022 αίτηση έκδοσης Διαταγής Δέσμευσης Περιουσιακών Στοιχείων, την από 23.06.2022 αίτηση συνέχισης, την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Δικαστή ……. και την από 01.07.2022 αίτηση εναλλακτικής επίδοσης εγγράφων, τα οποία, αν δεν υπάρξει συμφωνία, υπόκεινται σε λεπτομερή εκτίμηση αμελλητί επί αποζημιωτικής βάσης (παρ. 4), δ) να προκαταβάλει στις εκεί ενάγουσες (ώδε εφεσίβλητες) προς κάλυψη των δικαστικών τους εξόδων, τα οποία διατάχθηκε να καταβληθούν σύμφωνα με την παρ. 4, ύψους διακοσίων χιλιάδων (200.000) στερλινών Αγγλίας έως την 4 μ.μ. της 9ης Νοεμβρίου 2022 (παρ. 5) και ε) να καταβάλει προδικαστικούς τόκους επί των δικαστικών εξόδων που αναφέρονται στις παρ. 2 και 4 και σε ποσοστό επιτοκίου 1% ανώτερο του βασικού επιτοκίου της Τράπεζας της Αγγλίας από τις ημερομηνίες καταβολής των δικαστικών εξόδων από τις εκεί ενάγουσες (ώδε εφεσίβλητες) έως την ημερομηνία της Απόφασης. Η από 26.10.2022 Απόφαση (judgment), δυνάμει της οποίας έγινε δεκτό το αίτημα περί καταδίκης τρίτου μέρους στη δικαστική δαπάνη και η από 27.10.2022 Διαταγή (order), δυνάμει της οποίας διατάσσεται το τρίτο μέρος στην προκαταβολή δικαστικών εξόδων συνολικού ποσού ενός εκατομμυρίου διακοσίων χιλιάδων (1.200.000) στερλινών Αγγλίας έως την 4 μ.μ. της 09.11.2022 – με τη μνεία ότι αμφότερες αποτελούν επί της ουσίας έναν τίτλο, καθόσον λειτουργούν συμπληρωματικά η μία προς την άλλη, η μεν Απόφαση περιέχουσα τόσο τη μείζονα όσο και την ελάσσονα σκέψη, η δε Διαταγή το διατακτικό – οι οποίες αποτελούν εκτελεστό τίτλο κατά το αγγλικό δίκαιο και κατέστησαν εκτελεστές από την άπρακτη παρέλευση χρονικού διαστήματος δεκατεσσάρων (14) ημερών από την 09.11.2022, μη χορηγηθείσας αναστολής εκτέλεσης, σύμφωνα και με όσα διαλαμβάνονται ως άνω στη μείζονα σκέψη (υπό στοιχ. (II) του δικανικού συλλογισμού, κηρύχθηκαν εκτελεστές στην ελληνική επικράτεια με την υπ’αριθ 2578/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (εκκαλουμένη). Το αλλοδαπό Δικαστήριο που εξέδωσε την ανωτέρω Απόφαση (judgment) και τη Διαταγή (order), είχε διεθνή δικαιοδοσία, κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικονομικού δικαίου, να δικάσει το αίτημα καταδίκης του καθ’ου, ώδε εκκαλούντος, σε καταβολή δικαστικών εξόδων, λόγω συνάφειας (άρθρ. 31 παρ.1 και 191 ΚΠολΔ), καθόσον πρόκειται για αίτημα συναρτώμενο προς την κύρια δίκη, που υποβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου που επιλήφθηκε επί της κύριας δίκης και είχε δικαιοδοσία να κρίνει αυτήν (κύρια δίκη), δυνάμει της ρήτρας παρέκτασης υπέρ των Αγγλικών Δικαστηρίων, που είχαν συνομολογήσει οι εταιρείες <<…….>> και <<………….>> και περιλαμβάνονταν στους όρους 56 και 30 των οικείων ναυλοσυμφώνων και σε κάθε περίπτωση λόγω σιωπηρής παρέκτασης, εκδηλούμενης με την αναντίρρητη ενώπιον των Αγγλικών Δικαστηρίων παράσταση των εναγομένων εταιρειών (ΚΠολΔ 42 παρ.2), μηδέποτε προβληθέντος ισχυρισμού περί αναρμοδιότητας των Αγγλικών Δικαστηρίων από τις εκεί εναγόμενες εταιρείες αλλά και από τον εκκαλούντα, ο οποίος προσεπικλήθηκε στη δίκη από το αλλοδαπό Δικαστήριο. Βέβαια, κατά κανόνα, η δωσιδικία της συνάφειας προϋποθέτει την ύπαρξη εκκρεμούς δίκης, δύναται όμως η παρεπόμενη δίκη να ανακύψει και μετά την περάτωση της κύριας δίκης, λχ. σε περίπτωση εκκαθάρισης δικαστικών εξόδων 191 ΚΠολΔ (Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2000, σελ.75). Σε αυτή την περίπτωση υποβάλλεται αυτοτελής αίτηση εκκαθάρισης δικαστικών εξόδων της παρ. 3 του άρθρου 191, η οποία προϋποθέτει την περάτωση της κύριας δίκης (Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2000, σελ.431). Δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση, η αλλοδαπή Απόφαση και η Διαταγή αφορούσαν την επιβολή δικαστικών εξόδων, υπό το πρίσμα του Ελληνικού Δικαίου, το Αγγλικό Δικαστήριο είχε διεθνή δικαιοδοσία λόγω συνάφειας να εξετάσει το εν λόγω αίτημα ακόμη και αν υποτεθεί ότι κατά το χρόνο της ημερομηνίας συζήτησης του αιτήματος που υποβλήθηκε ενώπιόν του (26.09.2022) ή κατά το χρόνο συζήτησης της από 14.12.2022 αίτησης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (02.05.2023) είχε περατωθεί η κύρια δίκη.  Συνεπώς, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεχόμενο ότι το Αγγλικό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία προκειμένου να επιληφθεί της αίτησης των ώδε εφεσιβλήτων για την επιβολή σε βάρος του, της δικαστικής δαπάνης της αρχικής δίκης, έσφαλε στην κρίση του, θα απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, ο εκκαλών προσεπικλήθηκε στη δίκη αυτή από το αλλοδαπό Δικαστήριο ώστε να καταστεί διάδικος και να προβάλλει τις θέσεις του επί του κρινόμενου ζητήματος. Ουδόλως  αποδείχθηκε ότι επλήγη το δικαίωμα δικαστικής ακρόασης του εκκαλούντος, ούτε ότι αυτός στερήθηκε του δικαιώματος υπεράσπισης και συμμετοχής του στη δίκη ενώπιον του αλλοδαπού Δικαστηρίου, καθόσον κλητεύθηκε νομότυπα να παραστεί, σύμφωνα με τον Κανόνα 6.20 (1)(δ) των Κανόνων Πολιτικής Δικονομίας του 1998 (Civil Procedure Rules 1998, CPR) – όπως αυτοί έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν – και δη με ηλεκτρονική επίδοση των δικογράφων στους καταχωρημένους Άγγλους δικηγόρους της εκπροσωπούσας αυτόν εταιρείας “………….”, όπως προκύπτει από την από 26.10.2022 Απόφαση (βλ. σχετ. σκ. 8 – 10, αυτολεξεί: «8. Η προθεσμία της … ήταν αρχικά η 1η Ιουλίου 2022. Στις 30 Ιουνίου 2022, η δικηγορική εταιρεία …….. εμφανίστηκε στα πρακτικά ως δικηγόρος του κ. ……… Υπέβαλαν αίτημα αναβολής της συζήτησης την 1η Ιουλίου 2022, αμφισβητώντας την έγκυρη επίδοση των δικογράφων της δικαστικής διαδικασίας, … Την 1η Ιουλίου 2022, ο Δικαστής …… επέτρεψε την επίδοση του τροποποιημένου εντύπου αγωγής, … με εναλλακτικά μέσα … 9. Η αναβληθείσα ακροαματική διαδικασία για την ημερομηνία επαναληπτικής συζήτησης επί της … έγινε ενώπιον του Δικαστή … την 1η Σεπτεμβρίου 2022. Η δικηγορική εταιρεία … ανέφερε στην .. …, η οποία ενεργεί για λογαριασμό των εταιρειών …, ότι δεν ενεργούσαν πλέον κατ’ εντολή του (αν και δεν έχουν διαγραφεί επισήμως από το αρχείο) και ο κ. … δεν παρέστη ενώπιον του Δικαστή … ούτε εκπροσωπούμενος από πληρεξούσιο δικηγόρο ούτε αυτοπροσώπως. Ο Δικαστής …. ήταν πεπεισμένος ότι στον κ. … είχαν επιδοθεί τα δικόγραφα της δικαστικής διαδικασίας και η αίτηση … και … διέταξε να παραπεμφθεί σε τελική ακροαματική διαδικασία η αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής δικαστικών εξόδων κατά του κ. …… 10. Κατά συνέπεια, διενήργησα ακροαματική διαδικασία στις 26 Σεπτεμβρίου 2022. Οι εταιρείες …. παραστάθηκαν δια του κ. ……. Και πάλι ο κ. …. ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο ούτε παρέστη αυτοπροσώπως. …»), σε συνδυασμό με την από 01.09.2022 Διαταγή του Δικαστή ………, ενώπιον του οποίου διενεργήθηκε – ως άνω εκτέθηκε – η ακροαματική διαδικασία οδηγιών ως προς το αίτημα καταβολής δικαστικών εξόδων σε βάρος του καθ’ ου (βλ. σχετ. σκ. 3 -5, αυτολεξεί: «3. Βάσει των αποδεικτικών στοιχείων ενώπιον μου … είμαι πεπεισμένος ότι ο κ. ….. ζει στην Ελλάδα και η διαδικασία, η διαταγή χωρίς προειδοποίηση, η αίτηση και τα αποδεικτικά στοιχεία του επιδόθηκαν έγκυρα εκεί … 4. Τα σχετικά έγγραφα έχουν επιδοθεί στους δικηγόρους που παραμένουν στα πρακτικά ως πληρεξούσιοι του κ. ….. στην παρούσα δικαστική διαδικασία … 5. Κατά συνέπεια, είμαι πεπεισμένος ότι όλες οι διαδικασίες και η αίτηση έχουν επιδοθεί κανονικά και η μη συμμετοχή του κ. …. στη σημερινή ακροαματική διαδικασία δεν οφείλεται σε οποιαδήποτε έλλειψη νομότυπης επίδοσης αλλά σε δική του απόφαση να μην παραστεί»), καθώς και την από 11.02.2023 γνωμοδότηση των Άγγλων δικηγόρων των εφεσιβλήτων, με τη συνημμένη σε αυτή αλληλογραφία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με τη δικηγορική εταιρεία “……….”, εκπροσωπούσα τον εκκαλούντα στην προκείμενη διαδικασία. Επιπλέον με την κήρυξη της εκτελεστότητας της ένδικης αλλοδαπής Απόφασης και της Διαταγής, με την οποία διατάσσεται ο εκκαλών, ως τρίτο μέρος, στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των εφεσιβλήτων, δεν προσβάλλεται η ελληνική δημόσια τάξη, δηλαδή οι κρατούσες στην ημεδαπή βασικές αρχές και κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αντιλήψεις που αποτελούν τον κρατούντα στην Ελλάδα βιοτικό ρυθμό. Και τούτο, διότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την έκδοση της οικείας απόφασης δεν προσκρούει σε θεμελιώδη δικονομικά αξιώματα, τα οποία πέρα και ανεξάρτητα από τους συγκεκριμένους ημεδαπούς δικονομικούς κανόνες, εκφράζουν το κράτος δικαίου επί του πεδίου της απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης, λαμβανομένων ιδίως υπόψη ότι ο εκκαλών δε στερήθηκε σε κανένα στάδιο της ανοιγείσας ενώπιoν των αγγλικών Δικαστηρίων διαδικασίας το δημόσιας τάξης προστατευτέο δικαίωμα συμμετοχής και υπεράσπισής του, ενώ είχε τη δυνατότητα να ασκήσει και το ένδικο βοήθημα της αναστολής εκτέλεσης της ένδικης απόφασης. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι ο εξαιρετικού χαρακτήρα αγγλικός δικονομικός κανόνας (51 Senior Courts Act 1981) περί επιβολής των δικαστικών εξόδων σε τρίτο μη διάδικο στην κύρια δίκη (Third Party Cost Order) – που αποβλέπει προφανώς στην αποτελεσματικότητα απονομής της δικαιοσύνης μέσω της εξασφάλισης καταβολής των δικαστικών εξόδων στο νικητή διάδικο, καθόσον σε διαφορετική περίπτωση θα αποτρεπόταν πιθανόν έκαστος διάδικος από την προσφυγή στη δικαιοσύνη και δη στις περιπτώσεις που η διεξαγωγή του δικαστικού αγώνα έχει υψηλό κόστος, ένα ενδεχόμενο ωστόσο μη ανεκτό υπό το πρίσμα του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ – εφαρμόστηκε στην προκείμενη περίπτωση κατόπιν πλήρωσης συγκεκριμένων κριτηρίων (ο εκκαλών– μη διάδικος στην κύρια δίκη κρίθηκε ως «πραγματικός διάδικος» που έλεγχε, χρηματοδότησε και είχε όφελος από τη δικαστική διαδικασία, δηλαδή έδρασε ως ενεργό υποκείμενο δυνάμενο να επηρεάσει τη διάπλαση αυτής), ενώ δεν είναι, επί της αρχής τουλάχιστον, άγνωστος στο ελληνικό δίκαιο, όπου εισάγεται στις διατάξεις των άρθρων 186 και 746 εδ. τελ. ΚΠολΔ η αρχή της υπαιτιότητας ως προς την καταβολή των δικαστικών εξόδων, αν και ερειδόμενη αυτή σε διαφορετική ratio. Εξάλλου, μόνο το γεγονός ότι στο ελληνικό δίκαιο κρατούν διαφορετικοί ως προς την αιτιολογική τους βάση, στην προκείμενη περίπτωση, κανόνες από εκείνους του αγγλικού δικαίου δε σημαίνει ότι η αλλοδαπή απόφαση αντίκειται στη διεθνή δημόσια τάξη. Επομένως, η ανάπτυξη στην ημεδαπή, των συνεπειών της ένδικης αλλοδαπής απόφασης δεν αντιτίθεται στην έννοια της ελληνικής διεθνούς δημόσιας τάξης, δηλαδή προς τους θεμελιώδεις  κανόνες και αρχές που κρατούν κατά τον παρόντα χρόνο στη χώρα και απηχούν τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν το βιοτικό ρυθμό αυτής και αποτελούν το φράγμα που αποτρέπει τη διαταραχή του ρυθμού αυτού αφενός με την εκτέλεση στην ημεδαπή της οικείας απόφασης και αφετέρου με τη μέσω αυτής εφαρμογή κανόνων αλλοδαπού δικαίου. Επιπλέον το γεγονός ότι η ένδικη Απόφαση και Διαταγή εκδόθηκε από τον ίδιο Δικαστή (Sir … …), που εξέδωσε την [2022] EWHC 452 απόφαση της 4ης Μαρτίου 2022 και επί τη βάσει ευρημάτων αυτής, ουδόλως άγει στο συμπέρασμα ότι ο εκκαλών στερήθηκε  του δικαιώματός του για δίκαιη δίκη, πολλώ δε μάλλον αφού ο ίδιος ουδεμία μομφή (π.χ περί αμεροληψίας) προσάπτει στον εν λόγω Δικαστή. Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι οι επίδικες αλλοδαπές αποφάσεις που κηρύχθηκαν εκτελεστές, δεν ήταν αντίθετες προς τη δημόσια τάξη και επομένως ο σχετικός δεύτερος λόγος της έφεσης θα απορριφθεί. Περαιτέρω, η ένδικη αλλοδαπή Απόφαση και η Διαταγή, αποτελούσες ενιαίο σύνολο ως κρίθηκε, επιδίκασαν πραγματική δικαστική δαπάνη σε βάρος του εκκαλούντος, η οποία τυγχάνει αναγνωριστέα χωρίς να καταλείπεται ευχέρεια στο ημεδαπό Δικαστήριο να ελέγξει το ύψος της, έστω και αν τούτο είναι υπερβολικό. Και τούτο διότι η ρύθμιση της δικαστικής δαπάνης δεν εκφράζει πρωταρχικής σημασίας αντιλήψεις του νομοθέτη, μη εντασσόμενη ως εκ τούτου στη δημόσια τάξη, άλλως συνιστά απαγορευμένη αναδίκαση της υπόθεσης, ως διαλαμβάνεται στην υπό στοιχ.Ι μείζονα σκέψη. Εξαίρεση εισάγει η περίπτωση κατά την οποία η επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη υποκρύπτει τιμωρητική αποζημίωση, που όμως από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση. Σημειώνεται επίσης ότι η έλλειψη αιτιολογίας της ένδικης αλλοδαπής Απόφασης και Διαταγής – η οποία πάντως από την επισκόπηση των εγγράφων αυτών διαπιστώνεται ότι δεν συντρέχει – την οποία επικαλείται ο εκκαλών στο πλαίσιο του τρίτου λόγου της κρινόμενης έφεσης, δεν περιλαμβάνεται στις προϋποθέσεις του νόμου για κήρυξη εκτελεστής στην Ελλάδα, αλλοδαπής δικαστικής απόφασης και δεν προσκρούει στην ημεδαπή δημόσια τάξη με την έννοια των άρθρων 323 παρ. 5 ΚΠολΔ και 33 ΑΚ, δεδομένου ότι η έλλειψη αυτή, όπως προκύπτει από το άρθρο 313 ΚΠολΔ, δεν καθιστά ανύπαρκτη και ανεκτέλεστη ούτε και την απόφαση του ημεδαπού δικαστηρίου, η οποία, αν δεν προσβληθεί με ένδικο μέσο και δεν ανατραπεί, ισχύει και εκτελείται, έστω και αν παρουσιάζει την παραπάνω έλλειψη (ΑΠ 950/1991, δημ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η εγκυρότητα της αλλοδαπής απόφασης κρίνεται με βάση το δίκαιο της πολιτείας στην οποία εκδόθηκε και είναι αδιάφορο για  την  υπόσταση της αν φέρει ή όχι την από τους ημεδαπούς δικονομικούς κανόνες καθοριζόμενη μορφή, έστω  και  αν  οι τελευταίοι αφορούν στην εσωτερική δημόσια τάξη και έχουν χαρακτήρα αναγκαστικού δικαίου (πρβλ. ΑΠ 496/1994, δημ. ΝΟΜΟΣ). Ενόψει των προεκτεθέντων, ο τρίτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’εσφαλμένη κρίση απέρριψε τους ισχυρισμούς του ότι οι επίδικες αλλοδαπές αποφάσεις είναι αντίθετες προς την ημεδαπή δικονομική δημόσια τάξη, αφενός λόγω της παντελούς έλλειψης αιτιολογίας τους και αφετέρου λόγω της δυσανάλογης δικαστικής δαπάνης που επέβαλαν σε βάρος του, θα απορριφθεί. Με τον τέταρτο (τελευταίο) λόγο της έφεσης, ο εκκαλών παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’εσφαλμένη κρίση απέρριψε τον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό του, ότι το αγγλικό δικαστήριο υπέλαβε εσφαλμένα ότι είχε ορίσει ως πληρεξουσίους δικηγόρους και αντικλήτους του για τη δίκη που άρχισε στις 14.06.2022, τη δικηγορική εταιρεία ………., οι οποίοι όμως δεν ήταν οι δικοί του νομικοί παραστάτες, ούτε πληρεξούσιοι και αντίκλητοι αυτού, ούτε παραστάθηκαν δι’αυτόν, με αποτέλεσμα την εκδίκαση της υπόθεσης ερήμην του. Ο λόγος αυτός, με τον οποίο ο εκκαλών δεν προσάπτει σφάλμα στην εκκαλουμένη αλλά στην αλλοδαπή Απόφαση και Διαταγή, τυγχάνει απορριπτέος. Και τούτο διότι όπως προαναφέρθηκε, τα σφάλματα του αλλοδαπού δικαστηρίου, είτε αφορούν την εκτίμηση των αποδείξεων, είτε την εφαρμογή του νόμου, δεν εμποδίζουν την κήρυξη της εκτελεστότητας της απόφασης (ΑΠ 950/1991, ο.π), μη δυνάμενου του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου έχει εισαχθεί αίτηση για την κήρυξη της εκτελεστότητας, να προβεί σε αναδίκαση της υπόθεσης, ειμή μόνο να εξετάσει τη συνδρομή των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την κήρυξη εκτελεστής στην Ελλάδα της αλλοδαπής αποφάσεως. Παραταύτα, όπως προαναφέρθηκε, ο εκκαλών κλητεύθηκε νομότυπα να παραστεί στην ανοιγείσα με την από 14.06.2022 αίτηση παροχής άδειας τροποποίησης του με αριθμό CL-…….. εντύπου απαίτησης (Αρχικής Αγωγής) δίκη, προκειμένου να συμπεριληφθεί αίτημα έκδοσης διαταγής κατ’αυτού ως πραγματικού δικαιούχου των εναγομένων εταιρειών, αλλά δεν συμμετείχε στη διαδικασία, ούτε άσκησε το παρεχόμενο σε αυτόν ένδικο βοήθημα της αναστολής εκτέλεσης της ένδικης απόφασης (stay of execution, Κανόνας 52.7 CPR). Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια παραπάνω πραγματικά περιστατικά και με βάση αυτά και τις ίδιες αιτιολογίες έκανε δεκτή την από 14.12.2022 αίτηση των εφεσιβλήτων και κήρυξε εκτελεστή στην ελληνική επικράτεια την από 27.10.2022 Διαταγή τελούσα σε ενιαίο σύνολο με την από 26.10.2022 Απόφαση του Δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου Επιχειρηματικού Δικαίου και Περιουσιακών Σχέσεων της Αγγλίας και Ουαλίας Sir … …, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και εφάρμοσε ορθά το νόμο. Κατ’ ακολουθία των προαναφερομένων, αφού πιθανολογείται η απόρριψη όλων των λόγων της έφεσης που ο αιτών έχει ασκήσει καθώς και ότι ο αιτών από την μη αναστολή της εκκαλουμένης απόφασης ουδεμία βλάβη θα υποστεί τέτοια που η μεταγενέστερη ανόρθωσή της δεν θα είναι δυνατή, δεδομένου ότι δεν πιθανολογήθηκε ότι οι καθ΄ων είναι οικονομικά αφερέγγυες, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναστολής να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 176 και 191 § 2 ΚΠολΔ, ο αιτών πρέπει να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των καθ’ ών η αίτηση, που υπέβαλαν σχετικό αίτημα, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αίτηση.

Επιβάλλει σε βάρος του αιτούντος τη δικαστική δαπάνη των καθ’ων η αίτηση, την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στο ακροατήριό του, στις  22 Απριλίου 2024.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                  Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ