Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 524/2018

Αριθμός 524/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινομένη με αριθμό ….. έφεση κατά της 3968/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό … αγωγής του ήδη εκκαλούντος κατά των εναγομένων και ήδη εφεσίβλητων, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, αφού οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης, ενώ δεν έχει παρέλθει διετία από την έκδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015). Πρέπει επομένως η κρινόμενη έφεση και να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι έχει προκαταβληθεί για το παραδεκτό του ενδίκου μέσου το με αριθμό ../… ηλεκτρονικό παράβολο ποσού 100 ευρώ (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του ν. 4446/2016).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εκκαλών εξέθετε με τη με αριθμό ….. αγωγή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι στα πλαίσια διαπραγματεύσεων με τους εναγομένους ήδη εφεσίβλητους, περί τα τέλη Απριλίου 2012 στον Πειραιά, για την πώληση στον ίδιο του τουριστικού – επιβατικού πλοίου με την ονομασία «E.», που ανήκε κατά πλήρη κυριότητα στην εταιρεία με την επωνυμία «……», της οποίας μοναδικός εταίρος και διαχειριστής είναι ο δεύτερος των εναγομένων εφεσίβλητος, πεπεισμένος από τις ενέργειες και τις διαβεβαιώσεις των εναγομένων ότι η ανωτέρω εταιρεία ήταν αξιόχρεη και φερέγγυα και δεν είχε οφειλές, ότι το προεκτιθέμενο πλοίο ήταν απολύτως «καθαρό» και ότι οι ίδιοι (εναγόμενοι) διέθεταν μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία, κατέβαλε σ’ αυτούς (εναγομένους) προκαταβολή ύψους 45.000,00 ευρώ και ότι, όπως εκ των υστέρων προέκυψε, οι προαναφερθείσες διαβεβαιώσεις των εναγομένων ήταν ψευδείς, αφού ο ίδιος (ενάγων) πληροφορήθηκε, κατόπιν σχετικής έρευνάς του, ότι επί του ως άνω πλοίου «E.» είχαν εγγραφεί τέσσερις αναγκαστικές κατασχέσεις, ενώ υπήρχε και μία προσωρινή διαταγή απαγόρευσης της μεταβολής της πραγματικής και νομικής κατάστασής του, είχε δε οφειλές στο ΝΑΤ που ξεπερνούσαν τις 100.000,00 ευρώ, στοιχεία τα οποία αν γνώριζε αυτός (ενάγων) δεν θα είχε καταβάλει το προαναφερθέν ποσό και ότι, κατόπιν τούτων, ούτε η μεταβίβαση του εν λόγω πλοίου έλαβε χώρα ούτε οι εναγόμενοι επέστρεψαν τα χρήματα που τους είχε δώσει ο ίδιος (ενάγων), παρά τις συνεχείς και επανειλημμένες οχλήσεις του. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά και κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, αιτήθηκε, κατ’ ορθή εκτίμηση του αιτητικού της αγωγής, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να του καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 45.000,00 ευρώ, ισχυριζόμενος ότι κατά το ποσό αυτό τον ζημίωσαν παρανόμως και υπαιτίως, αφού τον εξαπάτησαν και τον έπεισαν να καταβάλει την προαναφερθείσα προκαταβολή, την οποία ιδιοποιήθηκαν παράνομα, καθώς και το ποσό των 35.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προπεριγραφόμενη παράνομη συμπεριφορά τους, αφαιρουμένου του ποσού  των 44 ευρώ, ως προς το οποίο επιφυλάχθηκε προκειμένου να το διεκδικήσει για την ίδια αιτία, κατά τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγή; εναντίον των εναγομένων ενώπιον του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου, νομιμοτόκως, για έκαστο των ως άνω ποσών, από την επίδοση της αγωγής, καθώς και να απαγγελθεί εις βάρος τους προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί. Με το διαδικαστικό έγγραφο των προτάσεων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δήλωσε ότι περιορίζει το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής του στο ποσό των 55.000 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αφού έκρινε ότι είναι καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε ως αόριστη την αγωγή κρίνοντας ότι μετά τον περιορισμό μέρος του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, χωρίς ο περιορισμός να γίνεται αναλογικά κατά κλάσμα ή εκατοστιαίο ποσοστό του όλου αιτήματος, ώστε να θεωρηθεί ότι επέρχεται αντίστοιχη αναλογική μείωση όλων των κονδυλίων, κατέστη αδύνατο οι εναγόμενοι να αμυνθούν, το Δικαστήριο να τάξει τις προσήκουσες αποδείξεις και τελικά να κρίνει επί της ένδικης διαφοράς και τελικά να συναχθεί από την απόφαση του που θα αποτελέσει δεδικασμένο ποια ακριβώς κατ’είδος κι ποσό διαφορά κατήχθη ενώπιον του και σε ποια έκταση αυτή έγινε αποδεκτή, ώστε εξαιτίας του δεδικασμένου να μην μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο νέα δίκης. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τώρα ο ήδη εκκαλών ενάγων με την κρινόμενη έφεση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου σχετικά με την αοριστία, και ζητεί την εξαφάνισή της με σκοπό να γίνει δεκτή η κρινόμενη αγωγή του.

Κάθε καταψηφιστική αγωγή περιέχει (έστω και σιωπηρώς) δύο αιτήματα: ένα αναγνωριστικό (αναγνώριση του δικαιώματος) και ένα καταψηφιστικό (καταψήφιση τα εναγομένου στην απόδοση του αντικειμένου της υποχρεώσεως που τον βαρύνει), το δε δικαστήριο έχει καθήκον να εξετάσει, δίχως άλλο, και τα δύο αυτά αιτήματα. Ενόψει τούτου είναι επιτρεπτή, ως μη προσκρούουσα στο άρθρο 223 του ΚΠολΔ, μερική παραίτηση του ενάγοντος μέχρι την πρώτη στον πρώτο βαθμό συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο, από το αρχικό καταψηφιστικό αίτημα, που έχει ως συνέπεια τη διάσπασή του σε δύο αιτήματα, ήτοι σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 223 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 216 και 295 του ίδιου Κώδικα συνάγεται ότι ο περιορισμός του αιτήματος της αγωγής θεωρείται ως μερική παραίτηση από το δικόγραφο αυτής κατά το μέρος που περιορίστηκε, το οποίο θεωρείται από την αρχή ότι δεν ασκήθηκε. Η παραίτηση αυτή σε περίπτωση που το αίτημα της αγωγής περιλαμβάνει περισσότερα κεφάλαια ή κονδύλια και δεν καθορίζεται σε ποιο από αυτά αναφέρεται ο περιορισμός, δεν επιφέρει αοριστία της αγωγής, γιατί θεωρείται ότι όλα τα κονδύλια περιορίζονται αναλογικά. Με βάση τα άνω εκτιθέμενα και σε περίπτωση μερικής παραίτησης του ενάγοντος από το αρχικό (ολικό) καταψηφιστικό αίτημα και της μετατροπής του σε εν μέρει αναγνωριστικό προκειμένου περί αγωγής που περιλαμβάνει περισσότερα κονδύλια, χωρίς να καθορίζεται σε ποιο από αυτά αναφέρεται ο περιορισμός, αυτή (μερική παραίτηση), αν από τη διατύπωσή της δεν προκύπτει ότι ο περιορισμός είναι γενικός και όχι αναλογικός, δεν επιφέρει αοριστία της αγωγής, γιατί θεωρείται ότι τα κονδύλια περιορίζονται κατά το καταψηφιστικό τους μέρος κατά σύμμετρη ποσοστιαία αναλογία. Σε κάθε περίπτωση, κι΄ αν δηλαδή ήθελε θεωρηθεί ότι ο περιορισμός του αγωγικού αιτήματος σε εν μέρει καταψηφιστικό δεν εχώρησε εγκύρως, αυτός (περιορισμός) δεν επιφέρει αοριστία ολόκληρης της αγωγής, αλλά μόνο του μέρους αυτού. Έτσι ο πιο πάνω περιορισμός του αιτήματος της αγωγής, έτσι όπως διατυπώνεται, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι γίνεται κατά τον αυτό λόγο, δηλαδή κατά σύμμετρη ποσοστιαία αναλογία για κάθε ένα κονδύλιο. Γι΄ αυτό και με τον καθορισμό αυτό δεν καθίσταται αόριστη η αγωγή, άλλως και σε κάθε περίπτωση πρέπει να εξετασθεί κατά το αναγνωριστικό της αίτημα (μειοψ σε Ολ.ΑΠ 30/2007).

Στην προκείμενη περίπτωση, με το μοναδικό λόγο εφέσεως ο ήδη εκκαλών ενάγων πλήττει το κεφάλαιο της εκκαλουμένης απόφασης που απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω δικονομικής αοριστίας την αγωγή του ισχυριζόμενος αφενός ότι ο περιορισμός αυτού σε εν μέρει αναγνωριστικό ήταν πλήρως ορισμένος. Πράγματι με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο ήδη εκκαλών δήλωσε ότι «σύμφωνα με το άρθρο 223 του ΚΠολΔ περιορίζει νόμιμα και παραδεκτά το αίτημα της αγωγής του από το ποσό των 80.000 ευρώ στο ποσό των 55.000 ευρώ». Στη συγκεκριμένη περίπτωση τα αγωγικά αιτήματα ήταν δύο α) ποσό 45.000 ευρώ που αφορούσε αίτημα αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας και β) ποσό 35.000 ευρώ που αφορούσε αίτημα καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εκ της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς, ο δε εκκαλών δεν επικαλέστηκε ως προς αμφότερα τα αιτήματα όχληση πριν την κατάθεση της αγωγής που τυχόν θα επηρέαζε το παρεπόμενο αίτημα περί τοκοδοσίας. Επομένως θα μπορούσε να συναχθεί ότι περιορίζονται ανάλογα αυτά τα δύο επιμέρους κονδύλια του όλου αιτήματος. Σε κάθε όμως περίπτωση οι διατάξεις περί δικαστικού ενσήμου έχουν εισπρακτικό χαρακτήρα και συνεπώς η μεταγενέστερη της ασκήσεως της αγωγής βούληση του ενάγοντος να καταβάλει μειωμένο δικαστικό ένσημο δεν μπορεί από μόνη να καταλύει το ορισμένο περιεχόμενο του αιτήματος της αγωγής, αφού το δικαστικό ένσημο μπορεί, όπως έχει γίνει δεκτό από τη νομολογία, να καταβληθεί και σε χρόνο μεταγενέστερο της συζήτησης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας έπρεπε στη συγκεκριμένη περίπτωση να ερευνηθεί το αναγνωριστικό αίτημα της αγωγής. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε αόριστο το αγωγικό αίτημα παρόλο που, όπως προαναφέρθηκε, μετά την άσκηση δικονομικού δικαιώματος του ενάγοντος ήδη εκκαλούντος περί περιορισμού μέρους του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, εναπομείναντος καταψηφιστικού του ποσού των 55.000 ευρώ, αφού αυτό έκρινε ότι εξ αυτού και μόνο του λόγου δεν μπορούσε να διαγνώσει ποιες ήταν πλέον οι αιτηθείσες αναγνωριστικές και ποιες οι καταψηφιστικές αξιώσεις, ότι κατέστη αδύνατο οι εναγόμενοι να αμυνθούν, το Δικαστήριο να τάξει τις προσήκουσες αποδείξεις και τελικά να κρίνει επί της ένδικης διαφοράς και τελικά να συναχθεί από την απόφαση του που θα αποτελέσει δεδικασμένο ποια ακριβώς κατ’είδος κι ποσό διαφορά κατήχθη ενώπιον του και σε ποια έκταση αυτή έγινε αποδεκτή, ώστε εξαιτίας του δεδικασμένου να μην μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο νέα δίκης, εσφαλμένα ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 216 και 295 του ΚΠολΔ, αφού έπρεπε σε κάθε περίπτωση να εξετάσει ως αναγνωριστικό το αίτημα της αγωγής. Επομένως θα πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος εφέσεως ως βάσιμος στην ουσία του και στη συνέχεια πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και ακολούθως να κρατηθεί από το παρόν Δικαστήριο και να δικαστεί στην ουσία της η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης αγωγή η οποία ασκήθηκε ενώπιον του καθ’ύλην και κατά τόπον αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρα 35 του ΚΠολΔ και 51 του ν. 2172/1993) έχει νομικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 914, 926, 932, 297, 298, 346 του ΑΚ σε συνδυασμό με άρθρο 386 ΠΚ, 70 και 176 του ΚΠολΔ.

Από την εκτίμηση από το δικαστήριο αυτό των αποδεικτικών μέσων που νομίμως προσκομίζονται με το άρθρο 529 του ΚΠολΔ και ειδικότερα από όλα τα έγγραφα που παραδεκτά επικαλούνται και προσκοµίζουν οι διάδικοι στα οποία περιλαμβάνονται και τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), τη με αριθμό ……. ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκου Σαλαμίνας μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους σύμφωνα με τις με αριθμό … και … εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πατρών …… και τις ομολογίες των διαδίκων μερών που συνάγονται από τις προτάσεις τους σχετικά με την καταβολή των ποσών που επικαλείται ότι κατέβαλε ο εκκαλών πλήρως αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Στις 24.5.2012 φέρεται να καταρτίζεται στη Ζάκυνθο ανάμεσα στον εκκαλούντα ενάγοντα και το δεύτερο εφεσίβλητο εναγόμενο που συμβαλλόταν όχι ατομικά αλλά ως μοναδικός εταίρος και διαχειριστής της εταιρείας  «…….» με το διακριτικό τίτλο …… που είχε ως έδρα τον …….. Ζακύνθου ιδιωτικό συμφωνητικό άτοκου δανείου στα πλαίσια του οποίου ο εκκαλών ανέλαβε την υποχρέωση και πράγματι κατέβαλε, αφού δεν αμφισβητήθηκε αυτό, το ποσό των 20.000 ευρώ. Η οφειλέτρια εταιρία ανέλαβε την υποχρέωση με το παραπάνω ιδιωτικό συμφωνητικό να επιστρέψει το ποσό αυτό σε τρεις δόσεις δηλαδή στις 30.7.2012 ως προς το ποσό των 7.000 ευρώ, στις 30.8.2012 ως προς το ποσό των 7.000 ευρώ και στις 30.9.2012 ως προς το ποσό των 6.000 ευρώ. Στην πραγματικότητα οι συμβαλλόμενοι ήθελαν να δημιουργήσουν αποδεικτικό μέσο ως προς το ποσό των 20.000 ευρώ που καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα στα πλαίσια στα πλαίσια αγοράς του τουριστικού επιβατικού πλοίου με την ονομασία E. ιδιοκτησίας της παραπάνω εταιρίας το οποίο σύμφωνα με τα όσα τότε διαβεβαίωσε ο δεύτερος εφεσίβλητος τον εκκαλούντα ήταν σε ακινησία και υπήρχε ανάγκη χρηματοδότησης ώστε να ξαναγίνει αυτό αξιόπλοο. Στη παράσταση αυτή γεγονότων συμμετείχε και ο πρώτος εφεσίβλητος εναγόμενος αδερφός του δευτέρου. Ειδικότερα αυτοί από κοινού παρέστησαν ψευδώς στον εκκαλούντα ενάγοντα ότι έπρεπε να τους καταβάλει το ποσό των 45.000 ευρώ προκειμένου το πλοίο που ήταν σε ακινησία να καταστεί αξιόπλοο και ότι όταν θα αγόραζε τελικά το πλοίο του οποίου η αξία υπερέβαινε τις 200.000 ευρώ, το ποσό αυτό θα αφαιρείτο από το τελικό τίμημα. Το παραπάνω συμφωνητικό καταρτίστηκε στην πραγματικότητα στον Πειραιά και ο εκκαλών κατέβαλε στην πραγματικότητα το ποσό των 28.000 ευρώ σύμφωνα με τις ένορκες καταθέσεις των ……. και …….. που συνδέονται με φιλική σχέση με τον εκκαλούντα. Οι εναγόμενοι συνέχισαν να βεβαιώνουν στον ενάγοντα ότι το παραπάνω πλοίο ήταν σε ακινησία και ότι χρειαζόταν χρηματοδότηση για να καταστεί αυτό αξιόπλοο και έτσι τον έπεισαν να καταβάλει επιπλέον στο λογαριασμό που διατηρούσε η προαναφερόμενη πλοιοκτήτρια εταιρία στην Εθνική τράπεζα επιπλέον το ποσό των 17.000 ευρώ με καταβολές στις 29.5.2012, 31.5.2012, 18.5.2012 και 29.6.2012, όπως αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα με επίκληση παραστατικά τραπέζης. Επίσης του παρέστησαν ψευδώς ότι η ως άνω εταιρεία ήταν απολύτως φερέγγυα, οι ίδιοι ήταν οικονομικά εύρωστοι και ότι διέθεταν μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία στον …….. Ζακύνθου, επιδεικνύοντας μάλιστα σε αυτόν πιστοποιητικά της Εφορίας και του νηολογίου Ζακύνθου. Επίσης διαβεβαίωσαν ψευδώς τον εκκαλούντα ότι τα χρήματα που θα έδινε σύμφωνα με τα παραπάνω στην ως άνω εταιρία με σκοπό την επανεκκίνηση του πλοίου. ήταν στην ουσία η προκαταβολή για την αγορά του και ότι ήταν διασφαλισμένα καθώς η αξία του ξεπερνούσε τις 200.000 €.  Όλα όμως τα παραπάνω ήταν ψευδή διότι το πλοίο δεν ήταν σε ακινησία αλλά είχε προ πολλού ξεκινήσει πλόες μεταφέροντας επιβάτες από τον ……… Ζακύνθου σε διάφορες τουριστικές παραλίες του νησιού. Όταν ο εκκαλών πληροφορήθηκε το γεγονός αυτό προσπάθησε να βρει τους εφεσίβλητους, τους οποίους και εντόπισε στον …….. Ζακύνθου για να ζητήσει εξηγήσεις. Αυτοί για να κατευνάσουν τις έντονες διαμαρτυρίες του, του είπαν ότι μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου 2012 είτε θα γινόταν η μεταβίβαση του πλοίου είτε θα του επέστρεφαν τα χρήματα που τους είχε δώσει. Όμως ούτε η μεταβίβαση του παραπάνω πλοίου πραγματοποιήθηκε ούτε τα χρήματα επιστράφηκαν και ο εκκαλών αναγκάστηκε να στραφεί δικαστικά εναντίον της πλοιοκτήτριας εταιρείας του παραπάνω πλοίου, πιστεύοντας ότι τουλάχιστον με τον πλειστηριασμό του εν λόγω πλοίου θα μπορούσε να πάρει πίσω έστω ένα μέρος των χρημάτων του. Ακολούθως εκδόθηκε, κατόπιν της από 12-7-2013 αιτήσεώς του η με αριθμό ……. Διαταγής Πληρωμής του Πρωτοδικείου Ζακύνθου, δυνάμει της οποίας, έδωσε εντολή να κατασχεθεί το παραπάνω πλοίο με την ονομασία «E.», αλλά όμως κατά την μετάβαση του δικαστικού επιμελητή στις 17-9-2013 στα νηολόγια Ζακύνθου για την εγγραφή της αναγκαστικής κατασχέσεως στα σχετικά βιβλία, πληροφορήθηκε ότι το παραπάνω πλοίο έφερε τα εξής βάρη: 1) μία αναγκαστική κατάσχεση υπέρ του …… για ποσό 32.919,35 €, που είχε εγγραφεί την 21-4-2005, 2) μία αναγκαστική κατάσχεση υπέρ της Δ.Ο.Υ. Ζακύνθου για το ποσό των 127.650,12 €, που είχε γραφεί την 28-6-2005 στα βιβλία κατασχέσεων, 3) μία αναγκαστική κατάσχεση υπέρ της ….. για το ποσό των 101.1 00 €, που είχε γραφεί στα βιβλία κατασχέσεων στις 27-10-2008, 4) μία προσωρινή διαταγή απαγόρευσης της πραγματικής και νομικής κατάστασης του ανωτέρω πλοίου υπέρ της …. και 5) μία αναγκαστική κατάσχεση υπέρ της …… για το ποσό των 90.000 €. Επίσης κατόπιν σχετικής έρευνας του πληροφορήθηκε ο εκκαλών ότι το εν λόγω πλοίο είχε οφειλές στο ΝΑΤ, που ξεπερνούσαν τις 100.000 € και ότι οι εφεσίβλητοι ουδέν περιουσιακό στοιχείο διέθεταν. Επομένως λόγω των ψευδών παραστάσεων αμφοτέρων των εναγομένων εφεσιβλήτων με σκοπό αυτοί να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, δηλαδή λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς τους που συνιστά ταυτόχρονα και ποινικό αδίκημα, καθώς οι ψευδείς παραστάσεις αφορούσαν, σύμφωνα με τα ανωτέρω, παρελθοντικά γεγονότα και όχι απλά μη εκπλήρωση αστικής υποχρέωσης, αμφότεροι οι εναγόμενοι εφεσίβλητοι οφείλουν να καταβάλουν στον εκκαλούντα ενάγοντα ως αποζημίωση ποσό ίσο με την περιουσιακή βλάβη που του προξένησαν με τις ψευδείς παραστάσεις τους και το παράνομο περιουσιακό όφελος που αποκόμισαν, δηλαδή συνολικά το ποσό των 45.000 ευρώ. Και τούτο διότι αν ο εκκαλών γνώριζε την πραγματική οικονομική κατάσταση των ίδιων και της εταιρίας, καθώς και το γεγονός ότι το πλοίο ήδη εκτελούσε πλόες και δεν χρειαζόταν χρηματοδότηση για να καταστεί αξιόπλοο ουδέποτε θα προέβαινε στις ανωτέρω καταβολές. Επιπλέον οι εφεσίβλητοι εναγόμενοι οφείλουν επιπλέον να καταβάλουν εις ολόκληρον στον εκκαλούντα ενάγοντα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, λόγω της παράνομης συμπεριφοράς τους δηλαδή της εξαπάτησης του. Το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης που πρέπει να καταβληθεί εξ αυτού του λόγου προσδιορίζεται στο ποσό των 3.000 ευρώ που θεωρείται εύλογο, αν ληφθεί υπόψη το μέγεθος της αδικίας που δοκίμασε ο εκκαλών από τις ψευδείς παραστάσεις αμφοτέρων των εφεσιβλήτων οι οποίοι αποσκοπούσαν με τον τρόπο αυτό σε παράνομο περιουσιακό όφελος. Για τον προσδιορισμό του ύψους της παραπάνω χρηματικής ικανοποίησης λαμβάνεται υπόψη το είδος και η έκταση της προσβολής που υπέστη ο εκκαλών και η κοινωνική και οικονοµική θέση, αλλά και η εν γένει κατάσταση των διαδίκων µερών, όμως από το ποσό αυτό θα αφαιρεθεί το ποσό των 44 ευρώ που ο εκκαλών ενάγων δήλωση ότι θα αιτηθεί από το ποινικό Δικαστήριο παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων καθώς έχει υποβάλει μήνυση σε βάρος των εφεσίβλητων εναγομένων. Ακολούθως, πρέπει, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να ερευνηθεί η από … αγωγή του εκκαλούντος ενάγοντος και να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, και να αναγνωριστεί (καθώς ήδη αναφέρθηκε ότι θα ερευνηθεί μόνο το αναγνωριστικό αίτημα της αγωγής) ότι οι εναγομένοι εφεσίβλητοι οφείλουν εις ολόκληρον να καταβάλουν στον εκκαλούντα ενάγοντα το ποσό των 47.966 ευρώ εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση (άρθρο 346 του ΑΚ). Τέλος όταν εξαφανίζεται μερικώς ή ολικώς η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται ολικώς και το κεφάλαιο περί δικαστικών εξόδων λόγω της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού των δικαστικών εξόδων ως προς όλα τα κεφάλαια της απόφασης (ΑΠ 192/1998 ΕλΔικ 39, 825, ΕφΠειρ 808/2009 ΕΝΔ 39, 258). Ακολούθως μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας βαρύνει μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος εις ολόκληρον τους εφεσίβλητους εναγόμενους λόγω της εν μέρει ήττας τους κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 178, 191 παρ. 2 και 183 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στον εκκαλούντα του οποίο το ασκηθέν ένδικο μέσο έγινε δεκτό κατ’ ουσίαν του ηλεκτρονικού παραβόλου με αριθμό ……. ποσού 100 ευρώ, κατ` άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α`, 51/12-3-2012).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων τη με αριθμό ……. έφεση κατά της 3968/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό …. αγωγής

Δέχεται τη με αριθμό …. έφεση τυπικά και στην ουσία της

Εξαφανίζει τη με αριθμό 3968/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,

Διατάσσει την απόδοση στον εκκαλούντα του ηλεκτρονικού παραβόλου με αριθμό ……… ποσού 100 ευρώ

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει στην ουσία  την από και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …… αγωγή

Δέχεται εν μέρει την αγωγή

Αναγνωρίζει ότι οι εναγομένοι εφεσίβλητοι οφείλουν εις ολόκληρον να καταβάλουν στον εκκαλούντα ενάγοντα το ποσό των σαράντα επτά χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα έξι ευρώ (47.966) εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση

Επιβάλει στους εφεσίβλητους εναγομένους εις ολόκληρον ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας δηλαδή το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 27 Αυγούστου  2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ