Αριθμός 166/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Γεώργιο Νίκα.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «……..» και τον διακριτικό τίτλο «…….», η οποία εδρεύει στην Αθήνα (οδός …….) (ΑΦΜ ……….) και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Σπυρίδωνα Παυλάτο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 18.10.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 178/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 16.9.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ. ……../2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ. …../2023) έφεσή της, της οποίας δικασιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ΄ αριθμό 178/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρ. 614 παρ.3 621 επ. ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518, παρ. 1, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, με την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία (άρθρ. 533 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα), δεδομένου ότι για τις διαφορές των περιουσιακών – εργατικών διαφορών [άρθρ. 614 αριθ. 3, 621 ΚΠολΔ], όπως είναι και η προκείμενη, δεν ισχύει, κατ’ άρθρ. 495 παρ. 3 εδάφ. τελευταίο ΚΠολΔ, η υποχρέωση καταβολής του παραβόλου που προβλέπεται από το ίδιο ως άνω άρθρο.
Η ενάγουσα, με την από 18-10-2019 [Γ.Α.Κ. …, Ε.Α.Κ. …./2019] αγωγή, την οποία άσκησε ενώπιον του προαναφερόμενου πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, εξέθετε ότι: μετά από επιτυχή συμμετοχή σε διαγωνισμό, που προκηρύχθηκε από την εναγομένη, προσλήφθηκε από την τελευταία [εναγομένη] στις 9-8-2004 ως υπάλληλος (διανοµέας), προκειμένου να εργαστεί στο υποκατάστηµά της στην …… Παρείχε δε την εργασία της έως τις 11-10-2019, όταν με βάση την υπ΄ αριθμό 19/11-6-2019 απόφαση του Δευτεροβάθµιου Πειθαρχικού Συµβουλίου της εναγομένης, µε την οποία επικυρώθηκε η υπ΄ αριθμό 16/3-7-2018 απόφαση του Πρωτοβάθµιου Πειθαρχικού Συµβουλίου αυτής [εναγοµένης], καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας της. Η καταγγελία όμως είναι άκυρη, γιατί αφενός μεν η εναγοµένη δεν της κατέβαλε τη νόμιμη αποζηµίωση και αφετέρου γιατί οι ως άνω αποφάσεις Πειθαρχικών Συµβουλίων δεν είναι νόμιμες και έγκυρες για τους λόγους, που, ειδικότερα, αναφέρονται σε αυτή [αγωγή]. Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά από τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό από καταψηφιστικό, ζητούσε να ακυρωθεί η υπ΄ αριθμό 19/11-6-2019 απόφαση του Δευτεροβάθµιου Πειθαρχικού Συµβουλίου της εναγομένης και να αναγνωριστεί ότι έχει η τελευταία την υποχρέωση να της καταβάλει, κυρίως με βάση τη σύμβαση εργασίας, επικουρικά δε με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 1-2-2018 έως 11-4-2021 το συνολικό ποσό των 62.827,50 ευρώ , καθώς και τα επιδόματα εορτών και άδειας, όπως τα επί μέρους ποσά παρατίθενται αναλυτικά, καθώς και 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράνομη και άκυρη απόλυσή της και να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά της έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα με την ένδικη έφεσή της για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ζητώντας να εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση και να γίνει δεκτή η αγωγή της.
Η απόφαση των αρμοδίων πειθαρχικών συμβουλίων, τα οποία ενεργούν ως εργοδοτικά όργανα και αποφασίζουν σε εκπλήρωση υποχρέωσης του εργοδότη απέναντι στους εργαζομένους, που πηγάζει από την ιδιωτικού δικαίου σύμβαση εργασίας και τον κανονισμό που τη συμπληρώνει, υπόκειται στον έλεγχο των πολιτικών δικαστηρίων, αναφορικά με τη νομιμότητά της, αν εκδόθηκε από αρμόδιο όργανο με νόμιμη σύνθεση, αν τηρήθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία, αν η πράξη ή η παράλειψη συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα σύμφωνα με το νόμο, αν είναι δικαιολογημένη, αν η ποινή που επιβλήθηκε προβλέπεται από τον κανονισμό και αν είναι ανάλογη με τη βαρύτητα του παραπτώματος ή αν η άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας έγινε καθ’ υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης και των χρηστών ηθών ή και το σκοπό στον οποίο αποβλέπει η πειθαρχική εξουσία στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ. Εξάλλου, η αγωγή του εργαζόμενου για την ακύρωση της πειθαρχικής απόφασης στρέφεται πάντοτε κατά του εργοδότη, ανεξάρτητα από το όργανο που του επέβαλε την πειθαρχική ποινή. Αν οι πειθαρχικές ποινές, τα όργανα που τις επιβάλλουν και η τηρητέα διαδικασία ορίζονται με διάταξη νόμου, η επιβολή πειθαρχικής ποινής κατά παράβαση των διατάξεων αυτών, που έχουν χαρακτήρα απαγορευτικό, είναι άκυρη και θεωρείται μη γενομένη κατά τα άρ. 174, 180 ΑΚ (ΑΠ 1406/2014, ΑΠ 78/2013, ΑΠ 1755/2008, ΑΠ 799/2007, ΑΠ 919/2006, ΑΠ 1690/2006 δημ/ση ΝΟΜΟΣ). Ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας, περιλαμβάνει και τον έλεγχο, αν η πειθαρχική απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη, ήτοι αν αναφέρει όλα τα περιστατικά που δικαιολογούν την πειθαρχική κρίση (πρβλ ΑΠ 275/2007 δημ/ση ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 1846/2019 δημ/ση ΤΝΠ ΔΣΑ, I. Ληξουριώτης, Ατομικές Συλλογικές Σχέσεις, 4η έκδ. σελ. 559). Τα “.……….. είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και αποτελεί δημόσια επιχείρηση κοινής ωφέλειας που ιδρύθηκε με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 496/1970. Ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικού των … (ΓΚΠ/……) εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του (ήδη καταργηθέντος) άρθρου 12 παρ. 2 του άνω ν.δ/τος, εγκρίθηκε με την 211106/25-8-71 απόφαση του Υπουργού Συγκοινωνιών και δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ-Β 705/25-08-1971) και ως εκ τούτου επέχει ισχύ νόμου. Κατά δε το άρθρ. 12 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 74/1975, ο ΓΚΠ/……… υπόκειται στην έγκριση των Υπουργών Απασχόλησης και Μεταφορών και Επικοινωνιών με κοινή απόφασή τους που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τα δε αποτελούντα κατά την εκάστοτε γενικώς ισχύουσα νομοθεσία περί ΣΣΕ, αντικείμενο συλλογικής σύμβασης εργασίας θέματα, διακανονίζονται και ρυθμίζονται εφεξής και με ΣΣΕ, που κατισχύει του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού ……… Εξάλλου στο άρθρο 20 παρ. 2 του Ν. 4053/2012 που κατάργησε το ΝΔ 496/1970 (πλην των άρθρων 1 και 17 αυτού) ορίσθηκε ότι οι κανονιστικές διατάξεις που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση του άνω ν.δ/τος διατηρούνται σε ισχύ έως τη ρητή τροποποίηση ή κατάργηση τους με τις κανονιστικές διατάξεις που προβλέπονται στον νόμο αυτό. Περαιτέρω, το πειθαρχικό δίκαιο που διέπει το μόνιμο προσωπικό των ………………., που συνδέεται με τον Οργανισμό με σχέση εξαρτημένης εργασίας, περιλαμβάνεται στο Κεφάλαιο ΙΣΤ της από 3-6-2002 Επιχειρησιακής ΣΣΕ Προσωπικού ……….. (με έναρξη ισχύος από την ίδια ημερομηνία), η οποία έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου και περιλαμβάνει τους κανόνες που καθορίζουν την υπηρεσιακή κατάσταση του Προσωπικού των ………………. και ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ των ………………. και του Προσωπικού, καθώς και τους όρους εργασίας του Προσωπικού (άρθρ. 1). Ειδικότερα, σύμφωνα με τον όρο α) ΙΑ’ – ΑΠΟΛΥΣΗ- ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ «Όρος ΙΑ 1 Απόλυση1. Το Προσωπικό απολύεται: … ζ. Λόγω επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής απόλυσης µε τελεσίδικη απόφαση του αρµόδιου Πειθαρχικού Συµβουλίου. 4.1. «Το Προσωπικό που απολύεται σύµφωνα µε τις διατάξεις της περίπτωσης ζ΄ της παραγράφου 1 του όρου αυτού δεν δικαιούται καµιάς αποζηµίωσης……. Όρος η΄- Οι πειθαρχικές αποφάσεις εκδίδονται µετά από κλήση του Προσωπικού σε απολογία. Η µη υποβολή απολογίας, εφόσον η σχετική κλήση επιδόθηκε αποδεδειγµένα δεν κωλύει την έκδοση της απόφασης…..ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΣΤ – ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ – Όρος ΙΣΤ 1 Πειθαρχικά Αδικήµατα – Πειθαρχικές Ποινές: Κάθε παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος µε υπαίτια πράξη ή παράλειψη που µπορεί να καταλογιστεί αποτελεί πειθαρχικό αδίκηµα……Μεταξύ των πειθαρχικών αδικηµάτων συγκαταλέγονται ιδιαιτέρως τα παρακάτω: … στ. Κάθε πράξη ή παράλειψη που µπορεί να επιφέρει ζηµία υλική ή ηθική στον ……………….. η΄ κάθε ατασθαλία στη διαχείριση … .4. 1- Κατά την επιµέτρηση της ποινής λαµβάνεται υπόψη το πειθαρχικό εν γένει µητρώο του υπαλλήλου και ως επιβαρυντικό στοιχείο θεωρείται η κατά σύστηµα, η κατά εξακολούθηση και η κατ’ επανάληψη διάπραξη κάποιου από τα παραπάνω αδικήµατα. Όρος ΙΣΤ4 – Σχέση Πειθαρχικής µε Ποινική Δίκη – Η πειθαρχική δίκη είναι κατ’ αρχήν ανεξάρτητη από την ποινική καθώς και από κάθε άλλη δίκη. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική} µπορεί όµως ο πειθαρχικός κριτής, µε απόφασή του που µπορεί ν’ ανακληθεί ελεύθερα, να διατάξει την αναστολή της πειθαρχικής δίκης. Όρος ΙΣΤ 10 Απολογία – Οι πρωτόδικες πειθαρχικές αποφάσεις εκδίδονται µετά από κλήση του Προσωπικού σε απολογία. 2 Η εξέταση του διωκόµενου κατά το στάδιο της προδικασίας δεν αναπληρώνει την κλήση σε απολογία. 3 Η κλήση σε απολογία καθορίζει σαφώς το αποδιδόµενο πειθαρχικό αδίκηµα και τάσσει εύλογη προθεσµία για απολογία…4 Η κλήση σε απολογία επιδίδεται µε απόδειξη παραλαβής στα χέρια του εγκαλούµενου. …..6. της ως άνω ΕΣΣΕ, η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου πρέπει να στηρίζεται σε αποδεδειγμένα πραγματικά γεγονότα και όχι σε απλές υπόνοιες και να είναι αιτιολογημένη τόσο για τη διαπίστωση της ενοχής, όσο και για την επιβολή και επιμέτρηση της ποινής. 7. Μετά την υποβολή της απολογίας ή την πάροδο άπρακτης της προθεσµίας για υποβολή απολογίας, η πειθαρχική δίωξη περατώνεται µε έκδοση απόφασης……Στην πειθαρχική απόφαση πρέπει να μνημονεύονται τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν το καταλογισθέν πειθαρχικό αδίκημα, η αιτιολογία της απόφασης και τυχόν ελαφρυντικά ή επιβαρυντικά στοιχεία κατά την επιμέτρηση της ποινής…… 12. 1. Το Δευτεροβάθµιο Πειθαρχικό Συµβούλιο συγκροτείται ως εξής: – Από έναν Αρεοπαγίτη ως Πρόεδρο, που αναπληρώνεται από άλλον Αρεοπαγίτη που ορίζονται από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, από δύο µέλη του Διοικητικού Συµβουλίου που αναπληρώνονται από άλλα δύο µέλη του Διοικητικού Συµβουλίου και από δύο υπαλλήλους, ως εκπροσώπους των εργαζοµένων στον ………………., µε αναπληρωτές τους άλλους υπαλλήλους που προτείνονται από την ενιαία επαγγελµατική οργάνωση του Προσωπικού…… Ύστερα από εισήγηση του Διευθύνοντος Συµβούλου ή του εξουσιοδοτηµένου από αυτόν Γενικού Διευθυντή µε απόφαση του Διοικητικού Συµβουλίου για την ταχεία κρίση των πειθαρχικών αδικηµάτων από Πολυµελείς δικαιοδοσίες µπορούν να συγκροτούνται στην αρχή του έτους και να λειτουργούν το Β’ Πρωτοβάθµιο Πειθαρχικό Συµβούλιο και το Β’ Δευτεροβάθµιο Πειθαρχικό Συµβούλιο.- Τα ανωτέρω Πειθαρχικά Συµβούλια συγκροτούνται µε διαφορετική σύνθεση από αυτήν του Α’ Πρωτοβάθµιου Πειθαρχικού Συµβουλίου και του Α’ Δευτεροβάθµιου Πειθαρχικού Συµβουλίου χωρίς να αποκλείεται µέλη του Α’ Πρωτοβάθµιου Πειθαρχικού Συµβουλίου να µετέχουν και στη σύνθεση του Β’ Πρωτοβάθµιου Πειθαρχικού Συµβουλίου και µέλη του Α’ Δευτεροβάθµιου Πειθαρχικού Συµβουλίου να µετέχουν και στη σύνθεση του Β’ Δευτεροβάθµιου Πειθαρχικού Συµβουλίου….10. τα πειθαρχικά συμβούλια βρίσκονται σε απαρτία , όταν είναι παρόντα τα τρία από τα μέλη τους , μεταξύ των οποίων υποχρεωτικά ο Πρόεδρος ή ο αναπληρωτής του και συνεδριάζουν μυστικά [ΑΠ 673/2015, ΕΑ 1849/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ]. Στην προκείμενη περίπτωση, από τη δέουσα επανεκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων, οι οποίοι εξετάστηκαν ενόρκως, με επιμέλεια των διαδίκων, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασής του και από όλα, χωρίς εξαίρεση, τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, μετά από επιτυχή συμμετοχή της σε διαγωνισμό που προκήρυξε η εναγομένη, προσελήφθη από την τελευταία αρχικά ως δόκιμος υπάλληλος με το βαθμό Δ-6 ως διανομέας και τοποθετήθηκε στο υποκατάστημά της στην ….. Με την απόφαση 2/2006 του αρμόδιου Συμβουλίου της εναγομένης μονιμοποιήθηκε, στις 9-12-2016 προήχθη στο βαθμό Δ-2 , ενώ από το έτος 2014 ασκούσε καθήκοντα προϊσταμένης και κεντρικής διαχειρίστριας του υποκαταστήματος εκείνου. Το Νοέμβριο του έτους 2014, μετά από οικονομικό έλεγχο, που διενεργήθηκε στο υποκατάστημα της ………………., όπου υπηρετούσε η ενάγουσα, διαπιστώθηκαν εσφαλμένες διαχειριστικές καταχωρήσεις. Γι’ αυτό διατάχθηκε έκτακτος οικονομικός έλεγχος στο εν λόγω υποκατάστημα της εναγομένης. Οι ορισθέντες για το σκοπό αυτό επιθεωρητές ……… και ……….. συνέταξαν το από 30-12-2015 πόρισμα διοικητικής έρευνας με θέμα <<Εκθέσεις διεξαχθεισών ερευνών-εξετάσεων, Έλεγχος διαχειριστικών και οικονομικών ατασθαλιών στο Κατάστημα …>>. Με το πόρισμα αυτό, αφού έλαβαν υπόψη τις καταθέσεις των υπαλλήλων του εν λόγω καταστήματος, της καταγγελλόμενης υπαλλήλου [ενάγουσας] και όλα τα παραστατικά έγγραφα και βιβλία των καθημερινών εργασιών – συναλλαγών του καταστήματος, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι <<η υπάλληλος . ………………. …. με προφανή δόλο και σκοπιμότητα, χρησιμοποιώντας ειδικά τεχνάσματα και μεθοδεύσεις κατά την άσκηση των καθηκόντων της ως Προϊσταμένη και Κεντρική Διαχειρίστρια του Καταστήματος ………………., προέβη κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση στις παρακάτω πειθαρχικά και ενδεχομένως ποινικά κολάσιμες πράξεις διαχειριστικών και οικονομικών ατασθαλιών: 5.1.1.- Εμφάνιζε συστηματικά στα μηχανογραφημένα ΗΤΕΠ των Πρακτόρων μεγαλύτερα ποσά υπολοίπων από τα πραγματικά, παρουσιάζοντας έτσι εικονικά υπόλοιπα, παραποιώντας τα επίσημα λογιστικά βιβλία του ………………. και παραπλανώντας τα ελεγκτικά όργανα, όπως αναλύεται και τεκμηριώνεται στις παραγράφους 4.1., 4.1.1. και 4.1.2 των διαπιστώσεων. 5.1.2. H υπάλληλος .. ………………., κατάφερε να παρουσιάζει τα προαναφερόμενα στην παράγραφο 5.1.1 εικονικά αυξημένα υπόλοιπα, διενεργώντας διαχρονικά, τουλάχιστον από τον Μάρτιο του 2015, εικονικές εγγραφές χρηματεφοδιασμών των τριών …. Πρακτόρων …. (…), ….(…) & …. (…..), όπως αναλύεται και τεκμηριώνεται στις παραγράφους 4.2. & 4.2.1. έως 4.2.4.των διαπιστώσεων. 5.1.3. Η υπάλληλος. ….. ………………., στην προσπάθειά της να αποκρύψει τους προαναφερθέντες εικονικούς χρηματεφοδιασμούς, στις 06.09.2015 (Κυριακή) και στις 14.09.2015 πραγματοποίησε εικονικές εγγραφές στον αλληλόχρεο λογαριασμό 53.98.29 (είσπράξη από …. Πράκτορα – διάμεσος λογ/σμός), ο οποίος πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο σε ειδικές περιπτώσεις ενδιάμεσων εισπράξεων από τους …. Πράκτορες και πρέπει να ισοσκελίζεται την ίδια ημέρα. Εκτός από τις προαναφερθείσες εικονικές εγγραφές είχε προβεί και παλαιότερα σε εγγραφές στον λογαριασμό 53.98.29 οι οποίες δεν ισοσκελίσθηκαν ούτε την ίδια ημέρα, όπως προβλέπεται, ούτε σε μετέπειτα χρονικό σημείο, με αποτέλεσμα να υφίσταται χρεωστική διαφορά και να αποκρύπτεται ταμειακό έλλειμμα ποσού 25.523,60 €, όπως αναλύεται και τεκμηριώνεται στις παραγράφους 4.3. & 4.5 των διαπιστώσεων. 5.1.4. Η υπάλληλος ………………. με τα από 02.12.2014 και 03.12,2014 e-mails ζήτησε και πέτυχε μείωση του λογιστικού υπολοίπου της διαχείρισης κατά 10.411,75 €, παραπλανώντας τους αρμοδίους υπαλλήλους της υποστήριξης …. με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στο ταμείο του Καταστήματος ………………. ισόποσο χρηματικό πλεόνασμα το οποίο ουδέποτε αναφέρθηκε από την εν λόγω υπάλληλο. Προς αποκατάσταση της κανονικότητας της διαχείρισης και της εμφάνισης του πραγματικού χρηματικού υπολοίπου του Καταστήματoς ……………… πραγματοποιήθηκε αρμοδίως η σχετική διόρθωση και την τακτοποίηση των λογιστικών εγγραφών οπότε το ταμειακό έλλειμμα του Καταστήματος ………………. διαμορφώθηκε στο συνολικό ποσό των 35.935,35 €, όπως αναλύεται και τεκμηριώνεται στην παράγραφο 4.6. των διαπιστώσεων. Σε νεότερο έλεγχο και καταμέτρηση του ταμείου που διενεργήθηκε κατά την παράδοση της διαχείρισης από την εν λόγω υπάλληλο στον υπάλληλο ………… στις 22.10.2015, διαπιστώθηκε ότι το τελικό έλλειμμα ήταν 25.523,60€ ήτοι μειωμένο κατά 10.411,75 €. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει ότι στο μεσοδιάστημα από 30.09.2015 μέχρι 22.10.2015 καταβλήθηκε από την υπάλληλο ………………. το ποσό των 10.411,75 € στο ταμείο του ……………….. 5.2.- Εκτός από τις προαναφερθείσες πράξεις και ενέργειες, οι οποίες επέφεραν υλική (Οικονομική) ζημία στον ………………. ποσού 25.523,60 €, η υπάλληλος ………………., προέβη και στις παρακάτω πράξεις και ενέργειες οι οποίες δεν επιφέρουν μέχρι στιγμής οικονομική βλάβη στον ………………., πλην όμως είναι αντικανονικές και παράνομες και επέφεραν τεράστια ηθική βλάβη στον ………………. πλήττοντας την αξιοπιστία του στην κοινωνία της ………………. και όχι μόνο: 5.2.1.- παρακράτησε για διάστημα 2 και πλέον μηνών το ποσό 1.200 €, από τον …. Εργολάβο ………. το οποίο αφορούσε επιστροφή εγγύησης διαγωνισμού και το οποίο τελικά απέδωσε στον δικαιούχο. 5.2.2. Η υπάλληλος ………………. ………………. πλαστογραφώντας τις υπογραφές του παραλήπτη, παρακράτησε παράνομα τα χρήματα ….. Επιταγών συνολικού ποσού 4.650,OO € με παραλήπτη τον Αρχιερατικό Επίτροπο ……. πατέρα ……… για 25 και πλέον ημέρες, όπως αναλύεται και τεκμηριώνεται στην παράγραφο 4.8. των διαπιστώσεων. 5.2.3. Στις 09.10.2015 και στις 12.10.2015 η υπάλληλος ………………. διενήργησε αναλήψεις από λογαριασμό ………. με δικαιούχο την κα .. …….. συνολικού ποσού 724,00 €, παρακρατώντας το ποσό αυτό για 40 και πλέον ημέρες. Οι υπογραφές στα παραστατικά διαφέρουν εμφανώς από τις υπογραφές που έχει θέσει η δικαιούχος στις δύο υπεύθυνες δηλώσεις της, πράγμα που καταδεικνύει ότι η κ. ………………. ενδεχομένως να πλαστογράφησε την υπογραφή της δικαιούχου όπως αναλύεται και τεκμηριώνεται στην παράγραφο 4.9. των διαπιστώσεων. 5.2.4.- Η υπάλληλος ………………. με υπαιτιότητά της και για άγνωστο λόγο προέβη σε αντικανονικές και παράτυπες ενέργειες διενεργώντας μη φυσιολογικές συναλλαγές και κυρίως αναλήψεις χωρίς βιβλιάριο μεγάλων ποσών από τον λογαριασμό … (….) ……….. με δικαιούχους τον κ. ……. και την κα ……., όπως αναλύεται και τεκμηριώνεται στην παράγραφο 4.10. των διαπιστώσεων>>. Με βάση τα παραπάνω συμπεράσματα, πρότειναν να ασκηθεί κατά της ενάγουσας ο προβλεπόμενος πειθαρχικός έλεγχος και να της καταλογιστεί το ποσό ελλείμματος ύψους 25.523,60 ευρώ. Στη συνέχεια από τους ίδιους ως άνω επιθεωρητές διενεργήθηκαν συμπληρωματικοί έλεγχοι, με βάση τους οποίους συντάχθηκαν συμπληρωματικά πορίσματα, ήτοι α) το από 15-6-2016, που αφορούν πέντε πελάτες του καταστήματος, οι οποίοι αμφισβητούσαν τις συναλλαγές, που είχε καταχωρήσει η ενάγουσα. Από τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι από τις πράξεις της ενάγουσας ζημιώθηκε η εναγομένη κατά το ποσό των 1.680 ευρώ, το οποίο πρότειναν να της καταλογιστεί και να ασκηθεί και για το ποσό αυτό πειθαρχικός έλεγχος, β) το από 30-9-2016, με βάση το οποίο, μετά από επανέλεγχο των εγγραφών της ενάγουσας στα βιβλία του καταστήματος της ενάγουσας , το ποσό, που πρέπει, τελικά, να καταλογιστεί στην ενάγουσα ανέρχεται σε 16.791,85 ευρώ και γ) το από 13-4-2017, το οποίο αφορούσε τα από 9-3-2016 και 15-3-2016 Έντυπα αμφισβήτησης συναλλαγών του ………………. από τους λογαριασμούς τους με αριθμούς …… & ………, με τα αμφισβητεί 14 συναλλαγές αναλήψεων, συνολικού ποσού 70.200 € κατά το χρονικό διάστημα από 13.01.2014 έως και 24.11.2014, ισχυριζόμενος ότι ούτε υπέγραψε τα σχετικά παραστατικά, ούτε ανέλαβε το συγκεκριμένο ποσό. Από τον έλεγχο των παραστατικών, που πραγματοποίησαν οι ως άνω επιθεωρητές, διαπιστώθηκε ότι όλες οι συναλλαγές πραγματοποιήθηκαν με τους κωδικούς …. και ……. οι οποίοι χρησιμοποιούνταν μόνο και αποκλειστικά από την υπάλληλο . ……………….. Ακόμη, διαπιστώθηκε ότι <<5.1. Ο κ. ……………………….. με την από 08.09.2016 Αγωγή του κατά της υπαλλήλου ………………. κ. ………………. …, κατά της Τράπεζας ………… και κατά των ………., αμφισβητεί διάφορες συναλλαγές που έγιναν στο Κατάστημα ………………. . και ζητάει να του καταβληθεί έντοκα το συνολικό ποσό των 98.977,44€ το οποίο αφορά σε: 5.1.1. Δεκατέσσερες συναλλαγές αναλήψεων από τους με αριθμούς …… & ………., λογαριασμούς . -……, συνολικού ποσού 70.200,OO €. 5.1.2.- Δεκατέσσερις συναλλαγές πληρωμής συντάξεων ΟΓΑ συνολικού ποσού 13.737,44 €. 5.1.3.- Χρηματική αποζημίωση ποσού 15.040,OO€ λόγω ηθικής βλάβης, από τα παραπάνω. Στην Αγωγή του ο κ. ……………….. καταγγέλλει ότι τα ποσά των αναλήψεων και των συντάξεων του τα υπεξαίρεσε η πρώην Προϊσταμένη του Καταστήματος ………………. . ………………., πλαστογραφώντας την υπογραφή του. 5.2.- Η πρώην Προϊσταμένη του Καταστήματος . . ………………., διενήργησε όλες τις προαναφερόμενες συναλλαγές αναλήψεων και εξόφλησης συντάξεων ΟΓΑ, μη τηρώντας τις προβλεπόμενες διαδικασίες και μη εφαρμόζοντας τους σχετικούς κανονισμούς και συγκεκριμένα: 5.2.1. Κατά το χρονικό διάστηµα από 13.01.2014 έως 24.11.2014, πραγµατοποίησε δεκατέσσερις συναλλαγές αναλήψεων από τους λογαριασµούς ΤΤ – …… του κ. ………………. συνολικού ποσού 70.200,OO€, από τις οποίες τις πέντε αποδεδειγµένα και µε παραδοχή της ιδίας τις διενήργησε ερήµην του δικαιούχου κ. ………………., υπογράφοντας στα παραστατικά η ίδια ως δικαιούχος, χωρίς να έχει την προβλεπόµενη εξουσιοδότηση ή πληρεξουσιότητα. Από τα στοιχεία της έρευνας δεν κατέστη δυνατόν να τεκµηριωθεί απόλυτα αν και οι υπόλοιπες εννέα (9) συναλλαγές συνολικού ποσού 45.200,OO € που έγιναν κατά το χρονικό διάστηµα από 13.01.2014 έως 30.06.2014, διενεργήθηκαν από την κ. ………………. µε τον ίδιο προαναφερόµενο αντικανονικό τρόπο. 5.2.2.- Κατά το χρονικό διάστηµα από τον µήνα 9ο του 2014 έως τον µήνα 10ο του 2015, πραγµατοποίησε δεκατέσσερις συναλλαγές πληρωµής συντάξεων ΟΓΑ µε δικαιούχο τον κ. Δ. ………………. συνολικού ποσού 13.737,44€, ερήµην του και χωρίς να έχει την προβλεπόµενη εξουσιοδότηση ή πληρεξουσιότητα. Η υπάλληλος ………………. παραδέχθηκε τις αντικανονικές αυτές ενέργειες ισχυριζόµενη ότι τα ποσά των µηνιαίων συντάξεων τα κατέθετε στο λογαριασµό του κ. ……………….. 5.2.3.- Ο ισχυρισµός της υπαλλήλου ………………. ότι κατέθετε τα χρήµατα των συντάξεων ΟΓΑ στον λογαριασµό του κ. ………………., τεκµηριωµένα δεν ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα, δεδοµένου ότι σύµφωνα µε τις αναλυτικές κινήσεις του λογαριασµού του κ. ………………. (στοιχεία 5° & 6°) ουδεµία κατάθεση έχει γίνει καθ’ όλο το επίµαχο χρονικό διάστηµα. Επίσης και ο ισχυρισµός της εν λόγω υπαλλήλου ότι τα ποσά που αντιστοιχούσαν στις προαναφερόµενες αντικανονικές συναλλαγές, τα παρέδιδε κατόπιν τηλεφωνικής εντολής του δικαιούχου κ. ………………., στον ιδιώτη κ. …….., καταρρίπτεται από τον ίδιο µε την από 30.11.2016 υπεύθυνη δήλωσή του (στοιχείο 17). 5.3.- Η ύπαρξη ή όχι διαπροσωπικής σχέσης και προφορικής συγκατάθεσης του δικαιούχου για τις συναλλαγές που έγιναν ερήμην του, δεν τεκµηριώνεται απόλυτα, δεδοµένου ότι οι µαρτυρικές καταθέσεις των δύο εµπλεκοµένων (………………. – ……………….), είναι αντικρουόµενες και δεν υπάρχουν άλλα διαθέσιµα στοιχεία εκτός από τον ορισµό της υπαλλήλου ………………. ως συνδικαιούχοι σε λογαριασµό του κ. ………………. το έτος 2012 και την αποστολή ποσού 1O.000,00€ από τον κ. ………………. προς αυτήν στις 12.10.2015. Για το θέµα αυτό, καθώς και για το θέµα ύπαρξης πλαστογραφίας και προσπάθειας αποµίµησης των υπογραφών του δικαιούχου, θα πρέπει να αποφανθούν οι αρµόδιες ανακριτικές και δικαστικές αρχές στις οποίες εκκρεµεί η εξέταση της υπόθεσης….. Πάντως ανεξάρτητα από το αν υπήρχε η όχι προφορική συγκατάθεση του δικαιούχου και ανεξάρτητα αν διαπράχθηκε ή όχι πλαστογραφία, η υπάλληλος ………………. ευθύνεται και για την κατ’ εξακολούθηση διενέργεια πληθώρας αντικανονικών συναλλαγών αλλά και για την µαρτυρική κατάθεση ισχυρισµών, οι οποίοι αποδείχθηκαν ψευδείς, όπως αναφέρεται στις παραπάνω παραγράφους. Από την τακτική που ακολούθησε η συγκεκριµένη υπάλληλος, διαφαίνεται η εκ µέρους της πρόθεση και σκοπιµότητα παραπλάνησης των ελεγκτικών οργάνων. 5.4.- Η υπάλληλος µε βαθµό Δ4 ………………. ………………. (ΚΑΜ: ……), η οποία µέχρι τον Οκτώβριο του 2015 υπηρετούσε ως Προϊσταµένη στο Κατάστηµα ………………., φέρει ακέραια την ευθύνη και είναι υπαίτια για αντικανονικές και ενδεχοµένως παράνοµες πράξεις αι ενέργειες, στις οποίες προέβη µε σκοπιμότητα, χρησιμοποιώντας τεχνάσματα>>. Με βάση τα παραπάνω, αφού ζήτησαν να συσχετιστεί το ως άνω πόρισμα με τα προηγούμενα, πρότειναν τον πειθαρχικό έλεγχο της ενάγουσας και για την υπόθεση του ……………….. Πρέπει να σημειωθεί ότι α) στα εν λόγω πορίσματα έχουν ενσωματωθεί και καταθέσεις της ενάγουσας, η οποία αποδέχεται την παράνομη συμπεριφορά που της αποδίδεται, ζητεί προθεσμία για επιστροφή των χρημάτων, καθώς και ότι η συμπεριφορά της οφείλεται στην ανάγκη κάλυψης των εξόδων νοσηλείας του πατέρα της και β) επί της ως άνω αγωγής του ………………. εκδόθηκε η υπ΄ αριθμό 7860/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή, κατά παραδοχή ως βάσιμων των ισχυρισμών αυτού [. ……………….] για υπεξαίρεση των ποσών των συντάξεων που είχαν κατατεθεί στους λογαριασμούς του και πλαστογραφία της υπογραφής του στα σχετικά παραστατικά και υποχρεώθηκε από κοινού με άλλους να του καταβάλει τα ποσά των 81.200 και 16.737,44 ευρώ. Η απόφαση αυτή, ήδη, έγινε τελεσίδικη, μετά την έκδοση της υπ΄ αριθμό 2054/2019 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε, μεταξύ άλλων και η έφεση της τώρα ενάγουσας. Περαιτέρω, με βάση τις ως άνω πορισματικές αναφορές, ασκήθηκε σε βάρος της ενάγουσας πειθαρχική δίωξη, σύμφωνα με τις διατάξεις για το πειθαρχικό δίκαιο των εργαζόμενων στην εναγομένη, που αναφέρονται στην παραπάνω νομική σκέψη. Επί της πειθαρχικής αγωγής εκδόθηκε η υπ΄ αριθμό 16/3-7-2018 απόφαση του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου ………………., με την οποία, όπως προκύπτει από την επισκόπησή της, αφού α) έλαβε υπόψη την απολογία της ενάγουσας, η οποία εμφανίστηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της …….. και τη μάρτυρα που πρότεινε προς υπεράσπισή της ……., β) τις καταθέσεις της ενάγουσας στην πειθαρχική διαδικασία και γ) τα πορίσματα και τα έγγραφα που συγκεντρώθηκαν, δέχθηκε, ομόφωνα, ότι <<Η διωκόµενη, υπαίτια διέπραξε τις ανωτέρω πράξεις που είναι καταλογιστές και συνιστούν σοβαρές υπηρεσιακές παραβάσεις κατά τις διατάξεις των όρων ΙΕ1 παρ. 2, 3, ΙΕ2 παρ. 1 και ΙΕ5 παρ. 7 της από 03.06.2002 ΕΣΣΕ Προσωπικού ……. που προβλέπονται και τιµωρούνται από τις διατάξεις των όρων ΙΣΤ1 παρ. 1, 2, 4 (εδ. στ, η, ιδ, ιε, ιζ και ιη), παρ. 5 (εδ. γ και στ) και ΙΣΤ2 παρ. 9 της από 03.06.2002 ΕΣΣΕ Προσωπικού ……………….>>. Ως προς την ποινή που έπρεπε να επιβληθεί στην ενάγουσα <<το Συµβούλιο, αφού έλαβε υπόψη του : 1.τη βαρύτητα των πειθαρχικών αδικηµάτων που διαπράχθηκαν και 2. Την προσωπικότητα της διωκόµενης. Ειδικότερα για τη βαρύτητα έλαβε υπόψη του: α) την υλική και ηθική βλάβη που προκλήθηκε στην Επιχείρηση, β) το είδος του δόλου, γ) τη φύση, το είδος και το αντικείµενο των πειθαρχικών αδικηµάτων, καθώς και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες έλαβαν χώρα, για δε την προσωπικότητα της διωκόµενης α) τα αίτια από τα οποία κινήθηκε για να διαπράξει τις ανωτέρω υπηρεσιακές παραβάσεις, β) το σκοπό που επεδίωξε, γ) το χαρακτήρα της, δ) τη διαγωγή της πριν και μετά τις υπηρεσιακές παραβάσεις που τέλεσε, ε) το πειθαρχικό μητρώο της, κρίνει κατά πλειοψηφία (ψήφοι 3 έναντι 2) ότι στη διωκόμενη πρέπει να επιβληθεί η ποινή της οριστικής απόλυσης από την Υπηρεσία. Επί του προκειμένου μειοψήφησαν τα Μέλη του Συμβουλίου ……… και ………. οι οποίοι φρονούν, ότι στη διωκόμενη πρέπει να επιβληθεί η ποινή της προσωρινής απόλυσης έξι (6) μηνών από την Υπηρεσία>>. Κατά της απόφασης αυτής η ενάγουσα άσκησε έφεση ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου των ……… Το Συμβούλιο αυτό συνεδρίασε στις 11-6-2019 και στη συνεδρίαση ήσαν παρόντα τρία από τα πέντε μέλη που το απαρτίζουν, ήτοι η Πρόεδρος αυτού Αρεοπαγίτης …. και δύο ακόμη μέλη. Υπήρχε δηλαδή απαρτία και νόμιμη συγκρότηση του οργάνου, αφού σύμφωνα με την προαναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη της από 36-2002 ΕΣΣΕ τα πειθαρχικά συμβούλια βρίσκονται σε απαρτία, όταν είναι παρόντα τα τρία από τα μέλη τους, μεταξύ των οποίων υποχρεωτικά ο Πρόεδρος ή ο αναπληρωτής του και συνεδριάζουν μυστικά. Επομένως, ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός που προτάθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφέρεται ως λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι σύμφωνα με τον όρο ΙΣΤ 11 αριθ. 9 αιτιάσεις για κακή σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου για κακή σύνθεση αυτού μπορεί να προβληθούν μόνον ενώπιον του Συμβουλίου και μέχρι πέρατος της ακροαματικής διαδικασίας και πριν από τη διάσκεψη, γεγονός που στην προκείμενη περίπτωση δεν έγινε. Ακόμη, κατά τη δημόσια αποδεικτική διαδικασία παραστάθηκε η ενάγουσα και απολογήθηκε προφορικά, με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ………, ο οποίος αγόρευσε προς υποστήριξη της έφεσης. Ακολούθως, το Συμβούλιο, αφού έλαβε υπόψη την προσβαλλόμενη απόφαση και τα έγγραφα, που υπήρχαν στη δικογραφία [πορίσματα, παραστατικά συναλλαγών που πραγματοποίησε η ενάγουσα], έκρινε ομόφωνα ότι η έφεσή της πρέπει να απορριφθεί, αφού δέχθηκε ότι με βάση τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν τέλεσε τα πειθαρχικά παραπτώματα που της αποδίδονται και <<για τις πράξεις αυτές <<το Συμβούλιο έλαβε υπόψη τη βαρύτητα των υπηρεσιακών παραβάσεων και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέστηκαν, την μεγάλη υλική ζημία που προκάλεσαν σε βάρος της επιχείρησης, την οποία η διωκόμενη υπάλληλος δεν αποκατέστησε, καθώς και την ηθική βλάβη αυτής [εταιρείας] , επίσης την άρνηση κάθε ευθύνης και την έλλειψη κάθε μεταμέλειας κατά την κατάθεσή της ενώπιον του Συμβουλίου, με τα ανωτέρω υπόψη το Συμβούλιο κρίνει ομόφωνα ότι, αρμόζουσα ποινή είναι η ποινή της οριστικής απόλυσης από την Υπηρεσία, που της επιβλήθηκε και πρωτόδικα>>. Οι αιτιάσεις που αποδίδονται από την ενάγουσα στην απόφαση 16/2018 του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου ότι α) στερείται αιτιολογίας, β) υπήρχε ακυρότητα της απόφασης, γιατί δεν είχε κλητευθεί να παραστεί στη συνεδρίαση ενώπιον αυτού και γ) εσφαλμένα απορρίφθηκε το αίτημα αναβολής της πειθαρχικής διαδικασίας μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία σε βάρος της, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Και τούτο η πρώτη αιτίαση που αφορά την ουσία αφορά σε λόγο της έφεσής της κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο οποίος [λόγος] αξιολογήθηκε από το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο και κρίθηκε απορριπτέος. Η δεύτερη αιτίαση είναι απορριπτέα, καθόσον όπως προαναφέρεται η ενάγουσα παραστάθηκε στην ενώπιον αυτού διαδικασία και απολογήθηκε μαζί με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της. Η τρίτη αιτίαση για σιγή απόρριψη του αιτήματος αναστολής της πειθαρχικής διαδικασίας μέχρι πέρατος της ποινικής είναι, επίσης, απορριπτέα, γιατί το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο έφεσης, αφού εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Συμβουλίου η χορήγηση ή μη της αιτούμενης αναστολής [ΑΠ 716/2019, απ 522/2012, ΕφΔωδ 96/2022 δημ/ση ΝΟΜΟΣ]. Περαιτέρω, είναι ουσιαστικά βάσιμες οι αποδιδόμενες στην ενάγουσα πειθαρχικές παραβάσεις, όπως αποδεικνύεται από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα από τα έγγραφα, στα οποία στηρίχθηκαν τα πορίσματα των ως άνω επιθεωρητών της εναγομένης και τις έγγραφες καταθέσεις της ενάγουσας ενώπιον των εν λόγω επιθεωρητών. Ειδικότερα η ενάγουσα στην …./19.10.2015 κατάθεσή της ενώπιον των διενεργούντων την έρευνα Επιθεωρητών κατέθεσε «Καταχωρούσα στα επίσημα βιβλία του ………………. εικονικούς εφοδιασμούς των τριών …… Πρακτόρων 518,519, και 520 προκειμένου να αποκρύψω από τα ελεγκτικά όργανα έλλειμμα 20.000,00€ τα οποία είχα αφαιρέσει από το ταμείο του ………………. για προσωπικούς λόγους. Επίσης αποδέχομαι ότι την Κυριακή 06.09.2015 πήγα στο Κατάστημα και προέβην, χωρίς να είναι παρόντες οι πράκτορες, σε καταχώριση στα επίσημα βιβλία του ………………. την 04.09.2015 εικονικές δοσοληψίες με αυτούς, παραποιώντας τα επίσημα λογιστικά βιβλία του ………………. και παραπλανώντας τα ελεγκτικά όργανα προκειμένου να αποκρύψω όπως προανέφερα το ποσό το ποσό των 20.000,00€ που είχα αφαιρέσει από το ταμείο. Κι αυτή μου η πράξη έγινε για την απόκρυψη της υπεξαίρεσης των 20.000,00€.» Ενδεικτικά, διαπιστώθηκαν: α) καταχωρίσεις εικονικών υπολοίπων καθώς και χρηματεφοδιασμών των …. πρακτόρων … και …. της 02.09.2015, όπου η ενάγουσα παραποίησε τα πρωτότυπα ΗΤΕΠ, προσθέτοντας δίπλα στο πραγματικό εικονικά ποσά όπως το πραγματικό υπόλοιπο για τον μεν πρώτο εξ αυτών (….) ήταν 8.540,05€ και το οποίο μετά τη δική της εικονική εγγραφή ανήλθε στο ποσό των 13.040,50€ ήτοι διαφορά 4.500,00€, στην δεύτερη δε περίπτωση (…) το πραγματικό υπόλοιπο της ως άνω ημερομηνίας ήταν 4.641,17€ το δε εικονικό 9.136,17€ δηλαδή επιπλέον ποσό 4.495,00€. Οι ως άνω ταχυδρομικοί πράκτορες αρνήθηκαν την ύπαρξη αυτών των συναλλαγών. Τις ως άνω εικονικές εγγραφές τις πραγµατοποίησε η ενάγουσα στον αλληλόχρεο λογαριασµό µε κωδικό 53.98.29 ο οποίος χρησιµοποιείται µόνο σε ειδικές περιπτώσεις ενδιάµεσων εισπράξεων από τους ….. Πράκτορες και πρέπει να ισοσκελίζεται την ίδια ημέρα. Με στόχο να καλύψει τις ως άνω εγγραφές εικονικών συναλλαγών με τους ….. Πράκτορες, στις 14.09.2015 προέβη σε νέες εικονικές στον ίδιο λογαριασμό 53.98.29 ως εξής: Για την ….. Πράκτορα … (..) καταχώρισε ποσό πίστωσης 4.505,OO€ και χρέωσης 1.050,18€ Για τον …. Πράκτορα … (…) καταχώρισε ποσό πίστωσης 8.540,50€ και χρέωσης μηδενικό ποσό. Πέραν των ως άνω εγγραφών προέβη σε εικονικές εγγραφές στον ως άνω λογαριασμό 53.98.29 και παλιότερες ημερομηνίες όπως: στις 6 και 29.10.2014, στις 4 και 6.11.2014, στις 4 και 8.12.2014 και στις 18,19, 20,03.2015, τις πλασματικές δε αυτές καταχωρίσεις δεν ισοσκέλισε ούτε την ίδια ημέρα όπως απαιτείται σε αυτόν (λογαριασμό), ούτε σε επόμενη, με φυσική συνέπεια και απώτερο στόχο την απόκρυψη του ελλείμματος των 25.523,60€. Στις 28.11.2014 υπήρξε στη διαχείρισή της πλεόνασμα ποσού ύψους 10.411,75 € λόγω αστοχίας εσωτερικής διακίνησης χρημάτων από τον ταμία …. Πράκτορα …. στην Κεντρική Διαχείριση. Η αστοχία αυτή αποκαταστάθηκε την επόμενη εργάσιμη ημέρα με την παρέμβαση της προϊστάμενης του Τομέα Οικονομικού ελέγχου, ωστόσο με ηλεκτρονικά μηνύματά της την 02.12.2014 και-την 03.12.2014 ζήτησε και πέτυχε την ακύρωση της προηγούμενης διόρθωσης με στόχο και αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στην Κεντρική Διαχείριση του Καταστήματος ισόποσο πλεόνασμα. Στην ……./03.11.2015 κατάθεσή της ενώπιον των διενεργούντων την έρευνα Επιθεωρητών σε σχετική ερώτηση απάντησε για τη μείωση υπολοίπου του ΗΤΕΠ κατά 10.411,75 ευρώ την 28.11.2015 «πράγματι οι συγκεκριμένες συναλλαγές που απεικονίζονται έγιναν πραγµατικά. Τις έκανα ενώ στην προσπάθεια µου να ισοσκελίσω το πραγµατικό υπόλοιπο στο ΗΤΕΠ του 520 της 28.11.2014.». Από την ως άνω αστοχία του συστήµατος προσπάθησε µέσω των εικονικών εγγραφών να ιδιοποιηθεί παράνομα το πλεόνασµα των 10,411,75 €. β) Στις 02.07.2015 εξέδωσε Απόδειξη Πληρωµής προς τον … Εργολάβο ……………….. . για την επιστροφή εγγύησης ποσού 1.200 €. Η υπογραφή στο παραστατικό είναι διαφορετική από την υπογραφή του προαναφερόµενου το δε ποσό αυτό ιδιοποιήθηκε παράνομα, όπως άλλωστε, οµολόγησε και το απέδωσε ως εξής: στις 03.09.2015 απέδωσε 600 € ως εγγύηση συµµετοχής του ίδιου σε νέο διαγωνισµό το δε υπόλοιπο 600 € σε µεταγενέστερο χρόνο εκτός κανονιστικά προβλεπόµενης διαδικασίας. γ) ιδιοποιήθηκε παράνομα ποσό 4.650 € από δυο ταχυδροµικές επιταγές µε δικαιούχο τον Αρχιερατικό Επίτροπο ……………………., η µια µε αριθµό …….. ποσού 1.550 € και ηµεροµηνία έκδοσης την 23.09.2015 από το Κατάστηµα … και η δεύτερη µε αριθµό … ποσού 3.100 € µε ηµεροµηνία έκδοσης την 01.10.2015 από το Κατάστηµα …. Τις δύο επιταγές εµφάνισε ως εξοφληµένες την µεν πρώτη την 01.10.2015, τη δε δεύτερη την 06.10.2015, πλαστογραφώντας την υπογραφή του παραλήπτη στα σώµατα αυτών. Τα χρήµατα απέδωσε στον δικαιούχο την 31.10.2015 μετά από διαμαρτυρίες του τελευταίου, δ) ιδιοποιήθηκε παράνομα ποσό συνολικού ύψους 724 € πραγµατοποιώντας δυο παράνοµες αναλήψεις, την 09.10.2015 ποσού 420,00€ και την 12.10.2015 ποσού 304,00€ από το λογαριασµό ….. µε αριθµό …… της δικαιούχου ……. Τα χρήµατα αυτά τα απέδωσε στην δικαιούχο στις 26.11.2015 µε καθυστέρηση σαράντα ηµερών µετά από έγγραφη καταγγελία της τελευταίας, ε) ιδιοποιήθηκε παράνομα ποσό συνολικού ύψους 840 € πραγµατοποιώντας δυο παράνοµες αναλήψεις την 09.10.2015 ποσού 420 € και την 12.10.2015 ποσού 420 € από το λογαριασµό ….. µε αριθµό …… του δικαιούχου …….. .Τα χρήµατα απέδωσε στον δικαιούχο στις 10.12.2015 µε καθυστέρηση δύο μηνών μετά από έγγραφη καταγγελία του τελευταίου, στ) ιδιοποιήθηκε παράνομα ποσό συνολικού ύψους 724 € πραγματοποιώντας δυο παράνομες αναλήψεις την 09.10.2015 ποσού 420 € και την 12.10.2015 ποσού 304 € από το λογαριασμό ….. με αριθμό ………. του δικαιούχου ……….. Τα χρήματα απέδωσε στον δικαιούχο στις 16.02.2016 με καθυστέρηση τεσσάρων (4) μηνών μετά από έγγραφη καταγγελία του τελευταίου, ζ) ιδιοποιήθηκε παράνομα ποσό συνολικού ύψους 840 ευρώ, πραγματοποιώντας δύο παράνομες αναλήψεις, την 9.10.2015 ποσού 420 ευρώ και την 12.10.2015 ποσού 420 ευρώ, από το λογαριασμό … με αριθμό ……… του δικαιούχου ……….. Τις ανωτέρω πράξεις της αποδέχθηκε η ενάγουσα στην ……/06.04.2016 κατάθεση της στα πλαίσια του ελέγχου των ως άνω επιθεωρητών, που κατέληξε στο από 15.06.2016 πόρισμα, όπου κατέθεσε « … Στα παραστατικό των αναλήψεων υπέγραψα εγώ, όχι με δική μου υπογραφή, αλλά με μία άλλη τυχαία υπογραφή …. Αναγνωρίζω και αποδέχομαι ότι οι προαναφερόμενες πράξεις έγιναν με δική μου ευθύνη και υπαιτιότητα….>>. η) πραγματοποίησε παράνομες συναλλαγές – αναλήψεις και καταθέσεις στον λογαριασμό …….. με αριθμό ……….. με δικαιούχους τους ……… και …….. κατά το χρονικό διάστημα από 23.01.2015 έως 19.06.2015. Ενδεικτικά αναφέρεται συναλλαγή (ανάληψη) ποσού 5.000 € την 24.03.2015, στα δε παραστατικά των συναλλαγών αυτών η υπογραφή δεν ανήκει στους δικαιούχους. Στην ……. /23.20.2015 κατάθεσή της αποδέχθηκε ότι τις συναλλαγές αυτές τις πραγματοποίησε η ίδια χωρίς την παρουσία δικαιούχου και συνδικαιούχου, θ) κατά τις ημερομηνίες 27, 28 και 31. 08.2015, 01, 02 και 03.09.2015 εμφανίζονται στις διαχειρίσεις του ….. πράκτορα ……… αντίστοιχα χρηματικά υπόλοιπα 5.118,14 €, 8.160,78 €, 4,829,80, 5.036,37 € 4.732,57 € και 5.296,90 τα οποία η ίδια συμπλήρωσε, ήταν δε εικονικά καθώς ο προαναφερόμενος …… Πράκτορας μηδένιζε τα υπόλοιπά του κάθε μέρα. ι) ιδιοποιήθηκε παράνομα ποσό συνολικού, ύψους 70.000 € μέσω παράνομων αναλήψεων από τον ……….. λογαριασμό (του τότε ………, νυν …..) του ιδιώτη …….. ., καθώς και ποσό ύψους 13.737,44€ από ποσά αντικανονικών εξοφλήσεων συντάξεων των μηνών Σεπτεμβρίου 2014 έως και τον Οκτώβριο 2015 με πλαστογράφηση των υπογραφών του πελάτη στα σχετικά παραστατικά των ανωτέρω αναλήψεων και σωμάτων επιταγών συντάξεων. Η υπαιτιότητα της ενάγουσας ως προς την παράνομη ιδιοποίηση του ποσού αυτού, καθώς και τα τεχνάσματα, τα οποία χρησιμοποίησε, για την επίτευξη του σκοπού της, έχουν ήδη , όπως προαναφέρεται, τελεσίδικα, κριθεί, αφού έγινε δεκτή η [και] κατ’ αυτής αγωγή του ………… με την υπ΄ αριθμό 7860/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και απορρίφθηκε η έφεσή της με την υπ΄ αριθμό 2054/2019 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Περαιτέρω και η προσβαλλόμενη 19/2019 απόφαση του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου για επιβολή στην ενάγουσα της πειθαρχικής ποινής της οριστικής απόλυσης, είναι επαρκώς αιτιολογημένη, παρά τα περί του αντιθέτου, αβασίμως, υποστηριζόμενα από την ενάγουσα με τον συναφή λόγο της έφεσης, αφού διαλαμβάνει στο σκεπτικό της τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν τις πειθαρχικές παραβάσεις που της αποδίδονται και την πειθαρχική ποινή που της επιβλήθηκε, με αναφορά στα από 30.12.2015, 15.6.2016, 30.9.2016 και 13.4.2017 πορίσματα Διοικητικής Έρευνας των Επιθεωρητών της εναγομένης, στα οποία περιέχονται καταθέσεις μαρτύρων, τα παραστατικά έγγραφα των συναλλαγών με τις μη γνήσιες υπογραφές των δικαιούχων και τις ομολογίες της ενάγουσας, με τις οποίες αποδέχεται την παράνομη ιδιοποίηση χρηματικών ποσών που βρίσκονταν στην κατοχή της εναγομένης. Σε εκτέλεση δε της ως άνω 19/2019 απόφασης του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου και σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρονται στη νομική σκέψη για το Πειθαρχικό Δίκαιο των εργαζομένων στην εναγομένη, καταγγέλθηκε, στις 11-10-2019, εγγράφως η σύμβαση εργασίας της και απολύθηκε από την υπηρεσία. Συνεπεία των παραπάνω άδικων πράξεων της ενάγοντος κατά την άσκηση των καθηκόντων της ενάγουσας, δεν μπορούσε να αξιωθεί από την εναγόμενη, κατ’ αντικειμενική καλή πίστη, η διατήρηση αυτής [ενάγουσας] στην εργασία της, ενόψει και της κλονισμένης εμπιστοσύνης στο πρόσωπο της, αλλά παρίστατο αναγκαία η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, αντί της οποίας δεν ήταν αρκετή η λήψη ηπιότερων μέτρων και μάλιστα κάποιας αυστηρής πειθαρχικής ποινής, αφού αυτή επέδειξε συμπεριφορά που δεν αρμόζει σε υπάλληλο, με συνέπεια να κινδυνεύει να κλονιστεί το κύρος της εναγομένης στο κοινό, η καλή της φήμη και η έναντι τρίτων πελατών αξιοπιστία της ως μεγάλης εταιρίας, δυναμένης να προστατεύει τα συμφέροντα τους τουλάχιστον από πράξεις υπαλλήλων της. Συνακόλουθα, είναι απορριπτέος ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι είναι άκυρη και καταχρηστική η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της από την εναγομένη. Ακόμη, η καταγγελία αυτή δεν πάσχει ακυρότητας λόγω μη καταβολής αποζημίωσης στην ενάγουσα, όπως, αβάσιμα, ισχυρίζεται, αφού στην προκείμενη περίπτωση έχει εφαρμογή η από 3-6-2002 ΕΣΣΕ Προσωπικού ………………., η οποία έχει ισχύ νόμου και ορίζει στην παρ. 4.1. <<Το Προσωπικό που απολύεται σύµφωνα µε τις διατάξεις της περίπτωσης ζ΄ της παραγράφου 1 του όρου αυτού δεν δικαιούται καµιάς αποζηµίωσης…….>>. Ενόψει δε της εγκυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, πρόδηλον είναι ότι δεν δικαιούται τους αιτούμενους μισθούς υπερημερίας. Τέλος, ελλείψει παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης σε βάρος της ενάγουσας, η τελευταία δεν δικαιούται την αιτούμενη χρηματική ικανοποίηση κατ’ άρθρο 932 ΑΚ. Με βάση τα παραπάνω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε την αγωγή καταλήγοντας στο ανωτέρω ορθό αποτέλεσμα, έστω και με εν μέρει ελλιπείς αιτιολογίες, οι οποίες συμπληρώνονται από τις αιτιολογίες της παρούσας (άρθρ. 534 ΚΠολΔ), ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από την ενάγουσα με τους συναφείς λόγους της έφεσής της είναι αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και η έφεση στο σύνολό της. Τέλος, η εκκαλούσα, που ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά το νόμιμο περί τούτου αίτημα της τελευταίας [αρθρ. 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ].
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία τους διαδίκους.
Δέχεται τυπικά και
Απορρίπτει κατ’ ουσία την έφεση κατά της 178/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των εξακοσίων [600] ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 11 Απριλίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ