ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αριθμός απόφασης 121/2024
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη και Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα T.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΚΑΘ’ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ : 1) της εταιρείας με την επωνυμία «………….», η οποία εδρεύει τυπικά στις ……… (…………), στην πραγματικότητα όμως στη ………, οδός ………., νομίμως εκπροσωπουμένης, 2) της εταιρείας με την επωνυμία «…….», η οποία εδρεύει τυπικά στη …… της Κύπρου, …….., στην πραγματικότητα όμως στη ………., οδός ………. νομίμως εκπροσωπουμένης, 3) της εταιρείας με την επωνυμία «………….», η οποία εδρεύει στη …….. Αττικής, οδός ………., νομίμως εκπροσωπουμένης, 4) ……… και 5) ………., με νομίμως διορισμένο αντίκλητο αυτών τον ………, δικηγόρο, κάτοικο Πειραιά, ………, που εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο Αθηνών, Δέσποινα Μοσχοπούλου με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΚΑΛΟΥΣΑΣ : της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην Αθήνα, …….., η οποία εκπροσωπείται νόμιμα από τον Ειδικό Εκκαθαριστή αυτής ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………» και τον διακριτικό τίτλο «………..», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, ………, ως ειδικής διαδόχου της εταιρείας με την επωνυμία «……..», η οποία μετονομάσθηκε σε «……….», που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Χρήστο Πήλιο, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
H εφεσίβλητη εταιρεία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 22.11.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/24.11.2016 αγωγή, επί της οποίας, κατόπιν της υπ’ αριθμ.5701/2017 απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, που κήρυξε εαυτό αναρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης και παρέπεμψε αυτήν προς εκδίκαση στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδόθηκε η υπ’αριθμ.3572/2019 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που την έκανε δεκτή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι ηττηθέντες εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, με την από 7.1.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ../7.1.2020 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ……/4.2.2020 έφεση, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί στην δικάσιμο 7.5.2020, κατά την οποία ματαιώθηκε, λόγω της επιβολής του έκτακτου μέτρου της προσωρινής αναστολής των δικών ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων για την προστασία της δημόσιας υγείας από την διασπορά του κορωνοϊού. Επανεισήχθη για συζήτηση αυτεπάγγελτα κατά την δικάσιμο στις 19.11.2020, οπότε αναβλήθηκε για την δικάσιμο στις 21.10.2021, κατά την οποία ματαιώθηκε.
Ήδη φέρεται για συζήτηση με την από 25.10.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου …………./27.10.2021 κλήση της εφεσιβλήτου, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί στην δικάσιμο 5.5.2022 και, μετ’αναβολή, στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την από 25.10.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ……./27.10.2021 κλήση της εφεσιβλήτου, νόμιμα φέρεται για συζήτηση η κρινόμενη από 7.1.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …./7.1.2020 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ……./4.2.2020 έφεση των εκκαλούντων εταιρειών «……..», που εδρεύει τυπικά στις …….., στην πραγματικότητα όμως στη …., νομίμως εκπροσωπουμένης, «……..», η οποία εδρεύει τυπικά στη ….. της Κύπρου, στην πραγματικότητα ομοίως στη …….., νομίμως εκπροσωπουμένης, «……….», η οποία εδρεύει στη …… Αττικής, νομίμως εκπροσωπουμένης και των …… και …….., κατοίκων ομοίως . ………. Αττικής, η οποία στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.3572/2019 οριστικής αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία και έκανε δεκτή την ασκηθείσα σε βάρος τους, από 22.11.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./24.11.2016 αγωγή της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…….», που εδρεύει στην Αθήνα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Ειδικό Εκκαθαριστή αυτής ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………» και τον διακριτικό τίτλο «………», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, ως ειδικής διαδόχου της εταιρείας με την επωνυμία «………» και ήδη «…………..», ήδη εφεσίβλητης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 496, 498, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 περ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.1, 520 παρ.1 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία της ενάγουσας, στις 9.12.2019, στους εναγομένους, συντασσομένων των υπ’αριθμ…΄, …΄, …΄, …΄ και …΄/9.12.2019 εκθέσεων επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………., αντίστοιχα, που προσκομίζονται από την εφεσίβλητη, το δε πρωτότυπο του δικογράφου της εφέσεως κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 7.1.2020, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 3, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω τακτική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.
ΙΙ. Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, υπό εκκαθάριση, τραπεζική εταιρεία στην από 22.11.2016 αγωγή της, εξέθεσε ότι, κατέστη ειδικός διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» μετονομασθείσας σε «………», η οποία, ως δανείστρια, δυνάμει της από 10.3.2011 δανειακής σύμβασης, που κατήρτισε με την δανειολήπτρια εταιρεία, «……….», πρώτη των εναγομένων, που εδρεύει τυπικά στις ……, στην πραγματικότητα όμως στην ……. Αττικής, της χορήγησε έντοκο δάνειο, συνολικού ποσού 1.100.000 δολαρίων Η.Π.Α., δεκαετούς διάρκειας, που εκταμιεύθηκε και ήταν αποπληρωτέο σε δόσεις έντοκα, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους και τις συμφωνίες, που αναφέρονται στη σύμβαση και εκτίθενται στο αγωγικό δικόγραφο, με σκοπό τη διευκόλυνση της αναφορικά με τη χρηματοδότηση της συμμετοχής της δια ιδίων κεφαλαίων στη ναυτιλιακή αγορά, οι δε λοιποί εναγόμενοι δυνάμει των με την ίδια ημερομηνία συμβάσεων εγγύησης και αποζημίωσης, που συνήψαν με την δικαιοπάροχο της ενάγουσας, εφαρμοζομένου, κατά τα συμφωνηθέντα, του ελληνικού δικαίου, εγγυήθηκαν την εμπρόθεσμη και προσήκουσα εξόφληση του ως άνω δανείου, κατά κεφάλαιο, τόκους, λοιπές επιβαρύνσεις και έξοδα, ενεχόμενοι σε ολόκληρον με την δανειολήπτρια, ως αυτοφειλέτες, πλην όμως οι εναγόμενοι υπήρξαν υπερήμεροι στην αποπληρωμή των δόσεων, με αποτέλεσμα η δανείστρια τράπεζα στις 24.1.2014 να κλείσει κάθε λογαριασμό, που εξυπηρετούσε την σύμβαση και να μεταφέρει το σε βάρος τους εμφανιζόμενο, κατά την ανωτέρω ημερομηνία, χρεωστικό υπόλοιπο κεφαλαίου, τόκων και δαπανών, 1.103.608,18 δολαρίων ΗΠΑ, σε λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι δυνάμει της από 7.10.2014 πρόσθετης πράξης αναγνώρισης και ρύθμισης τρόπου αποπληρωμής ληξιπρόθεσμης οφειλής, που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, οι εναγόμενοι αναγνώρισαν και αποδέχτηκαν ανεπιφύλακτα το απορρέον από τη δανειακή σύμβαση εις βάρος τους χρεωστικό υπόλοιπο, που ανερχόταν κατά την ανωτέρω ημερομηνία σε 1.124.464,11 δολαρίων ΗΠΑ και ανέλαβαν την υποχρέωση να προβούν στην αποπληρωμή του, κατά τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες, που παρατίθενται, πλην όμως κατέστησαν υπερήμεροι στην εξόφληση των τοκοχρεωλυτικών δόσεων, που συμφωνήθηκαν με την εν λόγω πρόσθετη πράξη και η τράπεζα στις 30.8.2016, τους κοινοποίησε την από 26.8.2016 εξώδικη καταγγελία – δήλωση και πρόσκληση για καταβολή του χρεωστικού υπολοίπου ποσού των 1.120.675,34 δολαρίων ΗΠΑ, που ήδη στις 21.11.2016 ανήλθε στο ποσό των 1.120.917,17 δολαρίων ΗΠΑ, πλέον συμβατικών τόκων υπερημερίας ανατοκιζομένων ανά εξάμηνο, όπως τα κατάλοιπα αυτά εμφαίνονται στα ενσωματωμένα στην αγωγή αντίγραφα των μηχανογραφικών αποσπασμάτων από τα ηλεκτρονικά τηρούμενα λογιστικά βιβλία της, που συμφωνήθηκε να αποτελούν πλήρη απόδειξη των επίδικων απαιτήσεων της. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε να καταδικασθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον να της καταβάλουν το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 1.120.917,17 δολαρίων ΗΠΑ κατά την ημέρα πληρωμής, άλλως το ισόποσο σε ευρώ του ανωτέρω ποσού με βάση την ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής, ήτοι 1.054.583,85 ευρώ (1 ευρώ=1,0629 δολάρια ΗΠΑ), άλλως το ισόποσο σε ευρώ τούτου κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της αγωγής, βάσει ρήτρας παρέκτασης, που περιλαμβάνεται στην ως άνω πρόσθετη πράξη και εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, με επιλογή των συμβαλλομένων διαδίκων, κατ’εφαρμογή του άρθρου 25εδ.α΄ ΑΚ, ακολούθως την έκανε δεκτή, κατ’ουσίαν και υποχρέωσε τους εναγομένους εις ολόκληρον να καταβάλουν στην ενάγουσα το ισόποσο σε ευρώ, κατά τον χρόνο πληρωμής, του ποσού των 1.120.917,17 δολαρίων ΗΠΑ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με την ένδικη έφεση τους, οι ηττηθέντες εναγόμενοι για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της έφεσης τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως και την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο, ώστε να απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν.
ΙΙΙ. Όταν ο δανειστής έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με τους όρους του τοκοχρεωλυτικού δανείου καταβαλλόμενο σε δόσεις, να καταγγείλει τη σχετική σύμβαση πρόωρα, αν δεν πληρωθούν οι δόσεις, τότε όλες οι οφειλόμενες δόσεις του δανείου γίνονται απαιτητές. Με την καταγγελία επομένως η σύμβαση του δανείου, ως τοκοχρεωλυτικού, λύεται και ενεργοποιείται ο συμβατικός όρος που παρέχει στο δανειστή το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τον οφειλέτη ολοκλήρου του οφειλομένου κεφαλαίου, καθώς και τόκους υπερημερίας από της καταγγελίας. Το δάνειο συνεπώς είναι τοκοχρεωλυτικό υπό την αίρεση της εμπρόθεσμης και προσήκουσας καταβολής των τοκοχρεωλυτικών δόσεων. Όταν όμως η αίρεση πληρωθεί και καταγγελθεί το δάνειο, τότε δεν οφείλονται πλέον δόσεις, αλλά ολόκληρο το μέχρι τότε ανεξόφλητο κεφάλαιο (ΑΠ 1185/2019).
Εξάλλου, κατά τη θεμελιώδη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται εξόχως επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του δικαιούχου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της κατάστασης που διαμορφώθηκε υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διάταξης διαγραφομένων ορίων (ΟλΑΠ 711/2017, ΟλΑΠ 10/2012, ΑΠ 131/2015). Το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, παρά μόνο αν το γεγονός αυτό μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, όπως, όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίσει να εισπράξει την απαίτηση του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής, των αρχών της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού ή κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 83/2023, ΑΠ 311/2020, ΑΠ 333/2019). Ειδικότερα οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί, που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων απ’ αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι’ αυτούς συνέπειες. Συνεπώς και για το λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (ΑΚ 178, 200, 288) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Έτσι σε περίπτωση δυσχέρειας του πιστούχου της Τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την πιστωτική σύμβαση, λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της Τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σ’ αυτή την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια. Κατά την έννοια αυτή η Τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της, να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελία της μεταξύ τους πιστωτικής σύμβασης και το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού τους, προπάντων όταν οι απαιτήσεις της είναι ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες, ο δε πελάτης της βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση απ’ αυτή και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε οι παραπάνω ενέργειες της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ 1185/2019, ΑΠ 1352/2011).
Περαιτέρω, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το Δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, έλαβε υπ’ όψη πράγματα, που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα, που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα”, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή υπόσταση και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως, αντενστάσεως ή λόγου εφέσεως, ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου (ΟλΑΠ 22/2005, ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 757/2015), όχι, όμως και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε οι αιτιολογημένες αρνήσεις και οι ισχυρισμοί, που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του Δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγοι εφέσεως (ΟλΑΠ 14/2004, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 94/2008), οι αποδείξεις, καθώς και περιστατικά επουσιώδη ή που εκ περισσού εκτίθενται, ούτε η λήψη υπ’ όψη από το Δικαστήριο διευκρινιστικών απλώς περιστατικών, που προέκυψαν από τις αποδείξεις, μολονότι δεν είχαν περιληφθεί στο δικόγραφο της αγωγής, ανακοπής κλπ., εφόσον δεν επέρχεται μεταβολή της ιστορικής της βάσεως (ΑΠ 1251/2020, ΑΠ 1530/2008, ΑΠ 559/2008). Ιδρύεται, επομένως, ο ως άνω λόγος, εκτός από άλλες περιπτώσεις και όταν το Δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση του περιεχομένου της αγωγής, έλαβε υπόψη πράγματα, τα οποία δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτήν και ασκούν ουσιώδη επιρροή στην κρίση του, ως προς το νόμω βάσιμο της αγωγής. Δεν ιδρύεται όμως ο ως άνω λόγος, όταν το Δικαστήριο, εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως το νόμο, προβαίνει στον προσήκοντα χαρακτηρισμό της διαφοράς με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που εκτίθενται με πληρότητα στην αγωγή (ΑΠ 108/2014, ΑΠ 45/2006). Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111 παρ. 2, 216 παρ. 1, 335, 337, 338 και 559 αριθ. 1, 8 και 10 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο νομικός χαρακτηρισμός των επικαλουμένων περιστατικών, στα οποία θεμελιώνεται το προβαλλόμενο με την αγωγή αίτημα, δεν είναι δεσμευτικός για το ουσιαστικό Δικαστήριο (Πρωτοδικείο ή Εφετείο), το οποίο οφείλει αυτεπαγγέλτως να προβεί στην ορθή νομική υπαγωγή των εννόμων σχέσεων, που αναδύονται εκ των επικαλουμένων κατά τρόπο σαφή πραγματικών περιστατικών και όπως αυτά στη συνέχεια προκύπτουν, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου από τις διεξαχθείσες αποδείξεις, έστω και διαφορετική από εκείνη στην οποία προβαίνει ο ενάγων, χωρίς αυτό να συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, αφού η βάση αυτή συγκροτείται από τα θεμελιούντα το αίτημα πραγματικά περιστατικά και όχι από τον διδόμενο από τον ενάγοντα νομικό τους χαρακτηρισμό, αλλά και χωρίς, κατά τη διαφορετική αυτή νομική εκτίμηση, το Δικαστήριο να λαμβάνει υπόψη πράγματα μη προταθέντα ή να λαμβάνει υπόψη πράγματα ως αληθινά, χωρίς απόδειξη (ΑΠ 1265/2019, ΑΠ 925/2017, ΑΠ 315/2016, ΑΠ 1752/2014, ΑΠ 734/2011).
IV. Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νομίμως προσκομίζονται μετ’επικλήσεως, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β΄, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει της από 10.3.2011 δανειακής σύμβασης, η οποία συνήφθη μεταξύ της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», πρώην «……….», ως δανείστριας και της πρώτης εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία «……………..» ως δανειολήπτριας, η ως άνω τράπεζα χορήγησε στη δανειολήπτρια έντοκο δάνειο δεκαετούς διάρκειας, συνολικού ποσού 1.100.000 δολαρίων ΗΠΑ, σύμφωνα με τους όρους και συμφωνίες που εκτίθενται στη δανειακή σύμβαση, με σκοπό τη διευκόλυνση της δανειολήπτριας εταιρείας αναφορικά με τη χρηματοδότηση της συμμετοχής της δια ιδίων κεφαλαίων στη ναυτιλιακή αγορά. Ειδικότερα, το δάνειο συμφωνήθηκε να αποπληρωθεί σε 40 ισόποσες διαδοχικές τριμηνιαίες δόσεις, ανερχομένης καθεμίας στο ποσό των 18.000 δολαρίων ΗΠΑ, της πρώτης εξ αυτών πληρωτέας τρεις μήνες μετά την εκταμίευση του δανείου και μιας τελευταίας δόσης, ανερχόμενης στο ποσό των 380.000 δολαρίων ΗΠΑ, πληρωτέας ταυτόχρονα με την τεσσαρακοστή δόση την τελική ημερομηνία αποπληρωμής, που ορίστηκε να επέλθει 120 μήνες μετά από την ημερομηνία εκταμίευσης. Επίσης, συμφωνήθηκε ότι η δανειολήπτρια οφείλει να καταβάλει τόκους, η δε περίοδος εκτοκισμού θα έχει διάρκεια τριών μηνών. Το ύψος του επιτοκίου συμφωνήθηκε ότι θα είναι το επιτόκιο ανά έτος καθοριζόμενο από την τράπεζα, το οποίο θα ισούται με το άθροισμα του περιθωρίου και του Libor, εκτός εάν υπάρχει ένα συμφωνηθέν επιτόκιο, στην οποία περίπτωση θα είναι το επιτόκιο ανά έτος καθοριζόμενο από την τράπεζα και θα ισούται με το άθροισμα του περιθωρίου και του συμφωνηθέντος επιτοκίου. Την πλήρη και ακριβόχρονη τήρηση του συνόλου των υποχρεώσεων της δανειολήπτριας εταιρείας από την ανωτέρω δανειακή σύμβαση, εγγυήθηκαν οι δεύτερη και τρίτη των εναγομένων, ως εταιρικοί εγγυητές και η τέταρτη και πέμπτη τούτων, ως προσωπικοί εγγυητές, ενεχόμενοι ως αυτοφειλέτες, δυνάμει των από 10.3.2011 αντίστοιχων συμβάσεων εγγύησης. Σημειωτέον, ότι με σχετικές αντίστοιχα συμβατικές ρήτρες, η σύμβαση δανείου συμφωνήθηκε να διέπεται από το ελληνικό δίκαιο και να έχουν συντρέχουσα αρμοδιότητα τα Ελληνικά Δικαστήρια. Το ποσό του δανείου εκταμιεύθηκε σε μία δόση στις 16.3.2011 με πίστωση του οικείου λογαριασμού εξυπηρέτησης τούτου.
Σε εξασφάλιση της δανείστριας τράπεζας, η δεύτερη των εναγομένων, εγγυήτρια, παραχώρησε δυνάμει της υπ’ αριθμ.1363/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, προσημείωση υποθήκης υπέρ της δανείστριας τράπεζας επί οριζοντίων ιδιοκτησιών κυριότητας της σε πολυώροφη οικοδομή επί οικοπέδου κειμένου στο …….. Αττικής, στην θέση ………. επί της οδού Νίκης 45-47, για το ποσό των 480.000 δολαρίων ΗΠΑ και η τρίτη των εναγομένων, εγγυήτρια, παραχώρησε δυνάμει της υπ’ αριθμ.1425/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, προσημείωση υποθήκης υπέρ της δανείστριας τράπεζας επί οριζοντίων ιδιοκτησιών κυριότητας της σε πολυώροφη οικοδομή επί οικοπέδου κειμένου στο Δήμο Κηφισιάς Αττικής Δ΄ ενότητα ….., θέση …… επί των οδών …….. και …………, για το ποσό των 900.000 δολαρίων ΗΠΑ. Επιπλέον, χορηγήθηκε προς εξασφάλιση της αποπληρωμής του δανείου ενέχυρο επί λογαριασμών της δανειολήπτριας δυνάμει της από 16.3.2011 σύμβασης ενεχύρασης καταθέσεως, καθώς επίσης ενέχυρα και εκχώρηση απαιτήσεων επί των ασφαλιστικών αποζημιώσεων της δεύτερης και τρίτης εναγομένης, προερχομένων αντίστοιχα από τα ασφαλιστήρια συμβόλαια των ακινήτων κυριότητας τους, δυνάμει των από 10.3.2011 σχετικών συμβάσεων ενεχύρου και εκχώρησης απαιτήσεων, αντίστοιχα.
Περαιτέρω, συμφωνήθηκε (άρθρο 13 της σύμβασης) ότι σε περίπτωση αδυναμίας της δανειολήπτριας ή/και οποιουδήποτε άλλου εξασφαλιστικού μέρους να πληρώσει κατά την ημεροµηνία λήξης πληρωμής οποιοδήποτε ποσό το οποίο έχει καταστεί απαιτητό, δυνάμει της σύμβασης ή των λοιπών εξασφαλιστικών εγγράφων ή επελεύσεως ενός γεγονότος, από εκείνα, που συμφωνήθηκε να συνιστούν υπερημερία, όπως αυτά αναγράφονται στην σύμβαση, μεταξύ των οποίων αποτυχία διατήρησης των εξασφαλίσεων, αδυναμία εκπλήρωσης/αθέτηση των δεσμεύσεων, όρων και υποχρεώσεων της σύμβασης, επιβολή κατάσχεσης ή αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον της δανειολήπτριας ή οποιουδήποτε εξασφαλιστικού μέρους, θέση υπό εκκαθάριση ή λύση, παύση ή αδυναμία ή παραδοχή της αδυναµίας πληρωµών των ληξιπροθέσμων οφειλών τους ή σημαντικής επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης ή λειτουργίας ενός ή περισσοτέρων εκ των συµβαλλοµένων, η δανείστρια τράπεζα θα έχει το δικαίωμα με έγγραφη ειδοποίηση προς την δανειολήπτρια να κηρύξει το δάνειο και όλα τα πληρωτέα ποσά ληξιπρόθεσμα και απαιτητά και να αναζητήσει το σύνολο του ανεξόφλητου ποσού τούτου, κατά κεφάλαιο, τόκους, έξοδα και λοιπές επιβαρύνσεις, το οποίο καθίσταται από της καταγγελίας ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και επιβαρύνεται με το επιτόκιο υπερημερίας, που αναφέρεται στον όρο 7.4, ήτοι ετήσιο επιτόκιο 2,5% πλέον του ισχύοντος περιθωρίου και του Libor.
Εξάλλου, με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος (Επιτροπή Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων – ΕΠΑΘ, Συνεδρίαση 25/17.12.2011, θέμα 1ο, ΦΕΚ Β΄ 2856/17.12.2011) ανακλήθηκε η άδεια που είχε παρασχεθεί (απόφαση υπ’ αριθμ. 487/1/2.12.1991 της Επιτροπής Νομισματικών και Πιστωτικών Θεμάτων – ΕΝΠΘ) από την Τράπεζα της Ελλάδος για την ίδρυση και λειτουργία του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «……………» και τέθηκε αυτό σε ειδική εκκαθάριση σύμφωνα με το άρθρο 68 του ν. 3601/2007. Ως μέτρο εξυγίανσης του πιστωτικού ιδρύματος, ορίστηκε η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, κατ’ άρθρο 63Δ του ν.3601/2007, στην ενάγουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “………..”, με συνέπεια, αυτή, ως αποκτών πιστωτικό ίδρυμα, να επέχει θέση ειδικού διαδόχου της δανείστριας τράπεζας (ΦΕΚ Β΄ 2856/17.12.2011).
Με την από 18.1.2013 απόφαση της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος (Συνεδρίαση ΕΜΕ 7/18.01.2013 / Θέμα 3ο / ΦΕΚ Β 76/18.01.2013) ανακλήθηκε η άδεια του ενάγοντος πιστωτικού ιδρύματος και τέθηκε υπό ειδική εκκαθάριση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 68 Ν. 3601/2007, όπως αντικαταστάθηκε ο νόμος με ν.4261/2014 και επιτρέπεται πλέον να διενεργεί μόνο πράξεις που υπηρετούν το σκοπό της εκκαθάρισης. Εκκαθαριστής διορίσθηκε αρχικά η Μαργαρίτα Μάλλη, η οποία ακολούθως αντικαταστάθηκε, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 182/1/4.4.2016 απόφασης της ΕΠΑΘ της Τράπεζας της Ελλάδος (Συνεδρίαση ΕΠΑΘ 182/1/4.4.2016 ΦΕΚ Β΄ 925/5.4.2016) από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………» και τον διακριτικό τίτλο ««………..».
Περαιτέρω, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2124/β.95/18.1.2013 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών συστήθηκε μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία “……….” και έλαβε άδεια λειτουργίας δυνάμει της από 18.1.2013 απόφασης της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος, ορίσθηκαν δε, μεταξύ άλλων, στο “Παράρτημα 1” της υπουργικής αυτής αποφάσεως, τα εξής: “1. Στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία ” …………” (εφεξής: “………….”) μεταβιβάζονται όλες οι συμβατικές σχέσεις του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία “………..” (εφεξής: “………”) με τρίτους, στις οποίες υποκαθίσταται πλέον πλήρως η “……… …….”, καθώς και το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού της “…….” (δικαιώματα, αξιώσεις, υποχρεώσεις και βάρη κάθε είδους), εκτός από τις συμβατικές σχέσεις και τα περιουσιακά στοιχεία που περιγράφονται στη συνέχεια στον αριθμό 2 υπό στοιχεία α) έως και ιζ), που αναφέρονται εφεξής συνολικά ως “μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία”… 2. Δεν μεταβιβάζονται στην ” . ……” τα περιουσιακά στοιχεία (ενεργητικό, παθητικό και έννομες σχέσεις από συμβάσεις) που περιγράφονται αμέσως παρακάτω υπό τα στοιχεία α) έως και ιζ) (μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία). Τα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία διατηρούνται υπό τη δικαιοκτησία (ενεργητικό) της “………..” ή συνεχίζουν να βαρύνουν (παθητικό) την “………”. Εφόσον στα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία περιλαμβάνονται συμβατικές σχέσεις, σ’αυτές συμβαλλόμενη παραμένει η “………………” (ΑΠ 1581/2022, ΑΠ 507/2018). Μεταξύ των μη μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων, που παραμένουν στο ………. υπό ειδική εκκαθάριση, περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων και οι έννομες σχέσεις του …………. έναντι πελατών του από δανειακές ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις, που αφορούν οφειλές και εφόσον ο πιστούχος βρίσκεται σε υπερημερία άνω των 90 ημερών και το συνολικό ποσό της καθυστέρησης υπερβαίνει το 2% της συνολικής εναπομείνασας οφειλής.
Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι η εναγομένη δανειολήπτρια υπήρξε ασυνεπής στην εκπλήρωση των συµβατικών υποχρεώσεων της και παρέλειψε να καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες δόσεις της περιόδου από 16.3.2012 έως και τις 19.12.2013, με αποτέλεσμα η ληξιπρόθεσμη οφειλή, περιλαμβανομένων των συμβατικών τόκων και τόκων υπερημερίας, να ανέρχεται στις 23.1.2014 στο ποσό των 95.606,07 δολαρίων ΗΠΑ. Ενόψει τούτων, στις μη μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις του ενάγοντος …………… περιλαμβάνονται και οι επίδικες απαιτήσεις του σε βάρος των εναγομένων οφειλετών από την επίδικη δανειακή σύμβαση και τις συναφείς εγγυητικές συμβάσεις, στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις εκ των οποίων είχε υπεισέλθει, ως ειδικός διάδοχος της δανείστριας τράπεζας. Συνεπεία τούτου και της υπερημερίας της εναγομένης δανειολήπτριας, η ενάγουσα τραπεζική εταιρεία, ασκώντας το σχετικό δικαίωμα της εκ της δανειακής συμβάσεως, στις 24.1.2024 έκλεισε μονομερώς τον ………… τραπεζικό λογαριασμό, ο οποίος εµφάνιζε συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο, με καταλογισμό και των αναλογούντων τόκων, ύψους 1.103.608,18 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο μετέφερε σε λογαριασµό οριστικής καθυστέρησης και με την από 11.4.2014 εξώδικη καταγγελία – δήλωση και πρόσκληση, που κοινοποιήθηκε στους αντισυμβαλλομένους της, εναγομένους, την δανειολήπτρια εταιρεία και τους εγγυητές αντίστοιχα, συντασσομένων των υπ’αρθμ….΄, …΄, …΄, ….΄ και …..΄/14.4.2014 εκθέσεων επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….., προέβη στην καταγγελία της σύμβασης δανείου και τους γνωστοποίησε το χρεωστικό κατάλοιπο, καλώντας τους να καταβάλουν το σύνολο του ως άνω χρέους, που κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό.
Ακολούθως και μετά από συμφωνία των διαδίκων, η οποία επιτεύχθηκε κατόπιν εκατέρωθεν προτάσεων και αντιπροτάσεων, όπως αυτές αποτυπώνονται στην προσκομιζόμενη μεταξύ των διαδίκων αλληλογραφία, καταρτίσθηκε η από 7.10.2014 πρόσθετη πράξη αναγνώρισης και ρύθμισης τρόπου αποπληρωμής ληξιπρόθεσμης οφειλής από την από 10.3.2011 σύμβαση χορήγησης δανείου. Με τη σύμβαση αυτή, η πρώτη εναγομένη οφειλέτρια εταιρεία αναγνώρισε και αποδέχτηκε ανεπιφύλακτα, ότι το χρεωστικό σε βάρος της υπόλοιπο έναντι της ενάγουσας ανερχόταν κατά την ημερομηνία σύναψης της, στο ποσό των 1.124.464,11 δολάρια ΗΠΑ, πλέον τόκων κι εξόδων και ανέλαβε την υποχρέωση να προβεί στην αποπληρωμή του εντός προθεσμίας 5 ετών, σε 60 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, εκ των οποίων οι πρώτες 12 θα ανέρχονταν στο ποσό των 7.500 δολαρίων ΗΠΑ, οι επόμενες 12 στο ποσό των 10.500 δολαρίων ΗΠΑ, οι επόμενες 12 στο ποσό των 15.500 δολαρίων ΗΠΑ, οι επόμενες 12 στο ποσό των 20.500 δολαρίων ΗΠΑ, οι επόμενες 12 στο ποσό των 25.500 δολαρίων ΗΠΑ και με την τελευταία δόση εξόφληση του υπολοίπου του δανείσματος κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, της πρώτης καταβλητέας στις 7.11.2014 και της τελευταίας στις 7.11.2019. Την αποδοχή της ρύθμισης, την κανονική εξυπηρέτηση της οφειλής, την εμπρόθεσμη και ολοσχερή εξόφληση αυτής και την εκπλήρωση του συνόλου των υποχρεώσεων της πρώτης εναγομένης, που απέρρεαν από την πρόσθετη αυτή πράξη, δήλωσαν με τον όρο 7 ότι εγγυώνται οι λοιποί εναγόμενοι και επιβεβαίωσαν με τις, με την ίδια ημερομηνία, επιμέρους πράξεις Επιβεβαίωσης Εγγύησης, ευθυνόμενοι ως πρωτοφειλέτες και παραιτούμενοι από την ένσταση διηζήσεως και όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 853επ.ΑΚ. Κατά τους πρώτους μήνες μετά την υπογραφή της ως άνω πρόσθετης πράξης, η πρώτη εναγομένη εκπλήρωνε κανονικά τις αναληφθείσες υποχρεώσεις της καταβάλλοντας μάλιστα τις πρώτες 11 δόσεις, ποσού 7.500 δολαρίων ΗΠΑ εκάστη. Ωστόσο κατά τον Δεκέμβριο του έτους 2015, η πρώτη εναγομένη εκπλήρωσε πλημμελώς τη συμβατική της υποχρέωση, καταβάλλοντας μέρος της συμφωνηθείσας δόσης και εν συνεχεία από τον Ιανουάριο του 2016 και μέχρι τον Αύγουστο του 2016, δεν κατέβαλε τις οφειλόμενες οχτώ δόσεις του δανείου εκ ποσού 10.500 δολαρίων ΗΠΑ έκαστη, πλέον των αναλογούντων συμβατικών τόκων ποσού 2.825,77 δολαρίων ΗΠΑ και τόκων υπερημερίας περιόδου 7.8.2016 έως 25.8.2016 ποσού 2.741,51 δολαρίων ΗΠΑ, ήτοι η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή ανήλθε στο ποσό των 89.574,05 δολαρίων ΗΠΑ.
Προηγουμένως, η ενάγουσα με την από 16.11.2015 επιστολή της ενημέρωσε τους εναγομένους περί της ανακυψάσης καθυστέρησης στην καταβολή των δόσεων. Οι εναγόμενοι απάντησαν με την από 8.1.2016 εξώδικη δήλωση και πρόσκληση τους, με την οποία αφενός μεν εξέφραζαν προς την ενάγουσα την έκπληξη τους για την ανωτέρω όχληση της, δοθέντος, ότι μέχρι τούδε δεν είχε συμπληρωθεί το χρονικό διάστημα των 90 ημερών, που κατά το άρθρο 4.3 της ανωτέρω πρόσθετης πράξης θα έδινε στην ενάγουσα το δικαίωμα να θεωρήσει το σύνολο της απαίτησης ληξιπρόθεσμο κι απαιτητό, αφετέρου δε, επικαλούμενοι τη συνεχιζόμενη οικονομική κρίση και τα αρνητικά αποτελέσματα της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, πρότειναν στην ενάγουσα την κατάρτιση μίας νέας ρύθμισης, κατά την οποία θα αποπλήρωναν το ποσό των 200.000 δολαρίων ΗΠΑ σε ορίζοντα δεκαετίας, μέσω μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, ενώ το υπόλοιπο οφειλόμενο εκ του δανείου ποσό θα εξοφλείτο εφάπαξ μαζί με την καταβολή της τελευταίας από τις ως άνω αναφερόμενες τοκοχρεωλυτικές δόσεις (μετά την πάροδο της δεκαετίας) χωρίς να αποφέρει τόκο. Στην εξώδικη αυτή δήλωση η ενάγουσα απάντησε με την υπ’ αριθμ.πρωτ………./13.1.2016 επιστολή της, με την οποία επισήμανε στους εναγομένους ότι το οφειλόμενο υπόλοιπο ανερχόταν κατά την 17η.1.2016 στο ποσό των 21.137,62 δολαρίων ΗΠΑ και ότι προκειμένου να συζητηθούν τυχόν προϋποθέσεις για την εκ νέου ρύθμιση της οφειλής, θα έπρεπε αφενός να εξοφληθεί η υφιστάμενη ληξιπρόθεσμη οφειλή και αφετέρου να της προσκομισθούν πρόσφατα αναλυτικά οικονομικά στοιχεία της πρωτοφειλέτριας και των εγγυητών, από τα οποία να προκύπτει η αδυναμία τήρησης των υφιστάμενων δόσεων. Οι εναγόμενοι απάντησαν με την από 4.3.2016 επιστολή τους, στην οποία ουσιαστικά επανέλαβαν την πρόταση που είχαν διατυπώσει στην από 8.1.2016 εξώδικη δήλωση τους. Η ενάγουσα ενέμεινε στη θέση της περί εξόφλησης των ήδη ληξιπρόθεσμων οφειλών, προκειμένου να συζητηθεί μια νέα ρύθμιση και επεσήμανε ότι ήδη οφείλονταν τέσσερις τοκοχρεωλυτικές δόσεις. Η τράπεζα επανήλθε με την από 8.3.2016 επιστολή της, με την οποία ομοίως επανέλαβε τις κατά τα ανωτέρω διατυπωθείσες θέσεις της. Οι εναγόμενοι απέστειλαν κάποια εκ των αιτηθέντων οικονομικών τους στοιχείων και την 9η.3.2016 δήλωσαν με σχετική επιστολή τους στην ενάγουσα, ότι δεδομένων των υφιστάμενων οικονομικών συνθηκών ήταν αδύνατη η εξόφληση του συνόλου της μέχρι τότε ληξιπρόθεσμης οφειλής τους, ωστόσο κατέβαλαν προσπάθειες προκειμένου να πληρώσουν μία δόση ποσού 10.500 δολαρίων ΗΠΑ εντός του επόμενου μήνα και πριν την υπογραφή της επικαιροποιημένης πράξης ρύθμισης. Η ενάγουσα απέστειλε την από 28.3.2016 επιστολή της, δυνάμει της οποίας γνωστοποιούσε στους εναγομένους ότι δεν δύναται να αποδεχτεί την πρόταση τους και ότι αν δεν προβούν άμεσα στην ανόρθωση και άρση κάθε γεγονότος υπερημερίας ή στην υποβολή νέου αιτήματος για ρύθμιση της συνολικής τους οφειλής, ανερχομένης στο ποσό των 1.106.654,39 δολαρίων ΗΠΑ πλέον τόκων και εξόδων, το οποίο (αίτημα) να δύναται να αξιολογηθεί, σύμφωνα με τις οικείες νομοθετικές διατάξεις και τον Κανονισμό της Εκκαθάρισης, παράλληλα με την εξόφληση μίας εκ των ληξιπρόθεσμων δόσεων, θα προβεί στην καταγγελία και στην ανατροπή της πρόσθετης πράξης ρύθμισης, σύμφωνα με τους όρους της, καθώς και σε κάθε απαιτούμενη ενέργεια για την αναγκαστική είσπραξη της συνολικής απαιτήσεως της, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη σύμβαση δανείου, το σύνολο των εξασφαλιστικών συμβάσεων και τον νόμο. Κατόπιν τούτων, οι εναγόμενοι επανήλθαν με την από 12.4.2016 νέα πρόταση τους για την αναδιάρθρωση του δανείου, σύμφωνα με την οποία ο χρόνος αποπληρωμής επιμηκυνόταν σε ορίζοντα δεκαετίας, με επιτόκιο Libor από 0,50 έως 3%, σύμφωνα με τον επισυναπτόμενο ενδεικτικό πίνακα, κατά τον οποίο στο προτεινόμενο διάστημα θα αποπληρωνόταν το ποσό των 500.000 δολαρίων ΗΠΑ, μέσω μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, ενώ το υπόλοιπο εκ ποσού 573.000 δολαρίων ΗΠΑ θα αποπληρωνόταν με την τελευταία μηνιαία δόση στη λήξη της δεκαετίας. Εν συνεχεία, οι εναγόμενοι απέστειλαν την από 19.5.2016 επιστολή τους, με την οποία δήλωναν στην ενάγουσα ότι κατέβαλαν το ποσό των 10.500 ευρώ και ανέμεναν την αποδοχή της ανωτέρω πρότασης τους, αιτούμενοι μάλιστα, όπως η συνολική μηνιαία δόση τουλάχιστον για χρονικό διάστημα 3 ετών, να είναι συμβατή με τις οικονομικές τους δυνατότητες, όπως αποτυπώνονταν στις κοινοποιηθείσες φορολογικές τους δηλώσεις, το δε περιθώριο τόκου να ισούται με ποσοστό 3%. Μετά ταύτα και εφόσον τα διάδικα μέρη δεν κατάφεραν να εξεύρουν μία κοινώς αποδεκτή λύση για τη ρύθμιση των οφειλομένων από τη σύμβαση δανείου, η ενάγουσα προέβη στην καταγγελία της δανειακής σύμβασης, όπως διαμορφώθηκε με την από 7.10.2014 πρόσθετη πράξη αναγνώρισης και ρύθμισης αποπληρωμής ληξιπρόθεσμης οφειλής από την από 10.3.2011 σύμβαση χορήγησης δανείου, σύμφωνα με τον όρο 4.3 αυτής, δυνάμει της από 26.8.2016 εξώδικης καταγγελίας – πρόσκλησης και δήλωσης, που επιδόθηκε στους εναγομένους στις 30.8.2016, συντασσομένων των υπ’ αριθμ. …΄, …΄, …΄, …΄ και ….΄/30.8.2016 εκθέσεων επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …., καθισταμένου ληξιπρόθεσμου και απαιτητού όλου του οφειλομένου υπολοίπου ανερχομένου στο ποσό των 1.120.675,34 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο κάλεσε αυτούς να καταβάλουν, το δε χρεωστικό κατάλοιπο εκ του επίδικου δανείου στις 21.11.2016, κατόπιν χρεώσεων εξόδων, ανέρχονταν στο ποσό των 1.120.917,17 δολαρίων ΗΠΑ, όπως αποδεικνύεται από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από την ενάγουσα τραπεζική εταιρεία, επικυρωμένα αντίγραφα των πρωτοτύπων αποσπασμάτων των κινήσεων των σχετικών λογαριασμών εξαχθέντων εκ των ηλεκτρονικά τηρούμενων λογιστικών βιβλίων της, στα οποία φωτοτυπημένα αποσπάσματα απεικονίζεται η βεβαίωση για τη γνησιότητα της εκτυπώσεως του πρωτοτύπου από το ηλεκτρονικό αρχείο του ενάγοντος …………., υπογεγραμμένη από τους αρμόδιους υπαλλήλους του και υπάρχει επ’αυτών πρωτότυπη επικύρωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του ότι αποτελούν ακριβή φωτοαντίγραφα εκ των εις χείρας του ακριβών αποσπασμάτων. Συνεπώς, τα ως άνω φωτοτυπημένα αντίγραφα αποσπασμάτων, επικυρωμένα από δικηγόρο, αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά στοιχεία, έχουν αποδεικτική δύναμη ίση με τα πρωτότυπα αποσπάσματα των μηχανογραφικώς τηρουμένων εμπορικών βιβλίων της πιστοδότριας ενάγουσας, υπό εκκαθάριση τραπεζικής εταιρείας και αποδεικνύουν την απαίτηση της σε βάρος των εναγομένων, ήδη εκκαλούντων, που στηρίζεται στο κατάλοιπο, που προέκυψε από το οριστικό κλείσιμο των τηρηθέντων, προς εξυπηρέτηση του δανείου, λογαριασμών, το οποίο οι εναγόμενοι δεν αμφισβητούν ειδικά, ούτε κατ’ ιδίαν κονδύλια των λογαριασμών.
Τα αποδειχθέντα, ως άνω, πραγματικά περιστατικά και ιδίως το γεγονός ότι υπήρξαν διαπραγματεύσεις με την ενάγουσα τραπεζική εταιρεία, ένεκα της, κατά τα άνω, υπερημερίας των εναγομένων στην αποπληρωμή των δόσεων, όπως διαμορφώθηκαν με την από 7.10.2024 πρόσθετη πράξη, προς νέα ρύθμιση της οφειλής και υποβλήθηκαν εκ μέρους των εναγομένων οι από 4.3.2016, 12.4.2016 και 19.5.2016 σχετικές προτάσεις, που όμως δεν έγιναν αποδεκτές από την ενάγουσα, δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν σ’αυτούς την εύλογη πεποίθηση ότι η ενάγουσα δεν επρόκειτο να ασκήσει το δικαίωμα της καταγγελίας της δανειακής σύμβασης και ούτως να απαιτήσει ακόμα και το μη ληξιπρόθεσμο, μέχρι τότε, ποσό του υπολοίπου του δανείου, εκ μόνου του λόγου ότι ενεπλάκη σε σχετικές διαπραγματεύσεις, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, εφόσον, αφενός η προηγηθείσα συμπεριφορά της καταδείκνυε το αντίθετο και συγκεκριμένα εξαρχής η ενάγουσα κατέστησε σαφές ότι προκειμένου να συζητηθούν τυχόν προϋποθέσεις για την εκ νέου ρύθμιση της οφειλής, θα έπρεπε αφενός να εξοφληθεί η υφιστάμενη ληξιπρόθεσμη οφειλή και πάλι με μεταγενέστερη επιστολή της, γνωστοποίησε την πρόθεση της να προβεί σε καταγγελία και ανατροπή της πρόσθετης πράξης ρύθμισης, καθώς και σε κάθε απαιτούμενη ενέργεια για την αναγκαστική είσπραξη της συνολικής απαιτήσεως της και ότι δεν δύναται να αποδεχτεί την πρόταση των εναγομένων, αν δεν προβούν άμεσα στην ανόρθωση και άρση κάθε γεγονότος υπερημερίας ή στην υποβολή νέου αιτήματος για ρύθμιση της συνολικής τους οφειλής, παράλληλα με την εξόφληση μίας εκ των ληξιπρόθεσμων δόσεων, σε συνδυασμό αφετέρου, με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο στάδιο των διαπραγματεύσεων και ιδίως το γεγονός ότι οι εναγόμενοι δεν υπέβαλαν κάποια πρόταση για το σύνολο του ανεξόφλητου ποσού του δανείου, αλλά ουσιαστικά μόνο για το ήμισυ περίπου τούτου, εκ 500.000 δολαρίων ΗΠΑ, με αποπληρωμή μέσω τοκοχρεωτικών δόσεων διάρκειας δεκαετίας, αφού η εξόφληση ολόκληρου του υπολοίπου των 573.000 δολαρίων ΗΠΑ συλλήβδην με την τελευταία δόση παρίστατο ανέφικτη, δεν καθιστούν την άσκηση του κρινόμενου δικαιώματος της δικαιούχου ενάγουσας τράπεζας από την σύμβαση δανείου αδικαιολόγητη και καταχρηστική, ούτε το γεγονός ότι εξ αυτής επέρχεται βλάβη στους οφειλέτες εναγομένους, δεν αρκεί από μόνη της για να χαρακτηρίσει, ως καταχρηστική, την άσκηση του, εφόσον η ενάγουσα ενεργεί για την ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος της συνυφασμένου με τον τρόπο διαχείρισης της περιουσίας της και δεν συντρέχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος της, με αποτέλεσμα να μην θεμελιώνεται καταχρηστική άσκηση της ένδικης αξίωσης.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και ακολούθως έκανε δεκτή την αγωγή, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και καλώς εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των πρώτου και δεύτερου λόγων της έφεσης, με τους οποίους πλήττεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κακή εκτίμηση των αποδείξεων, μη λήψη υπόψη πραγμάτων, που προτάθηκαν, έλλειψη νόμιμης βάσης και πλημμελείς αιτιολογίες, ως ουσιαστικά αβασίμων, ερειδομένων επί εσφαλμένων προϋποθέσεων, καθόσον στο αιτιολογικό της εκκαλουμένης αποφάσεως, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, αναφέρονται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο στήριξε την κρίση του, επί των ζητημάτων με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και εκτίθεται σαφώς το αποδεικτικό πόρισμα, που εξήγαγε, ενώ δεν αποτελούν «πράγματα», τα επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από την εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς και οι ισχυρισμοί, που συνιστούν επιχειρήματα για την υποστήριξη των απόψεων των εναγομένων – εκκαλούντων, ούτε επίσης τα προς απόδειξη των ισχυρισμών αποδεικτικά μέσα, όπως αβασίμως, μεταξύ άλλων, διαλαμβάνεται στους κρινόμενους λόγους και, ως εκ τούτων, κρίνεται απορριπτέοι, ως ουσιαστικά αβάσιμοι.
V. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες για την άσκηση της παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.ε΄ ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας στους εκκαλούντες, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση κατά της υπ’αριθμ. 3572/2019 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Δέχεται την έφεση τυπικά.
Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες παραβόλου κατά την άσκηση της.
Επιβάλλει στους εκκαλούντες τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 18 Δεκεμβρίου 2023.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και μετάθεσης της Εφέτη, Μαρίας Δανιήλ, αποτελούμενη από τους Δικαστές, Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Θεόκλητο Καρακατσάνη και Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτες και με Γραμματέα, την Κ.Σ, λόγω συνταξιοδοτήσεως και αναχωρήσεως της Γραμματέως Τ.Λ., χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 19 Μαρτίου 2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ