Αριθμός 141/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………», η οποία εδρεύει στον ………. Αττικής (……….) (ΑΦΜ ………..) και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Μιχαήλ Κυριαζή.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………….., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Παναγιώτη Παπανικολάου.
Ο εφεσίβλητος-εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 28.5.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2020) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2501/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν αφενος μεν η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη με την από 21.12.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ …../2021- ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……./2021) έφεσή της, αφετέρου δε ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος-εκκαλών με την από 3.1.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ……../2022-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………./2022) έφεσή του. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε αρχικά η 6η.10.2022, μετά δε από αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου α) η από 21-12-2021 [Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …/2021] έφεση της εναγομένης και β) η από 3-1-2022 [Γ.Α.Κ. …../2022 και Ε.Α.Κ. …/2022 έφεση του ενάγοντος κατά της υπ΄ αριθμό 2501/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών–εργατικών διαφορών [άρθρ. 614 αριθ. 3, 621 ΚΠολΔ]. Πρέπει, επομένως, να ενωθούν και συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ). Έχουν δε ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρ. 495 παρ. 1 και 2, 496, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2, 520 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) και, συνακόλουθα, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, με την ίδια ως άνω, ειδική, διαδικασία (άρθρ. 533 παρ. 1 ίδιου Κώδικα), δεδομένου ότι για τις διαφορές των περιουσιακών–εργατικών διαφορών [άρθρ. 614 αριθ. 3, 621 ΚΠολΔ], όπως είναι και η προκείμενη, δεν ισχύει, κατ’ άρθρ. 495 παρ. 3 εδάφ. τελευταίο ΚΠολΔ, η υποχρέωση καταβολής του παραβόλου που προβλέπεται από το ίδιο ως άνω άρθρο.
Ο ενάγων, με την από 28-5-2020 [Γ.Α.Κ. …/2020, Ε.Α.Κ. …./2020] αγωγή του, ενώπιον του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ισχυρίστηκε ότι: στις 21-4-2014 προσλήφθηκε από την εναγομένη, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα εισαγωγής και εμπορίας ζώντων ζώων και κρεάτων, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, προκειμένου να απασχοληθεί, με πενθήμερη εργασία, ως εργάτης κοπής κρέατος, με μηνιαίο μισθό 1.250 ευρώ. Μολονότι υπήρξε συνεπής ως προς τις υποχρεώσεις του από τη σύμβαση εργασίας, παρέχοντας την εργασία του στην εναγομένη αδιαλείπτως και καθ’ υπέρβαση του νόμιμου ωραρίου του, ακόμη και τα Σάββατα και τις Κυριακές, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτή [αγωγή], η τελευταία τον απέλυσε στις 15-20-2020 χωρίς να του καταβάλλει τη νόμιμη αποζημίωση, καταγγέλλοντας αυτόν, αβάσιμα, παρουσία και άλλων εργαζομένων ότι τέλεσε σε βάρος της κλοπή κρέατος. Δεν του έχει καταβάλλει επίσης ποσό α) 732 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές του χρονικού διαστήματος από 1-2-2020 έως 15-2-2020, β) 7.053 ευρώ, συνολικά, για παροχή νυκτερινής εργασίας κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, γ) 13.525 ευρώ για παροχή υπερεργασίας κατά τα, ομοίως, αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, δ) 44.607 ευρώ για παροχή υπερωριακής εργασίας, κατά τα, ομοίως, αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, ε) 29.367 ευρώ για παροχή εργασίας και νυχτερινής εργασίας κατά τα αναφερόμενα Σάββατα, στ) 61.008 ευρώ, για παροχή εργασίας και νυχτερινής εργασίας κατά τις αναφερόμενες Κυριακές, ζ) 34.592 ευρώ, για διαφορές αποδοχών και επιδομάτων αδείας των ετών 2015 – 2020, η) 7.779 ευρώ, για διαφορές των επιδομάτων εορτών του ίδιου ως άνω χρονικού διαστήματος, θ) 3.224 για μη καταβληθείσα αποζημίωση απόλυσης και ι) 20.000 ευρώ, για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη από τους προσβλητικούς και δυσφημιστικούς σε βάρος του ισχυρισμούς αυτής [εναγομένης], προκειμένου να δικαιολογήσει τη σε βάρος του άκυρη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του. Με βάση αυτό το ιστορικό και μετά τον περιορισμό του αιτήματος της αγωγής, ζητούσε, κυρίως με βάση τη σύμβαση εργασίας, επικουρικά δε και για την περίπτωση που ήθελε κριθεί αυτή άκυρη με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει [600 και 1.400 και 3.000 και 4.000 και 6.000 και 500 και 2.000 και 1.500] 19.000 ευρώ σύμφωνα με τον ως άνω περιορισμό των κονδυλίων α, β, γ, δ, ζ, η, θ και ι και β) να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη έχει την υποχρέωση να του καταβάλλει τα υπόλοιπα ποσά κάθε επί μέρους κονδυλίου, με το νόμιμο τόκο με τις διακρίσεις που αναφέρονται για κάθε κονδύλιο και να καταδικαστεί στην πληρωμή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση, δέχθηκε, κατά ένα μέρος, την αγωγή, αναγνώρισε ότι η εναγομένη έχει την υποχρέωση να καταβάλει στον ενάγοντα, συνολικά, το ποσό των 14.900 ευρώ, την υποχρέωσε να καταβάλει στον ενάγοντα, συνολικά, το ποσό των 77.969,96 ευρώ, με το νόμιμο τόκο κατά τις αναφερόμενες διακρίσεις για κάθε κονδύλιο και καταδίκασε την εναγομένη σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι διάδικοι – εκκαλούντες, με τις ένδικες εφέσεις τους, για τους αναφερόμενους σε αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί, προκειμένου κατά μεν την εκκαλούσα – εναγομένη να απορριφθεί εξ ολοκλήρου η αγωγή, κατά δε τον εκκαλούντα – ενάγοντα να γίνει στο σύνολό της δεκτή η αγωγή του.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 223 και 295 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο ενάγων μπορεί να περιορίσει το αίτημα της αγωγής και ότι ο περιορισμός αυτός συνιστά μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, κατά το αίτημα που περιορίστηκε, το οποίο θεωρείται από την αρχή ότι δεν ασκήθηκε. Με την παραίτηση, όμως, δεν πρέπει να προκαλείται αοριστία, ως προς το υπόλοιπο τμήμα της αγωγής, που εμποδίζει τη συγκεκριμενοποίηση της διαφοράς, η οποία έχει αχθεί σε δικαστική κρίση. `Οταν το αγωγικό αίτημα συντίθεται από περισσότερα κονδύλια, ο περιορισμός του επιχειρείται παραδεκτά μόνον εφόσον διευκρινίζεται σε ποια κονδύλια αφορά ή όταν περιορίζεται αναλόγως κατά ποσοστόν του εν λόγω αιτήματος και επέρχεται έτσι αντίστοιχη μείωση όλων των κονδυλίων (Ολ. ΑΠ 3/2008, Ολ. ΑΠ 30/2007, ΑΠ 392/2021 δημ/ση ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, τα στοιχεία, που απαιτούνται κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ για να είναι ορισμένη η αγωγή, η οποία έχει ως αίτημα την καταβολή δεδουλευμένων μισθών ή άλλων παροχών ή διαφορών αυτών, που οφείλονται από την έγκυρη σύμβαση εργασίας σύμφωνα με το άρθρο 648 Α.Κ. και τις ισχύουσες εκάστοτε κανονιστικές διατάξεις των συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή διαιτητικών αποφάσεων, είναι ο χρόνος της καταρτίσεως της συμβάσεως, ο συμφωνηθείς ή νόμιμος μισθός, το είδος της παρασχεθείσης εργασίας, οι όροι της παροχής και ο χρόνος, για τον οποίο οφείλονται, και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες, για τις παραπάνω αιτίες, οφειλές, του εργοδότη, επαρκώς προσδιορισμένα (ΑΠ 524/2018, ΑΠ 2016/2007, ΕφΘεσ 2542/2019 δημ/ση ΝΟΜΟΣ]. Στην προκείμενη περίπτωση, ενόψει των προαναφερθέντων, η υπό κρίση αγωγή, με το ανωτέρω περιεχόµενο και αιτήματα είναι επαρκώς ορισμένη, καθόσον διαλαμβάνει όλα τα, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, αναγκαία για την πληρότητα του δικογράφου της στοιχεία, ήτοι τα γεγονότα που απαιτούνται για τη θεμελίωση των επιδιωκόμενων ως άνω αξιώσεων και ειδικότερα τον χρόνο της κατάρτισης της σύμβασης και τους όρους παροχής της εργασίας του ενάγοντος, το μισθό που συμφωνήθηκε και τις αυξήσεις αυτού, τους οφειλόμενους δεδουλευμένους μισθούς, τις ώρες που παρείχε νυκτερινή εργασία , υπερεργασία και υπερωριακή εργασία και την αμοιβή που δικαιούται, τα επιδόματα εορτών , αδείας και επίδομα αδείας που δικαιούται και το ύψος της οφειλόμενης σε αυτόν αποζημίωσης απόλυσης, χωρίς να απαιτείται να παραθέτει τον τρόπο και την αριθμητική διαδικασία με την οποία προκύπτουν αυτά, όπως αβασίμως υποστηρίζει η εκκαλούσα–εναγομένη με τον πρώτο λόγο της έφεσής της κατά το πρώτο σκέλος του. Επιπρόσθετα, με τον ίδιο λόγο της έφεσης κατά το δεύτερο σκέλος του παραπονείται η εκκαλούσα ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση δεν απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, αφού μετά την παραδεκτή μετατροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, κατά ένα μέρος, δεν μπορεί να διαγνωστεί πλέον ποιές είναι οι αναγνωριστικές και ποιές οι καταψηφιστικές αξιώσεις που ζητούνται και καθίσταται αδύνατη η άμυνά του. Στην προκείμενη περίπτωση, πράγματι ο ενάγων με δήλωσή του στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με τις έγγραφες προτάσεις του ενώπιον εκείνου του Δικαστηρίου, δήλωσε ότι περιορίζει το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής του ως ακολούθως: <<600 ΕΥΡΩ από το 1ο κεφάλαιο πληρωµής δεδουλευµένου µισθού µου του διαστήµατος εργασίας µου από 01-02-2020 έως 15-02-2020 και το πέραν αυτού ζητώ να αναγνωρισθεί ότι µου το οφείλει µε τον νόµιµο τόκο από το τέλος του µήνα αυτού. 1.400 ΕΥΡΩ από το 2ο κεφάλαιο πληρωµής της προσαύξησης 25% νυκτερινής µου εργασίας σε καθηµερινές και που αναλογικά το επιµερίζω στο οφειλόµενο – αιτούµενο ποσό για κάθε διάστηµα εργασίας µου και το πέραν αυτού ζητώ να αναγνωρισθεί ότι µου το οφείλει µε τον νόµιµο τόκο από το τέλος κάθε µήνα, που το οφειλόµενο ποσό ήταν απαιτητό. 3.000 ΕΥΡΩ από το 3ο κεφάλαιο πληρωµής της υπερεργασίας µου και που αναλογικά το επιµερίζω στο οφειλόµενο – αιτούµενο ποσό για κάθε διάστηµα εργασίας µου και το πέραν αυτού ζητώ να αναγνωρισθεί ότι µου το οφείλει µε τον νόµιµο τόκο από το τέλος κάθε µήνα, που το οφειλόµενο ποσό ήταν απαιτητό. 5.000 ΕΥΡΩ από το 4ο κεφάλαιο πληρωµής της υπερωριακής εργασίας µου σε καθηµερινές και που αναλογικά το επιµερίζω στο οφειλόµενο – αιτούµενο ποσό για κάθε διάστηµα εργασίας µου και το πέραν αυτού ζητώ να αναγνωρισθεί ότι µου το οφείλει µε τον νόµιµο τόκο από το τέλος κάθε µήνα, που το οφειλόµενο ποσό ήταν απαιτητό. 6.000 ΕΥΡΩ από το 7ο κεφάλαιο των αποδοχών – επιδομάτων αδείας – ποινή λόγω υπαιτίας μη χορηγήσεως της άδειας αναψυχής μου και που αναλογικά το επιμερίζω στις αποδοχές αδείας –ποινή – επιδόματα αδείας κάθε έτους και το πέραν αυτού ζητώ να αναγνωρισθεί ότι μου το οφείλει με τον νόμιμο τόκο από 31-12-2015, 31-12-2016, 31-12-2017, 31-12-2018, 31-12-2019 και 16-2-2020 για διαφορές αποδοχών-επιδομάτων αδείας- ποινή λόγω υπαιτίας μη χορηγήσεως άδειας αναψυχής ετών 2015, 2016, 2017, 20)8, 2019 και 2020 αντίστοιχα, που τα οφειλόμενα ποσά ήσαν απαιτητά. 500 ΕΥΡΩ από το κεφάλαιο 8ο διαφοράς επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων Ν. Ετους Πάσχα, που αναλογικά το επιμερίζω στο κάθε επίδομα και το πέραν αυτού, να αναγνωρισθεί ότι μου το οφείλει με τον νόμιμο τόκο τη μεν διαφορά επιδόματος Πάσχα από 01-05, τη δε διαφορά επιδόματος Χριστουγέννων από 31-12 κάθε έτους πού ήσαν απαιτητά αυτά τα επιδόματα. 2.000 ΕΥΡΩ από το 9ο κεφάλαιο πληρωμής της αποζημίωσης απόλυσής μου και το πέραν αυτού ζητώ να αναγνωρισθεί ότι μου το οφείλει με τον νόμιμο τόκο από 16-2-2020, επομένη της απόλυσής μου. 1.500 ΕΥΡΏ από το 10ο κεφάλαιο χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστην και το πέραν αυτού ζητώ να αναγνωρισθεί ότι μου το οφείλει με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μου. Το ποσό των 29.367 ΕΥΡΩ του 5ου κεφαλαίου της πληρωμής της εργασίας μου εντός 8ώρου, της υπερωριακής μου εργασίας και της προσαύξησης της νυκτερινής εργασίας σε Σάββατα το τρέπω ολόκληρο σε έντοκο αναγνωριστικό και ζητώ ολόκληρο να αναγνωρισθεί ότι μου το οφείλει και μάλιστα με τον νόμιμο τόκο από το τέλος κάθε μήνα, που παρασχέθηκε η εργασία ,αυτή, όπως διαλαμβάνω στην αγωγή μου. Το ποσό των 61.008 ΕΥΡΩ του 6ου κεφαλαίου της πληρωμής της προσαύξησης 75% της εργασίας μου των Κυριακών, της αποζημίωσης για στέρηση εβδομαδιαίας ανάπαυσης, της υπερωριακής μoυ εργασίας και της προσαύξησης της νυκτερινής μου εργασίας σε Κυριακές το τρέπω ολόκληρο σε έντοκο αναγνωριστικό και ζητώ ολόκληρο να αναγνωρισθεί ότι μου το οφείλει και μάλιστα με τον νόμιμο τόκο από το τέλος κάθε μήνα, που παρασχέθηκε η εργασία αυτή, όπως διαλαμβάνω στην αγωγή μου>>. Ο με αυτόν τον τρόπο περιορισμός κατά ένα μέρος των ως άνω κονδυλίων της αγωγής είναι παραδεκτός, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη, δεν αποστερεί από την εναγομένη το δικαίωμα άρνησης των επί μέρους κονδυλίων της αγωγής και δεν την καθιστά αόριστη, καθόσον διευκρινίζεται σε ποια κονδύλια αφορά ο περιορισμός και κατά ποια ποσό. Επομένως, ο πρώτος λόγος της έφεσης της εναγομένης είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Ι. Από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ.1 και 2 του Ν. 435/1976, συνάγεται ότι η απασχόληση του μισθωτού κατά το μέρος που υπερβαίνει το ανώτατο όριο διάρκειας της εργασίας κατά τη μονάδα του χρόνου, που έχει ορισθεί με διάταξη νόμου ή με κανονιστική διοικητική πράξη κατά νόμιμη εξουσιοδότηση, συνιστά, εφόσον δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 3 του ν.δ. 51 5/1970 ή άλλη νόμιμη εξαίρεση, παράνομη υπερωρία, για την οποία ο μισθωτός έχει τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ.2 του ως άνωΝ. 435/1976 [ΑΠ 65/2020 ΠειρΝομ 2020.331, ΑΠ 732/2018, ΕφΑΘ (Μον) 441/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Με την ΕΓΣΣΕ της 26-2-1975, η οποία κυρώθηκε με τον Ν. 133/1975, εισήχθη η εβδομάδα των πέντε (5) εργασίμων ημερών ή το λεγόμενο διαφορετικά πενθήμερο εργασίας (ΑΠ 288/2018, ΑΠ 864/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), και με το άρθρο 6 της από 14- 2-1984 ΕΓΣΣΕ, που κηρύχθηκε εκτελεστή με την ΥΑ 11770/20-2-1984 (ΦΕΚ Β` 81), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίσθηκε από 1-1-1984 σε 40 ώρες, για την απασχόληση δε πέραν από το συμβατικό (συλλογικό) αυτό εβδομαδιαίο ωράριο έως τη συμπλήρωση του νομίμου ανωτάτου ωραρίου εβδομαδιαίας εργασίας, δηλαδή της υπερεργασίας, καταβάλλεται αμοιβή σύμφωνα με το άρθρο 9 της 1/1982 απόφασης του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κυρώθηκε με το άρθρο 29 του ν. 1346/1983 [ΑΠ 732/2018, ΕφΑΘ (Μον) 441/2020 ό.π]. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι: α) ως προς τη συνδρομή υπερεργασίας υπό την ανωτέρω έννοια, κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια, αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού και μάλιστα εκείνη που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και όχι κατά τις Κυριακές ή άλλες ημέρες ανάπαυσης, για τις οποίες υφίσταται αυτοτελής νομοθετική πρόνοια και, συνεπώς, ο απασχολούμενος υπό καθεστώς πέντε εργασίμων ημερών εβδομαδιαίως πραγματοποιεί υπερεργασία, για την οποία δικαιούται την οικεία αμοιβή (ωρομίσθιο επαυξανόμενο κατά 25%), αν η απασχόλησή του υπερβαίνει κατά τις ημέρες αυτές το συμβατικό όριο των 40 ωρών, β) ως προς τη συνδρομή υπερωριακής εργασίας, στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του Ν. 435/1976, λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία, αλλά η ημερήσια εργασία, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία όταν ο μισθωτός της προκειμένης κατηγορίας απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως (ή πέραν των εννέα ωρών υπό τους όρους του άρθρου 6 της από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζομένου από τον νόμο ανώτατου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της επιπλέον ημερήσιας εργασίας με τις λιγότερες ώρες εργασίας άλλης ημέρας. Η υπερωριακή εργασία που παρέχεται χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων του ν.δ. 515/1970, αμείβετο με αποζημίωση βάσει των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού και με προσαύξηση 100% του καταβαλλομένου ωρομισθίου. Περαιτέρω, αφού μεσολάβησαν οι Ν. 2874/2000 και Ν.3385/2005 (έναρξη ισχύος από 1-10-2005), που κατήργησε και επανέφερε, αντίστοιχα, τον θεσμό της υπερεργασίας, με το άρθρο 74 παρ. 10 του Ν. 3863/2010 (με έναρξη ισχύος από 15-7-2010), ορίστηκε ότι σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως υπερεργασία [ΕφΑΘ (Μον) 3734/2021, ΕφΑθ (Μον) 911/2021, ΕφΘεσ (Μον) 545/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ] και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης, ενώ ως υπερωριακή θεωρείται η απασχόληση πέραν των 45 ωρών, σε επιχειρήσεις που απασχολούν το προσωπικό τους σε πενθήμερη βάση και πέραν των 48 ωρών, σε επιχειρήσεις που απασχολούν το προσωπικό τους σε εξαήμερη βάση. Ο νόμιμος χρόνος ημερήσιας απασχόλησης και μετά τη νέα ρύθμιση, παραμένει η κύρια βάση του υπολογισμού των υπερωριών, αφού στην ίδια διάταξη ορίζεται ότι οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο (δώρο για εξαήμερη και 9ωρο για πενθήμερη απασχόληση) διατηρούνται σε ισχύ. Συνεπώς, η απασχόληση πέραν των 9 ή 8 ωρών ημερησίως (υπό το σύστημα του πενθημέρου ή εξαημέρου, αντίστοιχα) είναι πάντα υπερωρία, είτε νόμιμη είτε παράνομη, διότι υπερβαίνει το ανώτατο όριο διάρκειας του νομίμου ημερήσιου ωραρίου [ΑΠ 65/2020, ΑΠ 732/2018, ΕφΑΘ (Μον) 441/2021 ό.π], Η δε αμοιβή για κάθε ώρα υπερεργασίας και παράνομης υπερωρίας είναι πλέον ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 20 % και 80%, αντίστοιχα, από 15-7-2010 (άρθρο 74 παρ. 10 Ν. 3863/2010) [ΑΠ 732/2018, ΕφΑΘ (Μον) 441/2020 ό.π], τόσο δε η αξίωση για επιπλέον αμοιβή λόγω υπερεργασίας όσο και η αποζημίωση, λόγω παροχής κατ` εξαίρεση υπερωριακής εργασίας στηρίζεται πλέον, στις άνω διατάξεις των προαναφερθέντων νόμων και όχι στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό [ΑΠ 790/2017, ΑΠ 950/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ (Μον) 3734/2021 ό.π.]. Ως εκ τούτου, για την αναζήτηση του νομίμως προσαυξημένου ωρομίσθιου, που υπολογίζεται επί των καταβαλλόμενων αποδοχών, δεν απαιτείται επίκληση των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ακόμη και όταν πρόκειται για παροχή εργασίας με άκυρη σύμβαση.
ΙΙ. Νυκτερινή είναι η εργασία που προσφέρεται στο διάστημα από τις 10 το βράδυ, μέχρι τις 6 το πρωί. Στις νυκτερινές ώρες μπορεί να πραγματοποιηθεί ολόκληρο το ωράριο ή ένα μέρος του, οπότε υπάρχει και η ανάλογη αμοιβή. Οι εργαζόμενοι που πραγματοποιούν νυχτερινή εργασία, δικαιούνται να λάβουν το θεσπισμένο ελάχιστο όριο του ημερομισθίου προσαυξημένο κατά 25% που υπολογίζεται στο υποχρεωτικώς θεσπισμένο ελάχιστο όριο ημερομισθίου. Δηλαδή η προσαύξηση 25% για την παροχή νυκτερινής εργασίας υπολογίζεται επί του νόμιμου ημερομισθίου ή του 1/25 του νόμιμου μηνιαίου μισθού, ανάλογα με τον τρόπο πληρωμής, που προβλέπεται για κάθε κατηγορία απ` αυτούς και όχι επί των τυχόν μεγαλύτερων αποδοχών που καταβάλλονται από τον εργοδότη. Ειδικότερα, κατά την υπ` αριθμ. 1830/1946 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, η οποία συμπληρώθηκε και ερμηνεύθηκε από την όμοια ΚΥΑ 25825/1951, στους πάσης φύσεως εργαζόμενους υπαλλήλους, εργατοτεχνίτες και υπηρέτες επιχειρήσεων και εργασιών γενικά συνεχούς ή μη λειτουργίας, στις περιπτώσεις που απασχολούνται είτε τακτικά, είτε έκτακτα από της δέκατης νυχτερινής (22:00) μέχρι της έκτης πρωινής ώρας (06:00), καταβάλλεται πλην του συμφωνημένου μισθού και προσαύξηση κατά 25% επί του αναλογούντος στην απασχόληση αυτή και νόμιμα ισχύοντος ελάχιστου ορίου. Συνεπώς, καταρχήν ο εργαζόμενος δικαιούται αυτήν την προσαύξηση, ακόμα και αν ο συμφωνημένος μισθός είναι μεγαλύτερος του ελάχιστου νομίμου και καλύπτει αυτήν. Αν η νυκτερινή εργασία συμπέσει με ημέρα Κυριακής ή εξαιρέσιμης εορτής, στην περίπτωση αυτή καταβάλλεται επιπλέον της προσαύξησης 25% και η προσαύξηση 75%, δηλαδή οφείλονται και οι δύο προσαυξήσεις αθροιστικά, όμως, ο υπολογισμός της καθεμίας γίνεται αυτοτελώς (υπολογίζονται χωριστά και στη συνέχεια προστίθενται), ήτοι το αυξημένο ημερομίσθιο κατά 75% λόγω Κυριακής θα αυξηθεί στη συνέχεια κατά 25% για τη νυχτερινή εργασία και επί αυτού θα υπολογιστεί η υπερωρία. Αν ο μισθωτός δεν απασχολήθηκε σε όλο το χρονικό διάστημα της νύκτας, αλλά για ορισμένες μόνο ώρες, η εν λόγω προσαύξηση υπολογίζεται επί του νόμιμου ωρομισθίου του εργαζόμενου και καταβάλλεται για όσες ώρες απασχολήθηκε ο τελευταίος κατά τη νύκτα.
ΙΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 του Ν.3846/2010 η εργασία, που παρέχεται την έκτη ημέρα της εβδομάδος, κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας, ανεξάρτητα από τις προβλεπόμενες κυρώσεις, αμείβεται με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%. Δεν υπάγονται στη διάταξη αυτή οι απασχολούμενοι σε ξενοδοχειακές και επισιτιστικές επιχειρήσεις. Ο εργαζόμενος λοιπόν θα λάβει για την ημέρα του Σαββάτου κανονικά το ημερομίσθιο του, χωρίς καμία άλλη προσαύξηση.
IV. Τα χρονικά όρια της εργασίας των μισθωτών έχουν καθοριστεί με ειδικές διατάξεις δημοσίας τάξεως, με την έννοια ότι αποτελούν τα ελάχιστα όρια προστασίας των εργαζομένων και συνεπώς με ατομική ή συλλογική σύμβαση εργασίας ή με διαιτητική απόφαση ή άλλη κανονιστική πράξη νομοθετικής ή συμβατικής ισχύος μπορούν να περιοριστούν, όχι όμως και να ξεπεραστούν χωρίς την τήρηση της διαδικασίας για τη νομιμότητα της υπερωριακής απασχολήσεως. Ειδικότερα: Με την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. της 26.2.1975, η οποία κυρώθηκε με το ν. 133/1975, εισήχθη η εβδομάδα των πέντε (5) εργασίμων ημερών ή το λεγόμενο διαφορετικά πενθήμερο εργασίας, δηλαδή καθιερώθηκε ως χρονικό όριο εργασίας οι σαράντα πέντε (45) ώρες την εβδομάδα. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 της από 29-12-80 Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου, που κυρώθηκε με το ν. 1157/81, κατά τη διαδικασία του ν. 3299/55 “περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών εργατικών διαφορών εργασίας κ.λ.π.”, προκειμένου περί μισθωτών υπαγομένων στο νόμο αυτό, πλην μισθωτών του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, δύναται να καθιερούται σύστημα εβδομαδιαίας εργασίας πέντε εργασίμων ημερών, άνευ μειώσεως του κατά περίπτωση ισχύοντος ή εφαρμοζομένου ωραρίου εβδομαδιαίας εργασίας. Σε εφαρμογή της παραπάνω διατάξεως στο σύστημα της πενθήμερης εργασίας υπήχθησαν από 28-10-83 και οι οικοδόμοι σύμφωνα με την υπ` αριθμ. 8/84 ΔΑ, που κηρύχθηκε υποχρεωτική από 25-6-84 με την ΥΑ 16080/84. Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 της από 14.2.1984 εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με την απόφαση του Υπουργού Εργασίας 11770/20.3.1984 (ΦΕΚ Β’, 81), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίστηκε από 1.1.1984 σε 40 ώρες, για την απασχόληση δε πέρα από το συμβατικό (συλλογικό) αυτό εβδομαδιαίο ωράριο έως τη συμπλήρωση του νόμιμου ανώτατου ωραρίου εβδομαδιαίας εργασίας (υπερεργασία) καταβάλλεται αμοιβή, σύμφωνα με το άρθρο 9 της 1/1982 απόφασης του Δ.Δ. Δ.Δ. Αθηνών, που κυρώθηκε με το άρθρο 29 του νόμου 1346/1983 (ΑΠ 314/2017, ΑΠ 864/2015). Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει μεταξύ άλλων, ότι υπό το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας η εκούσια ή εξαναγκασμένη παροχή εργασίας (εντός του 8/ώρου) κατά τα Σάββατα ημέρα υποχρεωτικής ανάπαυσης λόγω εξάντλησης του 5νθημέρου, απαγορευομένη από κανόνα δημόσιας τάξης, είναι άκυρη και γεννά απαίτηση απόδοσης της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή μιας τέτοιας εργασίας κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού κατ` αρ. 904 Α.Κ.(ΑΠ 314/2017, ΑΠ 864/2015). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 2 του ν. 435/1976, 1 και 10 παρ. 1 του ΒΔ 748/1966, τις διατάξεις της 8900/1956 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και του άρθρου 904 ΑΚ, προκύπτει ότι σε εκείνον που παρέσχε την εργασία του κατά τις Κυριακές πρέπει να χορηγηθεί αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυση διαρκείας 24 συνεχών ωρών σε άλλη, εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας που άρχισε την Κυριακή. Η εκούσια ή εξαναγκασμένη παροχή εργασίας κατά την Κυριακή χωρίς χορήγηση άλλης ημέρας αναπαύσεως την εβδομάδα που ακολουθεί την Κυριακή, απαγορευμένη από τους πιο πάνω κανόνες δημοσίας τάξεως, είναι άκυρη και γεννά, πέραν της προσαύξησης 75% επί του νομίμου ημερομισθίου για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, απαίτηση αποδόσεως της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή μιας τέτοιας εργασίας κατά τις αρχές του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Η ωφέλεια αυτή, όπως και στην περίπτωση εργασίας κατά το Σάββατο, ως έκτης ημέρας σε σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, συνίσταται στις αποδοχές τις οποίες ο εργοδότης θα κατέβαλλε σε άλλο μισθωτό, που θα απασχολείτο με έγκυρη σύμβαση εργασίας κατά τις ως άνω ημέρες, υπό τις αυτές συνθήκες με τον ακύρως κατ` αυτές εργασθέντα (ΑΠ 288/2018, ΑΠ 314/2017, ΑΠ 67/2015, 32/2013 δημ/ση ΝΟΜΟΣ)
V. Κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959 (η οποία παρ. 4 διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά το Ν. 435/1976) είναι άκυρη κάθε συμφωνία μεταξύ εργοδότη και μισθωτού, κατά την οποία οι αμοιβές και αποζημιώσεις για υπερωρίες θα καλύπτονται από τις καταβαλλόμενες υπέρτερες των νομίμων αποδοχές. Σαφώς από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι είναι άκυρη η συμφωνία περί καταλογισμού πάσης λόγω μισθού παροχής στις οφειλές του εργοδότη από νόμιμες ή παράνομες υπερωρίες, ενώ είναι έγκυρη η συμφωνία ότι θα προκαταβάλλεται στο μισθωτό ορισμένο ποσό, επί πλέον του μισθού του, προς εξόφληση των αξιώσεών του για παρασχεθησομένη (στο μέλλον) συγκεκριμένη, νόμιμη ή παράνομη, υπερωριακή εργασία του (ΑΠ 1112/2011, ΑΠ 645/2010). Από την ίδια διάταξη εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι δεν απαγορεύεται η συνομολόγηση συμφωνίας καταλογισμού στις καταβαλλόμενες, υπέρτερες των νομίμων, αποδοχές, όσων (προσαυξήσεων δικαιούται ο μισθωτός για πρόσθετη απασχόλησή του λόγω υπερεργασίας ή ιδιόρρυθμης υπερωρίας (ΑΠ 180/2015, ΑΠ 1254/2013). Εξάλλου, στα άρθρα 1 παρ. 2 και 2 παρ. 2 της κατ` εξουσιοδότηση του Ν. 28/1944 εκδοθείσας 25825/1951 αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας με την οποία αυθεντικώς ερμηνεύθηκαν οι υπ` αριθ. 8900/1946 και 18310/1946 Υπουργικές αποφάσεις, που προβλέπουν την προσαύξηση των αποδοχών των κατά τις Κυριακές και εξαιρετέες ημέρες και κατά τις νύκτες εργαζόμενων μισθωτών, ορίσθηκε ότι οι χορηγούμενες προσαυξήσεις για τις εργασίες αυτές δεν συμψηφίζονται προς τις τυχόν καταβαλλόμενες αποδοχές, που είναι ανώτερες των θεσπισμένων ελάχιστων ορίων μισθών και ημερομισθίων. Κατά την αληθή έννοια των διατάξεων αυτών, απαγορεύεται μόνον ο εκ μέρους του εργοδότη, μονομερής καταλογισμός των τυχόν καταβαλλόμενων, υπέρτερων των νομίμων, αποδοχών, προς τις οφειλόμενες προσαυξήσεις από την παρασχεθείσα εργασία κατά τις Κυριακές, τις εξαιρετέες ημέρες και τις νύκτες. Αντίθετα, δεν απαγορεύεται η συνομολόγηση μεταξύ εργοδότη και μισθωτού ότι με τις καταβαλλόμενες, υπέρτερες των νομίμων, αποδοχές θα καλύπτεται και κάθε προσαύξηση, η οποία ήθελε προκύψει από την παροχή εργασίας κατά τις Κυριακές κλπ, κατά τη διάρκεια της σύμβασης. Μια τέτοια συμφωνία, περί καταλογισμού των υπέρτερων αποδοχών στις τυχόν οφειλόμενες προσαυξήσεις για επί πλέον εργασία (πλην νομίμων ή παρανόμων κατ` εξαίρεση υπερωριών η οποία κατά τα άνω είναι άκυρη), δεν αντίκειται στην εκ των διατάξεων των άρθρων 3, 174, 664 και 679 ΑΚ, συναγόμενη αρχή, κατά την οποία, είναι άκυρη κάθε σύμβαση μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου υποκρύπτουσα παραίτηση του τελευταίου από νόμιμες αξιώσεις του (ΑΠ 754/2014), εφόσον ο μισθωτός, με τη συμφωνία αυτή, λαμβάνει τα οριζόμενα από τις νομοθετικές ή συλλογικές, κανονιστικές ρυθμίσεις, ελάχιστα όρια αποδοχών και προσαυξήσεων (Ολ ΑΠ 930/1990, ΑΠ 176/2023, ΑΠ 1574/2022, ΑΠ 361/2020, ΑΠ 1117/2017, EA 1256/2023 δημ/ση ΝΟΜΟΣ).
VI. Τέλος, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3, 174, 180, 904 και 908 ΑΚ, 1 παρ. 1 ν. 1082/1980, 1 παρ. 1 και 2 και 3 παρ. 1 και 2 της ΚΥΑ 19040/1981, 1 παρ. 1, 2 και 3 α.ν. 539/1945, 3 παρ. 16 ν. 4504/1966, άρθρου μόνου του ν. 133/1975 που κύρωσε την από 26.2.1975 ΕΓΣΣΕ, 1 ν. 435/1976, 6 της από 14.2.1984 ΕΓΣΣΕ (που δημοσιεύθηκε με την ΥΑ 11770/1984, ΦΕΚ Β’ 81) και 4 ν. 2874/2000, όπως το τελευταίο ίσχυσε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του ν. 3385/2005 από 1.10.2005 και πριν οι παράγραφοί του 1, 3 και 5 αντικατασταθούν και πάλι, με την παράγραφο 10 του άρθρου 74 ν. 3863/2010, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, προκύπτουν τα εξής: 1) Επί παροχής εργασίας από άκυρη, για οποιονδήποτε λόγο, σύμβαση, ο εργοδότης υποχρεούται, ως καθιστάμενος αδικαιολόγητα πλουσιότερος, στην απόδοση της ωφέλειας που αποκόμισε (από την εργασία του μισθωτού), η οποία συνίσταται στον μισθό (αποδοχές) που αυτός θα κατέβαλλε, αν ήταν έγκυρη η σύμβαση, για την ίδια εργασία σε πρόσωπο με τις ικανότητες και τα προσόντα του ακύρως απασχοληθέντος και υπό τις αυτές συνθήκες (ΑΠ 790/2017, ΑΠ 950/2014, ΑΠ 5/2012) και 2) Οι αποδοχές και το επίδομα άδειας καθώς και τα επιδόματα εορτών, καταβάλλονται σε όλους τους μισθωτούς που απασχολούνται και με απλή σχέση εργασίας, καθόσον οι αξιώσεις τους αυτές θεμελιώνονται απευθείας στις ως άνω διατάξεις και όχι στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΠ 790/2017, ΑΠ 131/2015, 950/2014, 1824/2011), υπολογίζονται δε με βάση τις πράγματι καταβαλλόμενες (τακτικές) αποδοχές, που περιλαμβάνουν τον καταβαλλόμενο συμβατικό ή νόμιμο μισθό (ή ημερομίσθιο) και οποιαδήποτε άλλη παροχή τακτικά καταβαλλομένη ως αντάλλαγμα της εργασίας (ΑΠ 768/2018, ΑΠ 790/2017, ΑΠ 950/2014 δημ/ση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2, 5 παρ. 3, 6 παρ. 1, 8 και 9 παρ. 1 Ν. 3198/1955 και εκείνες των άρθρων 1 και 3 του ν. 2112/1920 συνάγεται ότι και σε περίπτωση σχέσης εργασίας από άκυρη σύμβαση, ο εργοδότης, όταν θέλει να παύσει να δέχεται την εργασία που του προσφέρεται πρέπει να καταγγείλει τη σχέση και να πληρώσει την αποζημίωση που οφείλει κατά το Ν. 2112/1920 ανάλογα με το χρόνο διάρκειας της σχέσης. Η αποζημίωση αυτή οφείλεται στον εργαζόμενο αμέσως από το νόμο και όχι κατά τις διατάξεις για αδικαιολόγητο πλουτισμό, υπολογίζεται δε βάσει των, κατά την ανωτέρω έννοια, τακτικών αποδοχών του κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, δηλαδή του μισθού και κάθε άλλης παροχής, η οποία χορηγείται σταθερά και μόνιμα ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (ΑΠ 768/2018, ΑΠ 790/2017, ΑΠ 1254/2013, ΑΠ 194/2011, ΑΠ 1033/2008 δημ/ση ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, η αμοιβή για κάθε ώρα υπερεργασίας και παράνομης υπερωρίας είναι πλέον ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 20 % και 80%, αντίστοιχα, από 15-7-2010 (άρθρο 74 παρ. 10 Ν. 3863/2010) [ΑΠ 732/2018, ΕΑ 441/2020 δημ/ση ΝΟΜΟΣ], τόσο δε η αξίωση για επιπλέον αμοιβή λόγω υπερεργασίας όσο και η αποζημίωση, λόγω παροχής κατ` εξαίρεση υπερωριακής εργασίας στηρίζεται πλέον, στις άνω διατάξεις των προαναφερθέντων νόμων και όχι στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό [ΑΠ 790/2017, ΑΠ 950/2014, ΕΑ 3734/2021 δημ/ση ΝΟΜΟΣ]. Ως εκ τούτου, για την αναζήτηση του νομίμως προσαυξημένου ωρομίσθιου, που υπολογίζεται επί των καταβαλλόμενων αποδοχών, δεν απαιτείται επίκληση των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ακόμη και όταν πρόκειται για παροχή εργασίας με άκυρη σύμβαση [ΕΑ 1256/2023, ΕΑ 4870/2022 δημ/ση ΝΟΜΟΣ]. Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων, οι οποίοι εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασής του, τις με αριθμούς .., ../2020, …/2021 και …./2022 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς οι τρεις πρώτες και Αθηνών η τελευταία, οι οποίες δόθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος μετά από προηγούμενη νομότυπη κλήτευση της εναγομένης [βλ. τις με αριθ. …/9-10-2020 και …../2-12-2022 εκθέσεις επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή … και ως προς την τρίτη ένορκη βεβαίωση την από 20-5-2020 καταχώρηση στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης δήλωσης εξέτασης μάρτυρα], τη με αριθμό …/2021 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η οποία δόθηκε με επιμέλεια της εναγομένης, μετά από προηγούμενη νομότυπη κλήτευση του ενάγοντος [βλ. τη με αριθμό …/14-5-2021 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή ….. .] και από όλα, χωρίς εξαίρεση, τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, υπήκοος Αιγύπτου, με νόμιμη άδεια παραμονής και εργασίας στην Ελλάδα, προσλήφθηκε από την εναγομένη εταιρία εμπορίας κρεάτων στις 21-3-2014 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί ως εργάτης κοπής κρέατος. Κατά την έναρξη της εργασιακής σύμβασης ρητώς συμφωνήθηκε να παρέχει πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία, με οκτάωρη ημερήσια απασχόληση, από Δευτέρα έως Παρασκευή από ώρα 05.00 έως 13.00 και με μηνιαίο μισθό 1.300 ευρώ, ενώ από 1-7-2019 αυξήθηκε σε 1.463 ευρώ. Δεν αποδείχθηκε δε προϋπηρεσία του ενάγοντος, με την ίδια ειδικότητα, κατά την πρόσληψή του, ούτε και μεταγενέστερα καθόλο το χρονικό διάστημα που διήρκεσε η εργασιακή του σχέση με την εναγομένη. Ο ενάγων επικαλέστηκε με την αγωγή ότι κατέχει πιστοποιητικό υγείας, πλην όμως δεν το προσκόμισε, επικαλούμενος, αβάσιμα, ότι το παρέδωσε στην εναγομένη, η οποία, μετά την απόλυσή του, αρνείται να του παραδώσει. Η προσκόμιση αυτού του εγγράφου ήταν απαραίτητη, καθώς το Δικαστήριο οφείλει αυτεπαγγέλτως να ερευνήσει την εγκυρότητα της σύμβασης εργασίας, δεδομένου ότι αντικείμενο εργασίας της ενάγουσας είναι ο χειρισμός κρεάτων και η επιχείρηση της εναγομένης είναι υγειονομικού ενδιαφέροντος, το δε Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να καλέσει την ενάγουσα να προσκομίσει το σχετικό πιστοποιητικό, έστω και μετά τη συζήτηση της αγωγής, δεδομένου ότι η έλλειψη αυτή δεν αποτελεί τυπική παράλειψη κατά το άρθρο 227 ΚΠολΔ. Ακόμη, δεν είναι παραδεκτή κατά το άρθρο 529 §2 ΚΠολΔ, η προσκόμισή του ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι αυτό δεν προσκομίστηκε πρωτοδίκως από βαριά αμέλεια του ενάγοντος [ΕφΔωδ. 313/2023 δημ/ση ΝΟΜΟΣ] και, συνακόλουθα, το αίτημα του εκκαλούντος για επίδειξη αυτού από την εφεσίβλητη αλυσιτελώς προβάλλεται και είναι απορριπτέο. Ο ενάγων απασχολήθηκε στην επιχείρηση της εναγομένης έως τις μεσημβρινές ώρες της 15ης-2-2020, όταν ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης τον κατηγόρησε, παρουσία και άλλων εργαζομένων, ότι αφαίρεσε και ιδιοποιήθηκε παράνομα δύο κιλά κρέατος και του ζήτησε να φύγει, αμέσως, από την εταιρία. Το γεγονός, όμως, αυτό ήταν αναληθές και αποσκοπούσε στη λύση της εργασιακής σχέσης τους αζημίως για την εναγομένη, αφού ο ενάγων αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την εργασία του. Άλλωστε, η εναγομένη δεν υπέβαλε μήνυση στον ενάγοντα, ούτε προέβη σε άλλη νόμιμη ενέργεια εναντίον του. Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, είναι άκυρη, γιατί έγινε προφορικά και χωρίς να καταβληθεί σε αυτόν η αποζημίωση απόλυσης που δικαιούται. Περαιτέρω, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2, 5 παρ. 3, 6 παρ. 1,8 και 9 παρ. 1 του Ν.3198/1955 και σε περίπτωση σχέσης εργασίας από άκυρη σύμβαση ο μισθωτός δικαιούται την αποζημίωση που προβλέπει για την καταγγελία ο Ν 2112/1920 ή το β. δ της 16/18-7-1920 ανάλογα με το χρόνο διάρκειας της σχέσης εργασίας, αφού μάλιστα η αποζημίωση αυτή, κατά το Ν. 2112/1920 ή το ως άνω β. δ, που αποσκοπεί στην εξασφάλιση των στοιχειωδών μέσων συντήρησης του εργαζομένου μέχρις ανεύρεσης από αυτόν νέας εργασίας, συνιστά μέτρο πρόνοιας, που είναι συγγενές προς τα λοιπά τοιαύτα, τα οποία, ως αποβλέποντα στην προστασία του εργαζομένου, προσήκον στον ίδιο τόσο εφόσον τελεί υπό έγκυρη σύμβαση εργασίας, όσο και εφόσον τελεί σε απλή σχέση εργασίας. Έτσι, λοιπόν, η ως άνω αποζημίωση οφείλεται στον εργαζόμενο αμέσως από το νόμο και όχι κατά τις διατάξεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, γι’ αυτό και αρκεί για τη νόμιμη θεμελίωση του σχετικού αιτήματος η επίκληση της σχέσης εργασίας και η διάρκεια της, ως και η δια καταγγελίας λύση της, χωρίς να είναι κρίσιμο το κύρος της σύμβασης εργασίας (ΑΠ 1452/2018, 1336/2018, ΑΠ 131/20151 δημ/ση ΝΟΜΟΣ). Επομένως στην προκείμενη περίπτωση, η εναγομένη υποχρεούται‚ ως εργοδότης, να καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση λόγω απόλυσης, η οποία‚ προσαυξημένη κατά 1/6 για αναλογία επιδόματος, αδείας και δώρων‚ υπολογιζόμενη με βάση τον καταβαλλόμενο μισθό του και τα έτη υπηρεσίας, ανέρχεται στο ποσό των [1.463 ευρώ επί 4 μηνιαίους μισθούς] 5.852 ευρώ, πλην όμως, ο ενάγων ζητεί ποσό 3.224 ευρώ, το οποίο και πρέπει να του επιδικαστεί. Ακόμη, η εναγομένη δεν του κατέβαλε την αναλογία του συμφωνημένου μισθού του από 1-2 έως την απόλυσή του στις 15-2-2020, που ανέρχεται στο ποσό των [1.463 δια 2] 732 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν από Δευτέρα έως Παρασκευή πραγματοποιώντας ημερήσια εργασία, κατά μέσο όρο, 10 ωρών, ήτοι από 3.00 έως 13.00, από τις οποίες οι τρεις αποτελούν νυκτερινή εργασία. Επίσης, εργαζόταν όλα τα Σάββατα του μήνα, ομοίως, επί 10 ώρες, ήτοι από 3.00 έως 13.00. Παροχή εργασίας κατά τις Κυριακές δεν αποδείχθηκε, ενόψει του ότι κατά την ημέρα αυτή δεν λειτουργεί το τμήμα κοπής κρεάτων και συναφών εργασιών, παρά μόνο γίνονται μεταφορές κρεάτων, στις οποίες απασχολούνται άλλες ειδικότητες εργαζομένων [οδηγοί, φορτοεκφορτωτές]. Συνεπώς, ο ενάγων εργαζόταν επί 50 ώρες εβδομαδιαίως, από τις οποίες οι 40 αποτελούν συμβατικό ωράριο, οι πέντε επόμενες [από 41 έως 45] υπερεργασία και οι επόμενες [46 έως 50] υπερωρία. Η υπερωρία αυτή είχε τον χαρακτήρα της κατ’ εξαίρεση υπερωρίας, γιατί η εναγομένη δεν τήρησε τις προβλεπόμενες από διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Έτσι, ο ενάγων δικαιούται για κάθε ώρα υπερεργασίας το καταβαλλόμενο συμβατικό ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά ποσοστό 20% και για κάθε ώρα κατ΄ εξαίρεση υπερωρίας το καταβαλλόμενο ωρομίσθιό του προσαυξημένο κατά ποσοστό 80%. Σύμφωνα δε με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη οι αξιώσεις του ενάγοντος, που απασχολήθηκε με απλή σχέση εργασίας και αφορούν στις αποδοχές και το επίδομα άδειας, στα επιδόματα εορτών, στην υπερεργασία, στην προσαύξηση της κατ’ εξαίρεση υπερωρίας θεμελιώνονται απευθείας στις ως άνω διατάξεις του νόμου και υπολογίζονται με βάση τις πράγματι καταβαλλόμενες (τακτικές) αποδοχές, που περιλαμβάνουν τον καταβαλλόμενο συμβατικό ή νόμιμο μισθό ή ημερομίσθιο, ενώ οι λοιπές αξιώσεις [νυκτερινή εργασία, προσαύξηση εργασίας κατά το Σάββατο] αποδίδονται με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και υπολογίζονται με τον κατώτατο νόμιμο μισθό [ΑΠ 1564/2018, ΑΠ 790/2017 δημ/ση ΝΟΜΟΣ]. Στην προκείμενη περίπτωση, με βάση το Ν. 4093/2012 Άρθρο Πρώτο παρ. ΙΑ το κατώτατο ημερομίσθιο ορίστηκε στο ποσό των 26,18 ευρώ, ενώ από 1-2-2019 στο ποσό 29,04 ευρώ [ 4241/127/30.1.2019 απόφαση της Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και άρθρο 103 του ν. 4172/2013], ενώ το ωρομίσθιο ανέρχεται στο ποσό των [26,18 επί 6/40] 3,93 ευρώ και [29,04 επί 6/40] 4,36 ευρώ. Αντίθετα, το καταβαλλόμενο, συμβατικά, ωρομίσθιο κατά τα ίδια χρονικά διαστήματα ανερχόταν στο ποσό των [1.300 δια 25 επί 6/40] 7,80 ευρώ και από 1-7-2019 στο ποσό των 8,78 ευρώ. Με βάση την ως άνω εργασία που παρείχε ο ενάγων στην εναγομένη, δικαιούται, ακόμη:
1) για την προσαύξηση, κατά ποσοστό 25% τριών [3] ωρών νυκτερινής εργασίας του κατά τις ημέρες Δευτέρα έως Παρασκευή, η οποία ανέρχεται για το χρονικό διάστημα α) από 1-1-2015 έως 31-1-2019 στο ποσό των [3,63 νόμιμο ωρομίσθιο επί 25% προσαύξηση επί 3 ώρες ημερησίως επί 22 ημέρες κατά μέσο όρο το μήνα ίσον 79,86 ευρώ το μήνα επί 36 μήνες ] 2.156,22 ευρώ και β) από 1-2-2019 έως 15-2-2020 στο ποσό των [4,36 ωρομίσθιο επί προσαύξηση 25% επί 3 ώρες ημερησίως επί 22 ημέρες κατά μέσο όρο το μήνα ίσον 71,94 επί 12,5 μήνες] 899,25 ευρώ. Συνολικά δε για την αιτία αυτή δικαιούται προσαυξήσεις εργασίας κατά τη νύκτα το ποσό των [ 2.156,22 και 899,25 ] 3.055,47 ευρώ.
2) για υπερεργασία 5 ωρών κατά τις εργάσιμες ημέρες κάθε εβδομάδας, η οποία ανέρχεται για το χρονικό διάστημα α) από 1-1-2015 έως 31-1-2019 στο ποσό των [ 7,80 ευρώ συμφωνημένο ωρομίσθιο επί προσαύξηση 20% ίσον 9,36 επί «20 ώρες το μηνά επί 49 μήνες» 980 ώρες ] 9.172,80 και β) από 1-2-2019 έως 15-2-2010 το ποσό των [ 8,78 επί προσαύξηση 20% ίσον 10,50 επί «20 ώρες το μήνα επί 12,5» 250 ώρες] 2.635 ευρώ . Συνολικά δε για την αιτία αυτή δικαιούται το ποσό των [ 9.172,80 και 2.635 ] 11.807,80 ευρώ.
3) για κατ’ εξαίρεση υπερωρία 5 ωρών κατά τις εργάσιμες ημέρες κάθε εβδομάδας, η οποία ανέρχεται για το χρονικό διάστημα από α) 1-1-2015 έως 31-1-2019 στο ποσό των [ 7,80 συμβατικό ωρομίσθιο επί προσαύξηση 80% ίσον 14,04 επί 980 ώρες] 13.759,20 ευρώ και β) από 1-2-2019 έως 15-2-2020 στο ποσό των [8,70 επί 80% ίσον 15,80 επί 250 ώρες] 3.950 ευρώ. Συνολικά δε για την αιτία αυτή δικαιούται το ποσό των [13.759,20 και 3.950] 17.709,20 ευρώ.
4) για την εργασία του επί 4 Σάββατα το μήνα επί 10 ώρες, από 3.00 έως 13.00 χωρίς να λαμβάνει αναπληρωματική ημέρα ανάπαυσης, Α) για μεν τις 8 ώρες εργασίας του, για το χρονικό διάστημα αα) από 1-1-2015 έως 31-1-2019 το ποσό των [ 3,93 νόμιμο ωρομίσθιο επί προσαύξηση 30% ίσον 5,10 επί << 8 ώρες επί 4 Σάββατα 32 ώρες το μήνα επί 49 μήνες>> 1.568 ώρες] 7.996,80 ευρώ και ββ) από 1-2-2019 έως 15-2-2020 το ποσό των [ 4,36 ευρώ επί προσαύξηση 30% ίσον 5,60 επί <<8 ώρες επί 4 Σάββατα 32 ώρες το μήνα επί 12,50 μήνες>> 400 ώρες] 2.240 ευρώ. Β) για την κατ΄ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση τα ως άνω Σάββατα 2 ωρών κάθε Σάββατο για το χρονικό διάστημα αα) από 1-1-2015 έως 31-1-2019 το ποσό των [7,80 συμβατικό ωρομίσθιο επί προσαύξηση 30% λόγω Σαββάτου επί προσαύξηση 80% ίσον 18,20 ευρώ επί << 2 ώρες επί 4 Σάββατα 8 το μήνα επί 49 μήνες>> 392 ώρες ] 7.134,40 ευρώ και ββ) από 1-2-2019 έως 15-2-2020 το ποσό των [ 8,78 συμβατικό ωρομίσθιο επί προσαύξηση 30% λόγω Σαββάτου επί προσαύξηση 80% ίσον 20,50 ευρώ επί << 2 ώρες επί 4 Σάββατα 8 το μήνα επί 12,5 μήνες>> 100 ώρες ] 2.050 ευρώ. Γ) για την προσαύξηση , κατά ποσοστό 25% τριών [3] ωρών νυκτερινής εργασίας κατά την ημέρα του Σαββάτου για το χρονικό διάστημα α) από 1-1-2015 έως 31-1-2019 το ποσό των [3,63 νόμιμο ωρομίσθιο επί 25% προσαύξηση επί 3 ώρες επί 4 Σάββατα το μήνα ίσον 10,89 επί 196 Σάββατα] 2.134,44 ευρώ και β) από 1-2-2019 έως 15-2-2020 στο ποσό των [4,36 ωρομίσθιο επί προσαύξηση 25% επί 3 ώρες ημερησίως επί 4 Σάββατα το μήνα ίσον 13,08 επί 50 Σάββατα] 654 ευρώ. Συνολικά δε για την εργασία του κατά την ημέρα του Σαββάτου δικαιούται [ 7.996,80 και 2.240 και 7.134,40 και 2.250 και 2.134,44 και 654 ] 22.409,44 ευρώ.
5) για το επίδομα εορτών Χριστουγέννων, ενόψει του ότι απασχολήθηκε κατά τα έτη 2015 – 2019 για όλο το χρονικό διάστημα από 1η Μαΐου έως την 31η Δεκεμβρίου καθενός από αυτά [ άρθρ. 1 παρ. 1, 2 και 3 της με αριθμό 19040/1981 υπουργικής απόφασης, που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του νόμου 1082/1980], με την εκκαλούμενη απόφαση, επιδικάστηκε στον ενάγοντα, με βάση τον συμφωνημένο μισθό αυτού [ενάγοντος], χωρίς, όμως, τις προσαυξήσεις των πρόσθετων αμοιβών για την παροχή υπερεργασίας, εργασίας κατά τη νύκτα και εργασίας κατά τις Κυριακές ή αργίες, επιδόματος άδειας [ΑΠ 541/2017 δημ/ση ΝΟΜΟΣ], α) για το έτος 2015 το ποσό των 1.300, β) για το έτος 2016 το ποσό των 1.300 ευρώ, γ) 2017 το ποσό των 1.300 ευρώ, δ) για το έτος 2018 το ποσό των 1.300 ευρώ και ε) για το έτος 2019 το ποσό των 1.570 ευρώ και συνολικά το ποσό των [1.354,10 και 1.354,10 και 1.354,10 και 1.354,10 και 1.634,40] 7.770,70 ευρώ. Ο ενάγων, συνομολογεί την καταβολή για την αιτία αυτή από την εναγομένη την καταβολή ποσών 1.354, 1.354, 1.354, 1.109 και 1.523 ευρώ αντιστοίχως και συνολικά 7.234 ευρώ. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται για την αιτία αυτή [7.770,70 πλην 7.234] 536,80 ευρώ,
6) για το επίδομα εορτών Πάσχα ο ενάγων, ενόψει του ότι απασχολήθηκε κατά τα έτη 2015 – 2019 για όλο το χρονικό διάστημα από 1η Μαΐου έως την 31η Δεκεμβρίου καθενός από αυτά και για το έτος 2020 από 1-1- έως 15-2-2020 [άρθρ. 1 παρ. 1, 2 και 3 της με αριθμό 19040/1981 υπουργικής απόφασης, που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του νόμου 1082/1980], με την εκκαλούμενη απόφαση, επιδικάστηκε στον ενάγοντα, με βάση το συμφωνημένο μισθό αυτού [ενάγοντος], χωρίς, όμως, τις προσαυξήσεις των πρόσθετων αμοιβών για την παροχή υπερεργασίας, εργασίας κατά τη νύκτα και εργασίας κατά τις Κυριακές ή αργίες, επιδόματος άδειας [ΑΠ 541/2017 δημ/ση ΝΟΜΟΣ] α) για το έτος 2015 το ποσό των 780 ευρώ, β) για το έτος 2016 το ποσό των 780 ευρώ, γ) για το έτος 2017 το ποσό των 780 ευρώ, δ) για το έτος 2018 το ποσό των 780 ευρώ, ε) για το έτος 2019 το ποσό των 942 ευρώ και στ) για το έτος 2020 [αναλογία] το ποσό των 376,80 ευρώ και συνολικά [ 780 και 780 και 780 και 780 942 και 376,80] 4.438,80 ευρώ. Ο ενάγων, συνομολογεί την καταβολή για την αιτία αυτή από την εναγομένη την καταβολή ποσών 640 ευρώ, 677 ευρώ, 677 ευρώ, 677 ευρώ, 677 ευρώ αντιστοίχως, ενώ για το έτος 2020 δεν καταβλήθηκε το δώρο Πάσχα. Συνολικά, δηλαδή, κατέβαλε στον ενάγοντα [640 και 677 και 677 και 677 και 677 ] 3.348 ευρώ. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται για την αιτία αυτή [4.438,80 πλην 3.348 ] 1.090,80 ευρώ,
7) για τις αποδοχές του ως άνω χρονικού διαστήματος, που εργάστηκε, χωρίς η εναγομένη να του χορηγήσει αυτούσια την άδεια που δικαιούνταν. Ειδικότερα, με βάση το μηνιαίο μισθό του ενάγοντος δικαιούται α) για το έτος 2015 το ποσό ενός μηνιαίου μισθού ποσού 1.300 ευρώ, β) για το έτος 2016 ομοίως 1.300 ευρώ, γ) για το έτος 2017 ομοίως 1.300 ευρώ, δ) για το έτος 2018 ομοίως 1.300 ευρώ, ε) για το έτος 2019 το ποσό των 1.463 ευρώ και στ) για το έτος 2020, ενόψει της διάταξης του άρθρ. 1 παρ. 5 του Ν. 1346/1983, που ορίζει <<Αν λυθεί η σχέση εργασίας μισθωτού με οποιοδήποτε τρόπο πριν λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, ο μισθωτός δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί η άδεια>> και του ότι στις 15-2-2020 λύθηκε η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος δικαιούται τις αποδοχές άδειας του εν λόγω έτους ποσού 1.463 ευρώ. Δεν αποδείχθηκε, όμως, υπαιτιότητα της εναγομένης στη μη χορήγηση στον ενάγοντα της ετήσιας άδειας, έστω και σε βαθμό ελαφράς αμέλειας, η οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν τη χορήγησε και τον εξανάγκασε να εργαστεί κατά τον χρόνο κατά τον οποίο θα έπρεπε να λάβει αυτή [ΑΠ 1591/2017, ΑΠ 1289/2013, ΕΑ 3805/2023, ΕΑ 291/2023 δημ/ση ΝΟΜΟΣ]. Επομένως, δεν δικαιούται να αξιώσει την καταβολή των αποδοχών άδειας αυξημένων, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρ. 5 του Α.Ν. 539/1945, κατά 100%. Συνολικά, συνεπώς,, δικαιούται [1.300 και 1.300 και 1.300 και 1.300 και 1.463 και 1.463] 8.126 ευρώ.
8) για το επίδομα άδειας του ίδιου ως άνω χρονικού διαστήματος, για το έτος α) 2015 το ποσό των [1.300 δια 25 ίσων 52 επί 13 ημερομίσθια <<αίτημα αγωγής>> ] 676 ευρώ, β) 2016 το ποσό των [1.300 δια 25 ίσων 52 επί 13 ημερομίσθια <<αίτημα αγωγής>> ] 676 ευρώ, γ) για το έτος 2017 το ποσό των [1.300 δια 25 ίσων 52 επί 13 ημερομίσθια <<αίτημα αγωγής>> ] 676 ευρώ, δ) για το έτος 2018 το ποσό των [1.300 δια 25 ίσων 52 επί 13 ημερομίσθια <<αίτημα αγωγής>>] 676 ευρώ και ε) για το έτος 2019 το ποσό των [1.463 δια 25 ίσων 52 επί 13 ημερομίσθια <<αίτημα αγωγής>> ]760,76 ευρώ. Συνολικά δικαιούται [ 676 και 676 και 676 και 676 και 760,76] 3.464,76 ευρώ. Όπως, όμως, συνομολογεί ο ενάγων η εναγομένη του κατέβαλε για την ως άνω αιτία ποσό 650 ευρώ για κάθε αντίστοιχο έτος και, συνολικά [650 επί 5] 3.250 ευρώ. Επομένως, δικαιούται, ποσό [3.464,76 πλην 3.250] 214,76 ευρώ. Ο εκκαλών ενάγων με τους συναφείς με αριθ. 7 δ και 8 λόγους της έφεσής του παραπονείται ότι με την εκκαλούμενη απόφαση εσφαλμένα υπολογίστηκαν τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, τις αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειας, γιατί δεν συνυπολογίστηκαν οι νόμιμες προσαυξήσεις τους, ως τακτικές αποδοχές του, η αμοιβή του για την υπερεργασιακή, υπερωριακή απασχόλησή του, η τακτική νυκτερινή του εργασία και η εργασία του κατά το Σάββατο. Με αυτό το περιεχόμενο οι λόγοι αυτοί της έφεσης δεν είναι σαφείς και ορισμένοι, όπως απαιτούν τα άρθρα 520 παρ. 1 και 118 εδ. 4 Κ.Πολ.Δ., αλλά αόριστοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Η αοριστία αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις, ούτε ν’ αναπληρωθεί με παραπομπή στο δικόγραφο της αγωγής [ΕΑ 1950/1995 ΝοΒ 43 843. ]. Συνακόλουθα πρέπει ν’ απορριφθούν για το λόγο αυτό της αοριστίας τους. Η εναγομένη είχε ισχυριστεί ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφέρει τον απορριφθέντα με την εκκαλουμένη ισχυρισμό της με τον ένατο λόγο της έφεσής της ότι πρέπει να συμψηφιστούν οι αξιώσεις του ενάγοντος για α) εργασία του ενάγοντος κατά τα Σάββατα εντός του οκταώρου και της νυκτερινής εργασίας κατ’ αυτά και β) η προσαύξηση 25% της νυκτερινής εργασίας του [η αξίωση για εργασία της Κυριακές κρίθηκε αβάσιμη] , με τις υπέρτερες αποδοχές που ελάμβανε κατά τα, ειδικότερα και αναλυτικά εκτιθέμενα. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγόμενης συνιστά, όπως το περιεχόμενο του εκτιμάται από το Δικαστήριο ένσταση συμψηφισμού (καταλογισμού) των υπέρτερων των νομίμων καταβαλλόμενων αποδοχών με τις ως άνω αξιώσεις του ενάγοντος [ΑΚ 416]. Είναι, όμως, αβάσιμος και απορριπτέος, γιατί πρόκειται περί μονομερούς συμψηφισμού από την εναγόμενη και όχι μετά από συμφωνία των διαδίκων γεγονός, που καθιστά τον εν λόγω συμψηφισμό, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη μη νόμιμο. Επομένως ο συναφής λόγος της έφεσης της εναγομένης είναι απορριπτέος. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε, ακόμη, ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης καταγγέλλοντας, όπως προαναφέρεται, αβάσιμα, τον ενάγοντα, παρουσία και άλλων εργαζομένων, ότι παράνομα αφαίρεσε και ιδιοποιήθηκε παράνομα δύο κιλά κρέατος και, επικαλούμενος την ως άνω κλοπή, τον απέλυσε, προσέβαλε, με δόλο, την τιμή και την υπόληψή του, δημιουργώντας αρνητικές παραστάσεις για το πρόσωπό του. Λαμβανομένων δε υπόψη των εν γένει συνθηκών τέλεσης της προαναφερόμενης προσβολής από την εναγομένη, του είδους και της βαρύτητας αυτής, του έντονου ψυχικού άλγους, που προκλήθηκε στον ενάγοντα, εξαιτίας της προσβολής της προσωπικότητάς του, του βαθμού του πταίσματος της εναγομένης, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών, όπως τα στοιχεία αυτά εκτιμώνται βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που του προκλήθηκε από την συμπεριφορά του νόμιμου εκπροσώπου και προστηθέντος της εναγομένης, το ποσό των 1.500 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων (άρθρο 932 του Α.Κ.), καθώς και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (ΟλΑΠ 9/2015 δημση ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα, συνεπώς, με όσα προαναφέρονται οι αξιώσεις του ενάγοντος κατά της εναγομένης για τις ως άνω αιτίες ανέρχονται, συνολικά, στο ποσό των [ 3.224 και 732 και 3.055,47 και 11.807,80 και 17.709 και 22.409,44 και 536,80 και 1.090,80 και 8.126 και 214,76 και 1.500] 70.406,07 ευρώ. Το ποσό αυτό έχει υποχρέωση η εναγομένη να καταβάλει κατά το μέρος μεν που αφορά στην αποζημίωση απόλυσης, στους δεδουλευμένους μισθούς, στην υπερεργασία, στις κατ’ εξαίρεση υπερωρίες, στα επιδόματα εορτών, αδείας και αποδοχές αδείας επίδομα αδείας και στην χρηματική ικανοποίηση με βάση τις διατάξεις του νόμου που προβλέπει κάθε επί μέρους κονδύλιο και αναφέρονται στη νομική σκέψη, αυτές δε που αφορούν στη νυκτερινή εργασία και την εργασία κατά την ημέρα των Σαββάτων με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, καθόσον τα ποσά των τελευταίων ως άνω κονδυλίων η εναγομένη θα τα κατέβαλε σε άλλον εργαζόμενο απασχολούμενο σε αυτή με έγκυρη σύμβαση εργασίας και υπό τις ίδιες και, επομένως υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια αυτή στον ενάγοντα προκειμένου να μη καθίσταται πλουσιότερη χωρίς νόμιμη αιτία. Με βάση τα παραπάνω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφαση, αναγνώρισε ότι η εναγομένη έχει υποχρέωση να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 14.900 ευρώ και την υποχρέωσε να του καταβάλει το ποσό των 77.969,96 ευρώ, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και προέβη σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Πρέπει επομένως, κατά παραδοχή, κατά ένα μέρος, των αντίθετων εφέσεων των διαδίκων και δη α) της εναγομένης ως προς την Κυριακή εργασία του ενάγοντος και των ποσών των κονδυλίων που, τελικά, επιδικάζονται και β) του ενάγοντος ως προς την επιδίκαση της αποζημίωσης απόλυσης, των δεδουλευμένων μισθών και της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του, ως και ουσιαστικά βάσιμων, να εξαφανιστεί στο σύνολό της η εκκαλούμενη απόφαση.
Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο για να δικαστεί κατ’ ουσίαν η αγωγή, πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και, σύμφωνα με τον παραδεκτό περιορισμό των κονδυλίων της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει από το ως άνω, συνολικό ποσό [70.406,07 ευρώ], που επιδικάστηκε των στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των [ 600 ευρώ από το κονδύλιο των 732 ευρώ δεδουλευμένων μισθών, 1.400 ευρώ από το κονδύλιο των 3.055,47 ευρώ της προσαύξησης της νυκτερινής εργασίας, 3.000 ευρώ από το κονδύλιο των 11.807,80 της υπερεργασίας, 5.000 ευρώ από το κονδύλιο των 17.709 ευρώ των κατ’ εξαίρεση υπερωριών, 6.000 ευρώ από το κονδύλιο των 8.126 ευρώ για τις αποδοχές άδειας, 250 ευρώ από το κονδύλιο των 536,80, για το επίδομα Χριστουγέννων, 250 ευρώ από το κονδύλιο των 1.090,80 ευρώ για το επίδομα Πάσχα 2.000 ευρώ από το συνολικό ποσό των 3.224 ευρώ για αποζημίωση απόλυσης, 1.500 ευρώ το κονδύλιο της χρηματικής ικανοποίησης] 20.000 ευρώ, και β) να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη έχει την υποχρέωση να καταβάλει στον ενάγοντα τα υπόλοιπα επιδικασθέντα χρηματικά ποσά συνολικού ύψους [70.406,07 ευρώ πλην 20.000] 50.406,07 ευρώ. Το ποσό αυτό πρέπει να καταβληθεί με το νόμιμο τόκο α) για μεν τις αξιώσεις που επιδικάζονται με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και β) για δε το δεδουλευμένο μισθό και την υπερεργασία από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνον που έπρεπε να καταβληθεί κάθε επί μέρους ποσό, για την κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση από την επίδοση της αγωγής, για την αποζημίωση απόλυσης από την επομένη ημέρα της καταγγελίας της επίδικης σύμβασης εργασίας, για τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, άδειας και αποδοχών αδείας από 31 Δεκεμβρίου του αντίστοιχου έτους που έπρεπε να καταβληθούν, για τα επιδόματα εορτών Πάσχα από 30 Απριλίου του αντίστοιχου έτους που έπρεπε να καταβληθούν και για την χρηματική ικανοποίση λόγω ηθικής βλάβης από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση [ολΑΠ 39, 40/2002, ΑΠ 248/2020, ΑΠ 1412/2018 δημ/ση ΝΟΜΟΣ]. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις α) από 21-12-2021 [ Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …/2021 ] και β) από 3-1-2022 [Γ.Α.Κ. …/2022 και Ε.Α.Κ. …./2022] εφέσεις.
Δέχεται αυτές τυπικά και κατ’ ουσίαν.
Εξαφανίζει τη με αριθμό 2501/2021 οριστικά απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί και δικάζει επί της από 28-5-2020 [Γ.Α.Κ. …./2020, Ε.Α.Κ. …../2020] αγωγής.
Δέχεται την αγωγή κατά ένα μέρος.
Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη έχει την υποχρέωση να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των πενήντα χιλιάδων τετρακοσίων τριών έξι ευρώ και επτά λεπτών [50.406,07] με το νόμιμο κατά τις διακρίσεις που αναφέρονται στο σκεπτικό μέχρι την εξόφληση.
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι χιλιάδων [20.000] ευρώ, με το νόμιμο κατά τις διακρίσεις που αναφέρονται στο σκεπτικό μέχρι την εξόφληση.
Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του εναγομένου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων [2.000] ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 29 Μαρτίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κι αντ΄ αυτής λόγω συνταξιοδοτήσεως και αναχωρήσεώς της, η ορισθείσα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Γραμματέας, Καλλιόπη Σκούρτη |