Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 204/2024

Αριθμός     204/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Γεώργιο Παπαθεοδωρόπουλο  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:   Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία «………….» (………) και  τον διακριτικο τίτλο «………..», το οποίο εδρεύει στον Πειραιά (οδός ………….) (ΑΦΜ ……………) και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά του δικηγόρου Έλλη Αβραμίδου.

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 4.11.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ  42/2021 (τακτική διαδικασία) απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία παράπεμψε την υπόθεση να δικαστεί από το καθ΄ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών και  η υπ΄ αριθμ. 3784/2022 απόφαση αυτού (ειδική διαδικασία περιουσιακών-εργατικων διαφορών), που  απέρριψε την αγωγή.

Την τελευταία αυτή απόφαση προσέβαλε ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από  16.1.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………/2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………../2023) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσιβλήτου, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

H  από 16-1-2023  [Γ.Α.Κ. …../2023  και  Ε.Α.Κ. …../2023]  έφεση του   ενάγοντος   κατά της υπ΄ αριθμό 3784/2022   οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατ΄  αντιμωλία των διαδίκων και  κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρ. 614 παρ.3 621 επ. ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518, παρ. 1, 591 παρ. 1   ΚΠολΔ).  Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, με την ίδια ως άνω, ειδική,  διαδικασία (άρθρ. 533 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα), δεδομένου  ότι  για  τις διαφορές των περιουσιακών – εργατικών διαφορών [άρθρ. 614 αριθ. 3, 621 ΚΠολΔ], όπως είναι και η προκείμενη,  δεν ισχύει, κατ’  άρθρ. 495 παρ. 3 εδάφ. τελευταίο ΚΠολΔ,  η υποχρέωση  καταβολής του παραβόλου που προβλέπεται  από το ίδιο ως άνω άρθρο.

Ο ενάγων, στην από  4-11-2019 [Γ.Α.Κ. ……/2019, Ε.Α.Κ. ……/2019] αγωγή του ενώπιον του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου,   εξέθετε ότι :  με την 518/2014  απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει  το συνολικό ποσό των 88.163,01  ευρώ, για δεδουλευμένους μισθούς του χρονικού διαστήματος, που αναφέρεται στην απόφαση, με το νόμιμο  τόκο από  τότε που κάθε επί μέρους ποσό  ήταν απαιτητό  και  καταδίκασε αυτό [εναγόμενο] να του καταβάλει για δικαστικά έξοδα το ποσό των 2.500 ευρώ. Η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικη, μετά την απόρριψη της κατ’ αυτής έφεσης του εναγομένου   με την υπ΄ αριθμό 75/2016 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, η οποία επιδίκασε στον ενάγοντα [εφεσίβλητο] δικαστικά έξοδα δευτέρου βαθµού δικαιοδοσίας ποσού 500 ευρώ. Το εναγόμενο άσκησε κατά της ως άνω απόφασης αίτηση αναίρεσης και αίτηση  αναστολής εκτέλεσης της απόφασης. Επί της αίτησης αναστολής εκδόθηκε η  υπ΄ αριθμό 31/2016 απόφαση [σε Συμβούλιο] του Αρείου Πάγου, με την οποία ανέστειλε την εκτέλεση της απόφασης του Εφετείου για το πέραν των 40.000 ευρώ ποσό, ενώ, στη συνέχεια, εκδόθηκε η υπ΄ αριθμό 1781/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση αναίρεσης και  καταδικάστηκε το εναγόμενο [αναιρεσείον] να του καταβάλει για τα δικαστικά έξοδα το ποσό των 1.800 ευρώ.  Το εναγόμενο, σε εκτέλεση της υπ΄ αριθμό  518/2014 απόφασης, του  κατέβαλε στις 15.09.2016  το ποσό των 40.000 ευρώ ως µέρος του κεφαλαίου που επιδικάστηκε και στη συνέχεια  το συνολικό ποσό των 76.666,97 ευρώ, το οποίο αφορούσε το  υπόλοιπο κεφάλαιο ποσού 18.163,01 ευρώ, δικαστικά έξοδα ποσού 4.300 ευρώ  και µέρος των οφειλόµενων νόµιµων τόκων ποσού 24.203,87 ευρώ,  αρνείται, όμως, να του καταβάλει το υπόλοιπο ποσό των νόµιµων τόκων, ύψους 26.733,93 ευρώ, για το  οποίο ο ίδιος επιφυλάχθηκε, µε το από 23.03.2018 ιδιωτικό συµφωνητικό, με το πρόσχημα ότι  οι οφειλόµενοι τόκοι έπρεπε να υπολογισθούν µε βάση το  επιτόκιο που προβλέπεται για το Δηµόσιο (6%) κι όχι µε βάση το προβλεπόμενο από το νόμο. Η  αδικαιολόγητη και παράνοµη παρακράτηση από το εναγόμενο του ποσού  των 26.733,93 ευρώ από τους οφειλόµενους από αυτή νόµιµους τόκους  συνιστά παράνοµη πράξη, που του προκάλεσε ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται  εύλογη χρηµατική ικανοποίηση ύψους 3.000 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε, μετά από τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής σε  έντοκο αναγνωριστικό από καταψηφιστικό, µε τις προτάσεις του (άρθρ. 223 εδ. β’ ΚΠολΔ), να αναγνωριστεί ότι το εναγόμενο έχει την υποχρέωση να του καταβάλει, συνολικά [26.733,93 και 3.000],  29.733,93 ευρώ, µε το νόµιµο τόκο υπερηµερίας σε επιδικία από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής µέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως  απαράδεκτη, λόγω του δεδικασμένου που απορρέει από την υπ΄ αριθμό  518/2014 ως άνω τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  και ως μη νόμιμη ως προς τη βάση για επιδίκαση χρηματικής  ικανοποίησης.  Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων, με την ένδικη έφεσή του, με λόγους που ανάγονται σε  εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς σε  κακή εκτίμηση των αποδείξεων,  ζητώντας να εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση και να γίνει δεκτή η αγωγή του.

Κατά το άρθρο 321 ΚΠολΔ, δεδικασμένο, το οποίο, κατ’ άρθρο 332 ΚΠολΔ, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, εμποδίζοντας το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι, δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες, και κατ’ άρθρο 322 παρ. 1 ΚΠολΔ εκτείνεται στο ουσιαστικό και δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε με την απόφαση οριστικά για μια έννομη σχέση που έχει προσβληθεί με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Κατά το άρθρο 324 ΚΠολΔ το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ιδίων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία, καλύπτει δε όχι μόνο το δικαίωμα που κρίθηκε (την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε), αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση (υπό την έννοια των πραγματικών περιστατικών που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσεως), καθώς και τη νομική αιτία (το νομικό χαρακτηρισμό) που το δικαστήριο έδωσε στα πραγματικά περιστατικά υπάγοντας τα στην οικεία διάταξη νόμου, την οποία εφάρμοσε, δηλαδή καλύπτει, ως ενιαίο όλον, ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό, όπως διατυπώνεται στην απόφαση (ΑΠ 728/1996 ΑΠ 981/1993, ΑΠ 1019/1993). Ειδικότερα το δεδικασμένο καλύπτει: α)το δικαίωμα που κρίθηκε, β) τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά και γ) την ιστορική αιτία που αποτελείται από τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο και ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης (ΑΠ 1137/2006). Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτουν από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι απ’ αυτό της κριθείσας αγωγής, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενο της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε απ’ αυτό [ΑΠ 2047/2022,  ΑΠ 916/2021, ΑΠ 298/2004  δημ/ση ΝΟΜΟΣ]. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 216 παρ. 1 ψηφ. γ΄ , 322 παρ. 1, 324, 331  ΚΠολΔ, προκύπτει, ακόμη,  ότι, αν με αγωγή που προηγήθηκε είχε καταχθεί σε δίκη μέρος μόνο απαίτησης, το οποίο και επιδικάστηκε, δεδικασμένο (υπό την αρνητική και τη θετική του λειτουργία) γεννιέται μόνο ως προς το μέρος αυτό, αφού το επιπλέον δεν είχε προβληθεί, κατά τη διατύπωση του άρθρου 322 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και συνεπώς το δικαστήριο δεν επιλήφθηκε αυτού. Μπορεί λοιπόν ο  δικαιούχος μεταγενεστέρως να ζητήσει έννομη προστασία για το υπόλοιπο της ίδιας απαίτησης, το οποίο δεν είχε επιδιώξει με την αρχική αγωγή του, ασκώντας νέα αγωγή χωρίς να αποκρούεται από το δεδικασμένο. Αντίθετα αν με την προηγούμενη αγωγή ή απαίτηση είχε ασκηθεί ως αποτελούσα το όλον, και η απόφαση η οποία εκδόθηκε δεν έκρινε για το μέρος αλλά για το όλον της απαίτησης αυτής, αποκλείεται με νέα αγωγή να ζητηθεί και άλλο ποσό της ίδιας απαίτησης, αφού κρίθηκε ήδη ότι η απαίτηση του δικαιούχου ήταν αυτή που επιδικάστηκε [ΟλΑΠ 1/2005 , 1/2003, ΑΠ 509/2022  δημ/ση ΝΟΜΟΣ].  Εξάλλου στον  ισχύοντα Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (ν. 3463/2006) ορίζονται τα εξής: Με το άρθρο 252 παρ. 1, 3 και 5 ότι: “Οι Δήμοι και οι Κοινότητες μπορούν να συνιστούν ή να συμμετέχουν σε επιχειρήσεις, οι οποίες καλούνται επιχειρήσεις ΟΤΑ, σύμφωνα με τις παρακάτω ρυθμίσεις. Οι επιτρεπόμενες μορφές των επιχειρήσεων αυτών είναι οι εξής: α) δημοτικές ή κοινοτικές κοινωφελείς επιχειρήσεις, β) Ανώνυμες Εταιρείες ΟΤΑ” (παρ. 1). “Οι Ανώνυμες Εταιρείες ΟΤΑ συνιστώνται είτε μόνο από έναν ή περισσότερους Δήμους ή Κοινότητες, είτε….Οι εταιρείες αυτές λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920” (παρ. 3). “Οι επιχειρήσεις των προηγούμενων παραγράφων αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου” (παρ. 5). Στο άρθρο 260 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι “Η διαχείριση των κοινωφελών επιχειρήσεων γίνεται σύμφωνα με ιδιαίτερο προϋπολογισμό εσόδων και εξόδων και είναι ανεξάρτητη από την υπόλοιπη δημοτική ή κοινοτική διαχείριση” (παρ. 1). “Ο Δήμος και η Κοινότητα δεν ευθύνεται για οφειλές ή οποιεσδήποτε υποχρεώσεις έχει αναλάβει η επιχείρηση έναντι τρίτων” (παρ. 5), ενώ στο άρθρο 265 ορίζεται ότι “Δήμοι ή Κοινότητες …δύνανται να συνιστούν Ανώνυμες Εταιρείες οι οποίες λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις της εμπορικής και φορολογικής νομοθεσίας” (παρ. 1). “Οι Ανώνυμες Εταιρείες ΟΤΑ συγχωνεύονται, διασπώνται ή λύονται σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει”. (παρ. 8). Εξάλλου, κατά το άρθρο 276 του ως άνω Κώδικα “Οι Δήμοι και οι Κοινότητες, τα δημοτικά και κοινοτικά ιδρύματα και τα λοιπά δημοτικά και κοινοτικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι σύνδεσμοι Δήμων και Κοινοτήτων, οι αποκλειστικώς κοινωφελούς χαρακτήρα αμιγείς δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις Ύδρευσης και Αποχέτευσης, η Κεντρική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων της Ελλάδας και οι τοπικές Ενώσεις Δήμων και Κοινοτήτων, απαλλάσσονται εν γένει από κάθε δημόσιο, άμεσο ή έμμεσο, δημοτικό, κοινοτικό ή λιμενικό φόρο. . . Επίσης, έχουν όλες ανεξαιρέτως τις ατέλειες και τα δικαστικά, διοικητικά και δικονομικά προνόμια που παρέχονται στο Δημόσιο.” (παρ. 1).” Για την παραγραφή των αξιώσεων κατά των ΟΤΑ εφαρμόζονται οι διατάξεις που διέπουν την παραγραφή των αξιώσεων κατά του Δημοσίου. Κάθε άλλη διάταξη που ορίζει μεγαλύτερο χρόνο παραγραφής κατά των ΟΤΑ καταργείται” (παρ. 2). “Ο νόμιμος τόκος και ο τόκος υπερημερίας κάθε οφειλής των ΟΤΑ ανέρχεται στο ποσοστό που ορίζεται για τις αντίστοιχες οφειλές του Δημοσίου” (παρ. 3). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του ισχύσαντος κατά τον επίδικο χρόνο άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 “περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις”, [που ίσχυε έως τις 28.6.2014 και ακολούθως με την ταυτοσήμου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 140 παρ. 3 του Ν. 4270/2014 (ΦΕΚ Α` 143/28.6.2014) που την αντικατέστησε], η απαίτηση οποιουδήποτε των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ` αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις παραγράφεται μετά την παρέλευση διετίας από τη γένεσή της. Εξάλλου, κατά το άρθρο 250 του ΑΚ,” Σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις 1.)… 6) των υπηρετών και των εργατών για την πληρωμή των μισθών ή άλλων αμοιβών και εξόδων τους… 17) των κάθε είδους μισθών, των καθυστερούμενων προσόδων συντάξεων, διατροφής και κάθε άλλης παροχής που επαναλαμβάνεται περιοδικά”. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγονται τα ακόλουθα: Οι αναφερόμενες στα άρθρα 252 επ. του ισχύοντος Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (ν. 3463/2006) δημοτικές επιχειρήσεις, στις περιλαμβάνονται και δημοτικές επιχειρήσεις ραδιοφωνίας [ΑΠ 957/2020, ΑΠ 253/2019, ΕΑ 6138/2022 δημ/ση ΝΟΜΟΣ], δεν αποτελούν Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), αλλά συνιστούν αυτοτελείς έναντι των Οργανισμών αυτών επιχειρήσεις, που λειτουργούν με τη μορφή Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου, για την επίτευξη ορισμένων, αναφερόμενων στις ανωτέρω διατάξεις, σκοπών, η διαχείριση των επιχειρήσεων αυτών γίνεται σύμφωνα με ιδιαίτερο προϋπολογισμό εσόδων και εξόδων και είναι ανεξάρτητη από την υπόλοιπη δημοτική διαχείριση, η δε ευθύνη του Δήμου, που συνιστά ή συμμετέχει σε τέτοια επιχείρηση, περιορίζεται στη συμμετοχή του στο κεφάλαιο της επιχείρησης και η εργασιακή σχέση του προσωπικού των επιχειρήσεων αυτών διέπεται από τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Συνεπώς,  δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής  το προβλεπόμενο στα άρθρα 21 του Κ.Ν. της 26.6-10.7.1944 “περί δικών του Δημοσίου” και 7 παρ. 2 του ν.δ. 494/1974 “περί λογιστικού των ΝΠΔΔ”, ποσοστό τόκου υπερημερίας 6% ετησίως, αφού κατά την αληθή έννοιά τους οι τελευταίες διατάξεις δεν είναι εφαρμοστέες στους εργαζόμενους στις Δημοτικές Επιχειρήσεις,  καθώς τούτο αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 276 παρ. 3 του ΚΔΚ (ν. 3463/2006) και στο σκοπό της, ενόψει και του ότι οι Δημοτικές Επιχειρήσεις, όπως προαναφέρεται δεν αποτελούν, όπως αναφέρεται παραπάνω στη μείζονα σκέψη, ΟΤΑ, αλλά αυτοτελή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, τα οποία λειτουργούν με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας και διαθέτουν ίδια έσοδα και δική τους αυτόνομη ταμειακή υπηρεσία και το δικό τους ταμειακό συμφέρον δεν ταυτίζεται με αυτό του Δημοσίου ή των ΟΤΑ. Εργοδότης δε  των μισθωτών που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε τέτοιες επιχειρήσεις είναι οι τελευταίες και όχι οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης που τις συνέστησαν ή συμμετέχουν (ΑΠ 1014/2022, ΑΠ 1013/2022, ΑΠ  1009/2021, ΑΠ   677/2021, ΕΑ 1650/2014  δημ/ση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 748/2020 δημ/ση ΤΝΠ ΔΣΑ].   Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση όλων των εγγράφων, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων άσκησε κατά του εναγομένου Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία <<………………>>, το οποίο, όπως συνομολογείται αποτελεί δημοτική επιχείρηση του Δήμου Πειραιώς  και διέπεται από τις διατάξεις του Ν. 3463/2006 <<Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων>>, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 30-10-2012 αγωγή, με την οποία ζητούσε, μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος σε αναγνωριστικό από καταψηφιστικό, να αναγνωριστεί ότι έχει υποχρέωση να του καταβάλει για δεδουλευμένους μισθούς και υπερεργασία το, συνολικό, ποσό των 119.443,13 ευρώ, με το νόμιμο τόκο  υπερημερίας από τον χρόνο από τον οποίο κάθε επί μέρους ποσό ήταν απαιτητό. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ΄ αριθμό  518/2014 απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή, κατά ένα μέρος, η αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα το, συνολικό, ποσό των 88.163,01  ευρώ για δεδουλευμένους μισθούς, με το νόμιμο τόκο  από τότε  που  κάθε επί μέρους ποσό ήταν απαιτητό.  Νόμιμος δε  τόκος, μετά την επίδοση της αγωγής είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι` αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ` αυτήν, όταν το δικαστήριο κατ` εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας (ΑΠ  416/2022, ΑΠ  553/2019, 1114/2018, 1207/2017  δημ/ση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, δεν υπήρξε  αίτημα του εναγομένου για επιβάρυνση των οφειλών του   με επιτόκιο 6% και όχι  με το νόμιμο τόκο, ο οποίος ισχύει, κάθε φορά, για τους ιδιώτες οφειλέτες. Το εναγόμενο άσκησε κατά της απόφασης αυτής την από 28-2-2014 έφεσή του, χωρίς να υποβάλει ειδικό παράπονο για το επιτόκιο, με το οποίο επιβαρύνθηκε το ποσό που επιδικάστηκε στον ενάγοντα. Η έφεση αυτή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη με την υπ΄ αριθμό 75/2016 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς. Κατά της τελευταίας  αυτής απόφασης το εναγόμενο άσκησε την από 16-5-2016 αίτηση αναίρεσης και το από 4-4-2017 δικόγραφο πρόσθετων λόγων, καθώς και  αίτηση αναστολής της εκτέλεσης της απόφασης με αριθμό 518/2014 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία επικυρώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Η αίτηση αναστολής έγινε δεκτή κατά ένα μέρος, με την υπ΄ αριθμό 31/2016 απόφαση του Αρείου Πάγου [σε Συμβούλιο] και ανεστάλη η εκτέλεση της ως άνω απόφασης για το ποσό των πέραν των 40.000  ευρώ του κεφαλαίου και για όλο το ποσό των τόκων, έως ότου εκδοθεί απόφαση επί της αναίρεσης, η οποία απορρίφθηκε με την υπ΄ αριθμό 1781/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου. Σε εκτέλεση δε της ως άνω 31/20176 απόφασης του Αρείου Πάγου [σε Συμβούλιο] το εναγόμενο κατέβαλε, στις 15-9-2016, στον ενάγοντα το ποσό των 40.000 ευρώ, ως μέρος του κεφαλαίου των 88.163,01  ευρώ. Στη συνέχεια, καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων το από 23-3-2018 ιδιωτικό συμφωνητικό, σύμφωνα με το οποίο <<…..3. Η δεύτερη των εδώ  συμβαλλομένων [εναγόμενο] αναγνωρίζει ότι οφείλει το συνολικό ποσό των 76.666,97 ευρώ, το οποίο  αναλύεται ως εξής : ι. υπόλοιπο κεφαλαίου [88.163,01 – 40.000] 48.163,10, ιι) τόκοι υπολογιζόμενοι  κατά το παρόν συµφωνητικό µε επιτόκιο 6%  που  ισχύει επί διαφορών του Δηµοσίου εν γένει (19.077,92 € συν 5.125,95€ ίσον) 24.203,87 ευρώ. ιιι)  Δικαστική δαπάνη της υπ’ αριθµ. 518/2014 απόφασης του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, 2.500 ευρώ, iv. Δικαστική Δαπάνη της υπ αριθµ. 1781/2017 απόφασης του Αρείου Πάγου, 1.800 ευρώ. 4. Το  σύνολο του οφειλόµενου ποσού που ανέρχεται στο ποσό των (48.163,10 € +  19.077,92 € + 5.125,958€ + 2.500€ + 1.800-€ =) 76.666,97 ευρώ συµφωνείται όπως  καταβληθεί µε κατάθεση στον λογαριασµό που τηρεί στην Τράπεζα …… 5. Τα εδώ συµβαλλόµενα µέρη επιφυλάσσονται ρητώς κάθε νοµίµου δικαιώµατός τους. Ειδικώς ο πρώτος των συµβαλλοµένων [ενάγων] επιφυλάσσεται ρητώς επί του  εφαρµοζόµενου επιτοκίου για τον υπολογισµό των τόκων και επί των τόκων που  καταβλήθηκαν, καθόσον οι τόκοι υπολογίσθηκαν µε επιτόκιο 6%  που εφαρµόζεται επί διαφορών Δηµοσίου. Κατά την δεύτερη των συµβαλλοµένων στις υποθέσεις  που την αφορούν εφαρµόζεται το επιτόκιο αυτό και κατά συνέπεια έχει εξοφλήσει πλήρως και ολοσχερώς την απαίτηση του πρώτου των εδώ συµβαλλοµένων και  αντιδίκου της εκ της ανωτέρω αιτίας>>.  Επομένως, με την, ήδη, ως άνω αμετάκλητη υπ΄ αριθμό 518/2014 απόφαση του   Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κρίθηκε, με δύναμη δεδικασμένου το σύνολο της απαίτησης του ενάγοντος από τη σχέση εργασίας του με το εναγόμενο για δεδουλευμένους μισθούς του χρονικού διαστήματος, που αναφέρεται στην απόφαση αυτή, ήτοι, όπως προαναφέρεται,  αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του εναγομένου να  καταβάλει στον ενάγοντα το, συνολικό, ποσό των 88.163,01  ευρώ ως οφειλόμενο κεφάλαιο, καθώς και η επιβάρυνση αυτού [εναγομένου] να καταβάλει το ποσό αυτό  με το νόμιμο τόκο, όπως η έννοια αυτού [τόκου] προσδιορίζεται παραπάνω, από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, έστω και αν δεν γίνεται μνεία στο νόμω βάσιμο της αγωγής της οικείας διάταξης του άρθρου 345 ΑΚ. Ούτε, άλλωστε, αναφέρεται η  μη έχουσα, σε κάθε περίπτωση,  εφαρμογή στην προκείμενη διαφορά, διάταξη του άρθρ. 21 του Κ.Ν. της 26.6-10.7.1944 “περί δικών του Δημοσίου” και 7 παρ. 2 του ν.δ. 494/1974 “περί λογιστικού των ΝΠΔΔ”, περί ποσοστού τόκου υπερημερίας 6%.  Συνακόλουθα  η υπό κρίση αγωγή του ενάγοντος   με αίτημα την καταβολή  ποσού τόκων   26.733,93 ευρώ, επί του ίδιου ως άνω κεφαλαίου  των 88.163,01  ευρώ, το οποίο, ήδη, του επιδικάστηκε με το νόμιμο τόκο με την ως άνω αμετάκλητη απόφαση προσκρούει στο δεδικασμένο, που απορρέει από αυτή και, συνεπώς, δεν μπορεί να θεμελιωθεί η ένδικη αξίωσή του, η οποία, ενδεχομένως, θα μπορεί να ικανοποιηθεί με την εκτέλεση της υπ΄ αριθμό 518/2014 απόφασης του   Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ως προς το σύνολο των νόμιμων τόκων  που επιδικάζονται. Εξάλλου, αφού κρίθηκε απορριπτέα η αξίωση του  ενάγοντος για επιδίκαση του αιτούμενου χρηματικού ποσού τόκων, δεν θεμελιώνεται παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του  εναγομένου, η οποία να του προκάλεσε ηθική βλάβη και, συνακόλουθα, δεν δικαιούται χρηματική ικανοποίηση. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για την καταβολή των ενοχικώς οφειλόμενων αποδοχών και η παρακράτησή τους απ` αυτόν δεν συνιστά αδικοπραξία και κατά περαιτέρω συνέπεια δεν θεμελιώνει ούτε αξίωση, κατ’ άρθρ. 932 ΑΚ, για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη, αφού και αυτή προϋποθέτει αδικοπραξία (ΑΠ 359/2020, ΑΠ 105/2020, ΑΠ 670/2016, ΕΑ 233/2023, ΕΑ 2037/2022  δημ/ση ΝΟΜΟΣ).      Με βάση τα παραπάνω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, λόγω του ως άνω δεδικασμένου, κατά παραδοχή της σχετικής ένστασης του εναγομένου, αν και το δεδικασμένο λαμβάνεται και αυτεπάγγελτα υπόψη από το Δικαστήριο [άρθρ. 332 ΚΠολΔ], ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, τα δε  αντίθετα υποστηριζόμενα από τον  ενάγοντα με τους συναφείς λόγους της  έφεσής του είναι αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και η έφεση στο σύνολό της. Τέλος, ο εκκαλών, που ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί  στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά το νόμιμο περί τούτου αίτημα του τελευταίου [ αρθρ.  176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ].

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία   τους διαδίκους.

Δέχεται τυπικά  και

Απορρίπτει  κατ’ ουσίαν  την έφεση κατά της 3784/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, τα οποία προσδιορίζει   στο ποσό των εξακοσίων [600] ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 30 Απριλίου 2024,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ