Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 210/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης    210 /2024

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..», και τον διακριτικό τίτλο «……..», που εδρεύει στην … Αττικής, οδός …….., με ΑΦΜ ………, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θωμά Γούμενο της Δικηγορικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΣΤ. Γ. Σταματόπουλος-Θ.Ν. Γούμενος & Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία», με δήλωση κατ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «……», και τον διακριτικό τίτλο «…………», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ………, ως καθολική διάδοχος της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «…………..» ενεργούσας εν προκειμένω με την ιδιότητα της εκπροσώπου των ομολογιούχων δανειστών, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βάιο Κυριάκο, με δήλωση  κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 12.5.2022 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……../2022 ανακοπή της, κατά της καθής η ανακοπή-εφεσίβλητης. Η ανακοπή δικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και επ’ αυτής, εκδόθηκε η με αριθμό 274/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που απέρριψε την ανακοπή.. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού η  εκκαλούσα με την από 3.3.2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2023 έφεση.  Για την συζήτηση της έφεσης ορίστηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, οπότε η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο με αριθμό ….. και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανάπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

H υπό κρίση από 3.3.2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2023 έφεση κατά της με αριθμό 274/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία αφού δίκασε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών απέρριψε ως απαράδεκτη την από 12.5.2022 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………/2022 ανακοπή της ανακόπτουσας-εκκαλούσας, ασκήθηκε παραδεκτά, νομότυπα [άρθρα 495 παρ. 1,511,513 παρ 1β, 514, 517, 520 παρ.1 ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα, εντός της κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ διετούς καταχρηστικής προθεσμίας, καθώς ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ούτε από τα έγραφα της δικογραφίας, προκύπτει η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Περαιτέρω δε με την κατάθεση της έφεσης κατατέθηκε και το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό  ……..  e- παράβολο σε συνδυασμό με την από 6.3.2023 απόδειξη πληρωμής της Τράπεζας Eurobank). Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτη και  να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ώστε να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 12.5.2022 με αριθμό  έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……../2022 ανακοπή της, ζητούσε να ακυρωθεί, για τους αναφερόμενους στην ανακοπή λόγους, η αναγκαστική εκτέλεση της με αριθμό …./2019 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία επισπεύδεται σε βάρος της, δυνάμει της από 13.4.2021 επιταγής προς πληρωμή και της με αριθμό ……/15.4.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας, που συνέταξε η Δικαστική Επιμελήτρια του Εφετείου Αθηνών ………… Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία απέρριψε την ανακοπή και επέβαλε σε βάρος της ανακόπτουσας τα δικαστικά έξοδα της καθής η ανακοπή, ποσού 484 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ανακόπτουσα-εκκαλούσα με την ένδικη έφεσή της για λόγους που ανάγονται στην εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και την πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης,  την αποδοχή της ανακοπής της, και την ακύρωση της επισπευδόμενης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Τέλος, ζητεί να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.

Με τον μοναδικό λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα ισχυρίζεται, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου αυτού, ότι λόγω εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων   η εκκαλουμένη έκρινε ότι οι λόγοι που περιλαμβάνονται στην ασκηθείσα ανακοπή και αναφέρονται στην ακυρότητα του εκτελεστού τίτλου, ήτοι της με αριθμό ……./2019 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της, τυγχάνουν απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, επειδή ο εν λόγω εκτελεστός τίτλος έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, το οποίο καλύπτει το κύρος αυτού αλλά και της απαίτησης της καθής, επειδή δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα ανακοπή κατά της εν διαταγής πληρωμής (άρθρο 632-633 ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση όλων των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, τα οποία είναι πρόσφορα είτε για πλήρη απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται σε σχέση με τον εξεταζόμενο λόγο έφεσης, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 29.6.2009 προγράμματος έκδοσης κοινού ομολογιακού δανείου με συμβάσεις διοργάνωσης, διαχείρισης και εκπροσώπηση του ομολογιακού δανείου και κάλυψης πρωτογενούς διαθέσεως ομολογιών, ποσού τεσσάρων εκατομμυρίων (4.000.000) ευρώ και των τροποποιητικών πράξεων αυτού, που καταρτίστηκαν μεταξύ της δικαιοπαρόχου της εφεσίβλητης, «……..» ως διοργανωτή και εκπροσώπου των ομολογιούχων και της εκκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία «………..» ως εκδότη και του ………, ως εγγυητή, ορίστηκε μεταξύ άλλων ότι η δικαιοπάροχος της εφεσίβλητης αναλαμβάνει την διαχείριση του εν λόγω δανείου και την εκπροσώπηση των ομολογιούχων δανειστών. Το δάνειο εκδόθηκε και καλύφθηκε από τους αρχικούς ομολογιούχους, ήτοι την δικαιοπάροχο της εφεσίβλητης, καταγγέλθηκε όμως από αυτήν την 22.3.2018 λόγω μη καταβολής οφειλομένων δόσεων από την εκκαλούσα. Εν συνεχεία, με αίτηση της δικαιοπαρόχου της εφεσίβλητης εκδόθηκε η με αριθμό ……./2019 διαταγή πληρωμής από τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας επιτάχθηκε η εκκαλούσα να καταβάλλει μέρος της συνολικής απαίτησης της δικαιοπαρόχου της εφεσίβλητης, ποσού 5.211.137,42 ευρώ, και δη το ποσό των 2.500.000 ευρώ εντόκως από την 28.3.2018, επόμενη ημέρα της ημερομηνίας κλεισίματος του τηρούμενου λογαριασμού εξυπηρέτησης του δανείου και με ανατοκισμό των τόκων ανά εξάμηνο και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Επικυρωμένο αντίγραφο της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής επιδόθηκε στην εκκαλούσα την 18.3.2019, όπως προκύπτει από την με αριθμό …../18.3.2019 έκθεση επίδοσης που συνέταξε η Δικαστική Επιμελήτρια στο Εφετείο Αθηνών ……. Κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής, η εκκαλούσα άσκησε την από 28.3.2019 και με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2019 ανακοπή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την οποία επέδωσε στην δικαιοπάροχο της εφεσίβλητης, την 5.4.2019 όπως προκύπτει από την με αριθμό …….. Δ/5.4.2019 έκθεση επίδοσης που συνέταξε ο Δικαστικός Επιμελητής της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……, η οποία παραδεκτώς προσκομίζεται το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού. (άρθρο 527 ΚΠολΔ).  Επομένως, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι η ως άνω ανακοπή η οποία συζητήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την 15.11.2023, έχει απορριφθεί, η ανακοπτόμενη με αυτήν με αριθμό ……../2019 διαταγή πληρωμής από τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δεν έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.  Η εκκαλουμένη απόφαση που δέχθηκε τα αντίθετα, και απέρριψε την ένδικη ανακοπή ως απαράδεκτη, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση, να αποδοθεί το παράβολο Δημοσίου που κατατέθηκε με αυτήν στην εκκαλούσα, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί η από 12.5.2022 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………./2022 ανακοπή και να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο.

Η κρινόμενη ανακοπή, στρέφεται κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδει η καθής η ανακοπή,  ως καθολική διάδοχος της αρχικής επισπεύδουσας και εκπροσώπου των ομολογιακών δανειστών του από 29.6.2009 ομολογιακού δανείου, δυνάμει της από 13.4.2021 επιταγής προς εκτέλεση, και της με αριθμό ……./15.4.2022 έκθεσης αναγκαστικής εκτέλεσης ακινήτου που συνέταξε η Δικαστική Επιμελήτρια στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών ……., με εκτελεστό τίτλο την με αριθμό ……../2019 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Σημειώνεται ότι η καθής η κρινόμενη ανακοπή, Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία με την επωνυμία «……», με αριθμό ΓΕΜΗ …. κατέστη καθολική διάδοχος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……» με αριθμό ΓΕΜΗ ………., μετά την διάσπαση της τελευταίας δια της απόσχισης του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της με σύσταση νέας εταιρείας-πιστωτικού ιδρύματος, η οποία εγκρίθηκε με τη με αριθμό πρωτοκόλλου 139241/30.12.2020 απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων και καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ δυνάμει της με αριθμό πρωτοκόλλου ……/30.12.2020 ανακοίνωσης του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων. Περαιτέρω, η κρινόμενη ανακοπή έχει ασκηθεί παραδεκτά και εμπρόθεσμα κατ άρθρο 934 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., καθώς η με αριθμό …./2022 κατασχετήρια έκθεση που συνέταξε η Δικαστική Επιμελήτρια στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών …….., επιδόθηκε στην ανακόπτουσα την 18.4.2022, όπως προκύπτει από την επισημείωση της Δικαστικής Επιμελήτριας …… σε αντίγραφο της ως άνω κατασχετήριας έκθεσης, το οποίο επικαλείται και προσκομίζει η ανακόπτουσα και η κρινόμενη ανακοπή ασκήθηκε την 27.5.2022, με την επίδοση αντιγράφου αυτής στην καθής η ανακοπή, όπως προκύπτει από την με αριθμό …../2022 έκθεση επίδοσης που συνέταξε ο Δικαστικός επιμελητής στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών ………. Η υπό κρίση ανακοπή εκδικάζεται κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών του άρθρου 614 επ.ΚΠολΔ και είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 933 και 176 ΚΠολΔ και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής.

Επί του πρώτου λόγου της υπό κρίση ανακοπής.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994 («Προστασία των καταναλωτών»), όπως αντικ. με το άρθρ. 2 παρ. 2 ν. 3587/2007, οι όροι που έχουν διαμορφωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών) απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, ο δε καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται. Καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος είναι κάθε γ.ο.σ. ο οποίος χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τις τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη [βλ. ΟλΑΠ 15/2007], Εκτός από την παραπάνω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των γ.ο.σ. που συνεπάγονται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του άρθρου 2 ν. 2251/1994 απαριθμούνται ενδεικτικά και τριάντα δύο περιπτώσεις γενικών όρων (η τελευταία των οποίων προστ. με το άρθρ. 2 παρ. 3 ν. 3587/2007) που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί, χωρίς ως προς αυτούς να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται κατ’ αμάχητο τεκμήριο ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα [βλ. ΟλΑΠ 12/2017, ΑΠ 368/2019, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1004/2023 Qualex]. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α` του ιδίου ως άνω ν. 2251/1994, ως καταναλωτής νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι επίσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητος του. Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη του ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 999/2019, ΑΠ 828/2018). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η ανωτέρω έννοια του καταναλωτή, κατά το ν. 2251/1994, αποσκοπεί στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σε αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Στο πλαίσιο της ελληνικής εννόμου τάξεως, δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επεκτάσεως των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α` του ν. 2251/1994 δεν συνάγεται πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβασή τους. Έτσι, υπάγονται στην προστασία του ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών. Περαιτέρω, με την ευρωπαϊκή Οδηγία 98/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16-2-1998 “σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 87/102/EΟK για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη”, το έτος θεωρείται ότι έχει 365 ημέρες. Ο κανόνας αυτός ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία με υπουργικές αποφάσεις και ειδικότερα την ΚΥΑ υπ` αρ. Ζ1 -178/13.2.2001 των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Δικαιοσύνης και της Υφυπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 255 Β/9.3.2001) και την ΥΑ υπ` αρ. Ζ1-798/25.6.2008 του Υπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 1353 Β/11.7.2008), από τις οποίες η πρώτη δεν αφορά επαγγελματικά αλλά καταναλωτικά δάνεια και ειδικότερα τις συναλλαγές με πιστωτικές κάρτες, ενώ η δεύτερη, στην παρ.1 περ. στ` της οποίας ορίζεται ότι απαγορεύεται η αναγραφή σε δανειακές συμβάσεις όρου που προβλέπει υπολογισμό των τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί του ημερολογιακού έτους, αφορά συμβάσεις στεγαστικών δανείων (ΑΠ 1331/2012). Στη συνέχεια, εκδόθηκε η Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της 23-4-2008 “για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου”, με βάση την οποία εκδόθηκε η ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών-Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σκοπός της οποίας είναι, όπως κατά λέξη αναφέρεται στο πρώτο άρθρο της, “η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των διατάξεων της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008 για την προστασία των καταναλωτών στις συμβάσεις πίστωσης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/EOK του Συμβουλίου”. Όσον αφορά στο πεδίο εφαρμογής της, στο άρθρο 2 της ανωτέρω ΚΥΑ ορίζεται, ότι οι διατάξεις αυτής εφαρμόζονται στις συμβάσεις πίστωσης, πλην όμως ρητά εξαιρούνται πολλές συμβάσεις, μεταξύ των οποίων και “οι συμβάσεις πίστωσης που αφορούν συνολικό ποσό πίστωσης μικρότερο των 200 ευρώ ή μεγαλύτερο των 75.000 ευρώ”, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 3, στο οποίο αναφέρονται οι ορισμοί, που ισχύουν για την εφαρμογή της εν λόγω ΚΥΑ, ως “καταναλωτής” θεωρείται “κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, με τις δικαιοπραξίες που καλύπτει η παρούσα απόφαση, επιδιώκει σκοπούς που δεν σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα του”. Με το άρθρο 24 αυτής, καταργήθηκε από την έναρξης ισχύος της η κοινή υπουργική απόφαση Φ1983/1991 (ΦΕΚ 172 Β`), όπως τροποποιήθηκε από τις κοινές υπουργικές αποφάσεις Φ15353/1994 (ΦΕΚ 947 Β`) και Ζ1178/2001 (ΦΕΚ 255 Β`). Από τις παραπάνω διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι και η ανωτέρω ΚΥΑ αφορά μόνο καταναλωτικά δάνεια, με την προϋπόθεση μάλιστα οι σχετικές δικαιοπραξίες να καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής αυτής και όχι επαγγελματικά. Εξάλλου, ο Γ.Ο.Σ. που προβλέπει, ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωση του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως, όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής, ο οποίος έχει τη δικαιολογημένη προσδοκία ότι το έτος, στο οποίο αναφέρεται η περίοδος εκτοκισμού, θα είναι το ημερολογιακό έτος 365 ημερών, δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα και με τη διάταξη του όρθρου 243 παρ.3 ΑΚ. Η δανείστρια τράπεζα διασπά με τον εν λόγω όρο, εντελώς τεχνητά και κατ` απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή- δανειολήπτη, ο οποίος πλέον – όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών – για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889% περισσότερο, τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή, η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας, ιδίως στη σύγχρονη εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών. Άλλωστε το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ` επιταγή της προαναφερόμενης κοινοτικής οδηγίας 2008/48/Ε.Κ., που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ` αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου (ΑΠ 1346/2022, ΑΠ 1138/2020, ΑΠ 1438/2019, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 430/2005). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 παρ.6 και 8 του ν.2251/1994, 181 και 200 ΑΚ συνάγεται ότι η ακυρότητα ενός Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) δεν επιδρά επί του κύρους όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με το νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (άρθρο 181 ΑΚ), δηλαδή συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σ` αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Ως προς το ζήτημα της πλήρωσης του κενού, που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός ΓΟΣ, γίνεται δεκτό ότι το σχετικό κενό καλύπτεται καταρχήν με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα ενδοτικού δικαίου, εφόσον προβλέπεται σχετική ρύθμιση, διαφορετικά από τη συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης κατά το άρθρο 200 του ΑΚ(ΑΠ 1060/2019, ΑΠ 105/2019). Περαιτέρω, για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά φέρει χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ` ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 1346/2022, ΑΠ 1395/2021, ΑΠ 999/2019), δεδομένου ότι,  αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 333/2019, ΑΠ 1349/2013). Δηλαδή, αν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ενστάσεως) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, δηλαδή μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας, αφού κανένας λόγος, νομικός ή άλλος, δεν επιβάλλει την καθολική ακύρωσή της (ΑΠ 1138/2020, ΑΠ 387/2020, ΑΠ 196/2020, ΑΠ 1060/2019). Επομένως, σύμφωνα με τα παραπάνω, η ακυρότητα του Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) δεν καθιστά την απαίτηση ανεκκαθάριστη. (Α.Π.633/2023 και ΑΠ 699/2023 ΤΝΠ Νομος)

Κατά τα εκτιθέμενα στον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής η ακυρότητα του εκτελεστού τίτλου, ήτοι της με αριθμό  ……../2019 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στον οποίο στηρίχθηκαν οι ανακοπτόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, εδράζεται στον ισχυρισμό ότι το από 29.6.2009 πρόγραμμα ομολογιακού δανείου και οι πρόσθετες πράξεις αυτού περιέχουν όρους οι οποίοι είναι καταχρηστικοί και αντικείμενοι σε διατάξεις αναγκαστικού δικαίου και ειδικότερα τους όρους 8.2.του προγράμματος ομολογιακού δανείου και 7 του παραρτήματος Ι της από 20.10.2010 πράξης τροποποίησης αυτού, περί υπολογισμού των τόκων βάσει έτους 360 ημερών αντί 365 ημερών, ο οποίος προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας που επιτάσσει το άρθρο 2 παρ.6 και 7 του Ν 2251/1994 καθώς αφενός ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο, αφετέρου δε δημιουργείται μια πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή ο οποίος επιβαρύνεται με 1,3889% περισσότερους τόκους ημερησίως. Ότι στην υπό κρίση περίπτωση με βάση το έτος των 360 ημερών η δικαιοπάροχος της καθής η ανακοπή υπολόγισε τόκους ποσού 982.276,13 ευρώ και τόκους υπερημερίας ποσού 710362,03 ευρώ στους οποίους έχουν ενσωματωθεί ποσά αθέμιτων τόκων ανατοκιζόμενα από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης, που επιβαρύνουν τον καταναλωτή, επιβάρυνση της οποίας το ακριβές ποσό είναι ανέφικτο να προκύψει με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς, γεγονός το οποίο καθιστά την απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η εν λόγω διαταγή πληρωμής ανεκκαθάριστη. Ο ως άνω λόγος ανακοπής, παραδεικτά προβάλλεται κατ΄ άρθρο 933παρ1 ΚΠολΔ, από την ανακόπτουσα η οποία φέρει την ιδιότητα του καταναλωτή, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, πλην όμως κρίνεται απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος διότι, μολονότι η συμφωνία υπολογισμού του τόκου με βάση το έτος 360 ημερών πράγματι προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251 /1994, για το ορισμένο του ανωτέρω λόγου η ανακόπτουσα εταιρεία δεν αναφέρει τα κατ’ ιδίαν κονδύλια που προσβάλλει, ούτε επικαλείται επακριβώς ποιά είναι τα παρανόμως επιδικασθέντα ποσά από την επιβάρυνση του υπολογισμού του επιτοκίου με τον υπολογισμό του έτους των 360 ημερών και ποιό τελικά είναι το ποσό από αυτά τα κονδύλια που οφείλει, ώστε να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού της και σε καταφατική περίπτωση να αφαιρεθούν αυτά από το συνολικό ποσό της απαίτησης που επιτάσσεται με την διαταγή πληρωμής. Αντιθέτως, η ανακόπτουσα αορίστως επικαλείται ότι η επιβάρυνσή της ανέρχεται σε ποσοστό 1,3889% για κάθε ημέρα, χωρίς να προσβάλλει συγκεκριμένα κονδύλια του τηρηθέντος προς εξυπηρέτηση της σύμβασης λογαριασμού, ώστε μόνον κατ’ αυτό το ποσό να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής. Μετά ταύτα, ενόψει του ότι η επικαλούμενη ακυρότητα του ανωτέρω όρου Γ.Ο.Σ. (λόγω αδιαφάνειάς του) δεν συνδέεται με την ακυρότητα συγκεκριμένων κατ’ ιδίαν κονδυλίων και συνακόλουθα ποσών που επιδικάστηκαν με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, επιπλέον δε, η επικαλούμενη ακυρότητα δεν συνεπάγεται την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης. (ΕφΠατρων 65/2022 ΤΝΠ Νόμος), αλλά μόνο σε μερική ακύρωση αυτής, κατά το αντίστοιχο ποσό των τόκων, το οποίο, μάλιστα, αποτελεί πολύ μικρό μέρος της συνολικής οφειλής, καθώς επιβαρύνει τους πράγματι οφειλόμενους τόκους (και μόνο αυτούς) κατά ποσοστό 1,3889% (ΕφΑθ 1004/2023 Qualex ).

Eπί του δεύτερου λόγου ανακοπής

Από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει, όπως προαναφέρθηκε ότι η ανακόπτουσα έχει ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 28.3.2019 και με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2019 ανακοπή με την οποία ζητεί την ακύρωση της με αριθμό …../2019 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Από την αντιπαραβολή του δικογράφου αυτού με την κρινόμενη ανακοπή κατά της εκτέλεσης, προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος αυτής ταυτίζεται απολύτως με τον λόγο που ήδη προβλήθηκε με την ανακοπή κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής, η οποία συζητήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την 15.11.2023. Κατά την κρατούσα άποψη, την οποία και προκρίνει ως ορθότερη το παρόν Δικαστήριο στην περίπτωση άσκησης ανακοπής του άρθρου 632 KΠολΔ και εκείνης του άρθρου 933 KΠολΔ δεν ιδρύεται εκκρεμοδικία από την πρώτη χρονικά ασκηθείσα ανακοπή, καθώς ναι μεν, οι δύο ανακοπές αντιμετωπίζουν τα ίδια προδικαστικά ζητήματα, πλην όμως, τα κύρια αντικείμενά τους είναι διαφορετικά δεδομένου ότι, το αίτημά τους ως προς την πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση, δεν συμπίπτει καθώς η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής κατατείνει στην ακύρωσή της, ενώ η ανακοπή κατά της εκτέλεσης κατατείνει στην ακύρωση πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας (ΑΠ 5/2003, ΕφΑΘ 1340/2019, ΕφΘεσ 2229/2014, ΜΠρΠειρ 2/2021, ΜΠρΡοδ 130/2017 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Απαλλαγάκη Χ,/Ρεντούλης Π., ό.π., τ. II, άρθρο 933, σελ. 2112, αρ. 39, Γέσιου-Φαλτσή Π., ό.π., §34, σελ. 586 και 588, αρ. 53, Ποδηματά Ε., ό.π., άρθρο 632, σελ. 1190, αριθ. 37. Βλ., ωστόσο, και αντίθετη άποψη ότι αποτελεί εκκρεμοδικία ΜΠρΑΘ 93/2021) Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η προγενέστερη άσκηση της ανακοπής του άρθρου 632 KΠολΔ δεν αποκλείει την άσκηση, μετά την έναρξη της εκτέλεσης κατά του οφειλέτη, και εκείνης του άρθρου 933 KΠολΔ, η οποία βάλλει κατά των πράξεων εκτέλεσης, ακόμη και στην περίπτωση που αυτή βασίζεται στους ίδιους λόγους, που ήδη έχουν προβληθεί με την ανακοπή του άρθρου 632 KΠολΔ. Ούτε εκλείπει στη συγκεκριμένη περίπτωση το έννομο συμφέρον του ανακόπτοντος για την άσκησή της διότι αυτό θεμελιώνεται επαρκώς αφενός μεν, στην ανάγκη τήρησης των προθεσμιών του άρθρου 934 KΠολΔ, αφετέρου δε, στο γεγονός ότι η ακύρωση πράξης εκτέλεσης μόνο με την ανακοπή του άρθρου 933 KΠολΔ μπορεί να επιτευχθεί (Εφίωανν 157/2021, ΕφΑιγ 23/2019, ΠΠρΑΘ 1408/2015, ΜΠρΠειρ 2/2021, ΜΠρΗλείας 276/2021 δημοσιευμένες στηνΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Γέσιου-Φαλτσή Π., ό.π., §34, σελ. 586, αρ.53, Μπρίνιας I., Αναγκαστική εκτέλεση, 1985, τ. I, άρθρο 933, σελ. 413 επ., Πανταζόπουλος Στ., ό.π., σελ. 434 επ., Ποδηματά Κ., ό.π., άρθρο 632, σελ. 1190, αρ. 37). Επομένως, παρά την άσκηση της ανακοπής του άρθρου 632ΚΠολΔ, ενόσω αυτή δεν έχει απορριφθεί τελεσίδικα,  παραδεκτά η ανακόπτουσα προβάλλει τον ίδιο λόγο ανακοπής και στην παρούσα δίκη, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναφέρονται.

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1, 2, 585 παρ. 2 και 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ενστάσεις ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή [βλ. ΟλΑΠ 10/1997, ΑΠ 15/2007], Όταν με τους λόγους της ανακοπής δεν αμφισβητείται αντικειμενικά ολόκληρη η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, τότε πρέπει, για να είναι οι λόγοι ορισμένοι, να καθορίζεται το συγκεκριμένο μέρος της απαίτησης που πλήττεται, ώστε το Δικαστήριο να έχει τη δυνατότητα ελέγχου του μέρους αυτού και, σε περίπτωση που τυχόν κρίνει ότι κακώς επιδικάσθηκε με τη διαταγή πληρωμής, να αφαιρέσει το αντίστοιχο ποσό από τη συνολική οφειλή και να ακυρώσει τη διαταγή πληρωμής κατά το συγκεκριμένο μέρος και μόνον και όχι ολικά, αφού το μέρος αυτό δεν επιδρά στη βεβαιότητα και στο εκκαθαρισμένο της όλης απαίτησης [βλ. ΑΠ 1138/2020, ΑΠ 1419/2019], Η απαίτηση, εξάλλου, συνεχίζει να είναι εκκαθαρισμένη και όταν μπορεί να καθορισθεί κατά ποσό με απλό αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως είναι ο υπολογισμός των τόκων, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο ή από το νόμο [βλ. ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1349/2013], Συναφώς, σύμφωνα με όσα αναφέρονται και για τον πρώτο λόγο ανακοπής  επί διαταγής πληρωμής την οποία πέτυχε μία τράπεζα με βάση δανειακή σύμβαση συναφθείσα μεταξύ αυτής και του καθ’ ου η διαταγή, ο οποίος με ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ προβάλλει ότι η σύμβαση πάσχει ως προς ένα ή περισσότερους γενικούς όρους συναλλαγών (γ.ο.σ.) από ακυρότητα λόγω καταχρηστικότητας, η ευδοκίμηση του λόγου της, ο οποίος στηρίζεται στην προαναφερόμενη ένσταση – εφόσον βεβαίως ο λόγος αυτός είναι ορισμένος, πλήττοντας συγκεκριμένο μέρος της απαίτησης – επιφέρει μόνο τη μερική ακύρωση της διαταγής πληρωμής και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του/των γ.ο.σ. μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος [βλ. ΑΠ 1395/2021, ΑΠ 1138/2020]. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρ. 181 ΑΚ – η οποία ορίζει ότι «η ακυρότητα μέρους συνεπιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος» – προϋποθέτει, όταν πρόκειται για σύμβαση, ότι τα συμβαλλόμενα μέρη αγνοούσαν την ακυρότητα και μάλιστα αμφότερα και όχι μόνο το ένα από αυτά [βλ. ΑΠ 1395/2021, ΑΠ 1448/2014], γιατί αν τα συμβαλλόμενα μέρη ή έστω το ένα από αυτά γνώριζε την ακυρότητα, τότε η γνώση τους/του υποδηλώνει βούληση για την ισχύ του άκυρου μέρους και συνεπώς αποκλείει την ολική ακυρότητα [βλ. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, τόμο Α’, ΓενΑρχ, έκδ. 2001, άρθρ. 181 αριθ. 4, ΕφΛαρ 480/2019]. Με το δεύτερο λόγο της ανακοπής η ανακόπτουσα  ισχυρίζεται ότι η διαταγή πληρωμής είναι άκυρη επειδή η δικαιοπάροχος της καθ΄ής η ανακοπή, σύμφωνα με άκυρο όρο της σύμβασης δανείου, προέβη σε ανατοκισμούς των τόκων ανά τρίμηνο, αντί ανά εξάμηνο, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρ. 12 του ν. 2601/1998. Ο λόγος αυτός, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη ανωτέρω μείζονα είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος εξαιτίας αοριστίας, αφού η ανακόπτουσα δεν προσδιορίζει και δεν πλήττει με την ανακοπή συγκεκριμένο ποσό της επιδικασθείσας απαίτησης, δηλαδή συγκεκριμένα ποσά από ανατοκισμούς τόκων που ισχυρίζονται ότι παράνομα της επιβλήθηκαν. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα επίσης με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, ακόμα και η τυχόν παραδοχή του παραπάνω λόγου της ανακοπής  δεν θα καθιστούσε την όλη απαίτηση της καθής η ανακοπή (ως καθολικής διαδόχου της αρχικής δικαιούχου)  κατά της ανακόπτουσας μη εκκαθαρισμένη και ανύπαρκτη και αντίστοιχα δεν θα οδηγούσε σε ολική ακύρωση της διαταγής πληρωμής, αλλά μόνο σε μερική ακύρωση αυτής κατά το αντίστοιχο ποσό. Σημειώνεται ότι το Δικαστήριο προέκρινε,  κατά την διακριτική του ευχέρεια την εξέταση του ως άνω λόγου ανακοπής και όχι την εφαρμογή του άρθρου 249 ΚΠολΔ, για την οποία δεν υπέβαλαν αίτημα οι διάδικοι, αφενός λόγω της μη ιδιαίτερης δυσχέρειας αυτού, και αφετέρου, λόγω του κινδύνου επιβράδυνσής της δίκης, καθώς η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, εκκρεμεί ακόμη σε πρώτο βαθμό, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα.

Επί του τρίτου λόγου ανακοπής:

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 626 παρ. 2 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: α) όσα ορίζουν τα άρθρα 118 και 117 και το άρθρο 119 παρ.1 του Κώδικα αυτού, β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους των οποίων ζητείται η καταβολή, σύμφωνα δε με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Από τις παραπάνω διατάξεις, που δεν περιλαμβάνουν παραπομπή στο άρθρ. 216 παρ.1 περ. α’ του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 623 του ίδιου Κώδικα – σύμφωνα με την οποία μπορεί κατά την ειδική διαδικασία των άρθρ. 624 έως 634 να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται, μεταξύ άλλων, με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο – προκύπτει ότι στο δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής δεν απαιτείται να παρατίθεται, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαίτησης για την οποία ζητείται η έκδοσή της, το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών, αλλά αρκεί η παράθεση των πραγματικών περιστατικών που εξατομικεύουν την απαίτηση υπό την άποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γένεσής της και που δικαιολογούν το συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος, ενώ, περαιτέρω, απαιτείται να επισυνάπτονται στην αίτηση τα έγγραφα εκείνα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Αντίστοιχα και η διαταγή πληρωμής, που δεν είναι δικαστική απόφαση αλλά μόνο εκτελεστός τίτλος, δεν είναι αναγκαίο να περιλαμβάνει πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες, αλλά αρκεί ο συνοπτικός προσδιορισμός σε αυτήν του γενεσιουργού λόγου της απαίτησης – δηλαδή της «αιτίας της πληρωμής» σύμφωνα με τη σχετική διάταξη του άρθρ. 630 παρ. 1 στοιχ. γ’ ΚΠολΔ – κατά τρόπον ώστε να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητα αυτού (γενεσιουργού λόγου), χωρίς να απαιτείται περιγραφή όλων των περιστατικών που τον συνθέτουν [βλ. ΑΠ 1825/2012, ΑΠ 1094/2006] και χωρίς επιπλέον να είναι απαραίτητος ο νομικός χαρακτηρισμός της απαίτησης και η παράθεση των διατάξεων στις οποίες αυτή στηρίζεται [βλ. ΑΠ 1035/1996, ΑΠ 54/1990] (Εφ Αθ 1004/2023 Qualex).  Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 3156/ 2003, όπως ίσχυε προ της κατάργησής του από τα άρθρα 189 και 190 του Ν. 4548/ 2018, που εφαρμόζεται εν προκειμένω ως εκ του χρόνου έκδοσης του προγράμματος ομολογιακού δανείου (29.6.2009) « 1. Ομολογιακό είναι το δάνειο που εκδίδεται από ανώνυμη εταιρεία που εδρεύει στην Ελλάδα (εκδότρια) και διαιρείται σε ομολογίες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν δικαιώματα των ομολογιούχων έναντι της εκδότριας, κατά τους ορούς του δανείου.[…] 2. Για την έκδοση του ομολογιακού δανείου αποφασίζει η Γενική Συνέλευση. Στην περίπτωση του ομολογιακού δανείου των άρθρων 10 και 11 αποφασίζει το Διοικητικό Συμβούλιο. Με την επιφύλαξη των άρθρων 8 και 9, οι αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης λαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 29 παρ. 1 και 2 και 31 παρ. 1 του κ.ν. 2190/1920. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 8 και 9, το καταστατικό μπορεί να ορίζει ως αρμόδιο όργανο για την έκδοση του ομολογιακού δανείου και το Διοικητικό Συμβούλιο. Η αρμοδιότητα αυτή του Διοικητικού Συμβουλίου δεν μεταβιβάζεται. Με ειδική απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, η οποία υπόκειται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 7β του κ.ν. 2190/1920,, η πιο πάνω αρμοδιότητα μπορεί να μεταβιβάζεται στο Διοικητικό Συμβούλιο και να ανανεώνεται κατά τα ειδικότερα
οριζόμενα στο άρθρο 13 παρ. 1 εδάφιο γ του Κ.ν. 2190/1920. 3. Οι όροι του ομολογιακού δανείου, ιδίως αυτοί που αφορούν το ανώτατο ποσό του δανείου,τη μορφή, την ονομαστική αξία ή τον αριθμό των ομολογιών, τον τρόπο κάλυψης του ομολογιακού δανείου, το επιτόκιο, τον τρόπο προσδιορισμού του, ωφελήματα και εξασφαλίσεις που παρέχονται στους ομολογιούχους, τον ορισμό πληρεξουσίου καταβολών, την οργάνωση των ομολογιούχων σε ομάδα, το χρόνο αποπληρωμής και εν γενεί εξόφλησης των υποχρεώσεων που απορρέουν απ τις ομολογίες, τη διαδικασία καταγγελίας και την προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει να διατεθούν οι ομολογίες καθορίζονται από το όργανο που αποφασίζει την έκδοση του ομολογιακού δανείου. Με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης ή του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, μπορεί να εξουσιοδοτείται αντίστοιχα το Διοικητικό Συμβούλιο ή ορισμένα μέλη ή μέλος για να καθορίζουν ειδικότερους όρους του δανείου, εκτός του ύψους και του
είδους του». Στην προκείμενη περίπτωση η ανακόπτουσα με τον τρίτο λόγο της ένδικης ανακοπής ζητεί την ακύρωση των ως άνω πράξεων της εκτέλεσης, διατεινόμενη, ως εκτιμάται, ότι η διαταγή πληρωμής εκδόθηκε χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 623 επ. ΚΠολΔ, καθόσον δεν επισυνάφθηκαν στην αίτηση όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει έγκυρη και νόμιμη απαίτηση κατά παράβαση του άρθρου 626 παρ.3 του ΚΠολΔ και του άρθρου 1 του Ν. 3156/ 2003 και συγκεκριμένα δεν προσκομίστηκαν από την καθ’ ης η από 21.5.2009 απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εκδότριας εταιρείας περί έκδοσης ομολογιακού δανείου και η από 28.5.2009 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής περί του ιδίου θέματος. Ο ανωτέρω λόγος ανακοπής, ο οποίος, εκτιμάται ότι αποτελεί άρνηση διαδικαστικής προϋπόθεσης έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ήτοι της έγγραφης απόδειξης της απαίτησης, λόγω μη προσκόμισης εγγράφων που να αποδεικνύουν το σύνολο της επιδικασθείσας απαίτησης, τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος καθώς τα αναφερόμενα από την ανακόπτουσα έγγραφα δεν απαιτούνται για τον προσδιορισμό της απαίτησης και το ύψος αυτής, επιπλέον δε  προβάλλεται αλυσιτελώς αφού με τα ως άνω εκτιθέμενα στη νομική σκέψη, το ομολογιακό δάνειο δεν εκδόθηκε από την δικαιοπάροχο της καθ’ ης η ανακοπή, αλλά από την ίδια την ανακόπτουσα με βάση τις αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης και του Διοικητικού Συμβουλίου της ιδίας της ανακόπτουσας, οι οποίες και καθόρισαν τους όρους του Ομολογιακού Δανείου, με αποτέλεσμα να μην απαιτείται να προσκομιστούν κατά την έκδοση της διαταγής πληρωμής οι σχετικές αποφάσεις. Πολλώ δε μάλλον που η ανακόπτουσα δεν αμφισβητεί ούτε αυτό το γεγονός της έκδοσης του ομολογιακού δανείου, ούτε την κατά παράβαση των όρων που είχαν αποφασιστεί με τις ως άνω αποφάσεις έκδοσή του. Πρέπει επομένως, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής προς εξέταση να απορριφθεί η κρινόμενη ανακοπή στο σύνολό της ως ουσία αβάσιμη, και λόγω της απόρριψης αυτής να καταδικαστεί η εκκαλούσα-ανακόπτουσα στην καταβολή της δικαστική δαπάνης της καθής η ανακοπή εφεσίβλητης, και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, (183, 176 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  την έφεση

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην καταθέσασα αυτό.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό 274/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (διαδικασία περιουσιακών διαφορών)

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 12.5.2022 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …………/2022 ανακοπή

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ανακόπτουσας τη δικαστική δαπάνη της καθ΄ής η ανακοπή και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους στις 2 Μαΐου 2024.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ