Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 218/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αριθμός   218/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

Ανακόπτουσας: ………………, η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Αλεξάνδρας Αθανασίου,

Καθ’ ου η ανακοπή: …………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, Αικατερίνη Μηλιώτη.

Ο   καθ΄ου η ανακοπή άσκησε κατά της ανακόπτουσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 4.3.2019 με Γ.Α.Κ. …../2019 και Ε.Α.Κ. …../2019 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η 422/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε αυτή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  η εναγόμενη (ήδη ανακόπτουσα) με την από 30.7.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ……../2020, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………/2021) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η  3.3.2022 και μετ’ αναβολή η 2.2.2023, οπότε συζητήσεως γενομένης ερήμην της εκκαλούσας εκδόθηκε η 143/2023 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που απέρριψε την έφεση.

Κατά της ως άνω εφετειακής αποφάσεως η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από  4.4.2023 (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.  έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ……../2023 και Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. έκθεσης κατάθεσης δικογράφου με πράξη ορισμού συζήτησης ………./2023) ανακοπή ερημοδικίας, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων,  αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από τον Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη  από 4.4.2023 (έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου με Γ.Α.Κ. …../2023 και Ε.Α.Κ. …/2023 και έκθεση κατάθεσης δικογράφου με Γ.Α.Κ. …./2023 και Ε.Α.Κ. …./2023) ανακοπή ερημοδικίας κατά της 143/2023 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου (ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών), που δικάζοντας ερήμην της εκκαλούσας- ήδη ανακόπτουσας, απέρριψε την με αρ. κατ. ……./2020 και με αρ. πράξης προσδιορισμού ………/2021 έφεση αυτής κατά του εφεσίβλητου- ήδη καθ’ου η ανακοπή και κατά της 422/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 503 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, καθόσον η ανακοπτόμενη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 21.3.2023 (βλ. την σχετική επισημείωση του δικ. επιμελητή ……….. σε αντίγραφο της απόφασης που προσκομίζει η εκκαλούσα) κι αυτή άσκησε την ανακοπή ερημοδικίας εντός της νόμιμης προθεσμίας των 15 ημερών, στις 4.4.2023. Επιπλέον καταβλήθηκε και το ορισθέν με την ανακοπτόμενη απόφαση παράβολο, ποσού  290 ευρώ [βλ. συνημμένα στην ανακοπή ερημοδικίας το με κωδικό ………….. e- Παράβολο του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού 290 ευρώ και την από 4.4.2023 Ενιαία Συναλλαγή Πληρωμής (RF) της Τράπεζας Πειραιώς]. Επομένως, η ανακοπή ερημοδικίας πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 501 του ΚΠολΔ, ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται, αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Ως ανώτερη βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του διαδίκου που ερημοδικάστηκε ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να αποτραπεί ούτε με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης. Ειδικότερα, η εν λόγω δικονομική ανώτερη βία είναι έννοια ταυτιζόμενη, κατά τον πυρήνα της, προς την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου, διαφοροποιούμενη έναντι της τελευταίας μόνον κατά τις συνέπειες, ως συνεπαγόμενη τη δυνατότητα επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση, με ανατροπή της κύρωσης από την παράβαση του δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη, εμφανιζόμενη ως στενότερη έννοια έναντι του τυχηρού, το οποίο δημιουργεί ευθύνη του οφειλέτη [ΑΠ 1260/2010, στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1793/2009 ΕλλΔνη 2010, σελ. 681, ΑΠ 1562/2008 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 341/2021 στην efeteio-peir.gr]. Κατά το περιεχόμενο της, επομένως, η δικονομική ανώτερη βία είναι η κατάσταση της, παρά την καταβολή εξιδιασμένης προσοχής και επιμέλειας εκ μέρους του διαδίκου και του πληρεξουσίου του, αδυναμίας αυτού να ανταποκριθεί σε δικονομικό βάρος του, συνεπεία της οποίας η διαδικαστική πράξη πάσχει ακυρότητα ή απαράδεκτο (ΑΠ 1260/2010 ό.π). Το γεγονός θα πρέπει να είναι ανυπαίτιο και εντελώς εξαιρετικής φύσεως, μη αναμενόμενο και μη δυνάμενο να προληφθεί ή να αποτραπεί από τον διάδικο ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης (ΑΠ 1253/2018, ΑΠ 219/2016, ΑΠ 1506/2013 στην ΤΝΠ Νόμος), ανεξάρτητα αν το γεγονός είναι εσωτερικό ή όχι (ΑΠ 219/2016, ΑΠ 1506/2013 ό.π). Τέτοια γεγονότα ανώτερης βίας είναι δυνατό να θεωρηθούν, μεταξύ άλλων, η αιφνίδια ασθένεια ή τυχόν ατύχημα του διαδίκου (ΜονΕφΠειρ 419/2020 στην ΤΝΠ Νόμος) ή στενού συγγενικού του προσώπου και η εξαιτίας αυτής αδυναμία παραστάσεώς του και νομιμοποιήσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου του, εκτός εάν μπορεί να παραστεί δια του τελευταίου (ΑΠ 224/2013, ΕφΔωδ 272/2018 δημ. στην ΤΝΠ Νόμος), ή όσον αφορά τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, τέτοιο γεγονός συνιστά η απρόβλεπτη, αιφνίδια και βαριά σωματική ή πνευματική νόσος, λόγω της οποίας αυτός δεν μπόρεσε να παραστεί ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή να ειδοποιήσει τον εντολέα του ή άλλο δικηγόρο για την αντικατάστασή του (ΕφΔυτΣτΕλλαδ 4/2020, ΜονΕφΠειρ 19/2021, ΜονΕφΠειρ 341/2021 ό.π), εφόσον τα γεγονότα αυτά συνέβαλαν στην επέλευση της ερημοδικίας (ΑΠ 1778/2013 στην ΤΝΠ Νόμος). Στην έννοια αυτή δεν υπάγονται  οι  συνήθεις αδιαθεσίες που απλώς δυσχεραίνουν, χωρίς να εξαφανίζουν, τη φυσική δυνατότητα εργασίας του ασθενούντος δικηγόρου ή ειδοποίησης άλλου συναδέλφου του, προκειμένου να εκπροσωπήσει τον διάδικο στη δίκη. Το πταίσμα επίσης του δικηγόρου κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως γεγονός ανώτερης βίας (ΑΠ 544/2016, ΑΠ 1778/2013, ΑΠ 1506/2013, ΑΠ 1347/2012, ΑΠ 6/2012 Τ.Ν.Π. Νόμος,  Κεραμεύς /Κονδύλης/Νίκας (-Πανταζόπουλος) ΚΠολΔ 2 άρθρο 501 αρ.4, όπου παραπέμπει η ΜονΕφΠειρ 419/2020 στην ΤΝΠ Νόμος). Στην έννοια της ανώτερης βίας εκτός από την ασθένεια εμπίπτει και κάθε άλλο περιστατικό που καθιστά παντελώς αδύνατη-και όχι απλώς δυσχερή ή δαπανηρή- την αυτοπρόσωπη ή με πληρεξούσιο δικηγόρο επιχείρηση διαδικαστικής πράξης, όπως επίσης αδύνατη θα πρέπει να καθίσταται η παράσταση του δικηγόρου στο δικαστήριο ή η ειδοποίηση του εντολέα, για να προβεί εγκαίρως στην αντικατάσταση του, όταν πρόκειται για αιφνίδια και βαριά ασθένεια του πληρεξουσίου δικηγόρου. Σημειωτέον, ότι, όταν η ανωτέρα βία αφορά στο πρόσωπο του πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου, για να διαπιστωθεί εάν το σχετικό γεγονός συνιστά ανώτερη βία, πρέπει να χρησιμοποιηθούν όχι μόνον υποκειμενικά κριτήρια, όπως είναι εύλογο για τον διάδικο, αλλά αντικειμενικά κριτήρια, αφού το λειτούργημα που ο δικηγόρος ασκεί, απαιτεί την προσήκουσα εκπλήρωση των ανειλημμένων υποχρεώσεων του ακόμη και από τον μέσο νομικό παραστάτη (ΕφΔυτΣτΕλλαδ 4/2020, ΜονΕφΠειρ 19/2021, ΜονΕφΠειρ 341/2021 στην ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, κατά το άρθρο 505 § 1 του ΚΠολΔ, το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ΚΠολΔ και τους λόγους της ανακοπής. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η ανακοπή ερημοδικίας πρέπει να περιέχει ένα τουλάχιστον σαφή και ορισμένο λόγο από εκείνους που ορίζονται στο άρθρο 501 του ΚΠολΔ, δηλαδή τη μη κλήτευση ή τη μη νόμιμη ή μη εμπρόθεσμη κλήτευση ή τη συνδρομή λόγου ανώτερης βίας για τη μη εμφάνιση του ανακόπτοντος στην ερήμην αυτού συζήτηση της υποθέσεως, επί της οποίας στηρίχτηκε η προσβαλλόμενη ερήμην απόφαση (ΑΠ 1537/2008, στην ΤΝΠ Νόμος). Αν η ανακοπή ασκήθηκε εμπροθέσμως και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 503 § 1 και 505 § 1 του ΚΠολΔ) και αν πιθανολογείται ότι είναι βάσιμος ο λόγος που προτάθηκε, τότε το δικαστήριο εξαφανίζει την ερήμην απόφαση, διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο (άρθρο 505 § 2 ΚΠολΔ) και αμέσως προχωρεί στην εξέταση της διαφοράς, αφού οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που εξαφανίστηκε. Άλλως, αν, δηλαδή, δεν πιθανολογηθεί η βασιμότητα κάποιου από τους λόγους της ανακοπής, το δικαστήριο απορρίπτει την ανακοπή και διατάσσει να εισαχθεί το παράβολο στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 509 ΚΠολΔ). Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι το δικαστήριο αποφαίνεται για την ουσιαστική βασιμότητα του λόγου της ανακοπής ερημοδικίας αμέσως, με την ίδια απόφαση, με την οποία θα κρίνει και το τύποις παραδεκτό και νόμω βάσιμο της ανακοπής, αρκούμενο σε πιθανολόγηση ως προς την βασιμότητα των λόγων της (ΕφΑθ 892/2023 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 10/2023 στην efeteio-peir.gr, ΕφΔυτΣτΕλλαδ 4/2020, ΜονΕφΠειρ 19/2021, ΜοΕφΠειρ 341/2021 ό.π).

Στην προκείμενη περίπτωση, η ανακόπτουσα ζητεί με την υπό κρίση ανακοπή ερημοδικίας να εξαφανιστεί η με αριθμό 143/2023 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που εκδόθηκε ερήμην αυτής και απέρριψε την από 30-7-2020 (κατατεθείσα στο Πρωτοδικείο Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ.  ……/2020 και στο Εφετείο Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. …./2021) έφεση της κατά της 422/2020  απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία γαμικών διαφορών) που είχε δεχθεί την από 4.3.2019 αγωγή διαζυγίου του καθ’ου η ανακοπή-εφεσίβλητου, επικαλούμενη ότι αφενός η ίδια στη δικάσιμο της 2.2.2023 που δικάστηκε η έφεσή της είχε διαγνωστεί με ίλιγγο θέσεως (καλοήθη) και έπρεπε να μείνει κλινήρης για τρεις ημέρες, οπότε δεν μπορούσε κατά τη δικάσιμο αυτή να παραστεί στο Δικαστήριο, καθώς δεν είχε προλάβει να χορηγήσει πληρεξούσιο στη δικηγόρο που θα χειριζόταν την υπόθεσή της, αφετέρου ενώ η δικηγόρος της την είχε διαβεβαιώσει ότι το πρόβλημα της παραστάσεώς της στη δίκη θα λυνόταν, στέλνοντας στην εκκαλούσα την ημέρα της δικασίμου κάποιον συμβολαιογράφο για να υπογράψει το ειδικό πληρεξούσιο προς την εν λόγω δικηγόρο (προφανώς εννοεί την υπογράφουσα την ανακοπή Αλεξάνδρα Αθανασίου), η τελευταία την ίδια ημέρα της δικασίμου το πρωί παρουσίασε αφόρητους πόνους στα δόντια της και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο ΓΝΑ όπου εξετάστηκε και διαπιστώθηκε ότι έπασχε από οξύ φατνιακό απόστημα του #15 με γενικά συμπτώματα (πυρετός και καταβολή δυνάμεων), της χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή, έγινε διάνοιξη για ενδοδοντική θεραπεία και συστήθηκε κατ’ οίκον νοσηλεία για δύο ημέρες, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει η δικηγόρος να παραστεί ενώπιον του Δικαστηρίου για να την εκπροσωπήσει, ούτε είχε το χρονικό περιθώριο να αναθέσει σε κάποιον συνάδελφό της την αναβολή της δίκης, η οποία προερχόταν ήδη από αναβολή.

Οι ως άνω ισχυρισμοί αποτελούν ορισμένους και νόμιμους λόγους ανακοπής ερημοδικίας, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, ενόψει του ότι εκτίθενται με σαφήνεια στο δικόγραφο αυτής, τόσο το είδος όσο και η διάρκεια της επικαλούμενης ασθένειας της ανακόπτουσας και της  πληρεξούσιας δικηγόρου της. Αναφορικά δε, με την βασιμότητα τους, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, μεταξύ των οποίων οι ενώπιον της Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας υπ’ αριθ. …./18.12.2018 και …./18.12.2018 ένορκες βεβαιώσεις των …….. και …………. αντίστοιχα που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ανακόπτουσα και δόθηκαν στα πλαίσια δίκης ασφαλιστικών μέτρων, οπότε λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια, αλλά και των ενώπιον της Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας υπ’ αριθ. …/2019, …/2019 και …../2019 ένορκων βεβαιώσεων των ………. που επικαλείται και προσκομίζει ο καθ’ου η ανακοπή, τα οποία δεν φέρουν ημερομηνία συντάξεως και δη αναγράφεται σε αυτές ότι ελήφθησαν στις 5 ημέρα Τρίτη, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται εφικτή η έρευνα αν έγινε νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της τότε εναγόμενης και ήδη ανακόπτουσας, όπως η ανυπαρξία της κλήτευσης καθιστά ανυπόστατα τα εν λόγω αποδεικτικά μέσα, αν και στο τέλος εκάστης υπάρχει σφραγίδα θεώρησης της γραμματέως του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας   ……. με ημερομηνία 5.11.2019, πλην όμως επί διαδικασίας όπου προβλέπεται η πιθανολόγηση, όπως η προκείμενη, λαμβάνονται και αυτά υπόψη από το Δικαστήριο κατ’ άρθρο 347 ΚΠολΔ, με τη διευκρίνιση όμως ότι εν προκειμένω καμία από τις προσκομιζόμενες καταθέσεις μαρτύρων (είτε πρόκειται για τις καταθέσεις των εξετασθέντων πρωτοδίκως στο ακροατήριο μαρτύρων, είτε για καταθέσεις που δόθηκαν ως ένορκες βεβαιώσεις) δεν προσφέρουν αποδεικτικά στη διερεύνηση των λόγων ερημοδικίας της εκκαλούσας ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της εφέσεώς της στις 2.2.2023, μια και έχουν ληφθεί όλες οι καταθέσεις σε προγενέστερο χρόνο, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα: Με την 422/2020  απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, έγινε δεκτή η από 4.3.2019 (με Γ.Α.Κ. …./2019 και Ε.Α.Κ. …../2019) αγωγή του ήδη  καθ’ου η ανακοπή ερημοδικίας κατά της ανακόπτουσας και απαγγέλθηκε η λύση του νόμιμου θρησκευτικού γάμου που οι διάδικοι είχαν τελέσει στον Ιερό Ναό ……. Αττικής στις 16.10.2011. Κατά της ανωτέρω απόφασης η ανακόπτουσα και τότε εναγόμενη άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  την από 30.7.2020 (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. Πρωτοδικείου Πειραιά ……./2020 και Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. Εφετείου Πειραιά …./2021) έφεση, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο της 3.3.2022 και μετ’ αναβολή με επίσπευση της εκκαλούσας για τη δικάσιμο της 2.2.2023 (βλ. την υπ’ αριθ. ……/14.7.2022 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …………. που κατόπιν παραγγελίας της πληρεξούσιας δικηγόρου της εκκαλούσας ……… . επέδωσε στον εφεσίβλητο το υπ’ αριθ. …./2022 πιστοποιητικό αναβολών του Εφετείου Πειραιά). Στην τελευταία αυτή δικάσιμο η εκκαλούσα δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, σε αντίθεση με τον εφεσίβλητο που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, ……… με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, οπότε το Δικαστήριο τούτο με την 143/2023 απόφασή του, δίκασε ερήμην της εκκαλούσας την έφεση και απέρριψε αυτή. Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι η εκκαλούσα την 1.2.2023 είχε εμφανίσει ίλιγγο θέσεως (καλοήθη), όπως διέγνωσε ο ειδικός παθολόγος ……….., ο οποίος της συνέστησε να παραμείνει κλινήρης για τρεις ημέρες, ήτοι από 1.2 έως 3.2.2023 (βλ. την από 1.2.2023 ιατρική γνωμάτευση του παραπάνω παθολόγου). Το γεγονός αυτό την εμπόδιζε να εμφανιστεί στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου στις 2.2.2023, ώστε με την παράστασή της μετά της δικηγόρου …………. να νομιμοποιήσει αυτή στην υποστήριξη της έφεσής της για εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης που είχε δεχθεί την ως άνω αγωγή διαζυγίου του εφεσίβλητου. Στην ανωτέρω πληρεξούσια δικηγόρο είχε ήδη τουλάχιστον από 14.7.2022 αναθέσει ατύπως την υποστήριξη της εφέσεώς της η εκκαλούσα, όπως προκύπτει από τη βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ………. στην υπ’ αριθ. ……./14.7.2022 έκθεση επίδοσης ότι την παραγγελία για να επιδώσει το υπ’ αριθ. …./2022 πιστοποιητικό περί αναβολών του Εφετείου Πειραιά στον εφεσίβλητο, του την έδωσε η δικηγόρος ………., πληρεξούσια της ……………. (εκκαλούσας και νυν ανακόπτουσας). Ωστόσο η εκκαλούσα μέχρι την παραμονή της τελευταίας αυτής δικασίμου, ήτοι μέχρι την 1.2.2023 δεν είχε χορηγήσει συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο στην παραπάνω εντολοδόχο δικηγόρο της, καίτοι μπορούσε να το πράξει, η οποία (δικηγόρος) όπως αναφέρεται στην υπό κρίση ανακοπή, μόλις πληροφορήθηκε το πρόβλημα υγείας της εντολέως της, της είπε ότι θα της έστελνε την ημέρα της δικασίμου, δηλαδή στις 2.2.2023 στην οικία της στη Σαλαμίνα, συμβολαιογράφο με το σχετικό ειδικό πληρεξούσιο για να το υπογράψει. Περαιτέρω, την ημέρα της δικασίμου της 2.2.2023, η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας ……….. επισκέφθηκε το Ενδοδοντολογικό Τμήμα της Μονάδας 251 ΓΝΑ, όπου την εξέτασε ο Σμχος (ΥΟ) ………….., Χειρουργός Οδοντίατρος- Ενδοδοντολόγος, ο οποίος τη βρήκε να πάσχει από οξύ φατνιακό απόστημα του #15 με γενικά συμπτώματα (πυρετός και καταβολή δυνάμεων), της χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή, της έγινε διάνοιξη για ενδοδοντική θεραπεία και της συστήθηκε οίκοι νοσηλεία για δύο ημέρες (βλ. την από 2 Φεβρουαρίου 2023 ιατρική γνωμάτευση του παραπάνω ενδοδοντολόγου). Εντούτοις από κανένα στοιχείο δεν πιθανολογήθηκε ότι λόγω της κατάστασης της υγείας της η δικηγόρος της εκκαλούσας δεν μπορούσε στις 2.2.2023, πριν την ορισθείσα συζήτηση της εφέσεως ώρα 11.00 π.μ., να ειδοποιήσει τηλεφωνικά κάποιον συνάδελφό της κι επικαλούμενη το πρόβλημα υγείας της να του ζητήσει να παραστεί αντ’ αυτής για να ζητήσει εκ νέου αναβολή της υπόθεσης σε συνεννόηση με την πληρεξούσια δικηγόρο του εφεσίβλητου ή με τον ίδιο, ή ότι δεν μπορούσε να ενημερώσει απευθείας την πληρεξούσια δικηγόρο του εφεσίβλητου για το αιφνίδιο πρόβλημα υγείας της και να της ζητήσει να συναινέσει σε αναβολή της συζήτησης της ένδικης εφέσεως ή έστω σε ματαίωση της συζητήσεως αυτής. Επισημαίνεται ότι στη βεβαίωση του παραπάνω ενδοδοντολόγου που εξέτασε την πληρεξούσια δικηγόρο της ανακόπτουσας δεν διευκρινίζεται αν ο πυρετός που εμφάνισε ήταν υψηλός ή δέκατα, ενώ και το γενικό σύμπτωμα της καταβολής δυνάμεων δεν κρίθηκε από τον ίδιο τόσο σοβαρό ώστε να συστήσει στην ως άνω δικηγόρο να νοσηλευθεί σε νοσοκομείο, αλλά συνέστησε νοσηλεία στο σπίτι για δύο ημέρες, ούτε διέγνωσε πρόβλημα στην ομιλία της και στη δυνατότητα επικοινωνίας της, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πληρεξούσια δικηγόρος της ανακόπτουσας ήταν σε θέση στις 2.2.2023, εφόσον δεν αισθανόταν καλά, να επικοινωνήσει με συνάδελφό της δικηγόρο προκειμένου να ζητήσει αυτός αναβολή εκδίκασης της εφέσεως της ανακόπτουσας για λογαριασμό της, καθώς και να επικοινωνήσει με την πληρεξούσια δικηγόρο του εφεσίβλητου ή με τον ίδιο και να ζητήσει από αυτούς να συναινέσουν στην αναβολή ή στη ματαίωση της συζήτησης της υπόθεσης, επικαλούμενη και το πρόβλημα υγείας της εντολέως της για τη συγκεκριμένη δικάσιμο, ενέργειες που ήταν αναμενόμενες από τον μέσο συνετό δικηγόρο, στις οποίες, όμως, εκείνη δεν προέβη. Ομοίως η εκκαλούσα μπορούσε το ίδιο πρωινό που η ίδια υποστηρίζει ότι ανέμενε συμβολαιογράφο στο σπίτι της για να υπογράψει ειδικό πληρεξούσιο προς την δικηγόρο της για να παρασταθεί η τελευταία στο ακροατήριο του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά για λογαριασμό της, να τηλεφωνήσει στην παραπάνω δικηγόρο της για να τη ρωτήσει τι ώρα θα ερχόταν ο συμβολαιογράφος και επί καθυστερήσεως αυτού, να ρωτήσει γιατί δεν εμφανίσθηκε στην οικία της και τι θα γινόταν με την υποστήριξη της εφέσεώς της, προκειμένου σε περίπτωση κωλύματος της πληρεξούσιας δικηγόρου της να επικοινωνήσει η ίδια η διάδικος με άλλον δικηγόρο για να ζητήσει για λογαριασμό της την αναβολή της υπόθεσης ή τη ματαίωση συζητήσεώς της, ενέργεια στην οποία όφειλε να προβεί σαν συνετός διάδικος, πλην όμως δεν προέβη σε αυτή. Ενόψει των ανωτέρω, πιθανολογήθηκε ότι η ερημοδικία της ανακόπτουσας-εκκαλούσας δεν οφείλεται σε ανωτέρα βία, ήτοι σε ανυπαίτιο γεγονός εξαιρετικής φύσεως που δεν αναμενόταν και δεν μπορούσε να αποτραπεί από την εκκαλούσα και την πληρεξούσια δικηγόρο της ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας συνετού ανθρώπου, αλλά μπορούσε να αποτραπεί με απλά μέτρα επιμέλειας του μέσου συνετού δικηγόρου και του μέσου συνετού διαδίκου, όταν αυτοί εμφανίσουν κάποιο αιφνίδιο πρόβλημα υγείας που εμποδίζει τη φυσική τους παρουσία στο ακροατήριο του δικαστηρίου, πλην όμως αυτές δεν ενήργησαν με την απαιτούμενη σε τέτοιες περιστάσεις επιμέλεια, με αποτέλεσμα η εκκαλούσα να ερημοδικασθεί και να απορριφθεί η έφεσή της (βλ. σχετικά την ΑΠ 1506/2013 στην ΤΝΠ Νόμος). Ως εκ τούτου, δεν συντρέχει λόγος να εξαφανισθεί η ανακοπτόμενη απόφαση και πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη η υπό κρίση ανακοπή ερημοδικίας, ακολούθως δε να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του σχετικού παραβόλου, που η ανακόπτουσα προκατέβαλε κατά την κατάθεση της ανακοπής της (άρθρο 509 παρ.1 εδ. β` του ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του καθ’ου η ανακοπή ερημοδικίας, πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, να επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας ως προς το εξεταζόμενο ένδικο μέσο ανακόπτουσας (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 4.4.2023 ανακοπή ερημοδικίας κατά της 143/2023 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου.

Διατάσσει την εισαγωγή του προκαταβληθέντος για την ανακοπή ερημοδικίας παραβόλου ποσού διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ στο δημόσιο ταμείο.

Επιβάλλει σε βάρος της ανακόπτουσας τα δικαστικά έξοδα του καθ’ου η ανακοπή, τα οποία  ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 14.5.2024.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ