Αριθμός 216/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Δ.Π..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «………», η οποία εδρεύει στον Πειραιά (οδός …….) (ΑΦΜ ……..) και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) εταιρείας με την επωνυμία «……….», η οποία τελεί υπό εκκαθάριση, εδρεύει στον Πειραιά (οδός ………..) (ΑΦΜ ……….) και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Ανδρέα-Κωνσταντίνο Τζήμα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Στέφανο Λύρα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Ο εφεσίβλητος -εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 2.11.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2020) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1451/2022 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αφενός μεν οι εναγόμενες εταιρείες (ήδη εκκαλούσες-εφεσίβλητες) με την από 20.5.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ……./2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……./2023) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης, αφετέρου δε ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος-εκκαλών με την από 1.7.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ …………/2022 -ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……../2022) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 25η.5.2023, μετά δε από αναβολή, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες από 1.7.2022 και 20.5.2023 και με αριθμούς κατάθεσης ………/2022 και ……./2023 και προσδιορισμού ……../2022 και ……../2023 εφέσεις κατά της οριστικής με αριθμό 1451/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 621 του ΚΠολΔ και 82 του τότε ισχύοντος ΚΙΝΔ), επί της από με αριθμό κατάθεσης ………../2020 αγωγής, έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αρμοδίως (άρθρο 19 του ΚΠολΔ όπως ίσχυε κατά το χρόνο κατάθεσης του ενδίκου μέσου) και εμπροθέσμως, αφού αφενός δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση, ενώ δεν έχει παρέλθει διετία από την έκδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Ακολούθως οι προαναφερόμενες εφέσεις πρέπει να γίνουν δεκτές κατά το τυπικό τους μέρος και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012, συνεκδικαζόμενες, λόγω της προφανούς συνάφειας αυτών αφού πλήττουν την ίδια απόφαση (άρθρα 246, 524 και 591 ΚΠολΔ).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εκκαλών και εφεσίβλητος ναυτικός κάτοικος ……….. Αττικής, με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης ……./2020 αγωγή του εξέθετε ότι δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατάρτισε με την δεύτερη εναγομένη ναυτική εταιρία με έδρα τον Πειραιά, η οποία ασκεί τον εφοπλισμό και την οικονομική εκμετάλλευση του πλοίου «S», νηολογίου ………. με αριθμό …………., κοχ 6745,95, κυριότητας της πρώτης εναγομένης ναυτικής εταιρίας με έδρα τον Πειραιά, ναυτολογήθηκε στο ως άνω πλοίο με την ειδικότητα του Β’ μηχανοδηγού τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα εντός των ετών 2019 και 2020 μέχρι και την απόλυσή του στις 18-3- 2020. Ότι την 15-3-2020 υπέστη ατύχημα εκτελώντας εργασία κατόπιν εντολής του προϊσταμένου του κατά τις ειδικότερα αναφερόμενες στο αγωγικό δικόγραφο συνθήκες. Ότι από τη ναυτολόγησή του στο ως άνω πλοίο διατηρεί αξιώσεις για υπερωριακή απασχόληση, επιδόματα εορτών, αντιτίμου τροφής και αποζημίωσης λόγω ατυχήματος καθόσον ήταν ανίκανος προς εργασία για 292 ημέρες και μισθών ασθενείας τεσσάρων μηνών, σύμφωνα με όσα εξέθετε στην αγωγή του. Ακολούθως αιτήθηκε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες που ευθύνονται εις ολόκληρον η πρώτη μέχρι την αξία του πλοίου, να του καταβάλουν για τις παραπάνω αιτίες το συνολικό ποσό των 36.341,34 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την απόλυσή του, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι είναι το καθ’ύλην και κατά τόνο αρμόδιο λόγω και του ναυτικού χαρακτήρα της διαφορά και σύμφωνα με τα διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 2, 16 παρ. 2 και 25 του ΚΠολΔ (όχι 22 όπως από παραδρομή προφανώς αναγράφεται στην εκκαλουμένη σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 3Α ν. 2172/1993. Εφάρμοσε την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών δηλαδή άρθρο 591, 614 αρ. 3, 621-622 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο της δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης. Έκρινε ότι η αγωγή έχει νομικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 345, 346, 361, 648 επ., 53 επ., 66 του ΚΙΝΔ, 1, 2, 3 του ν. 551/1915, και αντιθέτως ότι δεν έχε έρεισμα στο νόμο το παρεπόμενο αίτημα περί επιδίκασης τόκων από χρόνο προγενέστερο αυτού της επίδοσης της αγωγής αναφορικά με τα κονδύλια της αποζημίωσης λόγω εργατικού ατυχήματος και των μισθών ασθενείας, διότι δεν γινόταν επίκληση όχλησης. Αφού διαπίστωσε ότι για το καταψηφιστικό αίτημα δεν απαιτείτο καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 15§2 ν. 551/15, όπως κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24-7/25-8-20 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 8 ΕισΝΚΠολΔ, κατά την οποία, αγωγές, με τις οποίες διώκεται αποζημίωση του εργάτη ή υπαλλήλου που έπαθε ατύχημα στην εργασία, αφού το αγωγικό κονδύλι που αφορούσε δεδουλευμένα δεν υπερέβαινε την αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη κατά τα αγωγικά κονδύλια περί υπερωριών και διαφορών επιδομάτων εορτών, αλλά και μισθών ασθενείας, αφού υποχρέωσε τις εναγόμενες να καταβάλουν εντόκως, η πρώτη ευθυνόμενη μέχρι της αξίας του πλοίου, το ποσό των 3.512,48 λόγω διαφορών αποδοχών και το ποσό των 13.223,40 ευρώ για μισθούς ασθενείας, ενώ απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το αγωγικό αίτημα περί αποζημίωσης λόγω εργατικού ατυχήματος, κρίνοντας ότι η ασθένεια του ενάγοντος επί του πλοίου δεν συνιστούσε εργατικό ατύχημα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τώρα αμφότερα τα διάδικα μέρη για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδεικτικού υλικού, ο ναυτικός, διότι απορρίφθηκε το αγωγικό αίτημα περί αποζημίωσης λόγω εργατικού ατυχήματος και επιπλέον οι εναγόμενες για κακή εκτίμηση αποδεικτικού υλικού διότι έγιναν δεκτά τα αγωγικά κονδύλια περί καταβολής διαφορών υπερωριακής απασχόλησης και επιδομάτων εορτών, με τους διαλαμβανόμενους στις κρινόμενες εφέσεις λόγους, και ζητούν τη μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης ο ναυτικός προκειμένου να γίνει δεκτό το σχετικό αγωγικό του αίτημα, οι δε εναγόμενες προκειμένου να απορριφθεί στο σύνολο της η αγωγή.
Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα εργαζόμενου στις εναγόμενες μηχανικού ………….. που εξετάστηκε προτενόμενος από τις εναγόμενες, η οποία εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τις από 12.3.2021 και 13.9.2021 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του δικηγόρου Πειραιώς ……….. του ναυτικού και κατοίκου Κορυδαλλού ……… και του ναυτικού και κατοίκου …….., οι οποίες λήφθηκαν με αίτημα του ενάγοντος και σύμφωνα με τις διατυπώσεις των άρθρων 421επ του ΚΠολΔ και μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους, όπως αποδεικνύεται από τις με αριθμό ……./9.3.2021 και ……../8.9.2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……., από τη με αριθμό ……../27-9-2021 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς του μηχανοδηγού και κατοίκου Άνδρου ………, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια των εναγομένων κατόπιν κλήτευσης (κατ’άρθρο 143 του ΚΠολΔ) του υπογράφοντος την αγωγή πληρεξουσίου Δικηγόρου του ενάγοντος …………. σύμφωνα με τη με αριθμό ……./22.9.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………, από όλα τα προσκομιζόμενα έγγραφα είτε προς άμεση είτε προς έμμεση απόδειξη, συμπεριλαμβανομένων των φωτογραφικών απεικονίσεων του χώρου εργασίας του πλοίου, από τις ομολογίες των εναγομένων αναφορικά με τα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του ενάγοντος στο αναφερόμενο στην αγωγή πλοίο και τη λύση της σύμβασης ναυτικής εργασίας του λόγω ασθενείας, και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως κατ΄άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε στη Ραφήνα στις 16-9-2018 μεταξύ του ενάγοντος, Έλληνα που είναι απoγεγραμμέvoς ναυτικος με αριθμό μητρώου ….. και της δεύτερης εναγομένης εταιρίας που ασκούσε τον εφοπλισμό και την οικονομική διαχείριση του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου “S'” νηολογίου …. με αριθμό ….., κοχ 6749,95 κυριότητας της πρώτης, ο ενάγων ναυτολογήθηκε αυθημερόν με την ειδικότητα του Β Μηχανοδηγού στο ως άνω πλοίο και απασχολήθηκε συνεχόμενα μέχρι την 1.7.2019 οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Ραφήνας λόγω αδείας (έως 31.7.2019). Ακολούθως επαναυτολογήθηκε στο ως άνω πλοίο με τους αυτούς όρους και υπό την αυτή ειδικότητα από 7.8.2019, και εργάστηκε έως 18.3.2020, οπότε και απολύθηκε στον Πειραιά λόγω ασθενείας την 18.3.2020. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ένδικης ναυτολόγησής του, οι αποδοχές και οι όροι εργασίας του ενάγοντος διέπονταν από την οικεία Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2019 που κυρώθηκε με την και δη τη με αριθμό ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12.8.2019), όπως αποδεικνύεται από τη σχετική εγγραφή στο ναυτολόγιο. Περαιτέρω και από το προσκομιζόμενο σχετικό 5 στο οποίο εμφαίνονται αναλυτικά τα δρομολόγια του πλοίου ναυτολόγησης του ναυτικού αποδεικνύεται ότι το προαναφερόμενο πλοίο εκτελούσε τα παρακάτω αναφερόμενα δρομολόγια: α) από 1.1.2019 έως 21.2.2019, από 17.4.2019 έως 12.5.2019 και από 13.10.2019 έως 28.2.2020 εκτελούσε καθημερινά το δρομολόγιο Ραφήνα – Άνδρος – Τήνος – Μύκονος και επιστροφή στη Ραφήνα μέσω των ίδιων νησιών με έναρξη δρομολογίου στις 8:00 και λήξη στις 18:30, β) από 13.5.2019 έως 1.7.2019 και από 7.8.2019 έως 12.10.2019 το ως άνω πλοίο εκτελούσε καθημερινά δρομολόγια είτε από τη Ραφήνα είτε από το Ηράκλειο Κρήτης με προορισμό την Άνδρο, Τήνο, Μύκονο, Πάρο, Σαντορίνη εκκινώντας είτε 7:55 είτε 7:45, κατά πλέοντας στην επιστροφή του είτε στη Ραφήνα (όταν εκκινούσε από το Ηράκλειο) είτε στο Ηράκλειο (όταν εκκινούσε από τη Ραφήνα) στις 20:40 και 20:45 αντίστοιχα, και γ) από 22.2.2019 έως 16.4.2019 και από 29.2.2020 έως 18.3.2020 το πλοίο ήταν ακινητοποιημένο και εκτελούνται επ’ αυτού εργασίες επισκευής. Κατά τη διάρκεια των πλόων ο ενάγων εργαζόταν στο μηχανοστάσιο κατ’ αρχήν δύο τετράωρες βάρδιες την ημέρα, πέραν όμως αυτών εκτελούσε καθημερινά υδραυλικές εργασίες, εκτελούσε λίπανση των κύριων μηχανών και των βοηθητικών μηχανημάτων, του μηχανισμού πηδαλίου και των ηλεκτρογεννητριών που ευρίσκονταν στο μηχανοστάσιο, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει χαρακτηριστικά ο ενόρκως βεβαιώσας ……. που συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο προαναφερόμενο πλοίο. Επιπλέον στα καθήκοντά του, τα οποία εκτελούσε με εντολή του προϊσταμένου του, ήταν και ο καθαρισμός των διαχωριστήρων λαδιού και πετρελαίου, αλλά και ο καθαρισμός του χώρου του μηχανοστασίου, όπως αναφέρει ο επίσης ναυτολογημένος στο ίδιο πλοίο το επίδικο διάστημα ………………. Η αυξημένη επιβατική κίνηση καθιστούσε αναγκαία την παροχή υπερωριακής απασχόλησης από τον ενάγοντα και γι’αυτό εξάλλου η εργοδότρια κατέβαλε κάθε μήνα ποσό για υπερωριακή απασχόληση όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας, και ο ενάγων υπέγραφε κάθε μήνα ότι λάμβανε αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση. Αν ληφθεί υπόψη ο αριθμός τον λιμανιών από τα οποία απέπλεε και στα οποία κατέπλεε το πλοίο, σε συνδυασμό με τις συνθήκες εργασίας του, την ειδικότητα του και τα διδάγματα της κοινής πείρας, κρίνεται ότι αυτός εργαζόταν υπερωριακώς και μάλιστα ότι η απασχόληση του αυτή το διάστημα των δρομολογίων ανερχόταν στις 11 ώρες ημερησίως, ενώ αντίθετο το χρονικό διάστημα των επισκευών δεν υπήρχε ανάγκη παροχής υπερωριακής εργασίας. Οι εκκαλούσες ισχυρίζονται ότι δεν υπήρχε ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης όμως δεν εξηγούν για ποιο λόγο καταβαλλόταν συγκεκριμένο ποσό για υπερωρίες στο ναυτικό. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργάζονταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες επί έντεκα ώρες κατά τις ημέρες των δρομολογίων και οκτώ ώρες κατά το διάστημα των επισκευών και του επιδίκασε για το έτος 2019 1.985,60 ευρώ ως διαφορά αποδοχών 11 ώρες για 38 Σάββατα και 12 αργίες και 8 ώρες για 8 Σάββατα και 2 αργίες, και 5.913 ευρώ για 3ωρη υπερωριακή απασχόληση για 187 καθημερινές και 38 Κυριακές του επίδικου διαστήματος απασχόλησης του και ακολούθως διαφορές επιδομάτων εορτών στα οποία υπολογίζεται η μέση υπερωριακή απασχόληση ύψους 565,69 ευρώ ως επίδομα εορτών Πάσχα και 1.415 ευρώ ως επίδομα εορτών Χριστουγέννων για το έτος 2019 και για το έτος 2020 για 11 ώρες για 8 Σάββατα και 2 αργίες και 8 ώρες για 3 Σάββατα και 1 αργία, 1.016,86 ευρώ και για τρεις ώρες υπερωριακής απασχόλησης για 41 καθημερινές και 8 Κυριακές 1.287,72 ευρώ και ακολούθως για επίδομα εορτών Πάσχα έτους 2020 διαφορά αποδοχών 865,69 ευρώ, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε έλαβε υπόψη πράγματα μη προταθέντα και μη αποδειχθέντα, επομένως οι σχετικοί πρώτος και τέταρτος εκ των λόγων εφέσεως των εναγομένων που αποδίδουν στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν. Σημειωτέον, ότι η εκκαλουμένη δεν πλήττεται, ως προς τους επιμέρους υπολογισμούς της υπερωριακής αμοιβής, που ο ενάγων δικαιούται κατά τα αποδειχθέντα για την αιτία αυτή.
Κατά το άρθρο 1 ν. 551/1915, όπως αυτό τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 38 εδ. α Εισ.Ν. Α.Κ.), έχει δε εφαρμογή και στη σύμβαση ναυτολόγησης κατά το άρθρο 2 του ίδιου νόμου και 66 ν. 3816/1958 “περί κυρώσεως του κώδικος ιδιωτικού ναυτικού δικαίου” (ΟλΑΠ 26/1995): “Ατύχημα εκ βιαίου συμβάντος, επερχόμενο σε εργάτη ή υπάλληλο των εν τω άρθρ. 2 εργασιών και επιχειρήσεων, εν τη εκτελέσει της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, παρέχει εις τα κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου δικαιούμενα πρόσωπα δικαίωμα αποζημιώσεως απέναντι του κυρίου της επιχειρήσεως, εάν η εις τον παθόντα εκ του ατυχήματος προελθούσα διακοπή της εργασίας διήρκεσε πλέον των τεσσάρων ημερών, εξαιρουμένης μόνον της περιπτώσεως καθ` ην ο παθών εκ προθέσεως προεκάλεσε το επελθόν ατύχημα”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ως ατύχημα εκ βιαίου συμβάντος θεωρείται και ο θάνατος ή ο τραυματισμός του εργαζομένου από αιφνίδια επενέργεια εξωτερικού αιτίου, ασχέτου μεν προς τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος και τη βαθμιαία φθορά του αλλά συνδεομένου προς την εργασία λόγω της εμφάνισης του κατά την εκτέλεση της ή εξ αφορμής αυτής. Η τελευταία αυτή περίπτωση συντρέχει όταν το ατύχημα δεν είναι άμεση συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας, όπως όταν τούτο συνέβη εκτός του τόπου και χρόνου εκτέλεσης της, συνδέεται όμως με αυτήν με σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως εκ του ότι λόγω της εργασίας δημιουργήθηκαν ιδιαίτερες και αναγκαίες για την επέλευση του πραγματικές συνθήκες, οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία (ΑΠ 1072/2018, ΑΠ 998/2012). Εξάλλου, κατά το άρθρο 16 εδ. α΄ και β΄ ν. 551/1915, όπως κωδικοποιήθηκε κατά τα ανωτέρω: “Εάν ο υπόχρεος σε αποζημίωση αποδείξει ότι το ατύχημα προήλθε εξ αμελείας του παθόντος, ο δικαστής έχει το δικαίωμα να μειώσει, κατά την κρίσιν του, το ποσόν της κατά το άρθρ. 3 οφειλομένης αποζημιώσεως, αλλ` ουχί κατωτέρω του ημίσεος αυτού. Αμέλεια υφίσταται μόνον εάν ο παθών αδικαιολογήτως, κατά την κρίσιν του δικαστού, παρέβη διατάξεις ισχυόντων νόμων ή διαταγμάτων περί των όρων ασφαλείας ή κανονισμού περί αυτών, εκδοθέντων υπό της αρμοδίας δημοσίας αρχής ή εκδοθέντων μεν υπό του κυρίου της επιχειρήσεως, επικυρωθέντων δε υπό της αρχής, εφ` όσον οι κανονισμοί είναι ανηρτημένοι κατά τρόπον ευανάγνωστο εις καταφανή μέρη του τόπου της εργασίας. Η κατά το εδάφιον τούτο μείωση δεν χωρεί εάν συντρέχει περίπτωση τις εκ των εν τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου οριζομένων”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι όταν με αγωγή ζητείται η ειδική αποζημίωση των άρθρων 1 και 3 ν. 551/2015 οι έννομες συνέπειες του εργατικού ατυχήματος δεν επηρεάζονται από μόνο το γεγονός ότι το ατύχημα προήλθε από αμέλεια του παθόντος, που δεν διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της εργασίας και του ατυχήματος. Η τυχόν αμέλεια του παθόντος έχει ως μόνη συνέπεια την κατά την κρίση του δικαστή μείωση της οφειλόμενης αποζημίωσης έως το μισό του ποσού της και αυτό εφόσον η αμέλεια συνίσταται σε παράβαση από τον παθόντα διατάξεων ισχυόντων νόμων ή διαταγμάτων που προδιαγράφουν τους όρους ασφαλείας στην εργασία ή των συναφών κανονισμών που έχουν εκδοθεί από την αρμόδια αρχή ή εκδόθηκαν από τον κύριο της επιχείρησης και κυρώθηκαν από την αρχή. Άλλη αμέλεια, εκτός από την παραπάνω ειδική, δεν λαμβάνεται υπόψη σε οποιαδήποτε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, λόγω δε της ανωτέρω ειδικής ρύθμισης δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 300 Α.Κ. και δεν περιορίζεται η ευθύνη του εργοδότη ούτε για την επέλευση ούτε για την έκταση της ζημίας (ΑΠ 1072/2018, ΕφΠειρ 232/2018, ΕφΠειρ 363/2015, ΕφΠειρ 323/2015, ΕφΠειρ 464/2014, δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 811/2013 ΕΝαυτΔ 2014, 40). Ο τελευταίος δεν απαλλάσσεται ακόμα και αν το ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική αμέλεια του παθόντος και η ευθύνη του αίρεται μόνο στην περίπτωση δόλιας προκλήσεως του, οπότε διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος (ΕφΠειρ 499/2011 ΕΝαυτΔ 2011, 393 = Αρμ. 2012, 752). Επομένως, όταν ο εργοδότης ενάγεται προς καταβολή αποζημιώσεως κατά τον ν. 551/1915, δεν μπορεί να αρνηθεί την αγωγή επικαλούμενος αποκλειστική υπαιτιότητα του ενάγοντος ούτε να προτείνει την ένσταση του συντρέχοντος πταίσματος του τελευταίου κατά το άρθρο 300 ΑΚ (ΕφΠειρ 232/2018 δημ. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το άρθρο 3 παρ. 1 ως 5 του ν.551/1915, προκύπτει ότι αναγνωρίζονται πέντε διακεκριμένες περιπτώσεις αποζημίωσης, η οποία χορηγείται στον παθόντα (ή τους κληρονόμους του) από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής, εργάτη ή υπάλληλο, δηλαδή λόγω: α) θανάτου του παθόντος, β) πλήρους και διαρκούς ανικανότητας προς εργασία, γ) πλήρους αλλά πρόσκαιρης ανικανότητας, δ) μερικής διαρκούς ανικανότητας και ε) μερικής αλλά πρόσκαιρης ανικανότητας. Για κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις αποζημίωσης ο νόμος αναγράφει ιδιαίτερο συνδυασμό, με βάση τον οποίο υπολογίζεται η εφάπαξ και όχι σε περιοδικές παροχές προηγούμενη αποζημίωση, χωρίς να προβλέπεται περίπτωση μικτής αποζημίωσης, αποτελούμενης δηλαδή από αποζημιώσεις διαφόρων, που δυνατόν να συντρέχουν, περιπτώσεων από αυτές που παραπάνω διακεκριμένα αναφέρονται. Σε περίπτωση πλήρους διαρκούς ανικανότητας, όταν δηλαδή ο παθών περιήλθε σε απόλυτη αδυναμία να ασκεί όχι μόνο το μέχρι τότε επάγγελμα του, αλλά και οποιοδήποτε άλλο κοινωνικά και οικονομικά ισοδύναμο, έτσι ώστε να αποφεύγεται η κοινωνική και οικονομική μετάταξη του, δικαιούται την προβλεπόμενη για την περίπτωση αυτή, νόμιμη αποζημίωση, η οποία περιλαμβάνει μισθούς έξι ετών. Κατά το άρθρο 4 παρ. 1β΄και 2 του αυτού ως άνω νόμου, για τον καθορισμό της εν λόγω αποζημιώσεως το μεν έτος λογίζεται πλήρες, ο δε μισθός, προκειμένου περί οποιουδήποτε άλλου εργάτη (πλην μαθητευόμενων και εργατών, που δεν συμπλήρωσαν το 21ο έτος της ηλικίας τους) λογίζεται ίσος με την αντιμισθία, που λήφθηκε πραγματικά απ΄αυτόν κατά τους δώδεκα μήνες πριν από το ατύχημα, είτε σε χρήματα, είτε σε είδος. Στην περίπτωση αυτή, αν ο παθών απασχολήθηκε για χρονικό διάστημα λιγότερο των δώδεκα μηνών πριν από το ατύχημα, ως βάση του υπολογισμού της αποζημιώσεως, λαμβάνεται η πραγματική αντιμισθία, την οποία έλαβε από την πρόσληψη του, αυξημένη κατά το ποσό της αντιμισθίας, την οποία κατά το χρονικό διάστημα, που απαιτείται προς συμπλήρωση του δωδεκαμήνου πριν από το ατύχημα, μπορούσε να λάβει με βάση τη μέση αντιμισθία εργατών ή υπαλλήλων της αυτής κατηγορίας κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα. Περαιτέρω, για τον υπολογισμό της αποζημίωσης σε περίπτωση πρόσκαιρης ολικής ανικανότητας προς εργασία, η οποία δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, η αποζημίωση είναι ημερήσια και ισούται με το 1/2 του μισθού, τον οποίο λάμβανε ο παθών κατά την ημέρα του ατυχήματος για όλο το διάστημα της ανικανότητας του (ΕφΠειρ 745/2008 ΕΝΔ 37, 208, ΕφΠειρ 648/2008 ΕΝΔ 36, 388, ΕφΠειρ 1/2002 αδημ., Σ.Βλαστού: Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 1994, τόμ. Β`, παρ. 951, αριθμ. γ, σελ. 1254). Για τον καθορισμό της αποζημιώσεως στις ως άνω περιπτώσεις, ο υπολογισμός των μισθών γίνεται με βάση το σύνολο των καταβαλλομένων αποδοχών του παθόντος-εργαζομένου, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται όλα τα συμβατικά και νόμιμα επιδόματα, οι προσαυξήσεις και αποζημιώσεις, λόγω παροχής υπερεργασίας και νόμιμης υπερωριακής εργασίας, τα επιδόματα εορτών, Κυριακών και άδειας, η αποζημίωση άδειας και το αντίτιμο τροφής (ΑΠ 131/2007 ΝοΒ 2007, 689, ΕφΠειρ 94/2009 ΕΝΔ 2009 188). Περαιτέρω, στο άρθρο 66 του ΚΙΝΔ ορίζεται ότι, όταν ο ναυτικός ασθενήσει, δικαιούται το μισθό και νοσηλεύεται με δαπάνες του πλοίου, εφόσον δε η σύμβαση ναυτολογήσεως λυθεί εξαιτίας της ασθένειας και ο ναυτικός νοσηλεύεται εκτός του πλοίου, δικαιούται νοσήλια και μισθό, εφόσον διαρκεί η ασθένεια, όχι όμως περισσότερο από τέσσερις μήνες (ΕφΠειρ 23/2013 δημ.Νόμος). Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και όταν συμβεί ατύχημα από βίαιο συμβάν, μάλιστα, αν ο ναυτικός υπέστη από αυτό ανικανότητα για εργασία, εφαρμόζονται και οι ειδικές διατάξεις για την αποζημίωση εκείνων που έπαθαν ατύχημα στην εργασία τους. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι ο ναυτικός όταν η ασθένεια του προήλθε από εργατικό ατύχημα, κατά την προεκτεθείσα έννοια, δικαιούται μισθό ασθενείας, νοσήλια και αποζημίωση για το εργατικό ατύχημα, αν απ’ αυτό έμεινε ισόβια ή πρόσκαιρα ανίκανος για εργασία. Έτσι, στην τελευταία περίπτωση, ο ναυτικός έχει αυτοτελείς και ανεξάρτητες αξιώσεις, οι οποίες δεν συνδέονται αναγκαίως, ούτε έχουν αντικείμενο την ίδια παροχή, αλλά αποβλέπουν στην επίτευξη άλλου σκοπού. Σύμφωνα λοιπόν με τις προαναφερθείσες διατάξεις, επιτρέπεται η σωρευτική άσκηση της αξίωσης για μισθούς ασθενείας με την αποζημίωση του Ν. 551/1915 και δεν τίθεται θέμα επικάλυψης αυτών (ΕφΠειρ 323/2015 δημ.Νόμος, ΕφΠειρ 640/2009 ΕΝΔ 38, 39, ΕφΠειρ 648/2008 ό.π., ΕφΠειρ 423/1997 Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιώς 1996 – 1997 σελ. 476, ΕφΠειρ 642/1995 Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιώς 1994 – 1995 σελ. 295, Ι.Κοροτζή: Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο, έκδ. 1990, παράγραφοι 342 και 346 με παραπομπές στη νομολογία, Δ.Καμβύση: Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 1982, σελ. 218 και 228, Ν. Δελούκα: Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.1979, σελ. 219, Ι. Πιτσιρίκου: Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας, έκδ. 2006. Κεφ. Ill, VII, σελ. 131-132). Μάλιστα, για την προστασία του ναυτικού, που ασθένησε κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησης του, δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ εργασίας και ασθενείας, σε αντίθεση με τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης που απορρέει από εργατικό ατύχημα, που σημαίνει ότι ασθένεια η οποία εμφανίσθηκε, υποτροπίασε ή παροξύνθηκε κατά τη διάρκεια της εργασίας του ναυτικού στο πλοίο, θεωρείται ως απότοκος της εργασίας του σε αυτό (ΕφΠειρ 764/2012 ο.π., ΕφΠειρ 837/2010 ΕΝαυτΔ 39 116, ΕφΠειρ 498/2008 ΕΝαυΔ 2008 281, ΕφΠειρ 385/2006 ΠειρΝ 2006 460). Ο μισθός ασθενείας έχει χαρακτήρα αποδοχών και δεν είναι αποζημιωτικός, παρά την, μάλλον από παραδρομή, εσφαλμένη διατύπωση του άρθρου μόνου του π.δ.1212/1981. Συνίσταται σε ό,τι ο ναυτικός αποκόμιζε στο πλοίο από την εργασία του πριν από την ασθένεια, δηλαδή στο βασικό μισθό, στα επιδόματα, στο αντίτιμο τροφής, στα δώρα εορτών, ακόμη και στα φιλοδωρήματα, που τυχόν του κατέβαλε ο πλοιοκτήτης, δηλαδή υπολογίζεται με βάση την ισχύουσα ΣΣΝΕ, εκτός αν υπάρχει κλειστός μισθός (ΕφΠειρ 323/2015 δημ.Νομος, ΕφΠειρ 648/2008 ΕΝΔ 36, 388, ΕφΠειρ 984/2001 Πειρ. Νομ. 2002, 277, ΕφΠειρ 163/2001 αδημ.). Τούτο, βέβαια, ισχύει μόνον υπό τον όρο ότι στη ΣΣΝΕ δεν έχει προβλεφθεί ειδικός μισθός ασθενείας, περιλαμβάνων συνήθως το βασικό μισθό της ΣΣΝΕ πλέον του αντιτίμου τροφής, διότι στην περίπτωση αυτή ο παθών δικαιούται τον ειδικό αυτό μισθό και όχι εκείνον που αναλογεί στις, υπέρτερες από τις νόμιμες, αποδοχές που λαμβάνει (ΕφΠειρ 355/2013 ΕΝαυτΔ 2013, 296, ΕφΠειρ 640/2009 ΕΝαυτΔ 2010, 39, ΕφΠειρ 180/2008, ΕφΠειρ 333/2003 ΕΝαυτΔ 2003, 270). Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι η προβλεπόμενη από την παράγραφο 7 του προαναφερθέντος, άρθρου 3 του ΝΔ 2652/1953 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Ν. 1752/1951», που διατηρήθηκε σε ισχύ με το εδάφιο 2 του άρθρου 295 του ΚΙΝΔ και τροποποιήθηκε με το ΠΔ 1212/1981, τετράμηνη αποκλειστική ή αποσβεστική (του δικαιώματος) προθεσμία, για την άσκηση της αγωγής περί αποζημιώσεως λόγω ασθενείας, η οποία αρχίζει από την απόλυση «αμοιβαία συναινέσει» του ναυτικού και λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη, από το Δικαστήριο, εφαρμόζεται όταν πρόκειται περί αξιώσεων του, λόγω ασθενείας «αμοιβαία συναινέσει» απολυθέντος ναυτικού, κατ` άρθρο 66 του ΚΙΝΔ και όχι όταν οι σχετικές αξιώσεις αυτού θεμελιώνονται στις διατάξεις, περί εργατικού ατυχήματος του Ν.551/1915, οπότε ο ενάγων παθών σε εργατικό ατύχημα ναυτικός, δικαιούται, σύμφωνα με τα παραπάνω, σωρευτικά και τους μισθούς ασθενείας του άρθρου 66 του ΚΙΝΔ, διότι τούτο ορίζεται ρητά στην ίδια τη διάταξη αυτή (ΕφΠειρ 363/2015, ΕφΠειρ 499/2011 δημ.ΝΟΜΟΣ, Δ.Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, β` έκδοση, σελ. 274, 275).
Από τα ίδια, ως άνω, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι την 15.3.2020 και ενώ το πλοίο ήταν για επισκευή στο λιμάνι του Πειραιά, κατόπιν εντολής του Α’ Μηχανικού και ενώ παραγματοποιούνταν εργασίες επιδιόρθωσης και συντήρησης της μηχανής του πλοίου, ο ναυτικός επιχείρησε να λύσει τον πληκτροφορέα (πινιόλα) του πλοίου βάρους 50 κιλών κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή και έως 30 κιλών κατά τα αναφερόμενα από το μάρτυρα ανταπόδειξης …………, ο οποίος όμως δεν αποδείχθηκε ότι απασχολείτο το επίδικο διάστημα στο συγκεκριμένο πλοίο και επομένως δεν κρίνεται πειστική η κατάθεση του ως προς το βάρος του συγκεκριμένου πληκτροφορέα. Επειδή το ηλεκτρικό παλάγκο είχε μαγκώσει κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να ανασηκώσει την πινιόλα, κίνηση που του προκάλεσε έντονο πόνο στη μέση ο οποίος εξακολούθησε, και κατά τις επόμενες ημέρες, κατά τις οποίες ο ναυτικός δεν μπόρεσε να εργαστεί και παραπέμφθηκε για ιατρική εξέταση. Ακολούθως την 16.3.2020 εξετάστηκε από τον χειρουργό ορθοπαιδικό …………., ο οποίος διαπίστωσε ότι ο ενάγων πάσχει από οξεία οσφυαλγία (ΑΡ) ριζιτιδική συνδρομή, επι πιθανής ΚΔΜ (κήλης μεσοσπονύλιου δίσκου) 05-11 και του συνέστησε αναρρωτική άδεια 10 ημερών (έως 27.3.2020). Ο ίδιος ως άνω ιατρός για την αυτή αιτία, αφού εξέτασε εκ νέου τον ενάγοντα την 26.3.2020, την 15.4.2020 και την 4.5.2020 χορήγησε αυτόν κάθε φορά αναρρωτική άδεια συνεχόμενη είκοσι (20) ημερών (ήτοι από 27.3.2020 έως 15.4.2020, 16.4.2020 έως 5.5.2020 και από 5.5.2020 έως 24.5.2020). Στη συνέχεια ο ναυτικός παραπέμφθηκε προς εξέταση την ανώτατη επιτροπή ναυτικού υγειονομικού η οποία συνεδρίασε στις 26 Μαΐου 2020 και αποφάνθηκε ότι ο ενάγων είναι ικανός, ως προς την πάθηση της οξείας οσφυαλγίας, για την συνέχιση άσκησης του ναυτικού επαγγέλματος σύμφωνα με τη με αριθμό. ……../26-5-2020 γνωμάτευση. Επειδή όπως ο ναυτικός συνέχιζε να έχει έντονα συμπτώματα πόνου στη μέση επανεξετάσθηκε στις 2.6.2020 από τον ιατρό …………. και έλαβε εκ νέου για την αυτή αιτία αναρρωτική άδεια τριάντα (30) ημερών ήτοι από (2.6.2020 έως 2.7.2020), και στις δε 26.6.2020 εξετάσθηκε από ιατρό του ορθοπαιδικού τμήματος του γενικού νοσοκομείου Νίκας «Άγιος Παντελεήμων» οπότε και του συνεστήθη η αποχή από την εργασία για δύο (2) μήνες, ενώ στις 2.7.2020 έλαβε από τον προαναφερόμενο ιατρό ………… αναρρωτική άδεια εξήντα (60) ημερών. Κατόπιν των ανωτέρω ο ενάγων εξετάσθηκε εκ νέου από την ανωτάτη ναυτικού υγειονομική επιτροπή και αφού διαπιστώθηκε ότι πάσχει από οξεία οσφυοϊσχιαλγία επί εδάφους ρήξης ΚΜΔ 03, κρίθηκε ανίκανος για τη συνέχιση του ναυτικού επαγγέλματος για έξι μήνες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ενάγων ασθένησε λόγω τραυματισμού κατά την εκτέλεση της εργασίας του και συνεπώς του οφείλονται για το λόγο αυτό 4 μισθοί κατά το άρθρο 66 του ΚΙΝΔ, εφόσον η ασθένεια του δεν οφείλεται σε δόλο ή βαρεία αμέλεια του, ώστε να αποκλείεται το δικαίωμα του αυτό, κατ’αρθρο 67 ΚΙΝΔ (βλ. Καμβύση Ναυτεργατικό Δίκαιο β’ έκδοση 1994, 243επ). Το ποσό που του οφείλεται μηνιαίως ορίζεται ίσο με το μισθό ενεργείας και το ανάλογο αντίτιμο τροφής, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΣΣΝΕ όπως ορθώς κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση και συνολικά 7.251,64 ευρώ. Οι εναγόμενες αλυσιτελώς προσκομίζουν για την απόδειξη της ένστασης εξόφλησης που επαναφέρουν ως λόγο έφεσης το με αριθμό 8 σχετικό ισχυριζόμενες ότι κατέβαλαν στο ναυτικό το ποσό των 2.958,34 ευρώ. Τούτο δε διότι η εκκαλουμένη δεχόμενη καθ’υποφοράν ισχυρισμό του ναυτικού ότι του καταβλήθηκε για την αιτία αυτή το ποσό των 3.739,16 ευρώ προσδιόρισε το οφειλόμενο ποσό σε 3.512,48 ευρώ και συνεπώς τα αναφερόμενα στο σχετικό δεύτερο λόγο εφέσεως περί εξόφλησης είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Όμως ο τραυματισμός του δεν συνιστά εργατικό ατύχημα διότι δεν οφείλεται σε έκτακτο ή βίαιο συμβάν στο χώρο εργασίας, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του και εξ αφορμής αυτής, ούτε συνδέεται με αυτήν με σχέση αιτίου και αποτελέσματος λόγω του ότι εκ της προαναφερθείσας εργασίας του δημιουργήθηκαν οι ιδιαίτερες εκείνες και αναγκαίες για την επέλευση του πραγματικές συνθήκες, οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία του αυτή. Πέραν του ότι ο τραυματισμός οφείλεται σε εκούσια ενέργεια του εργαζόμενου και κατά τις παραδοχές της εκκαλουμένης, και συνεπώς αλυσιτελώς οι εναγόμενες πλήττουν την αιτιολογία της με τον τρίτο λόγο έφεσης ισχυριζόμενες ότι δεν του ανατέθηκε να σηκώσει τον πληκτροφορέα, δεν αποδείχθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι οι εκτιθέμενες συνθήκες εργασίας του ενάγοντος και ιδίως η απαίτηση για υπέρβαση του κανονικού ωραρίου οδήγησε στον τραυματισμό του. Διαφορετική θα ήταν η περίπτωση αν είχε μεσολαβήσει ένα βίαιο και έκτακτο γεγονός κατά την παροχή των εργασιακών του καθηκόντων όπως λόγου χάρη μια έκρηξη στο μηχανοστάσιο, ή μια πτώση από σκάλα κλπ. Η φιλότιμη προσπάθεια του εκκαλούντος ναυτικού να ανασηκώσει την πιανόλα που είχε σφηνώσει δεν μπορεί να εξισωθεί με έκτακτο και βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας. Ούτε αποδείχθηκε ότι μετά τον τραυματισμό του κατά την παροχή των εργασιακών του καθηκόντων ο εργοδότης συνέχισε να τον απασχολεί αδιαφορώντας για την κατάσταση της υγεία του. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι ο τραυματισμός του δεν θα ελάμβανε χώρα χωρίς την εργασία του και την εκτέλεση της υπό τις δεδομένες συνθήκες και περιστάσεις, και συνδέεται με πρωτίστως την ιδιοσυστασία του οργανισμού του ενάγοντος και την τυχόν οργανική και παθολογική προδιάθεση του. Επομένως κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η πάθηση του ενάγοντα δεν οφείλεται σε έκτακτες και εξαιρετικές συνθήκες εργασίας, αντίθετα προϋπήρχε ως συνήθης πάθηση της σπονδυλικής στήλης και συγκεκριμένα των μεσοσπονδυλίων δίσκων των σπονδύλων της οσφυϊκής περιοχής (μέσης) οφειλόμενη σε φθορά λόγω εργασίας αυτού και εμφανίστηκε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων για τα οποία προσλήφθηκε ο ενάγων και κάτω από κανονικές, σύμφυτες προς την εργασία του συνθήκες, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου εξωτερικού γεγονότος ξένου προς τον οργανισμό του ορθά ερμήνευσε το νόμο και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο μοναδικό λόγο έφεσης του εργαζόμενου είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης, προς έρευνα, πρέπει οι ένδικες από 1.7.2022 και 20.5.2023 και με αριθμούς κατάθεσης …/2022 και ………/2023 και προσδιορισμού …../2022 και ………../2023 εφέσεις να απορριφθούν κατ’ουσίαν και να συμψηφιστούν λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 178, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων τις από 1.7.2022 και 20.5.2023 και με αριθμούς κατάθεσης ……../2022 και ………/2023 και προσδιορισμού ……../2022 και ………/2023 εφέσεις κατά της με αριθμό 1451/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών επί της από με αριθμό κατάθεσης ………./2020 αγωγής,
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσία τις εφέσεις
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων μερών
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 13 Μαΐου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ