ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 221/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Λάζαρο Γιαπαλάκη Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο Εφετών Πειραιά και από τον Γραμματέα Σ.Τ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΕΚΚΑΛΩΝ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΣ: ………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Μήτσουρα του Δ.Σ.Α. με Α.Μ. …….. με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠΟΛΔ.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑ: Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ……….. η οποία εδρεύει στον ……. Αττικής, οδός ………., με Α.Φ.Μ. ……., εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Βερβεσό του Δ.Σ.Α. με Α.Μ. ……….. με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠΟΛΔ.
Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 9-4-2021 και με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου ……../2021 αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 137/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που κήρυξε εαυτόν κατά τόπον αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά η οποία εκδικάστηκε κατά την δικάσιμο της 30-3-2023 κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών-εργατικών διαφορών και εκδόθηκε η με αριθμό 3475/2023 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την με αριθ. εκθ. καταθ. ……../2024 έφεσή του ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ………./2024 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την με αριθ. εκθ. καταθ. ………/2024 έφεσή της ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με αριθμό εκθ. κατ. δικ. …………/2024 έφεση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εκκρεμούν: α) η από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……../2024 έφεση και β) η από με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ………./2024 έφεση οι οποίες αφορούν τους ίδιους διαδίκους εκδικάζονται κατά την ίδια διαδικασία και είναι συναφείς μεταξύ τους και για το λόγο αυτό θα πρέπει να συνεκδικαστούν επειδή με τη συνεκδίκασή τους διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρο 246ΚΠΟΛΔ).
Στην προκειμένη περίπτωση φέρονται προς συζήτηση οι με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……/2024 και ………/2024 εφέσεις κατά της με αριθμό 3475/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου αγωγής ………../2021 του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος.
Η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……./2024 έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον εκκαλούντα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 511, 513 § 1 β, 516 και 518 § 1 ΚΠολΔ δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε από τον ενάγοντα προς την εναγόμενη στις 12-1-2024 και η έφεση του ασκήθηκε στις 8-2-2024 (βλ. την με αριθμό ……../2024 έκθεση κατάθεσης ένδικου μέσου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς). Περαιτέρω κατατέθηκε το με αριθμό . … …… e-παράβολο βεβαιώθηκε η πληρωμή του στις 8-2-2024 ασχέτως του ότι δεν απαιτείται η καταβολή του νόμιμου παράβολου κατ’ άρθρο 495 ΚΠΟΛΔ καθόσον στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για εφαρμογή του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠΟΛΔ.
Η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………/2024 έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον εκκαλούντα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 511, 513 § 1 β, 516 και 518 § 1 ΚΠολΔ δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε από τον ενάγοντα προς την εναγόμενη στις 12-1-2024 και η έφεση της ασκήθηκε στις 12-2-2024 (βλ.την με αριθμό ……../2024 έκθεση κατάθεσης ένδικου μέσου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς). Πρέπει συνεπώς αυτές να γίνουν τυπικά δεκτές (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους και δη κατά τα εκκληθέντα με τις εν λόγω εφέσεις κεφάλαια (άρθρο 524§1 ΚΠολΔ).
Με την ένδικη αγωγή ο ενάγων εκθέτει ότι προσλήφθηκε από την εναγόμενη δυνάμει της από 10-10-1997 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας προκειμένου να εργαστεί σ’ αυτήν με πλήρες ωράριο με την ειδικότητα του χειριστή μηχανοκίνητων οχημάτων (κλαρκ), διαθέτοντας την σχετική άδεια ικανότητας χειριστή αντί του στην αγωγή αναφερόμενου μισθού. Ότι από το έτος 2.014 η εναγόμενη του κατέβαλλε μέρος μόνο των δεδουλευμένων αποδοχών του, ενώ μέχρι την 16-6-2020 παρέμενε ανεξόφλητο υπόλοιπο αυτών. Ότι εξαιτίας αυτού του γεγονότος ο ενάγων άσκησε στις 20-7-2020 το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του με αποτέλεσμα η εναγόμενη να οφείλει αποδοχές υπερημερίας συνεπεία της επίσχεσης του για το χρονικό διάστημα από 20-7-2020- 16-9-2020. Ότι μετά την εκατέρωθεν αποστολή εξώδικων δηλώσεων και διαρκούντος της υπερημερίας της εναγόμενης η τελευταία από λόγους εκδικητικότητας προς αυτό θεώρησε την επίσχεση της εργασίας του παράνομη και καταχρηστική και δήλωσε ότι θεωρεί την συμπεριφορά του ως από μέρους του καταγγελία της σύμβασης εργασίας του προβαίνοντας αναληθώς σε δήλωση οικειοθελούς αποχώρησης του. Ότι η εναγόμενη στις 16-9-2020 κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας του χωρίς την τήρηση έγγραφου τύπου και χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης του. Ότι η ανωτέρω καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είναι άκυρη για τους προαναφερόμενους λόγους και επιπρόσθετα διότι έγινε καταχρηστικά για λόγους εκδίκησης και ελλείψει ασφαληστικής του τακτοποίησης. Ότι συνεπεία της άκυρης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του δικαιούται μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 16-9-2020 έως την 26-9-2021(ημερομηνία πιθανής συζήτησης της αγωγής του). Ότι διαρκούσης της εργασιακής σχέσης της με την εναγόμενη τα έτη 2.015-2.020 απασχολήθηκε για έξι ώρες την εβδομάδα και δη από Δευτέρα- Σάββατο από ώρα 4.00- 14.00, πραγματοποιώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο υπερεργασιακή και υπερωριακή απασχόληση εργασία το Σάββατο, εργασία κατά την διάρκεια της νύχτας χωρίς να έχει λάβει αποδοχές για τους παραπάνω λόγους. Με βάση τα παραπάνω και επικαλούμενος ο ενάγων την σύμβαση και τον νόμο ζητεί να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 16-9-2020 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του εκ μέρους της εναγόμενης, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 3.384,10 ευρώ που αφορά δεδουλευμένες αποδοχές μηνών Ιουνίου 2.015, Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου, Δεκεμβρίου 2.019, Φεβρουαρίου, Μαρτίου και Ιουνίου 2020 και ποσό 15.225 ευρώ που αφορά αποδοχές υπερημερίας συνεπεία άκυρης απόλυσης και κατόπιν νόμιμου περιορισμού (άρθρα 223,294,297 ΚΠΟΛΔ) από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό των παρακάτω κονδυλίων να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται η εναγόμενη να καταβάλει το ποσό των 2.695,58 ευρώ, για δεδουλευμένες αποδοχές μηνών Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου, Μαΐου-Αυγούστου 2.014, το ποσό των 4.372,30 ευρώ για παροχή νυχτερινής εργασίας από Δευτέρα-Παρασκευή ετών 2.015-2020, το ποσό των 9.790,20 ευρώ για υπερεργασία των ετών 2.015-2020, το ποσό των 27.648,90 ευρώ για παροχή εργασίας τα Σάββατα (συμπεριλαμβανομένης νυχτερινής και υπερωριακής απασχόλησης τις ημέρες αυτές) ετών 2.015-2020, το ποσό των 1.848 ευρώ ως αποδοχές υπερημερίας συνεπεία της επίσχεσης της εργασίας του, επικουρικά δε σε περίπτωση που κριθεί έγκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του το ποσό των 14.700 ευρώ που αντιστοιχεί στην νόμιμη αποζημίωση απόλυσης του, το ποσό των 4.752 ευρώ ως αποζημίωση του που αντιστοιχεί στο απολεσθέν επίδομα ανεργίας καθώς και ποσό 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη από την παράνομη απόλυση του όλα τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο αφότου κάθε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό άλλως από της επιδόσεως της αγωγής. Τέλος ζητεί να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή καθώς επίσης να καταδικαστεί η εναγόμενη στην δικαστική του δαπάνη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκδικάζοντας την ένδικη αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών αντιμωλία των διαδίκων αφού την έκρινε ορισμένη και εν μέρει νόμιμη την έκανε εν μέρει δεκτή και αναγνώρισε την ακυρότητα της από 16-9-2020 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος εκ μέρους της εναγόμενης, υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 18.609,19 ευρώ με τον νόμιμο τόκο αφότου κάθε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό και μέχρι εξόφλησης, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 10.000 ευρώ, αναγνώρισε ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 2.695,58 ευρώ με το νόμιμο τόκο αφότου κάθε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό και μέχρι εξόφλησης. Κατά της απόφασης αυτής με την από με αριθμό έκθεση Κατάθεσης δικογράφου …………/2024 έφεση του παραπονείται ο ενάγων και ήδη εκκαλών για τους περιεχόμενους στην ανωτέρω έφεση του λόγους οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης έτσι ώστε να γίνει εν όλω δεκτή η αγωγή του. Κατά της ως άνω απόφασης με την από με αριθμ. Εκθ. Καταθ. ………../2024 έφεση της παραπονείται η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα για τους περιεχόμενους στην ανωτέρω έφεση της λόγους οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης έτσι ώστε να απορριφθεί η ένδικη αγωγή.
Ως προς τους λόγους της με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου ………./2024 έφεσης που αφορούν την εσφαλμένη ερμηνεία νόμου και δη την απόρριψη κονδυλίων που αφορούν την παροχή εργασίας του ενάγοντος την έκτη ημέρα και δη τα Σάββατα καθώς επίσης και την χρηματική ικανοποίηση του ιδίου συνεπεία της ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη λόγω της παράνομης απόλυσης του πρέπει να απορριφθούν ως μη νόμιμα. Ειδικότερα με τον λόγο έφεσης με τον οποίο παραπονείται ότι εσφαλμένα δεν του καταβλήθηκαν χρηματικές απολαβές λόγω της εργασίας του την έκτη ημέρα τα Σάββατα λεκτέον είναι ότι ο ενάγων εγείρει ως μη έδει την ανωτέρω αξίωση του με βάση την απορρέουσα από την ένδικη σύμβαση εργασίας του ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγόμενης ενώ παγίως γίνεται δεκτό ότι η αξίωση του ενάγοντος για αμοιβή λόγω της εκ μέρους του παροχής εργασίας τα Σάββατα πρέπει να εγείρεται κυρίως και αποκλειστικώς μόνο στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις των άρθρων 904 επόμενα Α.Κ., αφού μεταξύ άλλων και η ημέρα του Σαββάτου βρίσκεται εκτός της εβδομαδιαίας εργασίας και ως εκ τούτου η απασχόληση του εργαζόμενου κατά την ημέρα αυτή έχει παράνομο χαρακτήρα και κατ’ επέκταση πάσχει ακυρότητας (ΑΠ 313/2017, ΑΠ 67/2015, ΑΠ 32/2013 όλες δημοσιευμένες στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επίσης σχετικά με την χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη από την παράνομη απόλυση του λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 299, 932, 914, 281, 648, 672 του ΑΚ, 5 § 1 και 22 § 1 του Συντάγματος, συνάγεται ότι, αν η καταγγελία σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου (μείωση της υπόληψης αυτού ως εργαζομένου, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητας του, ενόψει του είδους της εργασίας και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος αυτού για πραγματική απασχόληση) ή που συνιστούν αδικοπραξία (καταχρηστική καταγγελία), ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, το ποσό της οποίας καθορίζεται από το δικαστήριο κατ’ εύλογη κρίση (ΑΠ 22/2014, βλ. σχετικά με τα ανωτέρω Α.Π. 1628/2017 δημοσιευμένη στην επίσημη ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου areiospagos.gr). Σε κάθε δε περίπτωση, η ηθική βλάβη του ενάγοντος πρέπει να αποδεικνύεται ότι οφείλεται σε παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου (ΑΠ 366/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ μόνη η άκυρη απόλυση, έστω και για λόγους εκδίκησης, δεν επιφέρει τρώση της προσωπικότητας του μισθωτού, εάν δε συνοδεύεται από περιστατικά που θίγουν αυτόν στον επαγγελματικό ή κοινωνικό κύκλο του (ΑΠ 671/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως το αιτούμενο κονδύλιο ως προελέχθη ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο διότι τα επικαλούμενα από τον ενάγοντα πραγματικά περιστατικά προς επίρρωση της αξίωσης του και αληθή υποτιθέμενα δεν στοιχειοθετούν το πραγματικών των οικείων κανόνων δικαίου δεδομένου ότι ο ενάγων δεν εκθέτει πραγματικά περιστατικά μειωτικά της τιμής και της υπόληψης του παρά μόνο την προσβολή της προσωπικότητας του συνεπεία της άκυρης απόλυσης του από την εναγόμενη.
Περαιτέρω, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 18310/1946 απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Οικονομικών,” στους πόσης φύσεως μισθωτούς των επιχειρήσεων και εργασιών γενικά, συνεχούς ή μη λειτουργίας, εάν απασχολούνται κατά τις νυχτερινές ώρες” – ήτοι από την 10π βραδινή μέχρι την 6η πρωϊνή – “καταβάλλονται οι εκάστοτε κανονικές αποδοχές, αυξημένες κατά 25%”. Η προσαύξηση αυτή καταβάλλεται σε όλους τους εργαζόμενους κατά τις νυχτερινές ώρες, άσχετα αν η εργασία τους παρέχεται καθ’ όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα της νύχτας ή μόνο σε μέρος αυτού, υπολογίζεται δε επί του νόμιμου μισθού, στον οποίο περιλαμβάνονται και τα κάθε είδους επιδόματα. Συνεπώς το κονδύλιο με το οποίο ζητείται προσαύξηση ποσοστού 25% λόγω εργασίας του ενάγοντος την νύχτα είναι μη νόμιμο και ως εκ τούτου απορριπτέο καθ’ ο μέρος ο ενάγων υπολογίζει αυτό με βάση το καταβαλλόμενο και όχι το νόμιμο ωρομίσθιο.
Ακόμη σχετικά με τον λόγο έφεσης της με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου ………./2024 έφεσης που συνίσταται στο ότι ο ενάγων με τις προτάσεις του δεν προσκομίζει όπως υποχρεούται πριν από την άσκηση της από 9-4-2021 αγωγής με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……./2021 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ότι ενημερώθηκε ο εντολέας του και υπέγραψε σχετικό έγγραφο ότι η συγκεκριμένη διαφορά δύναται να λυθεί με την διαδικασία της μεσολάβησης (άρθρο 3 παρ.2 του νόμου 4640/2019) πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Αυτό διότι από την επισκόπηση των από 16-5-2022 προτάσεων του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αλλά και των από 30-3-2023 προτάσεων του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως η από 8-4-2021 έγγραφη ενημέρωση για την δυνατότητα επίλυσης της διαφορά στην οποία λαμβάνει γνώση ο ενάγων ο οποίος δηλώνει ότι επιθυμεί η διαφορά του να λυθεί από τον φυσικό του δικαστή και υπογράφει αυτή. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που περιέχονται στα με αριθμό 137/2023 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, την με αριθμό ……/5/2021 ένορκη βεβαίωση ενός μάρτυρα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών που λήφθηκε με πρωτοβουλία του ενάγοντος κατόπιν νομότυπης κατ’ άρθρο 422 ΚΠΟΛΔ κλήτευση της εναγόμενης (βλ. την με αριθμό ……./2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ……), τις με αριθμό 12-5-2022 ένορκες βεβαιώσεις τριών μαρτύρων ενώπιον του δικηγόρου Αθηνών ……… που λήφθηκαν με πρωτοβουλία της εναγόμενης μετά από νομότυπη κατ’ άρθρο 422 ΚΠΟΛΔ κλήτευση του ενάγοντος (βλ. την με αριθμό ……./ 9-5-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ……….) με την επισήμανση ότι καίτοι η με αριθμό 137/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών είναι οριστική εν τούτοις διατηρείται η εκκρεμοδικία και μετατίθεται αυτοδικαίως η εκκρεμοδικία από το αναρμόδιο στο αρμόδιο δικαστήριο συνέπεια της οποίας η διαδικασία στο τελευταίο ήτοι το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά συνεχίζεται από το σημείο στο οποίο ευρίσκεται στο αναρμόδιο δικαστήριο και κατ’ ακολουθίαν όλες οι διαδικαστικές πράξεις οι οποίες έγιναν στο αναρμόδιο δικαστήριο είναι έγκυρες και δεν απαιτείται επανάληψη αυτών (ΑΠ369/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), πλην των προσκομισθέτων από την εναγόμενη δέκα φωτογραφιών άνευ ημερομηνίας καθόσον δεν συντρέχει στην συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμογή το άρθρο 527 ΚΠΟΛΔ διότι αυτές οι φωτογραφίες δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση νέο αποδεικτικό μέσο, ούτε προέκυψαν το πρώτον μετά την συζήτηση της ένδικης υπόθεσης, διότι αυτές υπήρχαν κα πρωτοδίκως και θα μπορούσαν να προσκομιστούν από την εναγόμενη στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη ανώνυμη εταιρία δραστηριοποιείται στην Παρασκευή και εμπορία χονδρικής και λιανικής τυροπιτών, σάντουιτς και συναφών ειδών αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής. Δυνάμει της από 10-10-1997 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ο ενάγων προσλήφθηκε με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης για να απασχοληθεί στην επιχείρηση της εναγόμενης με πενθήμερη εργασία για οκτώ ώρες ημερησίως από 7.00-15.00 με την ειδικότητα του χειριστή μηχανοκίνητων οχημάτων(κλαρκ). Τα καθήκοντα του συνίσταντο στον χειρισμό του μηχανοκίνητου οχήματος (κλαρκ) για την φορτοεκφόρτωση των προϊόντων της εναγόμενης σε φορτηγά με σκοπό την μεταφορά τους σε πελάτες της καθώς και η τακτοποίηση προϊόντων της επιχείρησης εντός των εγκαταστάσεων της αποθήκης. Δεδομένου ότι ο ενάγων δεν ερχόταν σε απευθείας επαφή με τα προϊόντα-τρόφιμα της εναγόμενης δεν ήταν υποχρεωμένος να φέρει πιστοποιητικό υγείας σε ισχύ, για το λόγο αυτό είναι απορριπτέος και ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι η σύμβαση εργασίας του είναι άκυρη ελλείψει πιστοποιητικού υγείας του εργαζόμενου. Αυτό διότι με βιβλιάρια υγείας (ήδη πιστοποιητικά υγείας) πρέπει να εφοδιάζονται όχι όλοι όσοι ασκούν εργασία χειριστή τροφίμων ή ποτών ή απασχολούνται σε επιχείρηση υγειονομικού ενδιαφέροντος, αλλά εκείνοι από αυτούς που ασχολούνται με την παρασκευή, συσκευασία και προετοιμασία των τροφίμων ή ποτών για τη διάθεσή τους στην κατανάλωση ή παρέχουν υπηρεσίες προς το κοινό, οι οποίες προϋποθέτουν ή συνεπάγονται άμεση επαφή με τον καταναλωτή των τροφίμων ή των ποτών ή με το χρήστη των υπηρεσιών, αφού τότε μόνο υπάρχει κίνδυνος να μεταδοθούν στον τελευταίο τα νοσήματα από τα οποία πάσχουν ή τα μικρόβια, οι ιοί και τα παράσιτα των οποίων είναι φορείς (ΑΠ 451/2020, ΑΠ 454/2019, ΑΠ 167/2018, ΑΠ709/2008, ΕΦ.ΘΕΣ 333/2020 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Αποδείχτηκε ότι ο ενάγων σε όλη την διάρκεια του εργασιακού βίου του στην εναγόμενη απασχολείτο με την κύρια ειδικότητα του χειριστή μηχανοκίνητων οχημάτων (κλάρκ), καθόσον από τις προσκομισθείσες από τον ενάγοντα συμβάσεις εργασίας του και δη την από 1-1-2004, την από 1-2-2015 σύμβαση εργασίας του αλλά και από τις προσκομισθείσες από την εναγόμενη από 1-5-2012 και από 12-10-2017 συμβάσεις εργασίας αυτού ο ενάγων εμφανίζεται να απασχολείται στην εναγόμενη με την ειδικότητα του χειριστή κλαρκ εκτελώντας παράλληλα και άλλες εργασίες που η εναγόμενη του ανέθετε και δη τη φόρτωση και τη μεταφόρτωση των συσκευασθέντων προϊόντων της εναγόμενης είτε στα φορτηγά προς μεταφορά στους πελάτες της είτε στα ψυγεία της προς αποθήκευση. Επιπρόσθετα στο από με αριθμό πρωτοκόλλου ………/2019 έγγραφο του Σ.ΕΠ.Ε. σχετικό με την επιβολή προστίμου για παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας στην ειδικότητα του ενάγοντος αναφέρεται αυτή ως χειριστής κλάρκ. Για τον λόγο αυτό η εναγόμενη τον ασφάλιζε στον κλάδο των βαρέων και ανθυγιεινών στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ τουλάχιστον από το έτος 2.004 μέχρι και το έτος 2.020. Ο ισχυρισμός της ότι η ασφάλιση του γινόταν χαριστικά και δεν ανταποκρινόταν στην πραγματική του απασχόληση που ήταν στο συσκευαστήριο και ως εκ τούτου αυτός υποχρεούταν να έχει βιβλιάριο υγείας σε ισχύ διότι προς εξυπηρέτηση του η εταιρία δέχτηκε να τον ασφαλίζει στα βαρέα και ανθυγιεινά ένσημα του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ επιβαρυνόμενη οικονομικά προς τούτο αφενός αντικρούεται από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα που αποδεικνύουν την πραγματική εργασία του ενάγοντος ως χειριστή κλάρκ αλλά και από τους κανόνες της λογικής και της οικονομίας των επιχειρήσεων σύμφωνα με την οποία οι εργαζόμενοι λαμβάνουν από την εργοδότρια τους ότι νομίμως δικαιούνται για την πραγματικά προσφερόμενη εργασία τους. Συνεπώς η εναγόμενη ασφάλιζε τον ενάγοντα στα βαρέα και ανθυγιεινά ένσημα του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ διότι ήταν υποχρεωμένη προς τούτο, σε κάθε δε περίπτωση οι περί του αντιθέτου ένορκες βεβαιώσεις των υπαλλήλων της καθόσον δεν συνδυάζονται με κάποιο έγγραφο αποδεικτικό μέσο που να βεβαιώνει το αντίθετο κρίνονται απορριπτέες. Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι εκ περισσού ο ενάγων προσκόμισε το από 11-12-2013 πιστοποιητικό υγείας υπογραφόμενο από τον ειδικό παθολόγο ιατρό ………… που ισχύει για πέντε έτη και δη μέχρι την 11-12-2018. Οι συμβατικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος για την παραπάνω εργασία του ανέρχονταν το έτος 2.013 στο ποσό των 1.216,53 ευρώ. Ο ενάγων από την έναρξη της εργασιακής του σχέσης παρείχε προσηκόντως την εργασία του κατά τους συμφωνηθέντες όρους. Από το έτος 2.014 η εναγόμενη αντιμετώπιζε προβλήματα ρευστότητας και έκτοτε για τον λόγο αυτό προέβαινε σε τμηματική καταβολή των αποδοχών των υπαλλήλων της. Ήδη από τις αρχές του 2.015 ο ενάγων συμφώνησε σε μείωση των αποδοχών του στο ποσό των 1.050 ευρώ ενώ το έτος 2.017 η εναγόμενη προέβη μονομερώς σε τροπή της ένδικης σύμβασης εργασίας του από καθεστώς πλήρους απασχόλησης σε καθεστώς εκ περιτροπής εργασίας με μηνιαίες αποδοχές ποσού 1.050 ευρώ μηνιαίως. Η οικονομική δυσχέρεια στην οποία είχε περιέλθει δεν είχε προσωρινό χαρακτήρα καθόσον διήρκησε για σειρά ετών. Ακόμη αποδείχτηκε ότι η εναγόμενη ήδη από τον μήνα Ιούλιο του έτους 2.020 όφειλε δεδουλευμένους μισθούς ποσού 6.079,77 ευρώ και ειδικότερα ποσό 569,69,207,91,569,69,769,69,312,68,265,92,368,99,600,67,596,37,731,29,81,29,214,29 και 731,29 ευρώ για υπόλοιπο αποδοχών μηνών Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου, Μαϊου-Αυγούστου 2014, Ιουνίου 2015, Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου, Δεκεμβρίου 2019, Φεβρουαρίου, Μαρτίου και Ιουνίου 2.020 αντίστοιχα. Η εναγόμενη υποστηρίζει ότι οφείλει στον ενάγοντα για δεδουλευμένους μισθούς του ποσό 1.000 ευρώ πλην όμως ο ισχυρισμός της αυτός κρίνεται απορριπτέος καθόσον δεν αποδεικνύεται η εξόφληση του δεδομένου ότι δεν καταλογίζει σε ποιους δεδουλευμένους μισθούς αντιστοιχεί αυτό το ποσό. Γεγονός είναι ότι αυτή επικαλείται το με αριθμό πρωτοκόλλου ……./2020 πόρισμα του επιθεωρητή του τμήματος επιθεώρησης εργασιών Γλυφάδας-Δάφνης ………. προκειμένου να αποδείξει ότι τη μη οφειλή της κατά τον χρόνο επίσχεσης της εργασίας του ενάγοντος. Όμως από το παραπάνω πόρισμα του ανωτέρω επιθεωρητή γίνεται αναφορά σε αποδείξεις πληρωμής από τις οποίες το Δικαστήριο δεν μπορεί να καταλήξει σε παραδοχή ή μη της οφειλής τους. Επιπρόσθετα δεν προβλήθηκε προφορικά ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στην συνεδρίαση της 16-5-2022 και του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στη συνεδρίαση της 30-3-2023 η ένσταση παραγραφής των επίδικων δεδουλευμένων αποδοχών έτους 2.014 καταγραφόμενη στα πρακτικά δημόσια συνεδρίασης διότι η ένσταση παραγραφής των οφειλόμενων ποσών αναφέρεται και αναλύεται μόνο στις προτάσεις της εναγόμενης. Ειδικότερα από τα άρθρα 591 παρ. 1 β`, 666 παρ.1, 115 παρ.3 και 256 παρ. ιδ` ΚΠΟΛΔ συνάγεται ότι στη διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατά την οποία δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς, πραγματικούς ισχυρισμούς τους, προφορικά, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο. Επί πλέον, οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να καταχωρισθούν στα πρακτικά, με συνοπτική έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν, εκτός αν τα γεγονότα αυτά περιέχονται στις κατατιθέμενες προτάσεις, απαιτείται, δηλονότι, σε κάθε περίπτωση προφορική πρόταση των ισχυρισμών που “ως γενόμενο κατά τη συζήτηση” σημειώνεται στα πρακτικά, τα οποία αποτελούν πλήρη απόδειξη ως προς τη συζήτηση και το περιεχόμενο αυτής ΚΠΟΛΔ 259). Η καταχώρηση της προφορικής προβολής των ισχυρισμών στα πρακτικά πρέπει να προκύπτει ευθέως εκ του περί των προτάσεων και των δηλώσεων των διαδίκων τμήματος αυτών και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της προβολής αυτής εκ του περιεχομένου είτε των ακολούθως καταχωρημένων μαρτυρικών καταθέσεων είτε των κατατεθεισών εγγράφων προτάσεων (ΟλΑΠ 2/2005, ΕΦ.ΠΑΤΡ. 180/2023 ΤΝ.Π. ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς τα ανωτέρω ποσά που ισχυρίζεται η εναγόμενη ότι έχουν παραγραφεί δεδομένου ότι δεν προβλήθηκε νομότυπα η ένσταση παραγραφής διότι δεν έγινε προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της έντασης παραγραφής των επίδικων ποσών καταγραφόμενη στα πρακτικά συνεδρίασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αλλά προτάθηκε η ένσταση παραγραφής με τις προτάσεις της στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όπου και έγινε ανάλυση αυτών κατά τα ειδικότερα αναλυθέντα ανωτέρω δεν έχουν παραγραφεί και οφείλονται από αυτή. Ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι το Δικαστήριο λαμβάνει αυτεπάγγελτα την ένσταση παραγραφή ασχέτως αν προτάθηκε ή όχι πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος στην συγκεκριμένη περίπτωση που αφορά παραγραφή δεδουλευμένων μισθών εργαζόμενου στον ιδιωτικό τομέα και όχι στο δημόσιο δεδομένου ότι το δικαστήριο δεν λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη την παραγραφή, που δεν έχει προταθεί (άρθ. 277 ΑΚ)(βλ. ΑΠ 824/2022, ΑΠ 1909/2009 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ο ενάγων ως μισθοσυντήρητος κάλυπτε τις βιοτικές του ανάγκες και της οικογένειας του με τον μισθό που εισέπραττε από την εργασία του στην εναγόμενη γεγονός που είχε γνωστοποιήσει σ’ αυτή. Η οικονομική δυσπραγία που είχε περιπέσει η εναγόμενη ήδη από το έτος 2.014 σε συνδυασμό με την καθυστέρηση στην καταβολή των δεδουλευμένων μισθών του καθώς επίσης ότι αυτός δεν λάμβανε καμία συγκεκριμένη διαβεβαίωση για τον χρόνο εξόφλησης αυτών ήταν οι λόγοι που ο ενάγων εξαναγκάστηκε να κοινοποιήσει στην εργοδότρια εταιρία την από 17-7-2020 εξώδικη δήλωση της επίσχεσης εργασίας του ως μόνο μέσο για την επίτευξη της καταβολής από την εναγόμενη των οφειλόμενων αποδοχών του. Ειδικότερα αποδείχτηκε ότι εξαιτίας της προαναφερόμενης καθυστέρησης στην καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του ο ενάγων στις 20-7-2020 κοινοποίησε στην εργοδότρια του την από 17-7-2020 εξώδικη διαμαρτυρία του με την οποία αυτός ζητούσε την καταβολή των οφειλόμενων σ’ αυτόν δεδουλευμένων αποδοχών του ανερχόμενων στο ποσό των 6.079,77 ευρώ στην οποία ανέφερε ότι η εργασία του αποτελούσε το αποκλειστικό μέσο συντήρησης και διαβίωσης αυτού, κάλεσε την εναγόμενη να του καταβάλει άμεσα τις οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές του των παραπάνω μηνών. Επίσης αυτός δήλωσε ότι σε περίπτωση μη καταβολής των ως άνω δεδουλευμένων αποδοχών του θα ασκήσει από τις 20-7-2020 το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του μέχρις ότου εξοφληθούν οι δεδουλευμένες αποδοχές του των παραπάνω μηνών. Η εναγόμενη απάντησε στην παραπάνω δήλωση με την 3-9-2020 εξώδικη απάντηση διαμαρτυρία με την οποία δήλωσε ότι ουδέν οφείλει στον ενάγοντα, ότι παρά τον νόμο ασφάλιζε τον ενάγοντα στο κλάδο των βαρέων και ανθυγιεινών και ότι ενόψει της αποχώρησης του από την εργασία του μία ώρα νωρίτερα από το συμφωνηθέν ωράριο του, ουδέν του οφείλει και ότι υπό τις περιστάσεις αυτές ήταν αδικαιολόγητη, παράνομη και αντισυμβατική εκ μέρους του συμπεριφορά και τέλος τον κάλεσε να προσέλθει άμεσα και να αναλάβει εργασία άλλως θα θεωρήσει ότι κατήγγειλε ο ίδιος ο ενάγων την σύμβασης εργασίας του. Ο ενάγων με την από 7-9-2020 εξώδικη διαμαρτυρία του δήλωσε ότι εμμένει στην εξόφληση των δεδουλευμένων του και την ανωτέρω επίσχεση εργασίας του μέχρι την ολοσχερή εξόφληση των οφειλόμενων σ’ αυτόν. Ακολούθως την 16-9-2020 η εναγόμενη κοινοποίησε στον ενάγοντα την από 15-9-2020 εξώδικη δήλωση διαμαρτυρία με την οποία του δήλωσε ότι θεωρεί την απουσία του από την εργασία αδικαιολόγητη και θεωρεί εξ’ αυτού του λόγου λυθείσα την ένδικη σύμβαση εργασίας με πρωτοβουλία του ενάγοντος. Ακολούθως η εναγόμενη προέβη σε σχετική δήλωση στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ περί οικειοθελούς αποχώρησης του ενάγοντος από την εργασία του. Δεν αποδείχτηκε όμως ότι η εκ μέρος του ενάγοντος άσκηση του δικαιώματος της επίσχεσης εργασίας προξένησε δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημιά στην εργοδότρια του σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα, ήτοι την καταβολή του μισθού του ως μοναδικού μέσου διαβίωσης του. Συνεπώς με βάση τα παραπάνω αποδείχτηκε ότι μετά την κοινοποίηση της προαναφερθείσας δήλωσης επίσχεσης της εργασίας του έως ότου καταβληθούν οι παραπάνω και οφειλόμενες από την εναγόμενη δεδουλευμένες αποδοχές του η μη προσέλευση του ενάγοντος στην εργασία του στην εναγόμενη κατά της οποίας είχε ληξιπρόθεσμη αξίωση για την καταβολή των προαναφερόμενων μισθών του αποτελούσε νόμιμη άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης γενόμενη εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών. Απέβλεπε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για το οποίο θεσπίστηκε και συγκεκριμένα είχε μόνο σκοπό την καταβολή των οφειλόμενων δεδουλευμένων αποδοχών του εργαζόμενου υπαλλήλου. Ενισχυτικό των παραπάνω είναι ότι ο ενάγων τον χρόνο που προέβη σε επίσχεση εργασίας ουδεμία ασφάλεια είχε για την διασφάλιση των ήδη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων του, ενώ προτού προβεί στην κατά τα προαναφερόμενα άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης επανειλημμένα όχλησε την εναγόμενη. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι υπό την επίκληση της οικονομικής δυσπραγίας που αντιμετωπίζει μία επιχείρηση και μάλιστα όταν αυτή διαρκεί για σημαντικό διάστημα όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να αξιωθεί από τους εργαζόμενους να συνεχίζουν να εργάζονται επί σειρά μηνών χωρίς να τους καταβάλλονται οι μισθοί τους οι οποίοι αποτελούν το μοναδικό μέσο βιοπορισμού αυτών και των οικογενειών τους αφού υπό αυτή την εκδοχή το μισθολογικό κόστος λειτουργίας της επιχείρησης θα μετακυλιόταν σε βάρος των εργαζόμενων. Συνεπώς κρίνεται απορριπτέα στην ουσιαστική της βασιμότητα η ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος επίσχεσης της εργασίας του ενάγοντος που πρόβαλε η εναγόμενη. Λόγω της νόμιμης άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης της εργασίας του ενάγοντος ο τελευταίος δικαιούται ως μισθούς υπερημερίας το μικτό ποσό των 1.848 ευρώ ήτοι ο μισθός Αυγούστου 2020 ποσού 1.050 ευρώ και 7 ημέρες από τον μήνα Ιούλιο και 12 ημέρες από τον μήνα Σεπτέμβριο του 2.020 ποσού (1.050/25*19). Περαιτέρω στην περίπτωση που ο εργαζόμενος απέχει από την εργασία του ύστερα από δήλωση ότι ασκεί το δικαίωμα επίσχεσης ο εργοδότης δεν έχει το δικαίωμα από μόνη την δήλωση αυτή να θεωρήσει ότι η σύμβαση αυτή έχει λυθεί από τον μισθωτό με οικειοθελή αποχώρηση του τελευταίου από την εργασία του, πολύ δε περισσότερο αν ο τελευταίος με ρητή δήλωση του έχει γνωστοποιήσει στον εργοδότη του ότι προτίθεται να παρέχει τις υπηρεσίες του κατά τους όρους της εργασιακής σύμβασης μετά την καταβολή των οφειλόμενων δεδουλευμένων αποδοχών του για τις οποίες προέβη σε επίσχεση όπως συνέβη στην συγκεκριμένη περίπτωση με τις δύο από 17-7-2020 και 7-9-2020 εξώδικες διαμαρτυρίες του ενάγοντος στις οποίες δήλωσε στην εργοδότρια του εναγόμενη ότι ασκεί το δικαίωμα επίσχεσης μέχρι την εξόφληση των δεδουλευμένων μισθών του. Συνέπεια τούτου η εναγόμενη θεώρησε την σύμβαση εργασίας του ενάγοντος λυθείσα εκ μέρους του την οποία εσφαλμένα συνήγαγε από την διαρκή απουσία του η οποία ήταν δικαιολογημένη λόγω της νόμιμης άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης απέκρουσε την προσφορά των υπηρεσιών του τελευταίου και δεν προέβη σε καταγγελία και ταυτόχρονη καταβολή αποζημίωσης. Συνεπώς η από 16-9-2020 δήλωση της εναγόμενης συνιστά εκ μέρους της καταγγελία της ένδικης σύμβασης εργασίας η οποία λόγω της μη τήρησης των νόμιμων διατυπώσεων είναι άκυρη και από τις 16-9-2020 η εναγόμενη κατέστη υπερήμερη. Δεν αποδείχτηκε όμως από κανένα αποδεικτικό μέσο ότι μετέπειτα αυτή προέβη σε ενέργειες για την άρση της υπερημερίας του ενάγοντος δηλαδή την αποδοχή της εργασίας του και δη δήλωση ότι αποδέχεται στο μέλλον τις προσφερόμενες υπηρεσίες του, άλλως λύση της σύμβασης εργασίας του με καταγγελία υπό την αυτονόητη προϋπόθεση της τήρησης των νόμιμων διατυπώσεων (τήρηση έγγραφου τύπου και καταβολή αποζημίωσης απόλυσης). Επομένως υποχρεούται η εναγόμενη λόγω της υπερημερίας της λόγω ακυρότητας της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης να καταβάλει στον ενάγοντα τις αποδοχές υπερημερίας για το αιτούμενο στην αγωγή χρονικό διάστημα, ήτοι από τις 16-9-2020 έως τις 16-9-2021 το ποσό των 12.600 ευρώ.(1.050* 12 μήνες), το ποσό των 1.050 ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων έτους 2020, το ποσό των 525 ευρώ για επίδομα άδειας έτους 2.020, το ποσό των 525 ευρώ για επίδομα Πάσχα 2.020 και το ποσό των 525 ευρώ για επίδομα άδειας έτους 2.021 και συνολικά ποσό 15.225 ευρώ χωρίς να απαιτείται πραγματική εργασία από μέρους του. Επιπλέον δεν αποδείχτηκε ότι ο ενάγων απασχολήθηκε σε συγκεκριμένη επιχείρηση διαρκούσης της υπερημερίας του καθόσον πέραν της από 12-5-2022 ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος της εναγόμενης …….. ο οποίος αναφέρει ότι ο ενάγων εργάζεται σε επιχείρηση στην οδό ………… διότι περνώντας έξω από την οδό ……….. αναγνώρισε το αυτοκίνητο του, όπως επίσης ότι σε τηλεφωνική συνομιλία του με τον ίδιο αυτός του αποκάλυψε ότι εργάζεται σε άλλη επιχείρηση με τον ίδιο μισθό δεδομένου ότι δεν επιβεβαιώνεται και με άλλα αποδεικτικά μέσα πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η ένσταση αλλαχού κερδηθέντων ποσών που πρόβαλε η εναγόμενη. Επομένως αποδείχτηκε ότι ο ενάγων απασχολήθηκε στην επιχείρηση της εναγόμενης με την ειδικότητα του χειριστή μηχανοκίνητου οχήματος με καθεστώς πλήρους απασχόλησης και ειδικότερα απασχολούμενος από Δευτέρα έως Παρασκευή από ώρα 7.00 έως 15.00. Σε καμία περίπτωση δεν αποδείχτηκε ότι ο ενάγων εργάστηκε τα Σάββατα, με διευρυμένο ωράριο εκτελώντας υπερεργασία, υπερωρίες και εργαζόμενος κατά την διάρκεια της νύχτας. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε το Δικαστήριο εκτιμώντας το γεγονός ότι ο ενάγων δεν αναφέρει τις παραπάνω αξιώσεις του όταν κοινοποίησε στην εναγόμενη την από 17-7-2020 εξώδικη δήλωση του όπου αναφέρει μόνο τις οφειλόμενες μηνιαίες αποδοχές ποσού 6.079,77 ευρώ. Επιπρόσθετα δεν αναφέρει καμία άλλη αξίωση του πλην της προαναφερόμενης στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας που αυτός προσέφυγε στις 9-9-2020 και 14-10-2020 για την διευθέτηση της μεταξύ αυτού και της εργοδότριας του διαφοράς σε χρονικό διάστημα που αυτός είχε λάβει νομική υποστήριξη από δικηγόρο. Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί ότι το από με αριθμό δελτίο διαφοράς ………/2020 στο οποίο ο ενάγων αναφέρει στην επιθεώρηση εργασίας τις απαιτήσεις του προς την εναγόμενη και η οποία υπογράφεται από τον ίδιο και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του δεν αναφέρει απαίτηση για εργασία τα Σάββατα, εργασία την νύχτα, υπερεργασία και υπερωρίες. Στο σημείο αυτό το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και απέρριψε το αγωγικό αίτημα με το οποίο ο ενάγων ζητούσε δεδουλευμένους μισθούς του για εργασία τα Σάββατα και την χρηματική του ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που αυτός υπέστη συνεπεία της παράνομης απόλυσης του έστω και με εσφαλμένη αιτιολογία την οποία το παρόν Δικαστήριο αντικαθιστά. Ακόμη ορθά εκτιμήθηκαν οι αποδείξεις και εφαρμόστηκε ο νόμος και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά απέρριψε τις απαιτήσεις του ενάγοντος για δεδουλευμένους μισθούς που αφορούν εργασία του την νύχτα, την εργασία του καθ’ υπέρβαση του νόμιμου ωραρίου του, την ένσταση καταχρηστικής άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης του ενάγοντος, την ένσταση παραγραφής των επίδικων αξιώσεων του, την ένσταση εξόφλησης αυτών, την ένσταση των αλλαχού κερδηθέντων διαρκούσης της υπερημερίας του ενάγοντος, ορθώς κρίθηκε ότι δεν απαιτείτο για την εργασία του ενάγοντος στην επιχείρηση της εναγόμενης βιβλιάριο υγείας διότι αυτός εργαζόταν ως χειριστής μηχανοκίνητου οχήματος, καθώς επίσης ότι είχε τηρηθεί η δυνατότητα επίλυσης της ένδικης διαφοράς με διαμεσολάβηση. Όμως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καίτοι αναγνώρισε ως νόμιμες και βάσιμες τις οφειλόμενες αποδοχές του ενάγοντος στο διάστημα που αυτός ασκούσε το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του ποσού 1.848 ευρώ στο ιστορικό της εκκαλουμένης δεν τα επιδικάζει στο διατακτικό αυτής. Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος η με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου ………./2024 έφεση, να εξαφανιστεί κατά το σχετικό κεφάλαιο και τελικά στο σύνολο της για το ενιαίο της εκτέλεσης η εκκαλουμένη απόφαση και ως προς αυτό να κρατήσει το Δικαστήριο αυτό και να ξαναδικάσει την ουσία της υπόθεσης (άρθρο 535 ΚΠΟΛΔ) την με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου …………../2021 αγωγή και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.848 ευρώ που αφορά μισθούς υπερημερίας αυτής στο διάστημα της άσκησης από τον ενάγοντα του δικαιώματος επίσχεσης με τον νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό και μέχρις εξόφλησης. Ακόμη πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………./2024 έφεση το με αριθμό ………….. e-παράβολο δεδομένου ότι για το παραδεκτό της άσκησης της έφεσης του δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού παράβολου καθόσον στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για εφαρμογή του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠΟΛΔ. Τέλος πρέπει να επιβληθεί μέρος της δικαστικής δαπάνης του εκκαλούντος της με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου ………/2024 έφεσης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος της εφεσίβλητης λόγω της εν μέρει νίκης και εν μέρει ήττας αυτού στην παρούσα δίκη (άρθρα 106, 178, 189 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσης. Συνεπώς με βάση τα παραπάνω πρέπει να απορριφθούν οι σχετικοί λόγοι έφεσης που συνίστανται στην εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και η με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου έφεση ……../2024 στο σύνολο της. Η δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εκκαλούσης λόγω της ήττας της στην παρούσα δίκη (άρθρα 106, 176, 189 και 191παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την με αριθμό έκθεση κατάθεση δικογράφου ……/2024 έφεση και την με αριθμό έκθεση κατάθεση δικογράφου ……./2024 έφεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικώς και κατ’ ουσίαν την με αριθμό εκθ. κατ. δικ. 148/79/2024 έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό 3475/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών-εργατικών διαφορών.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει κατ’ ουσίαν την με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ………/2021 αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι υποχρεούται η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων οκτακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ (1.848) με τον νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό και μέχρις εξόφλησης.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παράβολου της έφεσης με αριθμό ……………. e-παράβολο στον καταθέσαντα εκκαλούντα.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εφεσίβλητης μέρος της δικαστικής δαπάνης του εκκαλούντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ` ουσίαν την με αριθμό εκθ. κατ. δικ ………./2024 έφεση κατά της με αριθμό 3475/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την διαδικασία περιουσιακών διαφορών-εργατικών διαφορών).
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσης την δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων(700) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του στον Πειραιά στις 16.5.2024 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ