Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 228/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

3ο ΤΜΗΜΑ

Αριθμός αποφάσεως   228 /2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Παπιγκιώτη, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και από τη Γραμματέα Δήμητρα Πάλλα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α) Των εκκαλούντων – εναγομένων: 1) Ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «………..» που εδρεύει στην ….. Αττικής, οδός ……. και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …….., 2) ………, ατομικά και υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή, νομίμου εκπροσώπου και ομορρύθμου εταίρου της εταιρίας με την επωνυμία «……….», κατοίκου …….. Αττικής, οδός ……., με ΑΦΜ ………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ηλία Σύριο, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Του εφεσίβλητου – ενάγοντος: ……….. ο οποίος παραστάθηκε διά της πληρεξουσίας δικηγόρου Αναστασίας Χρονοπούλου.

Β) Του εκκαλούντος – ενάγοντος: ……….. ο οποίος παραστάθηκε διά της πληρεξουσίας δικηγόρου Αναστασίας Χρονοπούλου.

Των εφεσίβλητων – εναγομένων: 1) Ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «……….» που εδρεύει στην ……. Αττικής, οδός ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ………,  2) …….., ατομικά και υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή, νομίμου εκπροσώπου και ομορρύθμου εταίρου της εταιρίας με την επωνυμία «……….», κατοίκου …….. Αττικής, οδός …………., με ΑΦΜ ……., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ηλία Σύριο, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος – εκκαλών, των υπό στοιχεία Α-Β εφέσεων, ως άνω, άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 24-1-2018, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2018 αγωγή του κατά των εναγομένων (και ήδη εκκαλούντων – εφεσιβλήτων) και κατά του ………. και ζήτησε τα όσα αναφέρονται σε αυτήν. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1409/2019 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, το οποίο, δικάζον με την τακτική διαδικασία, κήρυξε καταργημένη τη δίκη ως προς τον ………… και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να προσκομιστούν, με πρωτοβουλία του επιμελέστερου των διαδίκων, πιστοποιητικό από το γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών περί δημοσίευσης ή μη διαθήκης του αποβιώσαντος κυρίου του ακινήτου, καθώς και πιστοποιητικό του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. της κληρονομίας ότι υπεβλήθη η κατά το νόμο δήλωση (φορολογίας κληρονομίας). Εν συνεχεία, με την από 7-10-2020 κλήση (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2020), ο ενάγων επανέφερε προς συζήτηση ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου την από 24-1-2018 αγωγή του, εκδόθηκε δε η υπ΄ αριθμ. 450/2022 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία παραπέμφθηκε η υπόθεση να δικαστεί από το καθ΄ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, προκειμένου να δικάσει την υπόθεση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, ανακάλεσε δε την υπ’ αριθμ. 1409/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Ακολούθως, ο ενάγων με την από 23-6-2022 κλήση του (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2022) επανέφερε προς συζήτηση την πιο πάνω αγωγή, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δικάζον με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών από μισθώσεις, εξέδωσε την υπ΄ αριθμ. 2643/2023 απόφασή του, με την οποία δέχτηκε εν μέρει την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, οι (υπό στοιχείο Α) εκκαλούντες, με την από 17-10-2023, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../17-10-2023 έφεσή τους και ο (υπό στοιχείο  Β) εκκαλών, με την από 24-11-2023, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../24-11-2023 έφεσή του, που κατατέθηκαν στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../24-10-2023 η πρώτη και …../24-11-2023 η δεύτερη, γράφτηκαν στο πινάκιο και  προσδιορίσθηκαν για την παραπάνω δικάσιμο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσίβλητου – εκκαλούντος ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις του, ο δε πληρεξούσιος των εκκαλούντων – εφεσίβλητων δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις, με τις οποίες ανέπτυξε τους ισχυρισμούς τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στην προκειμένη περίπτωση οι ως άνω κρινόμενες εφέσεις πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της μεταξύ τους φανερής σχέσης και συνάφειας, διότι και οι δύο αφορούν αξιώσεις των διαδίκων, αναγόμενες στα ίδια πραγματικά περιστατικά, υπαγόμενες στο ίδιο είδος διαδικασίας, συνακόλουθα επιταχύνεται και διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται δε μείωση των εξόδων (άρθρα 31 § 1, 246, 283, 285, 495 επ. και 524 § 1 ΚΠολΔ).

Η φερόμενη προς συζήτηση υπό κρίση πρώτη χρονολογικώς κατατεθείσα από 17-10-2023 και με αριθμό κατάθεσης ενδίκου μέσου …………./17-10-2023 έφεση, στρεφομένη κατά της υπ’ αριθμ. 2643/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εκδοθείσας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών από μισθώσεις, έχει ασκηθεί παραδεκτώς και εμπροθέσμως, καθ’ όσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται επίδοση αυτής, ούτε έχει επέλθει διετία από τη δημοσίευση της πρωτόδικης απόφασης (8-8-2023)  (άρθρα 19, 495 § 1, 498, 511, 513 § 1 περ. β΄, 516, 517, 518 § 2, 520 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει, η κρινομένη υπό στοιχεία Α έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των επιμέρους λόγων της (άρθρα 522, 533 § 1 ΚΠολΔ), δοθέντος ότι καταβλήθηκε από τους εκκαλούντες το παράβολο για το παραδεκτό της άσκησης της έφεσης, κατ΄ άρθρο 495 §3Κ ΠολΔ (βλ. υπ’ αριθμ. …………. e-παράβολο).

Επίσης, η φερόμενη προς συζήτηση, υπό κρίση, δεύτερη χρονολογικώς κατατεθείσα από 24-11-2023 και με αριθμό κατάθεσης ενδίκου μέσου ………/24-11-2023 έφεση, στρεφομένη κατά της ιδίας, ως άνω, οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, έχει ασκηθεί παραδεκτώς και εμπροθέσμως, ήτοι, εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την επίδοση αυτής στον εκκαλούντα [βλ. υπ’ αριθμ. ………/26-10-2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………….. (άρθρα 19, 495 § 1, 498, 511, 513 § 1 περ. β΄, 516, 517, 518 § 1, 520 ΚΠολΔ)]. Επιπροσθέτως, καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα το παράβολο για το παραδεκτό της άσκησης της έφεσης, κατ’ άρθρο 495 § 3ΚΠολΔ (βλ. υπ’ αριθμ. ………… e-παράβολο).

Ο ενάγων, με την από 24-1-2028  αγωγή του, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία απευθύνεται και κατά του   …….., μη διαδίκου εν προκειμένου, εκθέτει ότι είναι ο μοναδικός κληρονόμος του πατρός του ………., ο οποίος απεβίωσε αδιάθετος στις 19-8-2016 και παρήλθε άπρακτη η προθεσμία προς αποποίηση της κληρονομίας που κατέλιπε και δεν έχει αμφισβητηθεί το κληρονομικό δικαίωμά του, χωρίς ακόμα να έχει προβεί σε δήλωση αποδοχής της κληρονομίας. Ότι στην κληρονομιαία περιουσία που περιήλθε σε αυτόν, ανήκει και η -ασκουμένη με την ένδικη αγωγή του- ενοχική αξίωση του αποβιώσαντος, η οποία συνίσταται στην αξίωση καταβολής αποζημίωσης έναντι των εναγομένων, πηγάζουσα από εκτεταμένες ζημίες που προκλήθηκαν στις 19-2-2016 από πυρκαγιά, οφειλόμενη σε κοινή υπαιτιότητα των δύο πρώτων εναγομένων, σε πενταώροφο ακίνητο κυριότητας του αποβιώσαντος, που βρίσκεται επί της οδού ………… στον Πειραιά, επί τμήματος του οποίου (χώρος Α2 του ισογείου) η πρώτη εναγομένη ήταν μισθώτρια (της οποία νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο δεύτερος εναγόμενος) και το χρησιμοποιούσε για λειτουργία επιχείρησης πλυντηρίων ρούχων και βιοτεχνίας ενδυμάτων. Ότι το συνολικό ύψος της ζημίας ανέρχεται στο ποσό των 844.870,77 ευρώ, εκ του οποίου ποσό 806.270,77 ευρώ λόγω θετικής ζημίας {φθορών του κτηρίου) και ποσά 14.600 ευρώ και 24.000 ευρώ, λόγω αποθετικής ζημίας (απώλειας μισθωμάτων) για τον καταστραφέντα εκ της πυρκαγιάς, μισθωμένο σε τρίτο, χώρο του πρώτου υπέρ το ισόγειο ορόφου, υπό στοιχεία Β-2 (με μηνιαίο μίσθωμα ποσού 730 ευρώ) και μη καταβολής, άλλως επικουρικώς απώλειας, μισθωμάτων για το καταστραφέν εκ της πυρκαγιάς μίσθιο (με μηνιαίο μίσθωμα 1.000 ευρώ) αντίστοιχα, για το χρονικό διάστημα από Μάρτιο 2016 και επί μία διετία και ότι για τα ποσά της αποθετικής ζημίας, που αφορούν στο μετά το θάνατο του δικαιοπαρόχου του χρονικό διάστημα, έχει απευθείας αξίωση ο ίδιος έναντι των εναγομένων ως κύριος του ακινήτου, λόγω κληρονομικής διαδοχής του αποβιώσαντος αρχικού κυρίου-εκμισθωτού, όπως όλα αυτά λεπτομερώς αναλύονται στην αγωγή. Με το ιστορικό αυτό και μετά από παραδεκτό μερικό περιορισμό του αγωγικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, ζητεί: 1) να υποχρεωθούν οι δύο πρώτοι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να του καταβάλουν ποσό 308.140 ευρώ (αφορόν στα εκ της θετικής ζημίας κονδύλια αποκατάστασης-ενίσχυσης φερόντων στοιχείων και έκδοσης οικοδομικής αδείας αποκατάστασης πυροπλήκτου) με το νόμιμο τόκο από την επομένη του ζημιογόνου συμβάντος, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, 2) να αναγνωρισθεί ότι οι δύο πρώτοι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον: α) υποχρεούνται να του καταβάλουν ποσό 498.130,77 ευρώ {αφορόν στη λοιπή θετική ζημία) και ποσό 14.556 ευρώ (αφορόν στην αποθετική τοιαύτη, από την απώλεια μισθωμάτων του υπό στοιχεία Β-2 μισθωμένου χώρου, ποσού (ήτοι 14.600 μείον 44 που επιφυλάσσεται να διεκδικήσει ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων = 14.556 ευρώ}, ήτοι συνολικό ποσό (498.130,77 + 14.556 = 512.686,77 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη του ζημιογόνου συμβάντος, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, β) ότι η πρώτη εναγομένη υποχρεούται να του καταβάλει επιπλέον ποσό 24.000 ευρώ, λόγω μη καταβολής μισθωμάτων άλλως λόγω αποθετικής ζημίας από απώλεια μισθωμάτων) για το εξ υπαιτιότητός της καταστραφέν μίσθιο, με το νόμιμο τόκο, για το ποσό εκάστου μισθώματος που το συναπαρτίζει, από την 5η ημέρα του αντιστοίχου εκάστου μισθωτικού μηνός, άλλως για όλο το ποσό από την επέλευση του ζημιογόνου συμβάντος, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και γ) να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε  η υπ’ αριθμ. 1409/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δικάζον με την τακτική διαδικασία, κήρυξε καταργημένη τη δίκη ως προς τον ……. και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να προσκομιστούν, με πρωτοβουλία του επιμελέστερου των διαδίκων, πιστοποιητικό από τον γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών περί δημοσίευσης ή μη διαθήκης του αποβιώσαντος κυρίου του ακινήτου, καθώς και πιστοποιητικό του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. της κληρονομίας ότι υπεβλήθη η κατά το νόμο δήλωση (φορολογίας κληρονομίας). Εν συνεχεία, με την από 7-10-2020 κλήση (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2020), ο ενάγων επανέφερε προς συζήτηση ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου την από 24-1-2018 αγωγή του, εκδόθηκε δε η υπ’ αριθμ. 450/2022 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία παραπέμφθηκε η υπόθεση να δικαστεί από το καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, προκειμένου να δικάσει την υπόθεση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, ανακάλεσε δε την  υπ’ αριθ. 1409/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Ακολούθως, ο ενάγων με την από 23-6-2022 κλήση του (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2022) επανέφερε προς συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δικάζον με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών από μισθώσεις, εξέδωσε την υπ΄αριθμ. 2643/2023 απόφασή του, με την οποία δέχτηκε εν μέρει την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται: α) οι εκκαλούντες στην πρώτη χρονολογικώς ως άνω έφεση για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή και β) ο εκκαλών στην δεύτερη χρονολογικώς ανωτέρω έφεση για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, οι οποίος ανάγονται, επίσης, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε να εξαφανιστεί, άλλως μεταρρυθμιστεί τόσο η προαναφερόμενη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όσο και η υπ’ αριθμ. 450/2022 εν μέρει οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ώστε εν τέλει, όπως γίνει δεκτή η από 24-1-2018 αγωγή του.

Ως μισθωτική διαφορά, νοείται κάθε διαφορά, που ως αναγκαία ιστορική αιτία έχει τη σύμβαση μίσθωσης. Είναι άσχετο όμως αν η διαφορά, μετά την κατάρτιση της, προέρχεται από την ομαλή ή ανώμαλη εξέλιξη της, με μόνη την προσθήκη ότι εδώ πρέπει ως αναγκαία ιστορική αιτία να έχει όχι απλώς μισθωτική σύμβαση, αλλά τέτοια προστατευόμενη από το Π.Δ. 34/1995. Με την παραπάνω έννοια μισθωτικές διαφορές είναι και οι διαφορές, οι οποίες αναφέρονται στην αποζημίωση του μισθωτή για οποιαδήποτε νόμιμη αιτία και ιδίως λόγω μη εκτέλεσης της σύμβασης, δηλαδή διότι παρεμποδίσθηκε ή αφαιρέθηκε η χρήση του μισθίου, καθώς και οι διαφορές που προέρχονται από αδικοπραξία, η οποία έχει σχέση με τη λειτουργία της μισθωτικής σχέσης (βλ. ΕφΛαρ 30/2003, ΤΝΠ Νόμος, ΕΑ.7783/1983 ΕλλΔνη 25.361, 771/1987 ΕΔΠ 1987.159, 2495/1990 ΕλλΔνη 31.1525-1139/200 ΕλλΔνη 43.189-Εφθεσ. 807/1983 ο.π.-X. Παπαδάκης  ο.π  αριθ.1600, 1612, 1626- Φλούδα οπ. § 197 σελ. 157-Φίλιο ο.π. σελ. 401).

Από τη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, που ορίζει  ότι  δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, προκύπτει, ότι, στην πολιτική δίκη, νομιμοποιούνται να είναι  διάδικοι, κατά κανόνα ο δικαιούχος  και  ο υπόχρεος, δηλαδή τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης μόνο δε κατ` εξαίρεση νομιμοποιούνται και τρίτα πρόσωπα, οι αποκαλούμενοι και μη δικαιούχοι ή μη υπόχρεοι διάδικοι. Ειδικά, σε περίπτωση σύμβασης μίσθωσης, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 574 επ. ΑΚ, δικαιούχος και υπόχρεος αντίστοιχα είναι ο εκμισθωτής και ο μισθωτής, συνακόλουθα δε, μόνο αυτοί που έχουν την εν  λόγω ιδιότητα νομιμοποιούνται, ενεργητικά και παθητικά, για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, που απορρέουν από αυτή τη  σύμβαση  (βλ.  ΑΠ. 398/1978, ΕΑ 38/1993, ΤΝΠ Νόμος, ΕΑ. 1218/1978 ΝΟΒ 27.180 και 87 αντίστοιχα, ΕΠατ. 143/1974 ΝοΒ 22.1205).

Κατά το άρθρο 218 του ΚΠολΔ «1. Περισσότερες αιτήσεις του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου οι οποίες πηγάζουν από την ίδια ή διαφορετική αιτία, αφορούν το ίδιο ή διαφορετικό αντικείμενο και στηρίζονται στον ίδιο ή διαφορετικό λόγο, μπορούν να ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο αγωγής: α) αν δεν είναι αντιφατικές μεταξύ τους, β) αν στο σύνολό τους υπάγονται λόγω ποσού στο δικαστήριο όπου εισάγονται γ) αν υπάγονται στην τοπική αρμοδιότητα του ίδιου δικαστηρίου, δ) αν υπάγονται στο ίδιο είδος διαδικασίας, ε) αν η σύγχρονη εκδίκασή τους δεν επιφέρει σύγχυση. 2. Αν ενωθούν περισσότερες αιτήσεις χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1, διατάσσεται ύστερα από αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως ο χωρισμός και στην περίπτωση καθ΄ ύλην ή κατά τόπον αναρμοδιότητας εφαρμόζονται τα άρθρα 46 και 47.». Η ρύθμιση του ως άνω άρθρου (218 του ΚΠολΔ) μπορεί να καμφθεί από την εφαρμογή του άρθρου 31 του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι «1. Δίκες που έχουν μεταξύ τους σχέση κυρίου και παρεπομένου, ιδίως οι παρεμπίπτουσες αγωγές, οι αγωγές για εγγύηση, οι παρεμβάσεις, και άλλες όμοιες υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου της κύριας δίκης. 2. Στην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου που δικάζει την κύρια δίκη, υπάγονται οι παρεπόμενες υποθέσεις της αρμοδιότητας του μονομελούς και του ειρηνοδικείου, και στην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου που δικάζει την κύρια δίκη υπάγονται οι παρεπόμενες υποθέσεις της αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου. 3. Αν πρόκειται για κύριες δίκες που είναι συναφείς μεταξύ τους, έχει αποκλειστική αρμοδιότητα το δικαστήριο που είχε επιληφθεί πρώτο, και εφαρμόζεται ανάλογα η διάταξη της παραγράφου 2.». Το άρθρο αυτό (31 ΚΠολΔ) ρυθμίζει τη δωσιδικία της συνάφειας, που αποσκοπεί στην οικονομία της δίκης και την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, με παράλληλη διεξαγωγή δύο ή και περισσοτέρων δικών, σε δύο ή και περισσότερα διαφορετικά Δικαστήρια, και η οποία διέπει όχι μόνο την κατά τόπο, αλλά και την καθ΄ ύλην αρμοδιότητα, υπό την έννοια ότι στην αρμοδιότητα της κύριας δίκης μπορεί να υπαχθούν και οι παρεπόμενες αυτής δίκες, που ανήκουν στην καθ΄ ύλην αρμοδιότητα κατώτερου Δικαστηρίου. Συνάφεια υπάρχει και όταν τα δικαιώματα, που αποτελούν τα αντικείμενα των περισσοτέρων δικών, βρίσκονται σε εσωτερικό ουσιαστικό σύνδεσμο, που απορρέει από την ίδια έννομη σχέση του ουσιαστικού δικαίου ή το ένα από τα υπό διάγνωση δικαιώματα αποτελεί προϋπόθεση της γέννησης του άλλου υπό διάγνωση δικαιώματος, όταν το ίδιο βιοτικό συμβάν αποτελεί στοιχείο της ιστορικής βάσεως όλων των διαγνωστέων δικαιωμάτων, δηλαδή κοινή βάση περισσοτέρων αγωγών (ΕφΔωδ 188/2004, ΕφΑθ 7013/1999 ΔΕΕ. 2000.45) και συνακόλουθα, η συνεκδίκασή τους είναι απαραίτητη προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων (ΕφΑθ 2442/1998 ΕλλΔνη 1998.891, ΕφΘεσσαλ 2852/1991 ΕλλΔνη 1992.1274, Β. Βαθρακοκοίλης: ΚΠολΔ, εκ. 1995, άρθρο 31, αρ. 5). Στην περίπτωση δε της συνάφειας θα εφαρμοστούν οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 31 του ΚΠολΔ, οπότε στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου υπάγεται και η σωρευόμενη συναφής απαίτηση, για την οποία καθ΄ ύλην αρμόδιο είναι το Ειρηνοδικείο (πρβλ. ΕφΠειρ 459/2016). Τέλος, η τακτική διαδικασία ενέχει μεγαλύτερα εχέγγυα ασφαλούς διάγνωσης της διαφοράς και εκ τούτου δεν δημιουργείται ακυρότητα ή απαράδεκτο (ΑΠ 174/2014, ΑΠ 2007/2013, ΑΠ 14/2007 ΤΝΠ Νόμος).

Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 513 § 1 ΚΠολΔ: «Έφεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που εκδίδονται στον πρώτο βαθμό: α) εκείνων που παραπέμπουν την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο λόγω αναρμοδιότητας, β) των οριστικών αποφάσεων που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή για την ανταγωγή. Κατά των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί ερήμην, έφεση επιτρέπεται από τη δημοσίευσή τους. Αν η απόφαση είναι εν μέρει οριστική, δεν επιτρέπεται έφεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη». Έτσι η απόφαση που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 591 § 6 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι αν η υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, το δικαστήριο αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάζει την εκδίκαση της υπόθεσης, κατά τη διαδικασία, σύμφωνα με την οποία δικάζεται, δεν εμπίπτει στο κύκλο των  αποφάσεων που υπόκεινται σε έφεση κατά το εδ. β` της πρώτης παραγράφου του άρθρου 513 ΠολΔ, διότι η απόφαση αυτή δεν περατώνει τη δίκη για την αγωγή, αλλά ούτε και στο κύκλο των αποφάσεων που υπόκεινται σε έφεση κατά το έδ. α΄ της αυτής παραγράφου του ως άνω άρθρου, διότι το τελευταίο αυτό εδάφιο αφορά μόνον τις αποφάσεις που παραπέμπουν λόγω αναρμοδιότητας την υπόθεση σε άλλο δικαστήριο (ΑΠ 1711/1980 ΝοΒ 29, 1097. 675/1973 ΝοΒ 22, 1965, βλ σχετ. και ΑΠ 1170/1978 ΝοΒ 27, 906, ΕφΛαρ.117/2005, ΕΑ 2019/1992, βλ. και Κεραμεύς, Κονδύλης, Νίκας Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 513.904, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα -Θεσσαλονίκη 2000).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 535 § 2 ΚΠολΔ, αν η προσβαλλομένη απόφαση εξαφανίζεται για αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η υπόθεση παραπέμπεται στο αρμόδιο δικαστήριο και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 46 ΚΠολΔ. Έτσι, αν η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανιστεί, κατά παραδοχή σχετικού λόγου έφεσης ή και αυτεπαγγέλτως, χωρίς την προβολή ειδικού παραπόνου, με εξαίρεση των περιπτώσεων του άρθρου 47 ΚΠολΔ, λόγω καθ` ύλην αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η υπόθεση παραπέμπεται στο αρμόδιο δικαστήριο κατά τα άρθρα 46 και 535 § 2α ΚΠολΔ (βλ.ΑΠ 204/77 ΝοΒ 25.1168, ΑΠ 1241/77 ΝοΒ 26.1011, ΕΑ 1506/90 ΑρχΝ 42.323, ΕΑ 12123/87 ΕλλΔ 29.1232), χωρίς έρευνα των λόγων της έφεσης. Η παραπομπή στην περίπτωση αυτή είναι υποχρεωτική, κατά την άνω διάταξη, η οποία αναφέρεται ειδικώς σ` αυτήν και αποκλείεται η κατ` εφαρμογήν της παρ. 1 δυνατότητα διακράτησης της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο.

Εν προκειμένου, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής, με το συνοπτικά προεκτεθέν περιεχόμενό της, εισάγεται μ’ αυτή, προς κρίση διαφορά από αδικοπραξία. Προϋπόθεση για την εκδίκαση αυτής, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών – μισθωτικές διαφορές, είναι τα αγωγικά κονδύλια να προέρχονται από αδικοπραξία, που τελεί σε σχέση αποκλειστικά με τη λειτουργία της μίσθωσης, στην οποία ενάγων είναι ο εκμισθωτής και εναγόμενος ο εκμισθωτής. Στην προκειμένη περίπτωση, πράγματι τα υπ’ αριθμ. Α ιι.ι και Γ της αγωγής κονδύλια, αφορούν στη «μισθωτική» σχέση των διαδίκων. Τα λοιπά όμως κονδύλια, τα οποία αποτελούν και το κύριο μέρος της αγωγής, δεν σχετίζονται με τη σχέση αυτή, και μόνο συμπτωματικό είναι το γεγονός ότι αφορούν στα ίδια πρόσωπα. Άλλωστε, σύμφωνα με το άρθρο 614 ΚΠολΔ, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, εκδικάζονται (μεταξύ άλλων) «οι μισθωτικές διαφορές», οι οποίες, σύμφωνα με την περ. 1 του ίδιου άρθρου, είναι οι κύριες ή παρεπόμενες διαφορές από μίσθωση. Ο νομοθέτης, επομένως, δεν αναφέρεται σε διαφορές που προκύπτουν εξ αφορμής της μίσθωσης, αλλά μόνο σε αυτές, που αφορούν στη σχέση εκμισθωτή και μισθωτή. Συνεπώς, καθότι τα κονδύλια Αi.i,, Ai.ii, Aii, ii, Aii, iii, Aii, iv, Aii, v, Aii, vi,  Aii, vii και Β της αγωγής αφορούν συνολικό ποσό 619.488,72 ευρώ, και εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία, αρμόδιο Δικαστήριο προς εκδίκαση είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά (άρθρα 14, 18 ΚΠοΛΔ). Περαιτέρω, και τα κονδύλια της αγωγής, τα οποία αφορούν σε μισθωτική διαφορά, κρίνεται ότι δεν πρέπει να χωριστούν και να εκδικαστούν σε δεύτερο βαθμό αυτοτελώς εν προκειμένω, διότι πηγάζουν από το ίδιο συμβάν, και ελλοχεύει ο κίνδυνος έκδοσης αντίθετων αποφάσεων, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο 2. νομική σκέψη της παρούσας. Επιπλέον επισημαίνεται, ότι δεν τίθεται ζήτημα τελεσιδικίας της υπ΄ αριθμ. 450/2022 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, καθότι η απόφαση αυτή δεν ήταν οριστική και δεν μπορούσε να προσβληθεί με έφεση (βλ. υπό στοιχείο 3 νομική σκέψη). Συνεπώς, δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 46 ΚΠολΔ. Επομένως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα πρόταση της παρούσας, η ένδικη αγωγή αναρμοδίως, καθ’ ύλην, εισήχθη, δικάσθηκε και έγινε εν μέρει δεκτή από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά με τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (μισθωτικές διαφορές), αφού αρμόδιο να τη δικάσει, κατά τα προλεχθέντα, ήταν το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά με την τακτική διαδικασία.

Συνακόλουθα, πρέπει να κηρυχθεί αναρμόδιο το προρρηθέν πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και να παραπεμφθεί η ένδικη διαφορά στο αρμόδιο, καθ’ ύλην και κατά τόπο, Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά, δικάζον κατά την τακτική διαδικασία, κατά παραδοχή της σχετικής περί καθ’ ύλην αναρμοδιότητας ένστασης, που προέβαλε, ουσιαστικά, ο εκκαλών της Β΄ έφεσης με τους δύο πρώτους λόγους της ένδικης έφεσής του, σε κάθε δε περίπτωση, το Δικαστήριο καταλήγει και αυτεπάγγελτα στην ως άνω κρίση. Κατ’ άρθρο 535 ΚΠολΔ δε, αφού εξαφανιστεί η υπ΄αριθμ. 2643/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, αναγκαστικώς δε και η υπ΄αριθμ. 450/2022 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατ΄ άρθρο 513  παρ. 2 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνουν ουσιαστικά βάσιμες και οι δύο υπό κρίση εφέσεις, χωρίς εξέταση των επιμέρους λόγων τους, και να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες των κατατεθέντων απ’ αυτούς παραβόλων (άρθρο 495 § 4 ΚΠολΔ).Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των παραπάνω κανόνων δικαίου, που εφαρμόσθηκαν εν προκειμένω, ήταν, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις από 17-10-2023 και από 24-11-2023 εφέσεις.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν τις ανωτέρω εφέσεις.

Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες (και των δύο εφέσεων) του κατατεθέντος εκ μέρους τους παραβόλου κατά την άσκηση της έφεσης.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 2643/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 24-1-2018 αγωγή.

Κηρύσσει το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς) αναρμόδιο καθ’ ύλην να τη δικάσει.

Παραπέμπει την ως άνω αγωγή στο αρμόδιο, καθ’ ύλην (και κατά τόπο), Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά, προκειμένου να δικάσει κατά την τακτική διαδικασία.

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στον Πειραιά, στις  16-5-2024.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                      H ΓPAMMATEAΣ