Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 207/2024

Αριθμός     207/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:  …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Ιωάννη Ανδρεαδάκη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………και 2) ………………  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Οι καθ΄ ων η κλήση-εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  2.11.2015 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2015) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  2893/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου (ειδική διαδικασία μισθωτικών διαφορών), που  δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  ο εναγόμενος και ήδη καλών-εκκαλών με την από 5.9.2018  (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ……../2018-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ  ……../2018) έφεσή του, καθώς και τους από  16.8.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2019) πρόσθετους αυτής λόγους. Η προαναφερόμενη έφεση και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι προσδιορίσθηκαν για την δικασιμο της  19η.9.2019, οπότε, συζητήσεως γενομένης εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 721/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που  δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την αναίρεση της ως άνω εφετειακής απόφασης αιτήθηκε  ο ήδη καλών-εκκαλών με την από 2.9.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……./2020) σχετική αίτησή του ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, οπότε, συζητήσεως γενομένης, εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ 1204/2022 απόφαση του προαναφερόμενου Δικαστηρίου, που  αναίρεσε την υπ΄ αριθμ 721/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς και παράπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ως άνω Δικαστήριο το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή.

Ήδη με την -κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου- από  16.9.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  …………/2022) κλήση του καλούντος-εκκαλούντος η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον αυτού στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Με την από 16-9-2022 (Γ.Α.Κ. …./2022, Ε.Α.Κ. …../2022) κλήση του εκκαλούντος – εναγομένου  φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον αυτού του  Δικαστηρίου, κατ’ άρθρο 581 παρ. 1 ΚΠολΔ, α) η από 5-9-2018 (Γ.Α.Κ. …/2018, Ε.Α.Κ. …./2018) έφεσή του και β) το από 16-8-2019 (Γ.Α.Κ. …./2019, Ε.Α.Κ. …./2019] δικόγραφο πρόσθετων λόγων  κατά της υπ΄ αριθμό 2893/2018  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μετά την έκδοση της 1204/2022 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η υπ΄ αριθμό 721/2019 απόφαση αυτού του  Δικαστηρίου, που εκδόθηκε επί της άνω έφεσης και των προσθέτων επ΄ αυτής λόγων,  η δε υπόθεση παραπέμφθηκε εκ νέου στο Δικαστήριο αυτό για περαιτέρω εκδίκαση [άρθρ. 579, 581 ΚΠολΔ].

Η υπό κρίση  έφεση κατά της υπ΄ αριθμό  2893/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρ.  647 επ, ΚΠολΔ, όπως αυτά  ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/23-7-2015, που, σύμφωνα  με την το άρθρο 9 παρ.2 αυτού, δεν καταλαμβάνει τις αγωγές που  ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016, όπως η ένδικη), έχει ασκηθεί νομότυπα  και εμπρόθεσμα (άρθρ. 495 επ., 511, 513, 516 παρ. 1, 518 παρ. 1, 591 παρ. 1  ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στον  εκκαλούντα – εναγόμενο στις 5-9-2018, όπως προκύπτει από την υπ’ αρ.  ……/5-9-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του  Εφετείου Πειραιώς ……….. και η κατάθεση της έφεσης,  ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, έλαβε χώρα στις 7-9-2019, όπως  προκύπτει από την προαναφερθείσα έκθεση κατάθεσης.  Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 19,522,533 παρ.1, 2 ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής κατατέθηκε από τον εκκαλούντα, κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παράβολο (βλ. σχετική βεβαίωση στην πράξη κατάθεσης της έφεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο). Παραδεκτά, επίσης, ασκήθηκαν πρόσθετοι λόγοι έφεσης,  οι οποίοι αφορούν σε αναγκαία συνεχόμενα κεφάλαια της εκκαλούμενης απόφασης, που έχουν προσβληθεί με την  έφεση, ως προερχόμενα από την αυτή ιστορική και νομική αιτία  και ασκήθηκαν  με το από 16-8-2019  δικόγραφο του εκκαλούντος –  εναγομένου, το οποίο κατατέθηκε στις 27-8-2019 (Γ.Α.Κ. ……/27-8-2019, Ε.Α.Κ. …./27-8-2019]. Το δικόγραφο δε αυτό επιδόθηκε  στους εφεσίβλητους νομοτύπως και εμπροθέσμως, στις 27-8-2019 [βλ. τις με αριθ. …. και …/27-8-2019 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς  ………….] ήτοι οκτώ ημέρες πριν τη συζήτηση της έφεσης [19-9-2019], κατ’   άρθρ. 501 παρ. 1 περ. ζ ΚΠολΔ,  όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από  το άρθρο τέταρτο  του άρθρ. 1 του Ν. 4335/2015 [ΑΠ 1204/2022 προσκομιζόμενη]. Πρέπει επομένως να γίνουν τυπικά δεκτοί και οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης και να εξεταστούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο αυτών, συνεκδικαζόμενοι με την έφεση, διότι λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα τους σε σχέση μ’ αυτήν, δεν νοείται χωριστή συζήτησή τους [ΑΠ 521/2010, ΕφΠατρ. 289/2022, ΕΑ 336/2020  δημ/ση ΝΟΜΟΣ].

Οι ενάγοντες με την από 2-11-2015 αγωγή, την οποία άσκησαν ενώπιον του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ιστορούσαν ότι: καθένας από αυτούς και ο εναγόμενος είναι συνιδιοκτήτης των οριζόντιων ιδιοκτησιών  πολυώροφης οικοδομής, που περιγράφονται κατά θέση, έκταση και  όρια και έχει ανεγερθεί σε οικόπεδο  στον Πειραιά επί της λεωφόρου ……… (πρώην ………) αριθ. …………. Η  εν  λόγω οικοδομή υπήχθη, από τους αρχικούς ιδιοκτήτες της, στις περί  οριζοντίων ιδιοκτησιών διατάξεις του Ν.3741/1929, καθώς και στις  διατάξεις των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ, δυνάμει της  υπ΄ αριθμό ……./13-1-1987 πράξης του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, που μεταγράφηκε νόμιμα, όπως τροποποιήθηκε με την υπ΄ αριθμό …../12-01-2003 πράξη της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………… και την υπ΄ αριθμό ………/2005 πράξη της  συμβολαιογράφου Πειραιώς . ……, που επίσης μεταγράφηκαν  νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών, πλην όμως δεν έχει υπογραφεί, μεταξύ  των συνιδιοκτητών της ως άνω οικοδομής, ο προβλεπόμενος από τα άρθρα  4 παρ.1 και 13 Ν.3741/1929 κανονισμός διοίκησης  πολυκατοικίας. Στην  παραπάνω  με αριθμό ………../13-1-1987 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας αναφέρεται σχετικά με το δώμα της εν λόγω οικοδομής, ότι  είναι κοινόκτητος και κοινόχρηστος χώρος, ο οποίος  περιλαμβάνει τις απολήξεις του κλιμακοστασίου, πλατύσκαλου, φρέατος ανελκυστήρα, φωταγωγού και το υπόλοιπο κοινόχρηστο τμήμα του δώματος, καθώς επίσης  ότι σε περίπτωση μελλοντικής επέκτασης στο ακίνητο αυτό ,το δικαίωμα  κατασκευής ορόφου ή ορόφων θα ανήκει και στους δύο συνιδιοκτήτες  …….. και …………, κοινώς και αδιαιρέτως  κατ’ ισομοιρία. Ουδέποτε, όμως,  επετράπη πολεοδομικά η επέκταση  καθ’ ύψος της ένδικης οικοδομής, δεδομένου ότι κατά την κατασκευή της εξαντλήθηκε ο συντελεστής δόμησης και έτσι ουδέποτε δημιουργήθηκε επί του δώματος αυτοτελής οριζόντια ιδιοκτησία. Κατά  το χρόνο ανέγερσης της ως άνω πολυώροφης οικοδομής  κατασκευάσθηκε στο κοινόχρηστο δώμα αυτής αυθαίρετο κτίσμα εμβαδού 35,38 τµ, το οποίο χρησιµοποιούνταν, επί σειρά ετών, από όλους τους κυρίoυς οριζοντίων ιδιοκτησιών για την αποθήκευση τόσο αντικειµένων σχετικών µε την λειτουργία και την επισκευή της οικοδοµής, όσο και  προσωπικών τους αντικειµένων. Στις αρχές Οκτωβρίου 2015, ο εναγόµενος, αυθαίρετα και χωρίς τη συναίνεση των λοιπών συνιδιοκτητών,  ξεκίνησε εργασίες διαµόρφωσης του ανωτέρω κοινόχρηστου κτίσµατος  στο δώµα σε χώρο κύριας κατοικίας, ισχυριζόµενος δε ότι είναι  αποκλειστικός κύριος εν λόγω κτίσµατος, αντικατέστησε την κλειδαριά της  εξώπορτας αυτού, χωρίς να τους παραδώσει το νέο κλειδί, µε αποτέλεσµα,  έκτοτε, να εµποδίζεται η πρόσβασή τους σε αυτό και η ελεύθερη χρήση  του. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζητούσαν  α) να αναγνωρισθεί ότι το  δώµα της πολυώροφης οικοδομής και το εµβαδού 35,38 τ.µ κτίσµα, που βρίσκεται σε αυτό [δώμα]  αποτελούν  κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους της ως άνω πολυώροφης  οικοδοµής, β) να απαγορευθεί στον εναγόµενο η εκτέλεση οικοδοµικών  εργασιών προς µετατροπή του εν λόγω κτίσματος  σε κατοικία, γ) να  υποχρεωθεί ο εναγόµενος να τους αποδώσει τη σύγχρηση του ανωτέρω  δώµατος και του κτίσµατος κατά το εξ  αδιαιρέτου ποσοστό συγκυριότητας καθένα   από αυτούς   (145/1000), δ) να  υποχρεωθεί ο εναγόµενος να τους παραδώσει κλειδιά της εξώπορτας του ανωτέρω κτίσµατος ε) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να παραλείπει στο  µέλλον πράξεις διαταράξης  της σύγχρησης  του ως άνω κοινόχρηστου  κτίσµατος στο δώµα και να απειληθεί σε βάρος του   χρηµατική ποινή και προσωπική κράτηση για κάθε παραβίαση της παρούσης και στ) και να καταδικαστεί  στην πληρωμή της  δικαστικής  δαπάνης τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή και α) αναγνώρισε ότι το ένδικο δώμα και το κτίσμα που έχει ανεγερθεί σε αυτό εμβαδού 35,38 τμ. αποτελούν κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους και υποχρέωσε τον εναγόμενο να  παραδώσει στους ενάγοντες την σύγχρηση των χώρων και τα κλειδιά της εξώπορτας του δώματος, ενώ απέρριψε τα ως άνω παρεπόμενα αιτήματα, η αναιρεθείσα δε κατά τα ανωτέρω με αριθμό 721/2019 απόφαση, απέρριψε την έφεση και τους πρόσθετους λόγους κατά της εκκαλουμένης. Κατά της κατά τα ανωτέρω πρωτοβάθμιας απόφασης παραπονέθηκε  ο εναγόμενος,  με την κρινόμενη εκ νέου έφεσή του και το δικόγραφο πρόσθετων λόγων, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων,  ζητεί δε  να εξαφανισθεί  η εκκαλουμένη απόφαση και να απορριφθεί  η σε βάρος του αγωγή.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1002 και 1117 Α.Κ., 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5 και 13 του ν. 3741/1929 “Περί της ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους”, ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, κατ’ άρθρο 54 του Εισ.Ν.Α.Κ., σαφώς συνάγεται ότι επί οριζοντίου ιδιοκτησίας, ιδρύεται, κυρίως μεν χωριστή (διηρημένη) κυριότητα επί ορόφου οικοδομής ή διαμερίσματος ορόφου, παρεπομένως δε αναγκαστική συγκυριότητα, κατ’ ανάλογη μερίδα επί των μερών του όλου ακινήτου, τα οποία χρησιμεύουν σε κοινή από όλους τους οροφοκτήτες χρήση, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 3741/1929. Εξάλλου, λαμβανομένου υπ’ όψη ότι η θεσπιζόμενη με τα άρθρα 1002 Α.Κ. και 1 του ν. 3741/1929 χωριστή κυριότητα επί ορόφου ή διαμερίσματος ορόφου αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα “superficies solocedit”, που έχει περιληφθεί στο άρθρο 1001 εδ. α’ του Α.Κ., οποιοδήποτε μέρος του όλου του ακινήτου, το οποίο δεν ορίσθηκε ή δεν ορίσθηκε εγκύρως, με τον συστατικό της οροφοκτησίας τίτλο, ότι αποτελεί αντικείμενο της αποκλειστικής κυριότητας κάποιου συνιδιοκτήτη, υπάγεται αυτοδικαίως από τον νόμο, κατ’ εφαρμογή του ανωτέρω κανόνα, στα αντικείμενα της αναγκαστικής συγκυριότητας επί του εδάφους και θεωρείται γι’ αυτό κοινόκτητο και κοινόχρηστο μέρος του ακινήτου (ΑΠ 447/2013). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3, 4, 5, 7 παρ. 1, 8 παρ. 1, 13 του ν. 3741/1929, 787, 1002 και 1117 A.Κ., προκύπτει ότι, επί οικοδομής, που έχει υπαχθεί στο καθεστώς της οριζόντιας ιδιοκτησίας, μπορεί, με τη νομίμως μεταγεγραμμένη συστατική της οροφοκτησίας συμβολαιογραφική πράξη, να παραχωρηθεί σε ένα δικαιούχο οριζόντιας ιδιοκτησίας το δικαίωμα επεκτάσεως της οικοδομής προς τα άνω με την προσθήκη νέου ορόφου επί του δώματος (“ταράτσας”), το οποίο, εωσότου κατασκευασθεί ο νέος όροφος, ανήκει κατά συγκυριότητα και χρήση σε όλους από κοινού τους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων. Στην οριζόντια ιδιοκτησία που συνιστάται με αυτό τον τρόπο, ο οροφοκτήτης αποκτά, αφενός δικαίωμα προσδοκίας πλήρους κυριότητας επί του μελλοντικού ορόφου, το οποίο τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της κατασκευής τούτου και αφετέρου δικαίωμα αναγκαστικής συγκυριότητας, κατ’ ανάλογη μερίδα, στα κοινά μέρη του όλου ακινήτου που χρησιμεύουν στην κοινή χρήση όλων των οροφοκτητών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, κατ’ ενδεικτική στις πιο πάνω διατάξεις του ν. 3741/1929 απαρίθμηση, το έδαφος, οι αυλές, η στέγη (δώμα – ταράτσα) κ.λ.π. Όμως, ο ιδιοκτήτης, που είναι δικαιούχος της επεκτάσεως της οικοδομής, με την επέκταση του μελλοντικού ορόφου στο δώμα αυτής, δεν αποκτά κατά νόμο και το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως του δώματος, το οποίο, εωσότου κατασκευαστεί ο νέος όροφος, παραμένει στην κοινή χρήση και στην αναγκαστική συγκυριότητα καθενός οροφοκτήτη, εκτός εάν, με τη συστατική πράξη ή κατόπιν συμφωνίας όλων των συνιδιοκτητών, που καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγράφεται, έχει παραχωρηθεί στο δικαιούχο της επεκτάσεως και το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως του δώματος, οπότε αυτό δεν ανήκει πλέον στην κοινή χρήση των λοιπών συνιδιοκτητών (ΑΠ 1002/2014). Η σύσταση της οροφοκτησίας ολοκληρώνεται με τη μεταγραφή της συστατικής πράξεως και από τότε υπάρχει, από νομικής πλευράς, η οροφοκτησία, απλώς το δικαίωμά της δεν είναι πλήρες, αλλά θα συμπληρωθεί με την αποπεράτωση του ορόφου, ώστε να υφίσταται πράγμα κατά την έννοια του άρθρου 947 παρ. 1 Α.Κ. Μετά την ανέγερσή του, ο νέος όροφος περιέρχεται στον δικαιούχο της επεκτάσεως, κατ’ αποκλειστική κυριότητα νομή και κατοχή και με το ανάλογο ποσοστό αναγκαστικής συγκυριότητας επί του εδάφους και των λοιπών κοινοχρήστων και κοινοκτήτων μερών της οικοδομής. Η άσκηση όμως του δικαιώματος επεκτάσεως της οικοδομής καθ’ ύψος, προϋποθέτει την τήρηση των σχετικών διατάξεων της πολεοδομικής νομοθεσίας. Επομένως, για να είναι νόμιμη η άσκηση του δικαιώματος αυτού από το συνιδιοκτήτη του ενιαίου οικοπέδου, στον οποίο χορηγήθηκε με την κοινή συμφωνία όλων των λοιπών συνιδιοκτητών, δια της συστατικής πράξεως που έχει μεταγραφεί και να καταστεί αυτός αποκλειστικά κύριος του νέου κτίσματος άνωθεν του δώματος, πρέπει η κατασκευή αυτού να γίνει με την τήρηση των πολεοδομικών διατάξεων, διότι, σε αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή η προσθήκη του κτίσματος γίνει αυθαιρέτως, κατά παράβαση των πολεοδομικών διατάξεων, ο φορέας του άνω δικαιώματος δεν αποκτά αποκλειστική επ’ αυτού κυριότητα και οι λοιποί συνιδιοκτήτες εξακολουθούν να έχουν το δικαίωμα της αναγκαστικής συγκυριότητας, συγκατοχής και συγχρήσεως όλου του (κοινοχρήστου) χώρου του δώματος. Ωστόσο, αν το αυθαίρετο κτίσμα νομιμοποιηθεί μεταγενέστερα, βάσει ισχύουσας νομοθετικής ρυθμίσεως, και ο έχων ανεγείρει τούτο τηρήσει τις προβλεπόμενες από τη ρύθμιση αυτή προϋποθέσεις, τότε η άσκηση του δικαιώματος επεκτάσεως καθ’ ύψος της οικοδομής από τον δικαιούχο είναι επιτρεπτή, αφού το ανεγερθέν κτίσμα απέβαλε πλέον το χαρακτήρα του αυθαιρέτου και κατέστη νόμιμο. Κατά συνέπεια, μετά τη νομιμοποίηση του αυθαιρέτου κτίσματος, οι υπόλοιποι ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων δεν έχουν το δικαίωμα, επικαλούμενοι τη στέρηση της χρήσεως από αυτούς του κοινόκτητου και κοινόχρηστου δώματος, να ζητήσουν με αγωγή την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση και την παράλειψη της μελλοντικής παρεμποδίσεώς τους στη χρήση του δώματος.  Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 8 του ν. 1512/1985 (Τροποποίηση και συμπλήρωση πολεοδομικών διατάξεων, ρύθμιση συναφών θεμάτων και θεμάτων του Ταμείου Νομικών), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο μετά την τροποποίησή του με τα άρθρα 23 παρ. 6 περ. γ’ του ν. 2300/1995 (Α’ 69) και 9 παρ. 5 του ν. 3212/2003 (Α’ 308): “Με απόφαση του Νομάρχη μπορεί να εγκρίνεται η εξαίρεση ή όχι από την κατεδάφιση αυθαιρέτων κατασκευών εάν πρόκειται για μικρές παραβάσεις, των οποίων κατασκευών η κατεδάφιση θα κατέληγε σε υπέρμετρη βλάβη του κτιρίου ή θα έθετε σε κίνδυνο τη φέρουσα κατασκευή αυτού ή θα παράβλαπτε την αισθητική εμφάνιση των κτιρίων ή θα απαιτούσε υπέρμετρες δαπάνες για την αποκατάσταση της αισθητικής και των οποίων η διατήρηση εν πάση περιπτώσει δεν θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια της κατασκευής ούτε θα απέβαινε σε βάρος της πόλεως. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων καθορίζονται οι μικρές παραβάσεις για τις οποίες είναι δυνατή η εξαίρεση από την κατεδάφιση, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, οι ειδικότερες προϋποθέσεις της εξαίρεσης, οι όροι εφαρμογής της διάταξης αυτής και κάθε σχετικό θέμα. Η απόφαση της εξαίρεσης εκδίδεται με σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος του Νομού. Στην περίπτωση αυτή επιβάλλονται τα προβλεπόμενα από την παράγραφο 2 του άρθρου 17 του ν. 1337/1983 πρόστιμα. Με την απόφαση εξαίρεσης, το επιβαλλόμενο πρόστιμο διατήρησης της περίπτωσης β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 17 του ν. 1337/1983, μπορεί να μετατρέπεται σε πρόστιμο εφάπαξ. Το ύψος του εφάπαξ αυτού προστίμου ορίζεται στο τετραπλάσιο του προστίμου ανέγερσης της περίπτωσης α’ της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου. Σε περίπτωση που έχει εκδοθεί η απόφαση εξαίρεσης, μπορεί να εκδίδεται συμπληρωματική απόφαση του οικείου νομάρχη. Τυχόν βεβαιωθέντα πρόστιμα διατήρησης συμψηφίζονται με το εφάπαξ καταβαλλόμενο πρόστιμο. Τυχόν καταβληθέντα πρόστιμα διατήρησης κατά το ποσό που υπερβαίνουν το ποσό του εφάπαξ προστίμου δεν επιστρέφονται. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων καθορίζονται οι προϋποθέσεις για τη μετατροπή του προστίμου διατήρησης σε εφάπαξ καταβαλλόμενο πρόστιμο είτε αυτή γίνεται με την απόφαση της εξαίρεσης από την κατεδάφιση είτε με συμπληρωματική απόφαση νομάρχη, καθώς και η σχετική διαδικασία και κάθε άλλη λεπτομέρεια”. H διάταξη του άρθρου 9 παρ. 8 του ν. …, που επιτρέπει τη νομιμοποίηση πολεοδομικών παραβάσεων (όπως και οι προϊσχύσασες του άρθρου 124 παρ. 3 του ΓΟΚ/73 (ν. 8/1973, Α’ 124), στενώς ερμηνευτέα, ως εισάγουσα εξαίρεση από τον κανόνα της κατεδαφίσεως των αυθαίρετων κατασκευών, δεν αντίκειται στο άρθρο 24 του Συντάγματος, καθ’ όσον η εξαίρεση από την κατεδάφιση επιτρέπεται μόνο για παραβάσεις ήσσονος σημασίας, που δεν επιφέρουν δυσμενείς επιπτώσεις στη λειτουργικότητα και την πολεοδομική ισορροπία της περιοχής και, ως εκ τούτου, δεν επηρεάζουν σοβαρώς τους όρους διαβιώσεως των κατοίκων της, η σχετική δε κρίση των αρμοδίων οργάνων στηρίζεται σε αυστηρώς πολεοδομικά και κτιριολογικά κριτήρια (βλ. ΣτΕ Ολομ. 564/2005, πρβλ. ΣτΕ 3240/1999, 1831/2005 κ.ά.). Συνακόλουθα, σύμφωνες με την ως άνω συνταγματική διάταξη είναι και οι διατάξεις της Υ.Α. 7587/2004, με τις οποίες εξειδικεύεται η έννοια των μικρών παραβάσεων και οι λοιπές προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9 παρ. 8 του ν. …, και καθορίζεται η διαδικασία για τη χορήγηση της εξαιρέσεως και την επιβολή των σχετικών κυρώσεων (ΣτΕ 1180/2015). Εξ άλλου, με τις διατάξεις του άρθρου 1 αρ. 1 και 2 περ. γ του Ν. 4178/2013 “Αντιμετώπιση της Αυθαίρετης Δόμησης Περιβαλλοντικό Ισοζύγιο και άλλες διατάξεις” προβλέπεται ότι: 1) “Από τη δημοσίευση του παρόντος απαγορεύεται και είναι απολύτως άκυρη η μεταβίβαση ή η σύσταση εμπράγματου δικαιώματος σε ακίνητο, στο οποίο έχει εκτελεστεί αυθαίρετη κατασκευή ή έχει εγκατασταθεί αυθαίρετη αλλαγή χρήσης, όπως ειδικότερα ορίζεται στα άρθρα 5 παρ. 2 και 22 παρ. 3 του ν. 1577/1985” (άρθρο 1 αρ. 1) και 2) “Από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εξαιρούνται τα ακίνητα, στα οποία έχουν εκτελεστεί αυθαίρετες κατασκευές ή έχουν εγκατασταθεί αυθαίρετες χρήσεις: α) …….. β) …… γ) που έχουν εξαιρεθεί από την κατεδάφιση, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 16 του ν. 1337/1983 (Α ? 33) ή των παραγράφων 8 και 10 του άρθρου 9 του ν. …” (άρθρο 1 αρ. 2 περ. γ). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η με την απόφαση του Νομάρχη και μετά από σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 9 παρ. 8 ν. …, εξαίρεση από την κατεδάφιση αυθαίρετης κατασκευής -με την επιβολή των προβλεπόμενων από τη διάταξη του άρθρου 17 του ν. 1337/1983 προστίμων (δυναμένου του προστίμου διατηρήσεως να καθορισθεί, με την ίδια απόφαση που εγκρίνει την εξαίρεση, σε πρόστιμο εφάπαξ και μετά την οποία εγκύρως μεταβιβάζεται το ακίνητο στο οποίο έχει εκτελεστεί αυθαίρετη κατασκευή ή συνιστάται εμπράγματο δικαίωμα επ’ αυτού- συνιστά νομιμοποίηση αυτού, μετά την οποία οι υπόλοιποι ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων δεν έχουν το δικαίωμα, επικαλούμενοι τη στέρηση της χρήσεως από αυτούς του κοινόκτητου και κοινόχρηστου δώματος, να ζητήσουν με αγωγή την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση και την παράλειψη της μελλοντικής παρεμποδίσεώς τους στη χρήση του δώματος  [ΑΠ 1174/2023, ΑΠ 1204/2022, ΑΠ 220/2013 δημ/ση ΤΝΠ ΔΣΑ].  Στην προκείμενη περίπτωση, από τη δέουσα επανεκτίμηση  των ένορκων καταθέσεων των µαρτύρων  απόδειξης και ανταπόδειξης, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθµιου  Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθµα µε την εκκαλούµενη απόφαση πρακτικά δηµόσιας συνεδρίασής του, όλων ανεξαιρέτως των  εγγράφων που επικαλούνται και προσκοµίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Δυνάμει του  υπ΄ αριθμό …./27-12-1984 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς …………,   που μεταγράφηκε νόμιμα, στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πειραιώς στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό …, σε συνδυασμό με την υπ΄ αριθμό ../1985 εξοφλητική πράξη του ίδιου συμβολαιογράφου και την υπ΄ αριθμό …/1994  πράξη της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., οι οποίες, επίσης, μεταγράφηκαν νόμιμα στον τόμο … με αύξοντα αριθμό … και στον τόμο ……  με αύξοντα αριθμό  …., αντίστοιχα, των ίδιων ως άνω βιβλίων, ο εναγόμενος …….. και ο ……….,  έγιναν συγκύριοι, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, ενός οικοπέδου, εμβαδού 563,49 τμ., που βρίσκεται στον Πειραιά  στη λεωφόρο ……  και ήδη λεωφόρο  ………..   Επί του οικοπέδου αυτού, οι παραπάνω συγκύριοι, μετά από την έκδοση της υπ΄ αριθμό 356/2-10-1986 οικοδομικής άδειας, από τη Διεύθυνση Πολεοδομίας του Δήμου Πειραιά (όπως αυτή διαμορφώθηκε με τις …./20-10-1988 και …/21-7-1989 αναθεωρήσεις για αλλαγή όψης και κάτοψης δώματος και για κατασκευή πισίνας, αντίστοιχα), ανήγειραν πολυώροφη οικοδομή (πολυκατοικία), αποτελούμενη από πυλωτή με πέντε θέσεις στάθμευσης και τρεις ορόφους υπέρ αυτής (πυλωτής). Με την υπ΄ αριθμό ……../13-1-1987 δε πράξη του συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πειραιώς στον τόμο … με αύξοντα αριθμό  …., οι ανωτέρω (ο εναγόμενος και ο ……….. ) υπήγαγαν το οικόπεδο και τα κτίσματα που θα ανεγείροντο σε αυτό, στις περί οριζοντίων ιδιοκτησιών διατάξεις του Ν. 3741/1929, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ, συστήνοντας τις εξής αυτοτελείς και ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες: Α] στο Υπόγειο: α) την υπό στοιχεία Υ-1 αποθήκη, εμβαδού 42,80 τ.μ, με εξ αδιαιρέτου ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 50/1000 και β) την υπό στοιχεία Υ-2 αποθήκη, εμβαδού 67,80 τ.μ, με εξ αδιαιρέτου ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 80/1000, Β] στον Α’ υπέρ της πυλωτής όροφο: α) το υπό στοιχεία Α-1 διαμέρισμα, εμβαδού 121,50 τ.μ., με εξ αδιαιρέτου ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 145/1000 και β) το υπό στοιχεία Α-2 διαμέρισμα, εμβαδού 121,50 τ.μ., με εξ αδιαιρέτου ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 145/1000, Γ) στον Β’ υπέρ της πυλωτής όροφο: α) το υπό στοιχεία Β-1 διαμέρισμα, εμβαδού 121,50 τ.μ., με εξ αδιαιρέτου ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 145/1000, με παράρτημα και παρακολούθημα την υπό στοιχεία ΝΞΟΠΝ θέση της πυλωτής και β) το υπό στοιχεία Β-2 διαμέρισμα, εμβαδού 121,50 τ.μ., με εξ αδιαιρέτου ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 145/1000, με παράρτημα και παρακολούθημα την υπό στοιχεία ΙΚΛΗΙ θέση της πυλωτής, Δ] στον Γ’ υπέρ της πυλωτής όροφο: α) το υπό στοιχεία Γ-1 διαμέρισμα, εμβαδού 121,50 τ.μ., με εξ αδιαιρέτου ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 145/1000, με παράρτημα και παρακολούθημα την υπό στοιχεία ΑΒΓΔΑ θέση της πυλωτής και β) το υπό στοιχεία Γ-2 διαμέρισμα, εμβαδού 121,50 τ.μ., με εξ αδιαιρέτου ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 145/1000, με παράρτημα και παρακολούθημα την υπό στοιχεία ΕΖΗΘΕ θέση της πυλωτής. Σχετικά με το δώμα υπέρ του Γ’ ορόφου της πυλωτής, αναγράφεται στην ως άνω πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, ότι “….περιλαμβάνει τις απολήξεις του κλιμακοστασίου, πλατύσκαλου, φρέατος ανελκυστήρα, φωταγωγού και το υπόλοιπο κοινόχρηστο τμήμα του δώματος. Σε περίπτωση μελλοντικής επέκτασης στο ακίνητο αυτό, το δικαίωμα κατασκευής ορόφου ή ορόφων θα ανήκει και στους δύο συνιδιοκτήτες ……… και ………..  κοινώς και αδιαιρέτως κατ’ ισομοιρίαν”. Δυνάμει της εν λόγω σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας οι παραπάνω συμβαλλόμενοι διένειμαν μεταξύ τους τις ανωτέρω οριζόντιες ιδιοκτησίες κατά τρόπο ώστε ο εναγόμενος να λάβει τις υπό στοιχεία Α-1, Β-1, Γ-1 οριζόντιες ιδιοκτησίες και το 1/2 εξ αδιαιρέτου των Υ-1 και Υ-2 οριζοντίων ιδιοκτησιών και ο Κ. Κ. τις υπό στοιχεία Α-2, Β-2, Γ-2 οριζόντιες ιδιοκτησίες και το 1/2 εξ αδιαιρέτου των Υ-1 και Υ-2 οριζοντίων ιδιοκτησιών, ήτοι έκαστος των Γ. και Κ. Κ. έλαβαν 500/1000 εξ αδιαιρέτου. Τέλος, στην ίδια πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας συμφωνήθηκε ότι ο κάθε ιδιοκτήτης οριζόντιας ιδιοκτησίας της ανωτέρω οικοδομής θα δικαιούται να τροποποιεί ελεύθερα την περιεχόμενη στην ως άνω πράξη σύσταση οροφοκτησίας, όσον αφορά τις ιδιοκτησίες του και θα δικαιούται να συνενώνει δύο ή περισσότερες ιδιοκτησίες σε μια ή να υποδιαιρεί μια ιδιοκτησία σε δύο ή περισσότερες ιδιοκτησίες και να υπογράφει μόνος του τις σχετικές συμβολαιογραφικές πράξεις, οι οποίες θα μεταγράφονται στο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο. Ακολούθως, με την υπ΄ αριθμό …./2003 πράξη της συμβολαιογράφου Πειραιώς ….. ………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, στον τόμο … με αύξοντα αριθμό …, ο ……….  προέβη σε τροποποίηση της ως άνω …./1987 πράξης σύστασης οριζοντίων ιδιοκτησιών, αποχωρίζοντας τη θέση στάθμευσης της πυλωτής με στοιχεία ΕΖΗΘΕ από το υπό στοιχεία Γ-2 διαμέρισμα του γ’ υπέρ της πυλωτής ορόφου και προσαρτώντας αυτή  στο υπό στοιχεία Α-2 διαμέρισμα του α’ υπέρ της πυλωτής ορόφου. Δυνάμει δε του …./26-5-2003  αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αμαρουσίου ………… που μεταγράφηκε νόμιμα νομίμως στα ως άνω βιβλία μεταγραφών στον τόμο …….. με αύξοντα αριθμό …, ο πρώτος ενάγων κατέστη συγκύριος, με αγορά από τον …….. , κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, του ως άνω υπό στοιχεία Α-2 διαμερίσματος εμβαδού 121,50 τ.μ., με εξ αδιαιρέτου ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 72,5/1000, καθώς και της υπό στοιχεία ΕΖΗΘΕ θέσης στάθμευσης της πυλωτής, που αποτελεί παρακολούθημα και παράρτημά του. Στη συνέχεια, δυνάμει του υπ΄ αριθμόν ……./19-11-2009 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αμαρουσίου  …….., που μεταγράφηκε νόμιμα  στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, στον τόμο …… με αύξοντα αριθμό …, ο πρώτος ενάγων κατέστη συγκύριος, με αγορά από την ………  και του υπολοίπου κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου υπό στοιχεία Α-2 διαμερίσματος, όπως και της προαναφερθείσας επίσης υπό στοιχεία ΕΖΗΘΕ θέσης στάθμευσης. Έτσι, με βάση τα ως άνω συμβόλαια, ο πρώτος ενάγων απέκτησε την πλήρη κυριότητα του υπό στοιχεία Α-2 διαμερίσματος του α’ υπέρ του ισογείου ορόφου, με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 145/1000.  Εξάλλου,  δυνάμει του υπ΄ αριθμόν ……../2003 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, στον τόμο … με αύξοντα αριθμό …., σε συνδυασμό με την ……../2003 πράξη εξόφλησης υπολοίπου τιμήματος της ίδιας συμβολαιογράφου, ο δεύτερος ενάγων απέκτησε την κυριότητα, με αγορά από τον …….., του ως άνω υπό στοιχεία Β-2 διαμερίσματος του β’ υπέρ του ισογείου ορόφου της εν λόγω πολυκατοικίας, εμβαδού 121,50 τ.μ., με εξ αδιαιρέτου ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 145/1000, καθώς και της υπό στοιχεία ΙΚΛΜΙ θέσης στάθμευσης της πυλωτής, που αποτελεί παρακολούθημα και παράρτημά του. Στη συνέχεια, με την υπ΄ αριθμό ……/2005 πράξη της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό ….., ο εναγόμενος και ο ……..  προέβησαν σε τροποποίηση της ως άνω με αριθμό …./1987 πράξης σύστασης οριζοντίων ιδιοκτησιών, υποδιαιρώντας τις υπό στοιχεία Υ-1 και Υ-2 αυτοτελείς και ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες – αποθήκες του υπογείου σε περισσότερες οριζόντιες ιδιοκτησίες δια ανακατανομής των ανηκόντων σε αυτές ποσοστών εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας επί του οικοπέδου. Κατά τον τρόπο αυτό προέκυψαν οι εξής αυτοτελείς και ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες – αποθήκες του υπογείου: α) η υπό στοιχεία Υ-1 αποθήκη εμβαδού 24,30 τ.μ., με εξ αδιαιρέτου ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 29/1000, β) η υπό στοιχεία Υ-2 αποθήκη εμβαδού 31 τ.μ., με εξ αδιαιρέτου ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 36/1000, γ) η υπό στοιχεία Υ-3 αποθήκη εμβαδού 8,40 τ.μ., με εξ αδιαιρέτου ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 10/1000, δ) η υπό στοιχεία Υ-4 αποθήκη εμβαδού 7,60 τ.μ, με εξ αδιαιρέτου ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 9/1000 και ε) η υπό στοιχεία Υ-5 αποθήκη εμβαδού 39,30 τ.μ, με εξ αδιαιρέτου ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 46/1000. Με την ίδια δε ως άνω συμβολαιογραφική πράξη (………./2005), οι αρχικοί οικοπεδούχοι (ο εναγόμενος και ο ……..), προέβησαν μεταξύ τους σε αυτούσια διανομή των ανωτέρω αποθηκών του υπογείου και συγκεκριμένα ο πρώτος εξ αυτών (εναγόμενος) έλαβε τις ανωτέρω υπό στοιχεία Υ-1 και Υ-2 αποθήκες, στις οποίες αντιστοιχεί συνολικά 65/1000 εξ αδιαιρέτου ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου και ο δεύτερος (Κ. Κ.) τις ανωτέρω υπό στοιχεία Υ-3, Υ-4 και Υ-5 αποθήκες στις οποίες αντιστοιχεί συνολικά 65/1000 εξ αδιαιρέτου ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου. Στις 5-12-2013 απεβίωσε, χωρίς να αφήσει διαθήκη, ο …….., και κληρονομήθηκε από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τους αμφιθαλείς αδερφούς του, ήτοι τον εναγόμενο, τον ……… και την …….., οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά, με την  υπ΄ αριθμόν …./2014  δήλωση αποδοχής κληρονομιάς ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς   …….., που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο …. και με αύξοντα αριθμό …. των βιβλίων μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, η οποία (κληρονομιά) κατά το χρόνο θανάτου του περιλάμβανε το προαναφερθέν υπό στοιχεία Γ-2 διαμέρισμα του γ’ ορόφου της εν λόγω πολυώροφης οικοδομής με εξ αδιαιρέτου ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 145/1000, καθώς και τις ανωτέρω υπό στοιχεία Υ-3, Υ-4 και Υ-5 αποθήκες του υπογείου ορόφου, της εν λόγω οικοδομής, με εξ αδιαιρέτου ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 10/1000, 9/1000 και 46/1000 αντίστοιχα. Επομένως, κατά το χρόνο άσκησης και συζήτησης της ένδικης αγωγής ο εναγόμενος είναι: Α] πλήρης κύριος: α) της υπό στοιχεία Υ-1 αποθήκης, εμβαδού 24,30 τ.μ, με εξ αδιαιρέτου ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 29/1000, β) της υπό στοιχεία Υ 2 αποθήκης, εμβαδού 31 τ.μ, με εξ αδιαιρέτου ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 36/1000 και Β] από 5-12-2013, συγκύριος σε ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου: α) του υπό στοιχεία Γ-2 διαμερίσματος, εμβαδού 121,50 τ.μ, με εξ αδιαιρέτου ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 145/1000, β) της υπό στοιχεία Υ-3 αποθήκης, εμβαδού 8,40 τ.μ, με εξ αδιαιρέτου ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 10/1000, γ) της υπό στοιχεία Υ-4 αποθήκης, εμβαδού 7,60 τ.μ, με εξ αδιαιρέτου ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 9/1000 και δ) της υπό στοιχεία Υ-5 αποθήκης εμβαδού 39,30 τ.μ, με εξ αδιαιρέτου ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 46/1000.  Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, κατά το χρόνο ανέγερσης της εν λόγω οικοδομής από τους ως άνω αρχικούς ιδιοκτήτες, (τον εναγόμενο και τον αδερφό του), οι τελευταίοι καθ’ υπέρβαση, της προαναφερθείσας άδειας δόμησης και κατά παράβαση των τότε ισχυουσών  πολεοδομικών διατάξεων, ανήγειραν υπέρ του γ’ ορόφου στο κοινόχρηστο δώμα της ανωτέρω οικοδομής κτίσμα 35,38 τ.μ.   Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά  το χρόνο κατασκευής του κτίσματος αυτού κανένας από τους αρχικούς συνιδιοκτήτες [εναγόμενο και ……..] δεν είχε δικαίωμα επέκτασης της οικοδομής με κατασκευή ορόφου ή ορόφων ούτε δικαίωμα ανέγερσης κτίσματος στον κοινόχρηστο δώμα, καθώς είχε εξαντληθεί ο συντελεστής δόμησης.  Ύστερα, όμως,  από την από 26-1-2004 αίτησή τους  και ενώ, σύμφωνα με τα παραπάνω, αυτοί είχαν μεταβιβάσει τις προαναφερθείσες οριζόντιες ιδιοκτησίες σε τρίτους, εκδόθηκε κατ’ άρθρο 9 παρ. 8 του Ν.1512/1985 Η 4/05/23-12-2004  απόφαση του Νομάρχη Πειραιώς, με την οποία, μετά από σχετική θετική γνωμοδότηση του Συμβουλίου ΧΟΠ, εγκρίθηκε η εξαίρεση του ανωτέρω αυθαιρέτου κτίσματος (του δώματος) από την κατεδάφιση και η μετατροπή του προστίμου διατήρησης σε εφάπαξ, ενώ με την υπ΄ αριθμόν 2758/718/28-3-2005 απόφαση της προϊσταμένης του Τμήματος Ελ. Κατασκευών της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Πειραιώς, τους επιβλήθηκε πρόστιμο ανέγερσης και εφάπαξ πρόστιμο διατήρησης για το εν λόγω αυθαίρετο κτίσμα, ποσού 1.100,89 ευρώ και 4.403,59 ευρώ, αντίστοιχα.  Επομένως, όπως έγινε δεκτό με την υπ΄ αριθμόν 1204/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η υπ΄ αριθμόν 721/2019 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου και η κρίση της οποίας (αναιρετικής απόφασης) επί του τοιουτοτρόπως με αυτήν επιλυθέντος ως άνω νομικού ζητήματος δεσμεύει το Δικαστήριο τούτο ως το δικαστήριο της παραπομπής κατ’ άρθρ.  559  αριθ. 18, 579, 580  παρ. 4, 581 ΚΠολΔ,  η χορηγηθείσα, με την παραπάνω απόφαση του Νομάρχη, που εκδόθηκε υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 9 παρ. 8 του Ν. 1512/1985 και μετά από σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, εξαίρεση από την κατεδάφιση του ενδίκου αυθαίρετου κτίσματος, για την οποία επιβλήθηκε πρόστιμο ανεγέρσεως και εφάπαξ πρόστιμο διατηρήσεως, και μετά την έκδοση της οποίας εξαιρούνται, το μεν κτίσμα, της (ισχύουσας επί των αυθαιρέτων κτισμάτων) απαγόρευσης μεταβιβάσεως και συστάσεως επ’ αυτού εμπραγμάτου δικαιώματος, οι δε ιδιοκτήτες και μηχανικοί, της επιβολής σε βάρος τους των, κατ’ άρθρο 17 του ν. 1337/1983, ποινικών και διοικητικών κυρώσεων, επέρχονται δηλαδή όλες οι συνέπειες της νομιμοποιήσεως αυθαιρέτων, συνιστά νομιμοποίηση αυτού, μετά την οποία οι υπόλοιποι ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων δεν έχουν το δικαίωμα, επικαλούμενοι τη στέρηση της χρήσεως από αυτούς του κοινόκτητου και κοινόχρηστου δώματος, να ζητήσουν με αγωγή την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, όπως εν προκειμένω. Με βάση τα παραπάνω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε τα αντίθετα  ότι, δηλαδή, το ένδικο κτίσμα εμβαδού 35,38 τ.μ. στο δώμα υπέρ του Γ’ ορόφου της ως άνω πολυώροφης οικοδομής  ανήκει στους κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους αυτής, και οφείλει ο εναγόμενος να παραδώσει στους ενάγοντες κλειδιά της εξώπορτας του εν λόγω κτίσματος καθώς επίσης και τη σύγχρηση αυτού σε καθένα από αυτούς, κατά το ποσοστό της συγκυριότητάς τους, γιατί η  ως άνω απόφαση περί εξαίρεσής του από την κατεδάφιση του  δεν μπορεί να θεωρηθεί νομιμοποίηση αυτού, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και προέβη σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων.  Πρέπει, συνεπώς, κατά παραδοχή του συναφούς τέταρτου λόγου της έφεσης  ως ουσιαστικά βάσιμου, χωρίς να είναι αναγκαία η έρευνα και των λοιπών λόγων, να γίνει δεκτή η έφεση του εναγομένου και να εξαφανιστεί στο σύνολό της η εκκαλούμενη με αριθμό 2893/2018   απόφαση. Στην συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη.  Τέλος, οι εφεσίβλητοι – ενάγοντες, οι οποίοι ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος – εναγομένου  και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας,  μετά από αίτημά του της εφεσίβλητης [ άρθρ. 176,  183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ]. Επίσης, λόγω της αποδοχής της έφεσης πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε στον καταθέσαντα αυτό εκκαλούντα (άρθρο 495 παρ. 3. Εδ. τελευταίο).

ΓΙΑ   ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την  από 5-9-2018 (Γ.Α.Κ. …/2018, Ε.Α.Κ. …/2018) έφεση και  το από 16-8-2019 (Γ.Α.Κ. …/2019, Ε.Α.Κ. …./2019] δικόγραφο πρόσθετων λόγων  κατά της 2893/2018  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται  τυπικά και κατ’ ουσία την έφεση και το δικόγραφο πρόσθετων λόγων..

Εξαφανίζει τη 2893/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει επί της από 2-11-2015 [Γ.Α.Κ. …., Ε.Α.Κ. …/2015] αγωγής.

Απορρίπτει την  αγωγή. Και

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στον καταθέσαντα αυτό εκκαλούντα..

Επιβάλλει σε βάρος των εφεσιβλήτων – εναγόντων τα   δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος –  εναγομένου  και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας,  τα οποία ορίζει στο ποσό των  οκτακοσίων  [ 800 ] ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    30 Απριλίου 2024,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ