Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 213/2024

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
3ο ΤΜΗΜΑ
Αριθμός αποφάσεως 213 /2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Παπιγκιώτη, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και από τη Γραμματέα Δ.Π..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των εκκαλούντων: 1) … έως και 11)………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Γεώργιο Ζούρο και Γεώργιο Ζαδέλλη (ΔΕ Δικηγορική Εταιρεία Θεόδωρος Β. Σιούφας, Συνέταιροι και Συνεργάτες).
Της εφεσίβλητης: Τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……», πρώην «………», που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα (………….), νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξιο Παπασταύρου (ΔΕ Ποταμίτης – Βεκρής Δικηγορική Εταιρεία), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Οι ενάγοντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 1-11-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2022 αγωγή τους, ζητώντας τα εκτιθέμενα σε αυτή. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 2486/2023 απόφασή του, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι ενάγοντες, πλην της 4ης εξ αυτών, ήτοι της …….., με την από 2-10-2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά ………../2023 έφεσή τους (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, ………../2023), δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των εκκαλούντων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους, ο δε πληρεξούσιος της εφεσίβλητης δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις, με τις οποίες ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η φερόμενη προς συζήτηση και κρίση ενώπιον του παρόντος, αρμοδίου, καθ’ ύλην και κατά τόπον, Δικαστηρίου (άρθρα 19, 22 και 42 -45 ΚΠολΔικ), παραπάνω έφεση, ασκήθηκε από τους, κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, πρωτοδίκως ηττηθέντες διαδίκους (πλην της ενάγουσας ………….., η οποία δεν καθίσταται διάδικος στην παρούσα δίκη), νομίμως και εμπροθέσμως με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 4-10-2023 και εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης που έλαβε χώρα στις 5-9-2023 [βλ επισημείωση τη δικαστικής επιμελήτριας ………….. επί της εκκαλουμένης που προσκομίζουν οι εκκαλούντες (άρθρα 495 – 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 1 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 §§ 1 εδαφ. α’ και § 7 εδαφ. α’ του ΚΠολΔ, ως αυτές ισχύουν μετά την – κατά περίπτωση – αντικατάσταση και τροποποίησή τους από τις διατάξεις του ν. 4335/2015)]. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά το παραδεκτό και βάσιμο των επιμέρους λόγων της, δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της, έχει καταβληθεί και κατατεθεί το, απαιτούμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 § 3 ΚΠολΔ, παράβολο [υπ’ αριθμ. κωδ. Παρ. ……….. παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ].
Με την από 1-11-2022 αγωγή, όπως το περιεχόμενο και το αιτητικό της εκτιμάται από το Δικαστήριο και μετά τη νομότυπη διόρθωσή της και τον περιορισμό του αγωγικού αιτήματος, από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, οι ενάγοντες αναφέρουν ότι είχαν προσληφθεί από την εναγομένη τράπεζα, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, για να εργαστούν ως τραπεζικά στελέχη. Ότι, σε εκτέλεση των ανωτέρω συμβάσεων, εργάστηκαν στην εναγομένη, ενταγμένοι στο τακτικό της προσωπικό και οι συμβάσεις τους λύθηκαν συμβατικά, λόγω συμμετοχής τους σε πρόγραμμα εθελούσιας εξόδου, εφόσον η εναγομένη τους ανακοίνωσε ότι διακόπτει τις δραστηριότητες της στην Ελλάδα, ως εξής: της πρώτης την 31-10-2016, της δεύτερης την 31-5-2017, της τρίτης την 10-6-2016, της τέταρτης την 30-12-2016, η οποία, ως προελέχθη, εν προκειμένου δεν είναι διάδικος, καθώς δεν είναι μεταξύ των εκκαλούντων, της πέμπτης την 31-1-2016, του έκτου την 30-10-2016, του έβδομου την 23-10-2015, της όγδοης την 31-1-2016, της ένατης την 31-7-2016, της δέκατης την 31-10-2015, της ενδέκατης την 30-12-2016 και της δωδέκατης την 28-4-2017. Ότι, κατά την διάρκεια της εργασιακής τους απασχόλησης στην εναγομένη, η πέμπτη ενάγουσα και ήδη τέταρτη εκκαλούσα, είχε λάβει από εκείνη, κατ’ εξαίρεση – εφόσον η εναγομένη έχει πελάτες, αποκλειστικά, ναυτιλιακές εταιρείες και μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους – καταναλωτικό δάνειο, το ήμισυ του οποίου αποπληρώθηκε μετά την λύση της σύμβασης εργασίας της. Ότι η εναγομένη είχε καταστήσει σαφές, ήδη από τον Ιούλιο του 2015, όταν ανακοίνωσε την ειλημμένη απόφασή της να σταματήσει να δραστηριοποιείται στην Ελλάδα, ότι τα στεγαστικά και προσωπικά δάνεια θα εξακολουθούσαν επί μία 5ετία να διέπονται από τους ίδιους όρους που ίσχυαν για το προσωπικό της. Ότι, παρόλα αυτά, στο πλαίσιο του προγράμματος εθελούσιας εξόδου, χορηγήθηκαν επιπλέον πλεονεκτήματα – κίνητρα σε άλλους εργαζόμενους της εναγομένης που συμμετείχαν σε αυτό και ότι, στους υπαλλήλους που ρητά κατονομάζονται στην αγωγή και οι οποίοι επίσης αποχώρησαν βάσει του προγράμματος εθελούσιας εξόδου, χαρίστηκαν τα ποσά των (στεγαστικών) δανείων που είχαν λάβει από την τράπεζα, τη στιγμή που η πέμπτη ενάγουσα (τέταρτη εκκαλούσα), εξακολούθησε, (δίδοντας πίστη στις διαβεβαιώσεις της εναγομένης ότι δεν θα διαγραφεί οποιοδήποτε δάνειο και ότι όλα τα δάνεια θα αποπληρωθούν κανονικά) να αποπληρώνει το ποσό των δανείου της βάσει των συμφωνηθέντων στις οικείες δανειακές συμβάσεις, δάνειο το οποίο έχει ήδη εξοφλήσει, με αποτέλεσμα η διαφορετική μεταχείρισή τους (όλων των εναγόντων), σε σχέση με τους ανωτέρω υπαλλήλους της τράπεζας, χωρίς να συντρέχει εύλογος και αντικειμενικός λόγος διαφοροποίησής τους, αφού τελούσαν υπό τις ίδιες εργασιακές συνθήκες, να συνιστά κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας, αντιβαίνουσα στην καλή πίστη και στα χρηστά ήθη. Έτσι, κατά τους ενάγοντες, η εναγομένη ενέχεται, ως εργοδότης, στην αποκατάσταση της ισότητας μεταξύ των εργαζομένων της, ιδίως αναφορικά με τις προς εκείνους χρηματικές παροχές που συνδέονται με την «εθελούσια» έξοδό τους και, επικουρικά, ενέχεται σε αποζημίωση για υπαίτια παράβαση της σύμβασης που καθένας εξ αυτών συνήψε με εκείνην κατά την αποχώρησή του (ιδίως αυτών που προέβλεπαν την εξακολούθηση της ισχύος, για μια πενταετία, των στεγαστικών ή/και προσωπικών δανείων των αποχωρούντων υπαλλήλων της) που κατέστησαν αναπόσπαστο μέρος αυτής, κατά τα προεκτεθέντα. Περαιτέρω, στην αγωγή παρατίθενται πίνακες που απεικονίζουν το ποσό που τόσο οι ενάγοντες όσο και οι συνάδελφοί τους, των οποίων τα δάνεια διαγράφτηκαν, έλαβαν ως αποζημίωση, το ποσό του δανείου (κεφάλαιο) που χαρίστηκε στους συναδέλφους τους, την αναλογία διαγραφέντων δανείων/ αποζημίωσης απόλυσης, απ’ όπου προκύπτει ότι: α) το μεγαλύτερο ποσοστό απόληψης περιουσιακού οφέλους επιπλέον της αποζημίωσης ανέρχεται σε 189,20%, β) ο μέσος όρος απόληψης περιουσιακού οφέλους επιπλέον της αποζημίωσης ανέρχεται σε 67,30%, γ) το ποσό που, κατά μέσο όρο, ωφελήθηκαν οι συνάδελφοί τους των οποίων τα δάνεια διαγράφτηκαν ανέρχεται σε 92.445,81 ευρώ και δ) το ποσό που, κατ’ ελάχιστον, ωφελήθηκε συνάδελφός τους ανέρχεται σε 12.838,29 ευρώ. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και, επικαλούμενοι, επιπλέον ότι, στην έγγραφη σύμβαση που η εναγομένη συνήψε με καθέναν από αυτούς, για την αποχώρησή τους με τους όρους του προγράμματος εθελούσιας εξόδου έτους 2015, προβλέφθηκε ότι, για τις διαφορές κλπ από την σύμβαση αυτή αποχώρησης από την εργασία τους είναι αποκλειστικά αρμόδια τα Δικαστήρια του Πειραιά, ζητούν να αναγνωρισθεί, κατ’ αναλογίαν των τεσσάρων κλιμάκων που ανωτέρω αναφέρθηκαν [α)-δ)], ότι η εναγομένη οφείλει: α) στην πρώτη (…………) το ποσό των 129.183,66 ευρώ, άλλως και επικουρικώς, το ποσό των 45.975,99 ευρώ, άλλως και έτι περαιτέρω επικουρικώς το ποσό 92.445,81 ευρώ, άλλως και έτι περαιτέρω επικουρικώς το ποσό των 12.838,29 ευρώ, β) στη δεύτερη (……….) το ποσό των 108.732,50 ευρώ, άλλως και επικουρικώς, το ποσό των 38.697,50 ευρώ, άλλως και έτι περαιτέρω επικουρικώς το ποσό 92.445,81 ευρώ, άλλως και έτι περαιτέρω επικουρικώς το ποσό των 12.838,29 ευρώ, γ) στην τρίτη (…………) το ποσό των 185.577,06 ευρώ, άλλως και επικουρικώς, το ποσό των 66.046,20 ευρώ, άλλως και έτι περαιτέρω επικουρικώς το ποσό 92.445,81 ευρώ, άλλως και έτι περαιτέρω επικουρικώς το ποσό των 12.838,29 ευρώ, δ) στην τέταρτη, μη εκκαλούσα, (…………) το ποσό των 240.620,29 ευρώ, άλλως και επικουρικώς, το ποσό των 85.635,88 ευρώ, άλλως και έτι περαιτέρω επικουρικώς το ποσό 92.445,81 ευρώ, άλλως και έτι περαιτέρω επικουρικώς το ποσό των 12.838,29 ευρώ, ε) στην πέμπτη (………..) το ποσό των 79.979,30 ευρώ, άλλως και επικουρικώς, το ποσό των 28.309,74 ευρώ, άλλως και έτι περαιτέρω επικουρικώς το ποσό 92.445,81 ευρώ, άλλως και έτι περαιτέρω επικουρικώς το ποσό των 12.838,29 ευρώ, στ) στον έκτο …………….) το ποσό των 101.058,82 ευρώ, άλλως και επικουρικώς, το ποσό των 35.966,46 ευρώ, άλλως και έτι περαιτέρω επικουρικώς το ποσό 92.445,81 ευρώ, άλλως και έτι περαιτέρω επικουρικώς το ποσό των 12.838,29 ευρώ, ζ) στον έβδομο (……….) το ποσό των 115.729,20 ευρώ, άλλως και επικουρικώς, το ποσό των 41.187,60 ευρώ, άλλως και έτι περαιτέρω επικουρικώς το ποσό 92.445,81 ευρώ, άλλως και έτι περαιτέρω επικουρικώς το ποσό των 12.838,29 ευρώ, η) στην όγδοη (……..) το ποσό των 215.895,47 ευρώ, άλλως και επικουρικώς, το ποσό των 76.836,41 ευρώ, άλλως και έτι περαιτέρω επικουρικώς το ποσό 92.445,81 ευρώ, άλλως και έτι περαιτέρω επικουρικώς το ποσό των 12.838,29 ευρώ, θ) στην ένατη (…………) το ποσό των 267.183,17 ευρώ, άλλως και επικουρικώς, το ποσό των 95.089,51 ευρώ, άλλως και έτι περαιτέρω επικουρικώς το ποσό 92.445,81 ευρώ, άλλως και έτι περαιτέρω επικουρικώς το ποσό των 12.838,29 ευρώ, ι) στη δέκατη (………) το ποσό των 136.545,32 ευρώ, άλλως και επικουρικώς, το ποσό των 103.672,18 ευρώ, άλλως και έτι περαιτέρω επικουρικώς το ποσό 36.896,55 ευρώ, άλλως και έτι περαιτέρω επικουρικώς το ποσό των 12.838,29 ευρώ, ια) στην ενδέκατη (………..) το ποσό των 109.766,87 ευρώ, άλλως και επικουρικώς, το ποσό των 39.065,63 ευρώ, άλλως και έτι περαιτέρω επικουρικώς το ποσό 92.445,81 ευρώ, άλλως και έτι περαιτέρω επικουρικώς το ποσό των 12.838,29 ευρώ και ιβ) στη δωδέκατη (………..) το ποσόν των 147.712,89 ευρώ, άλλως και όλως επικουρικώς, το ποσό των 51.858,68 ευρώ, άλλως και έτι περαιτέρω επικουρικώς το ποσό 92.445,81 ευρώ, άλλως και έτι περαιτέρω επικουρικώς το ποσό των 12.838,29 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξόφλησης. Τέλος, ζητείται να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική τους δαπάνη και στην αμοιβή του πληρεξουσίου τους δικηγόρου. Επί της αγωγής αυτής το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 2486/2023 απόφασή του, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως αόριστη για την πέμπτη ενάγουσα και ήδη τέταρτη εκκαλούσα και ως νόμω αβάσιμη για τους λοιπούς ενάγοντες. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι ενάγοντες – εκκαλούντες και ζητούν κατ’ ορθή εκτίμηση των διατυπωθέντων στην έφεση αιτημάτων τους και των λόγων που εκτίθενται σε αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ένδικη αγωγή.
Από τα άρθρα 4 § 1 και 22 § 1 εδ. β’ του Συντάγματος καθιερώνεται, ως ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της ισότητας, η συνταγματική αρχή της ίσης αμοιβής για παροχή ίσης εργασίας [ΑΠ 98/2008 ΔΕΝ 64(2008).353], για την εφαρμογή της οποίας δεν μπορεί να γίνει σύγκριση μεταξύ των κατηγοριών των εργαζομένων ως προς μόνη την επιμέρους αιτούμενη από μία κατηγορία εργαζομένων μισθολογική παροχή, απομονωμένη δηλαδή από τις εκατέρωθεν λαμβανόμενες συνολικές αποδοχές των εργαζομένων, διότι δεν επιτρέπεται επιλεκτική σύγκριση με βάση μία επιμέρους μισθολογική παροχή, χωρίς συσχετισμό προς το ευρύτερο σύνολο αποδοχών, στο οποίο αυτή περιλαμβάνεται [ΑΠ 1165/2006 ΕΕργΔ 66(2007).603]. Μεταξύ δε των εργαζομένων, που ανήκουν στην αυτή κατηγορία και παρέχουν την ίδια, υπό τις αυτές συνθήκες και προσόντα, εργασία, η ισότητα της αμοιβής επιβάλλεται, όταν πρόκειται για οικειοθελή εργοδοτική παροχή, από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως [ΑΠ 595/2006 ΕΕργΔ 65(2006).1372]. Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 141 της Συνθήκης ΕΚ, 22 § 1β’ του Συντάγματος και του άρθρου 288 ΑΚ, απορρέει η αρχή της ίσης μεταχείρισης, η οποία έχει επικουρικό χαρακτήρα [ΑΠ 1263/2005 ΕΕργΔ 65(2006).421=ΕλΔ 48(2007).1069] και (η οποία) έχει την έννοια ότι, στα πλαίσια της εργασιακής σύμβασης, δεν επιτρέπεται η άνιση μεταχείριση από τον εργοδότη των μισθωτών της αυτής εκμετάλλευσης, που έχουν τα ίδια προσόντα και παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες υπό τις αυτές συνθήκες, εκτός αν δικαιολογείται εξαίρεση ή απόκλιση εξαιτίας επαρκούς αντικειμενικού λόγου. Δηλαδή, από την ως άνω αρχή συνάγεται κανόνας δημόσιας τάξης, με τον οποίο ο εργοδότης οφείλει να επεκτείνει σε όλους τους εργαζομένους, που παρέχουν την ίδια εργασία υπό τις αυτές συνθήκες με τα αυτά προσόντα τις μισθολογικές και άλλες εργασιακές παροχές, είτε πρόκειται για μονομερείς οικειοθελείς παροχές είτε πρόκειται για παροχές που έχει αναλάβει συμβατικώς έναντι ορισμένων εργαζομένων και παρέχεται απευθείας στον εργαζόμενο το δικαίωμα να αξιώσει από τον εργοδότη του οικειοθελείς παροχές, που αυτός καταβάλει σε άλλους μισθωτούς, οι οποίοι, όπως προεκτέθηκε, ανήκουν στην αυτή κατηγορία και παρέχουν τις ίδιες υπό τις αυτές συνθήκες υπηρεσίες, ανεξάρτητη από το χρόνο πρόσληψής τους [ΑΠ 1688/2007 ΕΕργΔ 67(2008).956, ΑΠ 546/2007 ΕΕργΔ 66(2007).1215, ΑΠ 27/2007 ΕλΔ 48(2007).809, ΑΠ 1483/2006 ΕΕργΔ 67(2008).301]. Δεν μπορεί να ζητηθεί, με βάση την αρχή της ίσης μεταχείρισης, η επέκταση μισθολογικής παροχής, η οποία χορηγήθηκε σε άλλον/άλλους εργαζόμενο/εργαζομένους του ιδίου εργοδότη, όχι όμως οικειοθελώς, αλλά σε εκπλήρωση υποχρεώσεως απορρέουσα από το νόμο ή από ΣΣΕ ή από απόφαση Διαιτησίας [βλ. ενδεικτικά ΕφΑθ 1989/2006 ΕΕργΔ 66(2007).89, με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία]. Επιπλέον, η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν παραβιάζεται όταν οι εξαιρούμενοι από την παροχή εργαζόμενοι ανήκουν σε διαφορετική κατηγορία και δεν έχουν τα ίδια τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, έστω και αν παρέχουν εργασία ανάλογης ή ίσης αξίας που τείνει στην εξυπηρέτηση των ίδιων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του εργοδότη (Α.Π. 107/2006). Στις προαναφερθείσες περιπτώσεις της δικαιολογημένης εκ μέρους του εργοδότη διαφορετικής μεταχειρίσεως των μισθωτών από την άποψη της αμοιβής, δεν μπορούν να θεμελιωθούν αξιώσεις τους κατ’ αυτού ούτε με βάση τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. Α.Κ. περί αδικοπραξιών, λόγο) μη συνδρομής του στοιχείου του παρανόμου ούτε με βάση τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. Α.Κ. περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, λόγω μη συνδρομής του στοιχείου της ανυπαρξίας ή της ελαττωματικότητας της αιτίας βάσει της οποίας επήλθε ο πλουτισμός του εργοδότη (Ολ. Α.Π. 22/2003, Α.Π.413/1994)
Από όλα τα έγγραφα, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, μερικά από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω, χωρίς, όμως, να παραλείπεται οποιοδήποτε για την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς, από την υπ’ αριθμ. ………/3-3-2022 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών …….., στην οποία εμπεριέχεται η ένορκη βεβαίωση της …….., που ελήφθη στο πλαίσιο της αρχικής αγωγής των εναγόντων, κατόπιν νόμιμης κλήτευσής τους εκ μέρους της εναγομένης (βλ. την υπ΄ αριθμ. …………./28-2-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……….), από την υπ΄ αριθμ. …./23-5-2022 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών .. .., στην οποία εμπεριέχεται η ένορκη βεβαίωση του ….… και την υπ’ αριθμ. …./23-5-2022 πράξη της συμβολαιογράφου Κηφισιάς …….., στην οποία εμπεριέχεται η ένορκη βεβαίωση του …… …, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης των εναγόντων (βλ. την υπ’ αριθμ. …/18-5-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …….., καθώς και την υπ’ αριθμ …/15-2-2018 πράξη του Ειρηνοδίκη Πειραιά στην οποία εμπεριέχεται η ένορκη βεβαίωση του …….., τις υπ’ αριθμ. .., …, ../15-2-2018 πράξεις της συμβολαιογράφου Αθηνών …….., στις οποίες εμπεριέχονται οι ένορκες βεβαιώσεις των ………, ……… και ………., αντίστοιχα, που ελήφθησαν εκ μέρους της εναγομένης στα πλαίσια άλλης δίκης, την υπ’ αριθμ ………/10-1-2019 πράξη του Ειρηνοδίκη Πειραιά στην οποία εμπεριέχεται η ένορκη βεβαίωση του …….., την υπ’ αριθμ. ……./9-1-2019 πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών …….. στην οποία εμπεριέχεται η ένορκη βεβαίωση της …….. και οι οποίες ελήφθησαν για λογαριασμό της εναγομένης μετά από νομότυπη κλήση των εναγόντων στα πλαίσια άλλης δίκης, από την υπ’ αριθμ. ………/23-5-2022 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα των εναγόντων …….., ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά ………, η οποία ελήφθη μετά από νόμιμη κλήση της εναγομένης στα πλαίσια άλλης δίκης, λαμβάνονται δε οι ως άνω ένορκες βεβαιώσεις που ελήφθησαν για άλλη δίκη υπόψη προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 833/2007, ΤΝΠ Νόμος), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη τραπεζική εταιρεία εδρεύει στο ………….. του Ηνωμένου Βασιλείου και διατηρούσε μέχρι το έτος 2017 υποκατάστημα στην Ελλάδα. Σκοπός της ήταν η παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τον ναυτιλιακό κλάδο και την παροχή λιανικής τραπεζικής σε ναυτιλιακούς πελάτες. Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες, προσλήφθηκαν από την εναγομένη – εφεσίβλητη με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, προκειμένου να παρέχουν σ’ αυτήν τις υπηρεσίες τους ως υπάλληλοι της. Στις 3-7-2015, η εναγόμενη και μετά από ειλημμένη απόφαση περί διακοπής των δραστηριοτήτων της στην Ελλάδα, με ανακοίνωσή της προς το προσωπικό έθεσε εγγράφως το πρόγραμμα επαυξημένων κινήτρων εξόδου (ΠΕΚΕ), στο οποίο η συμμετοχή του κάθε εργαζόμενου ήταν προαιρετική. Αναφορικά με τα ήδη χορηγηθέντα στεγαστικά και προσωπικά δάνεια στο προσωπικό της, η μοναδική πρόβλεψη του προγράμματος αφορούσε στη διατήρηση του προνομιακού επιτοκίου της Τράπεζας για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (5 και 3 έτη αντιστοίχως), με την επισήμανση ότι σε συνεργασία με το σωματείο της θα καθοριζόταν ο τρόπος καταβολής των δόσεων. Οι ενάγοντες υπέβαλαν αιτήσεις συμμετοχής στο πιο πάνω πρόγραμμα, τις οποίες αποδέχθηκε η εναγομένη και υπογράφηκαν οι σχετικές συμβάσεις μεταξύ των διαδίκων, λύθηκαν δε οι συμβάσεις εργασίες τους κατά της κάτωθι ημερομηνίες: της πρώτης την 31-10-2016, της δεύτερης την 31-5-2017, της τρίτης την 10-6-2016, της τέταρτης την 30-12-2016, η οποία, ως προελέχθη, εν προκειμένου δεν είναι διάδικος, καθώς δεν είναι μεταξύ των εκκαλούντων, της πέμπτης την 31-1-2016, του έκτου την 30-10-2016, του έβδομου την 23-10-2015, της όγδοης την 31-1-2016, της ένατης την 31-7-2016, της δέκατης την 31-10-2015, της ενδέκατης την 30-12-2016 και της δωδέκατης την 28-4-2017. Μετά την υπογραφή των ανωτέρω συμβάσεων και της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων, οι οποίες αναγγέλθηκαν στον Ο.Α.Ε.Δ η εναγόμενη τους κατέβαλε ως αποζημίωση: Στην πρώτη το ποσό των 68.315 ευρώ, στη δεύτερη το ποσό των 57.500 ευρώ, στην τρίτη το ποσό των 98.137 ευρώ (η τέταρτη ενάγουσα δεν αναφέρεται καθότι δεν άσκησε έφεση), στην πέμπτη το ποσό των 42.065 ευρώ, στον έκτο το ποσό των 53.442 ευρώ, στον έβδομο το ποσό των 61.200 ευρώ, στην όγδοη το ποσό των 114.170 ευρώ, στην ένατη το ποσό των 141.292 ευρώ, στη δέκατη το ποσό των 54.824 ευρώ, στην ενδέκατη το ποσό των 58.047 ευρώ και στη δωδέκατη το ποσό των 77.056 ευρώ. Περαιτέρω, ουδείς των εναγόντων είχε λάβει στεγαστικό δάνειο, κατά τον χρόνο απασχόλησής τους στην εναγομένη, όπως άλλωστε και οι ίδιοι συνομολογούν. Εν συνεχεία, τον Ιούνιο του 2017 η εναγόμενη διέγραψε πλήρως τα υφιστάμενα στεγαστικά δάνεια των 18 αναφερόμενων στην αγωγή φυσικών προσώπων. Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε, στις αρχές του έτους 2015, η εναγόμενη αποφάσισε να αποχωρήσει από την Ελλάδα. Για το κλείσιμο του υποκαταστήματος της απαιτούνταν προηγουμένως ο μηδενισμός των στοιχείων ενεργητικού, παθητικού και των λογαριασμών τάξης που αφορούσαν τραπεζικές εργασίες, δηλαδή μηδενικά ταμειακά υπόλοιπα, ώστε να δοθεί η σχετική έγκριση από την Τράπεζα της Ελλάδας. Συνεπεία τούτου, η εναγόμενη απευθύνθηκε στις ελληνικές συστημικές τράπεζες προκειμένου να διερευνήσει τη δυνατότητα μεταβίβασης του χαρτοφυλακίου των ανεξόφλητων στεγαστικών δανείων, πλην όμως, αυτό δεν κατέστη εφικτό. Τα σωματεία εργαζομένων της εναγόμενης, αντέδρασαν στην προοπτική της μεταφοράς των στεγαστικών δανείων των υπαλλήλων που εμφάνιζαν υπόλοιπο στο εξωτερικό με μονομερείς ενέργειες της εργοδότριας. Προς αποφυγή δικαστικών διενέξεων λόγω αδυναμίας συμβιβαστικής επίλυσης του ζητήματος, αφού οι προτάσεις της εναγόμενης δεν έγιναν αποδεκτές, η τελευταία προχώρησε σε διαγραφή των απαιτήσεων διαφόρων οφειλετών της, προκειμένου να μην υπάρχουν ενεργείς τραπεζικές εκκρεμότητες και να εγκριθεί η διακοπή της λειτουργίας του υποκαταστήματος της στην Ελλάδα. Για το λόγο αυτό, τον Ιούνιο του έτους 2017, οπότε είχαν απομείνει ενεργά είκοσι επτά (27) στεγαστικά δάνεια πρώην υπαλλήλων της, η εναγόμενη συνήψε με τους δανειολήπτες ειδικές συμφωνίες εξωδικαστικού συμβιβασμού βάσει του άρθρου 62 §§ 4 και 5 του νόμου 4389/2016, δυνάμει των οποίων διαγράφηκαν οι οφειλές. Ακολούθως την 20-7-2017 το υποκατάστημά της στην Ελλάδα έπαυσε τη λειτουργία του. Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι η διαγραφή των στεγαστικών δανείων που έλαβε χώρα το έτος 2017 δεν περιλαμβάνονταν μεταξύ των παροχών του προγράμματος εθελούσιας εξόδου προσωπικού της εναγόμενης, αλλά αφορούσε στις δανειακές συμβάσεις που κατά το χρόνο εκείνο εμφάνιζαν υπόλοιπο, ανεξάρτητα από το εάν ο δανειολήπτης εξακολουθούσε να συνδέεται με συμβατική σχέση με την τράπεζα ή είχε λυθεί η σύμβαση εργασίας του καθ’ οιονδήποτε τρόπο και δεν συνιστούσε εκούσια εργοδοτική παροχή. Ειδικότερα, η ένδικη αγωγή ερείδεται επί της αρχής της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων από τον εργοδότη. Για την εφαρμογή της εν λόγω αρχής απαραίτητες προϋποθέσεις είναι, μεταξύ άλλων: α) χορήγηση παροχής στο πλαίσιο σχέσης εργασίας (εργοδοτική παροχή), β) οικειοθελής χαρακτήρας της εργοδοτικής παροχής (Ολ ΑΠ 14/2012, ΑΠ 1174/2017, ΑΠ 120/2017, ΤΝΠ Νόμος), γ) ύπαρξη ενεργούς σχέσης εργασίας, δ) ύπαρξη ουσιωδώς όμοιων καταστάσεων. Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες ουδέποτε είχαν οφειλές από στεγαστικά δάνεια, με συνέπεια να μην τίθεται ζήτημα διαγραφής οφειλών. Συνεπώς, τελούσαν αντικειμενικά σε ουσιωδώς ανόμοια κατάσταση με τους συγκρινόμενους με αυτούς οφειλέτες. Πέραν τούτου, η διαγραφή των οφειλών των 18 αναφερομένων στην αγωγή οφειλετών, έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 2017, ήτοι σε χρόνο που οι συμβάσεις εργασίας των εναγόντων δεν ήταν ενεργές, αφού η διαγραφή αφορούσε σε οφειλές που υφίσταντο τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, από οφειλέτες που όφειλαν κατά τον χρόνο εκείνο (Ιούνιος 2017). Έτι περαιτέρω, δεν αφορούσε σε μη οφειλέτες, που ουδέποτε είχαν λάβει στεγαστικό δάνειο, ούτε πρώην οφειλέτες που είχαν ήδη αποπληρώσει τις οφειλές τους τη χρονική εκείνη στιγμή. Επιπλέον, η συμφωνία της εναγομένης με τους δανειολήπτες υπαλλήλους της, ήταν ενταγμένες στο πλαίσιο των συμβάσεων δανείου που τους συνέδεε και εντάσσονταν στην μεταξύ τους συναλλακτική σχέση, βάσει της ως άνω αιτίας. Συγκεκριμένα, δεν υπήρχε εργοδοτική παροχή στο πλαίσιο σύμβασης εργασίας ή στο πλαίσιο προγράμματος εθελουσίας εξόδου. Η εν λόγω παροχή είχε συμβατικό χαρακτήρα και δεν αποτελούσε εργοδοτική παροχή. Κατόπιν τούτων, δεν προκύπτει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον οι ενάγοντες κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκε η διαγραφή των δανειακών συμβάσεων με υπόλοιπο κατά το έτος 2017, δεν είχαν εκκρεμή δάνεια, η διαγραφή των υπολοίπων δεν περιλαμβάνονταν στις παροχές – κίνητρα του προγράμματος εθελούσιας εξόδου, αλλά υπαγορεύθηκε για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, ούτε αποκλείσθηκαν αυτοί με βούληση της εναγομένης από οικειοθελή παροχή, που χορηγήθηκε σε άλλους εργαζόμενους. Συνεπώς, δεν υφίσταται δυσμενής διάκριση σε βάρος των εναγόντων σε σχέση με τους λοιπούς εργαζόμενους και – πρώην υπαλλήλους της εναγομένης, που ανήκαν στην ίδια κατηγορία με τους ενάγοντες και παρείχαν την εργασία τους υπό τις αυτές με τους εκκαλούντες συνθήκες. Όσον αφορά στην πέμπτη ενάγουσα και ήδη τέταρτη εκκαλούσα, η οποία είχε λάβει καταναλωτικό δάνειο από την Τράπεζα, το αναπομείναν υπόλοιπο του οποίου αποπληρώθηκε κατά 50% το 2017, για τους ίδιους αναφερθέντες ανωτέρω λόγους, δεν προκύπτει ότι παραβιάστηκε η αρχή της ίσης μεταχείρισης. Συνεπώς, η κύρια βάση της αγωγής καθίσταται απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη. Επιπλέον, όσον αφορά στην επικουρική βάση της αγωγής, ήτοι στην υπαίτια παραβίαση εκ μέρους της εναγομένης των συμβάσεων που καθένας των εναγόντων υπέγραψε με την εναγομένη κατά την αποχώρησή του λεκτέα είναι τα εξής: Η διαγραφή των στεγαστικών δανείων αφορούσε σε τρίτα πρόσωπα, ήτοι στα αναφερόμενα στην αγωγή 18 φυσικά πρόσωπα και όχι στους εκκαλούντες, με συνέπεια να μην τίθεται ζήτημα παραβίασης συμβατικών όρων ως προς τους τελευταίους. Το μόνο που θα μπορούσαν να αιτηθούν οι εκκαλούντες είναι η παραβίαση της αρχής της ισότητας, σύμφωνα με τα όσα ανέφεραν στην κύρια βάση της αγωγής τους, ισχυρισμός όμως που ήδη κρίθηκε ουσία αβάσιμος, κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω. Συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης συμβατικού όρου ως προς τους εκκαλούντες και επομένως, η επικουρική βάση της αγωγής τυγχάνει ουσία αβάσιμη.
Κατόπιν τούτων, η αγωγή, η οποία είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρονται στη νομική σκέψη της παρούσας καθώς και σε αυτές των άρθρων 288, 340, 346, 648 επ. 914 ΑΚ, 22 § 1β Σ, 141 της Συνθήκης ΕΚ και 62, 63, 64, 68, 70, 73, 74, 176, 189, 191 § 2, 907 και 908 ΚΠολΔ, τυγχάνει απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη, τόσο για την κύρια, όσο και για την επικουρική της βάση. Συνεπώς, πρέπει να γίνει η υπό κρίση έφεση δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη, για όλους τους λόγους αυτής και να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες του κατατεθέντος εκ μέρους τους παραβόλου κατά την άσκηση της έφεσης (άρθρο 495§3 ΚΠολΔ), καθότι η εκκαλουμένη απόφαση, που απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη και ως προς την πέμπτη ενάγουσα και τέταρτη εκκαλούσα ως αόριστη με επάλληλη αιτιολογία και ως μη νόμιμη έσφαλλε. Επομένως, το παρόν Δικαστήριο, αφού εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση, πρέπει να κρατήσει και δικάσει την υπόθεση και να απορρίψει την αγωγή στην ουσία της, σύμφωνα με τα αναφερόμενα ανωτέρω, δοθέντος ότι δεν καθίσταται χειρότερη η θέση των εκκαλούντων, κατ΄ άρθρο 536 ΚΠολΔ (βλ. Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση κατ΄ άρθρο ΚΠολΔ, Β. Βαρθακοκοίλη, Αθήνα 1995, άρθρο 536.389). Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, σύμφωνα με τα άρθρα 179 περ. β΄ και 183 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την από 2-10-2023 έφεση αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την έφεση
Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες του κατατεθέντος εκ μέρους τους παραβόλου κατά την άσκηση της έφεσης.
Εξαφανίζει την υπ΄ αριθμ. 2486/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά
Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει αυτήν κατ’ ουσίαν.
Απορρίπτει την αγωγή.
Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στον Πειραιά, στις 2.5.2024
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ